Τη ΚΑ΄ (21ην) του Οκτωβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ του Μεγάλου.

Ιλαρίων ο μέγας Πατήρ ημών εγεννήθη εις χώραν τινά της Παλαιστίνης απέχουσαν από την Γάζαν στάδια τεσσαράκοντα πέντε εν έτει 293. Το μέγα τούτο θαύμα της ερήμου ανέθαλεν ως ρόδον εξ ακανθών από γονείς απίστους και Έλληνας, οίτινες έχοντες πόθον να γίνη ο υιός των σοφός, τον έστειλαν να σπουδάση εις Αλεξάνδρειαν. Τούτο δε εγένετο εκ θείας Προνοίας, δια να γνωρίση ο νέος την αληθή πίστιν του Δεσπότου Χριστού και να απαρνηθή τα είδωλα, καθώς και εγένετο, επειδή ήτο φρόνιμος και εύτακτος από νεαράς ηλικίας, και ουδαμώς επήγαινε να ίδη ιπποδρόμια ή κυνήγια ή θέατρα, κατά την των νέων συνήθειαν, αλλά το εναντίον επόθει πολύ τον τραχύν βίον και ωρέγετο την σκληραγωγίαν. Δεν έλειπε δε και από τας συνάξεις και ακολουθίας των Χριστιανών, εις τας οποίας, αν και νέος, ίστατο με τόσην ευλάβειαν, ευταξίαν και σεμνοπρέπειαν, ως να ήτο πρεσβύτερος. Ως φρόνιμος λοιπόν και συνετός εγνώρισε την αλήθειαν και αρνησάμενος την ασέβειαν εβαπτίσθη και επολιτεύετο βίον ενάρετον και θαυμάσιον. Ακούων δε την καλήν φήμην του Μεγάλου Αντωνίου, είχε πολύν πόθον να τον ίδη και εθέλγετο η καρδία του από την προς εκείνον αγάπην του.

Απήλθε λοιπόν εις την έρημον, και ιδών αυτόν εγνώρισεν, ότι μεγαλύτερος ήτο ο Αντώνιος εις τα έργα και εναρετώτερος, παρ’ όσον τον εκήρυττον οι άνθρωποι. Ο δε Άγιος Αντώνιος στοχαζόμενος το ελεύθερον της γνώμης και την γενναιότητα της ψυχής του παιδός και προβλέπων, δια των προορατικών οφθαλμών του, οποίος θέλει αποβή εις την αρετήν ο Ιλαρίων, τον έκειρε Μοναχόν μετά δύο ημέρας και έμεινεν εις την συνοδείαν του· όθεν στοχαζόμενος ακριβώς την θαυμαστήν πολιτείαν του Αντωνίου, τας αγρυπνίας, τας προσευχάς, την εγκράτειαν, την ταπείνωσιν, την φιλοξενίαν και τας λοιπάς αρετάς, εσπούδαζεν όσον ηδύνατο να τον μιμηθή, καθ’ ημέραν δε εγίνετο εις τους πνευματικούς αγώνας θερμότερος. Βλέπων δε ο Μέγας Αντώνιος τόσον πλήθος ανθρώπων, οίτινες ήρχοντο εις επίσκεψιν αυτού και του έδιδον πολλήν ενόχλησιν, ηθέλησε να αναχωρήση εις την εσωτέραν έρημον και λέγει προς τον Ιλαρίωνα: «Επίμεινον, τέκνον, εις την ευσέβειαν και εις τους πόνους των αρετών έως τέλους, και δια τον κόπον της καρτερίας σου θέλεις τρυγήσει την ουράνιον Βασιλείαν, ως ώριμον καρπόν και γλυκύτατον». Ταύτα λέγων έδωσεν εις αυτόν χιτώνα τρίχινον και επανωφόριον δερμάτινον και τον έστειλε με τινας αδελφούς να απέλθη εις την πατρίδα του. Έπειτα αυτός μεν εισήλθεν εις τα ενδότερα της ερήμου, ο δε Ιλαρίων επέστρεψεν εις την Παλαιστίνην, και ευρών τους γονείς του τεθνηκότας διεμοίρασεν όλον τον πλούτον, τον οποίον εκληρονόμησεν, εις πένητας και ούτε ελάχιστον αργύριον εκράτησεν, αλλά μόνον τον ουράνιον πλούτον επόθησεν. Όθεν εξήλθεν ελεύθερος πάσης φροντίδος γηϊνης, γεγυμνωμένος των σωματικών ορέξεων και της προσπαθείας του κόσμου και ενδεδυμένος τον Δεσπότην Χριστόν, τον οποίον εξ όλης καρδίας επόθησεν. Ευρών λοιπόν μικρόν σπήλαιον απέχον 52 στάδια του Εμπορίου, εις τόπον καλούμενον Μαϊουμάν, κατώκησεν εκεί. Ούτος όμως ο τόπος ήτο διατριβή και καταγώγιον ληστών. Όθεν οι φίλοι τον εσυμβούλευον να αναχωρήση εκείθεν, δια να μη τον κακοποιήσωσιν. Εκείνος όμως απεκρίνατο ιλαρώς: «Όσοι φοβούνται τον θάνατον της ψυχής, δεν δειλιώσιν ουδόλως τον σωματικόν, όποιος δήποτε και αν είναι και οποθενδήποτε αν επέλθη». Ήτο δε το ένδυμα αυτού τρίχινον, η στρωμνή του το έδαφος της γης και το δερμάτινον εκείνο επανωφόριον, όπερ του έδωκεν ο Μέγας Αντώνιος, η δε τροφή του σύκα δεκαπέντε, τα οποία έτρωγεν όταν έκλινεν η ημέρα. Ταύτα βλέπων ο μισόκαλος δαίμων έτριζε τους οδόντας από τον φθόνον του, διότι νεανίας δεκαπέντε ετών, όπως ήτο τότε ο Ιλαρίων, είχε τόσην αρετήν και φρόνησιν. Έδωκε λοιπόν εις αυτόν πολλούς και διαφόρους πολέμους κατά νουν και διάνοιαν περί ποικίλων αμαρτημάτων, δοκιμάζων ο παμπόνηρος να τον ρίψη εις κανέν πάθος και μάλιστα εις το της πορνείας, δια την οποίαν του έδωκε χαλεπώτατον πόλεμον, ενθυμίζων εις αυτόν ρυπαρούς λογισμούς και διανοήματα άτοπα, καθώς έχει πάντοτε συνήθειαν να πολεμή δυνατά τους νέους ο αλιτήριος. Αλλά ο αθλητής και όντως στρατιώτης Χριστού αντηγωνίζετο και όσον έβλεπε τας προσβολάς και ήρχοντο, τοσούτον και αυτός ενήστευε περισσότερον και εβασάνιζε το σώμα με πείναν και δίψαν και κόπους πολλούς, σκάπτων τον κήπον και ποιών άλλας υπηρεσίας βαρείας, δια να εξασθενίζη την δύναμιν και πάλιν το περισσότερον διάστημα της νυκτός προσηύχετο μετά δακρύων και τύπτων το στήθος επεκαλείτο την εξ ύψους βοήθειαν. Έτρωγε δε ο μακάριος μόνον χόρτα άγρια άπαξ εντός τριών ημερών, τόσον ώστε να μη αποθάνη από την άμετρον εγκράτειαν και ούτως ενίκησε τον αντίπαλον, ο οποίος ιδών, ότι δεν ηδύνατο να τον αιχμαλωτίση εν τη πάλη της προσβολής, έρχεται ο δεινός με ποικιλωτέραν απάτην δεικνύων κατά φαντασίαν εντεύθεν μεν γυναίκας και παιδία μικρά, εκείθεν δε λέοντας και άλλα θηρία. Και αι μεν γυναίκες και τα παιδία έκλαιον, τα δε θηρία εφώναζον δια να τον εκφοβίσωσι να φύγη από την έρημον. Ήτο δε τότε νυξ πανσεληνοφώτιστος και βλέπων αυτά ο Όσιος και ακούων τους κτύπους και την σύγχυσιν, εγνώρισεν ότι ήσαν δαίμονες· όθεν καθωπλίσθη καθ’ όλον το σώμα ως στρατιώτης με το όπλον του Σταυρού και προσηύχετο. Τότε βλέπει, ότι σχισθείσα η γη κατέπιε τα άρματα, τους ίππους και τους αναβάτας, οίτινες έτρεχον κατεπάνω του και όλα τα οραθέντα έγιναν άφαντα· όθεν ο Όσιος έψαλλε την ωδήν του Μωϋσέως αγαλλιώμενος. Αλλά καίπερ ούτως ηττηθείς ο εχθρός, πάλιν δεν έπαυσεν, αλλά και γυναίκας γυμνάς του εδείκνυεν εις το όραμά του, αλλά και εν εγρηγόρσει, αι οποίαι παρεκίνουν αυτόν εις ηδονήν. Όταν δε πάλιν ενήστευεν, εδείκνυον εις αυτόν διάφορα φαγητά, δια να ορεχθή να φάγη. Εις την προσευχήν πάλιν εφαίνετο εις αυτόν άλλοτε μεν ως λύκος, άλλοτε δε ως αλώπηξ, αλλά και μυρία είδη και σχήματα θηρίων διαφόρων υποκρινόμενος· και άλλα έπαιζαν και έτερα τον ηπείλουν, δια να τον ενοχλώσιν εις την ακολουθίαν και να γίνηται αμελέστερος. Ο δε Όσιος έκτισεν έξω του σπηλαίου μικράν καλύβην, εις το πλάτος πόδας τέσσαρας και εις το ύψος τρεις πήχεις, εις την οποίαν εισήλθεν όταν ήτο δεκαέξ ετών και διέμεινεν εις αυτήν έως ου έγινεν είκοσιν ετών, καταφλεγόμενος υπό του ηλίου τον καιρόν του θέρους και πάλιν τον χειμώνα από τον πάγον και το ψύχος βασανιζόμενος. Στρωμνήν είχε ψίαθον και τον τρίχινον εκείνον χιτώνα δεν ήλλαξεν, ούτε έπλυνεν, έως ου εσάπη. Άπαξ δε του έτους έκοπτε τας τρίχας της κεφαλής του, ήτοι την λαμπροφόρον ημέραν της Αναστάσεως. Εις την αρχήν της αναχωρήσεως αυτού, καθώς είπομεν, έτρωγε δέκα πέντε σύκα την ημέραν και όταν είχε πόλεμον εις την σάρκα, έτρωγεν ολιγώτερα και τινα χορτάρια έως το εικοστόν έτος της ηλικίας του. Από του εικοστού έως του εικοστού τετάρτου έτρωγεν ολίγην φακήν βεβρεγμένην. Από του εικοστού τετάρτου έως του εικοστού εβδόμου έτους έτρωγεν άρτον ξηρόν και άλας, από τούτου δε έως του τριακοστού ρίζας καλάμων και χορτάρια άγρια· έκτοτε δε έως του τριακοστού ογδόου έτρωγεν άρτον κρίθινον εξ ουγγίας καθ’ ημέραν. Έλαιον δε ουδόλως εγεύθη έως του καιρού αυτού, αλλά μόνον με άλας έτρωγε τα λάχανα. Από δε την άμετρον εγκράτειαν εβλάβη το φως του και δεν έβλεπεν ευκρινώς, όχι δε μόνον τούτο, αλλά έπαθε και λειχήνας εις την σάρκα· όθεν έκτοτε έβαλεν έλαιον εις τα λάχανα έως ου έγινεν εξήκοντα ετών. Από τα εξήκοντα έως τα ογδοήκοντα δεν έφαγεν άρτον ουδόλως, από δε τα ογδοήκοντα έως τέλους έτρωγε πέντε ουγγίας άρτου και λάχανα εψημένα με άλευρον· όσπρια δε ή οπωρικά ή άλλην τροφήν ουδόλως όλον τον καιρόν της ζωής αυτού δεν εγεύθη, ούτε εχάλασε ποτέ την ενάτην δι’ ασθένειαν ή παρουσίαν ανθρώπων, αλλά πάντοτε έτρωγεν μετά την δύσιν του ηλίου, ώστε πάντες εθαύμαζον, πως δεν ήλλαξεν ουδόλως τον κανόνα του, ούτε όταν ήτο εξησθενημένος, ούτε καν εις το γήρας του. Αλλά ας έλθωμεν και εις τας θαυματουργίας και τα κατορθώματά του, διότι δια να είπωμεν περί της εγκρατείας αυτού προελάβομεν την διήγησιν και εγράψαμεν τα ύστερα πρότερον. Όταν ήτο ετών δέκα οκτώ και ευρίσκετο εις την καλύβην, επήγαν λησταί να τον ληστεύσωσι και βασανιζόμενοι όλην την νύκτα δεν ηδυνήθησαν να τον εύρωσι, διότι ο Κύριος τους ετύφλωσε και δεν τον έβλεπον. Αφ’ ου δε εξημέρωσε, τον είδον έμπροσθεν αυτών και εθαύμασαν εκπληττόμενοι, διότι τον είχον σχεδόν εις τας χείρας και δεν τον έβλεπον· όθεν ηννόησαν ότι ήτο η δύναμις του Θεού, ήτις τους ημπόδιζε να τον εύρωσιν. Είπον λοιπόν προς αυτόν, ως να εμετεωρίζοντο· «Εάν ήρχοντο κλέπται να σε εύρωσι, τι θα έκαμνες»; Ο δε πράως και ιλαρώς απεκρίθη: «Ο γυμνός ληστάς δεν φοβείται». Οι δε πάλιν είπον προς αυτόν: «Εάν δεν έχης τίποτε να σου κλέψωσι και σε φονεύσωσιν»; Ο δε Όσιος απεκρίνατο: «Όστις είναι έτοιμος να αποθάνη, δεν φοβείται τον θάνατον». Ταύτα ακούσαντες οι λησταί κατενύγησαν θεία Χάριτι και ομολογήσαντες την ανομίαν αυτών έλαβον υπ’ αυτού συγχώρησιν, υποσχεθέντες να διορθώσωσι την διαγωγήν των. Γυνή δε τις ήτο ύπανδρος χρόνους δέκα πέντε και την ωνείδιζεν ο ανήρ της, διότι ήτο στείρα· όθεν εξελθούσα της πατρίδος της Ελευθερουπόλεως, απήλθεν εις την έρημον και πίπτουσα εις τους πόδας του Ιλαρίωνος τον παρεκάλει μετά δακρύων να την ελεήση, να αποκτήση παιδίον. Ο δε Όσιος ιδών αυτήν εξαίφνης δυσηρεστήθη, διότι ουδόλως ήθελε να ίδη γυναίκα. Επειδή δε την εδίωκε να φύγη, ωδύρετο η γυνή περισσότερον λέγουσα: «Ποίησον έλεος εις εμέ την ταλαίπωρον και μη βδελυχθής, αλλά ενθυμούμενος ότι εκ γυναικός εσαρκώθη ο Κύριος, βοήθησόν μοι, να αποκτήσω κληρονομίαν, δια να μη με ατιμάζη ο ανήρ μου». Ο δε ταύτα ακούσας την ελυπήθη, και λέγει προς αυτήν: «Ύπαγε εις τον οίκον σου και ο Κύριος να δώση το ζήτημα της καρδίας σου». Αύτη λοιπόν απήλθεν εις τον άνδρα της χαίρουσα. Ο δε Όσιος εποίησε προς Κύριον δέησιν υπέρ αυτής και εντός ολίγων ημερών συνέλαβεν εν γαστρί και αφού εγέννησε και εγένετο το παιδίον ενός έτους, το έφερεν εις τον Άγιον και πολλάς ευχαριστίας του εποίησεν. Ο δε, ευλογήσας αυτό, εποίησεν ευχήν να το περισκέπη ο Θεός και να το φωτίση να γίνη ενάρετος άνθρωπος. Ήτο δε ο Όσιος ετών τριάκοντα τριών, όταν εποίησε το πρώτον αυτό θαυματούργημα. Ετέρα δε τις γυνή επάρχου τινός Ελπιδίου ονόματι, συγκλητική την αξίαν, Αρισταινέτη καλουμένη, ευλαβής και φοβουμένη τον Θεόν, απήλθε με το άνδρα της και τρεις παίδας που είχε, να ίδωσι τον Μέγαν Αντώνιον. Αφού επέστρεψαν εις την Γάζαν, ησθένησαν βαρέως τα τέκνα της, τόσον ώστε ο ιατρός δεν ηδύνατο να τα θεραπεύση. Έχουσα λοιπόν η ευσεβής γυνή δι’ αυτό μεγάλην θλίψιν και ακούσασα την φήμην του Ιλαρίωνος, απήλθεν ουχί ως ευγενής και πλουσία μετά φαντασίας πολλής κατά την αξίαν της, αλλά ταπεινά μετά δύο γυναικών και πίπτουσα εις τους πόδας αυτού τον ώρκιζεν εις τον Θεόν, χέουσα τα δάκρυα ως ποταμόν και δεομένη τούτου, να κοπιάση να έλθη έως της Γάζης, το μεν ίνα επισκεφθή τα τέκνα της, το δε δια να λυτρώση τους κατοικούντας εκεί Έλληνας από την ειδωλολατρίαν. Τούτο μάλιστα τον εβίασε και έστερξε να υπάγη, ενώ ποτέ δεν εξήλθεν από το κελλίον του. Αφού λοιπόν ο ήλιος εβασίλευσεν, απήλθεν εις την πόλιν και έβαλε τας χείρας του εις τους ασθενείς, επικαλούμενος το παντοδύναμον του Δεσπότου Όνομα, το φοβερόν εις τας νόσους και τους δαίμονας, και παρευθύς, ω του θαύματος! ίδρωσαν τόσον οι ασθενείς, ως να τους είχον βρέξει εις την θάλασσαν, έπειτα ηγέρθησαν υγιείς και έφαγον. Ευχαριστήσαντες λοιπόν οι γονείς τον Όσιον, καθώς έπρεπεν, εδόξαζον τον Θεόν. Η φήμη της θαυματουργίας ταύτης διεδόθη εις όλην την πόλιν και τα περίχωρα και προσελθόντες από διαφόρους τόπους οι ασθενείς ελάμβανον την ποθουμένην υγείαν αφθόνως και χωρίς πληρωμήν. Τούτο έγινεν αιτία, ώστε πολλοί Έλληνες εβαπτίσθησαν και πολλοί Χριστιανοί εγκατέλειπον τον κόσμον, γινόμενοι μιμηταί αυτού εις την άσκησιν, ήρχισε δε έκτοτε να συνηθίζεται και η Μοναχική πολιτεία, εν ω κατά τον καιρόν εκείνον ουδόλως υπήρχε Μοναστήριον, ούτε εις άλλον τινά τόπον υπήρχε τις Αναχωρητής, ειμή μόνον ο Μέγας Αντώνιος γέρων και οι μετ’ αυτού εις την Αίγυπτον, και ο νέος την ηλικίαν  Ιλαρίων εις την Παλαιστίνην, οίτινες ήσαν ως δύο στρατηλάται του επουρανίου Βασιλέως, πολεμούντες ανδρείως κατά του δαίμονος και αρπάζοντες πολλάς ψυχάς εκ των χειρών αυτού τας καθωδήγουν προς τον σωτήριον έρωτα. Ετέρα τις γυνή ήτο επί δύο έτη τυφλή και εξοδεύσασα όλον τον πλούτον της εις ιατρούς δεν είδεν ωφέλειάν τινα. Ελθούσα λοιπόν εις τον Όσιον εζήτει βοήθειαν. Ο δε είπε προς αυτήν: «Εάν τα χρήματα, τα οποία εδαπάνησας εις ιατρούς, τα έδιδες ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, ήθελες λάβει την θεραπείαν». Ταύτα ειπών ευσπλαγχνίσθη αυτήν και μιμούμενος τον Διδάσκαλον έπτυσεν εις τους οφθαλμούς της και παρευθύς εφωτίσθη η πρώην τυφλώττουσα. Μετά ταύτα του έφεραν στρατιωτικόν τινα ηνίοχον (ήτοι αμαξηλάτην) από την Γάζαν, σηκωτόν εις τον κράββατον, τον οποίον επλήγωσεν ο δαίμων και εκείτετο παραλυτικός και όλως ακίνητος. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Εάν δεν πιστεύσης εις τον Χριστόν και δεν αφήσης το επιτήδευμα του ηνιόχου, δεν θεραπεύεσαι». Ο δε έταξε να ποιήση αμφότερα αυτά, να βαπτισθή και να μη πορεύηται πλέον εφ’ αμάξης εις πόλεμον και ούτως εγένετο υγιής ψυχή τε και σώματι. Εις την περιοχήν των Ιεροσολύμων ήτο ισχυρός τις νεανίσκος και ανδρείος τόσον, ώστε ηδύνατο να φέρη δεκαπέντε μόδια σίτου και εκενοδόξει, διότι είχε τοσαύτην δύναμιν. Ούτος εδαιμονίσθη από θείαν παραχώρησιν και τόσον ήτο δυνατός εκ συνεργείας δαιμονικής και εκ φύσεως, ώστε δεν ηδύναντο οι συγγενείς του να τον κρατώσι δεδεμένον, αλλ’ έκοπτε τας αλύσεις, συνέτριβεν ως ξύλα τα σίδηρα, έρριπτε τας θύρας και εξερχόμενος έξω επετίθετο καθ’ όσων απήντα εις τας οδούς και άλλου μεν έκοπτε την ρίνα, άλλου τα χείλη ή τα ώτα, άλλων δε έτρωγε τας χείρας ή τους πόδας· όθεν συναχθέντες όλοι οι γείτονες επενόησαν τρόπον και δέσαντες αυτόν με αλύσεις και σχοινία, τον έφεραν εις το Μοναστήριον του Ιλαρίωνος, όστις λαβών αυτόν εκ της χειρός ήγειρε λέγων: «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού, να είσαι υγιής από της σήμερον». Και ευθύς ο μεν δαίμων εξήλθεν έντρομος, ο δε νέος έμεινεν ελεύθερος παντός κακού και απήλθεν εις την οικίαν αυτού ευχαριστών τον Άγιον και ευλογών και δοξάζων τον φιλάνθρωπον Κύριον. Άρχων τις μέγας εκ πόλεως Αχιλλείας, ήτις είναι πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης, συγκλητικός την αξίαν, Ωρίων ονομαζόμενος, είχεν έσωθέν του ουχί ένα δαίμονα, αλλά πολλούς, οίτινες έθλιβον αυτόν και χαλεπώς εβασάνιζον. Οι συγγενείς του λοιπόν βλέποντες, ότι δεν υπήρχεν ουδεμία θεραπεία δι’ αυτόν, τον έφεραν δεδεμένον εις τον Άγιον όπως τον θεραπεύση. Οι δε δαίμονες, ιδόντες αυτόν, εξηγρίωσαν περισσότερον τον Ωρίωνα τόσον, ώστε έσπασε τα δεσμά και διαφυγών από τας χείρας εκείνων, οίτινες εκράτουν αυτόν, ερρίφθη κατά του Αγίου και τον ύψωσεν επί του ώμου αυτού. Οι δε περιεστώτες εταράχθησαν, φοβούμενοι μήπως ρίψη τον Όσιον κατά γης και τον συντρίψη, διότι ήτο εξηντλημένος από την πολλήν εγκράτειαν και τους λοιπούς πόνους της ασκήσεως. Ο Άγιος όμως εμειδίασε και είπεν εις αυτούς: «Μη φοβείσθε, άφετε τον αντίπαλον να πολεμή κατ’ εμού». Ούτως είπε και αρπάσας τον Ωρίωνα από τας τρίχας της κεφαλής τον έσεισεν ολίγον και τον έρριψεν εις την γην ως νήπιον, έπειτα σφραγίσας αυτόν και ευξάμενος εδίωξε τους πονηρούς δαίμονας και ήγειρε τον ασθενή σωφρονισθέντα και αποδίδοντα προς τον Θεόν τα ευχαριστήρια. Απελθών λοιπόν ο θεραπευθείς εις τον οίκον αυτού, επέστρεψεν εντός ενός έτους προς τον Άγιον μετά της γυναικός και των τέκνων αυτού φέροντες εις αυτόν αρκετά αργύρια προς ευχαριστίαν της θεραπείας του. Ο δε Όσιος ηυχαρίστησε μεν την αγαθήν γνώμην και προαίρεσιν αυτού, πλην δεν εδέχθη ουδαμώς τα αργύρια, αλλά του είπε να τα διαμοιράση εις πένητας. Τούτο δε είπεν ο Όσιος δια να ωφελήση διττώς τους περιεστώτας, ήτοι αφ’ ενός μεν δια να παρακινήση αυτούς εις ευποιϊαν και έλεος προς τους πτωχούς, αφ’ ετέρου δε δια να στηρίξη αυτούς με το λαμπρόν τούτο παράδειγμα και να γνωρίσωσιν, ότι όστις πλουτίση εις τον Θεόν και τον αποκτήση εις την καρδίαν του, ούτε χρήματα χρειάζεται ούτε άλλο τι γήϊνον. Ευλαβηθείς λοιπόν ο Ωρίων την αρετήν του Οσίου ανεχώρησε, λαβών την ευλογίαν παρ’ αυτού και επορεύθη εις την οικίαν του. Λατόμος τις, Ζανανός ονομαζόμενος, έκοπτε λίθους εκεί πλησίον εις το Μοναστήριον του Αγίου, ότε αίφνης έμεινε παράλυτος. Τούτον ήγειραν οι σύντροφοί του και τον έφεραν εις το Μοναστήριον. Ο δε Όσιος, ευθύς ως έθεσε τας χείρας επ’ αυτόν και εποίησε προσευχήν, ευθύς ιάτρευσεν αυτόν και απήλθε πάλιν εις το εργόχειρον. Στρατηγός τις, Χριστιανός την θρησκείαν, Ιταλικός καλούμενος, ετέλει ιπποδρόμιον εκείνας τας ημέρας, κατά τους νόμους των αρχόντων. Έμελλε δε να πολεμήση κατ’ αυτού ασεβής τις, όστις προσεκύνει το είδωλον Μανάν και δια των μαντειών εποίησεν αδρανή και ακίνητα τα άλογα του Ιταλικού και τους ηνιόχους. Αυτός δε ενίκα και ηλαζονεύετο περιπαίζων και χλευάζων τον Ιταλικόν, καθώς και οι λοιποί Έλληνες, λέγοντες προς λοιδορίαν προς αυτόν: «Που είναι η βοήθεια του Θεού σου»; Και έτερα. Απελθών λοιπόν προς τον Όσιον περίλυπος είπεν εις αυτόν τα γενόμενα, ζητών βοήθειαν. Ο δε Άγιος δεν είχε προθυμίαν να δεηθή δι’ αυτόν προς τον Θεόν, αναλογιζόμενος ότι δεν ήτο πρέπον να εύχηται προς τον Θεόν δια τόσον μηδαμινά πράγματα. οι δε περιεστώτες παρεκάλουν αυτόν να βοηθήση αυτόν, επειδή εβλασφήμουν οι Έλληνες τον Χριστόν, ότι δεν ηδύνατο να δώση εις αυτόν την νίκην. Πείθεται λοιπόν ο μέγας Ιλαρίων και γεμίζει ύδωρ το οστράκινον αγγείον, με το οποίον έπινε και το έδωσεν εις τας χείρας του. Ο δε λαβών αυτό, εκύτταξε μέσα εις το νερόν και βλέπειτα άλογα, τους ηνιόχους και εαυτόν δεδεμένον από μαγείαν των εναντίων. Λέγει δε εις αυτόν ο Άγιος: «Ύπαγε και ράντισον με το ύδωρ αυτό όσους ανθρώπους και άλογα βλέπεις εκεί εντός, ποιών το σημείον του ζωοποιού Σταυρού πρότερον». Ο δε ευχαριστήσας τον Άγιον απήλθε και ποιήσας ως διετάχθη, ενίκησε τους εχθρούς του, οίτινες έμειναν κατησχυμμένοι και πολλοί των περιεστώτων επίστευσαν εις τον Χριστόν δια το θαυμάσιον. Νεανίας τις ακόλαστος ηγάπησε παρθένον τινά κανονικήν και ιδών ότι με κολακείας και δωρεάς δεν ηδύνατο να επιτύχη του ποθουμένου, απήλθεν εις την πόλιν Μέμφιν, εις την οποίαν ήσαν μάντεις και έμαθε την τέχνην αυτών επί εν έτος και έπειτα του έδωσαν πέταλα χάλκινα, εις τα οποία είχαν τυπώσει μορφάς δαιμόνων και τινας χαρακτήρας, κατά την των μάγων συνήθειαν. Λαβών λοιπόν αυτά, έσκαψεν εις το κατώφλιον της θύρας της παρθένου και τα έκρυψεν. Όθεν  ευθύς η αθλία κόρη ετρώθη την καρδίαν εκ συνεργείας δαιμόνων εις έρωτα σαρκικόν προς τον νέον και ως δαιμονιζομένη διέστρεφε τας όψεις, έτριζε τους οδόντας, έρριπτε την σκέπην από την κεφαλήν και εφώναζε τον εραστήν εξ ονόματος. Οι δε συγγενείς αυτής συνεπέρανον μεν ότι της έκαμε μαγικά, μη δυνάμενοι δε να τα εύρωσιν, απήλθον εις τον Όσιον μετά της κόρης, δεόμενοι να ποιήση έλεος εις αυτήν την ταλαίπωρον. Το δε φαύλον εκείνο δαιμόνιον, ευθύς ως είδε τον Άγιον, εφοβήθη και εβόησε ταύτα ως προφασιζόμενον: «Εγώ ήμην εις την Μέμφιν και μόνον δια φαντασμάτων και ενυπνίων επείραζα τους ανθρώπους· αλλ’ εδώ δεν ηξεύρω πως με έφεραν δια κακόν μου. Ω κριτήρια όπου πάσχω! Πόσον αδικούμαι! Με κελεύεις, δούλε του Θεού, να εξέλθω, αλλά δεν δύναμαι, διότι με έχουσι δεδεμένον εις πέταλον με τον σπάγγον και εις το κατώφλιον κάυωθεν κεχωσμένον και ο νέος, όστις με έβαλεν εκεί, αυτός δύναται να με λύση». Ο δε μακάριος Ιλαρίων μειδιάσας λέγει προ αυτό: «Όντως μεγάλος είσαι και δυνατός, επειδή σε έχουσιν εις πέταλον δια λεπτοτάτου σχοινίου δεδεμένον και δεν δύνασαι να λυτρωθής. Αλλά διατί δεν εισήλθες εις εκείνον τον άθλιον, όστις σε έδεσεν, αλλά εξύβρισες τοιαύτην κοσμίαν και τετιμημένην παρθένον»; Ο δε ψεύστης ωμολόγησε και μη θέλων την αλήθειαν λέγων: «Δεν έχω λόγον να εισέλθω εις εκείνον, όστις έχει εντός του τον δαίμονα της ηδυπαθείας, ο οποίος είναι από εμέ χαλεπώτερος». Ταύτα ειπόντος του δαίμονος, επετίμησεν αυτόν ο Όσιος να εξέλθη και προσευξάμενος έβαλεν εις την κεφαλήν της παρθένου τας χείρας του και ευθύς έφυγεν ο δαίμων ως μεμαστιγωμένος. Η δε γυνή ελυτρώθη της τυραννίδος και έμεινεν εύτακτος, ενουθέτησε δε ταύτην ο Όσιος να προφυλάσσηται εις το μέλλον από πάσαν αμαρτίαν, διότι εάν δεν εύρισκε πρόφασίν τινα, δεν εισήρχετο εις αυτήν το δαιμόνιον. Απέστειλεν έπειτα αυτήν σωφρονούσαν εις την οικίαν της, προς δε τους παρόντας έλεγε: «Δεν έχουσι καθ’ ημών εξουσίαν τινά οι δαίμονες, εάν ημείς δεν δώσωμεν εις αυτούς αφορμάς πρότερον. Και τι λέγω καθ’ ημών; Ουδέ κατά των αλόγων ζώων, εάν δεν τους συγχωρήση ο Κύριος, ως φαίνεται εις τον Ιώβ και εις το Ιερόν Ευαγγέλιον». Είχε λοιπόν διαδοθή η φήμη του Αγίου εις όλην την οικουμένην, έμαθε δε περί αυτού και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, όστις είχε μέγαν τινά άρχοντα και φίλον έμπιστον, κανδιδάτον το αξίωμα. Ούτος είχεν εκ νεαράς ηλικίας δαιμόνιον, το οποίον τον εβασάνιζε και τρίζων τους οδόντας εφώναζεν. Όθεν λαβών από τον βασιλέα συγχώρησιν και ικανήν συνοδείαν, απήλθεν εις τον Όσιον. Ευθύς δε ως ησθάνθη ο δαίμων, ότι επλησίαζεν εις αυτόν, μη υποφέρων την παρουσίαν του Αγίου, ετάραξε τον άρχοντα και τον ύψωσεν εις τον αέρα ώραν πολλήν. Οι δε περιεστώτες εθαύμαζον όχι μόνον δι’ αυτό, αλλά και διότι ο άρχων δεν εγνώριζεν άλλην γλώσσαν, ειμή μόνον την Γαλλικήν, αυτός δε απεκρίνατο εις τας ερωτήσεις του Αγίου με λαλιάν της Παλαιστίνης και Συρίας, και ωμολόγει ο δαίμων με την γλώσσαν του πάσχοντος πως και πότε εισήλθεν ο μιαρός. Επειδή δε οι στρατιώται και οι δούλοι του άρχοντος δεν εγνώριζον την λαλιάν της Συρίας, ωμίλουν Ελληνικά και ο δαίμων ομοίως Ελληνικά ανταπεκρίνετο, ότι δια τας μαγείας γοήτων και μάγων τινών εισήλθεν εις τον άρχοντα. Τότε ο Άγιος, επικαλεσάμενος το όνομα του Δεσπότου Χριστού, τον επρόσταξε να εξέλθη και ευθύς εξήλθεν ο δαίμων. Ο δε άρχων ευχαριστήσας τα μέγιστα, έδιδεν εις τον Άγιον χρυσίον πολύ εξ ευγνωμοσύνης δια την ευεργεσίαν· αλλά ούτος ουδόλως εδέχθη αυτό και έδειξεν εις αυτόν άρτον κρίθινον, λέγων προς αυτόν: «Όσοι τρώγουσι τοιούτον άρτον, έχουσιν εξ ίσου τον χρυσόν και τον πηλόν». Ούτω λοιπόν ο Άγιος ελύτρωσε τον άρχοντα όχι μόνον εκ του δαίμονος, αλλά και εκ της φιλοχρηματίας, νουθετήσας αυτόν να καταφρονή το χρυσίον, το οποίον είναι δια τους φιλαργύρους χειρότερον και αυτού του δαίμονος. Όχι δε μόνον εις τους ανθρώπους ήτο συμπαθής και ίλεως ο μακάριος Ιλαρίων, αλλά και αυτά τα άλογα ζώα, εάν είχον ασθένειάν τινα, τα ελυπείτο και τα εθεράπευεν. Έφεραν δε ποτε εις τον Όσιον κάμηλόν τινα πολύ μεγάλην εις τον όγκον του σώματος, τόσον ώστε οι βλέποντες εθαύμαζον, επειδή δεν είχον ίδει ποτέ μεγαλυτέραν αυτής. Ενωχλείτο δε και αύτη υπό δαιμόνων, διέστρεφε τους οφθαλμούς, έβγαζεν αφρούς από το στόμα και εποίει όσα άλλα οι δαιμονιζόμενοι πράττουσιν. Ο δε Όσιος ιάτρευσε και αυτήν με τόσην ευκολίαν όπως και τους ανθρώπους. Ταύτα μαθών και ο Μέγας Αντώνιος έχαιρε και ενετρύφα εις τον θαυμασμόν του Αγίου και πολλάκις του έστειλε γράμματα φιλικά και χαιρετισμούς και με πολλήν αγάπην αυτόν ησπάζετο, όσοι δε ήρχοντο προς αυτόν από την Συρίαν δια να τους θεραπεύση από τινα ασθένειαν, τους εμέμφετο, ότι είχον τον ιατρόν εκεί πλησίον και αυτοί εβασανίζοντο εις τοσαύτην οδοιπορίαν και κάκωσιν. Τόσον ήτο εις την πολιτείαν θαυμάσιος και ενάρετος ο μακάριος και τοσούτον ζήλον διήγειρε προς ψυχοσωτήριον μίμησιν αυτού, ώστε επλούτισε και εκόσμησε την Παλαιστίνην δια Μοναστηρίων, των οποίων οι αδελφοί ήρχοντο προς αυτόν χάριν νουθεσίας και διορθώσεως. Επορεύετο δε και ο Όσιος άπαξ του έτους, πριν του τρυγητού, εις έκαστον Μοναστήριον και τους εδίδασκε πως να διάγωσι την ζωήν των και πως να τελώσι τον κανόνα αυτών και τους παρεκίνει σπουδαίως εις τας λοιπάς αρετάς. Διήρχετο δε ποτε ο Όσιος δια της πόλεως Λώδης μετά τινων μαθητών του δια να επισκεφθή μαθητήν τινα νεώτερον, καθ’ ην εποχήν οι ΄Ελληνες είχον πάνδημον εορτήν της μιαράς Αφροδίτης και ήσαν συνηγμένοι όχι μόνον από την πόλιν, αλλά και από όλα τα περίχωρα· οίτινες, ως ήκουσαν ότι ο Άγιος διήρχετο απ’ εκεί πλησίον, έδραμον όλοι ποταμηδόν προς απάντησιν αυτού και κλίναντες τας κεφαλάς εις την γην, εβόων πάντες εις Συριακήν γλώσσαν το «Κύριε, ευλόγησον». Ο δε Όσιος, βλέπων αυτών την αγαθήν γνώμην, τους εδίδαξε την αληθή πίστιν του Χριστού, απευθύνας προς Αυτόν θερμοτάτην δέησιν υπέρ αυτών. Αυτοί δε ως αγαθή γη εδέχθησαν εις τας καρδίας των τον λόγον της αληθείας, του Θεού συνεργήσαντος, και πιστεύσαντες έλαβον το Άγιον Βάπτισμα και ωκοδόμησαν Εκκλησίαν κατά τον τύπον, όπου τους έδωκεν. Απερχόμενος ο Άγιος το επόμενον έτος δια να επισκεφθή τους αδελφούς, κατά την συνήθειαν, ίνα τους νουθετή και τους καταρτίζη εις την αρετήν, εύρε φιλάργυρόν τινα, όστις τόσον ηγάπα τα χρήματα, ώστε δεν έδιδε ποτέ εις ουδένα ελεημοσύνην. Ταύτα ακούσας ο Άγιος δεν υπήγε καν να τον επισκεφθή, ως ανάξιον της του Θεού αδελφότητος. Ούτος όμως ο άσπλαγχνος Μοναχός, γνωρίζων, ότι ο Ιλαρίων έμελλε να διέλθη εκ του κελλίου του μετά πολλών αδελφών, έβαλε φύλακας ωμούς και απανθρώπους κατά την γνώμην αυτού, να φυλάττωσι τον αμπελώνα, δια να μη φάγη ξένος τις σταφυλήν ουδαμώς εξ αυτού. Ταύτα μαθών ο Όσιος ουδέ καν διήλθεν από το κελλίον αυτού, αλλ’ αφού προεχώρησεν εις την οδόν, τον υπεδέχθη παρεμπρός έτερος αδελφός ονόματι Σάββας και τους παρεκάλεσε να εισέλθωσιν όλοι δι’ αγάπην Χριστού εις τον μικρόν αμπελώνα, τον οποίον είχε και να φάγωσι σταφυλάς έως ου χορτασθώσιν. Ιδών λοιπόν ο Όσιος την φιλόθεον γνώμην αυτού, εποίησε πρότερον δέησιν προς Κύριον, να ευλογήση τον κόπον του, έπειτα εισήλθον άπαντες τον αριθμόν τρισχίλιοι και φαγόντες εχορτάσθησαν όλοι. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου παντελεήμον και πολυεύσπλαγχνε Κύριε! πρότερον παρήγεν εκείνος ο αμπελών εκατόν στάμνας οίνου ετησίως, και τότε όπου έφαγον τοσαύτας χιλιάδας σταφυλών οι ξένοι παρήγαγε τριακοσίας και καλλίτερον οίνον, από τον πρότερον. Του δε φιλαργύρου εκείνου ο αμπελών, εξ ου δεν αφήκε ξένον να φάγη ουδαμώς, δεν εποίησεν ούτε το τρίτον από όσον εποίει τα άλλα έτη και αυτό το ολίγον όξινον και άχρηστον. Τούτο δε όλον εγένετο δια προσευχής του Οσίου, όπως ιδών ο άσπλαγχνος εκείνος την δικαιοκρισίαν του Θεού μεταμεληθή ύστερον και γένηται προς τους πτωχούς φιλόξενος. Πάντοτε λοιπόν εδίδασκεν ο Άγιος τους μαθητάς του προς συμπάθειαν και όσους ήθελε γνωρίσει ότι είχον πολλήν προσπάθειαν και μέριμναν δια την ζωοτροφίαν αυτών, δεν τους ηγάπα· διότι δεν ήλπιζον εις τον Θεόν, αλλά εφρόντιζον αυτοί περί των μελλόντων ετών και δεν έδιδον εις τους πτωχούς όσα τους επερίσσευον. Ακούσας δε ότι Μοναχός τις, όστις κατώκει πέντε μίλια μακράν από το κελλίον τού Οσίου, είχε κήπον καλόν με λάχανα ωραία και δεν έδιδε δωρεάν εις ουδένα, τον εμίσησε τόσον, ώστε δεν ήθελε να τον ίδη ουδαμώς και παρήγγειλεν εις τους μαθητάς του, εάν έλθη καμμίαν φοράν, να μη τον δεχθώσιν. Ούτος δε ο υπό του Αγίου δικαίως μισούμενος είχε πόθον πολύν να γίνη μεταξύ των διαλλαγή, να λάβη συγχώρησιν και έβαλε μεσίτας τούς μαθητάς αυτού και μάλιστα τον Ησύχιον, όστις τον υπηρέτει και τον ηγάπα από τους άλλους καλλίτερα, ως πάντων εναρετώτερον. Τούτον παρεκάλεσε πολλά ο φιλάργυρος Μοναχός να ποιήση τρόπον, να τον συγχωρήση ο Άγιος και του έφερε ολίγα ερεβίνθια χλωρά χάριν φιλίας. Ο δε Ησύχιος, ως συνετός όπου ήτο, δεν είπε του Αγίου τις τα έφερε, μόνον τα έβαλεν εις την τράπεζαν. Αλλ’ εκείνος, επειδή είχεν εις την καρδίαν του τον Δεσπότην Χριστόν και του εφανέρωσε τα απόκρυφα, εγνώρισε την υπόθεσιν και κυττάζων αυστηρά τον Ησύχιον, είπε: «Δεν αισθάνεσαι ότι όζουσι φιλαργυρίας, αλλά τα έφερες εις την τράπεζαν»; Ο δε Ησύχιος ταπεινά απεκρίνατο: «Δεν ησθάνθην εγώ δυσωδίαν ουδαμώς εις αυτά, Πάτερ τίμιε». Λέγει εις αυτόν ο Όσιος· «Δος τα εις τους βόας, να γνωρίσης ότι δεν ψεύδομαι». Ευθύς λοιπόν τα έβαλε τα ερεβίνθια έμπροσθεν εις τους βόας, έστρεψαν εκείθεν το πρόσωπον και εφώναζαν ως να έβλεπον πράγμα φοβερόν και τέρας εξαίσιον. Τοιαύτην χάριν είχεν ο Όσιος, ώστε εγνώριζεν από την οσμήν του πράγματος οποίας ψυχής ήτο εκείνος, όστις το έφερεν. Ήτο δε τότε ο Όσιος ετών εξήκοντα τριών και βλέπων το πλήθος των Μοναχών, οίτινες κατώκουν εκεί πλησίον του και τους αναριθμήτους κοσμικούς, οίτινες έτρεχον εις αυτόν καθ’ εκάστην, χάριν ωφελείας και διορθώσεως, επικραίνετο, αφ’ ενός μεν διότι τον ετίμων και δια της προσκαίρου τιμής εκινδύνευε να ζημιωθή την ουράνιον, αφ’ ετέρου δε διότι δεν τον άφηναν να ησυχάση κατά τον πόθον του. Δια τούτο εμελέτα να αναχωρήση κρυφίως εις τόπον άβατον. Οι δε μαθηταί αυτού, συμπεραίνοντες την γνώμην του, τον εφύλαττον επιμελώς και αγρύπνως, εξόχως μάλιστα ο Ησύχιος. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν η ευλαβής εκείνη γυνή Αρισταινέτη, της οποίας, ως είπομεν ανωτέρω, εθεράπευσε τα τέκνα, προσκυνήσασα δε τον Άγιον, εζήτησεν ευχήν και συγχώρησιν απ’ αυτού, δια να υπάγη να επισκεφθή και τον Μέγαν Αντώνιον. Ο δε Ιλαρίων, αφού της είπε λόγους ψυχωφελείς, την απέτρεψεν εκ της οδοιπορίας προς τον Αντώνιον, λέγων εις αυτήν ότι εκοιμήθη ο Άγιος και να μη κοπιάζη εις μάτην. Ευθύς δε ως είπε ταύτα έρχεται άνθρωπος από την Σκήτην του Οσίου Αντωνίου και έφερε την αγγελίαν, ότι εκείνος ο Μέγας απήλθε προς Κύριον. Οι δε περιεστώτες εθαύμασαν το προορατικόν του Οσίου. Βλέπων ο Άγιος ότι όσον παρήρχοντο αι ημέραι, τοσούτον ήρχοντο προς αυτόν και περισσότεροι άνθρωποι και δεν είχεν ουδαμώς ησυχίαν, εφανέρωσε την γνώμην του εις τινας αδελφούς, τους οποίους εγνώριζεν ότι εφύλαττον μυστικόν, και τους είπε να του ετοιμάσωσιν υποζύγιον να επιβή απ’ αυτού, διότι ήτο από την πολλήν εγκράτειαν εξηντλημένος και δεν ηδύνατο να περιπατήση. Ούτοι δε έφερον ευθύς τον όνον και την νύκτα έφυγον· αλλ’ όταν εξημέρωσεν, εξήλθεν ο λόγος εις τα περίχωρα και έδραμον πλείονες των είκοσι χιλιάδων ανθρώπων, κατακλύζοντες τας οδούς και τας διόδους και ευρόντες αυτόν ικέτευον, εδέοντο και εξελιπάρουν, κλαίοντες την εκείνου στέρησιν και ωνόμαζον αυτόν ιατρόν απάντων και βοηθόν εις τας νόσους και εις τας θλίψεις. Ο δε είπε προς αυτούς να μη κοπιάζωσι ματαίως να τον πειράζωσι, διότι δεν δοκιμάζει τροφήν τινα, ούτε καν ύδωρ γεύεται εις τον τόπον των. Όταν λοιπόν είδον, ότι δεν έκλινεν εις την γνώμην των, ούτε ουδόλως εγεύθη τροφήν ημέρας επτά, κατά τας οποίας τον παρεκάλουν, αφήκαν αυτόν να απέλθη και χωρίς να θέλωσι κλαίοντες και ολοφυρόμενοι. Έλαβε λοιπόν εις την συνοδείαν του αδελφούς τινάς και περιπατήσαντες εις την έρημον ημέρας πέντε, έφθασαν εις Πηλούσιον, και επισκεψάμενος τους Οσίους Ασκητάς, διήρχετο από τόπου εις τόπον, έως ου έφθασεν εις τι Μοναστήριον του Μεγάλου Αντωνίου, ευρισκόμενον επάνω εις εν όρος, εις τόπον ωραίον, υψηλόν και τραχύτατον, με βρύσεις υδάτων πολλών, γλυκυτάτων εις την γεύσιν, τα οποία εχύνοντο κάτω εις την πεδιάδα και επότιζον τους αγρούς. Εις εκατέραν δε όχθην του ποταμού αυτού ήσαν φοίνικες μεγάλοι, οίτινες έκαμνον καρπόν πολύν και γλυκύτατον και εσκέπαζον πολύν τόπον, ώστε είχεν έκαστος άνθρωπος χαράν να βλέπη τοιαύτα ωραία πράγματα εις την έρημον. Δύο δε μαθηταί του Μεγάλου Αντωνίου, Ισαάκ και Πλουσιανός καλούμενοι, παραλαβόντες τον σοφόν Ιλαρίωνα περιήγον αυτόν εις όλον τον κήπον με πολλήν ευλάβειαν, λέγοντες: «Εις τούτον τον τόπον είχε συνήθειαν ο διδάσκαλός μας και έψαλλεν· εδώ έπλεκε τας σπυρίδας· εδώ εκοιμάτο. Αυτήν την άμπελον και αυτά τα δένδρα εκείνος τα εφύτευσε μόνος του· αυτήν την πρασιάν με τας χείρας του εγεώργησεν. Αυτός έκτισε την στέρναν δια να ποτίζη τον κήπον, και απλώς ταύτα πάντα τα καλλιεργήματα αι μακάριαι χείρες αυτού με κόπον πολύν και πόνον ετέλεσαν». Ταύτα βλέπων ο Ιλαρίων είχε χαράν άπειρον και εφίλει με πολλήν ευλάβειαν την γην, εις την οποίαν προσηύχετο ο θείος Αντώνιος, έγειρε δε ολίγον και εις την κλίνην αυτού χάριν ευλογίας. Εισελθόντες είτα εις τον κήπον, εδείκνυον οι μαθηταί εκείνοι του Μεγάλου Αντωνίου εις τον θείον Ιλαρίωνα διάφορα καρποφόρα δένδρα ηλικίας τριών ετών, και έλεγον· «΄Όταν κατ’ αρχάς ο μακάριος Πατήρ ημών Αντώνιος εφύτευσε τα δένδρα ταύτα, έκαμνον μεγάλην ζημίαν εις αυτά τα άγρια ζώα, τα οποία ερχόμενα εις τον ποταμόν δια να ποτισθώσιν εισήρχοντο και εις τον κήπον. Ιδών δε ποτε ταύτα ο Άγιος ερχόμενα έλαβε μίαν ράβδον και πλησιάσας εις ένα ζώον, όπερ εφαίνετο ότι ήτο προστάτης των άλλων, το προσέταξε να μη φύγη και, ω του θαύματος! έστη το θηρίον και το εκτύπα ταπεινά ο Άγιος εις τας πλευράς, λέγων: «Διατί αδικείτε εμέ, όστις ουδόλως σας ηδίκησα; Διατί τρώγετε τους καρπούς, δια τους οποίους δεν εκοπιάσατε; Αναχωρήσατε και πλέον μη τολμήσητε να εισέλθητε εις τον κήπον». Ούτως είπε και από την ώραν εκείνην ούτε καν εις τον κήπον εισήλθον, αλλά μόνον έπιναν ύδωρ εις τον ποταμόν και έφευγον. Ταύτα ακούων, έκλαιεν από την χαράν του ο Όσιος Ιλαρίων και τους παρεκάλεσε να του δείξωσι τον τάφον του Αντωνίου. Οι δε είπον προς αυτόν: «Άρχων τις πιστός, ευλαβής και πλούσιος, Περγάμιος το όνομα, είχε μεγάλον πόθον να παραλάβη το λείψανόν του μετά την κοίμησιν εις την χώραν του, και του έκτισε και Ναόν, δια να τον προσκυνώσιν ως Άγιον· όθεν αφήκεν εις ημάς επιτίμιον βαρύτατον, να μη ομολογήσωμεν εις ουδένα που ετάφη, δια να μη τον λάβη ο άρχων και ζημιωθή ο Άγιος αντί της προσκαίρου τιμής την αιώνιον». Αποτυχών λοιπόν της επιθυμίας ο Ιλαρίων, υπέστρεψεν εις την πόλιν Αφρόδιτον, πλησίον της οποίας ήτο τόπος έρημος, και έμεινεν εκεί με δύο μαθητάς του, τους δε λοιπούς απέστειλεν εις την Παλαιστίνην. Εφύλαττε λοιπόν εγκράτειαν και τότε ότε ήτο γέρων, καθώς και όταν εγένετο Μοναχός και με τοσαύτην αυστηρότητα και σιωπήν ηγωνίζετο, ώστε εθαύμαζον όσοι τον έβλεπον. Ήσαν δε τότε τρία έτη μετά την κοίμησιν του Οσίου Αντωνίου και ουδόλως έβρεξεν ο Θεός εις εκείνα τα μέρη. Όθεν εγένετο πείνα μεγάλη και είχον οι κατοικούντες θλίψιν απαραμύθητον. Στενοχωρούμενοι δε έλεγον, ότι όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα στοιχεία και πάντα τα κτίσματα έκλαιον του Αντωνίου τον θάνατον. Μαθόντες δε ότι εκεί πλησίον κατώκει ο μαθητής αυτού Ιλαρίων, της εκείνου αρετής και των θαυμάτων όντως διάδοχος υπάρχων, απήλθον εις το κελλίον αυτού και μετά δακρύων εδέοντο να τους ελεήση δια τον Κύριον, διότι όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα κτήνη απέθνησκον. Ο δε εύσπλαγχνος και ιλαρός Ιλαρίων τους συνεπόνεσε και κλίνας τα γόνατα ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, και ευθύς, ω της ταχείας επακούσεως του Δεσπότου της κτίσεως! Ως εποίησεν ο Όσιος προσευχήν, ήλθεν η ποθουμένη βροχή προς αυτάρκειαν. Μετ’ ολίγας ημέρας εσπατάλησεν η γη την πλησμονήν του ύδατος και εγέννα ερπετά θανατηφόρα, ήτοι όφεις και άλλα όμοια, τα οποία όσους ήθελον δαγκάσει εδηλητηριάζοντο και απέθνησκον. Ταύτα μαθών ο Όσιος επικράνθη, και ευξάμενος πάλιν προς Κύριον, τους έδωκεν άγιον έλαιον να χρίωνται με εκείνο εις παν δάγκαμα των ιοβόλων ερπετών και δι’ εκείνου εθεραπεύοντο. Από ταύτας τας θαυματουργίας τον ηυλαβήθησαν οι εντόπιοι και έτρεχον συχνάκις εις όλας τας ανάγκας των, ζητούντες βοήθειαν. Δια την αιτίαν ταύτην έφυγε πάλιν εκείθεν ο Όσιος δια να μη τον δοξάζωσι και απήλθεν εις χωρίον τι της Αλεξανδρείας, καλούμενον Βρούχιον. Ούτε όμως εκεί εύρεν εκείνο όπερ ωρέγετο, διότι πάντες οι αδελφοί τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν και δεν τον άφηνον να ησυχάση, αλλά του έδιδον μεγάλην τιμήν, την οποίαν αυτός εμίσει περισσότερον, αφ’ όσον οι φιλόδοξοι μισούν την ατιμίαν και το όνειδος. Έφυγε λοιπόν και απ’ εκεί και περιπατήσας την έρημον, επήγεν εις την Άβασσαν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ετελεύτησεν ο Κωνστάντιος και καθήσας εις τον θρόνον ο ανόσιος Ιουλιανός εδίωκε τους Χριστιανούς και τους εφόνευεν. Όθεν απήλθον Αρειανοί τινες εις Γάζαν και διέβαλον τον Ιλαρίωνα ως μάντιν και γόητα. Ο δε παράνομος βασιλεύς τους έδωκε διαταγήν να κατεδαφίσωσιν εκ θεμελίων το Μοναστήριον αυτού και μαστιγώσωσιν όλους τους μαθητάς αυτού ανηλεώς και να τους εξορίσωσι, τον δε Ιλαρίωνα και τον Ησύχιον να θανατώσωσι σκληρώς όπου τους εύρωσιν. Απήλθον λοιπόν οι μιαροί εις το Βρούχιον· αλλά εις μάτην εκοπίαζον, διότι ο Όσιος το εγνώριζεν εκ θείας αποκαλύψεως πρότερον και έφυγε, καθώς είπομεν, πάλιν δε εκεί εις την Άβασσαν δεν διέμεινε πολύ, αλλά ανεχώρησεν από τους αδελφούς, οι οποίοι τον παρεκάλουν να παραμείνη ολίγας ημέρας δια να ωφεληθώσιν απ’ αυτού. Εκείνος δε είπε προς αυτούς: «Εάν παραμείνω έως αύριον, είναι μεγάλη ζημία σας, καθώς θέλετε το γνωρίσει». Αφού λοιπόν έφυγεν, ήλθον οι Αρειανοί ζητούντες αυτόν και εξετάσαντες ακριβώς έμαθον την αλήθειαν περί της αυτού προγνώσεως και έλεγον: «Καλά είπομεν ημείς, ότι μάντις είναι ο Ιλαρίων και προβλέπει τα μέλλοντα». Ούτω λοιπόν απηλλάγη από τους διώκοντας. Επειδή δε ήθελε να πλεύση εις τινα νήσον να ησυχάση, εις εκ των μαθητών αυτού φιλάργυρος και φιλόδοξος, Αδριανός το όνομα, προσεπάθει να τον παραλάβη πάλιν εις Παλαιστίνην και του έλεγεν, ότι απέθανεν ο Παραβάτης και εκάθισεν άλλος βασιλεύς Ορθόδοξος. Ο Άγιος όμως γνωρίσας τον δόλον, δεν τον ήκουσεν. Όθεν εσκανδαλίσθη ο τάλας Αδριανός και έκλεψε την ελεημοσύνην, την οποίαν έδωσαν δια τον Άγιον οι μαθηταί αυτού προκειμένου να πορευθή εις την εξορίαν, επιστρέψας δε εις Παλαιστίνην τον εύρεν η θεία δίκη και του ήλθε δεινή ασθένεια, εκ της οποίας εφαγώθησαν αι σάρκες του, όθεν, ως άλλος Ιούδας, αθλίως εξέψυχεν. Εκείθεν έπλευσεν ο Άγιος προς την Σικελίαν μεθ’ ενός εκ των μαθητών του, Ναζαρίου καλουμένου· επειδή δε δεν είχον να πληρώσουν τον ναύλον, εμελέτα ο Όσιος να πωλήση Ευαγγέλιόν τι, όπερ είχε μείνει, δια να δώση εις τον ναύκληρον τα χρήματα. Όμως ο Πανάγαθος Θεός έστειλεν εις αυτούς βοήθειαν, διότι ο πλοίαρχος είχεν υιόν δαιμονιζόμενον και παρεκάλεσε τον Όσιον Ιλαρίωνα να τον βοηθήση, εάν ηδύνατο. Ποιήσας λοιπόν ευχήν ο Άγιος εδίωξε το δαιμόνιον· όθεν εχάρισεν εις αυτούς τον ναύλον ο πλοίαρχος και απελθόντες κατώκησαν εις ένα όρος μακράν από την θάλασσαν μίλια είκοσιν. Επειδή όμως δεν είχον τα προς την χρείαν, συνήγεν ο Άγιος ξύλα και ο Ναζάριος επήγαινε και τα επώλει και ηγόραζεν άρτους. Όθεν έχαιρον πολύ, διότι τους ηξίωσεν ο Θεός να πορεύωνται με τον ιδρώτα του προσώπου των και να έχωσι την ησυχίαν την οποίαν επεθύμουν. Αλλά και εκεί εις τον έρημον τόπον εφανέρωσε τον θησαυρόν ο Κύριος, καθώς λέγει: «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη» (Ματθ. ε: 14). Διότι άνθρωπος τις, Σκουτάριος το όνομα, είχε δαιμόνιον, όπερ και δια της βίας του εφανέρωσε τον Άγιον, λέγον ταύτα: «Τώρα προ ολίγων ημερών ήλθεν από την Ανατολήν ο Ιλαρίων και πάλιν ταχέως αναχωρεί με πλοίον δια να υπάγη εις την έρημον». Ούτως έλεγε το δαιμόνιον· ο δε Σκουτάριος εζήτησεν επιμελώς και ευρών αυτόν, έπεσεν εις τους αγίους πόδας αυτού ζητών έλεος και ευθύς ως είδεν αυτόν ο δαίμον πριν ή ποιήση εκείνος προσευχήν, δεν ηδυνήθη ο υψηλόφρων να βλέπη τον ταπεινόφρονα, αλλά έφυγεν ως υπό πυρός διωκόμενος. Από την θαυματουργίαν αυτήν τον ηυλαβήθησαν και εκεί, όθεν έτρεχον όλοι οι ασθενείς προς αυτόν και θεραπευόμενοι επέστρεφον εις τας οικίας των. Ο δε Ησύχιος εζήτει εις πάντα τόπον τον διδάσκαλόν του και δεν ηδυνήθη να μάθη ουδαμώς δι’ αυτόν. Μετά τρία έτη ήλθεν Ιουδαίος τις έμπορος και έλεγεν, ότι εις την Σικελίαν ευρίσκετο μέγας φωστήρ των Χριστιανών. Ο δε Ησύχιος ταύτα μαθών εγνώρισεν, ότι δεν ήτο άλλος και ευθύς επήγε και εύρεν αυτόν, ούτος δε πάλιν βλέπων ότι εκεί εις την ξενιτείαν τον ετίμων, έλαβε τους δύο μαθητάς και απήλθεν εις φρούριόν τι της Δαλματίας, όπερ ωνομάζετο Επίδαμνος(=Δυρράχιον). Αλλ’ η οσμή των χαρίτων ευωδίαζεν αυτόν εις πάντα τόπον και τον εφανέρωσε και εκεί πόσον ήτο μέγας εις την αρετήν και θαυμάσιος. Όθεν άπαντες οι Επιδάμνιοι έδραμον εις αυτόν μετά δακρύων ζητούντες βοήθειαν, διότι ήτο εις εκείνα τα μέρη δράκων τις τόσον φοβερός και ευμεγέθης, ώστε κατέπινε και βόας και ανθρώπους. Ελυπήθη λοιπόν αυτούς ο Όσιος εις τοιαύτην δεινήν συμφοράν και ολεθρίαν μάστιγα και προστάσσει να συνάξωσι ξύλα πολλά και να ανάψωσι πυράν μεγάλην. Τούτου γενομένου εποίησε προσευχήν ο Άγιος, προστάσσων το θηρίον να αναβή επάνω εις τα ξύλα, και να ίσταται εκεί έως να καταφλεχθή τελείως. Ούτως είπε και παρευθύς, ω του θαύματος! ευθύς ως ήναψε το πυρ, έπεσεν εντός αυτού εκείνος ο φοβερώτατος δράκων και ίστατο, ωσάν να ήτο δεδεμένος με ισχυράν άλυσιν, έως ου υπό του πυρός εχωνεύθη. Διότι ούτω πως ο παντοδύναμος Βασιλεύς αντιδοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας. Αλλ’ ετέλεσεν ο Όσιος εις εκείνο το μέρος και άλλο θαυμασιώτερον. Κατ’ εκείνην την εποχήν εγένετο σεισμός τοσούτον μέγας, ώστε εξήρχετο από τον τόπον της η θάλασσα και εκυμάτιζε τόσον σφοδρά, ώστε έμελλε να καταποντίση την πόλιν και πάντες έφυγον κλαίοντες εις τον Άγιον, με τας γυναίκας και τα τέκνα των. Ευσπλαγχνισθείς λοιπόν επ’ αυτούς κατεσκεύασε τρεις σταυρούς και τους ενέπηξεν εις τρεις τόπους εις τον αιγιαλόν κατά πρόσωπον της θαλάσσης και παρευθύς, ω του θαύματος! έστη το ύδωρ τόσον υψηλά, ώστε εφαίνετο ως τείχος επί ώραν πολλήν· έπειτα έστρεψεν όπισθεν διωκόμενον υπό της θείας δυνάμεως και πάντες εξέστησαν, πως εγένετο τόση γαλήνη εις μίαν στιγμήν, εν ω πρότερον εφαίνετο ως άλλος κατακλυσμός. Ετίμων λοιπόν και εκεί ομοίως τον Όσιον Ιλαρίωνα και τον είχον ως Άγιον. Όθεν πάλιν έφυγε κρυφίως και ευρών πλοίον, όπερ επήγαινεν εις την Κύπρον, εισήλθε μετά των μαθητών αυτού και εν τω πλέειν είδον οι ναύται πειρατάς να τρέχουν με βίαν μεγάλην εναντίον αυτών. Όθεν έπεσον μετά φόβου εις τους πόδας του Αγίου ζητούντες βοήθειαν. Ο δε πράως και ιλαρώς εμειδίασε, λέγων προς αυτούς· «Μη φοβείσθε ολιγόπιστοι. Μήπως είναι αυτοί περισσότεροι της στρατιάς του Φαραώ, οίτινες με το θείον πρόσταγμα κατεποντίσθησαν»; Ούτως είπε, και ιδών τους ληστάς, ότι ήρχοντο με ορμήν φονικώς προς αυτούς και ήσαν πλησίον των, έρριψε λίθον από το πλοίον εις την θάλασσαν, λέγων: «Αρκεί έως αυτού και μη έλθητε εγγύτερον ενταύθα». Και ω του θαύματος! ωσάν να ήτο τείχος μέγα αυτός ο λίθος τους ημπόδισε και δεν άφηνεν ουδαμώς να πλησιάσωσιν. Όθεν αυτοί μεν επέστρεψαν άπρακτοι, ο δε Άγιος απήλθεν εις την Πάφον της Κύπρου, ήτις ήτο τότε έρημος από ανθρώπους, διότι έκαμεν ο Θεός σεισμόν μέγαν δια την ασέβειαν αυτών και την κατέστρεψεν. Εξελθών λοιπόν από το πλοίον ο Όσιος, έκρινε τον τόπον επιτήδειον δια την ποθουμένην ησυχίαν και έμεινεν εκεί ευφραινόμενος. Αλλά πάλιν εις ολίγον καιρόν τον έμαθον και οι Κύπριοι και όσοι είχον ασθένειάν τινα, προστρέχοντες εύρισκον αμισθί θεραπείαν. Εντός δε δύο ετών από της ελεύσεώς του συνήχθησαν και εκεί πολλοί μαθηταί, ίνα ζηλωταί αυτού και συνόμιλοι γίνωσιν. Ο δε πάλιν την ενόχλησιν φεύγων, ανήλθεν εις όρος υψηλόν και δύσβατον, ένθα δεν ηδύνατο να αναβή τις, παρά με κόπον πολύν. Είχε δε το όρος εκείνο πηγάς και δένδρα εύμορφα και αγρούς καταλλήλους δια καλλιέργειαν λαχάνων. Ήτο δε και ναός ειδωλικός εκεί πλησίον, εις τον οποίον κατώκουν πολλά δαιμόνια. Αλλ’ ο Άγιος, βλέπων του τόπου το τραχύ και δύσβατον, έβαλεν εις τον νουν του, ότι εκεί τουλάχιστον θέλουσιν αφήσει αυτόν ήσυχον οι άνθρωποι. Οικήσας λοιπόν εκεί εφύτευσε λάχανα και εκαλλιέργησε κήπον, εκ του οποίου συνετηρείτο με τον κόπον του, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον. Εν μια των ημερών εξελθών του σπηλαίου βλέπει εις τον κήπον και εκείτετο παράλυτός τις, όστις δεν ηδύνατο να σαλεύση ουδόλως ουδέν μέλος του σώματός του και ερωτήσας τον Ησύχιον, πως ευρέθη εκεί ο ασθενής, απεκρίνατο εκείνος, ότι του άρχοντος, όστις ώριζεν εκείνο το όρος, ήτο συγγενής ο παράλυτος και τον έστειλεν εκεί, εάν γνωρίζη κανείς απ’ εκείνους τους τρεις να τον θεραπεύση. Εστενοχωρήθη βεβαίως ο Όσιος να φανερώση την δύναμιν της θαυματουργίας, ίνα μη γνωρισθή και εκεί· απλώσας όμως την δεξιάν, ήγειρε τον παράλυτον λέγων: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού εγείρου και περιπάτει». Και έστρεψεν ο πρώην βασταζόμενος, περιπατών υγιής και ευχαριστών τον των απάντων Θεόν, όστις ετέλει δια του δούλου αυτού τοιαύτα θαυμάσια. Φροντίζων δε ο Άγιος και έχων μέριμναν και δια τους μαθητάς αυτού, τους οποίους αφήκεν εις την Παλαιστίνην, επόνει η μακαρία ψυχή του δι’ αυτούς· όθεν έστειλε τον θείον Ησύχιον να τους επισκεφθή, να τους παρηγορήση δια την στέρησιν αυτού και να τους στερεώση με συμβουλήν σωτήριον. Αυτός δε έμεινεν εις το όρος εκείνο και ιδών, ότι τον έμαθον και εκεί και τον ετίμων και του έδιδον ενόχλησιν, εβαρύνθη και εσκέπτετο να αναχωρήση· πλην επερίμενε τον Ησύχιον. Έχων δε πόθον να μη βαρύνη τινά έσπερνεν ο ίδιος κριθήν, με την οποίαν ομού με λάχανα συνετηρείτο· μάλιστα εν ω ήτο τότε γέρων ετών ογδοήκοντα και πάλιν δεν ήθελε να φάγη ξένον κόπον ο τρισμακάριστος. Τον καιρόν εκείνον, ότε έλειπεν ο Ησύχιος, εγνώρισεν ο Άγιος, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον. Λοιπόν έγραψε διαθήκην και αφήκεν εις τον Ησύχιον τον πλούτον αυτού και την κληρονομίαν άπασαν, διότι ο Ναζάριος είχε τελευτήσει πρότερον. Πλούτον δε λέγω όχι χρυσόν ή άργυρον, αλλά το ιερόν Ευαγγέλιον, όπερ έγραψε μόνος του, όταν ήτο νέος, ένα παλλίον, ένα στιχάριον και ένα κουκούλιον τρίχινον· αυτά ήσαν όλος ο κλήρος του. Μαθόντες δε οι οικήτορες της Πάφου, ότι ησθένησεν ο Άγιος, έδραμον πολλοί να λάβωσι την ευχήν του και εξόχως γυνή τις ευγενεστάτη και πλουσία όχι μόνον εις χρήματα, αλλά μάλιστα εις πίστιν και ευλάβειαν προς τον Όσιον, ήτις ωνομάζετο Κωνσταντία και της εθεράπευσε πρότερον ο Άγιος την θυγατέρα και τον γαμβρόν της από δεινήν και μεγάλην ασθένειαν και από τούτο τον επόθησε και τον ηγάπησε κατά Θεόν, τόσον ώστε τον είχεν ως και την ψυχήν της. Αφ’ ου λοιπόν ηυχήθη πάντας τους παρεστώτας ο Όσιος, τους παρήγγειλε να τον ενταφιάσωσιν εις τον κήπον εκείνον τον οποίον εκαλλιέργησεν, ίνα ο τόπος εκείνος, όστις τον έτρεφε ζώντα, αυτός να σκεπάση και το νεκρόν αυτού σώμα, καθώς έπρεπε, και να μη τολμήση τις να τον αλλάξη, αλλά με εκείνα τα παλαιά ράσα τα οποία εφόρει να τον ενταφιάσωσι, με τα οποία και τους ασκητικούς εκείνους αγώνας και ιδρώτας ειργάζετο. Όταν δε έφθασεν η τελευταία του ώρα, έλεγε προς εαυτόν ταύτα: «Έξελθε ψυχή μου, τι φοβείσαι; Διατί διστάζεις; Εβδομήκοντα έτη δουλεύεις εις τον Χριστόν και δειλιάς θάνατον; Εκείνος σε καλεί· όθεν πορεύου προς Αυτόν χαίρουσα». Ούτως είπε και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας του Δεσπότου Χριστού την κα΄ (21ην) Οκτωβρίου εν έτει τογ΄ (373). Το δε ιερόν αυτού λείψανον έθαψαν εις τον κήπον αυτόν, καθώς παρήγγειλεν. Εφύλαττον δε οι Κύπριοι επιμελώς τον τάφον, φοβούμενοι μήπως έλθωσιν από την Παλαιστίνην και τους κλέψωσι τοιούτον θησαυρόν πολυτίμητον. Ο δε Ησύχιος, ο μαθητής του Οσίου, ακούσας του Πατρός αυτού τον θάνατον, έδραμεν ως αετός υπόπτερος και ιδών τα μεγάλα μέτρα ασφαλείας, τα οποία είχον λάβει οι Κύπριοι προς φύλαξιν του αγίου λειψάνου, το οποίον είχε πόθον να υπάγη εις την πατρίδα του, προσεποιήθη ότι ήλθεν επίτηδες να κατοικήση εις τον τάφον του διδασκάλου του έως τέλους. Αφ’ ου λοιπόν εποίησεν εκεί δέκα μήνας και είδεν ότι δεν είχον πλέον υποψίαν εις αυτόν οι Κύπριοι, τότε νύκτα τινά έλαβε το ιερόν λείψανον και το επήγεν εις τον Μαϊουμάν της Παλαιστίνης. Οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου, μαθόντες ότι ήλθε το άγιον λείψανον, έδραμον άπαντες χαίροντες και ιδόντες το σώμα αυτού ολόκληρον, αναπέμπον ευωδίαν γλυκυτάτην, τα ενδύματα σώα και ακέραια, το δε πρόσωπον να λάμπη ως φως, ύμνουν τον Θεόν, ανάψαντες δε λαμπάδας και θυμιάματα, έφερον αυτό ευλαβώς εις Μονήν τινα του Μαϊουμά και εκεί λαμπρώς και μεγαλοπρεπώς το απεταμίευσαν. Οι δε Κύπριοι κατά πολλά εθλίβησαν εις αυτήν την μεγάλην ζημίαν, εξαιρέτως δε η μακαρία Κωνσταντία από την πολλήν αγάπην, την οποίαν είχε προς τον Άγιον, ως ήκουσεν ότι επήραν το ιερόν αυτού λείψανον, ετελεύτησεν η αοίδιμος. Ούτω λοιπόν ο θείος Ιλαρίων εις όσους τόπους επήγε και από όσους ανεχώρησεν, εις τους μεν άφηνεν ηδονήν άρρητον, εις τους δε επιθυμίαν φλογεράν δια την επανεμφάνισιν αυτού, αλλά και τώρα πάλιν η Παλαιστίνη και η Κύπρος κατατρυφώσιν εις τας χάριτας αυτού, επειδή γίνονται και έως της σήμερον εις αυτάς τας δύο χώρας θαυμάσια, εις την Πάφον, δηλαδή, εις τον κήπον, εις τον οποίον εκαλλιέργει και υπ’ αυτού ετρέφετο και εις την Μονήν του Μαϊουμά, ένθα ετέθη το ιερόν αυτού λείψανον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: