Η Βασιλίς των πόλεων, η περικαλλεστάτη Κωνσταντινούπολις, ευθύς απ’ αρχής της κτίσεώς της υπό του ευσεβεστάτου και αγιωτάτου βασιλέως Κωνσταντίνου αφιερώθη πρεπόντως με πολλήν ευλάβειαν εις το όνομα της Δεσποίνης και Βασιλίσσης πάντων των βασιλέων, ως πασών των πόλεων βασιλεύουσα. Ένεκα τούτου υπερβαίνει και εις την ευλάβειαν πάσας τας άλλας πόλεις της οικουμένης· ευρίσκονται δε εις αυτήν Ναοί περισσότεροι ή εις οίον δήποτε άλλον τόπον, καλλωπισμένοι, κεκοσμημένοι από τους ευσεβείς οικήτορας, και σχεδόν ουδείς ευρίσκεται τόπος βασιλικός και δημόσιος ή οίκος άρχοντος, όστις να μη έχη Ναόν ή ευκτήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ότι πανταχού εις την οικουμένην άπασαν, όπου και αν εκηρύχθη το μυστήριον της του Θεού Λόγου σαρκώσεως, υμνείται δια παντός η υπερύμνητος Θεοτόκος και κατά χρέος δοξάζεται, επειδή κατώκησεν εις αυτήν άπαν το πλήρωμα της Θεότητος.
Εξαιρέτως δε εις ταύτην την Πόλιν ευρίσκονται Ναοί αναρίθμητοι, αφιερωμένοι εις το πανάγιον αυτής Όνομα. Αλλά από όλας τας Εκκλησίας της τα πρωτεία κατέχει η των Βλαχερνών, ήτις υπερβαίνει τους υπολοίπους Ναούς εις την ωραιότητα, ως τους αστέρας ο ήλιος. Ούτος ο Ναός των Βλαχερνών πιστεύεται ότι είναι ώσπερ τι βασίλειον ιερώτατον της Παναγίας και θειότατον καταγώγιον· δια τούτο και εις άλλας θέσεις ή πόλεις κτίζοντες οι ευσεβείς Εκκλησίς, Βλαχέρνας ταύτας ωνόμασαν, πιστεύοντες ότι η πανάμωμος Δέσποινα ευδοκεί εις ταύτας και χαίρεται και φαιδρύνει και λαμπρύνει αυτάς με την ένθεον παρουσίαν Της. Και πάντες οι αρχιερείς και άρχοντες και ο ευσεβής λαός εις τας Βλαχέρνας συντρέχουσι, προσφέροντες εις τον Θεόν και την Θεοτόκον χαριστήρια και λαμβάνουσι πάντων των λυπηρών λυτήρια, οι εν θλίψεσιν ευρίσκουσι παραμυθίαν και οι ασθενείς την ίασιν, και απλώς ειπείν ο εν Βλαχέρναις θείος Ναός της Πανυμνήτου Θεομήτορος είναι εις όλους μας πάσης ελπίδος σωτηριώδους αποθήκη και θησαυροφυλάκιον, εις το οποίον και από το οποίον παν αγαθόν απολαμβάνομεν. Ηγιάσθη και η Βηθλεέμ, και εδοξάσθη θεοπρεπέστατα, επειδή εκεί εγέννησε σαρκικώς τον Θεόν η Θεοτόκος, Παρθένος μείνασα· εν Κωνσταντινουπόλει δε καθ’ εκάστην ώραν εις τούτον τον ιερόν οίκον παρέχει εις τους δεομένους την του Θεού φιλανθρωπίαν και βοήθειαν. Και φαίνεται τούτο το οικητήριον αγιώτερον από την σκηνήν του μαρτυρίου, εις την οποίαν ήτο η Κιβωτός και αι πλάκες της Διαθήκης, η Στάμνα του μάννα και η ράβδος του Ααρών, ήτις ανεβλάστησεν. Επειδή εκείνη είχε τας πλάκας, τας οποίας ο Μωϋσής κατεσκεύασε, και ενταύθα, εις τας Βλαχέρνας, ευρίσκεται το σεβάσμιον ιμάτιον της Θεοτόκου, το θεοδόχον και άχραντον, το οποίον όχι μόνον αυτή η βασίλισσα των Αγγέλων εφόρεσε και εζώσθη, αλλά και τον Υιόν και Λόγον του Θεού ετύλιξε νήπιον και Τον εθήλασεν· εις το οποίον ιμάτιον έσταξαν και πολλαί ρανίδες από το θείον εκείνο γάλα, με το οποίον έθρεψε Τον τροφέα πάσης της κτίσεως. Εκεί ήτο η καρίνη ράβδος του Ααρών· εδώ έχομεν τον Τίμιον Σταυρόν, το αήττητον τρόπαιον. Εκεί ήτο το Μάννα εις έλεγχον του λαού, όστις ετράφη εις την έρημον, και εδώ είναι ο θείος Άρτος ο ουράνιος, όστις τρέφει τους πιστούς άπαντας. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και πάσα νόσος και πάσα λύπη και κατήφεια εδώ λαμβάνει την ίασιν· και όσοι εισέρχονται μετά λύπης τινός και θλίψεως, εξέρχονται χαρούμενοι και επιστρέφουν εις τον ίδιον οίκον αγαλλόμενοι. Αλλά ας είπωμεν εν λεπτομερεία από την αρχήν πως συνέβη και έφεραν εις τας Βλαχέρνας από τα Ιεροσόλυμα τοιούτον θησαυρόν πολυτίμητον, ήτοι την Αγίαν Εσθήτα της Θεομήτορος, ίνα λάβητε ψυχικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Εις τους χρόνους του ευσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου, όστις ήτο και εν τοις λόγοις και τοις έργοις επίσημος, στολίζων με την αγαθήν αυτού πολιτείαν την αλουργίδα και το διάδημα, ήσαν δύο πατρίκιοι στρατοπεδάρχαι αυτάδελφοι, Γάλβιος και Κάνδιδος καλούμενοι, οίτινες εις μεν την αξίαν του σώματος και ευγένειαν ήσαν ευγενείς, περιφανείς τε και αξιόλογοι, εις δε την ψυχήν, ήτις είναι το τιμιώτερον και πολυτιμότερον εν τω ανθρώπω, είχον μώμον και καταφρόνησιν ως κακόφρονες, επειδή ευρίσκοντο βεβυθισμένοι εις την αίρεσιν Αρείου του ματαιόφρονος, ως συγγενείς και απόγονοι του Αρδαβουρίου και Ασπάρεως, οι οποίοι ετυράννησαν εκείνον τον καιρόν τα βασίλεια και τους οποίους ως Αρειανούς ήλεγξεν η αλήθεια. Τον δε Γάλβιον και Κάνδιδον δεν αφήκεν η θεία χάρις να παραμένουν εις το σκότος της αιρέσεως ταύτης, αλλά τους εφώτισε (διότι είχον πολλάς καλωσύνας και αρετάς) και τους ωδήγησε προς την αλήθειαν. Όθεν και αυτοί δεν εφάνησαν προς τοιαύτην ευεργεσίαν αχάριστοι, αλλ’ εδείχθησαν μετ΄την επιστροφήν εν πολλοίς ζηλωταί της αμωμήτου πίστεως. Και όχι μόνον αυτοί ωμολόγουν την ορθοδοξίαν, αλλά και άλλους όσον ηδύναντο ενουθέτουν εις το αυτό, διδάσκοντες, ότι η Αγία Τριάς είναι ομοούσιος και συνάναρχος, και ότι η Παναγία Παρθένος εγέννησε κατά σάρκα τον Θεόν Λόγον, τω Πατρί και Θεώ ομοούσιον, και ούτω καθωδήγησαν και άλλους πολλούς εις την αλήθειαν. Διένεμον δε και ελεημοσύνας πολλάς καθ’ εκάστην εις πένητας, δια να εξαλείψουν την αμαρτίαν της προτέρας αιρέσεως. Η δε πνύμνητος Μήτηρ του Χριστού, βλέπουσα τας πολλάς αγαθοεργίας αυτών, ένευσεν εις την καρδίαν των, και τους παρεκίνησε να προσκυνήσουν τα Ιεροσόλυμα, δια να εύρουν την τιμίαν αυτής Εσθήτα και να την φέρουν εις την Βασιλεύουσαν Πόλιν, όπου υπήρχον και άλλα πολλά και αξιέραστα πράγματα. Έλαβον λοιπόν από τον βασιλέα Λέοντα και από την βασίλισσαν Βερίναν συγχώρησιν και συνοδείαν πολλήν, κατά την αξίαν των, και εκίνησαν εις την οδοιπορίαν προθύμως. Φθάσαντες εις τα μέρη της Παλαιστίνης, επέρασαν από την Γλιλαίαν, δια να ίδουν και την Ναζαρέτ και την Καπερναούμ. Αλλά τούτο ήτο οικονομία άνωθεν, δια να μείνουν εις τι χωρίον εκεί πλησίον, εις το οποίον ο θησαυρός εκρύπτετο. Λοιπόν, όταν ενύκτωσεν, έμειναν εις το μικρόν εκείνο χωρίον και διέμειναν εις τον οίκον μιας γυναικός, έως την επαύριον. Η τιμία εκείνη γερόντισσα, Άννα ονόματι, ήτο Εβραία το γένος, αλλά Χριστιανή εις την πίστιν, ευλαβής και ενάρετος, ως άλλη Άννα θυγάτηρ του Φανουήλ, προσδεχομένη την παράκλησιν του Ισραήλ και προσευχομένη νύκτα και ημέραν προς Κύριον, όχι εις το του Σολομώντος ιερόν, αλλ’ εις το ιερόν εργαστήριον της καρδίας αυτής. Καθώς λοιπόν ητοίμασαν οι υπηρέται οι άλλοι το δείπνον, είδον οι λαρχοντες οίκον τινά κεκλεισμένον, εις τον οποίον ήτο πολλή φωτοχυσία, και εκείτοντο εκεί άνδρες και γυναίκες ασθενείς. Ταύτα βλέπων ο Κάνδιδος από μίαν θυρίδα, ηννόησεν ότι ήτο άγιος τόπος, εις τον οποίον οι ασθενείς ιατρεύοντο, επειδή εξήρχετο από τον οίκον εκείνον και ευωδία θαυμάσιος. Καθήσαντες λοιπόν εις τον δείπνον προσεκάλεσαν και την γερόντισσαν, ίνα την περιποιηθούν καλώς, δια να τους ομολογήση μετά ταύτα πάσαν την αλήθειαν. Αυτή δε μετά βίας πολλής έστερξε να συνδειπνήση με τους άρχοντας, επειδή την παρεκάλεσαν και σχεδόν την εβίασαν δια να τους ομολογήση φιλαλήθως την υπόθεσιν. Αφ’ ου λοιπόν εδείπνησαν, την ηρώτησαν δια τον εσώτερον οίκον, παρακαλούντες να τους είπη την αλήθειαν. Αύτη δε απεκρίνατο λέγουσα· «Βλέπετε το πλήθος των ασθενών; Ο Θεός επρόσταξε και γίνονται εις τούτον τον οίκον μεγάλα θαυμάσια· δαίμονες από τους ανθρώπους διώκονται, τυφλοί αναβλέπουσι, χωλοί περιπατούσι και πάσα άλλη ανίατος ασθένεια θεραπεύεται». Οι δε είπον αυτή· «και πόθεν έλαβεν εξ αρχής ούτος ο τόπος αυτό το χάρισμα; Παρακαλούμεν σε, σεβαστή γερόντισσα, να μας είπης δια την αγάπην του Θεού την αλήθειαν· ότι και ημείς, δια να δοξάσωμεν τα θεία Μυστήρια ήλθομεν από τόπον μακρινόν να προσκυνήσωμεν τα Ιεροσόλυμα». Η δε γυνή δεν ήθελε να φανερώση την υπόθεσιν, αλλά επροφασίζετο λέγουσα· «άλλο δεν ηξεύρω να σας είπω, ει μη μόνον, ότι ο τόπος είναι πεπληρωμένος της θείας χάριτος». Τότε οι άρχοντες εγνώρισαν από το σχήμα της αλλά και τους λόγους, ότι μέγα τι μυστήριον ενυπήρχε και το έκρυπτεν. Έχοντες όθεν πόθον να μάθωσι την αλήθειαν (επειδή η καρδία των ανεφλέγετο, ως του Λουκά και του Κλεώπα, εις τον ένθεον έρωτα), την επήραν οι δύο ιδιαιτέρως από τους άλλους ανθρώπους εις θέσιν απόμερον, και λέγουσι ταύτα προς αυτήν δακρύοντες· «Ορκίζομέν σε ω θεοφιλεστάτη γυνή κι πάντιμος, εις αυτήν την θείαν δύναμιν, ήτις εις τούτον τον οίκον ευρίσκεται, την οποίαν επιστεύθης ως ευλαβής και ενάρετος, να μας είπης όλην την αλήθειαν· και μη φοβηθής, διότι ουδεμίαν βλάβην ή ζημίαν θα υποστής εκ μέρους ημών· μάλιστα θα σε ανταμείψωμεν ως αρμόζει πλουσιοπάροχα». Τότε η γραία, εκ βάθους καρδίας στενάξασα, είπε ταύτα προς αυτούς δακρύουσα· «Από την ώραν όπου επιστεύθην τούτο το θείον Μυστήριον δεν το εφανέρωσα τινός ουδέποτε, καθώς και αι πρόγονοί μας δεν το ωμολόγησαν τινός ανδρός, κατά τον όρκον όπου αλληλοδιαδόχως ελάβομεν· αλλά επειδή βλέπω από τους λόγους και τας πράξεις σας, ότι είσθε άνθρωποι ευλαβείς και αιδέσιμοι, θέλω να σας είπω εξ αρχής την υπόθεσιν· αλλά σας ορκίζω και εγώ εις τον Θεόν, να μη ομολογήσετε το πράγμα εις άλλον τινά ενταύθα ούτε εις τα Ιεροσόλυμα, αλλά φυλάξατε πιστώς κεκρυμμένον το μυστήριον. Γινώσκετε ότι εις τούτον τον ταπεινόν οικίσκον είναι πεφυλαγμένον ένα ιμάτιον της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας εις μικρόν κιβώτιον, του οποίου η Χάρις και θεία δύναμις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια». Έφριξαν οι Γάλβιος και Κάνδιδος ακούσαντες ταύτα, και από τον τρόμον και την έκστασιν τους περιέχυσε ψυχρότατος ιδρώς. Η δε γυνή πάλιν ήρχισε να διηγήται καταλεπτώς εξ αρχής την υπόθεσιν, ούτο λέγουσα· «Αύτη η θεία και Παναγία Παρθένος και Θεοτόκος, τον καιρόν της Αγίας αυτής Μεταστάσεως, είχε δύο γυναίκς παρθένους, αίτινες πολλάκις την υπηρέτησαν εις τας ανάγκας του σώματος με πολλήν ευλάβειαν και επιμέλειαν, εις τας οποίας εχάρισε δύο χιτώνας, τους οποίους εφόρει η Δέσποινα, να έχουν αντί αυτής χάριν ευλογίας εκείνα τα θεία ιμάτια. Μία λοιπόν από ταύτας τας δύο γυναίκας ήτο από το γένος μου, και εις τον θάνατόν της αφήκεν άλλης παρθένου συγγενούς αυτής αυτό το θείον ιμάτιον, κι αυτή άλλης κατά διαδοχήν, παραγγέλλουσα να μη το ομολογήσουν ανδρός τινος, αλλά να το φυλάττουν ακριβώς, με τιμήν μεγάλην, θεοπρεπέστατα· και ούτω κατήντησεν εις εμέ την ναξίαν την σήμερον, και τώρα δεν υπάρχει άλλη παρθένος να της αφήσω τον θησαυρόν αυτόν τον πολύτιμον». Τότε οι δύο αδελφοί την επροσκύνησαν λέγοντες· «Δέσποινα και κυρία μας, ήξευρε, ότι καθώς ώρισες δεν ομολογούμεν άλλου τινός εδώ εις τα όριά σας αυτό το μυστήριον· μόνον αυτήν την χάριν ποίησον εις ημάς σε παρακαλούμεν· να κατακλιθώμεν εκεί μέσα εις το ιερόν οικητήριον, δια να προσευχηθώμεν με ησυχίαν και κατάνυξιν κατά την νύκτα». Η δε γυνή έστερξε και έστρωσαν εκεί την κλίνην οι δούλοι των, και έμειναν όλην την νύκτα οι άρχοντες, ουχί κοιμώμενοι, αλλά αγρυπνούντες μετά δακρύων και προσευχόμενοι, ευχαριστούσαν δε κατά χρέος την Αειπάρθενον Θεοτόκον, ότι τους ηξίωσε να προσκυνήσωσι τοιούτον Μυστήριον. Όταν δε είδον, ότι εκοιμώντο όλοι οι ασθενείς, επήραν όλα τα μέτρα του κιβωτίου εκείνου, ήτοι μάκρος, πλάτος και ύψος και ει τι άλλο ήτο αναγκαίον επιμελέστατα και ακριβώς περιεργαζόμενοι εσημείωσαν. Το πρωϊ ευχαριστούντες την γυναίκα την απεχαιρέτησαν λέγοντες, ότι είχον κατά νουν να επιστρέψωσι πάλιν απ’ εκεί, δια να λάβωσι χάριν και ευλογίαν από την Θεομήτορα, ίνα επιστρέψουν εις την χώραν των κατευόδιον. Αφ’ ου λοιπόν επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, ευρήκαν ξυλουργόν και ξύλον παλαιόν, το οποίον ωμοίαζε με το ξύλον του κιβωτίου, και τον παρεκάλεσαν να το κάμη κρυφίως κατά τα μέτρα, όπου του έδωσαν. Έγινε δε τούτο απολύτως όμοιον ως το πρωτότυπον, και λαβόντες αυτό επέστρεψαν εις το χωρίον χαρούμενοι, με δώρα προς την γυναίκα πολύτιμα, εξόχως δε θυμιάματα και αρώματα ευωδέστατα, δια την θείαν ιερουργίαν αρμόδια. Τούτους υπεδέχθη η γραία χαίρουσα, και εδείπνησαν από κοινού πάλιν και συνηυφράνθησαν. Έπειτα τους έβαλε να κοιμηθούν εις το ιερόν οικητήριον, χωρίς να έχη υποψίαν τινά ποσώς προς αυτούς. Ούτοι δε έχοντες, ως επόθουν, ευκαιρίαν, έκλαιον όλην την νύκτα σχεδόν ευχόμενοι και βρέχοντες την γην με τα δάκρυά των, έκειντο δε πρηνείς εις την γην και εδέοντο της Παναγίας Θεοτόκου, ταύτα λέγοντες ταπεινώς και ησύχως· «Ηξεύρομεν, ω θειοτάτη και υπερένδοξε Δέσποινα, ότι επειδή ετόλμησεν ο Ζαν εκείνος να εγγίση της Κιβωτού, εστερήθη της παρούσης ζωής με εξαφνικόν και ελεεινόν θάνατον· πως λοιπόν να τολμήσωμεν ημείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι, να λάβωμεν εις τας μεμολυσμένας χείρας ημών την άχραντον και αγίαν Εσθήτα σου, χωρίς να μας δώσης συγχώρησιν; Πλην επειδή πιστεύομεν βέβαια, ότι είναι ορισμός σου και θέλημα, να έλθη και ούτος ο πολύτιμος θησαυρός εις την τιμώσαν σε Πόλιν, την σην επώνυμον, εις ασφάλειαν και περιποίησιν των πιστών βασιλέων και πάντων των ορθοδόξων δούλων σου, και σωτηρίαν διαιωνίζουσαν, δια τούτο τολμώμεν να εγγίσωμεν οι ανάξιοι εις το άγιον τούτο Κιβώτιον, και η χάρις σου να μας συγχωρήση την τόλμην μας». Αυτά και άλλα όμοια ολονυκτίς λέγοντες, και το έδαφος όλον της γης με δάκρυα βρέχοντες, επληρώθησαν εξαίφνης θάρσους συγκερασμένου με ευλάβειαν· όθεν τρέμοντες άμα και χαίροντες, επλησίασαν με δάκρυα, και λαμβάνοντες εκείνο το ιερόν κιβώτιον, όταν όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, αφήκαν εκεί το άλλο, όπερ κατεσκεύασαν όμοιον, το οποίον εσκέπασαν με χρυσούν δέρμα ωραίον, το οποίον είχον φέρει μεθ’ εαυτών. Η δε γυνή νομίζουσα ότι δια ευλάβειαν το έκαμαν, δεν υπωπτεύθη τίποτε. Και με τον τρόπον τούτον ηδυνηθησαν να τελέσουν το έργον, χωρίς να εννοήση την κλοπήν η απονήρευτος γερόντησσα. Πλην ήτο και Θεού θέλημα να έλθη ο πολυτίμητος αυτός θησαυρός εις την βασιλεύουσαν. Το πρωϊ λοιπόν, αποχαιρετήσαντες την γυναίκα, εκίνησαν εις οδοιπορίαν προς το Βυζάντιον, οδεύοντες με χαράν ανεκλάλητον. Και όταν έφθασαν εις την Πόλιν, συναπεφάσισαν αυτοί οι δύο αυτάδελφοι να μη ομολογήσουν τον άσυλον αυτόν θησαυρόν, έως ότου γίνη άλλος βασιλεύς και Αρχιεπίσκοπος, δια να μη τον πάρουν αυτοί εις τα βασίλεια, και τους στερήσουν από τοιούτον πλούτον πολύτιμον. Έχοντες λοιπόν τόπον ίδιον επιτήδειον, πλησίον του θαλασσίου κόλπου του Κέρατος, ο οποίος τόπος Βλαχέρναι επωνομάζετο, έκτισαν εκεί Εκκλησίαν, την οποίαν επωνόμασαν των Αγίων Πέτρου και Μάρκου των Αποστόλων, και όχι της Θεοτόκου, ως έπρεπε, δια να μη καταλάβουν οι άνθρωποι την υπόθεσιν. Εκεί δε εις τον ναόν αυτόν έκρυψαν αυτό το θείον μυστήριον, φροντίζοντες με πολλήν επιμέλειαν να μη λείψη από την Εκκλησίαν εκείνην η ιερά υμνωδία και φωτοχυσία ουδέποτε. Ούτω λοιπόν τελέσαντες, έκρυψαν ολίγον καιρόν το θείον τούτο μυστήριον. Αλλ’ ο κρατήρ της χάριτος υπερεξεχείλισε και εξεχύνετο, και δεν άφησεν η πληθύς των θαυμάτων, τα οποία καθ’ εκάστην εγίνοντο, να κρύπτεται πλέον τοιούτος θησαυρός πολυτίμητος. Όθεν οι δύο αδελφοί εξ ανάγκης ανήγγειλαν προς τον βασιλέα καταλεπτώς την υπόθεσιν άπασαν, όστις ακούσας τοιούτον χαρμόσυνον και πανευφρόσυνον μήνυμα εχάρη υπερβαλλόντως, και με πολλάς τιμάς ετίμησε τον Γάλβιον και Κάνδιδον, μακαρίζων αυτούς, διότι τους ηξίωσεν ο Θεός να υπηρετήσουν τοιούτο μυστήριον. Πορευθείς όθεν ευθύς επροσκύνησαν μαζί με την βασίλισσαν Βερίναν την Αγίαν Εσθήτα με θερμότατα δάκρυα, και έκτισαν εις εκείνον τον τόπον Ναόν ωραίον στολίσαντες αυτόν πλουσιοπαρόχως, εις το όνομα και προς δόξαν της Θεομήτορος, και κατασκευάσαντες κουβούκλιον με χρυσίον άδολον, εφύλαξαν εις αυτό την θείαν εκείνην Εσθήτα με φόβον πολύν και δάκρυα, τον οποίον Ναόν ετίμησαν με πλούσια δώρα και βασιλικά εισοδήματα. Εις αυτόν τον Ναόν ευρίσκετο η αγία σορός, ήτοι το κιβώτιον εντός του οποίου ήτο αποτεθησαυρισμένη η τιμία Εσθής και το άγιον Παλλίον, ήτοι το επανωφόριον της Θεομήτορος. Περιτυλίξας δε την Εσθήτα ο βασιλεύς με πορφυρίδα βασιλικήν, έβαλεν αυτήν εντός άλλου μικρού κιβωτίου εξ ηλέκτρου (κεχριμπαρίου), και εσφράγισεν αυτό με βασιλικάς σφραγίδας. Το μικρόν δε αυτό κιβώτιον είναι μέχρι της σήμερον φυλακτήριον της βασιλίδος των πόλεων, και διωκτήριον πάσης ασθενείας και πολεμίων εχθρών. Όσους δε χρόνους έζησαν οι ευσεβείς εκείνοι βασιλείς, ο Λέων και η Βερίνα οι αξιοϋμνητοι, έτι δε και οι δύο αυτοί αδελφοί, οι τοσαύτης κοινής μακαριότητος πρόξενοι, δεν έλειψαν από τον θαυμάσιον εκείνον Ναόν δοξολογούντες και ευχαριστούντες τον Κύριον και την Δέσποιναν, ήτις τους ηξίωσε και απήλαυσαν τοιούτον πλούτον πολύτιμον. Ωσαύτως και οι μεταγενέστεροι βασιλείς τε και άρχοντες, και ο κοινός λαός διαπαντός άπαντες συνέτρεχον εις τον Ναόν αυτόν με πολλήν ευλάβειαν προσευχόμενοι δια τας θαυματουργίας, τας οποίας πολλάκις ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην η παντοδύναμος Δέσποινα, περισκέπουσα και διαφυλάττουσα την Πόλιν ταύτην από διαφόρους κινδύνους και πολέμους, λιμούς και λοιμούς, και από άλλα πολλά εναντία και λυπηρά συναντήματα. Αλλά αφήνοντες τα παλαιά και πρότερα θαυμασιουργήματα, όσα έκαμεν η Παντάνασσα, καθώς εις διαφόρους βίβλους αναγινώσκονται, ας γράψωμεν μόνον τούτο το ύστερον, το οποίον με τους οφθαλμούς μας είδομεν, και ούτω να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Όταν επολιόρκησαν κατά την τελευταίαν φοράν την Κωνσταντινούπολιν οι πολέμιοι και περιεκύκλωσαν τα τείχη, αφού συνεσκέφθησαν, απεφάσισαν τινές Χριστιανοί να αφαιρέσουν από τον Ναόν αυτόν των Βλαχερνών το χρυσίον και το αργύριον, με τα οποία ήτο ο Ναός εστολισμένος, δια να μη το αρπάσουν οι φιλοχρήματοι βάρβαροι. Αφ’ ου λοιπόν αφήρεσαν όλον τον στολισμόν της Εκκλησίας, ετόλμησαν δια την ανάγκην να εγγίσουν και εις την Αγίαν Σορόν. Την οποίαν ανοίξαντες, ήτοι την χρυσήν, εύρον μέσα εις αυτήν και την μικράν σορόν, ήτοι το εξ ηλέκτρου κιβώτιον, όπερ ήτο εις την χάριν και ωραιότητα θαυμάσιον και λαμπρότατον. Και ανοίξαντες αυτό ανεδόθη τόση ευωδία μύρων, ώστε εγέμισεν όλη η Εκκλησία. Εύρον δε εντός αυτού και το τεμάχιον εκ της βασιλικής αλουργίδος με το οποίον είχον περιτυλίξει την αγίαν Εσθήτα της Θεομήτορος. Με το σημείον αυτό εφάνη, ω του θαύματος! το αψευδές του μυστηρίου και της Θεοτόκου η δύναμις. Ότι η μεν βασιλική αλουργίς, ήτις ήτο και μεταξωτή, ευρέθη από την πολυκαιρίαν εφθαρμένη και άχρηστος· η δε θεία Εσθής, ήτοι της Θεοτόκου το ένδυμα, όπερ ήτο μάλλινον (το δε έριον γίνεται από την βρώσιν εις εξ μήνας σητόβρωτον), ήτο όλον και το στημόνιον και το υφ΄διον άφθαρτον και ομόχροον, μαρτυρούν το απαθές της Θεοτόκου και αδιάφθορον. Ούτω κατά αλήθειαν έπρεπε να διαφυλαχθή το ιμάτιον της Παναγίας αδιάφθορον, καθώς Αυτή έχει την ψυχήν και το σώμα, και τον λογισμόν, και το ήθος, και τον λόγον και τον τρόπον, και τα λοιπά κθαρά τε και αδιάφθορα. Ότι εάν η σκιά του Απ. Πέτρου και του Παύλου, το αίμα και τα σουδάρια έλαβον τόσον αγιασμόν, και ιάτρευον τους αρρώστους, πόσην χάριν έπρεπε να έχη της Θεοτόκου το πανάγιον φόρεμα, με το οποίον όχι μόνον αυτή η Δέσποινα εσκεπάσθη, αλλά και τον Δεσπότην ενίοτε ή και πολλάκις, όταν ήτο νήπιον, ετύλιξε μητροπρεπώς και τον εγαλούχησε. Πρεπόντως λοιπόν έμεινεν αυτό το θείον ιμάτιον απαθές τε και αδιάφθορον, δια να κηρύττεται με την θαυματουργίαν ταύτην της αφθορίας και με τα άλλα τερατουργήματα, όσα τελεί καθ’ εκάστην, ιατρεύον πάσαν ασθένειαν, και να φαίνεται με τα σημεία ταύτα η αφθαρσία της Θεοτόκου και η απάθεια σαφέστατα. Ταύτα βλέπων ο Πατριάρχης, από την χαράν του ένθους γενόμενος, δεν έκρυψε το μυστήριον, δεν αφήκεν αμάρτυρον τον πλούτον της χάριτος, αλλά εμήνυσεν εις τον βασιλέα και ήλθεν εκεί με όλην την Σύγκλητον και τότε τρέμοντες όλοι και κλαίοντες, οι τε Αρχιερείς, ο αυτοκράτωρ και οι επίλοιποι, επροσκύνησαν ως έπρεπε με πολλήν ευλάβειαν το ιερόν Κιβώτιον. Επειδή δε δια τον φόβον των πολεμίων δεν είχον τότε την δυνατότητα να προσκυνήση και ο κοινός λαός, καθώς εδέοντο προς τον βασιλέα με δάκρυα, τους υπεσχέθη εις ολίγας ημέρας, όταν λυτρωθώσιν από τον κίνδυνον, ν την εξαγάγη ο Πατριάρχης από το κιβώτιον και να την ασπασθούν όλοι εις αγιασμόν της ψυχής και ίασιν· ούτω δε ησύχασαν. Κλείσαντες όθεν πάλιν το κιβώτιον το απέθεσαν εις το Άγιον Βήμα της Μεγάλης Εκκλησίας. Μετ’ ολίγον καιρόν, όταν έκαμε μεγάλην θαυματουργίαν η παντοδύναμος Δέσποινα και εσκόρπισαν οι βάρβαροι, επρόσταξεν ο βασιλεύς κήρυκα και έδωκεν εντολήν να συναχθή ο λαός την ορισθείσαν ημέραν, ίνα ασπασθούν την αγίαν Εσθήτα της Θεοτόκου, καθώς τους υπεσχέθη· τόσος δε λαός συνήχθη την ορισθείσαν ημέραν, άνδρες τε και γυναίκες, ώστε δεν έμεινε καν μία αρχόντισσα εις τον οίκον της, δια την αγάπην και τον πόθον, τον οποίον είχεν όλη η Πόλις προς την Παρθένον και Θεομήτορα, ήτις εβοήθησε και ουδείς άνθρωπος εφονεύθη. Διότι εις άλλας περιπτώσεις, όταν συνήγοντο οι άνθρωποι δια τινα υπόθεσιν, εφονεύοντο τινές από τον συνωστισμόν, ενώ τότε δεν απέθανε καν ένα παιδίον με την θείαν βοήθειαν. Όταν λοιπόν συνήχθησαν άπαντες Αρχιερείς, Ιερείς και Μονάζοντες και οι λαϊκοί μικροί και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, νέοι και γέροντες, εποίησαν πρότερον αγρυπνίαν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου όλην την νύκτα ψάλλοντες, εκεί δε είχον την αγίαν εκείνην σορόν, εντός της οποίας ήτο η Εσθής της Παναγίας, και την ησπάζοντο ο λαός όλος, καταφιλούντες το κιβώτιον έξωθεν. Κατά δε την πρωϊαν την εσήκωσεν ο Πατριάρχης ασκεπής, και ο πιστότατος βασιλεύς εκράτει την ουρανίαν (Ombrella) ασκεπής και αυτός, περιπατών χωρίς στέμμα με πολλήν ταπείνωσιν, με κόπον των πολύν και ιδρώτα από το πλήθος του λαού, όστις ηκολούθει, και κράζοντες όλοι το «Κύριε, ελέησον», έφθασαν εις τον Ναόν των Βλαχερνών. Τότε αποθέσας ο Πατριάρχης τον θησαυρόν όπου εσήκωνεν, έπεσεν εις την γην πρηνής και έκειτο ώραν πολλήν με δάκρυα θερμά προσευχόμενος. Έπειτα εσηκώθη, και ανοίξας την αγίαν θήκην, τρέμων από τον φόβον του, εξήγαγε το άγιον εκείνο φόρεμα, και το εσήκωσεν εις τόπον υψηλόν ιστάμενος, δια να τον ίδουν άπαντες, οίτινες έκραζον όλοι το «Κύριε, ελέησον». Τόσα δε δάκρυα έχυσαν, ώστε υγράνθη όλον το έδαφος· είτα πάλιν εφύλαξεν αυτό εις την θήκην· και λειτουργήσας ο Πατριάρχης, εκοινώνησεν ο βασιλεύς, και όσοι άλλοι ήσαν άξιοι· ούτω δε απήλθον εις τας οικίας αυτών, ευχαριστούντες τον Κύριον. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου