Τη Α΄ (1η) Ιανουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας του Μεγάλου.

Βασίλειος ο Μέγας εν Αγίοις πατήρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ (364) γεννηθείς περί το έτος τκθ΄ (329) εκ πλουσίων και ευγενών γονέων του εκ Πόντου Βασιλείου και της εκ Καισαρείας της Καππαδοκίας Εμμελείας ευσεβών και Ορθοδόξων, οι οποίοι είχον εν όλω τέσσαρας μεν παίδας άρρενας, Βασίλειον τον Μέγαν, Γρηγόριον, Ναυκράτιον και Πέτρον, μίαν δε θυγατέρα, Μακρίναν λεγομένην. Κατ’ αλήθειαν δε εις αυτούς επληρώθη ο λόγος του Δαβίδ, όστις λέγει· «Γενεά ευθέων ευλογηθήσεται»· διότι όχι μόνον ούτος ο Άγιος ήτο ευλογημένος, αλλά και οι άλλοι τέσσαρες αδελφοί θαυμαστοί και σημειοφόροι εγένοντο, διότι ο μεν Πέτρος, ο μικρότερος αδελφός του Αγίου, εγένετο Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας, ο Γρηγόριος, ο τρίτος, εγένετο Μητροπολίτης Νύσσης, ο δε Ναυκράτιος εγένετο Ασκητής και θαυματουργός Άγιος, ησυχάσας εις το όρος της Νητρίας.

Η Μακρίνα δε και αυτή ηγίασεν, ευρίσκομεν δε το Συναξάριον αυτής την δεκάτην ενάτην (19) του Ιουλίου μηνός· πάντας όμως τους αδελφούς ο Άγιος ούτος υπερέβαλε και εις την αρετήν και εις την μάθησιν, ως θέλετε ακούσει μετά ταύτα. Κατ’ αρχάς, παιδίον έτι ο Άγιος, εμάνθανε τα ιερά γράμματα παρά του πατρός αυτού Βασιλείου, Ιερέως όντος και διδασκάλου των Χριστιανών. Ότε δε έφθασεν εις μεγαλυτέραν ηλικίαν, επεθύμησε να λάβη και παιδείαν ελληνικήν, την οποίαν οι μεν ανόητοι και αμαθείς άνθρωποι κατηγορούσιν, επειδή δεν γνωρίζουσι το κέρδος, οι δε Άγιοι της Εκκλησίας ημών και εσπούδασαν και επαινούσιν αυτήν και μάλιστα ο Θεολόγος Γρηγόριος, όστις εις τον Επιτάφιον λόγον τούτου του Αγίου λέγει, ότι εκείνοι οίτινες κατηγορούσι την Ελληνικήν σοφίαν και εμποδίζουσι τους θέλοντας να σπουδάσουν ταύτην, ομοιάζουσι με εκείνους, οίτινες είναι τυφλοί από τον ένα οφθαλμόν και αγαπώσι να είναι και όλοι οι άνθρωποι εις αυτήν την κατάστασιν, δια να μη έχωσι κατηγορίαν. Και βεβαίως, εάν τινες σοφοί εγένοντο αιρετικοί, όμως άλλοι τοιούτοι εγένοντο Άγιοι και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας ημών, των οποίων τα ονόματα περιττόν είναι να αναφέρω, διότι και οι ολίγα γράμματα ηξεύροντες τους γνωρίζουσιν. Εκ τούτου λοιπόν δύναται ο καθείς να εννοήση, ότι δεν είναι η μάθησις αιτία, ώστε να γίνη ο άνθρωπος αιρετικός, αλλά η κακή προαίρεσις αυτού· διότι, εάν έκαμνεν η μάθησις αιρετικούς, θα ήθελον γίνει όλοι όσοι μανθάνουσιν αιρετικοί. Τώρα δε δεν συμβαίνει τούτο, δια να εννοήσωμεν, ότι η μάθησις είναι όργανον εις τας υπηρεσίας του ανθρώπου. Ως χάριν παραδείγματος η μάχαιρα, η οποία, εάν μεν τύχη εις άνθρωπον όστις την χρησιμοποιεί δια καλόν, δηλαδή να κόπτη άρτον ή να κάμνη άλλην τινά εργασίαν, λέγεται και εκείνη καλή, αν δε την έχει τις δια να σφάττη ανθρώπους, τότε λέγεται κακή· όχι διότι η μάχαιρα κατά την φύσιν της είναι καλή ή κακή, επειδή είναι άψυχον πράγμα και προαίρεσιν δεν έχει, αλλά διότι κατά πως την χειρισθή ο άνθρωπος, ο λογικός και αυτοπροαίρετος, υπηρετεί και εκείνη. Ούτως είναι και η μάθησις· όργανον την έδωκεν ο Θεός εις τους ανθρώπους, ίνα εννοήσωσι τα ποιήματά του· όταν δε ο άνθρωπος την χρειασθή εις αιρέσεις ψευδείς, τότε ουχί ο Θεός, όστις την έδωκε, λέγεται αίτιος του κακού, καθώς ούτε ο τεχνίτης, ο οποίος έκαμε την μάχαιραν, αλλά ο άνθρωπος, όστις θα την χρησιμοποιήση δια το κακόν, εκείνος έχει την κατηγορίαν, η δε μάθησις, ως όργανον, είναι ακατηγόρητος. Ταύτην λοιπόν την ελληνικήν σοφίαν επιθυμήσας να σπουδάση ο Άγιος μετέβη πρώτον εις το Βυζάντιον, το οποίον είναι η νυν ονομαζομένη Κωνσταντινούπολις, διότι ήσαν πολλοί σοφοί τότε εκεί· έπειτα δε, τελειοτέρας διδασκαλίας επιθυμών, ήλθεν εις τας Αθήνας, διότι τον καιρόν εκείνον ευρίσκοντο εις αυτάς οι πρώτοι σοφοί και διδάσκαλοι των Ελλήνων. Εις αυτάς ήτο τότε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όστις εσπούδαζεν, ως και ο παραβάτης Ιουλιανός, ο οποίος εβασίλευσε μετά ταύτα, ο σοφιστής Λιβάνιος και άλλοι πολλοί από διαφόρους τόπους. Τοσαύτην δε αρετήν είχεν ο Άγιος εις τας Αθήνας κατά τον καιρόν ότε εδιδάσκετο, ώστε, όσον καιρόν διέμεινεν, ούτε κρέας έφαγεν, ούτε οψάριον, ούτε άλλο άρτυμα, ούτε οίνον έπιε· διετρέφετο δε μόνον δι’ άρτου και ύδατος και δι’ ημέρων λαχάνων, ώστε και ο διδάσκαλος αυτού, Εύβουλος καλούμενος, σοφός ων και άριστος των εν Αθήναις φιλοσόφων, βλέπων την τοσαύτην εγκράτειαν και σωφροσύνην του Αγίου, εθαύμαζεν εκπληττόμενος. Λέγουσι δε ότι μετά ταύτα αυτός ο Εύβουλος εγένετο Χριστιανός, δια παραινέσεως του Αγίου. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον σπουδάσας άπασαν την φιλοσοφίαν των Ελλήνων, ηθέλησε να υπάγη και εις τα Ιεροσόλυμα, πρώτον μεν δια να προσκυνήση τον Πανάγιον και Ζωηφόρον Τάφον του Ιησού Χριστού, δεύτερον δε δια να βαπτισθή εις τον Ιορδάνην ποταμόν, επειδή, τον καιρόν εκείνον, δεν εβαπτίζοντο όταν ήσαν μικρά παιδία οι Χριστιανοί, αλλ’ όταν εγίνοντο τριάκοντα χρόνων. Τυχών δε του ποθουμένου, επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν και εκεί διατρίβων εχειροτονήθη Διάκονος υπό του τότε Πατριάρχου Αντιοχείας. Τότε, λέγουσιν, έγραψε την εξήγησιν των Παροιμιών του Σολομώντος. Ακούσας δε, ότι ο πατήρ αυτού ασθενεί, ηθέλησε να μεταβή εις την πατρίδα του, την Καισάρειαν, ίνα λάβη την ευχήν των γονέων αυτού. Απερχομένου δε του Αγίου, Άγγελος Κυρίου εφάνη προς τον Μητροπολίτην  της Καισαρείας, ονόματι Ευσέβιον, λέγων· «Ταύτην την ώραν έρχεται ο άξιος διάδοχος του θρόνου σου· όθεν απόστειλον τους Κληρικούς σου και άρχοντας να τον προϋπαντήσουν εις την πύλην της πόλεως». Πορευθέντες λοιπόν οι Κληρικοί και οι άρχοντες και ιδόντες τον Άγιον ερχόμενον, εθαύμασαν και ηυφράνθησαν· εθαύμασαν μεν δια την πρόρρησιν του Αγγέλου, ηυφράνθησαν δε, διότι ηξιώθησαν να αποκτήσουν τοιούτον ποιμένα και διδάσκαλον περιφανή δια τε την αρετήν και την φήμην, την οποίαν είχεν. Διατρίψας λοιπόν ο Άγιος εκεί ημέρας τινάς, εχειροτονήθη πρεσβύτερος· επειδή όμως ήτο θέλημα Θεού να τεθή το φως επί την λυχνίαν, δια να μη πολυλογώ, εκοιμήθη εν Κυρίω ο Αρχιεπίσκοπος Ευσέβιος. Συναχθέντες δε οι Επίσκοποι της επαρχίας εκείνης, ψήφω κανονική εχειροτόνησαν τον Άγιον Βασίλειον Αρχιερέα και ποιμένα αυτών, μάλλον δε παντός του κόσμου διδάσκαλον. Αλλά τις να διηγηθή τας αρετάς του Αγίου και τους κόπους, τους οποίους κατέβαλεν, αφού ηξιώθη της αρχιερωσύνης; Διότι ήτο μεν και πρότερον εγκρατής και ενάρετος, αλλά τότε υπερέβη πάντα νουν και λογισμόν η αρετή αυτού, διότι, τοσαύτης μόνον τροφής εγεύετο, όσον να διατηρήται η ψυχή εις το σώμα, ύπνου δε τοσούτου μετείχεν, όσον να μη συγχύζεται ο νους από την πολλήν αγρυπνίαν. Τις να επαινέση αξίως την σωφροσύνην αυτού, την αποχήν από των ηδονών, την στέρησιν των θελημάτων της σαρκός; Τις δύναται να εξιστορήση τας καθ’ εκάστην ημέραν γινομένας μελιρρύτους διδασκαλίας αυτού; Άλλος Απόστολος τρισκαιδέκατος ήτο τον καιρόν εκείνον, διότι και τούτου ο φθόγγος και η διδασκαλία, ως λέγει ο θείος Δαβίδ, εις πάσαν την γην εξήλθε, καθώς και η των Δώδεκα Αποστόλων· δια τούτο και χαρίτων μεγάλων ηξιώθη παρά Θεού, ως και εκείνοι και δεν έπαυε θαυματουργών καθ’ εκάστην ημέραν. Εάν όμως θελήση τις να διηγηθή ταύτα λεπτομερώς, κάμνει ως εκείνον, όστις προσπαθεί να μετρήση τους αστέρας του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Αλλ’ ίνα μη ζημιώσωμεν τους αγαπώντας την ακρόασιν της διηγήσεως ταύτης, πρέπον είναι να διηγηθώμεν μερικά εκ τούτων, εις ευφημίαν αφ’ ενός και έπαινον του Αγίου, εις δοξολογίαν δε και ευχαριστίαν αφ’ ετέρου του εν Αγίοις δοξαζομένου Θεού. Μη όμως θαυμάσετε και απορήσετε, όσοι γνωρίζετε γράμματα, διότι δεν θα διηγηθώ και εγώ όλα τα θαύματα όσα ευρίσκονται γεγραμμένα εις τον λόγον, τον οποίον λέγουσιν, ότι συνέγραψεν ο Άγιος Αμφιλόχιος Αρχιεπίσκοπος Ικονίου. Επειδή μερικά εξ αυτών είναι ψευδή και δεν έγιναν ως αναγράφονται, αλλά κατόπιν τα προσέθεσαν οι αιρετικοί. Θα διηγηθώ δε ομιλών προς την υμετέραν αγάπην μόνον όσα είναι βεβαιωμένα παρ’ αξιοπίστων συγγραφέων· και πρώτον ακούσατε δια ποίαν αιτίαν συνέγραψε την θείαν Λειτουργίαν, ήτις ονομάζεται του Μεγάλου Βασιλείου και την οποίαν τελούσιν οι Ιερείς μόνον δέκα φοράς τον χρόνον. Μετά την Ανάστασιν του Χριστού ο Άγιος Ιάκωβος, ο υιός του μνήστορος Ιωσήφ, ο λεγόμενος Αδελφόθεος, Αρχιερεύς γενόμενος των Ιεροσολύμων, συνέγραψεν εις την Εβραϊκήν ευχάς τινας και ικεσίας προς τον Θεόν, ίνα τας λέγουσιν οι Ιερείς, όταν πρόκειται να τελέσουν την θείαν Μυσταγωγίαν, την οποίαν παρέδωκεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τους Αποστόλους κατά την νύκτα εκείνην καθ’ ην έμελλε να παραδοθή. Ταύτας λοιπόν τας ευχάς και την άλλην Ακολουθίαν της θείας Λειτουργίας τας μετεγλώττισεν εις την Ελληνικήν, ως ευρίσκονται σήμερον, ο Άγιος Κλήμης, ο μαθητής του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, ο κατόπιν χρηματίσας Πάπας Ρώμης και ενομοθέτησεν όπως άπαντες οι Χριστιανοί ούτως επιτελώσι την θείαν Μυσταγωγίαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν επολιτεύοντο οι Χριστιανοί περί τους τριακοσίους πεντήκοντα περίπου χρόνους· πλην, επειδή ήσαν μεγάλαι αι ευχαί εκείναι και μακρά η Ακολουθία, ημέλουν οι Ιερείς και δεν ελειτούργουν, μάλιστα δε και οι Χριστιανοί εις την Λειτουργίαν εβαρύνοντο και εγόγγυζον, ως θέλοντες να υπάγωσιν εις τας κοσμικάς εργασίας. Τούτο βλέπων ο Άγιος και επιθυμών να κάμη τρόπον προς ανακούφισιν του μεγάλου κόπου των Χριστιανών, άμα δε δια να έχη ευχέρειαν προς εξάπλωσιν της διδαχής αυτού, εδέετο και παρεκάλει τον Θεόν να του δείξη σημείον δια του οποίου να γνωρίση εάν είναι θέλημα Αυτού να τελειώση τον σκοπόν του. Ούτω λογιζόμενος και δεόμενος του Θεού επί πολλάς ημέρας μετά νηστείας και δακρύων, μίαν νύκτα είδεν οπτασίαν θαυμαστήν και παράδοξον, την οποίαν εκείνος μεν ως καθαρός και Άγιος ηξιώθη να ίδη, εγώ δε, ως ανάξιος και γέμων πάσης ακαθαρσίας, φρίττω να διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί. Εφάνη λοιπόν εις αυτόν ωσάν να κατήλθεν ο Χριστός μετά των Αποστόλων, ω της συγκαταβάσεώς σου, Φιλάνθρωπε Κύριε! και κατά την αρχιερατικήν τάξιν ετέλεσε την θείαν Μυσταγωγίαν μετ’ αυτών· πλην δεν έλεγε τας ευχάς ο Κύριος ως είναι γεγραμμέναι εις την λειτουργίαν του Αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά συνέτεμνε ταύτας κατά τον τρόπον με τον οποίον συνέθεσε ταύτας κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος. Ταύτην την οπτασίαν ιδών ο Άγιος και ευχαριστήσας τον Θεόν τον επακούσαντα την δέησιν αυτού, συνέγραψε την θείαν Λειτουργίαν συντομωτέραν, όπως ευρίσκεται σήμερον. Με τοιούτον τρόπον εγένετο η αποκάλυψις της θείας Λειτουργίας εις τον Άγιον Βασίλειον. Γυνή τις χήρα, αδικουμένη εις χρήματα παρά του άρχοντος της Καισαρείας, προσήλθεν εις τον Άγιον δεομένη και ικετεύουσα αυτόν να γράψη επιστολήν εις εκείνον, να μη την πειράζη· έγραψεν όθεν ο Άγιος ταύτα. «Η γυνή αύτη, ήτις σου φέρει το γράμμα μου, πιστεύουσα ότι με αγαπάς και δέχεσαι τον λόγον μου, με παρεκάλεσε να σου γράψω να μη την πειράζης· εάν λοιπόν τούτο είναι αληθές, δείξέ το με το έργον». Ταύτα γράψας ο Άγιος, έδωκε το γράμμα εις την γυναίκα εκείνην, ήτις απελθούσα επέδωκε τούτο προς τον άρχοντα· ο δε άρχων, αναγνώσας, απήντησε προς τον Άγιον. «Δια την αγάπην σου, Πάτερ, ηθέλησα να την συμπαθήσω, αλλά δεν ηδυνήθην, διότι χρεωστεί αυθεντικά χρήματα». Αντέγραψεν εις αυτόν πάλιν ο Άγιος· «Ει μεν, ως λέγεις, ηθέλησες να την συμπαθήσης και δεν ηδυνήθης, καλώς έχει το πράγμα· εάν δε ηδυνήθης και δεν ηθέλησες, να φέρη και σε ο Θεός εις την τάξιν των δεομένων, ίνα, όταν λάβης την ανάγκην να σε συμπαθήσουν, μη δυνηθής». Ταύτα έγραψεν ο Άγιος· και πράγματι οι λόγοι εκείνοι ήσαν προφητεία των μετά ταύτα συμβάντων, διότι δεν παρήλθον πολλαί ημέραι και τοσούτον ωργίσθη ο βασιλεύς εναντίον του άρχοντος αυτού, ώστε τον συνέλαβον οι απεσταλμένοι του και τον ωδήγουν σιδηροδέσμιον από πόλεως εις πόλιν και από χώρας εις χώραν, δια να πληρώνη τας αδικίας όπου είχε κάμει. Τότε ιδών ο δυστυχής ότι επηλήθευσεν η πρόρρησις του Αγίου, τον παρεκάλεσε να κάμη δέησιν προς τον Θεόν να τον λυπηθή ο βασιλεύς. Ο Άγιος τότε, ως συμπαθής και χριστομίμητος, δι’ ευχής μόνης ημέρωσε την καρδίαν του βασιλέως· και μετά εξ ημέρας, αφ’ ότου παρεκάλεσεν εκείνος τον Άγιον, ήλθον γράμματα βασιλικά, ελευθερούντα αυτόν από της καταδίκης. Τούτο παθών και ιδών ο άρχων εκείνος και γνωρίσας πόθεν του ήλθεν η τόση καλωσύνη, εις μεν την γυναίκα έδωσε διπλάσια όσων την ηδίκησε, τον δε Άγιον ηυχαρίστησεν ένεκα της δεήσεως. Πείνα εγένετο ποτέ μεγάλη εις την επαρχίαν του Αγίου και τοσαύτη, ώστε πολλοί απέθνησκον από την στέρησιν της τροφής. Τι λοιπόν έπραξεν ο Άγιος; Βλέπων τους άρχοντας ότι φυλάττουσι τον σίτον εις τας αποθήκας και δεν τον δίδουσιν εις τους πτωχούς, ελυπείτο δια την σκληρότητα των αρχόντων, διότι άλλη απανθρωπία δεν είναι μεγαλυτέρα εις τοιούτον καιρόν, να μη θέλουσιν οι πλούσιοι να πωλώσι τον σίτον, αλλά να αναμένωσι καιρόν δια να κερδίσωσι περισσότερα χρήματα. Δια τούτο λέγει ο σοφός Σολομών, εις το ια΄ (11) κεφάλαιον των Παροιμιών· «Ο συνέχων σίτον, υπολείποιτο αυτόν τοις έθνεσι» και πάλιν αλλαχού: «Ο ταμιουλκών σίτον, δημοκατάρατος». Δεν γνωρίζουσιν οι άθλιοι, ότι, όσον αναμένουν καιρόν ακριβώτερον δια να θησαυρίσουν και στενοχωρούνται οι πτωχοί, τοσούτον πληθύνουσι προς εαυτούς την αγανάκτησιν του Θεού· διότι είναι άλλο τι χειρότερον από του να αποκρύπτωσιν αυτοί τον σίτον και να πραγματεύωνται την στενοχωρίαν των πτωχών, οι δε Χριστιανοί να στενοχωρούνται και να πεινώσι; Πως να ονομάση τις τους τοιούτους Χριστιανούς; Πως να τους καλέσης; Απλώς μόνον ανθρώπους ή να τους είπης αγριωτέρους των θηρίων; Διότι των ανθρώπων είναι ίδιον να μη λυπούνται τους ομοφύλους των, τα δε θηρία, αν και είναι άγρια, όμως λυπούνται τα όμοιά των. Τοιούτοι περίπου ήσαν τον καιρόν εκείνον οι άρχοντες της Καισαρείας· εδίδασκεν όθεν αυτούς καθ’ εκάστην ημέραν ο Άγιος περί ελεημοσύνης, τους ενουθέτει, τους παρεκάλει, συνέγραφε λόγους, υπενθύμιζε την φιλοξενίαν του Αβραάμ, την ξενοδοχίαν του Λωτ και το πως διέθρεψε τους Αιγυπτίους ο πάγκαλος Ιωσήφ. Τότε μάλιστα συνέγραψε και τους λόγους οίτινες ευρίσκονται και επιγράφονται εις το «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω». Ταύτα ποιών και λέγων ο Άγιος, μετά βίας κατέπεισεν αυτούς να ανοίξωσι τας αποθήκας· και τότε μιμούμενος τον Δεσπότην Χριστόν, όστις ένιψε τους πόδας των Μαθητών Του, μόνος υπηρέτει εις την διανομήν του σίτου, μόνος έβραζε τα όσπρια, μόνος εμοίραζεν εις τους πτωχούς την τροφήν και ούτω ποιών επί πολλάς ημέρας εθεράπευσε την συμφοράν εκείνης της πείνης. Κατ’ εκείνον τον καιρόν Ιουλιανός ο μιαρώτατος και ασεβέστατος βασιλεύς, θέλων να υπάγη εις τα μέρη της Περσίας. Ήλθε πλησίον της πόλεως Καισαρείας, ο δε Άγιος Βασίλειος, γνωρίζων αυτόν από τας Αθήνας, διότι, ως είπομεν, εσπούδαζεν εκεί ομού, προσέτι δε τιμών αυτόν ως βασιλέα, παρέλαβε τον λαόν αυτού και προϋπήντησεν αυτόν. Μη έχων δε άλλο δώρημα να προσφέρη εις την βασιλικήν συνοδείαν, προσέφερε κατ’ απαίτησιν του βασιλέως τρεις άρτους κριθίνους από εκείνους τους οποίους έτρωγεν ο Άγιος. Δεχθείς ο βασιλεύς το δώρημα, διέταξε τους υπηρέτας να ανταμείψωσι την δωρεάν και να δώσουν χόρτον εκ του λειβαδίου. Βλέπων δε ο Άγιος την καταφρόνησιν ταύτην είπεν εις τον βασιλέα· «Ημείς μεν, ω βασιλεύ, από εκείνο το οποίον τρώγωμεν, καθώς εζήτησας, προσεφέραμεν· η δε βασιλεία σου, ως αρμόζει, μας αντήμειψε την δωρεάν από εκείνο που τρώγεις». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη πολύ και λέγει προς τον Άγιον· «Τώρα δέξου την δωρεάν ταύτην και όταν επιστρέψω από την Περσίαν νικητής, τότε, την μεν πόλιν σου θα κατακαύσω, τον δε υπό σου απατώμενον μωρόν λαόν θα αιχμαλωτίσω, διότι τους θεούς τους οποίους εγώ προσκυνώ αυτοί ατιμάζουσι, συ δε θέλεις λάβει την πρέπουσαν αμοιβήν». Ούτως απειλήσας ο ασεβής βασιλεύς Ιουλιανός, απήλθεν εις την Περσίαν. Επιστρέψας ο Άγιος εις την πόλιν εκάλεσεν άπαν το πλήθος του λαού και αφού ανήγγειλε τας απειλάς του βασιλέως, συνεβούλευσεν αυτούς ειπών· «Μη λυπηθήτε, αδελφοί μου Χριστιανοί, τα χρήματά σας, μόνον φροντίσατε δια την ζωήν σας, φέρετε δε ό,τι χρήματα έχετε να τα συνάξωμεν εις ένα τόπον και όταν ακούσωμεν, ότι επιστρέφει ο βασιλεύς τα ρίπτομεν σωρούς εις τον δρόμον, ίνα, βλέπων ταύτα, ως φιλοχρήματος όπου είναι, ειρηνεύση και δεν πράξη καθ’ ημών ως σκέπτεται». Απελθόντες λοιπόν οι Χριστιανοί έκαμαν ως προσέταξεν ο Άγιος και έφεραν πλούτον άπειρον, χρυσόν, άργυρον και πολυτίμους λίθους· ο δε Άγιος, αποδεχθείς την προαίρεσιν αυτών, ετοποθέτησε ταύτα εν τω Σκευοφυλακείω, επιγράψας εκάστου το όνομα, δια να φυλάττωνται, έως ότου πληροφορηθώσι την επιστροφήν του βασιλέως. Όταν έμαθεν ο Άγιος, ότι επιστρέφει ο βασιλεύς, συνάξας το πλήθος των Χριστιανών συν γυναιξί και τέκνοις, προσέταξεν αυτούς να νηστεύσωσιν ημέρας τρεις· κατόπιν, παραλαβών αυτούς, ανήλθεν εις το όρος της Καισαρείας το ονομαζόμενον Δίδυμον, διότι έχει δύο κορυφάς, εις το οποίον ήτο και Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εις τον Ναόν αυτόν δεόμενοι και παρακαλούντες οι Χριστιανοί μετά συντετριμμένης καρδίας τον μόνον εύσπλαγχνον Θεόν και την Υπέραγνον Μητέρα Αυτού, όπως μεταλάξη την βουλήν του ασεβεστάτου βασιλέως, είδεν ο Άγιος, ιστάμενος μετά του λαού εις προσευχήν, πλήθος στρατιάς ουρανίου κύκλωθεν του όρους, εν μέσω δε αυτών έβλεπε γυναίκα τινά καθημένην επί θρόνου μετά δόξης πολλής, η Οποία είπε προς τους περιεστώτας Αγγέλους· «Καλέσατέ μου τον Μερκούριον, όπως μεταβή και φονεύση τον εχθρόν του Υιού μου Ιουλιανόν». Εφάνη τότε εις τον Άγιον Βασίλειον, ότι ήλθεν ο Μάρτυς Μερκούριος ενδεδυμένος με τα όπλα του και λαβών προσταγήν παρά της γυναικός εκείνης, ήτις ήτο η Υπεραγία Θεοτόκος, απήλθε ταχέως. Μετά δε την αναχώρησιν του Μάρτυρος Μερκουρίου, προσκαλέσασα η Βασίλισσα των Αγγέλων τον Άγιον Βασίλειον, παρέδωκεν εις αυτόν βιβλίον περιέχον γεγραμμένην πάσαν την δημιουργίαν της Κτίσεως και κατόπιν τον άνθρωπον πεπλασμένον υπό του Θεού· και εις μεν την αρχήν του βιβλίου ήτο επιγραφή λέγουσα· «Ειπέ»· εις δε το τέλος του βιβλίου, εκεί όπου έγραφε δια την πλάσιν του ανθρώπου, έγραφε «Τέλος». Ταύτην την οπτασίαν ιδών ο Άγιος, ευθύς εξύπνησε. Πλην, δια να μη απορήτε τι ήτο το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, θα σας το εξηγήσω. Ο Άγιος Βασίλειος έγραψεν ερμηνείαν εις την Εξαήμερον του Μωϋσέως, εις την οποίαν διηγείται, πως εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν, την γην, τον ήλιον, την σελήνην, τας θαλάσσας, τα ζώα και πάντα τα αισθητά κτίσματα. Ότε δε έμελλε να γράψη και περί της εβδόμης ημέρας, τουτέστι πως έπλασεν ο Θεός τον Αδάμ και την Εύαν, τότε, εκείνας τας ημέρας απήλθεν ο Άγιος εις τους ουρανούς και άφησε το βιβλίον ατελείωτον· κατόπιν δε ο αδελφός αυτού Γρηγόριος, ο χρηματίσας Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, έγραψε περί της πλάσεως του ανθρώπου και ετελείωσε τούτο. Αυτό είναι το νόημα το οποίον έγραψε το βιβλίον· εις μεν την αρχήν «Ειπέ», εις δε την πλάσιν του ανθρώπου «Τέλος». Αλλά ας έλθωμεν εις τον ειρμόν της διηγήσεως. Όταν είδεν ο Άγιος την οπτασίαν ταύτην, κατήλθεν ευθύς μετά τινων Κληρικών εις την πόλιν· ήτο δε εκεί Ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, εις τον οποίον ευρίσκετο το λείψανον αυτού και τα όπλα του, τιμώμενα παρά των Χριστιανών, διότι ο Άγιος Μερκούριος εκεί εις την Καισάρειαν εμαρτύρησε προ χρόνων εκατόν επί της βασιλείας Βαλεριανού και Βαλερίου. Εις αυτόν τον Ναόν εισελθών ο Άγιος και μη ευρών το λείψανον και τα όπλα, ηρώτα τον Σκευοφύλακα της Εκκλησίας τι εγένοντο· εκείνος δε, μη γνωρίζων την υπόθεσιν, ωρκίζετο ότι ουδόλως γνωρίζει το γεγονός. Τότε εγνώρισεν ο Άγιος, ότι αληθές ήτο το όραμα και ότι κατά την νύκτα εκείνην εφονεύθη ο ασεβέστατος βασιλεύς· παρευθύς τότε έσπευσεν εις το όρος και λέγει εις τους Χριστιανούς· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε σήμερον, αδελφοί· εισηκούσθη η δέησις ημών, διότι ο μιαρός βασιλεύς υπέστη την πρέπουσαν τιμωρίαν· ευχαριστούντες όθεν τον Θεόν ας υπάγωμεν εις την πόλιν, ίνα λάβη έκαστος εξ υμών τα χρήματα αυτού». Ταύτα ακούσαντες οι Χριστιανοί, εβόησαν πάντες εν μια φωνή· «Εσκέγθημεν να τα δώσωμεν εις τον ασεβή βασιλέα δια την ζωήν μας· τώρα να μη τα προσφέρωμεν εις τον Βασιλέα του ουρανού και της γης, όστις μάς εχάρισε την ζωήν»; Ο δε Άγιος επαινέσας την προθυμίαν αυτών, ώρισε να λάβουν το τρίτον από ό,τι έδωκεν ο καθείς και με τα υπόλοιπα να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία. Ούτω λοιπόν φονευθέντος του ασεβεστάτου βασιλέως Ιουλιανού εις την Περσίαν, υπό του Αγίου Μερκουρίου, δια προσευχής του Αγίου, εβασίλευσεν ο θεοσεβής Ιοβιανός, όστις βασιλεύσας μόνον ένα χρόνον απέθανε και παρέλαβε την βασιλείαν Ουαλεντιανός και Ουάλης ο αδελφός αυτού, εκ των οποίων ο Ουάλης ήτο Αρειανός. Αρειανοί δε ελέγοντο όσοι εδέχοντο τα δόγματα του αιρετικού Αρείου, τον οποίον ανεθεμάτισεν η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, επειδή έλεγεν, ότι ο Χριστός είναι κτίσμα και ποίημα του Θεού. Βασιλεύοντος του Ουάλη εις την Ανατολήν, ηγέρθη μέγας διωγμός εναντίον πάντων των Ορθοδόξων Χριστιανών, εξαιρέτως δε εις την Καισάρειαν, ως διδάσκοντος παρρησία του Αγίου και τον βασιλέα αιρετικόν αποκαλούντος. Τούτο ακούων ο βασιλεύς ηθέλησε να μεταβή μόνος του εις Καισάρειαν· αρξάμενος δε της οδοιπορίας, απέστειλε προ αυτού τον αρχιμάγειρον αυτού Δημοσθένην, ίνα απειλήση τον Άγιον. Απελθών δε εκείνος και μη δυνηθείς να μεταλλάξη την γνώμην του Αγίου και να τον πείση να συγκοινωνήση εις το δόγμα του Αρείου, επέστρεψεν άπρακτος. Τότε ο βασιλεύς έστειλε δεύτερον, ένα μέγαν άρχοντα, Μόδεστον λεγόμενον, να απειλήση τον Άγιον με τιμωρίας μεγάλας, εάν δεν ομογνωμονήση προς τον βασιλέα· αλλ’ εκείνος, μη δυνηθείς να μεταστρέψη τον Άγιον εκ της Ορθοδοξίας, επέστρεψε και είπεν εις τον βασιλέα· «Ευκολώτερον είναι να μαλάξη τις τον σίδηρον ή την γνώμην του Βασιλείου». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς και θαυμάσας την ανδρείαν της ψυχής του Αγίου ηθέλησε να υπάγη μόνος του εις την Εκκλησίαν, να ακούση τον Άγιον πως εδίδασκεν. Ήτο δε τότε η εορτή των Θεοφανίων. Ελθών λοιπόν ο βασιλεύς και ιδών πλήθος λαού αναρίθμητον, καθήμενον μετά πάσης ευταξίας και ακροώμενον την διδασκαλίαν τού Αγίου, αυτόν δε ιστάμενον μετά πάσης σεμνότητος και διδάσκοντα ως άλλον Απόστολον, κατενύγη την ψυχήν· και τότε μεν, την ημέραν εκείνην, ομιλήσας μετά του Αγίου σώφρονας λόγους, απήλθε. Μετά δε ημέρας τινάς, προσελθόντες εις αυτόν οι του αρειανού δόγματος υπερμαχούντες Αρχιερείς, μετέβαλον την γνώμην του βασιλέως και επείσθη να εξορίση τον Άγιον· όθεν ώρισε να γράψουν εξ αποφάσεως την εξορίαν αυτού. Τι όμως επηκολούθησεν; Ακούσατε την άπειρον δύναμιν του Θεού πως ενήργησε την ώραν εκείνην· του μεν γραφέως, όστις επρόκειτο να γράψη την εξορίαν του Αγίου, παρέλυσεν η χειρ, του δε βασιλέως ο υιός, παιδίον ων, τόσον βαρέως ησθένησεν, ώστε εκινδύνευε να αποθάνη. Τότε ιδών ταύτα ο βασιλεύς και γνωρίσας, ότι δεν είναι θέλημα Θεού να εξορισθή ο Άγιος, διεμήνυσεν εις αυτόν να έλθη να κάμη προσευχήν άνωθεν του παιδίου. Και, ω του θαύματος! και μόνον ότε το είδεν ο Άγιος, παρευθύς εκείνο ιάθη. Όχι δε μόνον τον υιόν του βασιλέως ιάτρευσεν, αλλά και τον έπαρχον Μόδεστον, κινδυνεύοντα και τούτον να αποθάνη, μετ’ ολίγον ιάτρευσεν εκ της ασθενείας ο Μέγας Βασίλειος. Ταύτα ιδών ο βασιλεύς και θαυμάσας την αρετήν του Αγίου επέστρεψεν εις τον θρόνον αυτού. Κατ’ εκείνον τον καιρόν άρχων τις του βασιλέως, συγκάθεδρος του επάρχου Μοδέστου, εβίαζεν αρχόντισσάν τινα χήραν, από την Καισάρειαν, να τον υπανδρευθή. Εκείνη δε, θέλουσα να γίνη Μοναχή, δεν εδέχετο καθόλου τους λόγους αυτού· νικώμενος δε ο άρχων υπό του έρωτος, έστειλεν υπηρέτας να την φέρουν δια της βίας. Τούτο μαθούσα εκείνη κατέφυγεν εις τον Ναόν της Μητροπόλεως και εισελθούσα εις το άγιον Βήμα της Εκκλησίας, εκράτει το άγιον Δισκοπότηρον δια να μη την σύρη τις. Ακούσας δε ο έπαρχος Μόδεστος, ότι προσέφυγεν η γυνή εις την Μητρόπολιν και θέλων να κατηγορήση τον Άγιον, έστειλεν ανθρώπους να ερευνήσουν κάτωθεν της κλίνης αυτού, δήθεν να την εύρουν· όχι δε μόνον τούτο να κάμουν, αλλά και τον Άγιον να φέρωσι δεδεμένον, ως τάχα ευρόντες την γυναίκα εις το κελλίον του. Ταύτα ως έμαθον οι Χριστιανοί, άνδρες τε και γυναίκες, ώρμησαν κατά του Μοδέστου να τον φονεύσουν ως αιρετικόν και συκοφάντην του Αγίου· και αληθώς θα τον εφόνευον, εάν ο Άγιος δεν κατεπράϋνε την οργήν του λαού. Αισχυνθείς λοιπόν εκ της αιτίας ταύτης ο Μόδεστος, αλλά και φοβηθείς την οργήν του λαού, αφήκεν ήσυχον τον Άγιον. Ο δε εχθρός της αληθείας διάβολος, βλέπων την Ορθοδοξίαν πληθυνομένην εις την επαρχίαν της Καππαδοκίας, την οποίαν εκυβέρνα ο Άγιος, ιδού τι εμηχανεύθη. Ο βασιλεύς Ουάλης ηθέλησε να χωρίση την επαρχίαν της Καππαδοκίας εις δύο επαρχίας και ούτω να είναι δύο έπαρχοι και δύο κριταί εις τον τόπον εκείνον. Και ο μεν εις να έχη την έδραν του εις την Καισάρειαν, ο δε έτερος εις τα Τύανα. Μαθόντες τούτο οι Επίσκοποι, όσοι ήσαν εις τον τόπον των Τυάνων, τινές δε εκ τούτων αιρετικοί όντες, εφιλονείκουν συχνάκις μετά του Αγίου, διότι ήθελον να αναδείξουν δεύτερον Μητροπολίτην εις Τύανα κα να χωρίσουν την επαρχίαν εις δύο Μητροπόλεις, όπως θα ήσαν και οι έπαρχοι. Όμως ο Άγιος έλεγεν εις αυτούς μετά ταπεινώσεως, ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωσιν να ακολουθή την βασιλείαν, αλλά η βασιλεία την Εκκλησίαν, ουδέ είναι πρέπον να χωρίσουν οι Μητροπολίται, οι μιμηταί του Χριστού, επειδή εχώρισαν οι έπαρχοι. Δεν ήκουον όμως ταύτα οι Επίσκοποι εκείνοι, επειδή είχον παλαιάν έχθραν προς τον Άγιον και εχειροτόνησαν Μητροπολίτην Τυάνων τινά Άνθιμον ονομαζόμενον. Όχι δε μόνον τούτο έπραξαν οι κακοί Αρχιερείς, αλλά και άλλο τι χειρότερον. Μεταξύ, δηλαδή, των συνόρων της Καισαρείας και των Τυάνων εις την υπώρειαν του όρους Ταύρου ήτο Ναός του Αγίου Ορέστου, όστις είχεν αρκετά εισοδήματα εξ αμπέλων και αγρών, ως και άλλα τοιαύτα. Ταύτα λοιπόν οι πλεονέκται Επίσκοποι αφήρπασαν εκ της εξουσίας του Αγίου, με τον σκοπόν να τον λυπήσουν. Αλλ’ ο Άγιος, μιμητής ων του Χριστού, όστις είπε: «Τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον», ως μη αγαπών τα σκάνδαλα, ειρήνευσεν, αρκεσθείς εις την επαρχίαν Καισαρείας. Έως ότου ο Θεός, ιδών την υπομονήν του Αγίου, συντόμως ετιμώρησε τον Μητροπολίτην  Τυάνων Άνθιμον και ούτω πάλιν ηνώθησαν εκκλησιαστικώς αι επαρχίαι. Τότε, λέγουσιν, ότι εχειροτόνησεν ο Άγιος τον Μέγαν Γρηγόριον τον Θεολόγον Επίσκοπον, εις τινα μικράν Επισκοπήν της Καισαρείας λεγομένην Σάσιμα. Και ως προς μεν ταύτα, ας έχη τέλος η διήγησις. Διηγούμεθα δε ήδη έτερον θαύμα του Αγίου και παρακαλούμεν την αγάπην σας, ευλογημένοι Χριστιανοί, να ακούσητε τούτο μετά πίστεως και ευλαβείας. Εις Καισάρειαν ήτο άρχων τις, Προτέριος ονομαζόμενος, πλούσιος πολύ και φοβούμενος τον Θεόν. Είχε δε ούτος θυγατέρα μονογενή ωραίαν κατά την μορφήν, δεκαπενταετή. Τι λοιπόν εσκέγθη ο πανούργος διάβολος, ο εχθρός της παρθενίας; Ήναψε κακήν επιθυμίαν εις ένα δούλον του άρχοντος εκείνου και εξηνάγκαζε τούτον να εύρη πάντα τρόπον δια να την κάμη σύζυγόν του. Επειδή δε δεν ηδύνατο να κατορθώση τούτο, μετέβη εις ένα μάγον, ειδωλολάτρην του καιρού εκείνου, υπηρέτην του διαβόλου και είπεν εις αυτόν· «Εάν μεταστρέψης την καρδίαν της θυγατρός του αυθέντου μου, ώστε να με αγαπήση και να με πάρη ως σύζυγόν της, θέλω γίνει δούλος σου και ό,τι θέλεις θα σου δώσω». Τότε ο μάγος είπεν εις τον δούλον· «Εάν αρνηθής εγγράφως τον Χριστόν, θέλω εκτελέσει την επιθυμίαν σου». Ο ελεεινός δούλος απήντησεν· «Αρνούμαι τον Χριστόν και δια λόγου και εγγράφως, αρκεί να γίνη το θέλημά μου». Ο μάγος τότε είπεν εις αυτόν· «Θέλω σου δώσει ένα γράμμα και κατά το μεσονύκτιον να υπάγης εις εν μνημείον ειδωλολάτρου, όπου, αφού επικαλεσθής τους δαίμονας, ύψωσον αυτό εις τον αέρα. Τότε θα έλθωσιν οι δαίμονες και θα σε αρπάσουν και θα σε οδηγήσουν εις τον άρχοντά των, εκεί δε θέλει γίνει εκείνο το οποίον επιθυμείς». Το δε γράμμα έγραφεν ούτω· «Επειδή, ως αυθέντου και δεσπότου μου πρέπει να υπηρετώ την επιθυμίαν σου, του να μεταστρέφω τους Χριστιανούς από την πίστιν του Χριστού και να πιστεύουν εις σε, δια τούτο σοι αποστέλλω και τούτον τον νέον, όστις ετρώθη υπό έρωτος και σε παρακαλώ να πράξης το θέλημά του δια να έχω και εγώ την υπερηφάνειαν μεταξύ των ανθρώπων, ίνα συντρέχωσι προς εμέ». Ταύτην την γραφήν αφού έγραψεν, έδωκεν ο μάγος εις τον νέον. Εκείνος δε, κατά την προσταγήν του, σταθείς επί του μνημείου ενός ειδωλολάτρου και επικαλεσθείς τους δαίμονας, έρριψεν αυτήν, ευθύς δε εφάνησαν προ αυτού οι δαίμονες και είπον· «Εάν θέλης να γίνη η επιθυμία σου, ακολούθει μας». Τον μετέφερον λοιπόν εκεί όπου εκάθητο ο μιαρός διάβολος, επί υψηλού καθίσματος, περιτριγυριζόμενος υπό των δαιμονίων. Αναγνώσας δε την γραφήν του μάγου, είπε προς τον νέον· «Πιστεύεις εις εμέ»; Εκείνος τότε απήντησε· «Ναι, πιστεύω». Ηρώτησε πάλιν ο διάβολος· «Αρνείσαι τον Χριστόν»; «Ναι, αρνούμαι αυτόν», είπεν ο νέος. «Αχάριστοι είσθε σεις οι Χριστιανοί, συνέχισεν ο διάβολος. Διότι, όταν σας παρουσιάζεται ανάγκη, έρχεσθε προς εμέ, όταν δε γίνη αυτό, το οποίον επιθυμείτε, με αρνείσθε και μεταβαίνετε προς τον Χριστόν, όστις, επειδή είναι φιλάνθρωπος, σας δέχεται. Αλλά αρνήθητι εγγράφως την πίστιν σου και το βάπτισμα και γράψε ότι δέχεσαι να κολασθής αιωνίως μετ’ εμού, εν τη ημέρα της κρίσεως, και τότε θέλω σε υπηρετήσει». Τότε ο ταλαίπωρος εκείνος νέος, τετυφλωμένος υπό του έρωτος, έδωκεν εγγράφως την άρνησιν της πίστεώς του, καθώς εζήτησεν ο δαίμων. Αφού δε έπραξε τούτο, επέστρεψεν εις τον οίκον τού αυθέντου του, ευθύς δε έστειλεν ο διάβολος τους υπηρέτας αυτού να παρασύρουν την κόρην εις την επιθυμίαν του νέου. Μετά τινας δε ημέρας ήρχισεν η κόρη εκείνη να κραυγάζη· «Ή δώσατέ μου σύζυγον τον τάδε δούλον μας, ει δε μη θέλω θανατωθή». Ταύτα ακούοντες οι γονείς αυτής καθ’ εκάστην και ιδόντες ότι πολλάκις ώρμησεν, ίνα απαγχονισθή, επειδή δε και τινες φίλοι συνεβούλευσαν αυτούς, ότι καλλίτερον είναι να γίνη η επιθυμία της ή να αποθάνη αδίκως, κλαίοντες και οδυρόμενοι ετέλεσαν τους γάμους. Αφ’ ότου δε εγένοντο ούτοι οι γάμοι, ο νέος ουδέποτε ούτε εις την Εκκλησίαν μετέβαινεν ούτε των Αχράντων Μυστηρίων μετέλαβεν ούτε το σημείον του σταυρού έκαμνεν. Ιδόντες τούτο Χριστιανοί τινες γείτονες, είπον προς την γυναίκα· «Γνώριζε καλά, ότι ο σύζυγός σου δεν είναι Χριστιανός». Μίαν λοιπόν ημέραν είπεν αύτη εις τον σύζυγόν της· «Έχω την υποψίαν, ότι δεν είσαι Χριστιανός, επειδή παρήλθον τόσαι Κυριακαί και τόσαι Δεσποτικαί εορταί και ποτέ δεν μετέβης εις την Εκκλησίαν, ούτε δια να προσκυνήσης, ούτε δια να κοινωνήσης, ούτε να κάμης τον σταυρόν σου. Εγώ όμως νομίζουσα ότι είσαι Χριστιανός, σε υπανδρεύθην. Αν λοιπόν δεν δεχθής να μεταβώμεν ομού εις την Εκκλησίαν, θέλω σε αποχωρισθή». Τότε, ως είδεν ο ταλαίπωρος εκείνος, ότι δεν δύναται πλέον να αποκρύψη εκείνο το οποίον έπραξεν, είπεν εις αυτήν· «Εγώ, δια την προς σε αγάπην, ηρνήθην τον Χριστόν εγγράφως. Δεν δύναμαι λοιπόν να εισέλθω εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών, ούτε να κοινωνήσω». Ως ήκουσε ταύτα η δυστυχής εκείνη γυνή, έκλαυσεν, εθρήνει και ετύπτετο δια την συμφωράν, ήτις συνέβη εις αυτήν. Έσπευσεν όθεν εις τον Άγιον Βασίλειον και διηγήθη προς αυτόν την υπόθεσιν. Τότε ο Άγιος εκάλεσε τον νέον και τον ηρώτησε περί των συμβάντων, εκείνος δε μετά δακρύων εξωμολογήθη όλην την αλήθειαν. Τότε ο Άγιος ηρώτησε τον νέον· «Θέλεις να μετανοήσης»; «Θέλω, Άγιε δέσποτα», απήντησεν ο νέος, «αλλά δεν δύναμαι, διότι ηρνήθην εγγράφως την πίστιν μου». «Άκουσόν με εις ό,τι σου ειπώ», είπεν ο Άγιος. «Μη σε μέλει δια την έγγραφόν σου ομολογίαν, διότι η μετάνοια και αυτήν ακόμη δύναται να καταστήση άχρηστον». «Εις τον λαιμόν σου κρέμαται η ψυχή μου, Άγιε δέσποτα, είπεν ο νέος. Ό,τι προστάξης, θέλω πράξει». Τότε ο Άγιος έκλεισε τον νέον εντός του κελλίου και είπεν εις αυτόν· «Μείνε εδώ και προσεύχου, νηστεύων επί τρεις ημέρας, κατόπιν δε θέλω έλθει εγώ να σε ίδω». Ο δε Άγιος κατά μόνας προσηύχετο και εδέετο νηστεύων δια την σωτηρίαν εκείνου. Μετά δε την τρίτην ημέραν ήλθεν ο Άγιος και ηρώτησεν αυτόν· «Πως διάγεις, τέκνον μου»; Απεκρίθη ο νέος· «εις μεγάλην ανάγκην ευρίσκομαι, Άγιε του Θεού, διότι δεν δύναμαι να υπομένω τας φωνάς και τους δαρμούς των δαιμόνων, επειδή, κρατούντες την ομολογίαν μου, με πολεμούν λέγοντές μου· «Όσον και αν κοπιάζης, δεν θα δυνηθής να ελαφρωθής, επειδή ημείς κρατούμεν το ιδιόχειρον γράμμα σου». Είπε τότε ο Άγιος· «Μη φοβού, τέκνον, μόνον πίστευε και θέλεις σωθή». Ταύτα αφού είπεν ο Άγιος και έδωκεν εις αυτόν άρτον και ύδωρ, τον έκλεισε πάλιν εντός του κελλίου. Μετά δε ημέρας τινάς πάλιν ο Άγιος μετέβη προς αυτόν και ηρώτησε· «Πως έχεις, τέκνον»; Απεκρίθη ο νέος· «Δια των αγίων ευχών σου, καλώς· διότι τώρα δεν βλέπω τους δαίμονας οφθαλμοφανώς. Μόνον τας φωνάς και τας απειλάς των ακούω εκ του μακρόθεν». Και πάλιν ο Άγιος, αφού έδωσεν εις αυτόν τροφήν και προσηυχήθη, έκλεισε την θύραν και ανεχώρησεν. Ότε δε συνεπληρώθησαν τεσσαράκοντα ημέραι, μετέβη πάλιν ο Άγιος και ηρώτησε· «Πως έχεις, τέκνον»; Απεκρίθη τότε εκείνος. «Με την ευχήν σου, πολύ καλώς, Άγιε δέσποτα. Τώρα ούτε την κακήν σκιάν των δαιμόνων βλέπω, ούτε τας φωνάς των ακούω. Μάλιστα δε ταύτην την νύκτα είδον όραμα, ότι επάλαισες δι’ εμέ μετά του διαβόλου και ενίκησες». Ευθύς τότε ο Άγιος, αποστείλας τους επί της ευταξίας, παρήγγειλεν εις πάντας τους κληρικούς και Χριστιανούς να συναθροισθώσιν εις την Εκκλησίαν. Ως δε ούτοι συνηθροίσθησαν, είπε προς αυτούς· «Τέκνα μου αγαπητά, ας ευχαριστήσωμεν άπαντες τον Κύριον, διότι ευρέθη το απολωλός πρόβατον. Αλλά πρέπον είναι να κοπιάσωμεν και ημείς, δια την αγάπην του Χριστού, κάμνοντες αγρυπνίαν κατά την νύκτα ταύτην, όπως ελεήση το πλάσμα των χειρών Αυτού». Ποιήσαντες λοιπόν αγρυπνίαν μετά ψαλμών και θερμών δακρύων εδέοντο του Θεού καθ’ όλην την νύκτα. Κατά δε την τρίτην ώραν της ημέρας εισήλθεν ίνα λειτουργήση. Ενώ δε ετέλει ο Άγιος την θείαν λειτουργίαν, ήλθον εκεί οι δαίμονες, ίνα αρπάσωσι τον νέον. Εκείνος τότε, φοβηθείς, ήλθε προς τον Άγιον και κρατούμενος απ’ αυτού έκραζεν· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, ελέησόν με, διότι ήλθον οι δαίμονες και θέλουν να με αρπάσουν». Είπε τότε ο Άγιος προς τους δαίμονας· «Αναίσχυντοι και μιαροί, δεν σας αρκεί η ιδική σας απώλεια, αλλ’ ήλθετε εις τον Ναόν του Θεού να αρπάσετε και τούτον»; Απεκρίθη τότε εις των δαιμόνων· «Αδικείς με, Βασίλειε. Εγώ δεν μετέβην προς αυτόν, αλλ’ αυτός, με την θέλησίν του, ήλθε προς εμέ και ηρνήθη την πίστιν του. Ιδού η έγγραφος αυτού ομολογία». Αλλ’ ο Άγιος είπεν· «Ευλογητός Κύριος ο Θεός μου, το πλήθος τούτο δεν θέλει καταβιβάσει τας χείρας αυτού, αν συ δεν αποδώσης το έγγραφον». Και στραφείς προς τους εκκλησιαζομένους είπεν· «Ανεγείρατε τας χείρας προς τον ουρανόν και αναφωνήσατε μετά δακρύων το, Κύριε ελέησον». Ισταμένου δε του λαού, ως ο Άγιος επρόσταξε και αναφωνούντος επί ώρας πολλάς «Κύριε ελέησον», ιδού το έγγραφον του νέου εκείνου, επί του αέρος φερόμενον, ήλθε και ετέθη επί των χειρών του Αγίου. Δεχθείς δε τούτο ο Άγιος και ευχαριστήσας τον Θεόν, είπεν προς τον νέον· «Αναγνωρίζεις το ιδιόχειρον γράμμα σου»; Ο νέος απήντησε· «Ναι, Άγιε του Θεού, τούτο είναι». Τότε ο Άγιος έσχισεν αυτό εις λεπτά τεμάχια και συνεπλήρωσε την Λειτουργίαν. Μετά δε ταύτα, αφού ενουθέτησε αυτόν και ήλειψε δια θείου Μύρου, τον παρέδωσεν εις την ιδίαν αυτού γυναίκα, και επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων και ευλογών τον πανοικτίρμονα Θεόν. Ηθέλησε ποτε ο Άγιος να μεταβή εις τινα πόλιν της επαρχίας του, εις την οποίαν υπηρέτει Ιερεύς τις, Αναστάσιος ονομαζόμενος, άνθρωπος δίκαιος και ενάρετος. Εκτός δε της εγκρατείας και της νηστείας, τας οποίας ακριβώς εφύλαττεν, είχε και σύζυγον, Θεογνωσίαν καλουμένην, την οποίαν ουδόλως εγνώρισεν ως γυναίκα επί τεσσαράκοντα έτη, μόνον είχεν αυτήν ως αδελφήν. Οι δε άνθρωποι της πόλεως εκείνης έλεγον, ότι είναι στείρα και δεν γεννά τέκνα. Ακόμη και άλλην αρετήν είχεν ο Ιερεύς ούτος, ότι εκράτει εις την οικίαν του άνθρωπον ασθενούντα εκ λώβης, τον οποίον επεριποιείτο και εθεράπευεν αυτός και η πρεσβυτέρα αυτού, χωρίς ουδείς να γνωρίζη τι. Ότε δε εξεκίνησεν ο Άγιος δια την οδοιπορίαν αυτού, ο Ιερεύς Αναστάσιος επληροφορήθη τούτο δια Πνεύματος Αγίου και είπεν εις την πρεσβυτέραν αυτού· «Αδελφή μου, εγώ θέλω μεταβή εις τον αγρόν μας, επειδή είναι ανάγκη. Σήμερον δε έρχεται ο Δεσπότης ημών και την τάδε ώραν να εξέλθης μετά θυμιάματος και λαμπάδων, ίνα τον προϋπαντήσης». Ως δε εξήλθεν η Θεογνωσία, κατά την ώραν εκείνην την οποίαν ώρισεν εις αυτήν ο Αναστάσιος, ιδού έφθασε και ο Άγιος και είπε προς αυτήν· «Πως έχεις, κυρία Θεογνωσία»; Αύτη δε εκπλαγείσα δια την κλήσιν του ονόματος αυτής, απεκρίθη· «Καλώς, Δέσποτα Άγιε». Ηρώτησε κατόπιν αυτήν ο Άγιος· «Που είναι ο κύριος Αναστάσιος, ο πρεσβύτερος αδελφός σου»; Απεκρίθη εκείνη· «Σύζυγός μου είναι, Δέσποτα, και έχει μεταβή εις τον αγρόν δια να εργασθή». Είπε τότε ο Άγιος· «Ούτος ήλθε και είναι εντός της οικίας,  μη στείλης λοιπόν ανθρώπους να τον καλέσουν». Ακούσασα η Θεογνωσία ταύτας τας προφητείας του Αγίου, έπεσεν εις τους πόδας αυτούμετά δακρύων ειπούσα· «Εύχου υπέρ εμού της αμαρτωλής, Δέσποτα Άγιε, διότι βλέπω εις σε μεγάλα και θαυμαστά». Ευχηθείς δε ταύτην ο Άγιος εισήλθεν εις τον οίκον αυτής. Προϋπήντησε δε αυτόν έξω της θύρας και ο Ιερεύς Αναστάσιος. Αφού δε ο Άγιος εκάθησεν, είπεν εις τον Ιερέα. «Διηγήθητί μας, κύριε Αναστάσιε, τας αρετάς σου, προς ωφέλειαν των παρισταμένων Χριστιανών». Απεκρίθη τότε ο Αναστάσιος· «Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι, Δέσποτα Άγιε. Ποίαν αρετήν ζητείς απ’ εμού; Τούτο δε λέγω εις την αρχιερωσύνην σου· ότι έχω δύο άροτρα και το μεν εν εργάζομαι εγώ, το δε άλλο ο δούλος μου. Από δε το προϊόν κρατούμεν όσον αρκεί δια να εξοικονομηθώμεν εις τον χρόνον, το δε υπόλοιπον δίδομεν εις τους πτωχούς. Έχω δε και την σύζυγόν μου και δούλην σου, ήτις με υπηρετεί». «Μη την λέγης σύζυγόν σου, είπεν ο Άγιος, αλλά κάλεσον αυτήν αδελφήν σου, καθώς πράγματι είναι, ειπέ μοι δε και τας άλλας αρετάς σου». Απεκρίθη τότε ο Ιερεύς Αναστάσιος· «Καμμίαν αρετήν δεν έχω, Δέσποτά μου, και είμαι έρημος πάσης αγαθοεργίας». Λέγει τότε ο Άγιος· «Εγέρθητι και ελθέ μετ’ εμού». Ως λοιπόν έπραξε τούτο ο Ιερεύς, ωδήγησεν αυτόν ο Άγιος εις το κελλίον, όπου είχε τον ασθενούντα κεκλεισμένον και είπεν εις αυτόν· «Άνοιξον την θύραν ταύτην». Απεκρίθη ο πρεσβύτερος· «Μη εισέλθης, Άγιε του Θεού, διότι ο τόπος είναι μεμολυσμένος». «Και εγώ τοιούτον τόπον χρειάζομαι», είπεν ο Άγιος. Επειδή δε ο Ιερεύς δεν ηθέλησε να ανοίξη την θύραν, ίνα μη γίνη φανερά η αρετή αυτού, δια μόνης της προσευχής του ήνοιξε ταύτην ο Άγιος και αφού εισήλθεν εντός, είπεν εις τον Αναστάσιον· «Διατί αποκρύπτεις απ’ εμού τον θησαυρόν τούτον»; Απήντησεν ο πρεσβύτερος· «Είναι οργίλος και οξύθυμος, Δέσποτά μου, και εφοβήθην να σας τον παρουσιάσω μήπως είπη λόγον τινά βλάσφημον κατά σου». Είπε τότε ο Άγιος προς τον πρεσβύτερον· «Καλώς ηγωνίσθης δια τούτον επί τόσους χρόνους, αλλ’ άφες και εμέ κατά ταύτην την νύκτα να υπηρετήσω αυτόν». Παρέμεινε λοιπόν ο Άγιος εντός του κελλίου του ασθενούς καθ’ όλην την νύκτα, προσευχόμενος θερμώς προς τον Θεόν. Και ω του θαύματος! την πρωϊαν εξήγαγεν αυτόν εκ του κελλίου τελείως θεραπευθέντα, χωρίς να έχη πλέον ουδέ το ελάχιστον σημείον της λώβης. Τον καιρόν εκείνον ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος ευρίσκετο εις την έρημον ησυχάζων. Ακούσας δε περί των θαυμάτων του Αγίου Βασιλείου, παρεκάλεσε τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτόν οποίος είναι ο Άγιος. Είδε τότε στήλην πυρός, ήτις ανυψούτο μέχρι του ουρανού και ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πυρίνην ταύτην στήλην, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος». Τότε, χωρίς ουδόλως να αμελήση, παρέλαβε μετ’ αυτού διερμηνέα, όστις εγνώριζε την Ελληνικήν και Συριακήν γλώσσαν και μετέβη εις την Καισάρειαν. Ήτο δε τότε η εορτή των Φώτων. Εισελθών δε εις την Εκκλησίαν και ιδών τον Άγιον Βασίλειον ενδεδυμένον λαμπρά και πολύτιμα άμφια, μετά πολλής δε παρρησίας τελούντα την ιεράν Λειτουργίαν, κατηγόρησε τον εαυτόν του και είπε προς τον διερμηνέα· «Ματαίως εκοπιάσαμεν, αδελφέ. Διότι ούτος, αν και εις τοιαύτην δόξαν ευρίσκεται, δεν είναι καθώς τον είδον». Ταύτα τα οποία έλεγεν ο Όσιος Εφραίμ, επληροφορήθη ο Άγιος εκ Πνεύματος Αγίου και αφού εκάλεσεν ένα Διάκονον, είπεν εις αυτόν· «Πήγαινε εις την δυτικήν θύραν της Εκκλησίας και θέλεις ίδει δύο Μοναχούς ισταμένους εκεί, τον ένα αγένειον, υψηλόν και λεπτόσαρκον, τον δε άλλον με μαύρην γενειάδα. Ειπέ λοιπόν εις τον αγένειον· «Να έλθης εις το Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο πατήρ σου, ο Αρχιεπίσκοπος». Απελθών όθεν ο Διάκονος και μετά βίας διασχίσας το πλήθος, είπε προς τον Όσιον Εφραίμ τους λόγους του Αγίου. Εκείνος δε, δια του διερμηνέως, απεκρίθη· «Επλανήθης, αδελφέ, διότι ημείς είμεθα ξένοι και άγνωστοι. Πως λοιπόν μας γνωρίζει ο Αρχιεπίσκοπος»; Ως δε επέστρεψεν ο Διάκονος και ανέφερεν εις τον Άγιον τους λόγους τούτους του Οσίου Εφραίμ, πάλιν ο Άγιος απέστειλεν αυτόν, ειπών· «Πήγαινε και ειπέ, Κύριε Εφραίμ, ελθέ εις το Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος». Μεταβάς λοιπόν εκ δευτέρου ο Διάκονος, αφού ησπάσθη τα άκρα των ποδών αυτού, είπεν εις τον Όσιον τους λόγους του Αγίου. Τότε ο Όσιος Εφραίμ προσέφερε μετάνοιαν εις τον Διάκονον, ειπών· «Αληθώς στήλη πυρός είναι ο Μέγας Βασίλειος, αλλά παρακαλώ τούτον, ίνα ομιλήσωμεν μετ’ αυτού κατά μόνας εν τω σκευοφυλακείω». Ότε δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, προσεκάλεσεν ο Άγιος τον Όσιον Εφραίμ και αφού ησπάσθη τούτον, συνωμίλησε μετ’ αυτού δια πνευματικά και θεία νοήματα και παρεκάλεσε τούτον, εάν έχη ζήτημα τι κεκρυμμένον εν τη καρδία του, να του το είπη. Τότε ο Όσιος Εφραίμ είπε δια του διερμηνέως· «Μίαν χάριν ζητώ από την αρχιερωσύνην σου, δούλε του Θεού». «Ό,τι επιθυμείς,ζήτησον», είπεν ο Άγιος, «διότι πολλά σου οφείλω, δια τον κόπον, τον οποίον κατέβαλες δια την εμήν ταπεινότητα». Είπε τότε ο Όσιος Εφραίμ. «Γνωρίζω, Δέσποτα Άγιε, ότι εάν παρακαλέσης, δια τι τον Θεόν, σοι το προσφέρει. Εποθυμώ λοιπόν να παρακαλέσης όπως λαλήσω Ελληνιστί, διότι καθόλου δεν γνωρίζω την γλώσσαν ταύτην την ιδικήν σας». Απεκρίθη ο Άγιος· «Υπέρ την δύναμίν μου είναι το αίτημά σου, πάτερ Άγιε και της ερήμου καθηγητά. Αλλ’ επειδή εζήτησες τούτο μετά πίστεως, ας δεηθώμεν του Θεού αμφότεροι και είναι εις Εκείνον δυνατόν να πραγματοποιήση την επιθυμίαν σου. Διότι, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαβίδ, θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς». Αφού δε είπε ταύτα ο Άγιος εστάθη, ομού μετά του Οσίου  Εφραίμ, επί ώραν πολλήν. Ως δε ετελείωσαν την προσευχήν των, είπεν ο Άγιος μεγαλοφώνως· «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος έστω μετά σου και λάλησον Ελληνιστί». Ευθύς δε ως είπε τούτο ο Άγιος, ω του θαύματος! Ηνοίχθη το στόμα του Οσίου Εφραίμ και ελάλησεν Ελληνιστί, ως ο Άγιος Βασίλειος και πάντες οι Χριστιανοί. Λέγουσι δε ότι ο Άγιος εχειροτόνησε τον Όσιον Εφραίμ Ιερέα, τον δε διερμηνέα αυτού Διάκονον. Παρέμεινε δε ο Όσιος Εφραίμ παρά τω Αγίω τρεις ημέρας, πολύ ωφεληθείς εκ της διδασκαλίας αυτού. Κατόπιν ανεχώρησε πάλιν εις την έρημον, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Αλλ’ ας διηγηθώμεν και έτερον θαύμα του Αγίου Βασιλείου. Ότε εβασίλευεν εν Κωνσταντινουπόλει ο βασιλεύς Ουάλης, ήλθον προς αυτόν οι αρειανόφρονες Επίσκοποι και Ιερείς της επαρχίας Νικαίας, αξιούντες να παραδώση εις αυτούς τον Μητροπολιτικόν Ναόν δια να ψάλλωσιν αυτοί εκεί και να εκδιώξωσι τον Ορθόδοξον Αρχιερέα. Ο δε Ουάλης, ως ομόφρων τούτων, συνεφώνησεν. Ευθύς δε, αποστείλας στρατιώτας, εξεδίωξε τον Αρχιεπίσκοπον των Χριστιανών και ώρισε να κατέχωσι τον Ιερόν τούτον Ναόν οι Αρειανοί. Τούτο μαθόντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Νικαίας έσπευσαν προς τον Άγιον, παρακαλούντες τούτον να μεσιτεύση εις τον βασιλέα δια να μεταστρέψη ούτος την γνώμην του. Μεταβάς λοιπόν ο Άγιος εις Κωνσταντινούπολιν και επισκεφθείς τον βασιλέα, είπε προς αυτόν· «Βασιλεύ, ο Προφήτης Δαβίδ λέγει. Τιμή βασιλέως κρίσιν αγαπά, ο δε σοφός Σολομών, κρίσις βασιλέως, δικαιοσύνη. Η βασιλεία σου, λοιπόν, δια τίνα αιτίαν, δίχως δικαίαν κρίσιν, εξεδίωξες τους Ορθοδόξους από την πάτριον Εκκλησίαν των και παρέδωκες αυτήν εις τους αιρετικούς Αρειανούς»; Είπεν ο βασιλεύς· «Πάλιν εις ύβρεις εξετράπης, Βασίλειε; Δεν αρμόζει εις σε να λέγης τοιούτους λόγους». Αλλ’ ο Άγιος απήντησε· «Δια το δίκαιον αρμόζει και να αποθάνω, ω βασιλεύ». Τότε είπεν ο βασιλεύς εις τον Άγιον· «Ύπαγε μόνος σου εις την Νίκαιαν και κρίνε με δικαιοσύνην και από τα δύο μέρη. Ιδέ όμως να μη πράξης ό,τι θέλει ο λαός σου». Ο Άγιος απεκρίθη· «Δος μοι εξουσίαν να κρίνω εγώ, βασιλεύ, και όταν ακούσης, ότι εμερολήπτησα υπέρ των Χριστιανών, θανάτωσέ με». Λαβών λοιπόν παρά του βασιλέως την εξουσίαν ο Άγιος, απήλθεν εις Νίκαιαν, όπου, αφού συνεκάλεσεν όλους τους Ορθοδόξους και τους Αρειανούς, ωμίλησε προς αυτούς δια τούτων των λόγων. «Ιδού, ήλθον, κατά την προσταγήν του βασιλέως. Να πράξωμεν λοιπόν ούτω. Ας κλείσωμεν την Εκκλησίαν και ημείς οι Ορθόδοξοι και σεις οι Αρειανοί. Κατόπιν προσευχηθήτε σεις πρώτον. Και εάν ανοίξη η Εκκλησία, κρατήσατε ταύτην. Εάν δε δεν ανοίξη, θέλομεν προσευχηθή ημείς, και εάν δια της ιδικής μας δεήσεως ανοίξη, τότε να μείνη εις ημάς. Εάν δε μείνη κλειστή, να είναι ιδική σας». Η κρίσις αύτη του Αγίου ήρεσεν εις όλους ως δικαία και εύλογος. Απελθόντες λοιπόν και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί έκλεισαν και εσφράγισαν τας θύρας της Εκκλησίας. Μετά δε ταύτα, συναθροισθέντες οι Αρειανοί, επί τρεις ημέρας έψαλλον δεήσεις και ικεσίας, ίνα ανοιχθή η Εκκλησία. Όμως δεν εισήκουε των παρακλήσεών των ο υπ’ αυτών υβριζόμενος Χριστός. Είπε τότε εις αυτούς ο Άγιος· «Τώρα, ας προσευχηθώμεν και ημείς». Προσκαλέσας τότε ο Άγιος τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, μετέβη μετ’ αυτών εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, όστις ήτο πλησίον της Μητροπολιτικής Εκκλησίας. Εκεί, αφού ετέλεσεν αγρυπνίαν μετά παντός του πλήθους, την πρωϊαν μετέβησαν άπαντες, ακολουθούντων και των Αρειανών, προ των θυρών της Μητροπολιτικής Εκκλησίας. Ως δε ο Άγιος Βασίλειος εσφράγισε δια των χειρών αυτού τρεις φοράς τας θύρας της Εκκλησίας και είπεν· «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών εις τους αιώνας των αιώνων», ευθύς, ω του θαύματος! Εθραύσθησαν οι μοχλοί και αι θύραι ηνοίχθησαν. Τότε ο Άγιος εισελθών εντός της Εκκλησίας μετά παντός του πλήθους των Χριστιανών ετέλεσε την θείαν Λειτουργίαν. Κατόπιν δε, αφού ηγίασε τον λαόν, παρέδωκεν αυτήν εις τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Ήτο δε τότε η δεκάτη ενάτη (19η) του μηνός Ιανουαρίου. Όχι δε μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ηυφράνθησαν κατά την ημέραν εκείνην, διότι επανέκτησαν την Εκκλησίαν των, αλλά και πολλοί εκ των Αρειανών, ιδόντες το θαύμα του Αγίου, επέστρεψαν εις την Ορθόδοξον πίστιν, αναθεματίσαντες την αίρεσιν αυτών. Αλλ’ ως προς τα υπό του Μεγάλου Βασιλείου τελεσθέντα θαύματα, αν και είναι και άλλα, ας έχη τέλος η διήγησίς των, επειδή εξετάθη εις μήκος. Ας διηγηθώμεν δε ήδη και τα περί της αγίας αυτού τελευτής, ίνα περατώσωμεν πάσαν την διήγησιν. Γυνή τις χήρα, υπερέχουσα κατά τον πλούτον και την ευγένειαν των άλλων γυναικών της Καισαρείας, υποδουλώσασα εαυτήν εις την γαστριμαργίαν και την ασωτίαν και την εαυτής ψυχήν δια των άλλων σαρκικών παθών καταμολύνασα, κακήν κακώς διεσκόρπισε την περιουσίαν της. Κατόπιν δε, κλονισθείσα επειδή ενεθυμήθη την αιωνίαν κόλασιν, απεφάσισε να μεταβή ίνα εξομολογηθή τας αμαρτίας αυτής ενώπιον του Αγίου. Αλλ’ ο εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων διάβολος έφερεν εις τον λογισμόν αυτής την εντροπήν των έργων της και ούτω ημπόδιζε ταύτην να έλθη εις μετάνοιαν, δια της εξομολογήσεώς της. Τι λοιπόν εσκέφθη εκείνη; Έγραψεν επί χάρτου πάσας τας αμαρτίας αυτής, τελευταίαν δε πάντων έγραψε μίαν θανάσιμον αμαρτίαν και κατόπιν εσφράγισε το γράμμα καταλλήλως. Ενώ δε ο Άγιος Βασίλειος μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, έρριψε τούτο προ των ποδών αυτού, μετά δακρύων ειπούσα· «Ελέησόν με, Άγιε του Θεού, εμέ την περισσότερον αμαρτωλήν πάντων των ανθρώπων». Σταθείς δε ο Άγιος ηρώτησεν αυτήν, τις η αιτία των τόσων δακρύων. Εκείνη τότε απήντησε· «Δέσποτα Άγιε, όλας τας αμαρτίας έγραψα εις το γράμμα τούτο και παρακαλώ την αγιωσύνην σου να μη το ανοίξης, αλλά μόνον δια της προσευχής σου να εξαλείψης τας αμαρτίας μου». Ο δε Άγιος, λαβών τον χάρτην και αναβλέψας εις τον ουρανόν, προσηυχήθη ούτω· «Ιδικόν Σου έργον είναι, Δέσποτα Κύριε, να συγχωρήσης τας αμαρτίας της δούλης Σου ταύτης, διότι συ ως αγαθός και φιλάνθρωπος, εβάστασας τας αμαρτίας των ανθρώπων, αυτός ων αναμάρτητος». Ταύτα ειπών ο Άγιος εισήλθεν εις την Εκκλησίαν και ήρχισε να τελή την θείαν Λειτουργίαν κρατών το γράμμα. Μετά δε την απόλυσιν προσεκάλεσε την γυναίκα εκείνην, εις την οποίαν παρέδωσε το γράμμα, ειπών· «Ήκουσες, γύναι, ότι ουδείς δύναται να συγχωρή αμαρτίας, ειμή μόνον ο Θεός»; Εκείνη δε απήντησεν· «Ήκουσα, Δέσποτα Άγιε, και δια τούτο σε παρεκάλεσα να ικετεύσης τον Θεόν υπέρ αφέσεως των αμαρτιών μου». Ταύτα ειπούσα η γυνή ήνοιξε τον χάρτην, και ω του θαύματος! εύρεν αυτόν όλως άγραφον, μόνον δε εκείνο το οποίον έγραψεν η γυνή εις το τέλος έμεινε γεγραμμένον. Τούτο ιδούσα η γυνή ωλιγοψύχησε και τύψασα το στήθος δια των χειρών, έπεσεν εις τους ποδας του Αγίου κρατούσα το γράμμα και λέγουσα· «Ελέησόν με, Άγιε του Θεού του Υψίστου, και ως δια των αγίων σου προσευχών εξηλείφθησαν αι άλλαι μου αμαρτίαι, ούτω δεήθητι εις τον Θεόν να εξαλειφθή και αύτη μου η ανομία». Ο δε Άγιος, δακρύσας, είπε προς αυτήν· «Εγέρθητι, ω γύναι, διότι και εγώ άνθρωπος αμαρτωλός είμαι και έχω και εγώ ανάγκην συγχωρήσεως. Άπελθε εις την έρημον και ζήτησον μέγαν τινά ασκητήν ονομαζόμενον Εφραίμ, εκείνος δε, αφού αναπέμψη δέησιν προς τον Θεόν, θέλει εξαλείψει την αμαρτίαν σου». Λαβούσα λοιπόν η γυνή ως αγαθόν συνοδοιπόρον την ευχήν του Αγίου έφθασεν εις την έρημον και εύρε τον Όσιον Εφραίμ. Προσπεσούσα τότε εις τους πόδας αυτού έρριψε τον χάρτην ειπούσα· «Ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Μέγας Βασίλειος με έστειλε προς σε, ίνα, αφού προσευχηθής εις τον Θεόν, εξαλείψης το θανάσιμον αμάρτημά μου. Μη λοιπόν ολιγωρήσης, Πάτερ Άγιε, να δεηθής προς τον Θεόν, ίνα συγχωρήση και τούτο το ανόμημά μου». Τούτο ακούσας ο Όσιος Εφραίμ, είπεν· «Όχι, τέκνον, διότι εκείνος όστις παρακάλεσε τον Θεόν και συνεχωρήθησαν αι πολλαί σου αμαρτίαι, δύναται να παρακαλέση και δια την μίαν. Ύπαγε λοιπόν, τέκνον μου, και μη σταθής, δια να τον προφθάσης ζώντα, διότι, έως ότου επιστρέψης, θέλεις τον εύρει νεκρόν». Ως ήκουσεν η γυνή τους λόγους τούτους, έσπευσε δρομαίως, αλλ’ όταν εισήρχετο εις την Καισάρειαν συνήντησε το λείψανον του Αγίου προπεμπόμενον υπό παντός του πλήθους. Ευθύς τότε ήρχισε η γυνή να βοά και να κλαίη γοερώς λέγουσα· «Οίμοι, δούλε του Θεού, δια τούτο με απέστειλες εις την έρημον, ίνα αποθάνης ανενόχλητος; Με απέστειλες εις τον Όσιον Εφραίμ και ιδού, επέστρεψα άπρακτος. Να ιδή ο Θεός και να κρίνη μεταξύ εμού και σου, ότι, αν και ηδύνασο να κάμης να συγχωρηθή η ανομία μου, με απέστειλες προν άλλον». Ταύτα δε ειπούσα, έρριψε το γράμμα επί της κλίνης του Αγίου, διηγουμένη ενώπιον πάντων την υπόθεσιν. Εις δε κληρικός, λαβών το γράμμα και επιθυμών να γνωρίση οποία ήτο εκείνη η μεγάλη ανομία, εξετύλιξε τούτο, αλλ’ εύρεν όλως διόλου άγραφον. Τότε εβόησε μεγάλη τη φωνή προς την γυναίκα ειπών· «Άγραφος είναι όλος σου ο χάρτης, ω γύναι. Τι λοιπόν κοπιάς; Δεν γνωρίζεις την του Θεού φιλανθρωπίαν»; Λαβούσα η γυνή το γράμμα εις τας χείρας της και ιδούσα την ευσπλαγχνίαν του Θεού, ως και την μεγάλην του Αγίου βοήθειαν, ηυχαρίστησε τον Άγιον. Ούτω σωφρόνως και θεαρέστως ζήσασα τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής αυτής, ανεπαύθη εν Κυρίω. Αλλά πρέπον είναι να διηγηθώμεν και άλλο παράδοξον θαύμα, το οποίον έγινε κατά την τελευτήν του Αγίου. Εβραίος τις, Ιωσήφ ονομαζόμενος, ευρίσκετο εις την Καισάρειαν, άριστος εις την ιατρικήν επιστήμην και πολύ πλούσιος. Ούτος, σπουδάσας καλώς την ιατρικήν και μαθών τα προγνωστικά του Ιπποκράτους, εγνώριζεν από τον σφυγμόν τον ασθενή, προ τριών ημερών, αν μέλλη να ζήση ή να αποθάνη. Δια τούτο και ο Άγιος Βασίλειος, προγιγνώσκων την μετέπειτα μεταμέλειαν αυτού, ηγάπα αυτόν και συχνάκις συνωμίλει μετ’ αυτού περί της πίστεως των Χριστιανών. Οι δε Χριστιανοί, βλέποντες ότι ο Άγιος συνωμίλει καθ’ εκάστην μετά του Εβραίου, εσκανδαλίζοντο. Αλλ’ ο Άγιος, προβλέπων, ως είπομεν, ότι μέλλει αργότερα να γίνη Χριστιανός, δεν έπαυεν από του να διδάσκη διαρκώς αυτόν να βαπτισθή και να πιστεύση εις τον Χριστόν. Όμως τότε παρέμενεν αμετανόητος και φυλάττων την πατροπαράδοτον μιαράν θρησκείαν αυτού. Όταν δε ο Θεός ηυδόκησε να επιστρέψη τούτον, τι ωκονόμησεν; Ως προείδεν ο Άγιος την ώραν του θανάτου αυτού, έστειλε και εκάλεσε τον Εβραίον με την πρόφασιν, ότι τον είχεν ανάγκην, ίνα τον ιατρεύση και είπεν εις αυτόν· «Τι λέγεις, Ιωσήφ; Πότε αποθνήσκω»; Εκείνος δε, λαβών τον σφυγμόν του Αγίου και εννοήσας ότι έφθασε το τέλος, απεκρίθη· «Σήμερον, δέσποτα, αποθνήσκεις, κατά την δύσιν του ηλίου». Είπε τότε ο Άγιος· «Δεν γνωρίζεις». «Πίστευσον, δέσποτα, είπεν ο Ιωσήφ. Σήμερον μέλλουσι να δύσωσι δύο ήλιοι. Συ, ο λαμπρός φωστήρ της Καισαρείας, και ο αισθητός ήλιος». «Και εάν δεν αποθάνω μέχρι του μεσονυκτίου, τι θα πράξης»; Ηρώτησεν ο Άγιος. «Αδύνατον είναι να συμβή τούτο, δέσποτα, απεκρίθη ο ιατρός. Μόνον εν όσω έχεις φωνήν, πρόσταξον ό,τι επιθυμείς δια την Εκκλησίαν σου και τας υποθέσεις σου, διότι δεν θέλει σε προφθάσει η εσπέρα». «Αλλά εάν ζήσω μέχρι της πρωϊας, τι θέλεις πράξει»; είπεν ο Άγιος. Απήντησε τότε ο ιατρός· «Εάν ζήση η αγιωσύνη σου έως αύριον, εγώ να αποθάνω». Είπε τότε ο Άγιος· «Καλώς είπας. Να αποθάνης τη αμαρτία και να ζήσης εν Χριστώ». Απεκρίθη τότε ο Εβραίος· «Γνωρίζω ότι επιθυμείς, δέσποτα, να βαπτισθώ. Αλλά είναι αδύνατον να ζήση η ιερωσύνη σου, επειδή φύσις ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να παραβή τους νόμους της ιατρικής». Ταύτα και άλλα αφού είπεν ο Εβραίος, ωμολόγησε μεθ’ όρκου και βαρέος στοιχήματος, ότι εάν ζήση ο Άγιος έως την αύριον, θα βαπτισθή μετά πάσης της οικογενείας του. Ως δε απήλθεν ο Εβραίος, παρεκάλεσεν ο Άγιος τον Θεόν να ζήση μέχρι αύριον, αφ’ ενός ίνα προλάβη το λείψανον αυτού η γυνή εκείνη, περί ης ωμιλήσαμεν, εξ άλλου δε δια να βαπτίση και τον Εβραίον. Ο δε πανάγαθος Θεός επήκουσε της δεήσεως αυτού. Και τούτου γενομένου απέστειλεν ενωρίς την πρωϊαν της επομένης να καλέσωσι τον ιατρόν. Ούτος δε δυσπιστών μετέβαινε, νομίζων ότι θα εύρη τον Άγιον τεθνεώτα. Ως δε είδεν αυτόν ζώντα, σταθείς έκθαμβος, έπεσεν έπειτα προ των ποδών του Αγίου και είπε· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Δεν είναι άλλος Θεός πλην αυτού. Εις τούτον πιστεύω και εγώ και βαπτίζομαι σήμερον». Είπε τότε εις αυτόν ο Άγιος· «Εγώ θέλω σε βαπτίσει και όλην την οικογένειάν σου». Ο δε Εβραίος, αφού επλησίασε τον Άγιον και λαβών τον σφυγμόν αυτού είδεν ότι ενεκρώθησαν τελείως αι φλέβες αυτού, είπεν· «Ητόνησαν αι δυνάμεις σου, δέσποτα, και η φύσις εις τέλος ησθένησεν». «Έχομεν τον Δημιουργόν της φύσεως, όστις ενδυναμώνει ημάς», είπεν ο Άγιος. Τούτο δε ειπών, ηγέρθη και εισήλθε περιπατών εις την αγίαν Εκκλησίαν, όπου βαπτίσας τον ιατρόν μετά πάσης της οικογενείας αυτού ωνόμασεν αυτόν Ιωάννην. Αφού δε εβάπτισεν αυτόν και εκοινώνησε τούτον των Αχράντων Μυστηρίων, εζήτησεν ο Άγιος τροφήν. Καθίσας δε επί της κλίνης αυτού εδίδασκεν αυτόν και πάντας τους παρεστώτας Χριστιανούς. Περί δε την δεκάτην ώραν της ημέρας ηρώτησε πάλιν ο Άγιος τον ιατρόν· «Πότε αποθνήσκω, κύριε Ιωάννη»; Απεκρίθη τότε εκείνος· «Όταν ορίσης, δέσποτα Άγιε». Ως δε είπε τούτο ο ιατρός, παρέδωκεν ο Άγιος εις χείρας Θεού την τιμίαν και ολόφωτον αυτού ψυχήν. Έπεσε τότε ο Ιωάννης εις τους πόδας αυτού και, κλαίων και οδυρόμενος, έλεγε: «Πιστεύω, δούλε του Θεού, ότι, εάν δεν ήθελες, ούτε τώρα θα απέθνησκες». Επειδή δε ήτο εσπέρα, έμεινεν άταφον το λείψανον του Αγίου. Την δε επαύριον, συναθροισθέντες οι Χριστιανοί, Ιερείς και λαϊκοί άπαντες και κλαίοντες και οδυρόμενοι δια την συμφοράν της στερήσεως τοιούτου Αρχιερέως, Ποιμένος και κοινού αυτών πατρός, του λαμπρού τούτου φωστήρος της Οικουμένης, κατέθεσαν το σεπτόν αυτού λείψανον εις τόπον επίσημον. Μαθών δε τούτο ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, εις Αριανζόν τότε ευρισκόμενος, συνέγραψε τον σωζόμενον επιτάφιον λόγον. Μεθ’ ημέρας δε τινάς, ελθών, ανέγνωσε τούτον ένδακρυς επί του τάφου του Αγίου. Ήτο δε τότε, ότε εκοιμήθη εν Κυρίω, ο εν Αγίοις πατήρ ημών Βασίλειος χρόνων τεσσαράκοντα πέντε, εκ των οποίων μόνον τους πέντε χρόνους διετέλεσεν Αρχιερεύς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: