Διασώζοντες τήν Δημοκρατίαν ἀπό τήν Πανδημίαν

Τοῦ κ. Ἰωάννη Π.Α. Ἰωαννίδη, Καθηγητοῦ Ἐπιδημιολογίας καὶ Δημοσίας Ὑγείας καὶ τῆς κ. Michaela C. Schippers, Καθηγητρίας τοῦ Πανεπιστημίου Erasmus τοῦ Ρότερνταμ.*

Τρία χρόνια κρίσης χρησιμοποιήθηκαν, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴ συγκέντρωση ἐξουσίας καὶ τὴν καταστολὴ ἐλευθεριῶν, οἱ ὁποῖ­ες ἐπιβάλλεται νὰ ἀνακτηθοῦν.

Ἡ νόσος Covid-19 ἔχει ἀποτελέσει (ΣτΜ.: ἀπὸ μόνη της ἢ σὲ συνδυασμὸ μὲ πλῆθος ἀπὸ ἄλλα ἰατρικὰ ἢ ὄχι αἴτια) τὸν λόγο ποὺ ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἔχασαν τὴ ζωή τους, ἐνῷ σὲ δισεκατομμύρια ἀκόμη ἔχει ἀπειλήσει τὰ δημοκρατικά τους κεκτημένα. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2020, ὁ κόσμος ἔχει γίνει μάρτυρας μίας ἀξιοσημείωτης ἐπέκτασης τῆς λήψης ἀποφάσεων κυβερνήσεων στὸ χῶρο τῆς ὑγείας. Σὲ πολλὲς χῶρες ἐπιβλήθηκαν καραντίνες καὶ ἀπαγορεύσεις κυκλοφορίας, καὶ πολλὲς ἐλευθερίες ἀφαιρέθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν αἰτιολογία τῆς παρουσίας μίας μεγάλης ἀπειλῆς τῆς ὑγείας. Ἀρχὲς τῆς ὑγείας καὶ πολιτικοὶ ποὺ ἀναφέρονταν σὲ αὐτὲς ἢ τὶς ἐκμεταλλεύονταν, ἀπέκτησαν ἐξαιρετικὰ μεγάλη ἐξουσία νὰ ρυθμίζουν συνολικὰ τὴν κοινωνία, ἐπιβάλλοντας μεταξὺ ἄλλων ὑποχρεωτικὰ μέτρα μὲ νομοθετικὲς ρυθμίσεις.

Μία ἔκθεση ἀπὸ τὸ Σπίτι τῆς Δημοκρατίας (ΣτΜ: Freedom House – μὴ κερδοσκοπικὸς ὀργανισμὸς ποὺ διεξάγει ἔρευνα καὶ ὑπεράσπιση γιὰ τὴ δημοκρατία, τὴν πολιτικὴ ἐλευθερία καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα στὶς Η.Π.Α.) βρῆκε ὅτι ἡ δημοκρατία κατέληξε νὰ γίνει πιὸ ἀδύναμη σὲ 80 χῶρες κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Covid-19, καὶ ὅτι μέσα στὸ 2020 ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν (πραγματικὰ) ἐλεύθερων χωρῶν ἔφτασε στὸ χαμηλότερο ἐπίπεδο τῶν τελευταίων 15 ἐτῶν. Στὶς χῶρες ὅπου ἡ δημοκρατία δέχθηκε σοβαρὰ πλήγματα καὶ συν­επῶς ἔκαναν βήματα πίσω σὲ αὐτὸν τὸν τομέα, περιλαμβάνονται κάποιες ποὺ θὰ περίμενε κανείς, ὅπως ἡ Κίνα καὶ ἡ Λευκορωσία, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὑποτιθέμενα προπύργια τῆς δημοκρατίας, ὅπως οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἡ Γαλλία, ἡ Δανία καὶ ἡ Ὁλλανδία. Οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες συγκαταλέγησαν μεταξὺ τῶν 25 χωρῶν ποὺ ἔγιναν μάρτυρες τῶν πιὸ ἀπότομων καταπτώσεων τῆς ἐλευθερίας (ΣτΜ.: δηλ. στὶς ὁποῖες ἡ ἐλευθερία δέχθηκε τὰ μεγαλύτερα πλήγματα). Ἀκόμη καὶ ἐὰν ἡ πανδημία μπεῖ σὲ μία λιγότερο ἀπειλητικὴ ἐνδημικὴ φάση (ὅπως ἴσως εἶναι ἤδη ἡ κατάσταση σὲ ἀρκετὲς χῶρες), ἡ κληρονομιὰ τῶν ἀπολυταρχικῶν μέτρων καὶ περιορισμῶν ἐνδέχεται νὰ ἀφήσει πίσω μία πιὸ μόνιμη ἀπειλὴ γιὰ τὴ δημοκρατία.

Πολλὲς κυβερνήσεις ἀπάντησαν στὴ θανατηφόρα πανδημία μὲ ὑπονόμευση αὐτῶν τῶν ἴδιων ὀργάνων ποὺ τέθηκαν σὲ λειτουργία καὶ καθιερώθηκαν, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἀνάληψη εὐθυνῶν καὶ νὰ διαφυλάξουν τὴ δημόσια ὑγεία καὶ εὐημερία (ΣτΜ: καὶ ἀπὸ τὴν κυβέρνηση, ὅπως π.χ. τὸ GAOGovernment Accountability Office στὶς ΗΠΑ, μία ἐπιτροπὴ δεοντολογίας καὶ ἐπιτήρησης τοῦ νομοθετικοῦ σώματος τῆς ὁμοσπονδιακῆς κυβέρνησης τῶν ΗΠΑ – τοῦ Κογκρέσου).

Δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορηθεῖ μεμονωμένα κάποιο ἄτομο γιὰ αὐτὸ – ἦταν ἕνα πρόβλημα τοῦ συστήματος, καθὼς οἱ ἀποφάσεις ποὺ ἔπαιρνε μία κυβέρνηση ἢ κυβερνητικὴ ὑπηρεσία ἐπηρέαζαν ἄμεσα τὶς ἀποφάσεις ἄλλων. Ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἀπὸ τὴ μία ὁ περιορισμὸς βασικῶν ἐλευθεριῶν, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀποδοχὴ καὶ κανονικοποίηση τῆς ἐνοχοποίησης, τῆς δημιουργίας ἀποδιοπομπαίων τράγων καὶ τοῦ κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ πολιτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ τὰ δύο ἱστορικὰ ἔχουν ἀποτελέσει προανάκρουσμα κτηνωδιῶν καὶ φρικαλεοτήτων. Ἐνῷ μερικὲς ἀκραῖες ἐνέργειες δικαιολογήθηκαν ὡς ἀπόπειρες νὰ ἐπιτευχθοῦν κατὰ τὰ ἄλλα (Στμ: ὑποτίθεται) ἀξιέπαινοι στόχοι (ὅπως ἡ αὔξηση τῶν ποσοστῶν ἐμβολιασμοῦ), ἡ ἐπιχείρηση τῆς ἀπομόνωσης τεράστιου ἀριθμοῦ πολιτῶν μὲ ταυτόχρονο ἐξαναγκασμὸ διὰ τοῦ μαστιγίου τοῦ γενικοῦ πληθυσμοῦ σὲ ἐπιθετικὲς πολιτικὲς δημόσιας ὑγείας, πιθανότατα ὑπονόμευσαν αὐτοὺς τοὺς ἴδιους στόχους.

Ὁρισμένοι ἄνθρωποι, ὀργανισμοί, ἐπιχειρήσεις καὶ λομπίστες (ἐκπρόσωποι ὁμάδων συμφερόντων ποὺ πιέζουν, γιὰ νὰ ἐπηρεάσουν τοὺς νομοθετοῦντες κατὰ τὰ συμφέροντά τους), ἢ συνδυασμὸς αὐτῶν, εἶδαν τὴν κρίση ὡς μία εὐκαιρία νὰ ἐπιβάλλουν κάποια ἐκδοχὴ μίας ἐπιθυμητῆς ἰδεολογικῆς οὐτοπίας, ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα ὠφελοῦσε μόνο μία μειοψηφία ἔνθερμων ὑποστηρικτῶν, πεπεισμένων γιὰ τὴν δική τους «ἀλήθεια», «ἐπιστήμη» ἢ ὁποιοδήποτε ὄνομα χρησιμοποίησαν, γιὰ νὰ δώσουν κῦρος σὲ τυφλοὺς δογματισμούς. Ἐν τέλει, ὁ μισὸς ἐργαζόμενος πληθυσμὸς παγκοσμίως ὑπέφερε οἰκονομικὰ κάτω ἀπὸ καραντίνες ποὺ δημιούργησαν τεράστιες ἁλυσιδωτὲς ἀντιδράσεις.

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εὐημεροῦν, ὅταν μποροῦν νὰ παίρνουν τὶς δικές τους ἀποφάσεις μέσα στὰ ὅρια τοῦ νόμου, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴ διάρκεια μίας κρίσης. Ἀλλὰ ἐνῷ ἡ ἀπώλεια αὐτῶν τῶν βασικῶν ἐλευθεριῶν πανηγυρίστηκε ὡς μία νίκη γιὰ τὴ δημόσια ὑγεία, τὴν ἴδια στιγμὴ μᾶλλον ἔφερε χειρότερα ἀποτελέσματα στὴ δημόσια ὑγεία σὲ πολλὲς χῶρες. Πολλοὶ πολίτες στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες καὶ σὲ ἄλλες δημοκρατίες εἶδαν τὶς ἐπιχειρήσεις τους νὰ κατεβάζουν ρολά, τὶς περιουσίες μίας ζωῆς νὰ ἐξαφανίζονται καὶ δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν νὰ ἐπισκεφτοῦν ἀγαπημένα πρόσωπά τους, ποὺ ἀσθενοῦσαν σοβαρὰ καὶ πέθαιναν ἢ ἀκόμη νὰ παρακολουθήσουν τὶς τελετὲς ταφῆς τους. Οἱ νεότερες γενιὲς ἐνδεχομένως θίχτηκαν περισσότερο, καθὼς μαθητὲς (καὶ φοιτητὲς) εἶδαν τὰ σχολεῖα (καὶ τὶς σχολές) τους νὰ κλείνουν καὶ τὴν κοινωνική τους ζωή οὐσιαστικὰ νὰ ἀνακόπτεται μὲ συνέπειες ποὺ δὲν θὰ κατανοήσουμε πλήρως γιὰ πολλὰ χρόνια.

Ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς ἀνθρώπων, εἰδικὰ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ χτυπήθηκαν πιὸ ἄγρια ἀπὸ τὴν κρίση ἢ τῶν ὁποίων οἱ ὑποθέσεις καὶ τὰ συμφέροντα ἀφέθηκαν στὸ περιθώριο ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ὑγείας, μπορεῖ τελικὰ νὰ καταλήξουν στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ κυβερνήσεις καὶ οἱ ἡγέτες τους, τοὺς ἐξαπάτησαν. Ἡ ἀγανάκτηση μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ εἰρηνικά, δημοκρατικὰ μέσα (μὲ τὴν ψῆφο γιὰ παράδειγμα, ὅταν δοθεῖ εὐκαιρία), ἢ μὲ διαμαρτυρίες, ἐπεισόδια καὶ δυναμικὲς ἐξεγέρσεις. Ἤδη ἔχουμε δεῖ περιπτώσεις περισσότερο ἢ λιγότερο εἰρηνικῶν ἐκφράσεων τῆς ἀγανάκτησης τῶν πολιτῶν σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου. Τὰ ἀποτελέσματα τέτοιων κοινωνικῶν ἐκρήξεων εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους χαοτικὰ καὶ μὴ προβλέψιμα.

Ὁ χειρότερος τρόπος νὰ ἀντιμετωπιστοῦν τέτοια περιστατικὰ εἶναι ἡ ἐπιμονὴ στὴν προσπάθεια ἀντικατάστασης ἀδιάσειστου κύρους ἀξιῶν, ὅπως ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἰσότητα, μὲ στόχους, ὅπως ἡ ἀσφάλεια καὶ ἡ ὑγεία ὑπὸ τὸν μανδύα τῆς «ἐπιστήμης» καὶ τοῦ κοινοῦ καλοῦ. Κανένας λογικὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἀμφέβαλε γιὰ τὸ ἐὰν τέτοιοι στόχοι γενικὰ ἀξίζουν τὶς προσπάθειές μας. Ἀλλὰ ὅταν αὐτοὶ συγκρούονται (ἢ παρουσιάζονται ὡς νὰ συγκρούονται) μὲ διαχρονικὲς ἀξίες, οἱ δημοκρατικὲς κοινωνίες πρέπει νὰ λάβουν ἀποφάσεις βάσει προτεραιοτήτων. Ἅπαξ καὶ ἡ ἀτομικὴ ἐλευθερία ὑποβιβάζεται ὡς προτεραιότητα, εἶναι δύσκολο νὰ ἀνακτηθεῖ κάποτε ξανὰ πίσω.

Προσπαθώντας νὰ βροῦμε τὸ δρόμο σὲ τέτοιες δύσκολες περιστάσεις καὶ νὰ τὶς περάσουμε μὲ ὅσο γίνεται λιγότερες ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις, ὀφείλουμε νὰ ἀναρωτηθοῦμε: Τί εἴδους κοινωνία θέλουμε νὰ ἔχουμε, καὶ τί εἴδους κληρονομιὰ θέλουμε νὰ ἀφήσουμε πίσω στοὺς ἀπογόνους μας ποὺ ἀκολουθοῦν; Γιὰ νὰ μένουν ὑγιεῖς καὶ νὰ εὐημεροῦν, οἱ ἀνθρώπινες ὑπάρξεις χρειάζονται θετικὴ ἐνίσχυση καὶ ἐνθάρρυνση, ἀφοσίωση, στενὲς σχέσεις, νόημα στὴ ζωή, καὶ μία αἴσθηση ὁλοκλήρωσης.

Ἀκόμη καὶ ἐὰν διοικοῦνται ἀπὸ (ὑποτίθεται) καλοπροαίρετους «εἰδικοὺς» ἢ ὀργανισμοὺς μὲ εὐγενεῖς σκοπούς, οἱ κοινωνίες μὲ δομὴ ἀπὸ-πάνω-πρὸς-τὰ-κάτω (top-down), στὶς ὁποῖες ἡ ἐξουσία λήψης ἀποφάσεων εἶναι συγκεντρωμένη στὰ χέρια μίας μικρῆς ὁμάδας ἀνθρώπων δυσχεραίνουν μᾶλλον τὶς προσπάθειες τῶν ἀνθρώπων, παρὰ τὶς διευκολύνουν, νὰ ζήσουν τέτοιες ζωές. Αὐτὸ γίνεται ἀκόμη πιὸ δύσκολο, ὅταν μικρὲς ὁμάδες ἀνθρώπων ἡγοῦνται στὴ συγκέντρωση τοῦ πλούτου καὶ τῆς πληροφορίας.

Πολλοὶ δισεκατομμυριοῦχοι εἶδαν μὲ εὐχαρίστηση νὰ διογκώνεται ὄχι μόνο ὁ πλοῦτος τους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιρροή τους στὴ δημόσια λήψη ἀποφάσεων κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πανδημίας. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ἀναντίρρητα εὐφυέστατες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, εὐεργέτες μὲ κίνητρα – καθὼς φαίνεται – εὐγενῆ, καὶ γενναιόδωροι στὶς φιλανθρωπικοῦ σκοποῦ δωρεές τους. Ὅμως ἕνα μεγάλο μέρος τῆς αὐξανόμενης δυσπιστίας τῆς κοινωνίας στὶς ἀρχὲς ἔχει προέλθει ἀπὸ τὴν αἴσθηση ὅτι οἱ ἐκλεγμένοι ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ καὶ οἱ ἀρχὲς τῆς ὑγείας ἔχουν καταντήσει νὰ ἐξαρτῶνται ὑπερβολικὰ ἀπὸ λόμπι καὶ νὰ εἶναι ὑπερβολικὰ ἐπιρρεπεῖς στὴν ἄσκηση παρασκηνιακῆς πίεσης ἀπὸ μεγιστάνες τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς οἰκονομίας.

Ἡ ἀνησυχία γιὰ τὴ χειραγώγηση τῆς ἐξουσίας καὶ τὴν ἄσκηση ἐπιρροῶν σὲ αὐτὴ ἔχει ἐπίσης ἐνταθεῖ ἀπὸ τὴν στάση ποὺ κράτησαν τὰ μέσα ἐνημέρωσης καὶ τὰ κοινωνικὰ μέσα. Εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας στὶς ἐλεύθερες, δημοκρατικὲς κοινωνίες τὰ μέσα ἐνημέρωσης νὰ μὴ γίνονται ποτὲ τὸ ὄχημα ἑνὸς μοναδικοῦ, ἐγκεκριμένου ἀπὸ τὸ κράτος, ἐπίσημου ἀφηγήματος εἰς βάρος τοῦ δημοσίου διαλόγου καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ κοινωνικὰ μέσα: ἡ ἀφαίρεση περιεχομένου ποὺ θεωρεῖται “fake” (ψεύτικο) ἢ λανθασμένο μὲ στόχο τὸν περιορισμὸ τῆς ἱκανότητας τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων νὰ κρίνουν ἀπὸ μόνοι τους τὴν κάθε πληροφορία, ἁπλὰ πυροδοτεῖ τὴν πόλωση καὶ τὴ δυσπιστία στὸν δημόσιο τομέα.

Αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ στὸ χῶρο τοῦ ἐπιστημονικοῦ διαλόγου. Ὁποιοσδήποτε θεωρεῖ ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ καθαρίσει τὴν «ἐπιστήμη» ἀπὸ λάθη μέσα ἀπὸ λογοκρισία ἀσκούμενη μὲ ὠμὴ βία δὲν ἔχει ἀπολύτως καμία κατανόηση τοῦ τρόπου ποὺ δουλεύει ἡ ἐπιστήμη ἢ ποὺ πρῶτα πρῶτα συλλέγονται σωστὰ καὶ ἀμερόληπτα στοιχεῖα. Ἡ ἰδέα διαιτητῶν ποὺ ἐπιλέγουν τί εἶναι ὀρθὸ καὶ ἀπορρίπτουν ὅ,τι θεωροῦν λανθασμένο εἶναι ἡ πλέον ἄσχετη καὶ ξένη ἔννοια μὲ τὴν ἐπιστήμη.

Χωρὶς τὴ δυνατότητα νὰ γίνονται λάθη ἢ νὰ γίνονται (ἢ νὰ βελτιώνονται) ἀνακριβεῖς ὑποθέσεις, δὲν ὑπάρχει ἐπιστήμη. Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι οἱ ἐπιστήμονες κατανοοῦν (ἢ τουλάχιστον θὰ ἔπρεπε νὰ κατανοοῦν) καὶ ἀποδέχονται (ἢ τουλάχιστον θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδέχονται) τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι πλέουμε σὲ μία θάλασσα πρα­γμάτων ποὺ δὲν βγάζουν νόημα· οἱ καιροσκόποι «σημαίνοντες» ποὺ ἀσκοῦν ἐπιρροὴ καὶ οἱ «εἰδικοί», οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμία ἀντίληψη περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς μεθόδου, εἶναι αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὴ δυνατότητα «καθαρῆς», «ἀμόλυντης» καὶ χωρὶς ἀντιπαραθέσεις ἐπιστημονικῆς «ἀλήθειας».

Ἡ εὐρύτερη κοινότητα θὰ ἐπωφελοῦνταν περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἐπιστημονικὸ σκεπτικισμὸ (ποὺ δὲν θὰ εἶχε ὡς προϋπόθεση συμμετοχῆς τὴν κατοχὴ διδακτορικοῦ διπλώματος) ἀπὸ ὅτι ἀπὸ μία ἀπομάκρυνση τῆς (θεωρούμενης) «πλάνης» καὶ «προκατειλημμένης θέσης» (bias) ἀπὸ δῆθεν ἐξαγνιστὲς τῆς πληροφορίας. Ἡ ἐκπαίδευση τῶν ἐλεύθερων πολιτῶν σχετικὰ μὲ τὸν κίνδυνο πολυποίκιλων πλανῶν καὶ προκαταλήψεων (biases) καὶ τοὺς τρόπους ποὺ μποροῦν νὰ τὶς παρεμποδίζουν, ἀνιχνεύουν καὶ ἀποφεύγουν εἶναι δουλειὰ τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων, ὅπως τῶν σχολείων καὶ τῶν πανεπιστημίων, καὶ ὄχι κάποιων ἑταιρειῶν τεχνολογίας, δισεκατομμυριούχων, ὁμοσπονδιακῶν γραφειοκρατῶν ἢ online συμμοριῶν.

Ἡ εὐαισθητοποίηση σχετικὰ μὲ τὴν πλάνη καὶ προκατάληψη δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ θεωρίες συνωμοσίας, καὶ ἴσως τελικὰ εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος νὰ ἐξαλειφθεῖ ὁ ἀνησυχητικὸς ἀριθμὸς τῶν ὀπαδῶν θεωριῶν συνωμοσίας. Ἡ προθυμία νὰ ἀναγνωρίσουμε τί δὲν γνωρίζουμε δημιουργεῖ χῶρο γιὰ σεβασμὸ καὶ ἀξιοπρέπεια. Ἀντιθέτως, αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ ψευδοεπιστημονικὸς δογματισμὸς εἶναι μόνο νὰ προάγει τὸν ἐκφοβισμὸ (bullying), τὴ βία καὶ τὴν καταπίεση. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἴδιο ἀληθὲς καὶ ἰσχῦον κατὰ τὴ διάρκεια ἐποχῶν κρίσης καὶ ἔκτακτης ἀνάγκης, ὅσο εἶναι καὶ σὲ περιόδους εἰρήνης καὶ εὐημερίας.

Πολλὲς κυβερνήσεις ἔχουν δείξει τὰ τρία τελευταῖα χρόνια ὅτι μποροῦν μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες νὰ ἐπιβάλλουν ἀποφάσεις σὲ ἐλεύθερους ἀνθρώπους χωρὶς τὴ συγκατάθεσή τους, καὶ ἐπίσης μποροῦν νὰ κουκουλώνουν ἢ ἐξωραΐζουν ἐνέργειές τους, ὅταν ἀποτυγχάνουν. Σὲ μία δημοκρατία ποὺ ξέρει καλὰ τὰ ὅριά της χρειάζεται μία δύναμη ἐξισορρόπησης ποὺ προάγει μᾶλλον τὸν ἐμπεριστατωμένο διάλογο καὶ τὴν υἱοθέτηση προσεκτικῶν καὶ μετριοπαθῶν πολιτικῶν, καὶ ὄχι τὶς ἀντιφατικὲς ἀτζέντες ποὺ θεμελιώνονται σὲ διακηρύξεις χειραγωγούμενων ὄχλων. Ἡ ἔλλειψη ἀνεκτικότητας καὶ ὁ ἐξευτελισμὸς μπορεῖ νὰ φαίνονται ὡς χρήσιμα μέσα, ἀλλὰ ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ ταπεινότητα μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν στὴν πράξη πολλὰ περισσότερα.

Καθὼς ἡ πανδημία φθίνει καὶ χάνεται, τὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται θὰ βοηθήσουν νὰ διαπιστώσουμε ἐὰν ἐμεῖς, ὡς δημοκράτες πολίτες καὶ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, εἴμαστε ἀκόμη ἱκανοὶ νὰ λαμβάνουμε τὶς δικές μας ἀποφάσεις, νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν εὐτυχία καὶ νὰ ἀποφεύγουμε τὸ κακό, χωρὶς νὰ πέφτουμε θύματα σὲ ἀπολυταρχικοὺς πειρασμοὺς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑποσκάψει τὰ θεμέλια τῆς δημοκρατίας πλήττοντάς την σοβαρὰ ἢ καὶ καταρρίπτοντάς την ἐντελῶς στὸ παρελθόν.

* Τοῦ κ. Ἰωάννη Π.Α. Ἰωαννίδη, Καθηγητοῦ Ἰατρικῆς καὶ Καθηγητοῦ Ἐπιδημιολογίας καὶ Δημοσίας Ὑγείας, καθὼς καὶ Ἐπιτίμου Καθηγητοῦ τῆς Ἐπιστήμης καὶ Στατιστικῆς τῶν Βιομετρικῶν Δεδομένων εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τοῦ Στάνφορντ (Stanford), καὶ τῆς κ. Michaela C. Schippers, Καθηγητρίας τῆς Διαχειρίσεως τῆς Συμπεριφορᾶς καὶ τῆς Ἀποδόσεως εἰς τὴν Σχολὴν Διοικήσεως τοῦ Πανεπιστημίου Erasmus τοῦ Ρότερνταμ, καὶ Προϊσταμένης τοῦ Κέντρου Μελέτης καὶ Ἐπιτυχίας Ἐπαγγελματικοῦ Προσανατολισμοῦ.

«Ο.Τ.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: