ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

Διαλαμβάνουσα, κοινή γλώσση, πόθεν ήρξατο ο διωγμός αυτών και τίνες οι διώκται και είτα οι σύμμαχοι, άμα δε και δι’ ην αιτίαν παρελάβομεν την Ορθοδοξίαν επιτελείν τη Πρώτη Κυριακή των Νηστειών.                         

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός, προθυμοποιών τους ανθρώπους εις την μάθησιν του καλού, ώρισεν εις το άγιον Ευαγγέλιον· «Ερευνάτε τας Γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (Ιωάν. ε: 39). Δια τούτο και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, αναζητούντες εις τα θεία της αγίας μας Εκκλησίας βιβλία εύρομεν, ότι πτέπον είναι να εορτάζωμεν την ημέραν των Εγκαινίων, ήτοι την ημέραν κατά την οποίαν κατανικηθέντος του κακού μέγα προέκυψε καλόν δια την Εκκλησίαν ανακαινισθείσης αυτής από της των αιρετικών επιβουλής, καθώς και ο Προφήτης Ησαϊας παραγγέλλει λέγων· Εγκαινίζεσθε νήσοι προς Θεόν (Ησ. μα: 1, μα: 16), νήσους τας Εκκλησίας του Θεού ονομάζων.

Είναι δε Εκκλησία όχι μόνον τα λαμπρά οικοδομήματα της επιγείου κατοικίας του Θεού και των Αγίων, οι διάφοροι δηλαδή ανά την γην περίτεχνοι και καταστόλιστοι Ναοί, αλλά πολύ περισσότερον αι ψυχαί των ευσεβών Χριστιανών, αίτινες είναι κατοικία και αναπαύσεις Θεού. Αυτάς ορίζει και ο Προφήτης να ανακαινίζωμεν αδιαλείπτως με πράξεις αγαθάς, Αλλά και ο θείος Απόστολος Παύλος, το στόμα του Χριστού, εις αυτό τούτο μας καθοδηγεί και αυτό μας προστάζει, λέγων· «εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ: 4), και πάλιν «ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος» (Ρωμ. ζ: 6), να ζώμεν δηλαδή με διαρκή ανανέωσιν της ψυχής. Αλλά και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το Ευαγγέλιον, λέγων «Εγένετο δε τα εγκαίνια εν τοις Ιεροσολύμοις και χειμών ην» (Ιωάν. ι: 22), επιβεβαιώνει την προφητικήν ταύτην παραγγελίαν, περί ανακαινισμού. Δια του προσδιορισμού δε ότι τα εγκαίνια εις τα Ιεροσόλυμα έγιναν εν καιρώ χειμώνος, εννοεί ή ότι τότε ήτο χειμών νοητός, επειδή μεγάλη σύγχυσις και ταραχή υπήρχε κατά τας ημέρας εκείνας εις το γένος των Εβραίων, επιζητούντων πως να φονεύσουν τον Χριστόν, ή διότι ήτο χειμών αισθητός, από την ταραχήν των ανέμων και την δριμύτητα του ψύχους. Εις τοιούτος μέγας χειμών έγινε και κατά τον παλαιόν καιρόν, όχι αισθητός, αλλά νοητός. Κατά τον καιρόν εκείνον οι ασεβάστατοι βασιλείς και διώκται των αγίων Εικόνων κατετυράννουν και εσύγχυζον την Εκκλησίαν του Θεού. Όμως και πάλιν ανέτειλεν η γλυκυτάτη άνοιξις και μεγάλη ομόνοια και ειρήνη έγινεν εις την Εκκλησίαν. Όθεν δια την αιτίαν αυτήν συνήχθημεν και ημείς κατά την σήμερον εις τον Ναόν τούτον του Θεού δια να πανηγυρίσωμεν των Εγκαινίων την ημέραν, και να δώσωμεν ευχαριστίαν εις τον Πανάγαθον Θεόν δια την πολλήν του ευεργεσίαν, ότι τους αιρετικούς και αθέους τυράννους ηφάνισε, τους δε Ορθοδόξους Πατέρας, οίτινες εστερέωσαν την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, εμεγάλυνε και εδόξασε. Δια τούτο και ημείς, ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, ακολουθούντες τους λόγους των Αγίων, ας εορτάσωμεν ταύτην την αγίαν Εορτήν· και τους μεν εικονομάχους και ασεβείς ας ομολογήσωμεν παραδεδομένους εις το αιώνιον ανάθεμα, αποκεκομμένους δηλαδή από τον Θεόν και την Εκκλησίαν και παραδεδομένους εις τον διάβολον, τους δε προσκυνητάς των αγίων Εικόνων ας τιμήσωμεν πρεπόντως και ας δεχθώμεν τας διδαχάς των. Επειδή όμως έχομεν εντολήν από τον μέγαν Ιωάννην τον Χρυσόστομον και τους άλλους Διδασκάλους της Εκκλησίας μας, να μη επαινώμεν, ούτε να κατηγορούμεν άνθρωπον, εάν δεν ίδωμεν ή ακούσωμεν τας πράξεις του από αξιοπίστους ανθρώπους, δια τούτο να διηγηθώ και εγώ πρώτον τα έργα τόσον των αθέων εικονομάχων όσον και των αγίων Ομολογητών αγωνιστών της Ορθοδοξίας, όπως εξ αξιοπίστων μαρτυριών παρελάβομεν αυτά και τότε και σεις τους μεν αναθεματίσατε, τους δε επαινέσατε. Εις την Περσίαν υπήρχε κατά τον Ζ΄ αιώνα βασιλεύς τις ονόματι, ως λέγουσι τινές, Ιζήθ, ειδωλολάτρης την πίστιν. Εις αυτόν επήγαν τρεις Εβραίοι δεδιωγμένοι από τα Ιεροσόλυμα και του είπον· «Βασιλεύ, αν θέλης να πολυχρονή ο Θεός την ζωήν σου, άκουσον ένα λόγον, τον οποίον θέλομεν είπει προς την βασιλείαν σου· ημείς είμεθα έξοχοι και πρώτοι από όλους τους Εβραίους εις την μαντικήν τέχνην. Κατά την άσκησιν λοιπόν της τέχνης ημών εύρομεν, ότι εάν συ προστάξης τους Χριστιανούς, τους ευρισκομένους εις την επαρχίαν σου, να αφαιρέσουν από τας Εκκλησίας των τας Εικόνας, θέλεις ζήσει πολλούς χρόνους με υγείαν και ειρήνην». Τούτο ακούσας ο βασιλεύς, καθό ειδωλολάτρης και εχθρός των Χριστιανών, ώρισεν, όπως μη προσκυνούν πλέον οι Χριστιανοί τας αγίας Εικόνας. Μετά ταύτα δεν έζησεν ο βασιλεύς εκείνος, ειμή μόνον ένα έτος και απέθανεν· εβασίλευσεν δε αντ’ αυτού ο υιός του, ειδωλολάτρης και αυτός κατά την πίστιν, πλην ημερώτερος από τον πατέρα του. Οι δε Χριστιανοί ως επληροφορήθησαν, ότι εκ δόλου τας αγίας Εικόνας, επήγαν εις τον βασιλέα εκείνον, τον υιόν του Ιζήθ, και του λέγουν· «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, πρέπει να γνωρίζης ότι η μόνη αιτία, δια την οποίαν απέθανε τόσον γρήγορα ο πατήρ σου, ήτο το ότι ήκουσε τας συμβουλάς των αθέων Εβραίων, και επρόσταξε να μη προσκυνούμεν ημείς οι Χριστιανοί τας αγίας Εικόνας, κατά την τάξιν της Πίστεώς μας. Όθεν παρακαλούμεν την βασιλείαν σου, όπως διορθώσης το κακόν αυτό, το οποίον έγινεν εις ημάς και επιτρέψης να τας προσκυνούμεν, ημείς δε εις αντάλλαγμα της ευεργεσίας σου αυτής να προσθέσωμεν εις τον βασιλικόν φόρον και το τρίτον ακόμη από ό,τι δίδομεν τώρα». Ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς και ώρισεν, όπως έχουν και πάλιν οι Χριστιανοί, όπως και πρότερον, τας αγίας Εικόνας. Οι δε Εβραίοι εκείνοι, μαθόντες ότι τους απεκάλυψαν οι Χριστιανοί εις τον βασιλέα και ότι σκέπτεται να τους φονεύση, έφυγαν εκείθεν κρυφίως και φεύγοντες ήλθον εις τόπον καλούμενον Ισαυρία. Εκεί ήτο άνθρωπος τις Λέων ονόματι, όστις έβοσκε τους όνους τού τόπου εκείνου. Κατά δε το μέσον της ημέρας έπεσε κάτωθεν της σκιάς δένδρου τινός να κοιμηθή, αφήσας τα ζώα εις την επίβλεψιν παιδίου τινός, το οποίον τον εβοήθει εις την βοσκήν. Κατά δε την ώραν κατά την οποίαν ο Λέων εκοιμάτο διήρχοντο εκείθεν οι Εβραίοι, οίτινες ιδόντες αετόν πέριξ αυτού ιπτάμενον, ως μάντεις όπου ήσαν, εγνώρισαν, ότι θέλει γίνει βασιλεύς. Επήγαν λοιπόν οι Εβραίοι και εξυπνήσαντες τον Λέοντα του είπον· «Λόγον σοβαρόν έχομεν να σου είπωμεν δια το καλόν σου· ειπέ μας όμως τι υπόσχεσαι να δώσης εις ημάς όταν εκπληρωθή ο λόγος μας»; Απεκρίθη εκείνος· «Είπατέ μου πρώτον το καλόν, το οποίον μου προμηνύετε και κατόπιν, αναλόγως με τον λόγον σας, να σας δώσω και τας δωρεάς». Λέγουν λοιπόν εκείνοι· «Δυνάμεθα να σε κάμωμεν βασιλέα». Απεκρίθη ο Λέων· «Εγώ να γίνω βασιλεύς; Από ποίαν μου καλωσύνην να γίνη αυτό; Πλην εάν εκπληρωθή ο λόγος σας, ό,τι μου ζητήσετε, να σας χαρίσω». Ω της αγνωσίας του! δεν εσυλλογίσθη να είπη, ότι εάν μου ζητήσουν την βασιλείαν μου, ή την κεφαλήν μου, ή την οικογένειάν μου, ή άλλο τι το οποίον δεν θα δύναμαι να κάμω, πως να τους ικανοποιήσω; Αλλ’ ως μωρός και απαίδευτος όπου ήτο, χωρίς να τους ερωτήση τι είναι το ζήτημά τους, υπεσχέθη εις αυτούς ό,τι του ζητήσουν να κάμη. Και οι μεν Εβραίοι ανεχώρησαν παρευθύς απ’ εκεί, αυτός δε παρέμεινε βόσκων τα ζώα. Αλλ’ ακούσατε πως έφθασε να γίνη βασιλεύς. Ο βασιλεύς του καιρού εκείνου Κωνσταντίνος Δ΄ ο Πωγωνάτος (668 – 685) είχε πόλεμον με τους Δαλμάτας. Όθεν έστειλεν ορισμούς εις πάσαν πόλιν και χώραν, τας οποίας ώριζε, προστάζων τους άρχοντας να συνάξουν στρατιώτας. Μεταξύ λοιπόν των στρατολογηθέντων ευρέθη και ο Λέων ο εξ Ισαυρίας. Ιδών δε ο βασιλεύς τον Λέοντα ισχυρόν κατά το σώμα και από πολλούς υπερέχοντα, τον κατέστησε κατά πρώτον δέκαρχον, είτα εκατόνταρχον και ούτω καθ’ εξής, έως ου και επί των διαδόχων του Κωνσταντίνου Δ΄ και μάλιστα Ιουστινιανού του Β΄ (685 – 695, 705 – 711) και Αναστασίου Β΄ (713 – 715) ανήλθεν εις τα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα. Μετά δε την εκθρόνισιν του Αναστασίου Β΄ και την ανακήρυξιν ως αυτοκράτορος του Θεοδοσίου Γ΄ (715 – 717), μη αναγνωρίσας ο Λέων τον Θεοδόσιον εκήρυξε πόλεμον κατ’ αυτού και επιτυχών την εκθρόνισίν του ανεκηρύχθη αυτός βασιλεύς ο ανάξιος της βασιλείας εν έτει ψιζ΄ (717). Οι δε ασεβέστατοι εκείνοι Εβραίοι, ως έμαθον, ότι εβασίλευσεν ο Ίσαυρος Λέων ο Γ΄, επήγανκαι του λέγουν· «Γνωρίζεις, πολυχρονεμένε βασιλεύ, ποίοι είμεθα»; Αυτός δε λησμονήσας αυτούς από την πολυκαιρίαν απεκρίθη· «Ο Θεός σάς γνωρίζει, εγώ όμως δεν σας γνωρίζω». Λέγουν οι Εβραίοι· «Ημείς είμεθα εκείνοι, οίτινες σε εύρομεν εις την Ισαυρίαν, όταν έβοσκες τα ζώα, και σου είπομεν, ότι δυνάμεθα να σε κάμωμεν βασιλέα· ιδού επληρώθη ο λόγος ημών και έγινες βασιλεύς. Ενθυμείσαι ποίον χάρισμα υπεσχέθης να μας δώσης»; Τότε ως ήκουσεν ο Λέων τους λόγους των, τους εγνώρισε και παρευθύς εγερθείς τους εχαιρέτισεν ασπασίως και τιμήν τους έκαμε να καθήσουν· έπειτα τους εφίλευσε και εις την τράπεζαν. Τότε λέγουν εκείνοι· «Ημείς, πολυχρονεμένε βασιλεύ, δεν τρώγομεν, εάν δεν ίδωμεν το χάρισμα, το οποίον πρόκειται να μας δώσης». Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Ορίσατε τι ζητείτε, και ορκίζομαι εις τον Παντοκράτορα Θεόν και εις τας ημέρας της βασιλείας μου, να μη απορρίψω το αίτημά σας». Τότε ευρόντες εκείνοι οι δόλιοι ευκαιρίαν κατάλληλον εξήμεσαν τον ιόν και λέγουν· «Ημείς, κράτιστε βασιλεύ, ούτε πλούτον σου ζητούμεν, ούτε κτήματα, ούτε τιμάς, μόνον ένα λόγον θέλομεν να είπωμεν εις την βασιλείαν σου. Γνωρίζεις ότι ήσο άνθρωπος πτωχός και καταφρονημένος· και όμως ημείς με την τέχνην μας και την σοφίαν μας ενηργήσαμεν και έγινες βασιλεύς. Εάν λοιπόν μας ακούσης και εις αυτό το οποίον θέλομεν σου ειπεί, θέλομεν σε κάμει πολυχρόνιον και ειρηνευμένον με όλον τον λαόν σου. Αυτάς τας σανίδας, τας οποίας σεις οι Χριστιανοί προσκυνείτε, ευρίσκομεν ημείς εις τα βιβλία μας, ότι δεν είναι πρέπον να τας προσκυνήτε. Δια τούτο παρακαλούμεν σε, πρόσταξε να μη προσκυνούν αυτάς οι άνθρωποι, διότι η αμαρτία αυτή είναι εις τον λαιμόν σου. Ημείς, επειδή θέλομεν το καλόν της ψυχής σου, ήλθομεν να σου το είπωμεν. Σε παρακαλούμεν λοιπόν όπως απαγορεύσης την προσκύνησιν αυτών. Τούτο είναι το αντάλλαγμα, το οποίον ζητούμεν από την βασιλείαν σου και εάν πρόκειται να το κάμης, ειπέ μας λόγον βέβαιον». Τότε ο ανόητος και ασεβέστατος Λέων, ως αγράμματος και απαίδευτος όπου ήτο, ηγέρθη και ώμοσεν εις τον Θεόν του ουρανού και της γης να εκπληρώση την επιθυμίαν των. Και παρευθύς οι μεν Εβραίοι, καθό επιτυχόντες το θέλημά των, ανεχώρησαν· ο δε βασιλεύς απέμεινε συλλογιζόμενος, πως να τελειώση το μελετώμενον. Επειδή δε εισήλθεν εντός αυτού ο διάβολος, εμελέτα εις την καρδίαν του το πως θα εύρη τον τρόπον να καταβιβάση τας αγίας Εικόνας· πλην δεν απετόλμα να εκδώση μόνος τοιούτον ορισμόν. Όθεν εσκέφθη να καλέση τον Πατριάρχην, δια να καταπείση εκείνος τον λαόν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήτο ο Άγιος Γερμανός (715 – 730), όστις ήτο υιός μεγάλου τινός άρχοντος του παλατίου, επί της βασιλείας του βασιλέως Ηρακλείου, Ιουστινιανού ονόματι, τον οποίον εφθόνησεν ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος ο έγγονος του βασιλέως Ηρακλείου, και τον εφόνευσε, τον δε υιόν του τούτον Γερμανόν, μικρόν τότε παιδίον όντα, τον ευνούχισε δια να μη είναι άξιος δια βασιλείαν και τον παρέδωκεν εις διδασκάλους να μανθάνη γράμματα. Όμως αυτός ως μέγας εις την αρετήν εχειροτονήθη Επίσκοπος Κυζίκου· μετά δε ταύτα έγινε και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτόν λοιπόν εκάλεσεν ο Λέων να του είπη την σκέψιν του. Και πρώτον μεν προσεπάθησε με το καλόν και με λόγους ειρηνικούς να τον διαθέση ευμενώς, έπειτα δε και εις το φανερόν εξέφερε λόγους τοιούτους· «Υπολαμβάνω, Δέσποτα άγιε, ότι αι Εικόνες, τας οποίας προσκυνούμεν ημείς οι Χριστιανοί, δεν διαφέρουν τίποτε από τα είδωλα· δια τούτο ειπέ εις τον λαόν να τας αφαιρέσουν από τας Εκκλησίας ή αν είναι αληθές, ότι είναι άγιαι αι Εικόνες, πρόσταξε να τας κρεμάσουν υψηλότερα, να μη τας φθάνουν οι άνθρωποι και τας ασπάζωνται, διότι ως αμαρτωλοί, όπου είμεθα όλοι μας τας μολύνομεν και μιαίνομεν τους εικονιζομένους Αγίους». Τότε ο Άγιος Γερμανός, ως ήκουσε τοιούτον λόγον από το στόμα τού βασιλέως, ανεστέναξε μεγάλως και είπε προς αυτόν· «Κράτιστε βασιλεύ, αι άγιαι Εικόνες δεν είναι είδωλα, ως λέγεις, αλλά είναι μορφώματα των Αγίων και αυτού του Χριστού· και όστις τας προσκυνεί, όχι μόνον δεν τας μολύνει ποσώς, αλλά μάλιστα και αγιάζεται και φωτίζεται περισσότερον. Και όπως ο άνθρωπος, όστις υποφέρει από το ψύχος, όσον πλησιάζει προς το πυρ τόσον και περισσότερον θερμαίνεται, ούτω συμβαίνει και με τας αγίας Εικόνας· όσον πλησιάζει ο άνθρωπος προς αυτάς, τόσον και περισσότερον λαμπρύνεται από την χάριν των Αγίων, οίτινες είναι εζωγραφημένοι. Μη λέγης λοιπόν, πολυχρονεμένε βασιλεύ, τοιούτον λόγον δια τας αγίας Εικόνας, διότι γίνεσαι αιρετικός. Ημείς έχομεν ακούσει από προορατικούς Αγίους, ότι μέλλει να βασιλεύση βασιλεύς τις Κόνων ονόματι, όστις θα εγείρη τοιαύτην αίρεσιν· αλλά συ τοιούτον λόγον μη είπης πλέον, διότι εάν το μάθουν οι άρχοντες του παλατίου και ο λαός σου όλος θέλουν σε φονεύσει». Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Κατά την παιδικήν μου ηλικίαν ούτω με εκάλουν τα άλλα παιδία του τόπου μας, διότι Κόνων ήτο το όνομά μου». Λέγει τότε ο Πατριάρχης προς τον βασιλέα· «Συ λοιπόν είσαι ο Κόνων εκείνος, όστις την τοιαύτην εγείρεις αίρεσιν; Εξ όσων όμως μου λέγεις, είναι φανερόν ότι είσαι αμαθής και δια τούτο ως μη γνωρίζων τι διηγούνται αι βίβλοι της Εκκλησίας μας δια τας αγίας Εικόνας, λέγεις αυτά. Άκουσε όμως από εμέ, διατί είναι δίκαιον και άγιον το να προσκυνούμεν τας αγίας Εικόνας, και πως αύται εθαυματούργουν τον παλαιόν καιρόν. Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αληθής Θεός, περιεπάτει επί της γης ως άνθρωπος τέλειος και εδίδασκε τον λαόν, ήτο βασιλεύς τις εις την πόλιν Έδεσσαν της Συρίας, ονόματι Αύγαρος, όστις επεθύμει πολύ να ίδη τον Κύριον, πλην όμως ως βαρέως ασθενών δεν ηδύνατο να τον ίδη αυτοπροσώπως, διότι έπασχεν υπό λέπρας, ήτις του κατέτρωγεν ολόκληρον το σώμα. Και όχι μόνον η λέπρα τον εβασάνιζεν, αλλά και άλλη ασθένεια μεγαλυτέρα τον ηκολούθησεν, ήτις του προυξένει πόνον δριμύτατον. Κατά δε τας ημέρας κατά τας οποίας επλησίαζε το πάθος του Χριστού, έγραψεν επιστολήν προς τον Κύριον, παρακαλών Αυτόν όπως έλθη εις Έδεσσαν· απέστειλε δε ταύτην δια τινος τεχνίτου ζωγράφου, Ανανία ονόματι. Έδωκε δε εις αυτόν και εντολήν, ειπών, ότι εάν δεν θελήση ο Χριστός να υπάγη εις Έδεσσαν, να τον ζωγραφίση αυτός επιτηδείως, ίνα καν εις Εικόνα τον ίδη. Έγραφε δε εις την επιστολήν ούτως· «Αύγαρος τοπάρχης πόλεως Εδέσσης Ιησού Σωτήρι αγαθώ ιατρώ αναφανέντι εν Ιεροσολύμοις. Ήκουσα τα περί Σου φημιζόμενα θαύματα και τας ιατρείας, τας υπό Σου γενομένας, άνευ ιατρικών βοτάνων, διότι, ως η φήμη διαλαλεί, Συ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπωσι· τους χωλούς να περιπατώσι· Συ καθαρίζεις τους λεπρούς· Συ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους δαίμονας· Συ ιατρεύεις τους πάσχοντας από μακράς και πολυχρονίους ασθενείας· Συ και νεκρούς ανιστάς. Όθεν εγώ, ακούσας περί Σου όλα τα θαυμάσια ταύτα, εσυλλογίσθην ότι εν εκ των δύο θα συμβαίνη, ή ότι Συ ο τοιαύτα ποιών, είσαι Υιός Θεού, ή ότι είσαι Θεός. Δια τούτο λοιπόν έγραψα προς Σε, και σε παρακαλώ να κάμης τον κόπον, και να έλθης προς με, ίνα ιατρεύσης το πάθος μου. Ήκουσα δε και τούτο, ότι οι Ιουδαίοι γογγύζουσι κατά Σου και έχουσι σκοπόν να σε κακοποιήσωσιν· η πόλις μου όμως Έδεσσα, αν και είναι μικροτάτη, είναι όμως σεμνή, και δύναται να εξαρκέση εις αμφοτέρους ημάς, ίνα κατοικώμεν εν αυτή με ειρήνην». Αυτήν την επιστολήν έστειλε με τον Ανανίαν προς τον Χριστόν ο Αύγαρος. Ο δε Ανανίας, αφού επήγεν εις την Ιερουσαλήμ και έδωκεν εις τον Κύριον την επιστολήν, εκάθησεν έναντι Αυτού και προσεπάθη να Τον ζωγραφίση. Όμως ο Χριστός ως Θεός καρδιογνώστης όπου ήτο και είναι, μετήλλασσε την όψιν του τόσον, ώστε ο ζωγράφος, όστις προσεπάθει να τον ζωγραφίση, δεν ηδύνατο· τούτο δε εγένετο επί τρεις και τέσσαρας φοράς έως ου ο ζωγράφος απέκαμε. Τότε ο Κύριος εζήτησε ύδωρ και ενίφθη· έπειτα λαβών μανδήλιον εσπογγίσθη· και ω του θαύματος! παρευθύς ετυπώθη εις αυτό η όψις του προσώπου Του! Έδωκε τότε αυτό εις τον Ανανίαν και του είπε· «Ύπαγε και δος αυτό εις εκείνον, όστις σε έστειλε, λάβε δε και την επιστολή ταύτην». Έγραφε δε εις την επιστολήν ούτω· «Μακάριος είσαι, ω Αύγαρε, επειδή χωρίς να με ίδης επίστευσας εις εμέ. Είναι δε γεγραμμένον περί εμού, ότι εκείνοι μεν οι οποίοι με είδον οφθαλμοφανώς δεν πιστεύουσιν εις εμέ, ίνα οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες ζήσωσιν. Ως προς εκείνο δε, το οποίον μοι γράφεις επιστολιμαίως, ότι να έλθω προς σε, γνώριζε ότι πρέπει να τελειώσω πρώτον τα έργα, δια τα οποία απεστάλην εις τον κόσμον υπό του Πατρός μου. Αφού δε ταύτα τελειώσω και αναληφθώ εις τους ουρανούς προς τον αποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω αποστείλει προς σε μαθητήν μου τινά, Θαδδαίον ονομαζόμενον, ο οποίος το μεν πάθος σου θέλει ιατρεύσει, ζωήν δε αιώνιον και ειρήνην εν τω βίω τούτω θέλει χαρίσει εις σε και εις τους μετά σου· αλλά και την πόλιν σου Έδεσσαν θέλει βοηθήσει αρκετά, ίνα μη νικήση αυτήν εχθρός τις». Εις το τέλος δε της επιστολής ταύτης έβαλε και σφραγίδας επτά με γράμματα Εβραϊκά, τα οποία έλεγον ούτω: «Θεού Θέα Θείον Θαύμα». Ακούσας ο Αύγαρος ότι ήλθεν ο Ανανίας εχάρη κατά πολύ και ηγέρθη να προϋπαντήση την Εικόνα του Χριστού, παρευθύς δε ως προσεκύνησεν αυτήν, ιατρεύθη από την ασθένειάν του· μόνον εις το πρόσωπόν του απέμεινεν ολίγη λέπρα. Μετά δε το σωτήριον Πάθος του Χριστού και την αγίαν Αυτού Ανάληψιν, επήγεν ο Απόστολος Θαδδαίος εις την Έδεσσαν και εβάπτισε τον Αύγαρον με όλους τους άρχοντας του παλατίου του εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Μετά δε την βάπτισίν του ο Αύγαρος εξήλθεν από την κολυμβήθραν υγιής και τελείως απηλλαγμένος από την ασθένειαν, η οποία τον εμάστιζεν. Απ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν ο Αύγαρος ετίμα και προσεκύνει το Άγιον Μανδήλιον του Χριστού· μετά δε ταύτα έκαμε και έτερον καλόν. Εις το έξω μέρος της πύλης της πόλεως ήτο είδωλον τι μέγα ειδωλολάτρου τινός, στημένον τοιουτοτρόπως ώστε, ει τις ήθελε να εισέλθη εντός της πόλεως, προσεκύνει πρώτον εκεί και κατόπιν εισήρχετο. Εκείνο λοιπόν το είδωλον κρημνίσας παντελώς ο βασιλεύς Αύγαρος, έστησεν εις την θέσιν του το Άγιον Μανδήλιον, δια να προσκυνήται υπό πάντων. Έγραψε δε και γράμματα, τα οποία έλεγον ούτω· «Χριστέ ο Θεός, ο εις Σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ». Αφού έστησεν ο Αύγαρος εις εκείνην την θέσιν το Άγιον Μανδήλιον εξέδωκε και ορισμόν προστάσσων να μη τολμήση τις να εισέλθη εις την πόλιν, εάν δεν προσκυνήση την Εικόνα εκείνην. Εφυλάχθη δε ο ορισμός αυτός έως ου έζη ο βασιλεύς Αύγαρος και μετά τούτον ο υιός του· αφού δε εβασίλευσεν ο έγγονός του, παραχωρήσει Θεού δια τας του λαού αμαρτίας ηθέλησεν ούτος να καταβιβάση το Άγιον Μανδήλιον, το οποίον ήτο προσκεκολλημένον εις σανίδα και να στήση πάλιν εκεί το είδωλον του ειδωλολάτρου. Γνωρίσας δε ο Αρχιερεύς του καιρού εκείνου, εκ θείας αποκαλύψεως, την βουλήν του βασιλέως, εσκέφθη να αποκρύψη την αγίαν Εικόνα έως ου ευδοκήση ο Κύριος να αποστείλη Ορθόδοξον βασιλέα. Ιδών δε ότι άνωθεν της πύλης της πόλεως υπήρχεν εσωτερικώς κοίλη θολοειδής εσοχή, ετοποθέτησεν εκεί την αγίαν Εικόνα του Χριστού, και προ ταύτης, εντός της εσοχής, εκρέμασε και κανδήλιον ανημμένον· έπειτα έκτισε απ’ έμπροσθεν τον τόπον με τούβλα και ασβέστην, και ούτω δεν εφαίνετο πλέον το Άγιον Μανδήλιον. Όθεν μη βλέπων αυτό ο βασιλεύς δεν έκαμε και εκείνο το οποίον εσκέπτετο να κάμη. Ταύτα αναφέρονται εις τα βιβλία της Εκκλησίας μας, ω βασιλεύ, δια τας αγίας Εικόνας. Πως λοιπόν τώρα συ βούλεσαι να τας καταστρέψης; Εάν δεν ήτο πρέπον να ζωγραφίζωμεν το πρόσωπον του Χριστού και των Αγίων, πως ήθελε τυπώσει ο ίδιος ο Χριστός μόνος του το πρόσωπόν Του εις το μανδήλιον; Ήπως ο βασιλεύς Αύγαρος ιατρεύθη από την ασθένειάν του πάραυτα, μόνον με το ότι το προσεκύνησεν; Άκουσον, ω βασιλεύ, και έτερον θαύμα, το οποίον έκαμεν αυτό το Άγιον Μανδήλιον κατά τας ημέρας του βασιλέως Ηρακλείου. Ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, κυριεύσας κατά τον καιρόν εκείνον πολλάς πόλεις και χώρας της Ανατολής, επήγεν και εις την Έδεσσαν, εις την οποίαν ευρίσκετο το Άγιον Μανδήλιον του Χριστού. Βλέποντες δε οι κάτοικοι της Εδέσσης το εχθρικόν στράτευμα εφοβούντο πάρα πολύ και παρεκάλουν τον Θεόν να τους βοηθήση. Τι δε ο Πανάγαθος Θεός ωκονόμησε; Κατά τον καιρόν εκείνον ήτο Αρχιερεύς της Εδέσσης ο Ευλάλιος. Εις αυτόν λοιπόν εφάνη δια νυκτός γυνή τις ωραιοτάτη και λαμπροτάτη, ήτις του είπε· «Ύπαγε εις την πύλην της πόλεως και σκάψον τον άνω της πύλης τοίχον από το εσωτερικόν αυτού μέρος, και εκεί θέλεις εύρει Εικόνα τινά του Δεσπότου Χριστού. Εκείνην λάβε και θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού». Την πρωϊαν, αφού εξύπνησεν ο Αρχιερεύς, ηγέρθη και επήγεν εις τον τόπον, τον οποίον του έδειξε καθ’ ύπνον η Θεοτόκος, διότι Εκείνη ήτο η ως λαμπροτάτη γυνή εμφανισθείσα και ευθύς ως έσκαψεν ολίγον τον τοίχον, ω του θαύματος! ευρέθη η μεν κανδήλα την οποίαν είχε κρεμάσει ο Αρχιερεύς του καιρού εκείνου αναμμένη ακόμη έπειτα από τόσους χρόνους, η δε Εικών του Χριστού σώα και ακεραία. Αλλά και εις μίαν κέραμον, η οποία ευρίσκετο απέναντι του κανδηλίου είχε τυπωθή και εις αυτήν το πρόσωπον του Χριστού, ως και εις το Άγιον Μανδήλιον. Λαβών λοιπόν ο Αρχιερεύς την αγίαν ταύτην Εικόνα έκαμαν λιτανείαν και περιέφεραν ταύτην δι’ ολοκλήρου του τείχους θερμώς δεόμενοι. Ημέραν δε τινά ήναψαν οι Πέρσαι μεγάλην πυράν, δια να κατακαύσουν τα τείχη της πόλεως· τότε επήρε πάλιν ο Επίσκοπος το Άγιον Μανδήλιον και περιήλθε τα τείχη δια δευτέραν φοράν· ο δε Θεός δια θαύματος μεγίστου έστρεψε την πυράν προς το έξω μέρος και κατέκαυσε μέγα μέρος του στρατεύματος των Περσών· οι δε επίλοιποι, ως είδον το θαύμα, έφυγαν εις τα οπίσω, μη τολμώντες πλέον να πολεμήσουν την Έδεσσαν. Τι λοιπόν, ω βασιλεύ, νομίζεις δια την Εικόνα ταύτην του Χριστού; Δεν ήτο εκείνη αγία και τετιμημένη; Δεν ήτο η Χάρις του Αγίου Μανδηλίου, ήτις έδειξε το τοιούτον θαύμα; Πως λοιπόν συ καταπατείς τας αγίας Εικόνας και λέγεις, ότι είναι είδωλα; Άκουσόν μου, ω βασιλεύ κράτιστε, άλλο είναι το είδωλον και άλλο η Εικών. Διότι είδωλον μεν είναι και λέγεται το ξύλον ή το μάρμαρον ή άλλο μέταλλον, το οποίον είναι σκαλισμένον, έχον ομοίωμα ανδρός ή γυναικός, του οποίου χωρίζουν τα μέλη. Εικών δε είναι εκείνη της οποίας τα μέλη δεν χωρίζουν και δεν δύναται να πιάση τις ιδιαιτέρως ούτε χείρας, ούτε πόδας, ούτε άλλο τι μέλος. Δια τούτο και ημείς, εάν εις ομοίωμα τι του Χριστού ή των Αγίων χωρίζουν τα μέλη του, δεν το προσκυνούμεν, επειδή έχει τύπον ειδώλου, αλλά ει τι ομοίωμα είναι εζωγραφισμένον από καλόν τεχνίτην και έχει ομοίωσιν του προσώπου του Χριστού, της Παναγίας ή των άλλων Αγίων, εκείνο τιμώμεν και προσκυνούμεν. Διότι, ως ορίζει και ο Μέγας Βασίλειος, «η τιμή της Εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Απεκρίθη ο βασιλεύς λέγων· «Έχεις να μου αποδείξης και από άλλας μαρτυρίας την τιμήν των Εικόνων»; Απεκρίθη ο Άγιος Γερμανός· «Από χιλίας μαρτυρίας δύναμαι να αποδείξω, ότι πρέπον είναι να προσκυνούμεν τας αγίας Εικόνας· πλην δια να μη βαρυνθής τους λόγους μου, ας είπω και άλλας, μίαν ή δύο ιστορίας». Περί τα δεκαοκτώ μίλια πέραν των Ιεροσολύμων υπάρχει πόλις, ήτις παλαιότερα ωνομάζετο Λύδδα, και κατόπιν δε μετωνομάσθη Διόσπολις. Εις την πόλιν αυτήν οι πρώτοι των θείων Αποστόλων Πέτρος και Ιωάννης, ότε ακόμη ευρίσκοντο εις την παρούσαν ζωήν, έκτισαν οι ίδιοι Εκκλησίαν εις το όνομα της Παναγίας· έπειτα επήγαν εις την Θεοτόκον και της είπον· «Δέσποινα Παρθένε, σε παρακαλούμεν οι δούλοι σου, να εκπληρώσης μίαν παράκλησίν μας. Εις την Λύδδαν εκτίσαμεν Εκκλησίαν εις το όνομά σου. Όθεν σε παρακαλούμεν, όπως λάβης τον κόπον και έλθης να την ευλογήσης, διότι θέλομεν να την εγκαινιάσωμεν». Απεκρίθη προς αυτούς η Θεοτόκος· «Υπάγετε και θέλετε με εύρει εκεί». Επήγαν λοιπόν οι Απόστολοι εις τον Ναόν, και ω του θαύματος! είδον την Παναγίαν εζωγραφημένην εις την δεξιάν μαρμαρίνην στήλην της Εκκλησίας. Μετά ταύτα δε επήγε και η Παναγία σωματικώς και ως είδε το ομοίωμά Της εις τον κίονα, ηυχαρίστησε τον Υιόν Της, όστις της εχάρισε την δύναμιν αυτήν. Το ομοίωμα αυτό της Θεοτόκου εφυλάχθη μέχρι του καιρού της βασιλείας του παραβάτου Ιουλιανού, όστις μαθών ότι αύτη κάμνει πολλά θαύματα, ως ειδωλολάτρης όπου ήτο ο τρισκατάρατος, εφθόνησε και έστειλεν Εβραίους τεχνίτας να την αφαιρέσουν από τον κίονα. Επήγαν λοιπόν εκείνοι, αλλ’ όσον έξεον το μάρμαρον, τοσούτον περισσότερον εφαίνετο λαμπρότερον το πρόσωπον της Θεοτόκου· τέλος, αφού είδον, ότι δεν δύνανται να κάμουν τίποτε, το άφησαν εις τον τόπον του. Ως φαίνεται λοιπόν η υπόθεσις, ω βασιλεύ, τους τρόπους εκείνου μιμείσαι και συ και βούλεσαι να καταστρέψης τας αγίας Εικόνας. Πρόσεχε όμως καλώς, μήπως πάθης και συ τα όμοια εκείνου, διότι εκείνος εφονεύθη αοράτως υπό του Θεού εις τον πόλεμον της Περσίας. Όθεν πρόσεχε, να μη ίδωμεν τούτο και εις την βασιλείαν σου. Ιδέ πως οι πρωτύτεροί σου ορθοδοξότατοι βασιλείς προσεκύνουν τας αγίας Εικόνας, και ο Θεός τους εμεγάλυνε. Διατί λοιπόν δεν μιμείσαι και συ εκείνους, αλλά κάμνεις κατά το θέλημά σου; Ιδού εγώσου λέγω πάσαν την αλήθειαν και εάν δεν με ακούσης η αμαρτία να είναι εις τον τράχηλόν σου, εάν θελήσης να κάμης αυτό. Πλην άκουσον και άλλο θαύμα δια τας αγίας Εικόνας, να μη έχης πρόφασιν και λέγεις, ότι από άγνοιαν υπέπεσες εις αυτήν την θεομίσητον και επάρατον αίρεσιν. Ο Απόστολος Πέτρος, περιπατών από πόλεως εις πόλιν και διδάσκων τον κόσμον, επήγε και εις την Λύδδαν, περί της οποίας ανέφερα προηγουμένως. Εκεί ήτο άνθρωπος τις, Αινέας το όνομά του, όστις ήτο ασθενής οκτώ χρόνους και δεν ηδύνατο να περιπατήση. Όμως ο Άγιος Απόστολος Πέτρος τον ιάτρευσε δια του ονόματος του Χριστού. Αυτός λοιπόν, αφού εθεραπεύθη, εξώδευσε τον πλούτον του και ομού με τους άλλους μαθητάς του Χριστού, εκ των Εβδομήκοντα, έκτισεν Εκκλησίαν μεγάλην και ωραιοτάτην εις το όνομα της Παναγίας. Οι δε Έλληνες και οι Εβραίοι του τόπου εκείνου, ως είδον τον Ναόν εκείνον τόσον ωραίον και μέγαν, εφιλονίκουν με τους Χριστιανούς να τους τον πάρουν. Επήγαν λοιπόν και τα τρία γένη εις τον άρχοντα του τόπου και διεξεδίκουν την Εκκλησίαν. Ο δε κριτής, δια να μη χαρισθή ούτε εις το ένα μέρος ούτε εις το άλλο, είπε προς αυτούς· «Υπάγετε και κλειδώσατε καλώς τον Ναόν επί τρεις ημέρας. Κατόπιν θα τον ανοίξωμεν και θα εισέλθωμεν εις αυτόν και οιουδήποτε εκ των τριών ευρεθή σημείον εντός αυτού, εκείνων θα είναι και ο Ναός». Εσφράγισαν λοιπόν την Εκκλησίαν και μετά τρεις ημέρας επήγαν και τα τρία γένη και την ήνοιξαν ομού με τον άρχοντα του τόπου. Ευθύς δε ως εισήλθον εις αυτόν είδον προς το δυτικόν μέρος του Ναού εζωγραφημένην γυναίκα λαμπράν ύψους τριών πήχεων, ήτις κάτωθεν μεν εφόρει ένδυμα γαλανόν, άνωθεν δε πορφυρούν. Είχε δε και γράμματα άνωθεν αυτής, τα οποία έλεγαν ούτω· «Μαρία η μήτηρ του Ναζωραίου Βασιλέως Χριστού». Λέγει τότε προς τον λαόν ο άρχων· «Τίνος είναι αύτη η Εικών και η επιγραφή»; Απεκρίθησαν οι Χριστιανοί μεγαλοφώνως· «Ιδική μας Εικών είναι, της Θεοτόκου Μαρίας». Τότε ώρισεν ο άρχων ότι αυτών να είναι και ο Ναός. Οι δε Εβραίοι και οι Έλληνες εντραπέντες ανεχώρησαν εκείθεν. Μετά ταύτα δε και θαύματα πολλά έκαμεν η αγία αύτη Εικών· δαίμονας εδίωξεν από ψυχάς ανθρώπων, τυφλούς ωμμάτωσε, κυλλούς ανώρθωσεν, ησθενημένους ιάτρευσεν, αρρώστους εθεράπευσε και άλλα μεγαλύτερα θαύματα εποίησεν η Κυρία Θεοτόκος δια της Εικόνος της εκείνης. Αλλά και εις την νήσον Κύπρον προς το νότιον μέρος ήτο ποτέ Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου· έξωθι δε του Ναού και άνω της θύρας ήτο Εικών της Παναγίας, εζωγραφημένη με ψηφίδας· εφαίνετο δε εν αυτή η μεν Θεοτόκος καθημένη επί θρόνου και κρατούσα τον Χριστόν ως Βρέφος επί των γινάτων της, δύο δε Άγγελοι ίσταντο εκατέρωθεν αυτής μετά φόβου πολλού. Εν μια δε των ημερών διήλθεν εκείθεν Άραψ τις πηγαίνων εις τον οίκον του και ως έχων τον διάβολον εντός αυτού, του εφάνη καλόν και ετόξευσε την Εικόνα της Θεοτόκου εις το δεξιόν γόνυ, παρευθύς δε, ω του θαύματος! δια να δείξη η Παναγία την ενέργειαν της Εικόνος εχύθη αίμα άφθονον από την πληγήν και έρρεεν εις την γην. Ο δε Άραψ, ως είδε το θαύμα, τρέμων και φεύγων έως να υπάγη εις τον οίκον του εξεψύχησε καθ’ οδόν. Εάν δεν σε αρκούν αυτά τα θαύματα των αγίων Εικόνων, ω βασιλεύ, να σου είπω και άλλα περισσότερα, τα οποία γράφονται εις τα βιβλία της Εκκλησίας μας. Εδώ εις την Κωνσταντινούπολιν υπάρχει τόπος, εις τον οποίον επειδή οι άνθρωποι της Πόλεως πωλούν τα χάλκινα αγγεία, τον ονομάζουν χαλκοπρατεία. Εκεί λοιπόν είναι Εικών φοβερωτάτη του Δεσπότου Χριστού, την οποίαν έστησεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ο μέγας, μετά ταύτα δε την ετίμησε μεγάλως και ο βασιλεύς Ιουστινιανός ο μέγας. Την Εικόνα αυτήν ονομάζουν Αντιφωνητήν, δια την κάτωθι αιτίαν. Εις την συνοικίαν εκείνην υπήρχε Χριστιανός τις, Θεόδωρος ονόματι, ναύτης την τέχνην, όστις είχε και φίλον Εβραίον τινά μέγαν εις το αξίωμα και πλούσιον κατά πολλά, ονομαζόμενον Ιωσήφ. Βλέπων δε ο Θεόδωρος την εργασίαν του προαγομένην, συνεκέντρωσεν αργύρια άφθονα και επήγεν εις ταξίδιον. Όμως από φθόνον του διαβόλου επιστρέφων καλώς και αρκετά πλουτισμένος εις τον οίκον του, προσήγγισεν ειςτο πέλαγος, το ονομαζόμενον Χάρυβδις. Εκεί εναυάγησε το πλοίον· όθεν και ο πλούτος του όλος ερρίφθη εις την θάλασσαν, αυτός δε μόνον, ως τεχνίτης όπου ήτο εις το κολύμβημα, κατώρθωσε να διαφύγη τον θάνατον. Επέστρεψε τότε εις τον οίκον του γυμνός και ταλαίπωρος, μη έχων που την κεφαλήν κλίναι. Εις τοιαύτην δε ανάγκην κατήντησεν, ώστε εκινδύνευσε να πωλήση τα τέκνα του, δια να πληρώση τα οφειλόμενα. Όμως ο Πανάγαθος Θεός, όστις ανιστά από την γην πτωχόν και από κοπρίας εγείρει πένητα, ως λέγει και ο θείος Δαβίδ (Ψαλμ. ριβ: 7, Α΄ Βασ. β: 8), τι ωκονόμησεν εις εκείνον τον πτωχόν; Εν μια των ημερών απεφάσισε και επήγεν εις τον φίλον του τον Εβραίον και του λέγει: «Παρακαλώ σε, φίλε μου Ιωσήφ, επάκουσόν μου του πτωχού και βοήθησέ με εις την ανάγκην μου· δάνεισόν μου τα αναγκαία χρήματα να υπάγω και πάλιν δι’ εμπορίαν και ή να χαθώ τελείως, ή να δυνηθώ να εξοφλήσω το χρέος μου». Ηρώτησεν ο Εβραίος· «Έχεις μάρτυρας και εγγυητάς να μου δώσης»; Απεκρίθη ο Χριστιανός· «Μάρτυρας μεν έχω να σου δώσω, αλλά εγγυητάς δεν έχω, διότι ποίος εγγυάται δι’ εμέ τον πτωχόν και ταλαίπωρον; Πλην έλα να υπάγωμεν εις τον Χριστόν, τον οποίον πιστεύομεν ημείς οι Χριστιανοί και Εκείνον να σου δώσω και εγγυητήν και μάρτυρα». Εσέχθη την πρότασιν ταύτην του Χριστιανού ο Εβραίος και τον ηκολούθησεν, εκείνος δε τον ωδήγησεν έμπροσθεν της Εικόνος του Δεσπότου Χριστού και του λέγει: «Ιδού αυτός ο Χριστός με εγγυάται· Αυτόν βάλλω και μάρτυρα της υποσχέσεώς μου, ότι εάν επιστρέψω καλώς, θα σου αποδώσω το χρέος μου ηυξημένον με τον ανάλογον τόκον». Πράγματι, Θεού οδηγία επίστευσε τον Χριστιανόν ο Εβραίος, ως καλόγνωμον άνθρωπον, όπου τον εγνώριζεν από παλαιότερον και του έδωκεν όσα χρήματα ηθέλησε. Επήγε λοιπόν ο Χριστιανός εκείνος εις εμπορίαν, ο δε Θεός τον εβοήθησε και εκέρδισεν αρκετά· επιστρέφων δε εις την Κωνσταντινούπολιν, προσήγγισε με το πλοίον του εις λιμένα τινά της Σικελίας· εκεί δε εσυλλογίσθη και είπε καθ’ εαυτόν· «Ποίος γνωρίζει πως θέλω ευρεθή εις το ύστερον δια τας αμαρτίας μου; Ας χωρίσω λοιπόν το χρέος του Εβραίου και να του το στείλω ενωρίτερον». Έλαβε λοιπόν μικρόν κιβώτιον, το επίσσωσε και έπειτα έβαλεν εντός αυτού το χρέος του, κατά δε την επομένην πρωίαν εστάθη εις προσευχήν και παρεκάλεσε τον Θεόν λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του Θεού, όστις ηγγυήθης εμέ τον αμαρτωλόν δια τα αργύρια, τα οποία μου έδωσεν ο Εβραίος, ιδού εις τας χείρας Σου παραδίδω το χρέος μου, Συ δε με την δύναμίν σου εξαπόστειλον αυτό εις τας χείρας του Εβραίου». Ούτως είπε και έρριψε το κιβώτιον με τα αργύρια εις την θάλασσαν. Κατά δε την ημέραν εκείνην, Θεού οδηγία, κατήλθεν ο Εβραίος Ιωσήφ εις την θάλασσαν και περιεπάτει εις τον αιγιαλόν μετά τινων δούλων του. Εκεί δε όπου εβάδιζεν είδε το κιβώτιον εκείνο εις την θάλασσαν έμπροσθέν του. Έστειλε λοιπόν ένα από τους δούλους του και το έβγαλεν από την θάλασσαν. Ανοίξας δε αυτό βλέπει, ότι ήτο πλήρες χρημάτων, τα οποία μετρήσας εύρεν ακριβώς τόσα, όσα εδάνεισεν εις τον Χριστιανόν Θεόδωρον. Εντός δε του κιβωτίου εκείνου με τα χρήματα εύρεν και επιστολήν, ήτις έγραφεν ούτω: «Φίλε Ιωσήφ, δια του παρόντος σου στέλλω το χρέος μου όλον, ομού με τους τόκους και παρακαλώ να το παραλάβης». Ούτως ο μεν Εβραίος εκείνος επήρε τα χρήματά του, ο δε Χριστιανός μετά ημέρας ικανάς επέστρεψεν εις τον οίκον του, ως έχων δε πλήρη την πίστιν και το θάρρος εις τον Χριστόν, δεν ανέφερε τίποτε εις τον Εβραίον δια το χρέος του. Μετά παρέλευσιν όμως δύο μηνών λέγει εις τον Χριστιανόν ο Εβραίος· «Φίλε Θεόδωρε, σε παρακαλώ, δος μου τα χρήματά μου. Εγώ δια να μη σε πικράνω, επειδή ήλθες χαρούμενος, δεν σου είπα τίποτε τόσον καιρόν, αλλά τώρα πρέπει να μου αποδώσης και το δάνειον και τον τόκον». Ηρώτησεν ο Χριστιανός· «Δεν παρέλαβες τα χρήματά σου»; Απεκρίθη ο Εβραίος· «Τίποτε δεν γνωρίζω». Λέγει ο Χριστιανός· «Έλα να υπάγωμεν εις τον εγγυητήν μου και μάρτυρα και ας μαρτυρήση Εκείνος, εάν εγώ σου τα έδωσα, και αν συ δεν τα επήρες». Εκίνησαν λοιπόν και επήγαν εις την ιδίαν εκείνην Εικόνα του Χριστού και λέγει ο Χριστιανός προς τον Εβραίον· «Ιδού ο εγγυητής μου, ας τον ερωτήσωμεν να είπη την αλήθειαν», και παρευθύς εβόησε μετά δακρύων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του Θεού, Συ όστις ηγγυήθης δι’ εμέ τον αμαρτωλόν, ειπέ μοι, επήρεν ούτος ο Εβραίος το χρέος μου ή δεν το επήρε»; Αμέσως τότε, ω του θαύματος! φωνή ωσάν βροντή ηκούσθη από την αγίαν Εικόνα εκείνην, λέγουσα· «Ναι, τα επήρε». Την φωνήν ταύτην ως ήκουσεν ο Χριστιανός εχάρη, ο δε Εβραίος πάραυτα ετυφλώθη και εβόησε μεγαλοφώνως· «Τα επήρα, Χριστέ, τα επήρα, μόνον μη με οργισθής». Το θαύμα τούτο ιδών ο Εβραίος εκείνος επίστευσε και βαπτισθείς έγινε Χριστιανός αυτός και άπας ο οίκος του. Εκ τούτου και η Εικών αύτη ωνομάσθη Αντιφωνητής, διότι εμαρτύρησε την αλήθειαν. Το λοιπόν, ω βασιλεύ, εάν δεν είναι άγιαι αι Εικόνες, πως ήθελον κάμνει τοιαύτα θαύματα; Όθεν δια να αρέσουν εις τον Χριστόν και εις τους Αγίους, δια τούτο θαυματουργούν ομοίως εις κάθε τόπον και χρόνον. Αλλά και εις την Βηρυττόν έγινεν άλλο παράδοξον θαύμα από Δεσποτικην Εικόνα τοιουτοτρόπως. Χριστιανός τις εκάθητο εις οίκον τινά επί ενοικίω επί εν έτος. Όταν δε ετελείωσε το έτος, έφυγεν απ’ εκείνον τον οίκον και επήγεν εις άλλον, τον οποίον ηγόρασεν. Είχε δε ούτος και Εικόνα του Χριστού Εσταυρωμένου, την οποίαν ελησμόνησε να πάρη· όθεν απέμεινεν αύτη εντός μικρού τινος δωματίου της οικίας εκείνης. Εβραίος δε τις ζητών να ενοικιάση οικίαν εύρε ταύτην κενήν και την ενοικίασε. Μετ’ ολίγας ημέρας η γυνή του Εβραίου εγέννησε τέκνον· όθεν συνεκεντρώθησαν εκεί και άλλοι Εβραίοι της πόλεως να τους ευχηθούν. Ενώ δε εκάθηντο, είδον την Εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού υπεράνω της κεφαλής της Εβραίας και παρευθύς ηγέρθησαν όλοι μετά θυμού και έσπευδον να φύγουν από την οικίαν. Ο δε Εβραίος, μη γνωρίσας την αιτίαν, λέγει προς αυτούς· «Ορίστε, καθήσατε να σας φιλεύσω, τι βιάζεσθε να φύγετε»; Απεκρίθησαν οι Εβραίοι μετά μεγάλης οργής· «Συ είσαι Χριστιανός, ασεβής και παράνομος, και ημείς να φάγωμεν άρτον μετά σου»; Ηρώτησεν εκείνος απορών· «Εγώ Χριστιανός»; Απεκρίθησαν οι Εβραίοι· «Ναι, Χριστιανός και Ναζωραίος είσαι και πιστεύεις τον Ιησούν, τον οποίον εσταύρωσαν οι πατέρες ημών, αφού έχεις την Εικόνα Του εις οίκον σου». Τότε εκείνος είπε προς αυτούς. «Σας ορκίζομαι εις τον Θεόν του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ των πατέρων μας, τίποτε δεν γνωρίζω, αλλά όπως αντιλαμβάνομαι τώρα, θα την ελησμόνησεν ο Χριστιανός, όστις εκάθητο εδώ ενοικιαστής· εγώ δε, επειδή δεν έχω πολλάς ημέρας εις τούτον τον οίκον, δεν την επρόσεξα· αλλά δια να με πιστεύσετε, λάβετέ την· σας την δίδω να την κάμετε ό,τι θέλετε». Τότε, ευκαιρίας δοθείσης, λέγουν οι άνομοι Εβραίοι προς αυτόν· «Συ πρώτος κάμε ό,τι κακόν νομίζεις εις αυτήν, να πιστεύσωμεν, ότι δεν είσαι Χριστιανός». Τότε ο ασεβέστατος εκείνος Εβραίος, ανασπάσας την μάχαιράν του, είπεν· «Εδώ, όπου τον ελόγχευσαν οι πατέρες ημών, τον λογχεύω και εγώ», και παρευθύς έπληξε μετά θυμού την αγίαν Εικόνα εις την δεξιάν πλευράν· και, ω του θαύματος! πάραυτα ωσάν να απετελείτο εκ ζώσης σαρκός, έρρευσεν εξ Αυτής αίμα ικανόν, το οποίον ως είδαν οι Εβραίοι άλλοι μεν εξ αυτών επίστευσαν και έγιναν Χριστιανοί, άλλοι δε παρέμειναν εις την απιστίαν των, καθώς βλέπω και σε, ότι παθαίνεις, βασιλεύ. Τόσα θαύματα έκαμαν αι άγιαι Εικόνες του Χριστού και των Αγίων, και πάλιν δεν πιστεύεις, αλλά γίνεσαι άπιστος προς αυτάς, όπως και οι άπιστοι Εβραίοι, δια τούτο και μετ’ αυτών θέλεις υπάγει εις την αιώνιον κόλασιν, επειδή τους μιμείσαι και αθετείς τας αγίας Εικόνας. Ακούσας ο βασιλεύς τον έλεγχον του Πατριάρχου εθυμώθη σφόδρα και ραπίσας αυτόν εις την παρειάν, είπε μετά θυμού· «Φύγε, κακή κεφαλή, από έμπροσθέν μου να μη χάσης και την ζωήν σου». Τότε ο Άγιος υπομείνας το ράπισμα ως ο Χριστός, εξήλθεν ονειδιζόμενος και διωκόμενος εκ του παλατίου. Ο δε ασυνείδητος εκείνος και παρανομώτατος βασιλεύς, ιδών ότι δεν δύναται να φέρη τον Πατριάρχην εις την γνώμην του, εσκέφθη να κάμη άλλο κακόν. Τι δε ήτο η βουλή του; Κατά τον καιρόν εκείνον οι Χριστιανοί βασιλείς είχον εις την Κωνσταντινούπολιν μέγαν τινά Διδάσκαλον, τον οποίον εξετίμων πάρα πολύ και χωρίς την συμβουλήν εκείνου δεν ελάμβανον καμμίαν απόφασιν. Είχε δε ούτος και δώδεκα μαθητάς, κατά μίμησιν του Χριστού και των Αποστόλων. Ούτος διέμενεν εις οίκον βασιλικόν, εις τον οποίον ήτο και η βιβλιοθήκη, Εν αυτή υπήρχον βιβλία συνηγμένα από όλον τον κόσμον, και εκ των προοριζομένων δια την Εκκλησίαν του Χριστού, και από όσα ήσαν ελληνικά, και φιλοσοφικά, ως δε λέγεται υπήρχον εκεί εβδομήκοντα μυριάδες βιβλίων, ήτοι επτακόσιαι χιλιάδες. Αυτόν λοιπόν τον Διδάσκαλον εκάλεσεν ο βασιλεύς, και είπε και προς αυτόν τα αυτά. Όθεν του λέγει και εκείνος· «Εγώ, ω κράτιστε βασιλεύ, εις τόσα βιβλία όπου ανέγνωσα, δεν ευρίσκω ότι είναι κακόν να προσκυνούμεν τας αγίας Εικόνας· μάλιστα αναφέρεται εις τα βιβλία των Αγίων, ότι ει τις δεν προσκυνεί τας αγίας Εικόνας είναι αιρετικός και αναθεματισμένος». Ηρώτησε τότε αυτόν ο βασιλεύς· «Που ευρίσκεις ότι είναι καλόν να προσκυνούν οι Χριστιανοί τας Εικόνας»; Τότε ο σοφός εκείνος και όντως οικουμενικός Διδάσκαλος λέγει προς τον βασιλέα· «Πρώτον μεν, ω βασιλεύ, ευρίσκω τούτο εις τον Βίον του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά, όστις ήτο άριστος εις την ζωγραφικήν τέχνην. Γράφει λοιπόν εκεί, ότι καθ’ ον χρόνον έζη ακόμη η Θεοτόκος επί της γης, εζωγράφησεν ο Άγιος τρεις Εικόνας ιδικάς Της, τας οποίας επήγεν εις την Θεοτόκον να τας ίδη· η δε Παναγία, ως τας είδεν, εχάρη και είπεν· «Η χάρις του Υιού μου και η ιδική μου να είναι μετ’ αυτών». Εάν λοιπόν ήτο απρεπές, ω βασιλεύ, να ζωγραφίζωμεν τους Αγίους, θα τον ήλεγχεν η Θεοτόκος, διότι την εζωγράφησεν· αλλ’ όπως φαίνεται ήρεσκεν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον να τους ζωγραφίζωμεν και να τους προσκυνούμεν». Λέγει ο βασιλεύς· «Τότε πως είναι γεγραμμένον, ότι είπεν ο Θεός εις τον Μωυσήν, να μη προσκυνήση κανένα ομοίωμα επί της γης»; (Εξ. κ: 4). Απεκρίθη ο Διδάσκαλος· «Άκουσόν μου, ω βασιλεύ. Ο Θεός επειδή προέβλεπε, ότι οι Εβραίοι θέλουν πέσει εις την ειδωλολατρίαν, δια τούτο τους έδωσε τοιαύτην παραγγελίαν. Διότι, όπως γνωρίζεις, οι Εβραίοι μετά τον θάνατον του Μωυσέως εποίησαν είδωλα και έλεγαν, ότι εκείνα ήσαν θεοί. Ημείς όμως δεν λέγομεν, ότι αι άγιαι Εικόνες είναι θεοί, αλλά μόνον τας προσκυνούμεν ως αντίτυπα του Χριστού και των Αγίων. Όπως δηλαδή συμβαίνει με το νόμισμα, το οποίον έχει τον χαρακτήρα του προσώπου σου· δεν λέγομεν, ότι αυτό είναι ο βασιλεύς, αλλά αντίτυπον του βασιλέως, και ως τοιούτον το τιμώσι και οι άνθρωποι και δεν τολμούν να το καταπατήσουν. Ομοίως και τας αγίας Εικόνας τας τιμώμεν, επειδή έχουν τα πρόσωπα των Αγίων, και κάμνουν διάφορα θαύματα τη ενεργεία του Παναγίου Πνεύματος». Λέγει προς αυτόν ο βασιλεύς· «Που ηκούσθη το ότι έκαμαν θαύματα αι Εικόνες»; Απεκρίθη ο Διδάσκαλος· «Άκουσον, βασιλεύ, να σου διηγηθώ τι θαύματα έκαμαν, και πως και αυτός ο Δεσπότης Χριστός εζωγράφησε την Εικόνα τού προσώπου Του». Κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλε να παραδοθή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αληθής Θεός, εις τας χείρας των ανόμων Εβραίων, ως τέλειος άνθρωπος όπου ήτο, εδειλία και εφοβείτο, κατά το ανθρώπινον· όμως ανέβη εις το όρος των Ελαιών να προσευχηθή δια να δείξη εις ημάς τον τρόπον, με τον οποίον οφείλομεν και ημείς να προσευχώμεθα εις περίπτωσιν αντιμετωπίσεως κινδύνου. Αναβαίνων δε το όρος ίδρωσε το τίμιον αυτού πρόσωπον· όθεν εζήτησεν από μαθητήν του τινά μανδήλιον, ίνα σπογγισθή, ευθύς δε ως εσπογγίσθη, ετυπώθη το άγιον αυτού πρόσωπον εις εκείνο το μανδήλιον, έκαμε δε τούτο και πολλά θαύματα μετά ταύτα. Εις την Αλεξάνδρειαν πάλιν ήτο ποτέ άρχων τις, όστις διερχόμενος πολλάκις από την μεγάλην Εκκλησίαν και βλέπων εις το προαύλιον αυτής την Εικόνα της Παναγίας, έλεγε λόγια βλάσφημα κατ’ αυτής. Νύκτα δε τινά εφάνη προς αυτόν η Θεοτόκος, έχουσα μεθ’ εαυτής και δύο ευνούχους, τους οποίους επρόσταξε να τον τανύσουν χείρας και πόδας. Τούτου γενομένου ήπλωσε την αγίαν αυτής χείρα, και εχάραξεν όλα τα μέλη του με τον δάκτυλόν Της· παρευθύς δε διελύθη ο τρισκατάρατος εκείνος, ως το ύφασμα της αράχνης. Άλλος δε τις άρχων εις την αυτήν πόλιν εβλασφήμει την Εικόνα της Παναγίας· ημέραν δε τινά τον κατεδίωκον στρατιώται να τον φονεύσουν· αυτός δε μη έχων που να προσφύγη, έδραμεν εις την Εικόνα της Θεοτόκου, και ω του θαύματος! ώσπερ ζώσα απέστρεψε το πρόσωπόν της απ’ αυτού. Τότε τον συνέλαβον οι διώκοντες και τον εφόνευσαν. Άλλος δε τις άνθρωπος έρριψε πέτραν κατά της Εικόνος του Σωτήρος Χριστού και παρευθύς είδον πάντες οι εκεί ευρεθέντες ως να εξήλθεν από του στόματος εκείνου περιστερά και εισήλθεν κόραξ. Αλλά και εδώ εις την Κωνσταντινούπολιν έγινε ποτέ εξαίσιον θαύμα από Εικόνα του Δεσπότου Χριστού, το οποίον άκουσον. Έξωθι της Εκκλησίας της Αγίας Σοφίας είναι φρέαρ, εις το οποίον νίπτονται οι Χριστιανοί, όταν πρόκειται να εισέλθουν εις τον Ναόν. Εκεί λοιπόν υπήρχεν Εικών του Δεσπότου Χριστού, την οποίαν έστησεν ο μέγας βασιλεύς Ιουστινιανός. Εβραίος δε τις επήγε ποτέ να πίη ύδωρ και ιδών ότι πέριξ αυτού δεν υπήρχε κανείς, εξήγαγε την μάχαιράν του και εκτύπησε την αγίαν Εικόνα εις το στήθος. Παρευθύς τότε, ω των θαυμασίων σου, Κύριε, μυστηρίων! Ανέβλυσεν αίμα άφθονον, τόσον, ώστε βλέπων αυτό ο Εβραίος εφοβήθη σφόδρα και μη γνωρίζων τι να κάμη, επήρε την Εικόνα και την έρριψεν εντός του φρέατος. Όμως ούτε εις το φρέαρ εσταμάτησεν η εκροή του αίματος, αλλά μάλιστα και επλήθυνε περισσότερον, τόσον ώστε εγένετο και το ύδωρ αίμα. Εις την κατάστασιν εκείνην ευρισκομένου του Εβραίου, είδον αυτόν Χριστιανοί τινές διερχόμενοι εκείθεν, και τον συνέλαβον ως φονέα. Τότε εκείνος ηναγκάσθη να ομολογήση την αλήθειαν, ανασύροντες δε οι Χριστιανοί την Εικόνα εκ του φρέατος, εύρον αυτήν έχουσαν εμπεπηγμένην την μάχαιραν εις το στήθος. Όθεν άπαντες εξεπλάγησαν δια το φοβερόν και παράδοξον εκείνο θαύμα, ο δε Εβραίος πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη και εγένετο Χριστιανός μεθ’ ολοκλήρου του οίκου του. Ουχί δε μόνον αι Δεσποτικαί και Θεομητορικαί Εικόνες έκαμαν θαύματα, ω πολυχρονεμένε βασιλεύ, αλλά και αι Εικόνες των Αγίων. Άκουσον δε και έτερον θαύμα το οποίον ενήργησεν η Εικών του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου. Εις τας Κυκλάδας νήσους ευρίσκεται νήσος ονομαζομένη Χειμονός. Προς το νότιον λοιπόν μέρος της νήσου ταύτης ήτο Ναός του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, εντός δε του βήματος της αυτής Εκκλησίας υπήρχε Εικών του Αποστόλου. Ιερεύς δε τις του Ναού εκείνου εξ ενεργείας του διαβόλου παρακινηθείς έλαβε την αγίαν Λόγχην και εξώρυξε τον δεξιόν οφθαλμόν του Αποστόλου και παρευθύς, ω του θαύματος! εξωρύχθη ο ιδικός του δεξιός οφθαλμός και προσεκολλήθη εις την θέσιν του εξωρυγμένου οφθαλμού της Εικόνος. Έκτοτε δεν έλειψεν ο Ιερεύς καθήμενος εκεί έμπροσθεν της Εικόνος τυφλός, την αμαρτίαν του οδυρόμενος. Κατά δε τας ημέρας του βασιλέως Τιβερίου άλλο θαύμα μέγα και παράδοξον έγινε. Γυνή τις αρχόντισσα πλουσία κατά πολλά, ονομαζόμενη Μαρία, χήρα, ασθενήσασα βαρέως, ουδεμίαν είχε πλέον ελπίδα ζωής και ανά πάσαν ώραν ανέμενε τον θάνατον. Όμως αν και εις τοιαύτην απελπιστικήν κατάστασιν ευρίσκετο, συνέλαβε σκέψιν αγαθήν και έστειλε τους δούλους αυτής εις τα Ιεροσόλυμα, να της φέρουν την αγίαν Εικόνα του Χριστού, την αχειροποίητον. Και δια να συντομεύσω τον λόγον, βασιλεύ, της έφεραν την αγίαν Εικόνα. Αφού δε εκείνη την προσεκύνησε μετά πόθου μεγάλου περιετύλιξε ταύτην δια λεπτού υφάσματος και την ετοποθέτησεν εντός μεγάλου κιβωτίου, είτα δε την απέθεσεν εις το παρεκκλήσιον της οικίας της. Αφού δε παρήλθον τεσσαράκοντα ημέραι ήρχισεν η ασθένειά της να την ενοχλή περισσότερον. Όθεν υπέφερε πολύ από τους πόνους, τόσον ώστε δεν ηδύνατο πλέον ούτε και να εγερθή καν από την κλίνην της. Τότε προσεκάλεσεν έμπιστον τινά δούλην της και της λέγει· «Ύπαγε εις το παρεκκλήσιόν μας, λάβε μετά προσοχής το κιβώτιον με την αχειροποίητον Εικόνα του Χριστού και φέρε την εδώ, να την προσκυνήσω, ίσως ελαφρωθούν οι πόνοι μου. Επήγε λοιπόν η δούλη να πάρη το κιβώτιον και παρευθύς είδε φλόγα μεγάλην, ήτις εξήρχετο απ’ αυτό και ανέβαινεν έως την στέγην της οικίας, εκείθεν δε πάλιν κατέβαινε και επλήρου δια της λάμψεώς της ολόκληρον το παρεκκλήσιον. Ως είδεν η δούλη το τοιούτον θαυμάσιον, έπεσε κατά γης ως νεκρά. Άλλη δε δούλη επήγε και είπεν εις την κυρίαν της την υπόθεσιν· αυτή δε ως ήκουσεν το θαυμάσιον κατέβη από την κλίνην της με βίαν πολλήν και επήγε να ίδη το γενόμενον, ως δε είδε και αυτή την φλόγα εκείνην, εβόησε μεγαλοφώνως· «Κύριε, ελέησον». Οι δε εκείσε παρευρισκόμενοι άνθρωποι, ακούσαντες την φωνήν, έδραμον να ίδουν τι συμβαίνει και όλοι είδον οφθαλμοφανώς το παράδοξον θαύμα. Τότε έκαμαν οι Ιερείς δέησιν και κατεσίγασεν η φλοξ, ανοίξαντες δε το κιβώτιον εύρον την αγίαν Εικόνα του Χριστού ακεραίαν και αβλαβή, εις δε το ύφασμα με το οποίον είχε περιτυλιχθή αύτη ήτο τετυπωμένον το ομοίωμα της Εικόνος.Έθεσαν τότε οι Ιερείς το νέον αχειροποίητον εκείνο ιερόν αποτύπωμα του Χριστού επάνω εις την αρχόντισσαν και παρευθύς εθεραπεύθη αύτη από την δεινήν εκείνην ασθένειαν. Μετά χρόνους πολλούς, ότε η τιμιωτάτη Μαρία εγνώρισεν, ότι πλησιάζει ο καιρός του θανάτου της, εσκέφθη να αποστείλη το ιερόν εκείνο εκτύπωμα εις τι Μοναστήριον γυναικών. Επειδή δε κατά τας ημέρας εκείνας επήγεν ο Αρχιεπίσκοπος της Μελιτινής Δομετιανός, ο εξάδελφος του βασιλέως Μαυρικίου, εις εκείνον τον τόπον, προσεκάλεσεν αυτόν η Μαρία και του έδωσε να το υπάγη εις την πόλιν του, την Μελιτινήν, με την παράκλησιν να δώση αυτό εις τας Μοναχάς του Μοναστηρίου της Αναλήψεως. Ο Αρχιεπίσκοπος λοιπόν επήγε πράγματι και παρέδωκεν αυτό εις τας Μοναχάς κατά την παραγγελίαν της γυναικός. Κατά δε τον καιρόν της βασιλείας του βασιλέως Ηρακλείου, ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης κυριεύων τας χώρας και πόλεις της Ασίας έφθασε και εις την Μελιτινήν, αι δε Μοναχαί, φοβούμεναι την αιχμαλωσίαν, έλαβον την αχειροποίητον Εικόνα του Χριστού και την επήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Ιδών τας Μοναχάς ο Αρχιερεύς του καιρού εκείνου Σέργιος παρεχώρησεν εις αυτάς εν Μοναστήριον δια να εγκατασταθούν. Μετά δε τινας ημέρας, μαθών ότι αι Μοναχαί έχουν Εικόνα του Κυρίου αχειροποίητον, έστειλεν ένα εκ των Διακόνων του και επήρεν αυτήν δια της βίας. Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι και ο Αρχιερεύς ησθένησε βαρέως· νύκτα δε τινά είδε καθ’ ύπνον φοβερόν τινά άνθρωπον, όστις του έλεγεν· «Απόδωσε γρήγορα εκείνο, το οποίον επήρες αδίκως από το Μοναστήριον των γυναικών». Τούτο ιδών λέγει την πρωίαν εις τους Κληρικούς του· «Μήπως γνωρίζετε να ηδίκησα καμμίαν Μοναχήν; Διότι είδον κατά την νύκτα άνθρωπον φοβερόν, όστις μου έλεγε: Δος την αδικίαν οπίσω». Μη γνωρίζοντες δε οι Κληρικοί τα γενόμενα, του λέγουν· «Πειρασμός του διαβόλου θα είναι, άγιε Δέσποτα, διότι ημείς δεν ενθυμούμεθα να ηδίκησες ποτέ Μοναχήν τινά, ή άλλον άνθρωπον». Κατά την δευτέραν όμως νύκτα βλέπει και πάλιν ο Αρχιερεύς τον αυτόν άνθρωπον να του λέγη μετά θυμού· «Σπεύσον να αποδώσης ταχέως την αχειροποίητον Εικόνα του Χριστού εις τας Μοναχάς, αι οποίαι ήλθον από την Μελιτινήν. Δεν γνωρίζεις, ότι είναι ξέναι και απαρηγόρητοι; Διατί τας πικραίνεις και συ περισσότερον; Εγερθείς από του ύπνου ο Πατριάρχης εκάλεσε τον Διάκονόν του και του λέγει· «Όταν επήρες τον Δεσποτικόν χαρακτήρα από τας Μοναχάς τι σου είπον; Πως εφάνη εις αυτάς το πράγμω»; Απεκρίθη ο Διάκονος· «Βαρέως εδέχθησαν την στέρησιν, Δέσποτα άγιε, και εάν ηδύναντο θα με εφόνευον». Τότε ηννόησεν ο Πατριάρχης, ότι έκαμεν αδικίαν. Όθεν απέστειλε και πάλιν την αγίαν Εικόνα εις τας Μοναχάς κατά την εικοστήν ενάτην του Νοεμβρίου μηνός, συνοδεύσας αυτήν με πλούσια χαρίσματα και παρευθύς έπαυσεν η ασθένειά του και έγινεν υγιής δοξάζων τον Θεόν. Δεν είναι όλα αυτά θαύματα, βασιλεύ, τα οποία ενήργησαν αι άγιαι Εικόνες; Πως λοιπόν συ τας καταπατείς και λέγεις, ότι είναι είδωλα; Δεν ερωτάς και τον Πατριάρχην Γερμανόν, να πληροφορηθής και παρ’ αυτού την αλήθειαν; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Τον εκάλεσα και αυτόν χθες και εφλυάρησεν, όπως και συ». Είπεν ο Διδάσκαλος· «Λοιπόν φλυαρίαι είναι αυτά, τα οποία σου λέγω, βασιλεύ; Είναι δε καλά τα ιδικά σου λόγια, τα ασεβέστατα και παράνομα; Κάμε τότε όπως νομίζεις καλύτερον· εγώ όμως δεν συγκοινωνώ εις την αίρεσίν σου». Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Ύπαγε εις την υπηρεσίαν σου και εγώ ό,τι γνωρίζω θα κάμω». Ανεχώρησε λοιπόν παρευθύς ο Διδάσκαλος και επήγεν εις το Διδασκαλείον του. Ο δε παρανομώτατος βασιλεύς, επειδή είχεν εντός του όλον τον διάβολον και ήθελε να στερεώση το πείσμα του, έβαλε δια νυκτός πυρ εις το Διδασκαλείον και κατέκαυσε τον Διδάσκαλον ομού με τους μαθητάς του και με όλα τα συνηγμένα βιβλία. Κατά δε την πρωίαν ώρισε παρευθύς να αφαιρέσουν από όλας τας Εκκλησίας τας αγίας Εικόνας και άλλας μεν να κατακαύσουν, άλλας δε να ρίψουν εις την θάλασσαν. Τις να διηγηθή τας όσας ασεβείας και παρανομίας έκαμε τότε ο ασεβέστατος τύραννος; Παρευθύς τότε εξέβαλεν από τον Πατριαρχικόν θρόνον τον Άγιον Γερμανόν και ανεβίβασεν εις αυτόν άλλον ομόπιστόν του, Αναστάσιον ονόματι, ο οποίος έχων συντρόφους τον Κωνσταντίνον και τον Νικήταν, παρεκίνησαν τον βασιλέα εις περισσοτέραν εικονομαχίαν. Και ακούσατε παρακαλώ, Οσιώτατοι Πατέρες και ευλογημένοι Χριστιανοί, οπόσας και οποίας ασεβείας έκαμεν ο τρισκατάρατος εις τας αγίας Εικόνας. Εις πύλην τινά της Κωνσταντινουπόλεως, ήτις ωνομάζετο Χαλκή, υπήρχεν Εικών μεγάλη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την Εικόνα αυτήν ηθέλησεν ο τύραννος να καταστρέψη. Όθεν απέστειλε τον σπαθάριόν του με την εντολήν να την καταβιβάση  και να την συντρίψη τελείως. Επήγεν λοιπόν ο σπαθάριος ομού με άλλους υπηρέτας, δια να εκτελέση τον ορισμόν του βασιλέως. Επειδή δε η αγία αύτη Εικών ήτο τοποθετημένη υψηλά, έβαλε κλίμακα δια να αναβή και δυνηθή να την συντρίψη. Τούτο ως είδον οι Χριστιανοί, έδραμον προς αυτόν και τον παρεκάλουν να μη βλάψη την Εικόνα. Αυτός όμως όχι μόνον δεν τους ήκουσεν, αλλά και ητοιμάζετο να την καταστρέψη παντελώς. Τότε θείω ζήλω κινούμενοι εκείνοι έσυραν την κλίμακα επί της οποίας ίστατο και παρευθύς έπεσεν ο τρισκατάρατος σπαθάριος και απέθανεν. Ήσαν δε εκεί, όταν έσυραν την κλίμακα, οι μετέπειτα μαρτυρήσαντες Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και γυνή τις αρχόντισσα, Μαρία το όνομα. Ευθύς δε ως έμαθε τούτο ο βασιλεύς απέστειλε στρατιώτας και εφόνευσαν τους ευρεθέντας εκεί ανθρώπους· τους δε δέκα προρρηθέντας Αγίους Μάρτυρας πρώτον μεν ώρισε να τους δείρουν δυνατά, έπειτα να τους βάλουν εις φυλακήν και να τους δίδουν καθ’ εκάστην ημέραν ανά πεντακοσίας πληγάς. Υπέμειναν δε οι μακάριοι παιδευόμενοι μήνας οκτώ. Μετά ταύτα ώρισεν ο τύραννος και κατέκαυσαν τα πρόσωπά των· τέλος τους απεκεφάλισαν κατά την θ΄ (9ην) του μηνός Αυγούστου εις τόπον τινά, καλούμενον Κυνήγιον. Κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν και οι ονομαστοί και αγιώτατοι Πατέρες Θεόφιλος ο Ομολογητής, Λογγίνος ο Στυλίτης, Υπάτιος ο Επίσκοπος και Ανδρέας ο Ιερεύς οι Λύδιοι, Ιωάννης ο Δαμασκηνός και Κοσμάς ο συμμαθητής του, Γεώργιος ο Λημνιώτης, Βασίλειος ο Ομολογητής και ο συνασκητής του Προκόπιος οι Δεκαπολίται, τους οποίους όλους εβασάνισεν ο ασεβέστατος βασιλεύς δια την τιμήν των αγίων Εικόνων, τουτέστι δια την τήρησιν των ιερών παραδόσεων της αγιωτάτης ημών Πίστεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και τον μεν Άγιον Θεόφιλον πρώτον μεν τον εμαστίγωσεν αγρίως, έπειτα δε τον εφυλάκισε και ώρισε να μη του δίδουν τροφήν, τέλος δε τον εξώρισε· τον δε Άγιον Λογγίνον ώρισε να απλώσουν εις τέσσαρα και να καύσουν επί της κεφαλής του τας Εικόνας, τας οποίας εύρον επ’ αυτού. μετά δε ταύτα τόσον τον εμαστίγωσε με νεύρα ξηρά, ώστε έρρεεν απ’ αυτού το αίμα ως ποταμός. Βλέπων δε ότι δεν καταπείθεται να καταπατήση τας αγίας Εικόνας, ηγέρθη ο ίδιος ο βασιλεύς από τον θρόνον και μετά πολλού θυμού εκτύπα τον Άγιον εις το πρόσωπον με τας μιαράς χείρας του. Τον δε Επίσκοπον Υπάτιον και τον Ιερέα Ανδρέαν, τους Λυδίους, ώρισε πρώτον μεν να τους σύρουν κατά γης, έπειτα να εκδάρουν το δέρμα της κεφαλής των και να καύσουν επάνω των τας αγίας Εικόνας, τας οποίας είχον, τέλος δε να τους περιφέρουν εις την αγοράν και να τους σφάξουν εις τόπον τινά, ονομαζόμενον Ξηρόλοφος· τα δε τίμια αυτών Λείψανα να ρίψουν εις τους κύνας. Τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν διέβαλεν εις τον Αμηράν της Δαμασκού ως επίβουλον δήθεν της εξουσίας του, εκείνος δε πιστεύσας εις την συκοφαντίαν έκοψε την δεξιάν τού Αγίου χείρα. Ομοίως και τον Κοσμάν εφυλάκισε. Τον δε Ομολογητήν Γεώργιον τον Λημναίον ποικιλοτρόπως εβασάνισε και τέλος ώρισε να του κόψουν την ρίνα και να καύσουν επί της κεφαλής του τας αγίας Εικόνας, τας οποίας είχε· ούτω δε και ετελειώθη κατά την ώραν εκείνην. Τον δε Άγιον Βασίλειον τον Ασκητήν και τον συνασκητήν του, Προκόπιον τους Δεκαπολίτας ώρισε να ξέσουν εις τον λαιμόν, έπειτα να τους βάλουν εις φυλακήν, εις την οποίαν και να τους αφήσωσι νήστεις. Αλλά και άλλους πολλούς Αγίους εβασάνισεν ο παρανομώτατος· πλην εγώ αντιπαρέρχομαι τα ονόματά των χάριν συντομίας. Τότε πλέον ο Άγιος Γερμανός ο κανονικός και Ορθόδοξος Πατριάρχης, ιδών ότι ο βασιλεύς εσκληρύνθη επί τοσούτον και αναλογιζόμενος μήπως και αυτός πάθητα όμοια, τι έκαμεν; Ακούσατε. Εις το Πατριαρχείον υπήρχε μεγάλη Δεσποτική Εικών, την οποίαν ο Πατριάρχης διελογίσθη να αποστείλη εις την Ρώμην να φυλαχθή, διότι δεν είχεν εκεί προχωρήσει ο Ίσαυρος Λέων. Ήτο δε τότε Πάπας της Ρώμης ο Γρηγόριος Β΄ (715 – 731), ευσεβής και άγιος άνθρωπος· προς αυτόν λοιπόν διελογίσθη να αποστείλη την αγίαν Εικόνα του Χριστού. Όθεν έγραψε προς αυτόν επιστολήν, ήτις έλεγε ταύτα· «Γερμανός ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως γράφει προς σε τον Πάπα της Ρώμης Γρηγόριον· γνώριζε, ότι εδώ είναι μεγάλη σύγχυσις εις την Εκκλησίαν του Θεού, και μέγας κίνδυνος δια τας αγίας Εικόνας. Δια τούτο και επειδή εκεί η Ορθοδοξία παραμένει ακαταδίωκτος, σου στέλλω την αγίαν ταύτην Εικόνα του Χριστού, την οποίαν υποδέχθητι δεόντως». Αφού έγραψε ταύτα ο Πατριάρχης εσκάλισε μικρόν το επάνω μέρος της Εικόνος, και εκεί έθεσεν επιτηδείως την επιστολήν. Έπειτα λαβών την αγίαν Εικόνα κατήλθεν εις τον αιγιαλόν, εις τόπον καλούμενον του Μαντίου και εκεί μετά πολλών δακρύων εδεήθη εις τον Θεόν να καταπαύση την σύγχυσιν της Εκκλησίας, να απαλλάξη το Κράτος από τον παράνομον αυτόν βασιλέα, να δώση ειρήνην εις τον κόσμον, και άλλα πολλά. Έπειτα στραφείς προς την Εικόνα είπεν· «Αυθέντα Χριστέ, Συ όστις είσαι εζωγραφημένος εις ταύτην την αγίαν Εικόνα, φύλαξον τον εαυτόν σου και ημάς, ότι απολλύμεθα». Ούτως είπε και έρριψε την αγίαν Εικόνα εις την θάλασσαν· και ω του θαύματος! Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά έπεσεν, αλλά εστάθη αύτη ορθή, και έτρεχεν ως γοργός πεζοδρόμος, κατά την αυτήν δε ημέραν έφθασεν εις την θάλασσαν της Ρώμης και εισήλθεν εις τον Τίβεριν ποταμόν. Κατά την νύκτα εκείνην είδεν ο Άγιος Γρηγόριος καθ’ ύπνον Άγγελον Κυρίου, όστις του είπε· «Εγέρθητι να προϋπαντήσης τον Βασιλέα, όστις έρχεται». Εξύπνησε λοιπόν ο Πάπας και διελογίζετο: «Τις να είναι ο Βασιλεύς, όστις έρχεται; Και ποίαν ώραν έρχεται»; Ταύτα διαλογιζόμενος απεκοιμήθη και πάλιν, αλλά και πάλιν εμφανισθείς ο θείος Άγγελος, είπε προς αυτόν· «Ο Βασιλεύς των βασιλευόντων Χριστός ο Θεός έρχεται. Όθεν εγέρθητι και κατάβα εις τον ποταμόν Τίβεριν, να τον προϋπαντήσης». Αφού λοιπόν εξημέρωσε, συνάξας ο θείος Γρηγόριος τους Κληρικούς του και τους άρχοντας, κατήλθον μετά κηρών και θυμιαμάτων εις τον ποταμόν. Εμβάντες δε εις πλοίον επροχώρησαν ολίγον και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Βλέπουν την αγίαν Εικόνα ερχομένην ορθήν και ακτινοβολούσαν επί των υδάτων! Τότε λέγει ο Πάπας προς την Εικόνα· «Χριστέ, Βασιλεύ! Εάν προς ημάς απεστάλης, ελθέ και είσελθε μόνος εις το πλοίον μας, διότι εγώ είμαι ανάξιος να σε πιάσω με τας χείρας μου». Παρευθύς τότε η αγία Εικών του Χριστού αναπηδήσασα εισήλθεν εις το πλοίον. Έλαβε λοιπόν αυτήν ο Πατριάρχης, και ευρών την επιστολήν την ανέγνωσεν ενώπιον πάντων, είτα δε την απέθεσεν εις το Πατριαρχείον του. Από την Εικόνα ταύτην εξήρχετο κατ’ έτος κατά την ημέραν της ευρέσεώς της ύδωρ αλμυρόν, το οποίον έκαμνε και πολλά θαύματα. Αλλά τα μεν περί της Εικόνος εκείνης της Δεσποτικής, ούτως έγιναν· ας έλθωμεν δε πάλιν εις την υπόθεσιν του λόγου μας. Μετά τον θάνατον του ασεβεστάτου Λέοντος του Ισαύρου εβασίλευσεν ο υιός του ονόματι Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος, όστις ωνομάζετο ούτως επειδή, ως λέγουσι τινές, όταν εβαπτίζετο εκόπρισε την αγίαν Κολυμβήθραν. Όσα δε κακά έκαμε και αυτός ο μιαρώτατος εις τους αγίους προσκυνητάς των Εικόνων, τις να διηγηθή; Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήσαν ο Άγιος Ανδρέας ο εκ Κρήτης, ο Άγιος Στέφανος ο Νέος και άλλοι πολλοί Ασκηταί και Ομολογηταί, τους οποίους αυτός εβασάνισε δια τας αγίας Εικόνας. Τον μεν Άγιον Ανδρέαν ώρισε να τον δέσουν με σχοινία, έπειτα να τον ραβδίσουν ανηλεώς, μετά δε ταύτα να συντρίψουν το στόμα του με λίθους και να τον φυλακίσουν. Κατόπιν προσέταξε να τον δέσουν με σχοινία και να τον σύρουν εις όλην την αγοράν· εκεί δε επικατάρατός τις τον εκτύπησε με πέλεκυν και ούτως ετελειώθη. Τον δε Άγιον Στέφανον πρώτον μεν εβασάνισε με μεγάλας τιμωρίας, μετά δε ταύτα έστειλεν ανθρώπους και τον εφόνευσαν εις το όρος, εις το οποίον ησκήτευε· αλλά και άλλους πολλούς Αγίους επαίδευσεν ο τρισκατάρατος, ως δύναται να μάθη τις από τον Βίον αυτού του Αγίου Στεφάνου του Νέου. Μετά τον του Κοπρωνύμου Κωνσταντίνου θάνατον, εβασίλευσεν ο υιός του Λέων Δ΄ (775 – 780), ο εκ της Χαζάρας, και αυτός ων αιρετικός και εικονομάχος. Μετά δε τούτον εβασίλευσεν ο υιός του Κωνσταντίνος ΣΤ΄ (780 – 797), και Ειρήνη, η μήτηρ του (797 – 802), οι ευσεβέστατοι βασιλείς, οίτινες καθοδηγούμενοι υπό του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (784 – 806), συνεκάλεσαν την Αγίαν Ζ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον εν Νικαία. Ήσαν δε τότε Πατριάρχαι, Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανός Αλεξανδρείας, Θεόδωρος ή κατ’ άλλους Θεοδώρητος Αντιοχείας, Ηλίας Ιεροσολύμων, και Αδριανός Ρώμης. Συνήλθον δε κατά την Σύνοδον ταύτην Πατέρες τριακόσιοι εξηνταπέντε, οίτινες εστερέωσαν τα δόγματα των Αγίων Πατέρων, την προσκύνησιν δηλαδή των αγίων Εικόνων. Μετά δε τον θάνατον του Κωνσταντίνου και της μητρός του Ειρήνης εβασίλευσεν ο από Γενικού Νικηφόρος (802 – 811), μετά τούτον Σταυράκιος ο υιός του (811) και μετά τούτον Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβέ (811 – 813). Αυτοί οι τέσσαρες βασιλείς ήσαν Ορθόδοξοι, και επροσκυνούσαν τας αγίας Εικόνας. Μετά τον θάνατον του Ραγκαβέ Μιχαήλ εβασίλευσε Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813 – 820), όστις πρώτον μεν ήτο Χριστιανός και Ορθόδοξος, μετά δε ταύτα παρεπλανήθη από τινα Ασκητήν ψεύστην και ήγειρε την δευτέραν εικονομαχίαν. Αλλά ακούσατε πως έγινεν εξ αρχής η υπόθεσις. Εις τον καιρόν της βασιλείας του βασιλέως Μιχαήλ Α΄ του Ραγκαβέ ο Λέων ούτος ήτο στρατιώτης του. Ημέραν δε τινά ευρισκόμενος εις κυνήγιον με άλλους πολλούς εις τον Όλυμπον της Προύσης έφθασε και εις το βουνόν του Αγίου Αυξεντίου. Εκεί είδε ατραπόν τετριμμένην από άνθρωπον (μονοπάτι) και ακολουθών αυτήν έφθασεν εις τι σπήλαιον, εις το οποίον διέμενεν Ασκητής τις ενάρετος άνθρωπος. Ως Χριστιανός λοιπόν οπού ήτο ο Λέων, εκάθησε και εξωμολογήθη εις τον Ασκητήν. Μετά δε την εξομολόγησιν, προϊδών ο Ασκητής το μέλλον, λέγει προς τον Λέοντα· «Τέκνον μου, γνώριζε, ότι θέλεις βασιλεύσει». Ταύτα είπεν ο Ασκητής και τον άφησε να υπάγη προς τους άλλους. Δεν έζησε μετά ταύτα πολλάς ημέρας ο Γέρων εκείνος και εκοιμήθη εν Κυρίω εις εκείνο το σπήλαιον. Χριστιανοί δε τινές ευρόντες το ιερόν σώμα του το έθαψαν εκεί. Ο δε Αρμένιος Λέων, ενθυμούμενος τον λόγον του Ασκητού ήλπιζε πάντοτε ότι ασφαλώς θέλει βασιλεύσει, όπερ και εγένετο εις ολίγον καιρόν. Κατά τας ημέρας λοιπόν, κατά τας οποίας εβασίλευεν ούτος ο Λέων, ήτο πρωτοσύμβουλος του παλατίου γέρων τις ονόματι Θεοδόσιος, το επίθετον Μελισσηνός, ο οποίος, ως παλαιός γέρων όπου ήτο, εκράτει ακόμη την εικονομαχίαν εις το κρυφόν από τους προκατόχους βασιλείς· τότε δε εφαίνετο ως Ορθόδοξος. Τούτον λοιπόν καλέσας ποτέ ο βασιλεύς λέγει προς αυτόν· «Εγώ όταν ήμην στρατιώτης του βασιλέως Μιχαήλ, ευρισκόμενος εις κυνήγιον, εύρον Ασκητήν τινα εις το ανατολικόν μέρος του βουνού του Αγίου Αυξεντίου, εις τον οποίον και εξωμολογήθην· εκείνος δε μου προείπεν, ότι θέλω βασιλεύσει. Νομίζω λοιπόν ότι καλόν είναι να στείλωμεν εις αυτόν ευεργεσίας τινάς ή να του παραγγείλωμεν να έλθη να μας ευχηθή». Απεκρίθη ο Θεοδόσιος· «Καλή είναι η σκέψις σου, βασιλεύς, αλλά να στείλω πρώτον εγώ ανθρώπους να εξετάσουν εις το σπήλαιον, το οποίον ορίζεις, εάν ζη ο Γέρων εκείνος, και τότε να στείλωμεν τα χαρίσματα». Ήκουσεν ο βασιλεύς, και του ήρεσεν η πρότασις. Τι όμως έκαμεν ο τρισκατάρατος Θεοδόσιος; Επειδή εζήτει αφορμήν να παραπλανήση τον βασιλέα προς την εικονομαχίαν, έστειλε δούλον του τινά, να υπάγη εκεί εις το βουνόν να εξετάση, εκείνος δε, αφού επήγε και δεν εύρε τον ζητούμενον, επέστρεψε και ανέφερεν εις τον πρωτοσύμβουλον την υπόθεσιν. Τότε ο κακός εκείνος γέρων έκρινεν, ότι ήτο κατάλληλος ευκαιρία να φέρη τον βασιλέα εις το θέλημά του. Όθεν απεφάσισε να χρησιμοποιήση ψευδομοναχόν τινά φίλον του όμοιον αυτού εις την αίρεσιν. Καλέσας λοιπόν αυτόν, του είπε· «Εάν με ακούσης, επιτυγχάνομεν του σκοπού μας· ύπαγε εις το βουνόν του Αυξεντίου· εκεί είναι σπήλαιον τι προς το ανατολικόν μέρος, μείνε δε εις αυτό ως Ασκητής. Εκεί θέλει σου στείλει ο βασιλεύς δωρεάς· συ όμως μη τας δεχθής, αλλά να είπης, ότι επειδή είναι ειδωλολάτρης και προσκυνεί τας Εικόνας, δεν είναι πρέπον να τον ευλογήσης. Εάν το κάμης αυτό, εύκολον είναι να τον φέρωμεν εις το θέλημά μας». Ταύτα ακούσας ο ψευδομόναχος εκείνος επήγεν εις το σπήλαιον και εγκατεστάθη εις αυτό ως Ασκητής. Τότε λέγει ο Θεοδόσιος προς τον βασιλέα· «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, έστειλα άνθρωπον εις το σπήλαιον, το οποίον επρόσταξες και εύρε τον ζητούμενον υγιαίνοντα και καλώς έχοντα· μάλιστα ελυπήθη με την βασιλείαν σου, διότι τόσον καιρόν δεν επήγες να σε ευλογήση· ας του στείλωμεν όμως προηγουμένως τας ευεργεσίας, καθώς ορίζεις, και κατόπιν πηγαίνομεν ημείς εκεί, προφασιζόμενοι ότι πηγαίνομεν εις κυνήγιον ή θέλομεν καλέσει αυτόν να έλθη εδώ». Παρευθύς ώρισεν ο βασιλεύς δούλους, να λάβωσιν ασκητικά τρόφιμα, σταφίδας, σύκα, παξιμάδια και άλλα τινά και να τα υπάγωσιν εκεί εις τον Ασκητήν. Τα επήγαν λοιπόν, αλλ’ αυτός, κατά την συμφωνίαν, δεν τα εδέχθη, και είπεν εις τους απεσταλμένους· «Εγώ από ειδωλολάτρην άνθρωπον δωρεάν δεν δέχομαι· ο βασιλεύς είναι ειδωλολάτρης και προσκυνεί τοίχους και σανίδας και εγώνα λάβω τα χαρίσματά του; Υπάγετε και είπατέ του, ότι τον εβαρύνθη κατά πολύ ο Θεός και βούλεται εις ολίγας ημέρας, εάν δεν αφήση την αίρεσίν του, να τον αφανίση από το πρόσωπον της γης. Εις εμέ τον οποίον ο Θεός απεκάλυψεν, ότι ο Λέων θέλει βασιλεύσει, απεκάλυψε και αυτό το οποίον τώρα σας λέγω». Ακούσαντες ταύτα οι δούλοι του βασιλέως επέστρεψαν οπίσω πικραμένοι και ανέφερον τα γενόμενα εις τον βασιλέα, όστις, ως τα ήκουσεν, επικράνθη και εκείνος πολύ, και διελογίζετο τι σημαίνουν οι λόγοι ούτοι. Ταύτα δε διαλογιζόμενος εκάλεσε τον Θεοδόσιον, και του είπεν, όσα του παρήγγειλεν ο Ασκητής. Τότε λέγει προς αυτόν ο Θεοδόσιος· «Βασιλεύ πολυχρονεμένε, θαυμάζω και εγώ εις τα γενόμενα και νομίζω ότι πρέπει να υπάγωμεν προς αυτόν προσωπικώς μόνοι οι δύο ημείς. Δια τούτο ας τακτοποιήσωμεν σήμερον τας υποθέσεις μας και αύριον να ετοιμασθώμεν και την τρίτην νύκτα, όταν θα νυκτώση καλά, να υπάγωμεν· πλην εάν εγκρίνης να βάλω εγώ τα βασιλικά ενδύματα και συ τα ιδικά μου και εάν εκείνος γνωρίση την ώραν, όπου θα υπάγωμεν, και εάν εννοήση ποίος είμαι εγώ και ποίος συ, τότε να γνωρίζης, βασιλεύ, ότι Πνεύμα Άγιον έχει και πρέπει, ό,τι μας είπη, να κάμωμεν». Το σχέδιον τούτο ήρεσεν εις τον βασιλέα και συνεφώνησεν. Ο δε τρισκατάρατος Θεοδόσιος εκάλεσε δούλον του τινά έμπιστον και του είπε κρυφίως· «Πάρε την επιστολήν ταύτην και πήγαινε γρήγορα εις το βουνόν του Αυξεντίου. Εκεί θέλεις εύρει Ασκητήν τινά εις σπήλαιον προς το ανατολικόν μέρος κείμενον. Εις αυτόν δώσε την επιστολήν. Πρόσεχε όμως καλώς να μη σε αντιληφθή τις, διότι θα σε θανατώσω». Έγραφε δε η επιστολή ταύτα: «Γνώριζε, ότι κατά την τρίτην από της σήμερον νύκτα θα έλθωμεν εγώ και ο βασιλεύς εις επίσκεψίν σου. Συ λοιπόν να εξέλθης κατά το μεσονύκτιον έξω του σπηλαίου να μας αναμένης. Γνώριζε δε και τούτο, ότι εγώ μεν θα είμαι ενδεδυμένος με τα βασιλικά ενδύματα, ο δε βασιλεύς με τα ιδικά μου. Τότε ειπέ προς αυτόν ό,τι δύνασαι δια τας Εικόνας. Νυξ θα είναι ασέληνος και δεν θέλει σε γνωρίσει ο βασιλεύς. Εγώ πάντως θα φροντίσω να αναχωρήσωμεν εκείθεν ταχέως».Λαβών λοιπόν ο δούλος την επιστολήν ταύτην εσφραγισμένην την επήγεν εις τον ψευδασκητήν εκείνον. Κατά δε την τρίτην νύκτα, όπως είχον συμφωνήσει ο βασιλεύς και ο Θεοδόσιος, εξήλθον της πόλεως κρυφίως. Επειδή όμως αι πύλαι της πόλεως εκλείοντο κατά την νύκτα, εξήλθον ούτοι της πόλεως πριν νυκτώση, ενδεδυμένοι με άλλα ενδύματα δια να μη γνωρισθώσι, τα δε ιδικά των ενδύματα τα είχαν κεκρυμμένα. Κατά το μεσονύκτιον λοιπόν και αφού ενεδύθησαν, όπως είχον συμφωνήσει, επήγαν εις το σπήλαιον.Τοιαύτην τέχνην μετεχειρίσθη ο ανόητος εκείνος βασιλεύς και δεν εσκέφθη καν κατά νουν μήπως τον φονεύση ο Θεοδόσιος και βασιλεύση αυτός. Ο δε ψευδασκητής εκείνος, κατά την παραγγελίαν, την οποίαν είχεν, εξελθών του σπηλαίου επροχώρησε περί το εν μίλιον και εκεί προϋπάντησε τους ερχομένους. Όταν δε επλησίασαν, λέγει προς αυτούς· «Χαίρε βασιλεύ, χαίροις και συ Θεοδόσιε· τι ήτο αυτό, το οποίον επράξατε; Ελάβετε τοσούτον κόπον και ήλθετε προς εμέ τον αμαρτωλόν; Πλην ο Θεός να πληρώση τον μισθόν του κόπου σας». Στραφείς δε προς τον Θεοδόσιον, λέγει προς αυτόν· «Αλλά συ, Θεοδόσιε, διατί να κάμης ούτω; Διατί έβαλες τα βασιλικά ενδύματα, τα οποία δεν σου πρέπουν; Μήπως δια να εμπαίξετε τον Θεόν και να δοκιμάσετε και εμέ; Έκβαλε γρήγορα αυτά και δος τα εις τον βασιλέα». Προς δε τον βασιλέα είπε· «Και συ, βασιλεύ, διατί να βάλης τα ενδύματα του δούλου σου, τα οποία δεν είναι πρέπον ούτε να βαστάς; Και εάν μεν ήλθετε δια να γνωρίσετε την αρετήν μου, ιδού είπον προς υμάς αυτά τα οποία σας είπον. Νυξ είναι και δεν διακρίνω καθαρώς το πρόσωπόν σας· όμως από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος σας εγνώρισεν η ψυχή μου και τους δύο. Δια τούτο σας λέγω, επειδή ήλθετε να γνωρίσετε την αλήθειαν από εμέ, ανοίξατε τα ώτα σας και ακούσατε». Αφού λοιπόν ούτω παρεσκεύασε τα πράγματα ο ψευδασκητής εκείνος, εξέχεε τέλος και τον ιόν, ως όφις, και λέγει· «Αύται αι Εικόνες, τας οποίας προσκυνούν οι Χριστιανοί, βασιλεύ, δεν είναι άγιαι, αλλά είδωλα Ελληνικά και ακάθαρτα. Ο Θεός είπεν εις τον Μωυσήν να μη προσκυνήση κανένα ομοίωμα επί της γης. Διατί λοιπόν οι πεπλανημένοι άνθρωποι προσκυνούν τας σανίδας; Αυτά δεν είναι της Χριστιανικής τάξεως, βασιλεύ, ούτε είναι δίκαιον να ευρίσκονται εις τας Εκκλησίας Εικόνες, διότι μάλιστα μιαίνεται απ’ αυτάς η Εκκλησία του Θεού και εξομοιούται με τους βωμούς των Ελλήνων, εις τους οποίους είχον τα είδωλα. Δια τούτο, εάν θέλης να σε κάμη ο Θεός πολυήμερον και πολυχρόνιον και να σε αξιώση και της Βασιλείας του, πρόσταξε να τας εκβάλουν από την αγίαν μας Εκκλησίαν, διότι, εάν δεν κάμης αυτό, η αμαρτία του κόσμου, όστις τας προσκυνεί, θα είναι επί του τραχήλου σου». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, καθό άνθρωπος, παρεπλανήθη ο ταλαίπωρος και υπεσχέθη να κάμη κατά το θέλημά του. Επιστρέψας λοιπόν το ταχύτερον εις τα βασίλεια, δια να μη εξημερώση και γνωσθή η απουσία του, λέγει προς τον Θεοδόσιον· «Πως σου εφάνησαν οι λόγοι του Ασκητού»; Απεκρίθη ο Θεοδόσιος· «Ως λόγια του Θεού, πολυχρονεμένε βασιλεύ, δια τούτο ας τον ακούσωμεν, επειδή τοιούτος προορατικός και πνευματοφόρος Ασκητής είναι». Παρευθύς λοιπόν εφανέρωσεν ο ασυνείδητος βασιλεύς την βουλήν του και ώρισεν εις όλας τας Εκκλησίας να καταβιβάσουν τας αγίας Εικόνας· εφένετο δε πάλιν μεγάλη σύγχυσις εις τον λαόν κατά του βασιλέως. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο Πατριάρχης εις την Κωνσταντινούπολιν ο Άγιος Νικηφόρος (806 – 815), όστις ήτο γέννημα και θρέμμα της αυτής πόλεως, Θεοδώρου και Ευδοκίας των αρχόντων υιός, ήτο δε ο πατήρ του Θεόδωρος γραφεύς των βασιλικών προσταγμάτων και εμαρτύρησε δια τας αγίας Εικόνας επί της βασιλείας του Κοπρωνύμου Κωνσταντίνου. Αυτόν λοιπόν τον Πατριάρχην προσέταξεν ο βασιλεύς να βεβαιώση το θέλημά του. Επειδή όμως εκείνος δεν τον ήκουσεν, αλλά μάλιστα τον ωνόμαζεν αιρετικόν και εικονομάχον, τον εξώρισεν εις την νήσον Θάσον, εκεί δε τον εφυλάκισεν εις φυλακήν σκοτεινήν, έθεσε δε άλλον Πατριάρχην ομόγνωμόν του, τον Θεόδοτον Α΄ (815 – 821), τον και Κασσιτεράν επιλεγόμενον. Κατά τας ημέρας εκείνας ήσαν και οι μεγάλοι Άγιοι και Ομολογηταί Πατέρες Θεόδωρος ο Στουδίτης και Ιωσήφ ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης οι αυτάδελφοι, υιοί αμφότεροι του Φωτεινού και της Θεοκτίστης. Θεοφύλακτος ο Επίσκοπος Νικομηδείας, Μιχαήλ ο Επίσκοπος Συνάδων, Αιμιλιανός ο Κυζίκου, Ευθύμιος ο Σάρδεων, Θεοφάνης ο Ηγούμενος του Μεγάλου Αγρού, Στέφανος ο Ηγούμενος της Τριγλίας, Μακάριος ο Ηγούμενος της Πελεκητής, Ιωάννης ο Ηγούμενος των Καθαρών, και όμως άπαντας τούτους σκληρώς εβασάνισεν ο ασεβέστατος. Τους Αγίους τούτους εξώρισεν ο τύραννος εις διαφόρους τόπους. Τον Άγιον Θεόδωρον τον Στουδίτην εξώρισε τότε εις την λίμνην της Απολλωνιάδος, τον δε αδελφόν του Ιωσήφ ενέκλεισεν εις σκοτεινοτάτην φυλακήν, είτα δε και εις άλλας εξορίας και κακώσεις αμφοτέρους τους αδελφούς καθυπέβαλε. Τον θείον Θεοφύλακτον εξώρισεν εις την πόλιν Στρόβιλον, εις την οποίαν έμεινε τριάκοντα χρόνους πάσχων ποικιλοτρόπως. Τον Μιχαήλ εξώρισεν εις την Ευδοκιάδα πόλιν· τον Αιμιλιανόν ομοίως, τον Ευθύμιον ωσαύτως· τον Θεοφάνην απέκλεισεν εις τα βασίλεια του Ελευθερίου, εντός κελλίου σκοτεινοτάτου, εις το οποίον παρέμεινεν έγκλειστος δύο χρόνους· μετά ταύτα εξώρισεν αυτόν εις την νήσον Σαμοθράκην, εις την οποίαν και ανεπαύθη. Τον Στέφανον πρώτον μεν ώρισε να ραβδίσουν σφοδρώς, έπειτα να τον ερωτήσουν, εάν θελήση να πατήση την Εικόνα του Χριστού, εάν δε δεν θελήση να τον εξορίσουν· τον Μακάριον εφυλάκισεν εις βαθείαν φυλακήν, ομοίως και τον Ιωάννην· ώρισε δε πρώτον μεν να τον δείρουν εις το πρόσωπον με νεύρα ξηρά βοών, έπειτα να τον φυλακίσουν· τέλος τον εξώρισεν εις το φρούριον του Πενταδακτύλου. Και άλλους δε πολλούς Αγίους εβασάνισε, πλην δεν τους αναφέρω χάριν συντομίας. Τέλος εφονεύθη και ο Λέων αυτός εις τον Ναόν του Φόρου και εβασίλευσε Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820 – 829), όστις ήτο από το Αμόριον και αυτός εικονομάχος. Τούτον αποθανόντα διεδέχθη ο υιός του Θεόφιλος (829 – 842), μετά της συζύγου του Θεοδώρας. Ήτο δε και αυτός ομοίως εικονομάχος και μάλιστα θηριωδέστερος και χειρότερος από τους προκατόχους του βασιλείς, πλην παρ’ όλας τας κακίας του είχε και μίαν καλωσύνην, την δικαιοσύνην και έκρινε δικαίως τον κόσμον. Λέγεται μάλιστα περί τούτου, ότι κατά το διάστημα της βασιλείας του, άρχων τις, εκ των πρώτων του παλατίου, εξηνάγκασε χήραν τινά αρχόντισσαν να του παραδώση ένα πλοίον, το οποίον είχεν. Ως δε έμαθεν αυτό ο βασιλεύς, ήναψε μεγάλην πυράν εις το μέσον της αγοράς και τον κατέκαυσε. Αλλά και άλλου αδίκου άρχοντος κατέκαυσε το γένειον έμπροσθεν των ανθρώπων της πόλεως. Όμως έκαμε και αυτός μεγάλην σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν του Χριστού και οι Άγιοι επειράζοντο και εβασανίζοντο δια τας αγίας Εικόνας. Κατά την εποχήν εκείνην ήσαν οι Άγιοι Μεθόδιος ο Επίσκοπος τότε Κυζίκου, ο μετά τον θάνατον του Θεοφίλου τούτου πατριαρχεύσας της Κωνσταντινουπόλεως, Θεόδωρος και Θεοφάνης οι αυτάδελφοι, υιοί μεν του Σαββαϊτου Ιωνά, μαθηταί δε Μιχαήλ του Συγκέλλου των Ιεροσολύμων και άλλοι πολλοί ενάρετοι και Θεοφόροι Πατέρες, τους οποίους εβασάνισεν ο Θεόφιλος. Είχε δε ούτος οδηγόν, όστις τον καθωδήγει εις την μανίαν ταύτην και διδάσκαλόν του τινά, τον οποίον μετά τον θάνατον του ομόφρονος αυτού ψευδοπατριάρχου Αντωνίου Α΄ του Κασσιμάτη (821 – 836), ανεκήρυξε και Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννην Ζ΄ τον καλούμενον Γραμματικόν (836 – 842), τον και Ιαννήν και μάγον και υιόν λεκανομαντείας επονομαζόμενον, επειδή και περί τα τοιαύτα ήτο ειδικευμένος ο ανόσιος. Έλεγον δε τούτον Ιαννήν επειδή ούτως ωνομάζετο εις εκ των μάγων του Φαραώ, των αντιστρατευθέντων εις τον Μωυσέα και τον Ααρών (Β΄ Τιμ. γ: 8, Εξ. ζ: 11). Είχε δε ο Ιωάννης ούτος συντρόφους του τούς Αντώνιον, Θεόδοτον, Θεόδωρον και Λήζικα τους δαιμονιάρχας, οίτινες όλοι ομού παρεκίνουν το βασιλέα εις περισσοτέραν αίρεσιν με τας μαγείας και γοητείας και τας άλλας δαιμονικάς τέχνας των. Έλεγον δε οι ασεβέστατοι ούτοι· «Μηδέ τα λείψανα των Αγίων δεν είναι δίκαιον να προσκυνούν οι Χριστιανοί». Υπό τοιούτων λοιπόν οδηγών καθοδηγούμενος ο θεομισής Θεόφιλος ποικιλοτρόπως τους Αγίους της Πίστεως Ομολογητάς εβασάνισε. Τον Άγιον Μεθόδιον Επίσκοπον τότε Κυζίκου, ανακαλέσας εκ της εξορίας, εις την οποίαν τον είχεν εξορίσει ο πατήρ του, ηνάγκαζε βιαίως να αρνηθή τας αγίας Εικόνας. Τούτου δε εμμένοντος εις την ευσέβειαν διέταξε να τον δείρουν εις το στόμα και να θραύσουν τους οδόντας του. Είτα εξώρισεν αυτόν εις την νήσον του Αντιγόνου. Ως να μη ήρκει δε τούτο επρόσταξε να εγκλεισθή εις σκοτεινότατον τάφον ομού με δύο ληστάς. Τελευτήσαντος δε μετ’ ολίγον του ενός ληστού επρόσταξεν ο θηριόψυχος να μείνη εκεί μέσα εις τον τάφον και ο νεκρός και ο Άγιος προς μεγαλυτέραν βάσανον! Τους αυταδέλφους Θεόδωρον και Θεοφάνην διέταξε και τους εχάραξαν εις τα βλέφαρα και το πρόσωπον με ψηφία κοπτερά, γράψαντες επ’ αυτών δώδεκα στίχους, οι οποίοι έλεγον ούτω: «Πάντων ποθούντων προστρέχειν προς την πόλιν, όπου πάναγνοι του Θεού Λόγου πόδες, έστησαν εις σύστασιν της οικουμένης, ώφθησαν ούτοι τω σεβασμίω τόπω σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης. Εκείσε πολλά λοιπόν εξ απιστίας πράξαντες δεινά αισχρά δυσσεβοφρόνως, εκείθεν ηλάθησαν ως αποστάται. Προς την πόλιν δε του Κράτους πεφευγότες, ουκ εξαφήκαν τας αθέσμους μωρίας. Όθεν γραφέντες ως κακούργοι την θέαν, κατακρίνονται και διώκονται πάλιν». Έγραψε δε ταύτα ο ασεβής βασιλεύς, διότι οι Άγιοι ούτοι ήσαν από τα Ιεροσόλυμα. Σημαίνουν δε οι στίχοι ούτοι τα εξής· «Οι μεν άνθρωποι όλοι επιθυμούν να υπάγουν εις τα Ιεροσόλυμα, εκεί όπου εστάθησαν οι άγιοι πόδες του Χριστού, δια την σύστασιν και την σωτηρίαν του κόσμου. Ούτοι δε εφάνησαν εις εκείνον τον τόπον τον άγιον δοχεία πονηρά της κακής πλάνης. Εκεί λοιπόν πολλά πράξαντες από την απιστίαν των, εξεδιώχθησαν υπό των ανθρώπων του τόπου εκείνου, ελθόντες δε εδώ εις την πόλιν του βασιλέως, δεν αφήκαν τας παρανόμους μωρίας. Δια τούτο τους εγράψαμεν εις το πρόσωπον ως κακούς ανθρώπους· όθεν τους κατακρίνομεν και τους διώκομεν και πάλιν». Αυτούς τους στίχους έγραψεν· έπειτα τον μεν Θεόδωρον εφυλάκισεν εις την Κωνσταντινούπολιν, τον δε Θεοφάνην εξώρισεν εις την Θεσσαλονίκην. Αλλά και άλλας πολλάς παρανόμους πράξεις έκαμεν ο τρισάθλιος. Πλην αυτός τοιούτος μεν ήτο εις την αίρεσιν. Η δε γυνή τούτου η βασίλισσα Θεοδώρα, τους μεν Ορθοδόξους και προσκυνητάς των αγίων Εικόνων ετίμα κρυφίως δια τον φόβον του βασιλέως, τους δε αιρετικούς εικονομάχους εμίσει και αποστρέφετο. Ελυπείτο δε δια την απώλειαν του ανδρός της, πλην δεν ηδύνατο να κάμη τίποτε, γνωρίζουσα την ωμότητα και απανθρωπίαν του βασιλέως. Αλλά και αν ποτέ του ανέφερέ τι δι’ οιανδήποτε υπόθεσιν, αυτός την απεστρέφετο δεικνύων σχήμα ασυμπαθές προς αυτήν. Όθεν ηναγκάζετο να σιωπά πάντοτε και μόνον τον Θεόν παρεκάλει να φωτίση τον άνδρα της και να τον επαναφέρη από την πλάνην του. Είχε δε η αοίδιμος εκείνη βασιλίς και αγίας Εικόνας κρυφά ησφαλισμένας εις ένα κιβώτιον και τας προσεκύνει τακτικώς. Ημέραν δε τινά, ενώ η μακαρία Θεοδώρα επρόκειτο να προσκυνήση και να ασπασθή τας αγίας Εικόνας, ελησμόνησε να κλείση την θύραν του κελλίου της, όπως εσυνήθιζε, δια να μη την ίδη κανείς. Εις δε νάνος, ηλίθιος, τραυλός, κακόμορφος και πάσχων τον νουν, τον οποίον είχεν ο βασιλεύς δια να γελούν μετ’ αυτού, Δένδερις ονομαζόμενος, επήγεν παίζων και εισήλθε εις το κελλίον της βασιλίσσης κατά την ώραν εκείνην. Ως δε είδε την βασίλισσαν να ασπάζεται τας αγίας Εικόνας, έδραμεν εις τον βασιλέα Θεόφιλον και με λόγους και σχήματα έδιδεν εις τον Θεόφιλον να εννοήση ότι η βασίλισσα έχει εις το κελλίον της Εικόνας και τας προσκυνεί. Τότε ο Θεόφιλος επήγε εις την Θεοδώραν και της λέγει· «Δεν είσαι συ Χριστιανή»; Απεκρίθη η βασίλισσα· «Ναι, βασιλεύ, Χριστιανή είμαι». Λέγει προς αυτήν ο βασιλεύς· «Διατί λοιπόν προσκυνείς τα είδωλα»; Ηρώτησεν η βασίλισσα: «Ποίος το λέγει αυτό»; Απεκρίθη ο βασιλεύς: «Ο Δένδερις μου το είπε». Λέγει τότε η βασίλισσα: «Ω τον τρισκατάρατον· εγώ βασιλεύ εκύτταζα εις τον καθρέπτην και εκτενιζόμην. Ιδών δε αυτός το σώμα μου εις τον καθρέπτην ηρώτησε· «Μάννα, τι τα»; Εγώ δε του είπον· «Είναι το νινίον μου». Τούτο ακούσας ο βασιλεύς, την επίστευσε και πλέον δεν της είπε τίποτε. Μετά τον πέμπτον χρόνον της βασιλείας του Θεοφίλου επήγαν Αγαρηνοί με στράτευμα πολύ εις το Αμόριον, την πατρίδα του, και την ελεηλάτησαν και άλλους μεν εκ των Χριστιανών, οίτινες ήσαν πλήθος πολύ, εφόνευσαν, άλλους δε συνέλαβον αιχμαλώτους και τους επήγαν εις την Συρίαν. Τότε εμαρτύρησαν και οι Άγιοι Τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες, οι εορταζόμενοι κατά την στ΄ (6ην) του μηνός Μαρτίου. Ομοίως άλλοι Αγαρηνοί έπλευσαν με πλοία εις τας Κυκλάδας νήσους, εκινδύνευε δε μεγάλως και αυτή η Κωνσταντινούπολις, όχι μόνον από την εικονομαχίαν, αλλά και από πείναν και ψύχος και σεισμούς φοβερούς, οίτινες εγίνοντο κατά τον καιρόν εκείνον. Ο ταλαίπωρος όμως Θεόφιλος δεν συνήρχετο από τους φοβερισμούς του Θεού, αλλά έμενεν εις την αίρεσίν του και έκαμεν εις την βασιλείαν δώδεκα χρόνους. Μετά ταύτα ήλθεν εις αυτόν ασθένεια φρικτή εις την καρδίαν τόσον, ώστε ηνοίχθη το στόμα του και εφαίνοντο όλα τα εντόσθιά του. Βλέπουσα η βασίλισσα Θεοδώρα ότι τυραννείται ο Θεόφιλος, εκάθητο εις το προσκέφαλόν του και ελυπείτο. Εκεί απεκοιμήθη από την λύπην και είδεν εις τον ύπνον της την Κυρίαν Θεοτόκον, βαστάζουσαν τον Χριστόν ως Βρέφος εις τας αγκάλας της και ισταμένην επάνωθεν του Θεοφίλου με πολλούς Αγγέλους, τους οποίους προσέτασσε και τον έδερον δια τας αγίας Εικόνας και παρευθύς εξύπνησε. Τότε ήκουσε τον βασιλέα να φωνάζη μεγαλοφώνως· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άθλιον, αλλοίμονον! δια τας αγίας Εικόνας δέρομαι τόσον ασυμπάθητα ο ταλαίπωρος». Παραμιλών λοιπόν τοιουτοτρόπως είδεν υπηρέτην του τινά, Θεόκτιστον ονόματι, να φορή εγκόλπιον εις τον λαιμόν, το οποίον είχε ζωγραφισμένον τον Χριστόν. Ως λοιπόν είδε τούτον, έκαμε νεύμα προς αυτόν να υπάγη πλησίον του. Επλησίασε τότε εκείνος μετά πολλού φόβου, νομίζων, ότι θέλει τον φονεύσει· αυτός όμως ετράβηξε και εξέβαλεν από το λαιμόν εκείνου το εγκόλπιον και το ησπάσθη. Παρευθύς τότε, ω του θαύματος! έκλεισε το στόμα του. Η δε βασίλισσα Θεοδώρα, ως είδεν, ότι δέχεται τας αγίας Εικόνας, επήγεν εις το κελλίον της και του έφερε την αγίαν Εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, τας οποίας ασπασθείς ο βασιλεύς παρέδωκε το πνεύμα. Μετά τον θάνατον του Θεοφίλου εβασίλευσεν ο υιός του Μιχαήλ Γ΄ (842 – 867), τεσσάρων ετών παιδίον, μετά της μητρός του Θεοδώρας. Παρευθύς τότε η Θεοδώρα έστειλεν ορισμούς εις πάσαν χώραν και τόπον να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι και εξωρισμένοι δια τας αγίας Εικόνας, τους οποίους εβασάνισεν ο άνδρας της Θεόφιλος. Τότε εξεδίωξεν από τον Πατριαρχικόν θρόνον τον μάντιν Ιωάννην Ζ΄ και έφερε τον Άγιον Μεθόδιον, όστις ήτο τότε εγκεκλεισμένος εις τάφον, ως είπομεν ανωτέρω, και μόνον όσον εφαίνετο το πρόσωπόν του ανέπνεε. Τον καιρόν εκείνον ο Μέγας Ιωαννίκιος ο Ασκητής ήτο εις το όρος της Προύσης· επίσης και ο Άγιος Αρσάκιος ο αληθής δούλος του Θεού, οι οποίοι εξ αποκαλύψεως Θεού επήγαν εις τον πύργον της Νικομηδείας του Αγίου Διομήδους και εύρον τον Ασκητήν Ησαϊαν και του είπον· «Ορίζει ο Θεός να υπάγωμεν εις την Κωνσταντινούπολιν προς την βασίλισσαν και προς τον Πατριάρχην Μεθόδιον, να αναστηλώσωμεν την Ορθοδοξίαν των αγίων Εικόνων, ότι ούτω λέγει ο Θεός· έπαυσαν οι εχθροί του Θεού και των Εικόνων· έπαυσε και η εικονομαχία και από του νυν θέλει είσθαι ειρήνη και ευσέβεια». Ταύτα είπον οι Πατέρες και ανεχώρησαν εις Κωνσταντινούπολιν. Επήγαν λοιπόν οι Όσιοι ούτοι προς τον Πατριάρχην Μεθόδιον και του είπον την υπόθεσιν· ο δε Πατριάρχης, ως τους ήκουσε, τους επήρε μαζί του και επήγαν εις την βασίλισσαν Θεοδώραν, προς την οποίαν είπον· «Παρακαλούμεν σε, ω ευσεβεστάτη βασίλισσα, πρόσταξε να ανακαινισθούν αι Εκκλησίαι του Θεού, να απολαύσουν και πάλιν τον πρώτον στολισμόν και την ευτρέπειαν, την οποίαν είχον, δια να στερεωθή η Πίστις των Χριστιανών εις τας ημέρας σου, να έχης και συ και τα τέκνα σου μνημόσυνον αιώνιον». Απεκρίθη η βασίλισσα μετά πολλής ταπεινώσεως και λέγει προς αυτούς· «Δέχομαι τους λόγους σας, τίμιοι και Άγιοι Πατέρες· πλην ακούσατε και εμού· Σας πληροφορώ ότι και εγώ απ’ αρχής ήμουν Ορθόδοξος, προσκυνούσα εις το κρυπτόν τας αγίας Εικόνας, δια να με πιστεύσετε δε, ιδού και η απόδειξις». Ταύτα δε ειπούσα ανέσυρε παρευθύς από του στήθους της εγκόλπιον Εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, και την ησπάσθη λέγουσα· «Εις τις δεν προσκυνεί την Εικόνα του Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου, και πάντων των Αγίων, ας έχη το ανάθεμα». Τούτο ιδόντες οι Άγιοι Πατέρες εκείνοι εδόξασαν τον Θεόν δια την Πίστιν της βασιλίσσης· αύτη δε τους λέγει· «Μίαν χάριν ζητώ από την αγιωσύνην σας, Πατέρες τίμιοι». Ηρώτησεν ο Πατριάρχης· «Ποίον είναι το ζήτημά σου, βασίλισσα»; Απεκρίθη η Θεοδώρα· «Σας παρακαλώ, Πατέρες Άγιοι, ικετεύσατε τον Θεόν να σώση τον βασιλέα Θεόφιλον, τον άνδρα μου, όστις, ως γνωρίζετε, ήτο αιρετικός ο ταλαίπωρος, και νομίζω, ότι εξ άπαντος θα είναι κολασμένος». Εις την παράκλησιν ταύτην της βασιλίσσης ο Πατριάρχης απεκρίθη· «Έξω της δυνάμεώς μας είναι η επιθυμία σου, βασίλισσα· πλην η φιλανθρωπία του Θεού είναι μεγάλη και ίσως εισακούση της δεήσεώς μας να τον σώση· αλλ’ ας νηστεύσωμεν όλοι και ημείς και η βασιλεία σου, και όλον το προσωπικόν του παλατίου σου από μικρού έως μεγάλου. Δεηθήτε αφ’ ενός σεις οι του παλατίου μετά δακρύων εις τον Θεόν, ημείς δε αφ’ ετέρου Κλήρος και λαός ας κάμωμεν ολονυκτίους δεήσεις εν τω Ναώ του Θεού και ο φιλάνθρωπος Θεός, όστις δεν επιθυμεί να κολασθή ο άνθρωπος, ίσως κάμη έλεος εις τον άνδρα σου. Προ πάντων δε κάμε ελεημοσύνην ικανήν εις τους πτωχούς και τους ξένους, ελευθέρωσε και τους επιθυμούντας την ελευθερίαν δούλους σου, και ούτω δεήθητι εις τον Θεόν». Ταύτα ειπόντων επέστρεψεν έκαστος εις τα ίδια. Κατά δε την επομένην εκάλεσεν ο Πατριάρχης τον Κλήρον και τον λαόν όλον από μικρού έως μεγάλου, Επισκόπους, Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχούς, Ασκητάς, λαϊκούς, άνδρας, γυναίκας, νέους και γέροντας να προσέλθουν εις τον Ναόν. Ήσαν δε μεταξύ των προσελθόντων οι Άγιοι Θεοφάνης και Θεόδωρος οι Γραπτοί και αυτάδελφοι, Μιχαήλ ο Ηγούμενος και Σύγκελλος, και άλλοι Άγιοι πολύ ενάρετοι και θαυματουργοί Πατέρες, οι οποίοι συνήχθησαν μετά του Πατριάρχου εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, και εκεί προσηύχοντο καθ’ όλην την πρώτην εβδομάδα της αγίας Τεσσαρακοστής, την οποίαν διηνύσαμεν, δεόμενοι εις τον Θεόν με νηστείαν, αγρυπνίαν και δάκρυα δια τον βασιλέα Θεόφιλον. Αλλά και η βασίλισσα Θεοδώρα εδέετο ομοίως του Θεού με όλους τους ανθρώπους του παλατίου εις άλλον Ναόν της Θεοτόκου. Προς το εξημέρωμα του Σαββάτου η Θεοδώρα από την πολλήν λύπην της έπεσεν εις έκστασιν και τότε εφάνη εις αυτήν, ως να ευρέθη εις τον λεγόμενον φόρον πλησίον του υψηλού κίονος, τον οποίον έστησεν ο Μέγας Κωνσταντίνος. Εκεί είδε πολλούς μαύρους, οίτινες ήρχοντο προς την αγοράν κρατούντες εις τας χείρας των διάφορα βασανιστικά όργανα· άλλος σπάθην, άλλος μάχαιραν, άλλος ράβδον, άλλος τσιμπίδα, και άλλοι άλλα φοβερώτερα όργανα. Εν τω μέσω τούτων όλων είδε τον Θεόφιλον γυμνόν και συρόμενον χωρίς λύπην. Ευθύς δε τότε, γνωρίσασα αυτόν, έδραμεν όπισθέν του, να ίδη που θα τον υπάγωσιν. Είδε λοιπόν ότι οι μαύροι εκείνοι έφερον τον Θεόφιλον έως την πύλην, ήτις ωνομάζετο Χαλκή. Εκεί εκάθητο Βασιλεύς φοβερός εις θρόνον λαμπρόν, ενώπιον δε τούτου έστησαν τον Θεόφιλον δεδεμένον. Τότε η βασίλισσα Θεοδώρα δραμούσα προσέπεσεν εις τους πόδας του φοβερού εκείνου Βασιλέως και παρεκάλει αυτόν δια τον άνδρα της. Μετά πολλήν δε ώραν, ανοίξας ο Βασιλεύς το στόμα του, λέγει προς αυτήν· «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις. Γίνωσκε, ότι δια τα δάκρυά σου και την πίστιν σου και δια τας παρακλήσεις των Ιερέων μου δίδω συγχώρησιν εις τον άνδρα σου Θεόφιλον». Ταύτα δε ειπών, επρόσταξε τους δούλους να λύσουν τον Θεόφιλον και να τον παραδώσουν εις την βασίλισσαν. Τ΄τε εκείνη της εφάνη, ότι λαβούσα αυτόν επέστρεφε μετά χαράς μεγάλης. Το όραμα τούτο ιδούσα η βασίλισσα πάραυτα εξύπνησεν. Ο δε Πατριάρχης Μεθόδιος, όταν έφθασε το Σάββατον ωσάν χθες, έλαβε τεμάχιον χάρτου αγράφου και έγραψεν επ’ αυτού όλων των αιρετικών βασιλέων τα ονόματα· κάτωθι δε αυτών έβαλε τελευταίον και το όνομα του Θεοφίλου· έπειτα το εσφράγισεν έμπροσθεν των Αγίων Πατέρων και το έθεσε κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης. Κατά την δέησιν δε εκείνην είδε και αυτός καθ’ ύπνον Άγγελον Θεού, όστις του είπεν· «Ιδού ηκούσθη, Αρχιεπίσκοπε, η προς τον Θεόν δέησίς σου δια τον Θεόφιλον, δια τούτο μη πειράζης πλέον τον Θεόν». Θέλων δε να γνωρίση την αλήθειαν, εάν είναι αληθινόν το όραμά του, επήγεν εις την αγίαν Τράπεζαν και απεσφράγισε το χαρτίον. Και τότε, ω των θαυμασίων σου, Κύριε! των μεν άλλων αιρετικών τα ονόματα εύρε γραμμένα ως ήσαν, μόνον δε του βασιλέως Θεοφίλου το όνομα έλειπε. Το θαύμα τούτο ως ήκουσεν η βασίλισσα και όλος ο κόσμος, εχάρησαν δοξάζοντες τον Θεόν. Τότε ώρισε να συναχθούν όλοι εις την Μεγάλην του Θεού Εκκλησίαν με τους τιμίους Σταυρούς, τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα και τας αγίας Εικόνας, και να προσφέρουν δοξολογίαν και ευχαριστίαν προς τον Θεόν. Εξήλθε λοιπόν από τα βασίλεια η βασίλισσα Θεοδώρα, και ο μικρός βασιλεύς Μιχαήλ βαστάζοντες εις τας χείρας αγίας Εικόνας· το ίδιον έκαμε και όλος ο λαός και επήγαν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν. Μετά δε την θείαν Λειτουργίαν ετέλεσαν και λιτανείαν μεγάλην· και τότε τους μεν αιρετικούς εικονομάχους αναθεμάτισαν, τους δε Ορθοδόξους και ευσεβείς ετίμησαν. Έκτοτε επεκράτησεν, όπως η νίκη αύτη της Ορθοδοξίας εορτάζεται πάντοτε κατά την σήμερον. Δια τούτο και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας κρατούμεν βεβαίαν την Πίστιν μας. Ούτω ας πιστεύωμεν, ως είδον οι Προφήται, ως εδίδαξαν οι Απόστολοι, ως παρέλαβεν η Εκκλησία του Θεού, ως εδογμάτισαν οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, ως εκήρυξαν οι Ομολογηταί, ως έδωκεν ο Χριστός, και ως εφανερώθη η αλήθεια. Ούτω ας λαλούμεν, ούτω ας ομολογούμεν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ούτω ας τιμώμεν τους Αγίους και τας αγίας Εικόνας με την εμπρέπουσαν τάξιν, με λόγους και ύμνους εις τας Εκκλησίας και εις τους οίκους μας, ίνα τύχωμεν της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, πρεσβείαις της παναχράντου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, και αειπαρθένου Μαρίας, των φωτοειδών Αγγέλων, και πάντων των Αγίων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: