Αθανάσιος ο εν Αγίοις πατήρ ημών, ο πληρώσας δια θαυμάτων το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Τραϊανού, κατήγετο εκ της χώρας των Κιβυρραιωτών, υιός γονέων μετρίων κατά τον πλούτον και το γένος. Όταν δε ενηλικιώθη, εβδελύχθη τον κόσμον και εξήλθεν εις την έρημον, έχων, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, ένα μόνον χιτώνα. Μεταβαίνων δε από τόπου εις τόπον και συναντών πνευματικούς άνδρας παρεδειγματίζετο εκ των αρετών αυτών και ως μαγνήτης έσυρεν εις εαυτόν τας αρετάς των. Εις δε Μοναχός, ων πρότερον άρχων της βασιλικής Συγκλήτου, εμόναζεν εις ιδικόν του Μοναστήριον παρά τον ποταμόν Σάγαριν, εντός του οποίου ευρίσκοντο Μοναχοί σκληροί και απειθείς. Όθεν, αηδιάσας την τούτων διαγωγήν, εξήλθε του Μοναστηρίου του και μετέβαινεν εις τόπον μακρινόν. Συναντήσας δε, ενώ ωδοιπόρει, τον Όσιον Αθανάσιον, ωμίλησε προς αυτόν με τόσην ευλάβειαν, ως να επίστευεν ότι ο Όσιος επέμφθη παρά Θεού. Όθεν ωδήγησεν αυτόν εις το Μοναστήριόν του.
Επειδή δε ο μακάριος Αθανάσιος ήτο έμπλεως πάσης αρετής, πνευματικώς δε ώριμος, μετέστρεψε τους σκληρούς εκείνους Μοναχούς εις τον φόβον του Θεού, άλλοτε μεν παραδειγματίζων και ωφελών δια μόνων των τρόπων αυτού, άλλοτε δε παρακαλών αυτούς ή διδάσκων. Ότε ο εν Αγίοις πατήρ ημών Αθανάσιος μετέβη εις το Μοναστήριον του Τραϊανού, εγένετο Μεγαλόσχημος και Ιερεύς. Όθεν έργον είχε να τελή την θείαν μυσταγωγίαν και να καλλιγραφή και να νηστεύη καθ’ εκάστην έως εσπέρας. Είχε δε πλήρη υπακοήν και εξωμολογείτο τους κρυφίους αυτού λογισμούς, διο και ηλευθερώθη εκ των παθών και έφθασεν εις την απάθειαν. Επειδή δε έγραψε βιβλία πολλά, εβλάβησαν οι οφθαλμοί του. Κλεισθείς όθεν εντός μικρού κελλίου παρεκάλει τον Κύριον, λέγων: «Κύριε, εάν είμαι άξιος, δώρησον εις εμέ το φως των οφθαλμών μου, καθώς είχον τούτο εξ αρχής, και όσα βιβλία έγραψα και όσα θέλω γράψει, τούτων την αξίαν να φάγουν οι πένητες». Η αίτησις αύτη του Οσίου εισηκούσθη άνωθεν. Όθεν όσα βιβλία έγραψεν εις χρόνους εικοσιοκτώ και όσα χρήματα συνέλεξεν εκ του εργοχείρου του τούτου, μέχρι οβολού διεμοίρασεν εις τους πτωχούς. Εις το διάστημα λοιπόν των εικοσιοκτώ τούτων χρόνων έδωσεν εις τους πτωχούς εννεακόσια φλωρία. Πάντοτε δε ο Άγιος Αθανάσιος έμενεν εντός της καλύβης του και δεν εξήρχετο, ουδέ έβλεπεν ή ωμίλει μετά τινος, εκτός μόνον του Σαββάτου και της Κυριακής. Όταν δε έφθασεν εις γήρας βαθύ απήλθε προς Κύριον, συνοδευόμενος εις τους ουρανούς υπό των ιερών Αποστόλων Ανδρέου και Ιωάννου, ως είδεν αυτούς εις πνευματικός και διορατικός Άγιος. Είδε δηλαδή ούτος δύο φοβερούς άνδρας αστραπηβόλους, εξελθόντας εκ των εσωτερικωτέρων θαλάμων του Κυρίου ημών και Δεσπότου Χριστού και προστάξαντας τους Αγίους Αποστόλους Ανδρέαν και Ιωάννην να επαναφέρουν πάλιν εις το Μοναστήριόν του εκείνον τον οποίον ωδήγουν και έβλεπε ταύτην την οπτασίαν, αντί εκείνου δε να λάβουν τον Όσιον Αθανάσιον τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου του Τραϊανού. Όθεν ο ιδών την οπτασίαν ταύτην έστειλεν ευθύς εις το Μοναστήριον του Τραϊανού και εύρε τον μακάριον Όσιον Αθανάσιον τελειωθέντα, καθώς αυτόν ιδίοις όμμασιν είδεν. Όχι δε μόνον ζων πολλά προεφήτευσεν ο Όσιος Αθανάσιος, άτινα πάντα δια των έργων επηλήθευσαν, αλλά και μετά θάνατον αναρίθμητα θαύματα ετέλεσεν εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού, του θαυμαστού εν τοις Αγίοις Αυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου