Σώζων ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο από την Λυκαονίαν (ήτις είναι μέρος της Καππαδοκίας, ήτοι της Καραμανίας και νεύει προς Νότον κατά την Κιλικίαν), ακμάσας εν έτει σπη΄ (288), ωνομάζετο δε πρότερον Ταράσιος, αλλ’ αφού πιστεύσας εις τον Χριστόν έλαβε το θείον Βάπτισμα, ομού με τον προτερινόν του ασεβή βίον απέρριψε και το πρώτον του όνομα και μετωνομάσθη Σώζων. Έζη δε εις την περιφέρειαν εκείνην μετερχόμενος το έργον ποιμένος προβάτων. Αλλ’ όμως εγένετο συνάμα έκτοτε και ποιμήν ανθρώπων· διότι εις όσους τόπους μετέβαινε με το ποίμνιόν του ίνα βασκήση αυτό, εις όλους τους ανθρώπους, τους οποίους συναντούσεν, ωμίλει τον λόγον της ευσεβείας κηρύττων τα σωτήρια του Ευαγγελίου διδάγματα, και πολλούς από εκείνους κατώρθωνε δια της διδασκαλίας του να οδηγή εις την μάνδραν του Χριστού. Ήτο δε ο λαμπρός αυτός αριστεύς της θείας πίστεως ιλαρός μεν και γλυκύτατος κατά τον χαρακτήρα και πράος, έχων το θέλημά του εστηριγμένον εις τον νόμον του Κυρίου, και επάνω εις αυτόν εμελετούσεν ημέραν και νύκτα και με αυτήν την πολιτείαν και ζωήν του αληθώς ηξιώθη να απολαύση ο τρισμακάριος τον μακαρισμόν του Προφητάνακτος Δαβίδ.
Με τοιαύτην όθεν ζωήν διήγε πάντοτε ο μακάριος Σώζων, και ούτως επολιτεύετο εν τω κόσμω· έτυχε δε μίαν φοράν με το ποίμνιόν του εις ένα μέρος όπου υπήρχε πηγή δροσερά, πέριξ δε αυτής βαθεία και άφθονος χλόη, εις την οποίαν άφησε το ποίμνιόν του να βοσκήση. Εκεί δε όπου εκάθητο προσέχων το ποίμνιόν του, ήλθεν εις αυτόν γλυκύτατος ύπνος, και συνάμα μία οπτασία, η οποία τον εθάρρυνε και τον ενίσχυεν έτι μάλλον προς την ευσέβειαν και τον έκαμε θερμότερον και του έδωσε πολύ θάρρος. Είτα δε η οπτασία εκείνη του απεκάλυψε και μίαν χάριν, ήτις έμελλε να έλθη άνωθεν εκ των ουρανών εις εκείνον τον τόπον. Ήκουσε δηλαδή φωνήν, η οποία του έλεγεν, ότι αυτός εδώ ο τόπος και η χώρα θα αποβή εις ωφέλειαν πολλών ανθρώπων, διότι εδώ θα εύρουν την σωτηρίαν των και θα δοξάζουν την Αγίαν Τριάδα. Εγερθείς δε εκ του ύπνου ο καλός εκείνος ποιμήν, ο μακάριος Σώζων, έρχεται εις την Πομπηϊούπολιν, και αφού παρετήρησε καλά και είδεν ότι η ασέβεια και η ειδωλολατρία ευρίσκετο εκεί εις μεγάλην ακμήν και αύξησιν, η δε Χριστιανική πίστις και ευσέβεια προς τον αληθινόν Θεόν ήτο όλως διόλου παρημελημένη και περιφρονημένη, δεν υπέμεινεν αυτό, και δεν εβάσταξεν η ψυχή του, αλλ’ αμέσως μία μεγάλη και οξυτάτη ορμή και προθυμία εισέδυσεν εις την καρδίαν του, και εις πόνος τόσον δριμύς τον εκυρίευσεν όλον, ώστε ελθών πλησίον εις τον ναόν εκείνων των ασεβών, εις τον οποίον ίστατο το χρυσούν άγαλμα, κατέθραυσεν αμέσως την χρυσήν δεξιάν χείρα του, και αφού την επώλησεν εις τους χρυσοχόους αντί μεγάλης αξίας, εμοίρασεν όλα τα χρήματα, τα οποία έλαβεν, εις τους πτωχούς και ενδεείς της πόλεως εκείνης. Εις την πράξιν ταύτην προέβη ο μακάριος Σώζων κρυφίως, χωρίς να τον αντιληφθούν διόλου οι νεωκόροι, οι οποίοι ιδόντες τον ακρωτηριασμόν του αγάλματος, ήρχισαν πάραυτα να συλλαμβάνουν πολλούς ανθρώπους αθώους, οίτινες δεν είχον διαπράξει το έργον αυτό, και τους έσυρον εις το δικαστήριον ως ενόχους της ιεροσυλίας δια να δικασθούν και τιμωρηθούν, τους οποίους εθεώρησαν ως πλέον μιαρωτάτους από τους κακούργους όλους, όσους είχον κεκλεισμένους εις το δεσμωτήριον, επειδή δήθεν είχον διαπράξει μίαν μεγάλην ιεροσυλίαν και είχον βλάψει του θεού των το άγαλμα. Δεν ήθελε δε ουδείς να έλθη εις βοήθειαν των δυστυχών εκείνων αθώων, αλλά και όσοι ήσαν φίλοι των τους απεστρέφοντο, και οι δεσμοφύλακες ακόμη· διότι με αυτόν τον τρόπον φερόμενοι οι ασεβείς εκείνοι άνθρωποι ενόμιζον ότι θα φανούν ευχάριστοι εις τον θεόν των, εάν με σκληρότητα ήθελον φερθή προς τους συλληφθέντας. Αλλ’ όμως ο γενναίος αθλητής Σώζων, επιθυμών να παρουσιασθή και να ομολογήση την ευσέβειαν, απολύση δε ούτω και σώση τους αθώους εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήξευρον οι ταλαίπωροι κανέν από τα συμβάντα, εμφανίζεται εις τους νεωκόρους και αναγγέλλει ότι αυτός είναι ο αυτουργός της πράξεως, δια της οποίας αφήρεσε την χρυσήν χείρα τού αγάλματος. Ακούσαντες αυτά οι νεωκόροι τον συνέλαβον αμέσως και τον έφεραν εμπρός εις τον ηγεμόνα της Κιλικίας Μαξιμιανόν, όστις εδείκνυε μεγάλην σπουδήν δια την αύξησιν και επικράτησιν της ασεβείας, εκτελών αυστηρώς το βασιλικόν διάταγμα, το οποίον είχεν εκδοθή εκείνας τας ημέρας. Ούτος είχε διατάξει να προσφέρουν μεγαλοπρεπή και πολυδάπανον θυσίαν εις το χρυσούν αυτό άγαλμα, το οποίον ετιμάτο εις την πόλιν εκείνην, θέλων με τούτο να φανερώση επιδεικτικώς εις το πλήθος την δεισιδαιμονίαν του, την οποίαν είχεν εις τα είδωλα, και να φανή με αυτόν τον τρόπον αρεστός εις τον βασιλέα. Καθίσας όθεν ο ηγεμών επί βήματος υψηλού, διέταξε να του παρουσιάσουν τον Μάρτυρα, προς τον οποίον με πάσαν σοβαρότητα και υπερηφάνειαν και με ένα πολύ υπερφίαλον βλέμμα λέγει· «Πως ονομάζεσαι, ποία είναι η θρησκεία σου και από ποίαν χώραν είσαι»; Ο δε Μάρτυς απήντησεν· «Οι μεν γονείς μου, όταν εγεννήθην, Ταράσιον με ωνόμασαν, αλλά εις το θείον Βάπτισμα με μετωνόμασαν Σώζοντα· πατρίς μου δε είναι η Λυκαονία, διότι εκεί εγεννήθην· εις δε την πίστιν είμαι Χριστιανός και τον Χριστόν μόνον τον αληθινόν Θεόν προσκυνώ και λατρεύω, ο οποίος έκτισε τον ουρανόν και την γην». Ηρώτησε τότε ο Μαξιμιανός· «Ποία αφορμή σε έφερεν εδώ εις αυτήν την πόλιν»; Απήντησεν ο Σώζων· «Ποιμαίνω μίαν ποίμνην προβάτων και περιέρχομαι τον τόπον προς βοσκήν αυτών· οποιονδήποτε δε μέρος με χλόην άφθονον και με ύδατα διαυγή, το οποίον να είναι κατάλληλον προς βοσκήν εύρω, εις κάθε καιρόν του χρόνου, εις αυτό οδηγώ και τα πρόβατά μου να βοσκήσουν». Λέγει ο Μαξιμιανός· «Πως ετόλμησες να διαπράξης μίαν τόσον μεγάλην ασέβειαν και να αφαιρέσης την δεξιάν χείρα του θεού»; Εις ταύτα αποκριθείς ο Σώζων είπεν· «Ότι μεν αυτό το οποίον έπραξα δεν είναι κανέν τολμηρόν έργον ούτε τις θα ήθελε το θεωρήσει ως έγκλημα, μού φαίνεται ότι και ο ιδικός σου θεός το μαρτυρεί· διότι αυτός ούτε καμμίαν οργήν έδειξεν εναντίον μου, όταν του αφήρεσα την χείρα, ούτε ομιλεί καν όλως ούτε αγανακτεί, διότι έπαθέ τινα δεινήν ύβριν και καταισχύνην· αλλ’ ούτε υβρισθείς εποίησε κακόν τι εις εμέ τον υβρίσαντα αυτόν· εάν δε ίσως επί τέλους ήθελε λάβει φωνήν, μου φαίνεται ότι αυτός περισσότερον θα εγκαλέση σάς και φανερά θα σας κατηγορήση, ότι αφήσατε τον Δημιουργόν των όλων και προς την άψυχον ύλην, λίθους και ξύλα και μέταλλα στραφέντες, αυτά νομίζετε θεόν και αυτά λατρεύετε, και εφάνητε τω όντι αχάριστοι και αγνώμονες προς τον ευεργέτην». Λέγει ο ηγεμών· «Εάν αληθινά θέλης, όχι μόνον να λάβης συγχώρησιν δι’ όπερ έπραξας, αλλά προσέτι και αμοιβάς μεγάλας, άφησε αυτάς τας φλυαρίας και σώσον, Σώζον, τον εαυτόν σου, ελθέ να προσκυνήσης τους θεούς». Ο δε Μάρτυς είπε· «Και πως δεν θα είμαι εγώ πολύ περισσότερον αναισθητότερος και από αυτόν τον θεόν σας, αφού θα προτιμήσω να τιμώ αυτόν, ο οποίος ούτε τον εαυτόν του δεν ηδυνήθη να υπερασπίση, όταν κατησχύνθη από εμέ; Ούτε καμμίαν φωνήν άφησε, ούτε επροσκάλεσε κανένα εις βοήθειάν του, ούτε εάν ήθελε πάθει και το πλέον από όλα αθλιώτερον ήτο ικανός να διαμαρτυρηθή. Πρόσεχε λοιπόν, ω ηγεμών, μήπως με το να τιμάς και να πλάττης και κατασκευάζης εκάστην ημέραν θεούς, και να μεταπλάττης άλλους, πρόσεξε, λέγω, μήπως ούτω πράττων, κάμνεις χειροτεχνίαν την δημιουργίαν των θεών». Τότε ο Μαξιμιανός, αναβράσας από τον θυμόν του, παρέδωκε τον Μάρτυρα εις πικράς τιμωρίας και φοβερά βασανιστήρια. Και κατά πρώτον μεν έξεσαν το σώμα του με σιδηρούς όνυχας· η δεινοτάτη δε αύτη βάσανος έφθανε μέχρι των οστών του Μάρτυρος, όστις επεκαλείτο την βοήθειαν και συμμαχίαν του Θεού, με μεγάλην ιλαρότητα και απάθειαν υπομένων την σκληράν αυτήν τιμωρίαν ωσάν να είχε το σώμα του από σίδηρον και διέμενεν απαθέστερος και από αυτούς ακόμη τους ξέοντας. Τότε ο Μαξιμιανός ήρχισε να μεταχειρίζηται άλλα διαφόρου είδους βασανιστήρια, και διέταξε να φορέσουν εις τον Αθλητήν υποδήματα, τα οποία είχον εντός καρφία σιδηρά και τον αναγκάζουν να βαδίζη. Εκείνος δε ο μακάριος, μη αισθανόμενος διόλου τον πόνον, έτρεχεν ως να επατούσεν επάνω εις ρόδα· και καθώς έβλεπε να τρέχουν από τους κατατρυπηθέντας πόδας του άφθονα αίματα, ενόμιζεν ο αοίδιμος ότι περιβρέχεται από κανέν ευχάριστον και γλυκύτατον ύδωρ, τους δε χλευασμούς του τυράννου και τους εμπαιγμούς των παρεστώτων εθεώρει ως ευφημίας του και εγκώμια, και εφαίνετο ότι είναι στολισμένος ο Αθλητής με το αίμα καλύτερον και ευμορφότερον από ό,τι ήτο εστολισμένος ο ηγεμών με την χλαμύδα του αξιώματός του. Είτα ήρχισε και ο ηγεμών να τον εμπαίζη και του έλεγεν· «Αύριον όταν θα εξέλθη η θεά, να παίξης τον αυλόν, ω Σώζον, και σου ορκίζομαι ότι αυτή η ιδία θα σε απαλλάξη ευθύς από πάσαν τιμωρίαν και ποινήν, και θα σε αθωώση από το έγκλημά σου, το οποίον εναντίον της διέπραξας». Προς ταύτα ο Μάρτυς απήντησε· «Συ μεν λέγεις αυτά εις εμπαιγμόν και χλεύην ιδικήν μου, με το να σε παρακινή εις αυτό ο κακός δαίμων, τον οποίον φέρεις εις τα σπλάγχνα σου· εγώ δε, γνώριζε, ότι μετά από το μεγάλον καλόν, το οποίον ηξιώθην να απολαύσω, το άγιον Βάπτισμα, έπαιξα με χαράν τον αυλόν μου εις ένα αγρόν όπου εσύναζα τα πρόβατά μου εις βοσκήν, καλέσας αυτά με του αυλού τον ήχον, και τώρα άδω τω Κυρίω άσμα καινόν, κατά τον Προφητάνακτα, με το οποίον ευαγγελίζομαι την σωτηρίαν όλων των ανθρώπων, την οποίαν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ωκονόμησε γενόμενος άνθρωπος, σταυρωθείς και αναστάς· η δε ιδική σου θεά θα ίσταται ως ο όνος έναντι του αυλού, κατά την παροιμίαν, με το να είναι όλως διόλου άψυχος και αναίσθητος». Ακούσας ταύτα ο Μαξιμιανός έγινεν όλως διόλου θηρίον από τον θυμόν του εναντίον του Μάρτυρος, και διέταξε να τον μαστιγώσουν σκληρότερα από πρωτύτερα τόσον, ώστε, ως είπε, να σαλευθούν αι αρθρώσεις και αι συνδέσεις των οστών του με την βάσανον ταύτην και να διαλυθούν άπασαι αι αρμονίαι του σώματός του, και να εκχυθούν τα εντόσθιά του όλα ως το ύδωρ. Έπειτα διέταξε με μίαν φοβεράν απειλήν να ανάψουν πυράν, εντός της οποίας να ρίψουν ό,τι λείψανον ήθελεν απομείνει από τα μέλη του μετά την σκληροτάτην μαστίγωσιν, δια να κατακαή και να μη απολαύση ούτε την ταφήν την οποίαν απολαμβάνουν κοινώς όλοι οι άνθρωποι. Ταύτα διέταξεν ο Μαξιμιανός και όλα εγένοντο· και με τας φοβεράς πληγάς, τας οποίας έδιδον οι δήμιοι εις τον Μάρτυρα με τας μάστιγας, έπιπτον αι σάρκες του εις τεμάχια και απεγυμνώνετο η εσωτερική του σώματός του διάπλασις, ώστε να φαίνωνται τα εντόσθιά του. Ο δε γενναίος του Χριστού Αθλητής εφαίνετο ωσάν να ευρίσκετο εντός ωραιοτάτου τινός κήπου ή χλοερού τινος λειμώνος κόπτων άνθη εαρινά· επάνω δε εις την χαράν αυτήν και αγαλλίασιν παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας του Θεού. Αμέσως δε ήναψαν οι δήμιοι την πυράν· και καθώς η φλοξ αυτής ανέβαινεν υψηλά, αίφνης μια φοβερά βροντή ηκούσθη, η οποία επροξένησε φρίκην εις τους παρεστώτας και τρόμον, και συγχρόνως μια δυνατή βροχή με χάλαζαν κατέπεσεν, η οποία τους δημίους διεσκόρπισε και εγένοντο άφαντοι. Οι δε φιλομάρτυρες και μάλιστα οι πλέον θερμότεροι και επισημότεροι από τους Χριστιανούς, ευρόντες ευκαιρίαν κατάλληλον, επειδή δεν τους ημπόδιζε κανείς πλέον ούτε τους έβλεπε, μετά πολλής χαράς περισυνέλεξαν τα μαρτυρικά λείψανα. Εις το διάστημα αυτό επήλθε πλέον και η νυξ· αλλά και τούτο ακόμη δεν έφερε κανέν εμπόδιον εις το ευσεβές έργον των· διότι ακριβώς δεν ήτο νυξ και σκότος η νυξ εκείνη, διότι φως λαμπρότατον λάμπον θαυμασίως διηυκόλυνε τους ευσεβείς εκείνους και ευλαβείς Χριστιανούς, ώστε να διακρίνουν τα εναπομείναντα μέλη του Μάρτυρος και ούτω πολύ εύκολα με αυτήν την φωταυγίαν εσύναξαν άπαντα, τα οποία μετά πολλής ευλαβείας και κατανύξεως έθαψαν λαμπρώς τη εβδόμη του Σεπτεμβρίου μηνός. Το δε φως εκείνο, το οποίον τους ωδήγησεν εις την συλλογήν των ιερών μελών, ήλθε και άνω του τάφου και παρέμεινεν έως ου γίνη η ταφή όλων των λειψάνων· μετά δε την ταφήν, η νυξ πάλιν έλαβε την φυσικήν της σκοτίαν. Και ούτω δι’ όλων αυτών των σημείων ανεκηρύχθη ο λαμπρός στεφανίτης και Αθλητής Σώζων, εις δόξαν του Θεού και Πατρός και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Αγίου Πνεύματος της Παναγίας Τριάδος. Η πρέπει τιμή και κράτος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου