Του εν Αγίοις πατρός ημών ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ του Μεγάλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας ο κατά πλάτος Βίος.

Πολλοί άνθρωποι όταν ίδουν τινά, ότι έχει βίον και πλούτον πολύν, επαινούν και μακαρίζουν αυτόν και λέγουν, ότι είναι ευτυχέστερος πάντων των ανθρώπων. Εγώ δε ουχί επαινετόν ονομάζω εκείνον τον άνθρωπον, ουδέ θαυμάζω τον πλούτον τον οποίον έχει τον πολύν, αλλά μάλιστα ως δυστυχή και ταλαίπωρον νομίζω αυτόν, όταν δεν έχη και καμμίαν από τας γενικωτάτας και καθολικάς αρετάς, τουτέστι Σωφροσύνην ή Ανδρείαν ή Δικαιοσύνην ή Φρόνησιν. Διότι, εάν έχη τις πλούτον πολύν, έπειτα είναι όλως διόλου δεδομένος εις τα πάθη και σκορπίζει τον πλούτον εκείνον εις ατόπους επιθυμίας, εις γυναίκας πόρνας, εις νέους ασελγείς και εις άλλας ορέξεις ψυχοβλαβείς, πως να επαινέση τις ως φρόνιμον τον τοιούτον άνθρωπον και να μη τον νομίση αθλιώτατον πάντων των ανθρώπων;

Ή πάλιν, εάν είναι τις πλούσιος και φοβείται πάντα άνθρωπον και λυπείται να εξοδεύση τον βίον του ή, έχων πλούτον, αρπάζει και πλεονεκτεί, ο τοιούτος είναι μωρός και απαίδευτος και δεν γνωρίζει πως να κυβερνήση τον τοσούτον πλούτον εις έργα θεάρεστα. Πως λοιπόν είναι δίκαιον να τον είπης εκείνον τον άνθρωπον επαινετόν και θαυμάσιον και να μη τον κατηγορήσης πλέον παρά τον πένητα; Διότι ο πένης, εάν και φοβήται πάντα, εάν και πλεονεκτή, εάν και ποιήση κανέν άπρεπον έργον, κακή μεν είναι η πρόφασίς του, διότι προφασίζεται προφάσεις εν αμαρτίαις, πλην έχει ολιγωτέραν κατηγορίαν. Όταν όμως είναι τις πλουτισμένος και έχει παντοίαν ανάπαυσιν, χρήματα, κτήματα, δούλους, οικίας, αμπέλους, αγρούς. Ποίαν απολογίαν θέλει έχει ο τοιούτος να είπη προς τον Θεόν, εάν αδική και πλεονεκτή και αρπάζη τα ξένα και αλλότρια; Δια τούτο πρέπει τους πλουσίους, οίτινες είναι δεδομένοι εις τας ατόπους επιθυμίας και πλεονεξίας, να μη τους επαινή τις, ουδέ να τους ονομάζη ευτυχισμένους, αλλά να τους θεωρή ως ελεεινοτέρους και αθλιωτέρους πάντων των πτωχών. Διότι, όταν βλέπης πλούσιον, ότι αγωνίζεται ημέρας και νυκτός εις το πως να αυξήση τα χρήματά του και φιλαργυρεί να αγοράση τα προς την χρείαν τού σώματος επιτήδεια, στερείται δε τροφής και ενδυμάτων, τα οποία οι πένητες τα έχουσι περισσά· όταν περιπατή συλλογιζόμενος και αριθμών με τον λογισμόν του τους τόκους και τα κέρδη των χρημάτων του· όταν από την έννοιαν και τον φόβον του πλούτου αγρυπνή, πως να καλέσης τον τοιούτον πλούσιον ευτυχή και μακαριστόν; Όταν δε πάλιν εκ του εναντίου βλέπης αυτόν κακόν εξοδιαστήν των χρημάτων, τα οποία μετά κόπου εσύναξαν οι γονείς του· όταν εις ασελγείς έρωτας και εις φαγοπότια και συμπόσια ρίπτη τους κόπους των γονέων του, όταν είναι ως την θάλασσαν αχόρταστος και πάσχη να κερδίση τα κτήματα των γειτόνων του, πως να επαινέση τις τον τοιούτον; Δια τούτο πρέπει να μη βλέπωμεν μόνον τον πολύν πλούτον και να επαινώμεν τον άνθρωπον, όστις τον έχει, αλλά να στοχαζώμεθα εάν μιμήται και τους παλαιούς πλουσίους Αγίους. Διότι πλούσιος ήτο και ο Αβραάμ, αλλά ήτο φιλόξενος· πλούσιος ήτο ο Ιώβ, αλλά, ως λέγει ο Σολομών εις το κεφ. λα΄ της βίβλου αυτού «Η θύρα αυτού παντί ερχομένω πτωχώ ανέωκτο». Πλούσιος ήτο και ο Τωβίτ, αλλά ως λέγει η βίβλος αυτού εις το πρώτον κεφάλαιον, «ελεημοσύνας εποίει. Τους άρτους αυτού εδίδου τοις πεινώσι και τα ιμάτια τοις γυμνοίς». Και όμως τούτους δεν τους ημπόδιζεν ο πλούτος να σωθώσι, μάλλον δε και ως όργανον καλόν τον εχρειάσθησαν. Και μη λέγωμεν, ότι ο μεν πλούτος είναι κακός, η δε πενία είναι καλή, διότι και ο πλούτος και η πτωχεία είναι ως όργανα τινά εις την υπηρεσίαν των ανθρώπων, τα οποία, εάν με τα χρησιμοποιήση τις εις καλόν, λέγονται και εκείνα καλά, ει δε τα μεταχειρισθή εις κακόν, λέγονται και εκείνα κακά. Όπως επί παραδείγματι η μάχαιρα, ήτις είναι όργανον της υπηρεσίας του ανθρώπου, εάν μεν την έχη τις δια την χρείαν του να κόπτη άρτον ή να ποιή άλλην τινά σωματικήν υπηρεσίαν, τότε η μάχαιρα εκείνη λέγεται καλή· εάν δε την έχη δια να σγάττη ανθρώπους, λέγεται κακή· ουχί ότι η μάχαιρα κατά την φύσιν της είναι καλή ή κακή, επειδή είναι άψυχον πράγμα και προαίρεσιν δεν έχει, αλλά δι’ ον τρόπον την μεταχειρισθή ο άνθρωπος ο λογικός και αυτοπροαίρετος, ούτως υπηρετεί και εκείνη. Ούτως είναι ο πλούτος και η πενία, όργανα τα έδωκεν ο Θεός εις τους ανθρώπους, να τα μεταχειρίζωνται εις καλόν. Εις άλλον μεν δίδει πλούτον δια να γίνη ελεήμων και να μη έχη πρόφασιν να λέγη ότι δεν δύναται να κάμη ελεημοσύνην· εις άλλον δίδει πενίαν, δια να ταπεινώνεται, επειδή δεν τον συμφέρει ο πλούτος. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος τον μεν πλούτον τον χρησιμοποιή εις ατόπους επιθυμίας, την δε πενίαν εις κλοπάς και εις άλλας αμαρτίας, τότε ουχί ο Θεός, όστις τα έδωκε, λέγεται αίτιος του κακού, ουδέ βέβαια και ο τεχνίτης όστις έκαμε την μάχαιραν, αλλά ο άνθρωπος, ο οποίος τα εχρησιμοποίησεν εις το κακόν, εκείνος έχει και την κατηγορίαν. Ότι δε ο πλούτος εις την εξουσίαν του Θεού είναι, το λέγει και ο Προφήτης Αγγαίος εις το δεύτερον κεφάλαιον «Εμόν το αργύριον και εμόν το χρυσίον, λέγει Κύριος παντοκράτωρ». Ότι δε από Θεού γίνονται αι δυστυχίαι εις τους ανθρώπους, τουτέστι τα θανατικά και η πενία, το λέγει ο Προφήτης Ησαϊας εις το τεσσαρακοστόν πέμπτον κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού: «Εγώ ο κατασκευάσας φως και ποιήσας σκότος, ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά». Ταύτα λοιπόν τα οποία είπον, την ευημερίαν δηλονότι και την δυστυχίαν, τον πλούτον και την πενίαν, τα έδωκεν ο Θεός εις τους ανθρώπους δια να τα μεταχειρίζωνται εις αγαθόν· ει δε και τα χρησιμοποιήσουν εις το κακόν, ως αυτεξούσιοι όντες, τότε είναι και μόνοι αίτιοι της εαυτών κολάσεως. Δια τούτο ουχί τον πλούτον ή την πενίαν λέγομεν επαινετά ή αξιοκατάκριτα αυτά καθ’ αυτά, αλλά τον άνθρωπον, όστις τα χειρίζεται, επειδή έχει λογισμόν και νουν και προαίρεσιν να τα χειρισθή εις το καλόν. Εκείνος λοιπόν οπού έχει πλούτον και είναι φιλόξενος και σώφρων και δίκαιος και φρόνιμος και ανδρείος, εκείνον πρέπει να ονομάζωμεν επαινετόν και μακαριστόν, και κατά αλήθειαν πλούσιον, επειδή και εις τας ψυχικάς αρετάς και εις τα σωματικά χαρίσματα είναι πλούσιος. Όποιος δε εις μεν τον φθαρτόν και πρόσκαιρον βίον φαίνεται πλούσιος, εις δε τας αρετάς της ψυχής είναι πτωχός και εστερημένος, ο τοιούτος είναι άξιος μεγίστης κατηγορίας και ουδέ πλούσιος είναι δίκαιον να λέγεται ο τοιούτος, αλλά πένης και των πενήτων αθλιώτερος. Δια τούτο και ο σοφός Σολομών, επαινών περισσότερον τον φρόνιμον πτωχόν, εάν είναι και νέος, παρά τον μωρόν πλούσιον γέροντα, λέγει εις το τέταρτον κεφάλαιον του Εκκλησιαστού· «Αγαθός παις πένης και σοφός, υπέρ βασιλέα πρεσβύτερον και άφρονα», και πάλιν αποδεικνύων, ότι η κατά Θεόν πενία είναι τιμιωτέρα του αδίκου πλούτου, λέγει εις το δέκατον πέμπτον κεφάλαιον των Παροιμιών· «Κρείσσον μικρά μερίς μετά φόβου Κυρίου ή θησαυροί μεγάλοι μετά αφοβίας». Δια τούτο και ημείς, εάν θέλωμεν να ονομασθώμεν επαινετοί και μακάριοι, να κληρονομήσωμεν την Βασιλείαν των ουρανών, μάλλον την κατά Θεόν πτωχείαν ας αγαπώμεν· διότι λέγει ο Χριστός· «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η Βασιλεία των ουρανών», και μη μας φαίνεται βαρύ πλήγμα η πενία, διότι περισσότεροι εσώθησαν δι’ αυτής, παρά με τον πλούτον, καθώς το μαρτυρούσιν αι θείαι Γραφαί. Τότε δε δύναται ο άνθρωπος να σωθή και με τον πλούτον, όταν ποιήση κατά την εντολήν του Χριστού, όστις ορίζει εις το δωδέκατον κεφάλαιον του κατά Λουκάν Αγίου Ευαγγελίου· «Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών, και δότε ελεημοσύνην· ποιήσατε εαυτοίς βαλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς».Τότε δε ποιεί ο άνθρωπος θησαυρόν ανεξάλειπτον εν τοις ουρανοίς, όταν καταφρονήση μεν των φθαρτών πραγμάτων, αγαπήση δε τα μέλλοντα και αιώνια, την δε ευγένειαν του κόσμου τούτου απορρίψη, αγαπήση δε την κατά Θεόν πτωχείαν και ταπείνωσιν. Τούτο δε και άλλοι μεν πολλοί των Αγίων εποίησαν, εξόχως δε ο σήμερον παρ’ ημών επαινούμενος Μέγας Αθανάσιος· διότι και ούτος, αν και ήτο εκ γένους εντίμου και ενδόξου και είχε γονείς πλουσίους και περιφήμους, αλλά, κατά την εντολήν του Χριστού, πάντων καταφρονήσας, πάντα τα υπάρχοντα διανείμας εις τους πτωχούς και πολλούς διωγμούς και εξορίας υπομείνας υπέρ της αγάπης του Χριστού, εκέρδισε την Βασιλείαν των ουρανών. Τούτου λοιπόν του μακαρίου Πατρός το γένος, την ανατροφήν, τας πράξεις και την τελευτήν βούλομαι να διηγηθώ σήμερον προς την αγάπην υμών, ευλογημένοι Χριστιανοί, και μη νομίσητε ότι θέλω είπει αφ’ εαυτού μου τίποτε, αλλά όσα έγραψαν περί αυτού ο τε Θεολόγος Γρηγόριος και ο Μεταφραστής Συμεών, μάλλον δε και προ αυτού ο Άγιος Θεοδώρητος, Επίσκοπος Κύρου, και Σωκράτης ο Σχολαστικός, και άλλοι πολλοί χρονογράφοι. Τοσαύτα θέλω να διηγηθώ και εγώ εις απλήν και ιδιωτικήν φράσιν. Υμείς δε ακούσατε ταύτα προθύμως και μη αμελήτε, ίνα λάβητε την πρέπουσαν αντιμισθίαν παρά του δοξάσαντος αυτόν Κυρίου Ιησού Χριστού. Ούτος λοιπόν ο εν Αγίοις Πατήρ ημών και Μέγας Αθανάσιος πατρίδα μεν είχε την εις Αίγυπτον ονομαστοτάτην πόλιν Αλεξάνδρειαν, γεννήτορας δε Ορθοδόξους και ευσεβείς Χριστιανούς, πλούτω και ευγενεία τους άλλους υπερβαίνοντας. Ευθύς εκ πρώτης ηλικίας εδείκνυεν ο Άγιος οποίος ήθελε κατασταθή εις το ύστερον· διότι παιδίον ων, δεν έπαιζεν ατάκτως ως οι άλλοι παίδες, ουδέ εις άπρεπα παιγνίδια ησχολείτο, αλλά καθήμενος ένδον του οίκου του μετά πολλής συνέσεως ηκροάτο τας νουθεσίας των γονέων αυτού. Μίαν των ημερών μετέβη και αυτός με τα άλλα παιδία των Χριστιανών τα συνομήλικα εις την παραθαλασσίαν, επειδή το τείχος της Αλεξανδρείας προσήγγιζεν εις την θάλασσαν και ήρχισαν μεν οι παίδες, ως εφαίνοντο, να παίζουν, πλην το παιγνίδιον ήτο όλως διόλου προφητεία των μελλόντων· διότι οι παίδες εκείνοι, μιμησάμενοι την τάξιν της Εκκλησίας, άλλοι μεν έγιναν Αναγνώσται, άλλοι Διάκονοι και άλλοι Επίσκοποι· τον δε Άγιον εχειροτόνησαν Πατριάρχην· έπειτα έφερον έμπροσθεν του Αθανασίου όσα παιδία ήσαν ακόμη αβάπτιστα και τα εβάπτιζεν εν τω ύδατι της θαλάσσης. Τούτων ούτω γινομένων, ο τότε Πατριάρχης της Αλεξανδρείας Αλέξανδρος ίστατο εις το ανώγειον του Πατριαρχείου και βλέπων προς την θάλασσαν, ως είδε τους παίδας ότι έπαιζον τοιουτοτρόπως, αποστείλας υπηρέτας έφερεν αυτούς ενώπιον αυτού. Και τα μεν παιδία, όσα εβάπτισεν ο Άγιος εις την θάλασσαν, τελειώσας αυτά εις το θείον Βάπτισμα και σφραγισάμενος αυτά δια του Αγίου Μύρου, αφήκε. Προσκαλεσάμενος δε τους γονείς του παιδίου και προειπών εις αυτούς ότι μέλλει να γίνη μέγας και θαυμαστός, παρήγγειλε να τον βάλουν εις διδασκαλείον, να μάθη τα ιερά γράμματα και όταν γίνη δέκα οκτώ ετών να τον οδηγήσουν έμπροσθέν του. Ότε δε επληρώθησαν τα δεκαοκτώ έτη, τον επήγαν και εκείνος, προϊδών την αρετήν του Αγίου, μετά πάσης χαράς δεξάμενος αυτόν, εχειροτόνησεν Αναγνώστην, είτα δε και Υποδιάκονον και μετά ταύτα Διάκονον, ήδη το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας αυτού διανύοντα. Πολλά δε και θαυμαστά είναι του Αγίου τα ανδραγαθήματα· πολλοί είναι οι κόποι αυτού και οι πειρασμοί, τους οποίους έπαθεν υπό των Αρειανών υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως, τους οποίους ακούσατε μετά προσοχής. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο τις πρωθιερεύς της Αλεξανδρείας, Άρειος λεγόμενος, ο οποίος ουχί ότι ήτο τοσούτον μαθηματικός, όσον ήτο πονηρότατος και σκεύος του διαβόλου επιτήδειον να υποκινή σκάνδαλα. Ούτος ήρχισε να διδάσκη εις την Αλεξάνδρειαν, πρώτον μεν κρυφίως, ύστερον δε και εις το φανερόν, ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα, ότι ήτο καιρός, κατά τον οποίον δεν ήτο, ότι άλλης μεν φύσεως είναι ο Θεός και Πατήρ, άλλης δε ο Υιός· ότι ο Χριστός είναι άνθρωπος θεοφόρος, και ουχί Θεός σαρκοφόρος και άλλα τοιαύτα βλάσφημα λόγια, τα οποία ετάραττον τους Ορθοδόξους και εγίνετο σύγχυσις καθ’ εκάστην ημέραν εις πάσαν πόλιν και χώραν, διότι πολλοί των Αρχιερέων και Ιερέων και μεγάλων αρχόντων συγκατετίθεντο εις τα υπ’ αυτού δογματιζόμενα. Ο βασιλεύς Μέγας Κωνσταντίνος, ακούων την σύγχυσιν των Εκκλησιών και θέλων να παύση τα σκάνδαλα και να φανερώση την αλήθειαν, διέταξε να συναχθή Σύνοδος Οικουμενική εις την Νίκαιαν πόλιν, η οποία είναι εις τα σύνορα της Βιθυνίας εν τη Ανατολή. Τότε δε και ο Μέγας Αθανάσιος, Διάκονος έτι ων, απήλθε το έτος 325 εις την Σύνοδον, εις την οποίαν συνήχθησαν τριακόσιοι δέκα οκτώ (318) Άγιοι Πατέρες, επέχων τον τόπον του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, εκείνου όντος ασθενούς. Πολλών δε λόγων και διαλέξεων γενομένων και του μεν Αρείου αιρετικού αποδειχθέντος και αναθεματισθέντος και μακράν της Αλεξανδρείας εξορισθέντος, της δε ευσεβούς και Ορθοδόξου Πίστεως ανακηρυχθείσης και βεβαιωθείσης, ανεχώρησαν πάλιν οι Αρχιερείς και οι επίλοιποι Πατέρες, έκαστος εις την εαυτού επαρχίαν και πάλιν. Ομοίως  δε και ο Μέγας Αθανάσιος, δια θεοπνεύστων λόγων και ορθών δογμάτων τον Άρειον απελέγξας και την Ορθόδοξον πίστιν τρανώσας, επέστρεψε πάλιν εις την Αλεξάνδρειαν. «Και ην κηρύττων πανταχού το ομοούσιον», τουτέστιν, ότι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι της αυτής ουσίας και ουχί άλλης και άλλης, καθώς έλεγεν ο θεομισής Άρειος. Ήτο δε τις μητροπολίτης Νικομηδείας Ευσέβιος λεγόμενος, εις μεν το κρυπτόν Αρειανός, εις δε το φανερόν Ορθόδοξος, επειδή εφοβείτο να μη τον καθαιρέσωσιν. Ούτος έχων παρρησίαν μεγάλην προς τον βασιλέα και θέλων να φέρη πάλιν τον Άρειον εις την προτέραν τιμήν, εμήνυσεν εις αυτόν, εκεί εις την εξορίαν ευρισκόμενον, να γράψη εις το φανερόν λόγους, ότι δήθεν δέχεται τα δόγματα των τιη΄ (318) θεοφόρων Πατέρων, αναθεματίζει δε τα ιδικά του, ίνα ίσως δυνηθή με τοιούτον τρόπον να καταπείση την γνώμην του βασιλέως να τον ανακαλέσουν της εξορίας, όπερ και εγένετο. Διότι ο μιαρός Άρειος, γράψας εις το φανερόν λόγους, ότι δήθεν δέχεται τα δόγματα των Πατέρων, εις δε τον νουν πάλιν ομολογών τας προτέρας βλασφηνίας, απέστειλεν αυτούς προς τον βασιλέα. Τότε ευρών ο Ευσέβιος πρόφασιν, ότι ο Άρειος μετενόησε, παρεκάλει καθ’ εκάστην ημέραν τον βασιλέα να συγχωρήση αυτόν και απαλλάξη της τιμωρίας της εξορίας. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος, ουχί ως ομόφρων του Αρειανού δόγματος, αλλ’ ως απλούς και άκακος, νομίζων ότι τη αληθεία μετενόησεν ο Άρειος, απατηθείς εκ των λόγων του Ευσεβίου, διέταξε να υπάγη πάλιν ο Άρειος εις την Αλεξάνδρειαν να έχη την τιμήν του Πρωτοπρεσβυτέρου ως πρότερον. Απελθών λοιπόν ο Άρειος εις την Αλεξάνδρειαν, επειδή χωρίς της αδείας του Πατριάρχου δεν ηδύνατο να ποιήση ουδέν, επήγε και εις αυτόν ζητών να τον κατατάξη εις τον κλήρον του· αλλ’ εκείνος, γινώσκων εκ Πνεύματος Αγίου την μιαράν αυτού γνώμην, ότι δεν μετενόησεν επ’ αληθείας, αλλά πλαστώς, δια την τιμήν και την πατρίδα, δεν ήθελε να δεχθή αυτόν παντελώς, μάλιστα δε έγραψεν ομού με τον Αθανάσιον, Αρχιδιάκονον τότε όντα, προς τον βασιλέα. Έγραψε δε ότι δεν είναι δίκαιον τον καθαιρεθέντα υπό των τιη΄ (318) θεοφόρων Πατέρων να τον δεχθή αυτός μόνος ως κληρικόν του και ότι, ως μεν Χριστιανόν ίσως να τον δεχθή, επειδή λέγει ότι δέχεται τα δόγματα της Αγίας και Οικουμενικής πρώτης Συνόδου, το δε να τον συγχωρήση να έχη και την ιερωσύνην, άνευ της γνώμης των Αρχιερέων, οίτινες καθήρεσαν αυτόν, δεν είναι τούτο δυνατόν. Τα τοιαύτα έγγραφα δεξάμενος ο βασιλεύς και προς θυμόν εξαφθείς υπό του πανούργου Ευσεβίου και των συν αυτώ, ανταπήντησεν, ότι, εάν δεν ποιήσωσι, καθώς γράφει, θέλει αποστείλει Αρχιερείς να καθαιρέσωσι τον Πατριάρχην Αλέξανδρον και τον Μέγαν Αθανάσιον. Ταύτα διέταξεν ο βασιλεύς, ουχί υπό του θυμού νικώμενος ούτε διότι ηγάπα την αίρεσιν του Αρείου, αλλά νομίζων ότι ούτω θα παύσωσι τα σκάνδαλα των Εκκλησιών και θα ομογνωμονήσωσιν οι Αρχιερείς προς ειρήνην. Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι αφ’ ότου έστειλεν ο βασιλεύς τας τοιαύτας διαταγάς και απέθανεν ο Πατριάρχης Αλέξανδρος. Συναχθέντες δε οι Επίσκοποι της Αιγύπτου, δια ψήφου κανονικής και γνώμης πάντων, εχειροτόνησαν τον Μέγαν Αθανάσιον το έτος τκστ΄ (326) Αρχιερέα και ποιμένα εαυτών, μάλλον δε παντός του κόσμου διδάσκαλον. Ιδόντες δε οι αρειανόφρονες και φθονήσαντες την τόσην τιμήν του Αγίου, δεν ηδυνήθησαν να κρύπτουν την έχθραν· διότι έως ου έζη ο Αλέξανδρος, δεν ετόλμων να δείξουν φανερά την αίρεσίν των. Ότε δε είδον τον Άγιον ότι εκάθησεν εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας, παρευθύς, αναγκαζόμενοι παρά του πατρός αυτών του διαβόλου, έδειξαν εις το φανερόν την γνώμην των και δεν έπαυον καθ’ εκάστην ημέραν διεγείροντες σκάνδαλα, έχοντες σκοπόν να εξορίσουν τον Άγιον όχι μόνον του θρόνου, αλλά και της πόλεως, ει δυνατόν δε και της ζωής να αποστερήσωσιν αυτόν. Ήτο δε πρώτος εις την τοιαύτην επιβουλήν ο προειρημένος Ευσέβιος, ο οποίος μόνον εις το όνομα είχε την ευσέβειαν, εις δε την αλήθειαν ήτο όλως ασεβής· ομού δε με αυτόν ήσαν και άλλοι τινές Αρχιερείς και άρχοντες, πλην οι ονομαστοί ήσαν ούτοι: Θέογνις ο Μητροπολίτης Νικαίας, Ισίων, Ευδαίμων και Καλλίνικος. Όσοι δε εξ αυτών ήσαν εις την Αλεξάνδρειαν, συνήλθον και εσκευώρησαν κατ’ αυτού κατηγορίαν, ότι δήθεν διέπραξε τρία εγκλήματα, ήτοι α) ότι αναγκάζει τους Επισκόπους και Ιερείς της επαρχίας του κατ’ έτος να του δίδωσιν από τόσον πανίον ως φόρον, όπερ δεν έγινε ποτέ· β) ότι είναι επίβουλος της βασιλείας και γ) ότι είναι φιλοχρήματος και δια τούτο και αδικητής και ότι έχει αφήσει εις φίλον του εν κιβώτιον πλήρες χρυσών φλωρίων. Αυτά τα τρία εγκλήματα γράψαντες οι επίβουλοι του Αγίου εις την Αλεξάνδρειαν, τα έδωκαν εις ένα Ιερέα, Ισχύραν ονόματι, να τα υπάγη εις την Νικομήδειαν προς τον Ευσέβιον, ως έχοντα παρρησίαν προς τον βασιλέα, ίσως και τον πείση και εξορίση τον Άγιον. Αλλ’ ίνα εννοήσητε, τις ήτο ο Ισχύρας ούτος ακούσατε μετά προσοχής εξ αρχής την υπόθεσιν. Εις την Αλεξάνδρειαν υπέκειτο Επισκοπή τις λεγομένη Μαρεώτις· εν ταύτη γεννηθείς και ανατραφείς ο Ισχύρας, ήθελε να γίνη Ιερεύς. Ο δε Επίσκοπος του καιρού εκείνου, γνωρίζων αυτόν ανάξιον της ιερωσύνης, ως φαυλόβιον, δεν ηθέλησε να χειροτονήση αυτόν. Εκείνος δε, μήτε τον Θεόν φοβηθείς, μήτε τους θείους Κανόνας εις νουν λογισάμενος, εξελθών της Μαρεώτιδος, έλειψεν ικανόν καιρόν· μετά δε πάλιν επανελθών, έλεγεν εαυτόν Ιερέα. Τούτο μαθών ο Αθανάσιος, έστειλεν ένα κληρικόν του, Μακάριον λεγόμενον, εις την Μαρεώτιν, να ίδη εάν αληθώς εχειροτονήθη ο Ισχύρας παρ’ ενορίαν και που εχειροτονήθη. Απελθών δε εκείνος και εξετάσας την υπόθεσιν, εύρεν ότι ο Ισχύρας ήτο αχειροτόνητος. Φοβούμενος λοιπόν αυτός μήπως τιμωρηθή υπό του Αγίου, ως παραβάτης των θείων Κανόνων, ηβουλήθη βουλήν μιαράν, ήτοι να πάρη το κατηγορητήριον εκείνο έγγραφον εις το οποίον είχον αναγράψει τα δήθεν εγκλήματα και να υπάγη εις τον εχθρόν του Αγίου, τον Ευσέβιον, ίνα πειβουλεύηται και αυτός εκείθεν επιβουλάς κατ’ αυτού. Ως δε είδεν αυτόν ελθόντα ο Ευσέβιος και άλλοι Αρχιερείς, όσοι ήσαν της Κωνσταντινουπόλεως, επίστευον δε εις το δόγμα του Αρείου, εχάρησαν περισσώς. Διότι τόσον ισχυρός ήτο ο Ισχύρας και τόσον φαυλόβιος, ώστε ηδύνατο εκ του μη όντος να κάμη μεγάλα σκάνδαλα. Έλεγε δε ο μιαρός αυτός συκοφάντης και τούτο κατά του Αγίου, ότι, ως επήγεν ο Κληρικός Μακάριος εις την Μαρεώτιν να εξετάση την περί αυτού υπόθεσιν, τον εύρε λειτουργούντα και λαβών εκείνος το άγιον Ποτήριον, το έχυσε κατά γης και επάτησε το Σώμα και Αίμα του Χριστού, όσα δε βιβλία εύρεν εις την Εκκλησίαν τα λεκαυσε. Ταύτα δε εποίησε δήθεν ο Μακάριος, ως έχων εξουσίαν παρά του Πατριάρχου, ώστε και αυτός ασεβής είναι, επειδή έδωκεν εις τον Μακάριον τοιαύτην εξουσίαν. Ακούσαντες δε ταύτα οι εχθροί του Αγίου και βλέποντες τον Ισχύραν επιτήδειον εις το να προξενήση μεγάλα σκάνδαλα, παρεθάρρυνον κατά του Αγίου, υποσχόμενοι ότι, εάν ενεργήση να καθαιρεθή ο Άγιος, θα χειροτονήσουν αυτόν Πατριάρχην Αλεξανδρείας. Έχοντες τοιαύτας μεθόδους οι κάκιστοι εκείνοι Αρχιερείς επήγαν εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον, λέγοντες μεν όσα ο πατήρ των διάβολος τους εδίδασκεν, εδείκνυον δε και την αναφοράν, ήτις είχε τα τρία εγκλήματα· έφερον τότε τον Ισχύραν εις το μέσον· έλεγον αυτοί άλλα περισσότερα, ένα σκοπόν έχοντες όλοι, να εξεγείρουν τον βασιλέα κατά του Αγίου. Αλλ’ ο μέγας και πράος βασιλεύς, μη αγαπών τα σκάνδαλα των Αρχιερέων μήτε την σύγχυσιν των Εκκλησιών, προσεπάθει με λόγους ειρηνικούς να συμβιβάση τα πράγματα· επειδή δε έβλεπεν, ότι περισσότερον επιμένουν, τι εποίησεν; Τον καιρόν εκείνον, τριακοστόν έτος έχοντος αυτού εις την βασιλείαν, συνηθροίζοντο οι Αρχιερείς της Ανατολής και της Δύσεως και της Αφρικής εις τα Ιεροσόλυμα να εγκαινιάσουν τον μέγαν Ναόν της του Χριστού Αναστάσεως κατά την ιγ΄ (13) του Σεπτεμβρίου, τον οποίον ήγειρεν εκ βάθρων η μήτηρ αυτού η Αγία Ελένη. Εις εκείνους λοιπόν έγραψεν ότι, όταν υπάγουν δια τα εγκαίνια, να ίδωσι και την υπόθεσιν του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, ήτοι εάν είναι αληθή όσα κατηγόρει αυτόν ο Ισχύρας· όχι δε μόνον τα περί του Αγίου να εξετάσουν, αλλά να ίδουν και τον Άρειον. Και εάν μεν αληθώς μετενόησε και δέχεται τα δόγματα της εν Νικαία Αγίας Συνόδου και μόνον δια φθόνον τον αφορίζει ο Άγιος, να τον συγχωρήσουν αυτοί· εάν δε και προσποιείται μόνον την ευσέβειαν, εις δε το έργον εξακολουθεί να φυλάττη τα βλάσφημα αυτού δόγματα, να τον αφορίσουν και αυτοί. Ταύτα προστάξαντος του βασιλέως, αφού ενεκαινίασαν τον Ναόν οι Αρχιερείς, επήγαν εις την Τύρον την πόλιν, να ίδουν τα περί του Μεγάλου Αθανασίου και του Αρείου. Συγκροτήσαντες δε Σύνοδον, εκάλεσαν και τον έπαρχον και συγκροτήσαντες δικαστήριον έφερον εις το μέσον τον Κληρικόν Μακάριον σιδηροδέσμιον, να απολογηθή εις τα όσα έλεγεν ο Ισχύρας, ότι δηλαδή επάτησε δήθεν το Σώμα και Αίμα του Χριστού· εκάλεσαν δε και τον Άγιον να υπάγη εκεί. Καθ’ ον όμως χρόνον έμελλεν ο Άγιος να υπάγη εις την Σύνοδον δια να δώση απολογίαν περί των τριών εκείνων εγκλημάτων, ο Θεός τι ωκονόμησεν; Δύο τινές ιερομόναχοι Αλεξανδρείς, Μακάριος και Άπις λεγόμενοι, ευρέθησαν κατά τας ημέρας εκείνας εις την Νικομήδειαν δι’ υπόθεσίν των. Τούτους προσκαλεσάμενος ο βασιλεύς, όστις έτυχε να είναι τότε και αυτός εκεί, ηρώτησεν αυτούς περί των εγκλημάτων εκείνων, περί των οποίων είπεν εις αυτόν ο Ευσέβιος και οι άλλοι Αρχιερείς κατά του Αγίου, εκείνοι δε φοβούμενοι τον Θεόν, είπον εις αυτόν, καθώς ήτο η αλήθεια, ότι όλα είναι ψευδή και τα λέγουν συκοφαντούντες. Πιστεύσας εις αυτούς ο βασιλεύς, παρευθύς έγραψε διαταγήν εις τους Αρχιερείς, οίτινες εξήτασαν τον Άγιον, προστάξας ότι εις οίαν δήποτε ώραν λάβουν την διαταγήν, να παύσουν την διαδικασίαν και να αφήσουν τον Άγιον να μένη ελεύθερος εις τον θρόνον του. Ταύτην την διαταγήν ως είδον οι κατήγοροι του Αγίου, αυτόν μεν μη έχοντες τι να πράξουν απέλυσαν άκριτον κατά την διαταγήν του βασιλέως, έφερον δε τον Μακάριον εις το μέσον να τον δικάσωσι, περί εκείνων δια τα οποία τον κατηγόρει ο Ισχύρας. Ο δε Μακάριος απήντησε δικαίως λέγων· «Ας αποδείξη πρώτον ο κατήγορός μου Ισχύρας, ότι είναι Ιερεύς και που εχειροτονήθη καιτότε θέλω παιδευθή εγώ, εάν ευρεθή ότι επάτησα το Σώμα και Αίμα του Χριστού». Βλέποντες οι εχθροί του Αγίου Αρχιερείς, ότι νικάται ο Ισχύρας, ανέβαλον την υπόθεσιν έως ου υπάγωσιν επιτοπίως να τον εξετάσωσιν. Έπειτα τον μεν Μακάριον παρέδωκαν εις τον έπαρχον να τον φυλάττη σιδηροδέσμιον, αυτοί δε εσκέπτοντο τίνι τρόπω να καθαιρέσωσι τον Άγιον. Βλέπων ο Άγιος, ότι τον μεν Μακάριον νομίμως απολογούμενον εδέσμευον, τον δε Ισχύραν, ανίερον όντα, βοηθούσιν, έκραζε μεγαλοφώνως· «Εσβέσθη το δίκαιον, εχάθη η αλήθεια, επατήθησαν οι νόμοιτων Αγίων Πατέρων. Τις είναι αύτη η άδικος κρίσις; Οι αυτοί να είσθε και μάρτυρες και κριταί και ενάγοντες»; Ταύτα του Αγίου λέγοντος, εθυμώθησαν οι Αρχιερείς τα μέγιστα, οι μιμηταί του διαβόλου και ουχί του Χριστού. Διότι ο Χριστός λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει· ούτοι δε και μη λοιδορηθέντες, εθυμώθησαν λέγοντες: «Ύβρισε την Σύνοδον των Αρχιερέων, άξιος είναι καθαιρέσεως». Ιδών δε ο Άγιος ότι συνεφώνησαν εις το να τον καθαιρέσωσιν, εμβαίνει εις εν πλοίον κρυφίως δια να υπάγη εις τον βασιλέα και παρευθύς γράφουν την καθαίρεσίν του, έχοντες αιτίαν, ότι ύβρισε την Σύνοδον των Αρχιερέων και δεν έμεινε να απολογηθή, αλλά ανεχώρησεν. Αφού δε έγραψαν την καθαίρεσιν, ευθύς συνεχώρησαν τον Άρειον, ενώ πολλοί εξ αυτών είχον υπογράψει την καθαίρεσίν του εις την εν Νικαία Σύνοδον. Όσοι δε ήσαν Ορθόδοξοι Αρχιερείς δεν ήθελον να συγχωρήσωσι τον Άρειον, μάλιστα δε έγραψαν και προς τον βασιλέα, ότι εκείνοι, οίτινες τον συνεχώρησαν, το έκαμαν δια πείσμα του Αγίου Αθανασίου, ενώ ο Άρειος μένει ο αυτός ως πρότερον εις την αίρεσίν του. Ταύτας τας επιστολάς λαβών ο βασιλεύς, έστειλε διαταγήν προς τους Αρχιερείς να υπάγουν όλοι προς αυτόν. Βλέποντες δε οι πρώτοι των εχθρών του Αγίου, ο Ευσέβιος, ο Θέογνις και οι άλλοι, ότι το πράγμα βαίνει εναντίον των, καθ’ όσον ο Άγιος είναι εις τον βασιλέα, και εάν υπάγουν και αυτοί θέλουν αποδειχθή ψεύσται και συκοφάνται, πλάσαντες ψευδείς αφορμάς, έμενον εις πόλιν τινά της Παλαιστίνης, Καισάρειαν λεγομένην, μόνον δε εγγράφως εδικαιολογούντο προς τον βασιλέα από μακρόθεν. Ιδών δε ο βασιλεύς, ότι δεν τολμώσιν οι κατήγοροι αυτού να έλθουν κατά πρόσωπον, και γνωρίσας, ότι όλα εχθρικώς τα κάμνουν, έδωκε διαταγήν εις τον Άγιον να επιστρέψη εις τον θρόνον του. Επιστρέψας ο Άγιος εις την Αλεξάνδρειαν και βλέπων τον Άρειον μη παύοντα από του να διδάσκη τας προτέρας αυτού βλασφημίας και ότι μεγάλη σύγχυσις γίνεται εις τους Χριστιανούς δια την συγχώρησιν, ήτις εδόθη εις δέκα Αρχιερείς, τους οποίους καθήρεσαν οι τιη΄ (318) θεοφόροι Πατέρες, θέλων δε να παύση τα σκάνδαλα από την Αίγυπτον, έγραψε προς τον βασιλέα παρακαλών αυτόν να διατάξη τον Άρειον, όπως υπάγη εις αυτόν ίνα και ο τόπος ελευθερωθή από τοιούτον μιαρόν και εκείνος, ως ευρισκόμενος πλησίον του βασιλέως, να μη τολμά να διδάσκη τας μιαράς αυτού βλασφημίας. Παρευθύς ο βασιλεύς έστειλεν απεσταλμένον με διαταγήν να υπάγη ο Άρειος εις την Νικομήδειαν, διότι και αυτός εκεί ευρίσκετο τότε. Αλλά ίδετε, με τίνα τρόπον προυξένησεν ο εχθρός της αληθείας τα μεγάλα σκάνδαλα του Αγίου. Πηγαίνων ο μιαρός Άρειος προς τον βασιλέα, διήλθεν από την Καισάρειαν. Εκεί ευρίσκει τον Ευσέβιον, τον Θέογνιν και τους άλλους φίλους του και ομόφρονας, παρακαλέσας δε αυτούς, έλαβεν αυτούς μεθ’ εαυτού, επειδή είχον και εκείνοι διάθεσιν να υπάγουν δια να βοηθήσουν τον Άρειον και να εύρουν και συκοφαντίαν τινά κατά του Αγίου. Ότε δε έφθασαν εις την Νικομήδειαν και εύρον τον βασιλέα, ηρώτησεν αυτούς, ποίαν κατηγορίαν ευρήκαν κατά του Αγίου και τον καθήρεσαν εις την Σύνοδον της Τύρου. Εκείνοι δε, επειδή όλος ο σκοπός των ήτο να εξορίσουν τον Άγιον, και ούτε φόβον Θεού είχον εις την ψυχήν των, ούτε κόλασιν εφοβούντο, απεκρίθησαν μετά μεγάλης υποκρίσεως: «Τα μεν άλλα, βασιλεύ, εγκλήματα του Αθανασίου πολύ είναι να τα διηγήται τις· τούτο δε μας πικραίνει και καίει την καρδίαν μας, ότι ετόλμησεν ο ασυνείδητος και προσέταξεν Ιερέα τινά, Μακάριον ονόματι, να χύση το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά γης και να το καταπατήση και ότι απειλεί να αφορίση τους εμπόρους να μη φέρωσι πλέον εδώ σίτον από την Αλεξάνδρειαν, δια να λιμοκτονήσωμεν. Αυτά είναι εκείνα τα οποία μας πικραίνουσι και δια τούτο τον καθηρέσαμεν· ότι δε αλήθειαν λέγομεν, ιδού και οι Επίσκοποι Μάρτυρες, ο Αδαμαντίνιος, ο Ανούβιος, ο Αρβεθίων και ο Πέτρος, οίτινες μαρτυρούσιν ενώπιόν σου, ότι αληθώς εποίησε ταύτα ο Αθανάσιος». Τότε ο βασιλεύς Μέγας Κωνσταντίνος, πιστεύσας εις τας διαβολάς των μιαρών αρχιερέων, ευθύς διέταξε να εξορίσουν τον Άγιον εις την Γαλλίαν. Λέγουσι δε τινές ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, δια να παύσουν τα σκάνδαλα, οικονομικώς προς καιρόν εξώρισε τον Άγιον, δια να ενωθώσιν αι Εκκλησίαι· διότι εκινδύνευον από τα σχίσματα των Αρχιερέων να επιστρέψουν οι Χριστιανοί εις την ειδωλολατρίαν. Αλλ’ ο μεν βασιλεύς ταύτα ποιήσας κατ’ εκείνας τας ημέρας, εκοιμήθη εν Κυρίω εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε ετών, εξ ων εβασίλευσεν έτη τριάκοντα ένα. Άφησε δε δια διαθήκης την βασιλείαν του εις τους τρεις υιούς του, Κωνσταντίνον, Κωνστάντιον και Κώνσταντα, ώριζε δε όπως ο μεν Κωνσταντίνος βασιλεύση εις την Κωνσταντινούπολιν και πασών των επαρχιών αυτής, ο δε Κωνστάντιος εις την Ισπανίαν και ο Κώνστας εις την Ρώμην. Ταύτην δε την διαθήκην την έδωσεν εις χείρας πνευματικού τινός να την δώση εις τον μεγαλύτερον υιόν αυτού Κωνσταντίνον. Εκείνος δε ο μιαρός, ως έχων την αίρεσιν του Αρείου και ζητών κατάλληλον ευκαιρίαν δια να πραγματοποιήση τα φρονήματά του και να βοηθήση τον Άρειον, δεν την έδωκε του Κωνσταντίνου, αλλά γνωρίζων τον Κωνστάντιον ελαφρόν εις την γνώσιν και ευκολόπιστον εις πάντα λόγον, έδωκε την διαθήκην εις αυτόν ζητών ως αντάλλαγμα όπως στερεώση μεν τα δόγματα του Αρείου, βεβαιώση δε και την εξορίαν του Αγίου, ως δικαίως και νομίμως γενομένην· υπερεμάχει δε εις τούτο και ο ασεβής Ευσέβιος. Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι, και πρώτον μεν έσυραν με την γνώμην των τον πρώτον κοινωνάρχην του βασιλέως, ο οποίος μετέστρεψε και όλους τους ευνούχους εις τα δόγματα του Αρείου· έπειτα δε κατά μικρόν ομιλούντες και με την βασίλισσαν, μετέστρεψαν και αυτήν. Τέλος και τον βασιλέα Κωνστάντιον έπεισαν εις το φανερόν να είναι υπέρμαχος της του Αρείου κακοδοξίας, την δε πίστιν των Χριστιανών να αποστραφή. Και παρευθύς διέταξε κατά πάσαν πόλιν και χώραν να πιστεύουν πάντες καθώς εδίδασκεν ο Άρειος και όστις μεν Επίσκοπος ή Ιερεύς δέχεται το δόγμα του Αρείου να έχη την θέσιν του, όστις δε εναντιούται, να εκδιώκεται και να εξορίζεται. Ήσαν δε τότε Πατριάρχαι εις μεν την Κωνσταντινούπολιν Αλέξανδρος, εις δε την Αντιόχειαν Ευστάθιος και εις τα Ιεροσόλυμα Μάξιμος· εις την Αλεξάνδρειαν ουδείς εχειροτονήθη, εξωρισμένου του Αγίου Αθανασίου. Τούτων ούτως εχόντων, πεισθείς ο βασιλεύς υπό του Ευσεβίου και των λοιπών, διέταξε τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρον, όπως συλλειτουργήση απροφασίστως μετά του Αρείου ή άλλως να παραιτηθή του θρόνου. Ιδών ο Αλέξανδρος ότι και τα δύο δεινά είναι, έστρεψε την ελπίδα αυτού πάσαν προς τον Θεόν και παρεκάλει Αυτόν να κάμη την εκδίκησιν. Ότε δε έφθασεν η ωρισμένη ημέρα, την οποίαν καθώρισεν ο βασιλεύς, μεταβάς ο Άρειος προς εκπλήρωσιν της σωματικής του ανάγκης, παρευθύς, ω της δικαίας κρίσεως του Θεού! εχύθησαν τα εντόσθιά του υποκάτω αυτού και έλαβε την αξίαν τιμωρίαν ο θεομάχος, απολαύσας το αιώνιον πυρ το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Ο δε Ευσέβιος και οι συν αυτώ, αισχυνθέντες δια τον κακόν θάνατον του Αρείου, τότε μεν ησύχασαν και κατέπαυσαν την φανεράν αυτών επιβουλήν· αλλ’ όμως πάλιν νύκτα και ημέραν δεν επαύοντο κρυφίως μελετώντες σκευωρίας κατά του Αγίου, όπως μηδέποτε απολαύση τον θρόνον αυτού. Αλλά τι ωκονόμησεν ο Θεός; Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο πρώτος των υιών του Μεγάλου Κωνσταντίνου, βλέπων τον Άγιον έχοντα πολύν καιρόν εις την άδικον εξορίαν (δύο έτη και μήνας τέσσαρας είχε τότε), και λυπηθείς αυτόν, ως και αυτός χριστιανικώτατος ων, απεφάσισε να τον επαναφέρη εις τον θρόνον του. Όθεν έγραψεν επιστολήν, την οποίαν και απέστειλεν εις τους Αλεξανδρείς δια του ιδίου του Μεγάλου Αθανασίου έχουσαν ούτω: «Νικητής Κωνσταντίνος Αλεξανδρέων τη Εκκλησία και τω λαώ. Υπολαμβάνω ότι ουδείς εξ υμών υπάρχει όστις να μη γνωρίζη τους πειρασμούς, οίτινες συνέβησάν ποτε εις τον Μεγάλον Αθανάσιον, τον λαμπρόν Κήρυκα της ευσεβείας και πως εξωρίσθη εις τας Γαλλίας οικονομικώς παρά του πατρός μου και εκεί ευρίσκετο μετ’ εμού εν τη πόλει Τρεβήροις· διότι και ο μακαρίτης πατήρ μου δεν κατεδίκασεν αυτόν εις αειφυγίαν και να μη έχη πλέον ανάκλησιν, αλλ’ εσκέπτετο πάλιν να τον αποκαταστήση εις τον θρόνον του· δια τούτο και πριν να αποθάνη, παρήγγειλεν εις εμέ τον μεγαλύτερον υιόν αυτού κατά διαδοχήν να δώσω εις αυτόν τον θρόνον του. Προστάττομεν όθεν και υμάς, τώρα μεν να τον δεχθήτε μετά πάσης τιμής και ευλαβείας και να τον προϋπαντήσητε όλοι σας ως Αρχιερέα και ποιμένα και διδάσκαλον της ευσεβείας· μετά δε ταύτα πάλιν, καιρού καλούντος, να τον στείλητε προς με, δια να τον τιμήσω και εγώ καθώς πρέπει». Με αυτάς τας επιστολάς ελθών ο Άγιος εις την Αλεξάνδρειαν, εξήλθεν όλον το πλήθος των Χριστιανών, Ιερείς, λαϊκοί, άνδρες, γυναίκες και παιδία και προϋπήντησαν αυτόν μετά πάσης χαράς. Ιδόντες δε πάλιν οι εχθροί του Αγίου, ότι δεν κατώρθωσαν τίποτε, στέλλουν επιστολάς εις τον Ευσέβιον, να ενεργήση σκάνδαλα κατ’ αυτού· εκείνος δε, ως υπάρχων σκεύος του διαβόλου πεπονηρευμένον, εύρε δύο εγκλήματα· εν μεν, ότι χωρίς την διαταγήν της Συνόδου, ήτις τον καθήρεσεν, ανεκλήθη εις τον θρόνον του, δεύτερον δε, ότι έχει μίαν χείρα νεκράν, την οποίαν έκοψεν από τινα άνθρωπον, Αρσένιον λεγόμενον, και δι’ εκείνης κάμνει μαγείας και δια τούτο τον αγαπά ο μωρός λαός. Ταύτα τα εγκλήματα πλάσας ο Ευσέβιος, τα ανέφερεν εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον και παρευθύς διέταξε να συναχθή Σύνοδος των Αρχιερέων εις την Τύρον να τα εξετάσουν· απέστειλε δε και επιτηρητήν της Συνόδου, ένα μέγαν άρχοντα ιδικόν του, Αρχέλαον λεγόμενον· έγραψε δε και εις τον έπαρχον της Φοινίκης, Νόγον ονόματι, να υπερμαχήση και αυτός, εάν δε αληθώς ο Αθανάσιος είναι ένοχος, να τον εξορίση δικαίως. Ως δε συνήχθη η Σύνοδος των Αρχιερέων εις την Τύρον, ήτις είναι πόλις της Φοινίκης, προσεκάλεσαν τον Αθανάσιον να υπάγη, νομίζοντες ότι θέλουν δυνηθή να αποδείξουν το περίτης μαγείας έγκλημα, διότι δεν εφαντάζοντο ποτέ ότι θα ελάμβανε το θάρρος να παρρησιασθή εις το μέσον ο Αρσένιος. Ο δε Αρσένιος ούτος, υπάρχων αναγνώστης, είχε ποτέ κάμει αισχρουργίαν τινά, μέλλων δε να τιμωρηθή υπό της εξουσίας εφυγοδίκει επί πολύν καιρόν· δια τούτο οι εχθροί του Αθανασίου, νομίζοντες ότι δεν θέλει τολμήσει ποτέ ο Αρσένιος να έλθη εις την Αλεξάνδρειαν, ήλπιζον να βεβαιώσουν την συκοφαντίαν των. Τι όμως ωκονόμησεν ο Θεός, ο μη παρορών τους επ’ Αυτόν πεποιθότας; Ακούσατε: Επειδή διεδόθη εις τας πέριξ πόλεις και χώρας της Αιγύπτου η φήμη, ότι μέλλουν να καθαιρέσουν τον Αθανάσιον δια την χείρα του Αρσενίου, ήκουσε τούτο και ο Αρσένιος εκεί ένθα ήτο κεκρυμμένος. Όθεν λυπηθείς μεγάλως, διότι μέλλει να παιδευθή ο Αθανάσιος, απήλθε κρυφίως εις την Τύρον και συνηντήθη μετ’ αυτού. Ο δε Μέγας Αθανάσιος τούτον ιδών εχάρη και δοξάσας τον Θεόν του λέγει· «Μίαν χάριν ποίησόν μοι, Αρσένιε, να μη παρουσιασθής έμπροσθεν των κατηγόρων μου και των μαρτύρων πριν υπάγω εγώ εις την Σύνοδον, διότι εάν το μάθουν προ της Συνόδου οι εναντίοι μου θέλουν βουληθή να σε φονεύσουν. Αλλ’ όταν βεβαιώσωσι το ψεύδος οι μάρτυρες, τότε συ να παρρησιασθής έμπροσθεν αυτών δια να ελεγχθώσιν ως συκοφάνται και ψευδομάρτυρες». Ετοιμάσας λοιπόν ο Μέγας Αθανάσιος τοιουτοτρόπως τον Αρσένιον, ανέμενε να τον καλέσουν εις την Σύνοδον. Οι δε μιαροί συκοφάνται δεν ηρκέσθησαν μόνον εις τούτο το έγκλημα, αλλά μετεχειρίσθησαν και έτερον· εύρον γυναίκα τινά αναίσχυντον και συκοφάντιν και έδωκαν εις αυτήν αρκετά χρήματα, ίνα είπη, ότι ημάρτανε μετ’ αυτής ο Αθανάσιος. Και όμως εκείνη ουδέ τον εγνώριζε προσωπικώς, αλλά μόνον εξ ακοής. Ως δε ήρχετο ο Αθανάσιος εις την Σύνοδον, είχε μεθ’ εαυτού και Ιερέα τινά, Τιμόθεον λεγόμενον, όστις, ως φρόνιμος όπου ήτο, εσοφίσθη να αποδείξη την γυναίκα ψεύτριαν· και προ του να εισέλθη ο Αθανάσιος, προέλαβεν ο Τιμόθεος και λέγει προς αυτήν: «Εγώ εποίησα μετά σου την ανομίαν, ω γύναι»; Εκείνη δε νομίζουσα, ότι αυτός είναι ο Αθανάσιος, απεκρίθη μετά μεγάλης και αναισχύντου φωνής· «Ούτος είναι, Άγιοι Αρχιερείς, ο εναγής και ακάθαρτος Αθανάσιος, όστις έπραξε μετ’ εμού την ανομίαν· αυτός είναι ο ανάξιος της Αρχιερωσύνης». Οι δε Αρχιερείς, ως είδον, ότι εψεύσατο η αδικία εις εαυτήν, εμειδίασαν μεν εις το φανερόν, θέλοντες να σκεπάσουν την εντροπήν των, διότι και τι έτερον είχον να πράξουν ούτω φανερώς του ψεύδους αυτών ελεγχομένου, ήρχισαν δε να εξετάζουν το περί της μαγείας έγκλημα. Έφεραν λοιπόν εις το μέσον μίαν χείρα νεκρού τινος, θέαμα ελεεινόν εις τους ορώντας και ταύτην δεικνύοντες εις τον Άγιον εβόων: «Αύτη η χειρ, Αθανάσιε, ελέγχει τας μαγείας σου. Αύτη η χειρ, ανόσιε και άδικε, δεικνύει σε μάγον και τερατοποιόν· ειπέ παρρησία, προς ποίας μαγείας την ήθελες»; Απεκρίθη ο Αθανάσιος με ταπεινόν και ήμερον σχήμα: «Ποίος είναι από την αγιωσύνην σας, όστις ηξεύρει τον Αρσένιον»; Ηγέρθησαν τότε πέντε, δέκα Αρχιερείς και είπον: «Ημείς τον ηξεύρομεν». Διότι οι ασυνείδητοι, οι αυτοί ήσαν και κριταί και κατήγοροι και μάρτυρες. Πάλιν ηρώτησεν αυτούς: «Ποίος γνωρίζει βεβαίως ότι η χειρ, ήτις δεικνύεται, είναι του Αρσενίου»; Απεκρίθησαν πάλιν αυτοί εκείνοι: «Ημείς την γνωρίζομεν». Τότε ο Αθανάσιος, μη δυνάμενος να βλέπη την αλήθειαν συκοφαντουμένην, κράζει τον Αρσένιον εις το μέσον της Συνόδου και λέγει προς αυτούς: «Ούτος είναι ο Αρσένιος, Άγιοι Αρχιερείς, ή άλλος»; Εκείνοι δε εκπλαγέντες δια το ανέλπιστον θέαμα εσιώπων. Ο δε Αθανάσιος, γυμνώσας τας χείρας του Αρσενίου, είπε: «Δύο χείρας ζητείτε από τον Αρσένιον ή και τρίτην; Ιδού η δεξιά, ιδού και η αριστερά· ήδη ανάγκη είναι να αποδείξητε η αγιωσύνη σας, που την εύρετε την τρίτην χείρα του Αρσενίου». Τούτο δε ειπόντος του Αγίου, εκείνοι αισχυνθέντες διέλυσαν την Σύνοδον· απήλθε δε και ο βασιλικός άρχων Αρχέλαος κατησχυμμένος και ο έπαρχος μετά των δορυφόρων αυτών, μηδέν έτερον δυνάμενοι να πράξωσι και θαυμάζοντες τον Αθανάσιον. Οι δε κάκιστοι Αρχιερείς, επειδή δεν ηδυνήθησαν να εκπληρώσωσι το θέλημα αυτών, ακολουθούντες όπισθεν του Αθανασίου, ηπείλουν αυτόν, ύβριζον και ελοιδόρουν λέγοντες: «Ο μάγος, ο απατεών, ο γόης, ο υποκριτής, ο κάκιστα επιμελούμενος». Ακούοντες δε το πλήθος τόσας ύβρεις κατά του Αγίου, ώρμησαν κατά των Αρχιερέων και τοσαύτη σύγχυσις έγινε την ώραν εκείνην από το πλήθος του λαού και από τους υπηρέτας και φίλους των Αρχιερέων, ώστε θα εγίνετο μεγάλον κακόν εάν δεν προέφθανεν ο Αρχέλαος, όστις, αν και ήτο βοηθός των εχθρών του Αγίου, όμως ήτο και φρόνιμος· και μη θέλων να φανή αυτός ο αίτιος της συγχύσεως του λαού, αρπάσας τον Αθανάσιον τον συνώδευσεν ο ίδιος μέχρις έξω της πόλεως και συνέστησεν εις αυτόν να αναχωρήση μακράν της χώρας εκείνης προς αποφυγήν επεισοδίων. Και ο μεν Αθανάσιος, επειδή έβλεπεν εαυτόν εις μεγάλην στενοχωρίαν, φυγών εκρύβη εις εν ξηροπήγαδον, εκείνοι δε ζητήσαντες και μη ευρόντες αυτόν, έγραψαν δευτέραν καθαίρεσιν κατ’ αυτού· και όχι μόνον εις αυτό δεν ηρκέσθησαν οι αχόρταστοι των σκανδάλων Αρχιερείς, αλλά και τον βασιλέα έπεισαν με αναφοράς να εκδώση διαταγήν, ότι όπου ευρεθή ο Αθανάσιος κεκρυμμένος να αφανίζωσι τον οίκον εκείνον και όστις υπάγη την κεφαλήν του να έχη τόσα χρήματα αμοιβήν από την εξουσίαν. Έμεινε λοιπόν κεκρυμμένος εις τον λάκκον εκείνον ο Μέγας Αθανάσιος έτη εξ, δεχόμενος τροφήν παράτινος φίλου του. Ως δε επληροφορήθη, ότι έμαθον οι στρατιώται τον τόπον και πρόκειται να τον συλλάβωσιν, εξελθών εκείθεν εκρύβη ομοίως εις έτερον ξηρόλακκον· ποιήσας δε και εκεί ημέρας πολλάς, ως εγνώρισε πάλιν, ότι έμαθον και εκείνον τον τόπον, εξήλθε κρυφίως και απελθών εις Ρώμην, προς τον βασιλέα Κώνσταντα και προς τον Πάπαν Ιούλιον, διηγήθη εις αυτούς άπαντα καταλεπτώς και έμενεν εκεί αναμένων την παρ’ εκείνων βοήθειαν. Ακούων δε, ότι μέλλουν να χειροτονήσουν οι Αρχιερείς της Ανατολής Πατριάρχην εις την Αλεξάνδρειαν Γεώργιον τινά, όλως διόλου γεωργόν της κακίας και της του Αρείου λύσσης πεπληρωμένον, ελυπείτο ουχί διότι έμελλε να στερηθή του θρόνου, επειδή τούτο ούτε κατά διάνοιαν ελογίζετο, αλλά διότι εκείνου χειροτονουμένου και διδάσκοντος τα της ασεβείας ρήματα, έμελλε να αφανισθή η Ορθοδοξία παντελώς εκ της Αιγύπτου. Και μη έχων τι να ποιήση, μόνον με επιστολάς εστήριζε τους Ορθοδόξους. Συναχθέντες δε οι περί τον Ευσέβιον και πείσαντες τον ματαιόφρονα βασιλέα Κωνστάντιον, εχειροτόνησαν Πατριάρχην Αλεξανδρείας μαθητήν τινά του Αρείου, ονόματι Γρηγόριον· ευθύς δε, πριν ή υπάγη ο Γρηγόριος εις την Αλεξάνδρειαν, ήρχισε να διδάσκη τα ασεβέστατα του Αρείου δόγματα· έγραψε δε και επιστολάς εις πάσαν την επαρχίαν της Αιγύπτου, ότι αυτός είναι νόμιμος και δίκαιος Αρχιερεύς (ο όντως παράνομος και άδικος). Ο δε Ευσέβιος, ως επλήρωσε το θέλημά του και εχειροτόνησε τον Γρηγόριον Πατριάρχην Αλεξανδρείας, έστειλεν επιστολάς ομού με τους άλλους ομόφρονάς του Αρχιερείς προς τον Πάπαν Ιούλιον, συκοφαντών και κατηγορών τον Αθανάσιον ως μάγον, ως παράνομον, ως αιρετικόν και ως αποστάτην του βασιλέως Κωνσταντίου δια να τον διώξη και εκείνος από την Ρώμην. Ο δε Πάπας Ιούλιος, ως φρόνιμος, γνωρίσας ότι ταύτα όλα κάμνει εχθρικώς ο Ευσέβιος και οι συν αυτώ και ότι αυτός είναι αιρετικός, γράφει επιστολάς προς τους κατ’ Αίγυπτον Αρχιερείς και Ορθοδίξους λαϊκούς και αφορίσας τους μη υποδεξαμένους τον Άγιον, εκπέμπει αυτόν πάλιν εις τον θρόνον του. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Ευσέβιος και άλλοι πολλοί Αρχιερείς αιρετικοί ήσαν συνηγμένοι εις την πόλιν Αντιόχειαν και έκαμνον Σύνοδον, επιδιώκοντες να αλλάξουν το Σύμβολον της πίστεως και να μη λέγωσι τον Χριστόν ομοούσιον του Πατρός ήτοι της μιας και της αυτής ουσίας, αλλά ετεροούσιον, ήτοι άλλης ουσίας από της του Πατρός και ξένον της Θεότητος. Εν μέσω δε εκείνων των Αρχιερέων ήτο και ο νεοχειροτόνητος Πατριάρχης των Αρειανών της Αλεξανδρείας Γρηγόριος. Ως δε έμαθον ότι επιστρέφει ο Αθανάσιος εις τον θρόνον του μετ’ εξουσίας του Πάπα, στέλλουσι τον Γρηγόριον μετά βασιλικής εξουσίας δώσαντες εις αυτόν και τον στρατηγόν Συριανόν μετά πλήθους στρατιωτών, ίνα προφθάση και καθίση εις τον θρόνον, πριν ή έλθη ο Αθανάσιος· παρήγγειλαν δε και εις τον στρατηγόν ίνα τον μεν Γρηγόριον, θελόντων και μη θελόντων των Αλεξανδρέων, βεβαιώση εις τον θρόνον, τον δε Αθανάσιον, εάν φανή, να τον φονεύση. Αλλά τι το εντεύθεν; Ο μεν Γρηγόριος εισήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν ώρα τρίτην της ημέρας, ο δε Άγιος ήλθε περί την δύσιν του ηλίου. Μερισθέν δε το πλήθος εις δύο μέρη, και των μεν θελόντων τον Γρηγόριον, των δε τον Μέγαν Αθανάσιον, σύγχυσις μεγάλη εγένετο. Βλέπων δε ο στρατηγός Συριανός, ότι κινδυνεύει να γίνη εμφύλιος πόλεμος και ότι έκαυσαν ένα Ναόν του Διονυσίου καλούμενον, εσκέφθη να φονεύση τον Αθανάσιον δια να παύση η σύγχυσις και παρήγγειλεν εις τους στρατιώτας κανένα από τον λαόν να μη φονεύσουν, μόνον δε τον Αθανάσιον να συλλάβουν. Ως έμαθεν ο Άγιος την επιβουλήν, αναμίξας εαυτόν εις το πλήθος και λαθών τους στρατιώτας, έφυγε κρυφίως και απήλθεν πάλιν εις την Ρώμην· εκεί εύρε και τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, Παύλον τον Ομολογητήν εξωρισμένον υπό του βασιλέως Κωνσταντίου, ως μη θέλοντα να δεχθή την φωνήν του ετεροουσίου. Γράφει τότε ο βασιλεύς Κώνστας προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, να δεχθή τους Πατριάρχας και να δώση πάλιν εις αυτούς τους θρόνους των, αλλ’ εκείνος, όλως υπό της του Αρείου κακοδοξίας κεκυριευμένος, δεν ηθέλησε να ποιήση κατά την αίτησιν του αδελφού του. Τέλος συνεφώνησαν και οι δύο να γίνη Σύνοδος εις την Σαρδικήν (Τριαδίτσα), ήτις είναι πόλις της επαρχίας του Ιλλυρικού και να εξετάσουν ποίοι φρονούσιν ορθότερα, εκείνοι οίτινες κηρύττουσι τον Υιόν ομοούσιον του Πατρός ή οι λέγοντες αυτόν ετεροούσιον; Ήσαν δε Αρχιερείς, από μεν του μέρους του Πάπα, ήτοι της Δύσεως, πλέον των τριακοσίων (300), από δε του μέρους της Κωνσταντινουπόλεως, ήτοι της Ανατολής, μόνον εβδομήκοντα (70), εν μέσω δε αυτών ήτο και ο Ισχύρας, ο ανίερος και συκοφάντης του Αθανασίου, Επίσκοπος της Μαρεώτιδος, χειροτονηθείς παρά του Αλεξανδρείας Γρηγορίου. Και οι μεν της Ανατολής έλεγον, ότι εάν καθίσουν εις την Σύνοδον ο Παύλος και ο Αθανάσιος, αυτοί δεν θα καθίσουν, οι δε της Δύσεως αντέλεγον, ότι πρέπει να καθίσουν και εκείνοι. Μη συμφωνήσαντες δε διεχωρίσθησαν· και οι μεν της Ανατολής, εισελθόντες εις την Φιλιππούπολιν της Θράκης και ποιήσαντες Σύνοδον, ω της ανοχής σου, Χριστέ Βασιλεύς! Εβεβαίωσαν το ετεροούσιον· οι δε της Δύσεως μείναντες εις την Σαρδικήν μετά Παύλου και Αθανασίου και αναθεματίσαντες τους λέγοντας τον Χριστόν ετεροούσιον του Πατρός εστερέωσαν τα δόγματα της εν Νικαία Συνόδου, κηρύξαντες φανερώς το ομοούσιον. Ταύτα μαθών ο ευσεβής βασιλεύς Κώνστας και γνωρίσας, ότι αδίκως είναι εξωρισμένοι ο Παύλος και ο Αθανάσιος, έγραψε πάλιν προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον να τους αφήση εις τους θρόνους των ως ευσεβείς και Ορθοδόξους· αλλ’ εκείνος ουδέ τότε ηθέλησε να ποιήση κατά την του αδελφού του αίτησιν. Τέλος ιδών ο Κώνστας, ότι δεν ηκούσθη η αίτησίς του, έγραψεν απειλητικάς επιστολάς, ότι εάν δεν αφήση τον Αθανάσιον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας θέλει εκστρατεύσει κατ’ αυτού. Φοβηθείς ο Κωνστάντιος τον πόλεμον, έγραψεν επιστολήν προς τον Αθανάσιον να υπάγη προς αυτόν. Δειλιώντος δε του Αθανασίου να υπάγη προς τον βασιλέα, ως γνωρίζοντος αυτόν Αρειανόφρονα, εκείνος έστειλε και δευτέραν και τρίτην επιστολήν αξιών όπως υπάγη ίνα τον ίδη και τον γνωρίση, διότι δεν είχεν ίδει αυτόν ουδέποτε. Ως είδεν ο Άγιος, ότι εν αληθεία τον καλεί ο βασιλεύς, εκβαλών εκ της καρδίας του πάσαν δειλίαν απεφάσισε να υπάγη. Ως δε ήκουσαν οι Ρωμαίοι, ότι εδέχθη ο Κωνστάντιος να δώση πάλιν εις τον Αθανάσιον τον θρόνον της Αλεξανδρείας, εχάρησαν, ο δε βασιλεύς Κώνστας και ο Πάπας Ιούλιος, συνοδεύσαντες αυτόν, ο μεν με στρατιώτας, ο δε με Επισκόπους και Κληρικούς, απέστειλαν αυτόν προς τον βασιλέα Κωνστάντιον. Εκείνος δε δεξάμενος μετά πάσης χαράς αυτόν, και επί ημέρας τινάς ομιλήσας μετ’ αυτού και θαυμάσας την αρετήν και την σύνεσίν του, έδωκεν εις αυτόν εξουσίαν να επιστρέψη εις τον θρόνον αυτού. Τούτο δε μόνον εζήτησε τότε ο βασιλεύς από τον Αθανάσιον, ότι να αφήση τους Αρειανούς να έχουν ένα Ναόν εις την Αλεξάνδρειαν, να ψάλλουν αυτοί, ο δε Αθανάσιος είπεν εις αυτόν: «Εάν αφήση και η βασιλεία σου τους Χριστιανούς να έχουν ένα Ναόν εις την Κωνσταντινούπολιν, θα αφήσω και εγώ τους Αρειανούς εις την Αλεξάνδρειαν». Και ούτω συμφωνήσαντες αμφότεροι, απήλθεν έκαστος εις τα ίδια. Τοσούτον δε εθαύμασεν ο βασιλεύς την φρόνησιν του Αθανασίου και την αρετήν αυτού, ώστε και μετά ταύτα έλεγε προς τους φίλους του, ότι δικαίως εφοβούντο οι Αρειανοί τον Αθανάσιον, τοιούτον όντα φρόνιμον και λόγιον άνδρα. Τότε ο βασιλεύς έγραψε διαταγήν, την οποίαν έστειλεν εις τους Επισκόπους και τους λοιπούς κληρικούς ως και εις τους άρχοντας πάσης της Αιγύπτου, τον τότε διοικητήν του τόπου Νεστόριον και τους επάρχους της Θηβαϊδος και της Πενταπόλεως, να δεχθούν τον Αθανάσιον μετά πάσης τιμής και ευλαβείας· και ουχί μόνον αυτόν να τιμήσωσιν επανερχόμενον εις τον θρόνον του, αλλά και όσοι Επίσκοποι ακόλουθοι αυτού εξεβλήθησαν υπό του Γρηγορίου, να απολαύσουν και εκείνοι τους θρόνους αυτών. Με τοιαύτην εξουσίαν ερχόμενος ο Άγιος, διέβη από την Συρίαν και την Παλαιστίνην. Ελθών δε εις τα Ιεροσόλυμα, επεσκέφθη τον τότε Αγιώτατον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Μάξιμον, και διηγήθη εις αυτόν καταλεπτώς πάντα τα συμβάντα, τους υπέρ της Ορθοδοξίας πειρασμούς, τας συκοφαντίας, τας εξορίας, και τέλος την ανάκλησιν του βασιλέως. Τότε εκείνος ιδών τον Άγιον και μεγάλως ευφρανθείς, έγραψε προς τους ιδικούς του Επισκόπους να δεχθούν τον Αθανάσιον και μετά πάσης τιμής να τον προπέμψουν έως την Αλεξάνδρειαν. Ούτω λοιπόν ο Άγιος προπεμπόμενος κατέλαβε την Αλεξάνδρειαν και καθίσας το τρίτον ήδη επί του θρόνου αυτού, ήρχισε να διδάσκη τα της Ορθοδοξίας δόγματα. Ταύτα βλέπων ο εχθρός της αληθείας διάβολος και μη δυνάμενος να υποφέρη, εζήτει ευκαιρίαν κατάλληλον δια να πειράξη και πάλιν τον Άγιον· επειδή δε ο Θεός ήθελε να τον δοκιμάζη ώσπερ τον χρυσόν εν τω χωνευτηρίω, δια να λάμπη περισσότερον το κήρυγμα της ευσεβείας, δια τούτο έδιδε χώραν εις πειρασμούς, ίνα και ο Άγιος φανή δοκιμώτερος και η ευσέβεια δοκιμαζομένη και μη νικωμένη στερεωθή περισσότερον. Ακούσατε δε τι και πάλιν ηκολούθησε. Κατ’ εκείνας τας ημέρας απέθανεν ο βασιλεύς της Ρώμης Κώνστας, φονευθείς υπό του Μαγνεντίου· όθεν εύρον παρευθύς οι Αρειανοί και πάλιν καιρόν να κακοποιήσουν τον Αθανάσιον και να εκδιώξουν αυτόν από τον θρόνον του. Προσήλθον λοιπόν εις τον βασιλέα Κωνστάντιον και εζήτησαν άδειαν να χειροτονήσουν Πατριάρχην Αλεξανδρείας τον Γεώργιον, διότι τον Γρηγόριον καθήρεσαν, ως απαρνησάμενον την του Αρείου αίρεσιν. Λαβόντες όθεν αυτήν, επειδή και αυτός ήτο Αρειανόφρων και επεζήτει ευκαιρίαν να λυπήση τον Άγιον, εχειροτόνησαν αυτόν. Ήτο δε αυτός ο Γεώργιος από μεν το πατρικόν του γένος Καππαδόκης, από δε το μητρικόν του Αρμένιος, αγγείον του διαβόλου και υπέρμαχος της Αρείου δόξης. Τοσούτον δε ήτο πονηρότατος και ύπουλος, ώστε μόνον ο αντίχριστος θα τον υπερέβαινεν εις την υπόκρισιν· ήτο δε και αγράμματος, διότι δεν εξεπαιδεύθη καθώς πρέπει εις τους Αρχιερείς, αλλ’ ανετράφη κατ’ αρχάς εις την αγοράν. Μετά ταύτα φιλιωθείς μετά τινος άρχοντος μεγάλου, ευνούχου του βασιλέως, λεγομένου Ευσεβίου, ολίγον κατ’ ολίγον με την υπόκρισιν έγινε και Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ούτω λοιπόν ο Γεώργιος χειροτονηθείς, απήλθε μετά πολλής εξουσίας βασιλικής εις την Αλεξάνδρειαν. Όχι δε μόνον τον Γεώργιον εχειροτόνησαν οι Αρειανοί, αλλ’ έστειλαν και δύο Αρχιερείς εις τα Ιεροσόλυμα, τον μεν Ακάκιον, μάλλον δε κάκιστον, τον δε Πατρόφιλον, φίλον όντα του πατρός αυτού διαβόλου και εξέβαλον τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Μάξιμον· εχειροτόνησαν δε αντ’ αυτού άλλον ομόφρονα αυτών Κύριλλον λεγόμενον. Τις να διηγηθή τα κακά, τα οποία εποίησαν οι μιαροί κατ’ εκείνον τον καιρόν εις την Εκκλησίαν του Θεού και εις τους Ορθοδόξους Χριστιανούς τους κηρύττοντας το ομοούσιον; Ήσαν δε τότε αι ημέραι της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ότε επήγεν ο Γεώργιος εις την Αλεξανδρειαν και παρευθύς διώξας εκ του θρόνου τον Μέγαν Αθανάσιον, εκάθισεν αυτός ως έχων εξουσίαν βασιλικήν. Αλλά τότε μεν ησύχασεν, ότε δε παρήλθεν η Νέα εβδομάς του Πάσχα, έδειξε την μιαράν γνώμην του ο προβατόσχημος λύκος, διότι όχι μόνον τους ακολούθους του Αγίου Επισκόπους εκβαλών εχειροτόνησεν άλλους ομόφρονας αυτού, αλλά και τους Κληρικούς και λαϊκούς παρέδιδεν εις τον έπαρχον προς τιμωρίαν. Και εάν μεν εποίει ταύτα μόνον προς τους άνδρας, είχον τινά παρηγορίαν τα κακά του· αλλά και τας Παρθένους και τας Μοναχάς, αίτινες δεν επείθοντο εις τους λόγους του, απογυμνών του ενδύματος, εθεάτριζε μέσον της αγοράς. Τις να ακούση και να μη βδελυχθή τον ανάξιον της Αρχιερωσύνης, δι’ όσα κακά εποίησεν εις την επαρχίαν της Αιγύπτου; Τις να έχη δέκα στόματα, να διηγηθή καταλεπτώς τας κακοπραγίας; Έκλειε τας Εκκλησίας των Ορθοδόξων, έθετεν εις αργίαν τους Ιερείς, αφώριζε τον λαόν· την γην και την θάλασσαν εμίγνυε, καθώς το λέγει και η παροιμία, μόνον να στήση το θέλημά του· ένα σκοπόν μόνον είχε, πως να βεβαιώση την του Αρείου θεομάχον αίρεσιν. Βλέποντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί την τόσην απανθρωπίαν του Γεωργίου, απελθόντες μετά την εορτήν της Αγίας Πεντηκοστής έξω της πόλεως, εις ένα Ναόν τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Πέτρου του ποτέ αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας και Μάρτυρος, προσηύχοντο εκεί λειτουργούντες, ως μη θέλοντες να συγκοινωνήσουν μετά του Γεωργίου. Τούτο μαθών εκείνος, απέστειλε τον τότε ηγεμόνα της Αλεξανδρείας, Σεβαστιανόν ονόματι, Μανιχαίον όντα κατά την αίρεσιν, μετά πολλών στρατιωτών, να τους συλλάβωσιν. Απερχομένου δε εκείνου, ως έμαθον οι Χριστιανοί την επιβουλήν, ώρμησαν να φύγωσι· τεσσαράκοντα όμως εξ αυτών συνελήφθησαν και ωδηγήθησαν ενώπιον του Γεωργίου, εκείνος δε ήναψε μεγάλην πυρκαϊάν, αναγκάζων αυτούς να είπουν ότι είναι συγκοινωνοί της του Αρείου αιρέσεως. Μη βουλομένων δε αυτών να αρνηθώσι την Ορθόδοξον Πίστιν της εν Νικαία Συνόδου, τοσούτον τους έδειρε καθ’ όλον το σώμα με ράβδους φοινικίας, αίτινες είχον μεγάλας ακάνθας, ώστε κατέστησαν αγνώριστοι, πολλοί δε εξ εκείνων απέθανον εκ των πληγών, ων τα λείψανα έκρυψεν ο μιαρός, δια να μη τα εύρωσιν οι συγγενείς των και τα ενταφιάσωσιν. Όσοι δε έζησαν, τους εξώρισεν εις μίαν έρημον χώραν, «Πάσαν» λεγομένην. Ουχί δε μόνον τους άνδρας, αλλά και πολλάς γυναίκας υπανδρευμένας και Παρθένους, τας μεν ερράπισε, τας δε απεγύμνωσε, τιμωρών τους Χριστιανούς, καθώς ο διάβολος τον ηνάγκαζεν. Εξώρισε δε και Επισκόπους πλείονας των τριάκοντα εις τα έσχατα μέρη της Αιγύπτου, εξ ων ήσαν και οι εξής: Αμμώνιος, Γάϊος, Νώϊς, Φίλων, Ερμής, Παυλίνος, Ψηνόσηρις, Λινάμων, Αγάθων, Άγαμφος, Μάρκος, άλλος Αμμώνιος, άλλος Μάρκος, Δρακόντιος, Αδέλφιος, Αθηνόδωρος και άλλοι, ως και δύο Κληρικοί, Ιέραξ και Διόσκορος. Πολλοί δε εκ των Επισκόπων απέθανον εις την οδόν εκ των βασάνων των στρατιωτών· τοσαύτην σκληρότητα επέδειξεν ο Γεώργιος εις την Αίγυπτον. Ο δε βασιλεύς Κωνστάντιος, ως έγινεν αυτοκράτωρ της τε Κωνσταντινουπόλεως και της Ρώμης μετά τον θάνατον του αδελφού του Κώνσταντος, ήθελε να στερεώση και εις την Δύσιν το δόγμα του Αρείου. Επειδή όμως έβλεπεν ότι δεν ηδύνατο να καθαιρεθή τελείως ο Αθανάσιος, δια τούτο διέταξε να συναχθή Σύνοδος εις μίαν πόλιν της Ιταλίας, Μεδιόλανα (Μιλάνον) λεγομένην, δια να καθαιρέσουν τον Άγιον· εις την Σύνοδον εκάθητο και ο βασιλεύς προς εκφοβισμόν των Αρχιερέων. Βλέποντες δε πολλοί εκ των Αρχιερέων της Δύσεως την τόσην ορμήν του Κωνσταντίου, ότι εξώρισεν εις την Αρίμηνον χώραν πέντε Επισκόπους, οίτινες δεν εδέχθησαν να υπογράψουν εις την καθαίρεσιν του Αθανασίου, τον Ευσέβιον, τον Διονύσιον, τον Ροδανόν, τον Παυλίνον και τον Λουκίφερον και μη έχοντες τι να ποιήσωσι, άλλοι μεν δια τα δώρα του βασιλέως, άλλοι δια να έχουν τους θρόνους των, οι περισσότεροι δε δια τον φόβον της εξορίας, υπέγραψαν εις την καθαίρεσιν αυτού. Τούτου γενομένου, εζητείτο ο Άγιος υπό των στρατιωτών του βασιλέως εις την Αλεξάνδρειαν, εις μεν το φανερόν δια να τον εξορίσουν, εις δε το κρυπτόν δια να τον φονεύσουν. Μαθών ο Άγιος την επιβουλην εκ τινος οπτασίας αγγελικής, εκρύβη εις την οικίαν Χριστιανής τινός Παρθένου (Λέγουσι δε τινές, ότι αύτη η κρύψασα τον Μέγαν Αθανάσιον ήτο η Αγία Συγκλητική η Παρθένος, η εορταζομένη την 5η Ιανουαρίου)     και εκεί παρέμεινε κεκρυμμένος εξ έτη, διατρεφόμενος παρ’ αυτής και συγγράφων λόγους κατά της του Αρείου αιρέσεως. Και ο μεν Άγιος με τοιούτον τρόπον διαφυγών από τας χείρας του βασιλέως έμεινε κεκρυμμένος εκεί, εις μόνον τον Θεόν και την φιλόχριστον εκείνην Παρθένον γνωριζόμενος. Ο δε ασεβέστατος βασιλεύς, μη αρκεσθείς εις την του Αγίου καθαίρεσιν, απελθών εις Ρώμην και εκβαλών τον Πάπαν Λιβέριον, τον διάδοχον του Ιουλίου, τον εξώρισεν εις τινα νήσον. Αντικατέστησε τούτον με έτερον Πάπαν, Αρειανόν, Φήλικα λεγόμενον, όστις ουχί πολύν χρόνον αρχιερατεύσας εις την Ρώμην, επλήγη από θεηλάτου οργής και ήτο εσθενής, πότε μεν έχων πόνον εις τους οφθαλμούς, πότε δε υπό λοιμικής νόσου ταλαιπωρούμενος, έως ου το ζην κακώς απέβαλε. Διαβάς δε ο βασιλεύς και από την Αντιόχειαν, εξώρισε και τον Πατριάρχην Μελέτιον, ως κηρύττοντα το ομοούσιον, έθηκε δε αντ’ αυτού άλλον τινά, Ευζώϊνον ονόματι, Αρειανόν όντα και αυτόν. Επιστρέψας ο Κωνστάντιος κακώς εις την Κωνσταντινούπολιν, εξώρισεν εις την Κουκουσόν της Αρμενίας τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Παύλον τον Ομολογητήν, αντ’ αυτού δε ετοποθέτησεν άλλον τινά, Ευδόξιον ονομαζόμενον. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν ανέδειξε και Καίσαρα της Γαλλίας τον εξάδελφον αυτού, Ιουλιανόν τον παραβάτην. Και ο μεν βασιλεύς ταύτα εποίει· ο δε Γεώργιος, η μεγάλη πληγή της Αιγύπτου, ο γεωργός της κακίας, ο σπορεύς των ζιζανίων, έχων το έδαφος ελεύθερον, καθ’ ο κεκρυμμένου του Αθανασίου, τι κακόν δεν έπραττε και τι ασεβές δεν έλεγεν; Ήτο δε τότε, ότε ταύτα εγένοντο, το δέκατον έτος της βασιλείας του δυσσεβούς Κωνσταντίου. Εν δε ταις ημέραις εκείναις προσεκάλεσεν ο βασιλεύς πολλούς Αρχιερείς εις την Κωνσταντινούπολιν, ίνα εγκαινιάσωσι τον Ναόν της Αγίας Σοφίας· διότι ούτος έκτισε πρώτον αυτόν δρομικόν· ύστερον δε ο μέγας Ιουστινιανός, καταβαλών την πρώτην οικοδομήν, ανήγειρεν αυτήν εκ βάθρων μετά θόλου, καθώς φαίνεται έως της σήμερον. Κατά την εποχήν εκείνην διδάσκων ο κακόδοξος Πατριάρχης Ευδόξιος, είπε μεν και άλλας βλασφημίας κατά της Ομοουσίου Τριάδος, ύστερον δε είπε και τούτο· «Γινώσκετε ότι ο μεν Πατήρ είναι ασεβής, ο δε Υιός είναι ευσεβής»! Ω της ανοχής σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ακούσαντες δε οι περιεστώτες εσκανδαλίσθησαν από τον παράδοξον τούτον λόγον· ιδών δε αυτούς τεθορυβημένους, είπε πάλιν· «Αυτό σας συγχύζει; Ναι, ούτως έχει· διότι ο Πατήρ, επειδή κανένα δεν σέβεται, είναι ασεβής· ο δε Υιός, επειδή καλώς σέβεται τον εαυτού Πατέρα, είναι ευσεβής». Ταύτα ως ήκουσαν ουχί μόνον οι Χριστιανοί, αλλά και οι Αρειανοί, γελώντες ανεχώρησαν. Ούτω λοιπόν του δυσσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου πολύν πόλεμον κατά της Εκκλησίας κινούντος, και πάντας τους Ομολογητάς του Ομοουσίου τιμωρούντος δια διαφόρων βασάνων, ο στρατός και ο λαός της Δύσεως βδελυξάμενοι την απανθρωπίαν του Κωνσταντίου, προχειρίζουσι βασιλέα τον Καίσαρα Ιουλιανόν, όστις προσεποιείτο τότε τον Ορθόδοξον. Ως ήκουσεν ο Κωνστάντιος την είδησιν ταύτην, διατρίβων τότε εν Αντιοχεία δια τον πόλεμον της Περσίας, πρώτον μεν αμφέβαλλε· μετά δε ταύτα μαθών ότι αληθώς ο Ιουλιανός διακηρύττει εαυτόν Αύγουστον, απεφάσισε να εκστρατεύση κατ’ αυτού. Όθεν παραλαβών στρατεύματα ικανά επέστρεφεν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα εκείθεν υπάγη κατά του Ιουλιανού. Διερχόμενος όμως εκ πόλεως τινός καλουμένης Κρήνης του Μόψου, ευρισκομένης μεταξύ Κιλικίας και Καππαδοκίας, απέθανεν άγων το τεσσαρακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας αυτού, εβασίλευσε δε έτη είκοσι πέντε. Μαθών δε ο Ιουλιανός τον θάνατον αυτού έσπευσε να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν· πριν όμως έλθωμεν εις την περί τούτου διήγησιν, ακούσατε οποίον οικτρόν τέλος έλαβε και ο μιαρός Γεώργιος. Τόπος τις ήτο εις την Αλεξάνδρειαν τιμώμενος πάλαι εις το όνομα του ψευδωνύμου θεού των ειδωλολατρών Μίθρα, τότε δε εις ουδέν χρησιμεύων και μάλλον ο κοινός λαός έρριπτεν εκεί τας κοπρίας της πόλεως. Τον τόπον τούτον εχάρισεν εις το Πατριαρχείον ο βασιλεύς Κωνστάντιος, όταν έζη. Εις τον τόπον αυτόν, θέλων ο Γεώργιος να κτίση Εκκλησίαν, προσέταξεν ίνα καθαρίσωσι την πολλήν κόπρον· καθαρίζοντες δε και ανασκάπτοντες την γην εύρον εντός αυτής βωμόν ειδωλικόν, εις τον οποίον ήσαν κεφαλαί ανθρώπων σφαγέντων ποτέ υπό των μιαρών ειδωλολατρών, προς τιμήν του θεού αυτών Μίθρα· ταύτας τας κεφαλάς ευρόντες Χριστιανοί τινές έρριπτον αυτάς από τόπου εις τόπον και τας ενέπαιζον. Τούτο ιδόντες οι τότε ευρισκόμενοι εν Αλεξανδρεία ειδωλολάτραι και ζηλώσαντες δια την πάτριον αυτών θρησκείαν, ώρμησαν κατά των Χριστιανών μετά μαχαιρών και ξύλων και τινάς μεν αυτών ετραυμάτισαν, τους περισσοτέρους δε εθανάτωσαν, τον δε Γεώργιον, ως αίτιον γενόμενον της ανασκαφής του βωμού, συνέλαβον και δέσαντες αυτόν εις τινα κάμηλον τον περιέφερον ανά πάσαν την πόλιν· ύστερον δε ανάψαντες πυράν μεγάλην, κατέκαυσαν αυτόν ομού μετά της καμήλου· τοιούτον κακόν τέλος λαβών, απήλθεν εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως. Παραλαβών δε ο Ιουλιανός την βασιλείαν των Ρωμαίων και θέλων εις την αρχήν να φανή Ορθόδοξος, δια να τον αγαπήση ο στρατός, διέταξεν, ότι όπου είναι εξωρισμένος Αρχιερεύς, να επαναλάβη πάλιν τον θρόνον του, οι Χριστιανοί να έχουν τας Εκκλησίας των. Ακούσας όθεν τούτο ο Μέγας Αθανάσιος, κεκρυμμένος ων, νύκτα τινά εξελθών ευρέθη εις το Πατριαρχείον· και ως τον είδον οι Χριστιανοί, εχάρησαν δια το παρ’ ελπίδα θέαμα και εδέχθησαν αυτόν μετά πάσης χαράς· οι δε Αρειανοί, μη έχοντες τι να κάμουν, τότε μεν ησύχασαν, μετά δε ταύτα συναχθέντες, εχειροτόνησαν Πατριάρχην Λούκιον τινά ονόματι, υπέρμαχον και αυτόν της αιρέσεως του Αρείου, όστις εις μεν τα γράμματα υπερέβαινε τον Γεώργιον, εις δε την υπόκρισιν και απανθρωπίαν ήτο όμοιος εκείνου. Ανελθών όμως ο Ιουλιανός και εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, απηρνήθη εντός ολίγου την ευσέβειαν των Χριστιανών και εγένετο φοβερός ειδωλολάτρης, δια τούτο και Παραβάτης ωνομάσθη, καθότι παρέβη τας συνθήκας και τους όρκους, τους οποίους έδωκε προ του να γίνη βασιλεύς, ότι δηλαδή θα εστερέωνε τον Χριστιανισμόν. Eυθύς λοιπόν ως παρρησιάσθη εις άπαντας, ότι είναι ειδωλολάτρης και εκήρυξε φανερώς την λατρείαν των ειδώλων, τις να διηγηθή τους πειρασμούς και τας τιμωρίας, τας οποίας εποίει όχι μόνον κατά των Χριστιανών αλλά και κατά των Αρειανών; Διότι τας μεν Εκκλησίας των Χριστιανών ηφάνιζε, τους Αρχιερείς, τους ομολογούντας τον Χριστόν, δια διαφόρων τιμωριών εβασάνιζε, παν δε είδος τιμωρίας επενοείτο κατά των ευσεβών. Τότε η μεν πλάνη των ειδώλων εκηρύττετο, η δε πίστις των Χριστιανών ηλαττούτο. Ειδωλικαί θυσίαι καθ’ εκάστην ημέραν εγίνοντο, ζώα εσφάζοντο θυσιαζόμενα εις τους ψευδωνύμους θεούς, τα είδωλα προσεκυνούντο, οι ειδωλολάτραι παρρησιάζοντο, τοσούτον δε επληθύνετο η ειδωλολατρία, ώστε και τας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως απέκλεισε και έστησε το είδωλον της Τύχης, προστάξας όπως προσκυνούν αυτό οι πάντες· οι δε άνθρωποι, άλλοι μεν δια τον φόβον του βασιλέως, έτεροι δε δια δώρα, άτινα έδιδεν εις αυτούς, επήγαινον καθ’ εκάστην και ηρνούντο τον Χριστόν· και όπως εδιώκοντο οι Χριστιανοί προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εις τον καιρόν του Μαξιμιανού και του Διοκλητιανού, ομοίως και τότε εδιώκοντο και εβασανίζοντο ποικιλοτρόπως. Συνήθροισε δε τότε ο ασεβής βασιλεύς και τους μάντεις και σοφούς των ειδωλολατρών και ηρώτησεν αυτούς, δια τίνος τρόπου να στερεωθή η ειδωλολατρία και να αφανισθή το γένος των Ναζωραίων και Γαλιλαίων· καθότι τους Χριστιανούς ο μιαρός ούτως ωνόμαζεν, επειδή ο Χριστός ήτο εκ Ναζαρέτ, ήτις είναι εις τα σύνορα της Γαλιλαίας. Εκείνοι δε είπον εις αυτόν, ότι εις την Αλεξάνδρειαν ευρίσκεται άνθρωπος τις διδάσκαλος των Γαλιλαίων, Αθανάσιος λεγόμενος, όστις είναι στήριγμα και θεμέλιον της πίστεως αυτών και εάν εκείνον φονεύσης, ευκόλως επιστρέφουν οι άλλοι εις την ειδωλολατρίαν· διότι όταν χαλασθή το θεμέλιον του οίκου, τότε κατ’ ανάγκην θα κρημνισθή ούτος ολόκληρος. Ταύτα ακούσας ο αποστάτης βασιλεύς, παρευθύς έστειλεν ένα στρατηγόν με διακοσίους στρατιώτας εις την Αλεξάνδρειαν, ίνα φονεύσωσι τον Αθανάσιον. Όταν δε έφθασαν εκεί και εκύκλωσαν τον Ναόν δια να συλλάβουν τον Αθανάσιον, ούτος, υπό της χάριτος του Θεού φυλαττόμενος εις πολλών Χριστιανών ωφέλειαν, έφυγεν εκ μέσου των χειρών αυτών και παντελώς δεν τον είδον· έπειτα κατήλθεν εις τον ποταμόν Νείλον, όστις διαβαίνει δια μέσου της Αιγύπτου και εκεί ευρών πλοίον έτοιμον το εναύλωσε και επέβη αυτού δια να υπάγη εις την Θηβαϊδα, ήτις ήτο ποτέ πόλις μεγάλη και πολυάνθρωπος, έχουσα εκατόν πύλας, την οποίαν εκρήμνισεν εκ θεμελίων ο Μέγας Αλέξανδρος. Μαθών ο στρατηγός, ότι ο Αθανάσιος φεύγει με πλοίον δια την Θηβαϊδα, επέβη και ούτος ετέρου πλοίου δια να φθάση αυτόν. Βιαζόμενος δε ο στρατηγός, έφθασε το πλοίον επί του οποίου ήτο ο Αθανάσιος· ιδών δε ο Άγιος από μακρόθεν το πλοίον του στρατηγού, εγνώρισε παρευθύς εκ Πνεύματος Αγίου, ότι αυτόν διώκουσι και λέγει εις τον πλοίαρχον να στρέψη το πλοίον εις τα οπίσω δια να φανή ότι υπάγουσιν εις την Αλεξανδρειαν. Ο δε πλοίαρχος εθαύμασε μεν εις τον λόγον του Αγίου· επειδή όμως ήτο μεμισθωμένος, εξετέλεσε το πρόσταγμά του· Επιστρέφοντες λοιπόν συνήντησαν το πλοίον το οποίον είχε τον στρατηγόν· και όταν επλησίασαν, ηρώτησεν ο Άγιος από το πλοίον τους στρατιώτας λέγων: «Τίνα ζητείτε και τρέχετε ούτως»; Οι δε είπον: «Τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Αθανάσιον». Ο δε Άγιος είπεν αυτοίς: «Έμπροσθέν σας υπάγει, μόνον ταχύνετε να τον φθάσητε». Οι δε στρατιώται, μη γνωρίσαντες ότι αυτός ήτο εκείνος, τον οποίον εζητούσαν, εβιάζοντο δια να τον φθάσουν. Με τοιούτον τρόπον ο Άγιος διαφυγών, Θεού ευδοκία, τον θάνατον, εισήλθε και πάλιν εις την Αλεξάνδρειαν και παρέμεινεν εκεί κεκρυμμένος εις τινος Χριστιανού την οικίαν επί εν έτος και μήνας οκτώ, έως ου εφονεύθη ο Ιουλιανός εις την Περσίαν παρά του Αγίου Μερκουρίου, δια προσευχής του Μεγάλου Βασιλείου. Μετά τον θάνατον του Παραβάτου Ιουλιανού ο εις Περσίαν ευρισκόμενος στρατός ανεκήρυξε βασιλέα τον ποτέ στρατηγόν του Ιωβιανόν, ευσεβή Χριστιανόν Ορθόδοξον, όστις εις τον καιρόν του Ιουλιανού, ότε ήτο στρατηγός, απέρριψε την ζώνην του αξιώματος οικειοθελώς δια την πίστιν του Χριστού και έμενεν ιδιώτης. Τοσούτον δε ήτο ανδρείος και υψηλού αναστήματος, ώστε όταν έμελλον να τον ενδύσουν το βασιλικόν ιμάτιον, δεν ευρέθη ουδέν εις το θησαυροφυλάκιον να είναι εις το ανάστημά του! Ερχόμενος δε εις την Κωνσταντινούπολιν, απέθανε κοιμώμενος την νύκτα εις την Γαλατίαν, βασιλεύσας επτά μόνον μήνας· είτε δε εκ Θεού, είτε εξ επιβουλής των ανθρώπων ετελεύτησε τόσον σύντομα, ουδείς το εγνώρισε. Μετά δε και τούτου τον θάνατον ανεκήρυξεν ο στρατός βασιλέα τον τότε στρατηγόν του Ουαλεντινιανόν Ορθόδοξον και αυτόν όντα. Ούτος είχε και αδελφόν ονόματι Ουάλεντα, τον οποίον κατέστησε συγκοινωνόν της βασιλείας του και αυτός μεν απήλθεν εις την Γαλλίαν δια να βασιλεύη εις την Δύσιν, τον δε αδελφόν του Ουάλεντα αφήκεν εις την Κωνσταντινούπολιν δια να βασιλεύση εις την Ανατολήν. Πριν δε βασιλεύση ο Ουάλης εφαίνετο Ορθόδοξος, ύστερον όμως εγένετο Αρειανός και διώκτης των Ορθοδόξων. Όθεν εξώρισε και αυτός τον Αγιώτατον Πατριάρχην Αντιοχείας Μελέτιον, απέστειλε δε και εις την Αλεξάνδρειαν στρατιώτας δια να φονεύσουν τον Μέγαν Αθανάσιον. Μαθών δε τούτο ο Άγιος εκρύβη εις εν κοιμητήριον πατρικόν του και έμενεν εκεί μήνας τέσσαρας, έως ου απέθανεν ο ηγεμών της Αλεξανδρείας Τατιανός, όστις εζήτει να τον φονεύση. Αλλά τις να σιηγηθή και τούτου του βασιλέως τον διωγμόν, ον ήγειρε κατά των Ορθοδόξων, ίνα στερεώση την αίρεσιν του Αρείου; Τόσον μόνον είναι ανάγκη να είπωμεν, ότι ουδείς άλλος των Αρειανών βασιλέων τον υπερέβη εις τας τιμωρίας τας οποίας εποίησεν εις τους Χριστιανούς· και όμως ο Θεός έδειξε μεγάλα σημεία, ίνα μεταβάλη γνώμην. Διότι τοιούτοι σεισμοί εγίνοντο κατά πόλιν και χώραν, ώστε και η θάλασσα εξελθούσα εις πολλούς τόπους εσκέπασε την ποτέ ξηράν γην· και πάλιν εις άλλον τόπον εσύρθη η θάλασσα και εγένετο ξηρά, εκεί δε όπου ήσαν οι λιμένες των πλοίων, έσπερνον ύστερον οι άνθρωποι· τότε και εις την νήσον Κρήτην περί τας εκατόν πόλεις ηφανίσθησαν παντελώς. Και ο μεν Θεός τοιαύτα σημεία εποίει μήπως επιστρέψη ο βασιλεύς από την βλάσφημον αίρεσιν, εκείνος δε αντ’ ουδενός ταύτα λογιζόμενος ηγωνίζετο να επιβάλη το ιδικόν του θέλημα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανε και ο κακόδοξος Ευδόξιος ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως γενόμενος παρά του Αρειανόφρονος βασιλέως Κωνσταντίου. Τότε οι Αρειανοί εχειροτόνησαν τον Δημόφιλον ομόφρονά των. Οι δε Ορθόδοξοι είχον Πατριάρχην τον σοφόν ενάρετον Ευάγριον, τον οποίον εχειροτόνησεν ο ποτέ Αντιοχείας Πατριάρχης Ευστάθιος ο Αγιώτατος, τυχών τότε εν Κωνσταντινουπόλει. Εις όλα δε τα κακά τα οποία διέπραξεν ο Ουάλης ηθέλησε και να αποστείλη άλλον Πατριάρχην εις Αλεξάνδρειαν, οι δε Ορθόδοξοι Αλεξανδρείς ακούσαντες τούτο έγραψαν προς αυτόν, ότι, όστις υπάγη εκεί, πλην του Μεγάλου Αθανασίου, θα τον φονεύσουν. Τότε διέταξεν, ότι, εάν ο Αθάνασιος ζη, να λάβη πάλιν τον θρόνον του· τούτο δε εποίησε φοβούμενος τους Αλεξανδρειανούς και πάντας τους Αιγυπτίους, να μη επαναστατήσουν και ποιήσουν εμφύλιον πόλεμον, διότι τότε ήτο πολύ τεταπεινωμένος ο βασιλεύς, μη έχων επιτηδείους συμβούλους να διακρατώσι την βασιλείαν και πάντες τον εμίσουν δια την κακήν αυτού διοίκησιν του βασιλείου. Ως έμαθε ταύτα ο Αθανάσιος, εξελθών εκ της κρύπτης του εκάθισεν εις το Πατριαρχείον, ως αστήρ φαεινός μεν αλλ’ εσπέριος και τη λαμπρότητι των λόγων αυτού καταφωτίσας τον Ορθόδοξον λαόν, ουχί μόνον δια λόγων και παραινέσεων, αλλά και με συγγραφάς βιβλίων επί μακρόν χρόνον. Ούτω λοιπόν την του Χριστού ποίμνην καλώς διακυβερνών και πάσαν μεν αίρεσιν απελέγχων, την δε Ορθόδοξον και ευσεβή πίστιν ανακηρύττων, έφθασεν εις τας δυσμάς του βίου αυτού και ανεπαύθη ο πολύτλας Αθανάσιος από των μακρών αυτού πόνων τω τογ΄ (373) έτει, εβδομηκοστόν έτος άγων της ηλικίας του, εξ ων τα τεσσαράκοντα εξ εποίησεν εν τη αρχιερωσύνη και εις τους υπέρ της Ορθοδοξίας διωγμούς. Και η μεν αγία αυτού ψυχή απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς, συγχορεύουσα μετά των Αποστόλων, ων τα έργα και τους τρόπους εμιμήσατο, το δε τίμιον αυτού και πολύαθλον σώμα, μετά πολλών τιμών κηδεύσαντες οι Ορθόδοξοι, κατέθεντο εν επισήμω τόπω δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: