Πανδημία και Εργασιακός Μεσαίωνας -- Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

Το δόγμα σοκ, αποτελεί μία προσφιλή πρακτική του συστήματος να υποτάξει τις μάζες εις την μέγγενη της τιθασεύσεως μα αποκλειστικό γνώμονα την χειραγώσησή τους και τον πλήρη έλεγχο κατά τρόπο αυθαίρετο, όποιος δε αντιδρά καίτοι υγιώς, στιγματίζεται και πλήττεται ως επικίνδυνος για την δημόσια τάξη και ασφάλεια, ως οιονεί τρομοκράτης και εγκληματίας του κοινού ποινικού.

Η κρίσης της πανδημίας και η, τρόπον τινά, εξάρτηση της ακώλυτης εκπλήρωσης των απορρεόντων υποχρεώσεων εκ της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων, εκ της, εξαναγκαστικής υποβολής τους προς μία ιατρική πράξη, καίτοι τούτο αντίκειτο ενδεχομένως εις την ελεύθερη βούλησή τους, όπως ο επίμαχος εμβολιασμός προς προστασία της υπέρτερης δημόσιας υγείας, δια λόγους επιτακτικούς, ανεξαρτήτως της ενδημούσας προβληματικής, περί της ορθότητας της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού και της πιθανότητας νόσησης των εμβολιασμένων, ανέδειξε ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα, το οποίο πλήττει εκ βάθρων μερίδα συμπολιτών μας, το οποίο ανάγεται εις τον νεοπαγή εργασιακό μεσαίωνα, συνεπεία του κατακερματισμού των εργασιακών σχέσεων.

Μία μερίδα πολιτών, η οποία ενέπιπτε, εις το άρθρο  άρθρο 206 του Ν. 4820/2021, (ΦΕΚ 130/τ.Α’/23-07-2021) «Οργανικός Νόμος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλες ρυθμίσεις», ο οποίος επιβάλλει την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δια ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, και δεν υπεβάλλοντο προς εμβολιασμό, υφίσταντο τρώση του πυρήνα του δικαιώματος της εργασίας των, μολονότι πρόκειται δια ένα ισόκυρο Συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα κατ’ άρθρο 22 του Συντάγματος ήτοι ετίθεντο αμελλητί εις αναστολή και δη άνευ αποδοχών, καταστρατηγώντας τοιουτοτρόπως την θεμελιώδη αρχής της αναλογικότητας, κατ’ άρθρο 25 παράγραφος 1, εδάφιο β, περί απόληψης ενός μέρους των αποδοχών, ως θεμελιώδες μέσο βιοπορισμού των.

Αυτή, η εν τοις πράγμασι πρωτόγνωρη δια τον νομικό μας πολιτισμό, επιβολή, άνευ καταδίκης, μίας ιδιαζόντως επαχθούς ποινής προς τους σκεπτικιστές, να συναινέσουν προς μία ιατρική πράξη, ήτοι η αποστέρηση του στοιχειώδους βιοπορισμού τους,  προς σκοπό τον στυγνό ψυχικό εκβιασμό  να καμφθούν εν τέλει οι αντιστάσεις τους, ελλείψει πόρων και να συρθούν εσχάτως, εκόντες άκοντες, εις τον εξαναγκαστικό εμβολιασμό, ενόψει της επιστροφής εις την εργασία τους, αποτελεί ένα βαθύ πλήγμα τα Δημοκρατικά ειωθότα.

Οι επιγενόμενες συνέπειες, είναι η καταχρηστική συμπεριφορά πολλών εργοδοτών, οι οποίοι προέβησαν αυθαιρέτως προ, της ισχύος του επίμαχου Νόμου, εις κατά συρροή απολύσεις με το πρόσχημα της δημόσιας υγείας, καίπερ, πρόκειται δια επιχειρήσεις οι οποίες αντικειμενικά και κατά το αδιάστικτο γράμμα του Νόμου, δεν εμπίπτουν οι απασχολούμενοί τους, εις κατηγορίες εργαζομένων που ορίζει ρητά ο ως άνω Νόμος.

Περαιτέρω, η προστασία της δημόσιας υγείας ως συλλογικό δικαίωμα αποτελεί αντικείμενο του καθήκοντος προστασίας του Κράτους κατά το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. Β’ Συντάγματος. Αποδέκτης του καθήκοντος αυτού είναι όλα τα όγρανα του κράτους και πρωτίστως ο κοινός νομοθέτης. Ειδικότερα ο νομοθέτης έχει από το Σύνταγμα την υποχρέωση να προβεί σε ρυθμίσεις και συγκεκριμένα να μεριμνήσει για την προστασία της υγείας των πολιτών και να λάβει τα ειδικά μέτρα για ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού που χρειάζονται αυξημένη προστασία.

Επομένως ο εργοδότης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον νομοθέτη και να επιβάλλει μονομερώς στους εργαζόμενους το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού, επικαλούμενος την προστασία της δημόσιας υγείας, από την στιγμή, μάλιστα, που ο ίδιος ο νομοθέτης –μέχρι σήμερα- δεν έχει θεσπίσει το μέτρο αυτό (Τόμος 77/2021 Δ.Ε.Ν Τεύχος 1773, σελ 563), ως εκ τούτου ένας τέτοιος περιορισμός εις το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού του εργαζομένου όπως ο ανωτέρω, αναφερθείς, ήτοι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, δίχως να έχει θεσπιστεί από το κράτος δια Νόμου, δεν δικαιολογεί  επουδενί και κατ’ ουδένα τρόπο την απόλυσή του εργαζομένου, αλλά ούτε και συγχωρείται από την επιχειρηματική ελευθερία του εργοδότη κατά άρθρο 5 παράγραφος 1 εν συδνασμώ προς το άρθρο 106 παράγραφος 2 του Συντάγματος.

Ως εκ τούτου βάσει των ανωτέρω η καταγγελία καθίσταται άκρως καταχρηστική διότι υπαγορεύτηκε από ταπεινά ελατήρια εκ μέρους του εργοδότη και αποβλέπει εις την ικανοποίηση του αισθήματος εκδίκησης προς το πρόσωπό του εργαζομένου, δια λόγους άσχετους με την εκτέλεση της εργασίας, (ΑΠ 895/2012 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 561/2011ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 1601/2011 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 141/2010 ΤΝΠ/ΔΣΑ.

Έτι περαιτέρω και επί μάλλον και μάλλον εις την ανάγκη θεσπίσεως ηπιότερων μέτρων ως αναγκαίο όρο για την συνταγματικότητα του εμβολιασμού αναφέρεται και ο Σ. Βλαχόπουλος ο.α « Θα ήταν λ.χ αντισυνταγματική η απόλυση κάποιου εργαζόμενου λόγω της άρνησής του να εμβολιαστεί (όπου δεν θα συναναστρέφεται το κοινό), αλλά η απόλυση και η συνακόλουθη στέρηση των μέσων βιοπορισμού του ιδίου και της οικογένειάς του, θα αποτελούσε μία κύρωση που δεν συμβαδίζει με στις αξίες της εννόμου τάξεώς μας»

Κατά συνέπεια, δυνάμει των ως άνω συνάγεται  η γέννηση μίας νεοπαγούς πραγματικότητας κατάλυσης των εργασιακών σχέσεων και η διολίσθησή μας προς έναν νέο εργασιακό μεσαίωνα, ο οποίος ανέδειξε η ενεστώσα υγειονομική Κρίση, δια τον οποίο οι «Θεσμοί» στρουθοκαμηλίζουν εκκωφαντικά, αποδεικνύοντας δια πολλοστή έτερη φορά την αναλγησία και τα απονεκρωμένα κοινωνικά αντανακλαστικά της, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί δύο κατηγορίες εργαζομένων αφενός οι καταχρηστικώς απολυμένοι και οι ευρισκόμενοι εις μετέωρο καθεστώς αναστολής άνευ αποδοχών, μ ό,τι τούτο συνεπάγεται δια την επιβίωσή τους.

Επιπροσθέτως καθίσταται εύδηλο κατάδηλο και πρόδηλο ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας κρίνεται κατ’ αρχήν με βάση την καλή πίστη του άρθρου 281 ΑΚ το οποίο ορίζει ότι “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”.

Επίσης, κριτήριο του δικαστικού ελέγχου αποτελεί η διαπνέουσα το εργατικό δίκαιο αρχή της αναλογικότητας, κατά την οποία η καταγγελία ασκείται νόμιμα όταν χρησιμοποιείται ως έσχατο μέσο (“ultima ratio”) για την επιδίωξη των σκοπών του εργοδότη, ο οποίος επιβάλλεται να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων για την ικανοποίηση των επιδιωκομένων με την καταγγελία σκοπών, το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο.

Επομένως, υπό το παραπάνω πρίσμα, εξετάζεται ανα περίπτωση (“ad hoc”) εαν ο εργοδότης ενεργεί εντός των ορίων του δικαιώματος ή όχι.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η σύγκρουση του δικαιώματος της συναίνεσης του ατόμου για κάθε ιατρική πράξη με την υποχρέωση προστασίας της δημόσιας υγείας, και την αρχή της ισότιμης μεταχειρίσεως

Περαιτέρω εις το πλαίσιο πρακτικής εναρμόνισης των συγκρουόμενων συνταγματικών δικαιωμάτων ( δικαιώματος αυτοκαθορισμου και δημόσιας υγείας), προκειμένου να ασκούνται κατά τον καλύτερο και πλέον πρόσφορο τρόπο, είναι αναγκαία η οριοθέτηση του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ώστε να μην καταλήγει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος αυτοκαθορισμού.

Κατ’ εφαρμογή λοιπόν την αρχής της αναλογικότητας και μέσω της σταθμίσεως των συγκρουόμενων συμφερόντων θα προσδιοριστούν τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος και όταν οι οδηγίες του εργοδότη προς τον εργαζόμενο θίγουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα

Ακολούθως το δικαίωμα εις την εργασία κατοχυρώνεται ρητώς εις το άρθρο 22 του Συντάγματος, με το οποίο ορίζεται ότι «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για την δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού». Με την διάταξη αυτή κατοχυρώνεται το δικαίωμα της εργασίας ως κοινωνικό δικαίωμα, που περιλαμβάνει το δικαίωμα για εξεύρεση συγκεκριμένης και αμειβομένης θέσης εργασίας. Παράλληλα θεσπίζεται υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για την δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών, δηλαδή να ακολουθεί πολιτικές πλήρους απασχόλησης, λαμβάνοντας νομοθετικά μέτρα προς επίτευξη του σκοπού αυτού.

Ως εκ τούτου με βάση την αρχή της αναλογικότητας ο εργοδότης οφείλει να επιλέγει, μεταξύ των περισσοτέρων πρόσφορων για την προστασία των συμφερόντων του εργαζομένου μέτρων, εκείνο το οποίο καθίσταται το ολιγότερο επαχθές δια τον εργαζόμενο, ώστε να επιτυγχάνεται κατά αυτόν τον τρόπο, η μέγιστη δυνατή εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων.

Εν κατακλείδι, καίπερε υφίσταται η Συνταγματική έννομη τάξη καθώς και οι εξ αυτού και συν αυτού νόμοι που συμφωνούν ρυθμίζοντας ισόρροπα τις σχέσεως εργαζομένων και εργοδοτών, παρά ταύτα οι νόμοι αυτοί δεν τηρούνται και υφίσταται εύνοια υπέρ των εργοδοτών, χάριν της δημόσιας πανδημίας και η κοινωνική αδικία εντείνεται έτι περαιτέρω, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η καθημερινότητα μας έχει καταστεί μία ανυπέρβλητη κόλαση, με μοναδική σωσίβια λέμβο την Πίστης μας εις τον Μεγαλοδύναμο Θεό, διότι η Πολιτεία, εφαρμόζει άτεγκτα τις άνωθεν εντολές.

Συνελόντι ειπείν, το γε νυν έχον αγών, πίστη εις τον Θεό και εγκράτεια, διότι μάχες κερδίονται και απόλλυνται, ο πόλεμος όμως μαίνεται και δέον όπως είμεθα ακμαίοι και κραταιοί.

                                    Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς

                                      Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

                                                      6944-938836

                                 www. Katsivardas-dimitriadou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: