Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουνίου, η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τω «Άδην», ήτοι η υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ παράδοσις του ύμνου «Άξιόν Εστιν».

Η Σύναξις αύτη και εορτή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ έλαβε χώραν εν τω Αγίω Όρει του Άθω, εν τινι κελλίω του Μοναστηρίου του Παντοκράτορος, επονομαζομένω «Άξιόν εστιν», και εις τόπον καλούμενον Άδειν· γίνεται δε δια το εξής θαύμα. Κατά την Σκήτην του Πρωτάτου την ευρισκομένην εις τας Καρυάς, πλησίον της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μέγας, όστις είχε κελλία διάφορα, εν τινι των οποίων, τιμωμένω επ’ ονόματι της Κυρίας Θεοτόκου της Κοιμήσεως, κατώκει γέρων και ενάρετος Ιερομόναχος μετ’ άλλου υποτακτικού. Επειδή δε επεκράτει συνήθεια να γίνηται αγρυπνία καθ’ εκάστην Κυριακήν εν τη ρηθείση Σκήτη του Πρωτάτου, κατά τινα εσπέραν Σαββάτου, θέλων να υπάγη ο προρρηθείς γέρων εις την αγρυπνίαν, λέγει εις τον μαθητήν αυτού:

Τέκνον, εγώ μεν υπάγω μόνος, ίνα ακούσω την αγρυπνίαν κατά το σύνηθες, συ δε παράμεινον εις το κελλίον και ως δύνασαι ανάγνωθι την ακολουθίαν σου. Αφού παρήλθεν η εσπέρα, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου, και ο αδελφός δραμών και ανοίξας, βλέπει ότι ήτο ξένος τις Μοναχός, άγνωστος εις αυτόν, ο οποίος εισελθών έμεινεν εν τω κελλίω κατά την νύκτα εκείνην. Κατά την ώραν δε του Όρθρου αναστάντες έψαλλον και οι δύο την ακολουθίαν· όταν δε έφθασαν εις την Τιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος Μοναχός έψαλλε μόνον «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ» και καθ’ εξής έως τέλους, τον συνήθη δηλαδή και παλαιόν ύμνον του Αγίου Κοσμά του Ποιητού, ο δε ξένος εκείνος μοναχός, άλλως αρχόμενος του ύμνου, έψαλλεν ούτως: «Άξιον εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών», είτα συνάψας και το «Την Τιμιωτέραν» μέχρι τέλους. Ακούσας τούτο ο εντόπιος Μοναχός εθαύμασε και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον· ημείς ψάλλομεν μόνον «Την Τιμιωτέραν», το δε «Άξιόν εστιν» ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι πρόγονοι ημών· αλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην και γράψον και εις εμέ τον ύμνον τούτον, ίνα τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. Ο δε αποκριθείς, φέρε μοι, είπε, μελάνην και χάρτην, ίνα τον γράψω· και ο εντόπιος, δεν έχω, λέγει, ούτε μελάνην ούτε χάρτην. Φέρε μοι λοιπόν, είπε, πλάκα. Ο δε Μοναχός δραμών εύρε πλάκα και την έφερεν εις αυτόν. Λαβών δε ταύτην ο ξένος έγραψεν επ’ αυτής δια του δακτύλου του τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «Άξιόν εστιν» και, ω του θαύματος! τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επί της σκληράς πλακός, ως να εγράφησαν επί κηρού απαλωτάτου· είτα ειπών εις τον αδελφόν, από του νύν και εις το εξής ούτω να ψάλλητε υμείς και όλοι οι Ορθόδοξοι, έγινεν άφαντος. Ήτο δε ούτος Άγιος Άγγελος απεσταλμένος παρά Θεού, ίνα αποκαλύψη τον αγγελικόν τούτον ύμνον και δια την Μητέρα του Θεού πρεπωδέστατον. Αφού επανήλθεν εκ της αγρυπνίας ο γέρων και εισήλθεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός του να ψάλλη το «Άξιόν εστιν», καθώς ο Άγγελος παρήγγειλεν εις αυτόν, και ακολούθως δεικνύει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα· ο δε ταύτα ακούσας και ιδών έμεινεν εκστατικός δια το τοιούτον θαυμάσιον. Λαβόντες λοιπόν και οι δύο την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα μετέφεραν εις το Πρωτάτον, και δείξαντες αυτήν εις τε τον πρώτον του Αγίου Όρους και εις τους λοιπούς γέροντας της κοινής Συνάξεως, διηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα· οι δε δοξάσαντες ομοφώνως τον Θεόν και ευχαριστήσαντες την Κυρίαν ημών Θεοτόκον δια το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Κωνσταντινούπολιν προς τε τον Πατριάρχην και προς τον Βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς δια γραμμάτων άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου θαυματουργήματος. Από της εποχής εκείνης ο μεν αρχαγγελικός ούτος ύμνος διεδόθη εις όλην την οικουμένην, ίνα ψάλληται εις την Θεομήτορα υφ’ όλων των Ορθοδόξων, και υπ’ αυτών έτι των παίδων· η δε Αγία Εικών της Θεοτόκου η ευρισκομένη εις την Εκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εις το οποίον εγένετο το τοιούτον θαύμα, μετεφέρθη υπό των Πατέρων του Αγίου Όρους εις την μεγαλοπρεπή Εκκλησίαν του Πρωτάτου, και εκεί ευρίσκεται μέχρι σήμερον, ενθρονισμένη επί του ιερού συνθρόνου εντός του Αγίου Βήματος, επειδή ενώπιον της εικόνος ταύτης εψάλη το πρώτον υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ο ύμνος ούτος. Το δε κελλίον έλαβε την επωνυμίαν «Άξιόν εστιν» και ο λάκκος εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται ονομάζεται παρά πάντων μέχρι σήμερον Άδειν, ο εστί ψάλλειν, διότι εν αυτώ εψάλη πρώτον ο αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος. Ότι το θαύμα τούτο είναι παλαιότατον, και ότι ο φανείς Άγγελος ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, μαρτυρεί και το εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις γεγραμμένον, κατά την παρούσαν ημέραν, ούτω: «Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Διότι τούτου χάριν οι τότε πατέρες ετέλουν σύναξιν και λειτουργίαν κατ’ ενιαυτόν εις τον ρηθέντα λάκκον, τιμώντες και δοξάζοντες τον Αρχάγγελον Γαβριήλ, όστις καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου και τροφεύς και διακονητής και χαροποιός Αυτής Ευαγγελιστής, ούτως υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως εις αυτόν μόνον και πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας. Και πάλαι μεν ο Δεσπότης των όλων Θεός έδωκε τας δέκα εντολάς εις τους Εβραίους γεγραμμένας επάνω εις τας δύο λιθίνας πλάκας. Τώρα δε ο άρχων των του Θεού Αγγέλων έδωκεν εις όλους τους Ορθοδόξους τον πλέον γλυκύτερον και ερασμιώτερον ύμνον της Μητρός του Θεού, γεγραμμένον εις λιθίνην πλάκα, με τον αρχαγγελικόν αυτού δάκτυλον. Βλέπε δε και πως επληρώθη η προφητεία του θείου Γαβριήλ, όστις είπεν, ότι θα ψάλλωσι τον ύμνον τούτον όλοι οι ορθόδοξοι· διότι τόσον κοινός και τόσον ποθεινός εγένετο ο αγγελοσύνθετος ούτος ύμνος (Ώστε τέσσαρας ύμνους έχομεν εν τη καθ’ ημάς Ανατολική Αγία του Χριστού Εκκλησία υπό Αγγέλων υμνηθέντας το πρώτον. Το Δόξα εν Υψίστοις Θεώ. Το, Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· και το Τρισάγιον, ήτοι το Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. Ένα δε εις την Θεοτόκον, τον παρόντα.) εις όλους τους ορθοδόξους, ώστε και αυτά τα μικρά παιδάρια των Χριστιανών ηξεύρουν και τον ψάλλουν μεγαλοφώνως την σήμερον με μεγάλην χαράν της καρδίας των, εις δόξαν της Θεοτόκου, ης ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: