ΤΗ ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

Τη αυτή ημέρα Τρίτη της Διακαινησίμου, εορτάζομεν την προς την εν Άθω περιφανή των Ιβήρων Μονήν δια θαλάσης παράδοξον έλευσιν της θαυματουργού και αγίας Εικόνος της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ  ΘΕΟΤΟΚΟΥ, της Κυρίας ημών ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΗΣ, γενομένην κατ’ αυτήν την ημέραν, εν έτει 1004.                                                                                            

Κατά τον θ΄ μετά Χριστόν αιώνα, επί της βασιλείας Θεοφίλου του Εικονομάχου (829 – 842), εξηγριώθη ο κατά των αγίων Εικόνων διωγμός, και οι μεν Ορθόδοξοι προσκυνηταί αυτών παρεδίδοντο εις τιμωρίας και βάσανα, αι δε άγιαι Εικόνες απερρίπτοντο εκ των ιερών Ναών και κατεκαίοντο. Καθ’ όλας δε τας πόλεις και τα χωρία ήσαν απεσταλμένοι μυστικώς κατάσκοποι, εις ανεύρεσιν κεκρυμμένων Εικόνων μετά αυστηράς διαταγής, ίνα εξολοθρεύωσιν αυτάς. Κατ’ εκείνον τον καιρόν έζη εις τα μέρη της Νικαίας πλουσία τις, ευσεβής και ενάρετος χήρα γυνή, έχουσα και υιόν νέον μονογενή. Είχε δε αύτη την θαυματουργόν ταύτην Εικόνα, προς την οποίαν είχεν ιδιαιτέραν πίστιν και ευλάβειαν. Οικοδομήσασα δε Εκκλησίαν μικράν πλησίον του οίκου αυτής, έθεσεν εν αυτή και την αγίαν ταύτην Εικόνα και συνεχώς ανέπεμπεν έμπροσθεν αυτής θερμάς δεήσεις. Οι δε βασιλικοί κατάσκοποι, ελθόντες εις την οικίαν αυτής, και ιδόντες εκ της θυρίδος εντός του Ναού του παρ’ αυτής οικοδομηθέντος το θείον τούτον θησαυρόν, είπον προς την χήραν γυναίκα απειλητικώς· «ή δώσε εις ημάς χρήματα ή θα εκτελέσωμεν αμέσως το του βασιλέως διάταγμα και θα σε τιμωρήσωμεν μάχρι θανάτου».

Όθεν η μεν χήρα υπεσχέθη να δώση εις αυτούς κατά την επομένην τα ζητούμενα χρήματα, οι δε φιλάργυροι εκείνοι συγκατετέθησαν να περιμένωσι. Μετά δε την αναχώρησιν των στρατιωτών απήλθεν η χήρα μετά του υιού αυτής εις την Εκκλησίαν την νύκτα, και επί πολλάς ώρας προσηύχετο ενώπιον της αγίας Εικόνος, κλίνουσα το γόνυ, και χείρας και όμματα αίρουσα προς τον ουρανόν και καταβρέχουσα δια των δακρύων αυτής την γην. Είτα μετ’ ευλαβείας και τρόμου πολλού μετέφερε την αγίαν Εικόνα εις τον αιγιαλόν, και εκεί πάλιν προσευχομένη μετά κατανύξεως έλεγε προς την ουράνιον Άνασσαν· «Δέσποινα του κόσμου, Συ, ως του Θεού Μήτηρ, έχεις την εξουσίαν επί πάσης της Κτίσεως. Συ δύνασαι να λυτρώσης και ημάς εκ της του βασιλέως οργής, και την αγίαν Εικόνα σου εκ του εν τη θαλάσση καταποντισμού»! Ευθύς δε ως είπε τους λόγους τούτους, έβαλε την αγίαν Εικόνα εις την θάλασσαν, και ιδού βλέπει έργον θαυμάσιον: Η αγία Εικών δεν έπεσε πλαγίως, αλλ’ εστάθη ορθία εις τα ύδατα, και ούτως εφέρετο επί των κυμάτων κατευθυνομένη προς δυσμάς. Όθεν παρηγορηθείσα η χήρα εκ του θεάματος τούτου ηυχαρίστησε μεγάλως τον Κύριον και την Πανάχραντον Μητέρα Αυτού, και στραφείσα είπε προς τον υιόν αυτής: «Ήδη, τέκνον μου, θέλει εκπληρωθή η επιθυμία και ελπίς ημών, δεν θα είναι ματαία η ευσέβεια ημών και η προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον ευλάβεια ημών. Ήδη εγώ είμαι ετοίμη δια την προς αυτήν αγάπην να αποθάνω από τας χείρας των τυράννων· αλλά δεν επιθυμώ και τον ιδικόν σου θάνατον. Εγώ δεν δύναμαι να αναχωρήσω εντεύθεν, σε όμως παρακαλώ και δέομαι να αναχωρήσης εις τα μέρη της Ελλάδος». Ούτως υπακούσας ο υιός εις τας συμβουλάς της μητρός αυτού, απεχαιρέτησεν αυτήν και ταχέως ανεχώρησεν εις Θεσσαλονίκην και μετά ταύτα μετέβη εκείθεν εις το Όρος του Άθω, όπου μετά ταύτα ανηγέρθη η σεβασμία Μονή των Ιβήρων και γενόμενος Μοναχός, και ζήσας θεαρέστως και ευσεβώς εν ειρήνη απήλθε προς Κύριον. Αύτη δε η μετοίκησις αυτού αναμφιβόλως ωκονομήθη κατά θείαν νεύσιν, καθ’ ότι εξ αυτού έμαθον οι Ερημίται του Άθω περί της Εικόνος της βληθείσης εις την θάλασσαν υπό της μητρός αυτού. Το δε που, και το πόσον καιρόν εκρύπτετο η θαυματουργός αύτη Εικών της Θεοτόκου, γνωρίζει μόνος ο Παντεπόπτης, ο ποιών θαυμαστά τε και ένδοξα! Μετά δε τον θάνατον του εκ της Νικαίας ελθόντος, ως είπομεν, και εις το Άγιον Όρος κατοικήσαντος, εν μια εσπέρα βλέπουσιν οι Μοναχοί της των Ιβήρων Μονής επί της θαλάσσης πύρινον στύλον φθάνοντα έως του Ουρανού. Όθεν κατασχεθέντες υπό αμηχανίας και φρίκης έμειναν ακίνητοι και μόνον έκραζον το «Κύριε, ελέησον»! Το όραμα τούτο εξηκολούθησεν αλλεπαλλήλως ημέρας και νύκτας τινάς. Όθεν συνήχθησαν και οι των πέριξ Μονών Μοναχοί εις τον αιγιαλόν και τότε είδον ότι ο πύρινος εκείνος στύλος ίστατο άνωθεν Εικόνος της Θεοτόκου, ευρισκομένης ορθίας επί της θαλάσσης. Επεχείρησαν τότε να πλησιάσουν προς αυτήν, αλλ’ όσον ούτοι επλησίαζον, τοσούτον η Εικών απεμακρύνετο. Τότε οι της των Ιβήρων Μονής Μοναχοί, κατά πρόσκλησιν του Προεστώτος αυτών, συνήχθησαν εις την Εκκλησίαν και μετά δακρύων παρεκάλουν τον Κύριον, ίνα χαρίση εις την Μονήν τον ατίμητον τούτον θησαυρόν, την αγίαν ταύτην Εικόνα της Παναχράντου Αυτού Μητρός· ο δε Κύριος επήκουσε της εγκαρδίου αυτών δεήσεως και ικεσίας. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο εις την Μονήν Ιβήρων Μοναχός τις Γαβριήλ ονομαζόμενος, Ίβηρ το γένος, διακεκριμένος και δια το αυστηρόν του βίου, και το ακέραιον και άπλαστον των ηθών. Ούτος κατά μεν το θέρος, αναχωρών εις τας κορυφάς των ορέων, ησύχαζεν εις τόπους τραχείς και αβάτους, κατά δε τον χειμώνα κατήρχετο εις τα παράλια μέρη ή και εντός της Μονής. Ήτο δε πάντοτε ενδεδυμένος τρίχινον ιμάτιον, ετρέφετο μόνον με χόρτα, έπινεν απλούν ύδωρ, και με ένα λόγον έζη ως επίγειος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος. Προς τούτον λοιπόν τον ευλαβή Γέροντα φανερωθείσα κατ’ όναρ η Υπεραγία Θεοτόκος, ακτινοβολούσα από ουράνιον φως, είπε προς αυτόν· «Ειπέ εις τον Προεστώτα και εις τους αδελφούς, ότι βούλομαι να δώσω εις αυτούς την Εικόνα μου, όπως σκέπη και βοηθή αυτούς. Είσελθε κατόπιν εις την θάλασσαν, και περιπάτησον επί των κυμάτων, και τότε θέλουν γνωρίσει πάντες την εμήν θέλησιν και ευδοκίαν προς το Μοναστήριόν σας». Ταύτα ο Γέρων ανέφερε προς τον Προεστώτα. Κατά δε την επομένην, εντολή του Προεστώτος, άπαντες οι της των Ιβήρων Μονής Μοναχοί, μετά δεήσεων, παρακλήσεων, θυμιαμάτων και λαμπάδων εξήλθον εις τον αιγιαλόν. Τότε ο μεν Γαβριήλ εισελθών εις την θάλασσαν θαυμασίως εβάδισεν επί των υδάτων, ως επί της ξηράς, και κατηξιώθη να λάβη εις τας αγκάλας του την πάνσεπτον Εικόνα, οι δε Μοναχοί μετ’ ευλαβείας μεγάλης και χαράς προϋπήντησαν αυτήν εις τον αιγιαλόν και επί τρία ημερονύκτια ετέλουν ευχαριστηρίους παρακλήσεις ενώπιον της αγίας Εικόνος. Έπηξαν δε εις τον τόπον αυτόν μικράν Εκκλησίαν και ελειτούργησαν, κατόπιν δε έφεραν αυτήν εις τον Καθολικόν Ναόν και έθηκαν εντός του ιερού Βήματος. Την επομένην ημέραν ελθών ο κανδηλάπτης προ του όρθρου, ίνα ανάψη κατά την συνήθειαν τας κανδήλας, δεν εύρεν εν τω Ναώ την νεοφανή Εικόνα, και μετά πολλών ωρών έρευναν εύρον αυτήν οι αδελφοί επί του τείχους άνωθεν της πύλης της Μονής. Όθεν έφεραν και πάλιν αυτήν εις τον ίδιον τόπον, αλλά και πάλιν κατά την επομένην πρωϊαν εύρον αυτήν άνωθεν της Πύλης της Μονής. Οι δε αδελφοί και πάλιν την έφεραν εν τω Ναώ και τοιουτοτρόπως ηκολούθησε πολλάκις η μεταφορά. Τέλος εφανερώθη πάλιν η Θεοτόκος κατ’ όναρ εις τον ρηθέντα Γαβριήλ και είπε προς αυτόν· «Ειπέ εις τους αδελφούς, ίνα μη με ενοχλώσι του λοιπού, διότι εγώ δεν επιθυμώ να φυλάττωμαι από σας, αλλ’ ίνα εγώ φυλάττω υμάς, όχι μόνον εις την παρούσαν ζωήν, αλλά και εις την μέλλουσαν. Να ελπίζωσι δε εις την ευσπλαγχνίαν του Υιού μου και Δεσπότου άπαντες οι εν τω Όρει τούτω εναρέτως και μετ’ ευλαβείας και φόβου Θεού ζώντες Μοναχοί, καθότι τούτο το χάρισμα εγώ εζήτησα και έλαβον παρ’ Αυτού, και ιδού δίδω εις υμάς σημείον, έως ότου βλέπετε την εμήν Εικόνα εν τη Μονή, η χάρις και το έλεος του Υιού μου να μη εκλείψωσιν εξ υμών». Ακούσαντες ταύτα οι αδελφοί παρά του Γαβριήλ επλήσθησαν χαράς ανεκλαλήτου, έκτισαν δε Παρεκκλήσιον πλησίον των Πυλών της Μονής, και έθεσαν εν αυτώ την θαυματουργόν Εικόνα επί του εικονοστασίου, εις την οποίαν συνήθως τίθενται αι λεγόμεναι Δεσποτικαί Εικόνες. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι σήμερον διαμένει εις τον τόπον αυτόν τον παρ’ αυτής της ιδίας Θεοτόκου εκλεγέντα. Τούτου ένεκα λέγεται η Εικών Πορταϊτισσα, και ως εκ της επωνυμίας της Μονής λέγεται και Ιβηριτική. Έκτισαν δε την θύραν εις άλλο μέρος, καθώς και έως την σήμερον φαίνεται, εις αψευδή μαρτυρίαν του θαύματος. Έκτοτε λοιπόν εις την Μονήν ταύτην γίνονται άπειρα θαύματα· δοαμονιζόμενοι θεραπεύονται, χωλοί περιπατούσι, τυφλοί αναβλέπουσι και πάσα νόσος φεύγει από τον πάσχοντα. Από δε τα πολλά όπου ετέλεσεν η Παντάνασσα ας είπωμεν ολίγα τινά, δια να πιστωθήτε και τα επίλοιπα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους εστράτευσαν πολυάριθμα γένη Αγαρηνών κατά της Κωνσταντινουπόλεως δια ξηράς και δια θαλάσσης εις πλήθος αναρίθμητον. Ο δε Αμιράς και αρχηγός αυτών μαθών, ότι εις το Όρος Άθω ήσαν πολλαί Μοναί, παραλαβών δέκα πέντε πλοία πολεμικά, ήλθον εις το Όρος και ηγκυροβόλησαν εις την Μονήν των Ιβήρων. Ευθύς τότε ορμήσαντες περιεκύκλωσαν αυτήν ως θήρες άγριοι και ανήμεροι. Οι δε Μοναχοί, ιδόντες το πλήθος των επιδρομέων και την οργήν εκείνην την άτακτον, εισελθόντες εις τον θείον Ναόν, έλαβον τα ιερά Σκεύη και την πάνσεπτον Εικόνα της Θεοτόκου και έκρυψαν αυτά εις τον Πύργον, όπου είχον το σκευοφυλάκιον, εις το οποίον εκρύφθησαν και αυτοί. Τότε οι επιδρομείς, μη έχοντες αντιμαχόμενον, εποίησαν μηχανήν τινα και εισήλθον εις την Μονήν. Αφ’ ου δε έκαμαν όσα ήθελον και ερήμωσαν και ηφάνισαν αυτήν παντελώς, επήραν τα σχοινιά των πλοίων και έδεσαν τους κίονας της Εκκλησίας, σύροντες αυτά εν αλαλαγμώ, ίνα ρίψουν τον ιερόν Ναόν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Βλέποντες ταύτα οι Μοναχοί και ακούοντες τα λεγόμενα, έλεγον εκ βάθους καρδίας εκείνα τα προφητικά ρήματα· «Ίνα τι υπνοίς, Κύριε; Ανάστηθι και μη απώση εις τέλος» (Ψαλμ. μγ: 24), «Ο Θεός, ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον Ναόν τον Άγιόν σου» (Ψαλμ. οη: 1), «Ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου» (Ψαλμ. οη:8) και άλλα τοιαύτα. Βρέχοντες δε την γην με δάκρυα θερμά και την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου υψούντες έλεγον· «Ω Δέσποινα, τοιαύτας υποσχέσεις εποίησας εις ημάς; Δεν υπεσχέθης να είσαι φύλαξ και βοηθός ημών; Αλλά μη παραδώσης ημάς εις τέλος, αν και αμαρτωλοί και ανάξιοι είμεθα, δια να μη είπωσιν οι εχθροί μας, που είναι ο Θεός αυτών»; Ταύτα οι μεν Μοναχοί δακρύοντες έλεγον· η δε υπέρμαχος Στρατηγός, η οξυτάτη και ταχίστη των επικαλουμένων Αυτήν βοήθεια, η Αειπάρθενος Θεοτόκος, η προμαχούσα της ιδίας Μονής, δεν παρείδε τας δεήσεις αυτών, ούτε τας υποσχέσεις διέψευσεν. Αλλά τις λαλήσει τα της Παρθένου θαυμάσια; Αφού ενύκτωσεν, εξαίφνης έγινε τοσαύτη καταιγίς και τρικυμία εις την θάλασσαν, ώστε εναυάγησαν όλα τα πλοία, και δεν έμεινεν ειμή μόνον το του Αμιρά· και τούτο δια να γνωρίση ο άφρων την αμαρτίαν του, καθώς και εγένετο. Διότι θαύμα ηκολούθει τω θαύματι. Όταν εξημέρωσεν, είδον οι Μοναχοί τα νεκρά σώματα των ναυαγών, άτινα έκειντο εν σωρώ εις τον αιγιαλόν, καθώς και η των πλοίων αποσκευή άπασα. Τότε και ο αρχηγός αυτών ιδών την απώλειαν των πλοίων έτυπτε το πρόσωπον  και έβαλε χώμα εις την κεφαλήν αυτού. Προσελθών δε ταπεινώ τω σχήματι, γίνεται ικέτης ευγνώμων, ο πρώην θηριώδης και όχι άνθρωπος, λέγων προς τους Μοναχούς· «Δεήθητε, δούλοι του αληθινού Θεού, ίνα μη και εγώ απόλωμαι». Δώσας δε εις αυτούς χρυσόν εις πλήθος άπειρον λέγει· «Λάβετε τα χρήματα ταύτα· ανοικοδομήσατε τα τείχη του Μοναστηρίου σας και κάμετε αυτά υψηλά, ίνα μη δύνανται, εάν έλθωσι και πάλιν άλλοι εχθροί, να σας ζημιώσωσι». Οι δε Μοναχοί λαβόντες τα χρήματα έκτισαν εις ύψος τα τείχη, καθώς και μέχρι σήμερον φαίνονται. Όχι δε μόνον τότε αλύπως και ακινδύνως η Πάναγνος Δέσποινα την Μονήν αυτής διέσωσεν, αλλά και άλλην φοράν δεν είχον άλευρον ουδόλως και ήτο εις πολλήν αθυμίαν και στενοχωρίαν ο Προεστώς. Η δε Πανύμνητος εμφανισθείσα εις τον ύπνον του του είπε· «Τι λυπείσαι, τέκνον, δια την του αλεύρου στέρησιν; Ύπαγε να ίδης το δοχείον πεπληρωμένον δια να γνωρίσης την πρόνοιαν και κηδεμονίαν την οποίαν έχω δια σας». Ο δε Προεστώς εγερθείς απήλθε μετά σπουδής και βλέπων το δοχείον γεμάτον άλευρον έως άνω, εσύναξε πάσαν την αδελφότητα, και είπε προς τους αδελφούς τα γενόμενα. Οι δε εκπλαγέντες και κλαύσαντες από την χαράν, εδόξασαν τον Κύριον και την Αειπάρθενον. Άλλην φοράν πάλιν εστερήθησαν οίνου· και εμφανισθείσα η Δέσποινα επλήρωσεν όλα τα αγγεία, ώστε εχύνετο άνωθεν. Τοσούτον δε γλυκύς και νόστιμος ήτο, ώστε έκαστος εγνώριζεν, ότι ήτο όντως θαυματουργίας και όχι φύσεως έργον. Άλλοτε πάλιν επλήθυνε το έλαιον, άλλην φοράν τα όσπρια και ετέρας πολλάς θαυματουργίας και ευεργεσίας ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην εις την Μονήν ταύτην δια της σεβασμίας Εικόνος αυτής. Κατά το έτος 1651 υπήρχον εν τη Μονή Ιβήρων 365 Μοναχοί, οι οποίοι, στενοχωρούμενοι οικονομικώς, παρεκάλουν την Παναγίαν Πορταϊτισσαν να λάβη Εκείνη πρόνοιαν δια την συντήρησίν των, ως φιλόστοργος μήτηρ και ως μόνη Προστάτις της Μονής. Η δε Δέσποινα ωσάν να είπε· «Σεις φροντίσατε δια τας ψυχάς σας και εγώ είμαι ετοίμη εις βοήθειαν δια τας υλικάς σας ανάγκας», έσπευσε να εξεύρη μοναστηριακούς πόρους. Από που; Από αυτόν τον Αυτοκράτορα της κραταιάς Ρωσίας Αλέξιον Μιχαήλοβιτς. Και με ποίον τρόπον; Με το ακόλουθον χαριτωμένον θαύμα. Η κόρη του ειρημένου Αυτοκράτορος ησθένησε βαρέως. Είχε πάθει παράλυσιν των ποδών και κατά την γνώμην των επιφανεστέρων ιατρών είχε καταδικασθή να μένη δια παντός παράλυτος, διότι η νόσος αύτη είναι τελείως αθεράπευτος. Εκ τούτου θλίψις άφατος είχε καταλάβει τους υψηλούς γονείς αυτής και θρήνος ακατάπαυστος την ασθενή κόρην. Αλλ’ ακριβώς εις το κορύφωμα της απελπισίας ταύτης καταφθάνει άλλος ιατρός, η πάγκαλος και ηλιόμορφος Βασίλισσα, ήτις παρουσιασθείσα εις την πάσχουσαν καθ’ ύπνον έδωσεν εις αυτήν θάρρος, υποσχομένη θεραπείαν πλήρη και ταυτοχρόνως λέγει μετά γλυκυτάτης φωνής· «Να ειπής εις τον πατέρα σου να φέρη την Εικόνα μου την επονομαζομένην Πορταϊτισσαν από την Μονήν των Ιβήρων». Πράγματι την πρωϊαν ανεχώρησε τάχιστα έκτακτος αποστολή ως πρεσβεία προς τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωαννίκιον, όστις παρήγγειλεν επειγόντως εις τους Ιβηρίτας Πατέρας να συμμορφωθούν προς την επιθυμίαν του ευσεβεστάτου Τσάρου, μόνου προστάτου της όλης Ορθοδοξίας και να μεταφέρουν την Εικόνα της Πορταϊτίσσης παρά την κλίνην της Πριγκηπίσσης. Οι Μοναχοί όμως επί τω ακούσματι τούτω έμειναν άναυδοι και ανένδοτοι, διότι εφοβούντο, ότι δεν θα επανέλθη εκ Ρωσίας η θεία Πορταϊτισσα. Συσκεπτόμενοι δε επί ημέρας περί του ζητήματος εδιχάσθησαν και διεπληκτίζοντο μεταξύ των, εν τέλει δε  κατέληξαν ομοφώνως εις την απόφασιν να μη αποστείλουν την ιδίαν Εικόνα, αλλά πιστόν αντίτυπον αυτής. Την νέαν ταύτην Εικόνα ανέθεσαν να ζωγραφήση ο ενάρετος εικονογράφος Ιερομόναχος Ιάμβλιχος, αφού πρωτίστως άπαντες οι Πατέρες ετέλεσαν αγρυπνίαν και μέγαν αγιασμόν, δια του οποίου πτώτον έπλυναν την πρωτότυπον Εικόνα και έπειτα την εκ κυπαρίσσου σανίδα, επί της οποίας θα ιστορείτο η νέα. Ταυτοχρόνως παρέδωκαν εις τον ζωγράφον διάφορα άγια Λείψανα, άτινα κονιοποιηθέντα ανέμιξεν ούτος εις τα χρώματα και συνέστησαν εις αυτόν να εργάζηται νηστεύων και μόνον να τρώγη κατά Σάββατον και Κυριακήν, ότε ετελείτο υφ’ ολοκλήρου της αδελφότητος ολονύκτιος αγρυπνία. Συντελεσθείσης ούτω της αντιγραφής απεστάλη αύτη ως Πορταϊτισσα εις Ρωσίαν, δια των Αρχιμανδριτών Παχωμίου, Κορνηλίου, Ιγνατίου και Δαμασκηνού, συνοδευθέντων κατά την αναχώρησιν μέχρι τινός, εν είδει λιτανείας, παρά πάντων των Πατέρων, οίτινες μετά δακρύων ικέτευον την Θεοτόκον να δείξη την δύναμίν Της εκεί όπου την αποστέλλουν δια να μη καταισχυνθή η Μονή Της. Tην ημέραν, καθ’ ην θα έφθανεν η συνοδεύουσα την σεπτήν Εικόνα επιτροπή εις Μόσχαν, η πόλις από πρωϊας είχεν εκκενωθή και ο λαός της πρωτευούσης με επί κεφαλής το αυτοκρατορικόν ζεύγος και τον Πατριάρχην Ιωσήφ είχεν εξέλθει προς υποδοχήν, αναμενόντων πάντων εν νηστεία. Την ιδίαν ώραν εις τα ανάκτορα εξετυλίσσετο άλλη σκηνή. Η ασθενής Πριγκήπισσα, αγνοούσα τα συμβαίνοντα, εζήτησεν εις μίαν στιγμήν την μητέρα της, οπότε ήκουσε παρά της θαλαμηπόλου της, ότι «Σήμερον έρχεται η Πορταϊτισσα να σε θεραπεύση και όλοι μετά της μητρός σου ευρίσκονται έξω προς προϋπάντησιν Αυτής». Λέγει τότε η κόρη· «Τι; Έρχεται η Παναγία και εμέ με άφησαν»; Και ταυτοχρόνως επήδησεν από την κλίνην, εστάθη ορθία, ενεδύθη τάχιστα και θυμωμένη και διαμαρτυρομένη κατήλθε την κλίμακα και εξήλθεν ολοταχώς τρέχουσα εις τας οδούς της πόλεως. Ευρούσα δε το αναμένον πλήθος και συναντήσασα τους γονείς αυτής εβόα παραπονουμένη διατί δεν παρέλαβον και αυτήν. Τοιαύτη όμως κατάπληξις κατέλαβεν άπαντας ώστε ουδείς ηδύνατο να αρθρώση λέξιν και μόνον λυγμοί και κλαυθμοί ηκούοντο. Ήτο στιγμή υπερτάτης συγκινήσεως να βλέπουν οι παριστάμενοι εντεύθεν μεν φθάνουσαν επί τόπου την Κυρίαν Πορταϊτισσαν, εκείθεν δε ερχομένην ταυτοχρόνως τροχάδην την παράλυτον, τελείως ιαθείσαν. Μετά την τελετήν της υποδοχής και την προσκύνησιν της Εικόνος υπό του λαού, ο αυτοκράτωρ ηρώτησε τους απεσταλμένους της Μονής κατά πόσον θα ήτο δυνατόν να αφήσουν δι’ εκείνον και την Ρωσίαν την θαυματουργόν Εικόνα και τι θα επεθύμουν ως αντάλλαγμα. Τότε οι απεσταλμένοι είπον προς αυτόν· «Μεγαλειότατε, έχομεν εντολήν παρά της Μονής ημών να δωρήσωμεν την σεπτήν Εικόνα προς Υμάς και το ευσεβές Ρωσικόν Έθνος, η δε Μεγαλειότης Σας, αν ευηρεστείται, ας παραχωρήση εις την Ιεράν ημών Μονήν εν μετόχιον ενταύθα προς οικονομικήν ανακούφισιν αυτής· εν όσω δε υπάρχει αύτη, ευγνωμονούσα θα δέεται προς τον Κύριον, τόσον υπέρ Υμών, όσον και υπέρ των διαδόχων Σας». Ο Αυτοκράτωρ τότε, λίαν συγκεκινημένος, είπε προς αυτούς· «Σας παραχωρώ μίαν από τας καλλιτέρας ιστορικάς Μονάς της Πρωτευούσης πλησίον των ανακτόρων μου, παρά το Κρεμλίνον, τον Άγιον Νικόλαον, με 70 υπηρέτας, οι οποίοι θα σιτίζωνται και θα μισθοδοτούνται από το ταμείον μου εις το διηνεκές. Θα έχητε χρηματικόν επίδομα ετησίως εκ 2.500 ρουβλίων, επί πλέον δε το προνόμιον της ατελείας των όσων εισάγετε και εξάγετε εκ Ρωσίας, εφ’ όσον υπάρχει ήλιος. Επιθυμώ δε και οι ναύλοι ακόμη των εκάστοτε απεσταλμένων σας, μεταβάσεως και επιστροφής, να καταβάλλωνται υπό της Κυβερνήσεώς μου. Την δε πανσέβαστον Εικόνα της Κυρίας μου Θεοτόκου Πορταϊτίσσης, αφού ανεγείρω περικαλλέστατον Ναόν παρά την Πύλην της Πρωτευούσης μου, θα αποθησαυρίσω ταύτην εις τούτον, δια να την προσκυνούμεν και ημείς ως πολυϋμνητον Πορταϊτισσαν, θυρωρόν δηλαδή της Πόλεως και φρουρόν ολοκλήρου της Ρωσίας». Το εν λόγω δωρηθέν Μετόχιον διετέλεσεν υπό την κυριότητα της Μονής Ιβήρων επί 284 έτη μέχρι του 1932, ότε εκδιωχθέντος του τελευταίου Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Ιβηρίτου, ηρπάγη τούτο υπό των κομμουνιστών. Εισέπραττε δε κατ’ έτος εξ αυτού η Μονή τόσας προσόδους, ώστε σχεδόν μόνον δια των εισοδημάτων τούτων διηκολύνοντο πλουσιοπαρόχως πάσαι αι υλικαί αυτής ανάγκαι. Η Εικών αύτη της Πορταϊτίσσης υπό το ρωσικόν όνομα «Ιβέσκαγια Μάτερ», σεβαστή ούσα και υπό των κομμουνιστών, ευρίσκεται ήδη εις τον εν Μόσχα Ναόν της Αναστάσεως. Όταν τελευταίως είχε μεταβή εις Μόσχαν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, προσκληθείς υπό του Πατριάρχου Αλεξίου επί ταις εορταίς του Ιωβηλαίου, εζήτησε να ψάλη Παράκλησιν ενώπιον της Εικόνος ταύτης, την οποίαν παρηκολούθησαν γινυπετείς και κλαίοντες πεντήκοντα χιλιάδες Χριστιανικού λαού. Άλλοτε πάλιν, εις στέρησιν του σίτου περιελθούσα η Μονή, δια κοινής Συνάξεως απεφάσισεν, όπως του λοιπού παύση η εν τη θύρα διανομή του άρτου εις τους προσαιτούντας. Αλλ’ η Πάναγνος και τούτο το παράδοξον θαύμα ετέλεσε, παν το εν τω ωρείω (αποθήκη) ευρισκόμενον γέννημα βοράν εις τους σκώληκας και παντελώς αυτό αφανίσασα. Πάντα ταύτα ιδών ο διακονητής και μη γνωρίζων την αιτίαν της ζημίας ανήγγειλε το γεγονός εις τους Επιτρόπους, oι δε ταχέως σπεύσαντες ήλθον εις την αποθήκην και διεπίστωσαν αληθή τα παρά του διακονητού λεγόμενα, έκαστος δε κατά την ιδίαν αυτού αντίληψιν κατεφέρετο εις βάρος του διακονητού. Εις δε εξ αυτών εννοήσας, ότι δεν έσφαλεν ο διακονητής, αλλ’ ωφείλετο τούτο εις την αγανάκτησιν των πενήτων καθότι εστερούντο του ημερησίου άρτου, εξέφρασεν εις τους λοιπούς την γνώμην του. Ποιήσαντες τότε Σύναξιν απεφάσισαν, ίνα του λοιπού μη επαναληφθή το τοιούτον, αν και εις χειρίστην πενίαν περιέλθη η Μονή, αλλά την φροντίδα και μέριμναν ανέθεσαν εις την Πορταϊτισσαν, μη τολμώντες ν’ αθετήσωσι τι, εις τιμήν και δόξαν της εφόρου και προστάτιδος ημών Θεοτόκου. Εις τον κεντρικόν Ναόν της Ιεράς Μονής Ιβήρων, το «Καθολικόν», και ακριβώς έμπροσθεν της ωραίας Πύλης, κρέμαται αρχαία μεγάλη και αργυρά κανδήλα ζυγίζουσα περί τας δύο οκάδας. Η κανδήλα αύτη παρουσιάζει ανέκαθεν παράδοξον τι και μυστηριώδες φαινόμενον, ένα ολοφάνερον θαύμα, διότι αναστέλλει τον μέγιστον και θεμελιώδη νόμον της βαρύτητος και κινείται αφ’ εαυτής και μόνη της ή, δια να λεχθή η αλήθεια, κινείται υπό αοράτου δυνάμεως. Κινείται ρυθμικώς και οριζοντίως επί πολλάς ώρας κατά μεν τας μεγάλας εορτάς εν ώρα Ακολουθίας, κατά δε τας καθημερινάς εκτάκτως, απροσδοκήτως και ασχέτως προς Ακολουθίαν. Η κίνησις κατά τας εορτάς συμβαίνει ως επί το πλείστον εν καιρώ αγρυπνίας και συνηθέστερον όταν αρχίζη το επισημότερον μέρος της λατρείας με χαρμοσύνους ύμνους και ψαλμωδίας προς αίνον του Κυρίου ή προς δοξολογίαν της Κυρίας ημών Θεοτόκου και όταν, προς φαιδρότερον εορτασμόν, ανάπτωνται κατά το τυπικόν οι πολυέλαιοι και όλα τα φώτα του Ναού. Το υπερφυσικόν τούτο θέαμα εις τοιαύτας στιγμάς προξενεί ρίγος και κατάπληξιν, χαράν και ενθουσιασμόν, τόσον μεταξύ των Πατέρων της Μονής όσον και μεταξύ των παρευρισκομένων προσκυνητών. Κατ’ αρχαιοτάτην παράδοσιν, διασωθείσαν υπό των Γερόντων μέχρι σήμερον, η αυτόματος κίνησις της κανδήλας εν εορτή ενέχει την εξής σημασίαν: Θεωρείται ως δείγμα οφθαλμοφανές, ότι η Παναγία, παρούσα κατ’ αυτήν την ώραν εις τον Ναόν της, λέγει τρόπον τινά προς τους παρεστώτας: «Ιδού το σημείον, το βλέπετε· είμαι μαζί σας, συμμετέχω εις την εορτήν και συμπανηγυρίζω με τους Μοναχούς και λοιπούς Χριστιανούς επισκέπτας ως Μήτηρ με τέκνα. Ευλογώ τους εναρέτους και επιμελείς προς έργα αγαθά και δίδω θερμήν μητρικήν συμβουλήν εις τους αμελείς να διορθωθούν, διότι, παρ’ όλην την ευσπλαγχνίαν μου προς αυτούς, ουδέν δύναμαι να πράξω προς σωτηρίαν των εκ τούτων αδιαφορούντων». Ως προς την άλλην κίνησιν κατά τας καθημερινάς αύτη σημαίνει, κατά την ιδίαν πάλιν παράδοσιν, ότι επίκειται να συμβή δυστύχημα τι με γενικωτέρας συνεπείας δια τον κόσμον, ως φερ’ ειπείν σεισμός, πόλεμος ή θανατηφόρος επιδημία. Είναι και τούτο δείγμα της θείας προνοίας, πρεσβείαις της Θεοτόκου, είναι έγκαιρος προειδοποίησις να αντιμετωπίσωμεν το επερχόμενον κακόν το δυνατόν δια μετανοίας και προσευχής προς εξιλέωσιν του Θεού. Άλλοτε πάλιν νεαρός κανδηλάπτης του Ναού, νομίζων ότι ρεύμα αέρος ήτο δυνατόν να κινή την κανδήλαν, εσκέφθη να γεμίση με άμμον το εσωτερικόν κοίλωμα αυτής δια να βαρύνη περισσότερον και ούτω να μένη ακίνητος. Έπραξε τούτο, αλλά την πρώτην νύκτα, όταν κατέβη εις τον Ναόν δια την υπηρεσίαν του, είδε και άλλο θαύμα· η κανδήλα αποσπασθείσα από τον κρεμαστήρα αυτής λόγω του βάρους και καταπεσούσα επί του δαπέδου εστάθη και παρέμεινεν ορθία, καίτοι το σχήμα αυτής καταλήγει κάτωθεν εις οξείαν αιχμήν, το δε φως αυτής ευρέθη καίον ως πριν, ωσάν να μη είχε συμβή τίποτε. Έντρομος τότε ο κανδηλάπτης ετοποθέτησε πάλιν αυτήν εις την θέσιν της, αφού εξεκένωσε την άμμον και έσπευσε κλαίων να εξομολογηθή το αμάρτημά του, διακηρύττων άμα το νέον θαύμα και δοξάζων την Παναγίαν Πορταϊτισσαν, διότι δια του τρόπου τούτου τον εξήγαγεν από την απιστίαν του και τον εδίδαξεν, ότι «όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις». Ίσως θα ήτο καλλίτερον δια τους πολλούς να μη έβλεπον την τοιαύτην θείαν ενέργειαν εκδηλουμένην με την κανδήλαν ταύτην, διότι βλέποντες και μη επωφελούμενοι εκ τούτου προς ηθικήν εαυτών βελτίωσιν θα υποστούν βαρυτέραν καταδίκην. Κατερχόμενοι εκ της Σκήτεως των Καρυών του Αγίου Όρους και πλησιάζοντες προς την Ιεράν Μονήν Ιβήρων συναντώμεν επί της οδού και υπό την σκιάν παναρχαίας δρυός ιερόν προσκύνημα, το οποίον έχει ως λόγον υπάρξεως την εξής ιστορίαν. Πτωχός τις εργάτης, ερχόμενος από την έρημον του Άθω, οδοιπορών καθ’ όλην την πρωϊαν έφθασε την μεσημβρίαν εις την αυλήν της Μονής Ιβήρων, όπου αναγκαστικώς οδηγεί η οδός. Επειδή δε αυτή την ώραν επείνασε και εβιάζετο να προχωρήση δεν εισήλθεν εις την Μονήν, αλλά παρεκάλεσε να του δώσουν προχείρως ολίγον άρτον από την θύραν της Μονής και ούτω να συνεχίση αμέσως την πορείαν του. Ο θυρωρός όμως, άγνωστον διατί, δεν εισήκουσε την παράκλησιν του πτωχού, δεν του έδωκεν άρτον και τότε ούτος με βαθύν στεναγμόν έφυγεν εντελώς νήστις. Επί πλέον δε ήρχισε την πορείαν του επί της ανηφορικής οδού προς την Σκήτην των Καρυών. Φθάσας λοιπόν εις την άνω τοποθεσίαν εκάθησε δια μικράν ανάπαυσιν υπό την σκιάν δένδρου, αλλ’ όπως ήτο εξηντλημένος από την πείναν και από την κούρασιν ούτε καθήμενος ηδύνατο να σταθή, αλλ’ εξηπλώθη κατά γης και με οφθαλμούς δακρυσμένους εσκέπτετο την δυστυχίαν του. Εν τω μεταξύ ακούει βήματα ανθρώπου να τον πλησιάζουν, ότε στρέφει και βλέπει πλησίον του γυναίκα τινά κρατούσαν εις τας αγκάλας αυτής μικρόν παιδίον, η οποία με συμπαθητικόν ύφος και γλυκείαν φωνήν τον ερωτά τι έχει και εάν είναι ασθενής. Εκείνος δε απεκρίθη λέγων· «Όχι, δεν είμαι ασθενής, αλλά πεινώ. Παρεκάλεσα δε τον θυρωρόν της Μονής Ιβήρων να μου δώση ολίγον άρτον, αλλά δεν μου έδωκε».Του λέγει τότε Εκείνη· «Άκουσε, παιδί μου, δεν πρέπει να παραπονήσαι δια τον θυρωρόν, διότι θυρωρός της Μονής αυτής είμαι εγώ. Τώρα να επιστρέψης και να ζητήσης εκ μέρους μου άρτον και εάν δεν σου δώσουν, να ζητήσης να σου δώσουν επί πληρωμή με αυτά τα χρήματα που σου δίδω». Ταυτοχρόνως δε με τους λόγους τούτους του έδωκε τρία αρχαία χρυσά νομίσματα (φλωρία) και του είπε· «Σε περιμένω εδώ». Ο πτωχός πεζοπόρος δεν είχε συναίσθησιν τι του συνέβη. Είδεν ανύποπτος γυναίκα τινά, όπως έβλεπον τον συνοδοιπόρον τους Χριστόν οι δύο Απόστολοι Λουκάς και Κλεόπας πορευόμενοι εις Εμμαούς. Επείσθη λοιπόν και επανήλθε με πάσαν απλότητα εις την θύραν της Μονής Ιβήρων ζητών πάλιν άρτον, εξ ονόματος όμως της γυναικός αυτήν την φοράν, ήτο δε έτοιμος εις περίπτωσιν νέας αρνήσεως να πληρώση με τα δοθέντα χρήματα, τα οποία παρουσίασεν ευθύς αμέσως και επιδεικτικώς μάλιστα εις τον θυρωρόν. Ο θυρωρός, όταν ήκουσε περί γυναικός και κυρίως όταν είδε τα σπανιώτατα εκείνα νομίσματα εις τας χείρας του εργάτου, κατελήφθη υπό φόβου, συνεταράχθη ολόκληρος και έσπευσε να κρούση τον μέγαν κώδωνα της Μονής δια να συναθροισθή η Μοναστηριακή αδελφότης, βέβαιος ων ότι επρόκειτο περί εξαισίου θαύματος. Πράγματι συνεκεντρώθησαν πάραυτα όλοι οι Μοναχοί, οι οποίοι έκπληκτοι έμαθον και αυτοί το παράδοξον γεγονός από τον ίδιον τον πτωχόν, όστις εν τη αφελεία του εξηκολούθει ακόμη να ζητή όπως αγοράση άρτον με τα φλωρία, τα οποία εκράτει. Ποία δε ήσαν τα νομίσματα ταύτα, και πως ευρέθησαν εις τας χείρας τούτου; Ως διεπιστώθη ήσαν αφιερωμένα προ πολλών ετών εις την αγίαν Εικόνα της Πορταϊτίσσης και η Παναγία η ιδία τα παρέλαβεν από την Εικόνα της και τα έδωκεν εις τον πεινώντα πτωχόν, δια να δείξη την μητρικήν της ευσπλαγχνίαν. Όθεν με φρίκην και τρόμον και με βαθυτάτην ευλάβειαν επανέφεραν τα αφιερώματα και τα ανήρτησαν όπως ήσαν πάντοτε εις την αγίαν Εικόνα. Έκτοτε το Μοναστήριον Ιβήρων χαρακτηρίζεται ως το μάλλον φιλόξενον Μοναστήριον του Αγίου Όρους διδαχθέν την μεγάλην αρετήν της φιλοξενίας από την μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το Άγιον Όρος εξ αρχαιοτάτων χρόνων, από της εποχής δηλαδή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως είναι γνωστόν, ήκμαζε τα μέγιστα και ως ιδιάζουσα κατοικία των Μοναχών, και ως εστία της Ορθοδοξίας εδείκνυτο. Διότι πολλοί επίσημοι Βυζαντινοί και λόγιοι του Έθνους καταφεύγοντες εις αυτό, ησπάζοντο το Μοναχικόν Σχήμα. Ούτως επί αιώνας ολοκλήρους έβαινεν αισίως επί την ακμήν των τεχνών και επιστημών, ότε δυστυχώς κατά το έτος 1812 εισβολή των Αγαρηνών εν τω Όρει τούτω διέσπειρε τον πανικόν τοις πάσι. Αι Ιεραί Μοναί ηρημούντο, οι Μοναχοί επιέζοντο, εβασανίζοντο, εξωρίζοντο. Ούτοι όμως ηγωνίζοντο ερρωμένως άνευ της ελαχίστης έξωθεν βοηθείας ή προστασίας, εν τέλει δε ηναγκάζοντο να φεύγωσιν εις τα όρη, προς διάσωσιν, τουλάχιστον, της ιδίας των ζωής. Κατά το έτος 1821, ότε εκ δευτέρου εισέβαλον εις το Άγιον Όρος οι Αγαρηνοί, ήλθον και εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, αφού πρότερον περιεκύκλωσαν αυτήν εξ όλων των σημείων. Μαθόντες οι Μοναχοί ότι έρχονται οι Αγαρηνοί, έφυγον προς τα πλησίον όρη, οι δε ασθενείς και οι γέροντες έμειναν εν τη Μονή και την υπ’ αυτών θανατικήν εκτέλεσιν εναγωνίως ανέμενον, ως και εγένετο. Εισελθόντες δε οι Αγαρηνοί συνέλαβον πάντας τους παρευρισκομένους εν αυτή. Εις δε εκ των συλληφθέντων ήτο και ο διηγηθείς το μαρτύριον αυτού εις τους Πατέρας, Γρηγόριος Ιεροδιάκονος επονομαζόμενος Μπουγάτσας, όστις, νέος τότε ων, διέμενεν εν τη Μονή και όστις μεγίστας βασάνους παρά των Αγαρηνών υπέμεινε. Ούτος λοιπόν διηγήθη τα εξής: Νύκτα τινά (πανσελήνου ούσης) είδον οι περιπολούντες Οθωμανοί γυναίκα τινά εν αγκάλαις βαστάζουσαν Υιόν, και οδεύουσαν προς το σκευοφυλάκιον, ένθα ο αρχηγός αυτών διέμενεν. Έσπευσαν τότε ούτοι να αναγγείλωσιν, ότι οι Μοναχοί έχουν γυναίκας. Ο δε αρχηγός αυτών βαρέως αναπαυόμενος εις τας του Μορφέως γλυκείας αγκάλας, δεν ηννόησε τα παρ’ αυτών λεγόμενα, αλλ’ ύστερον, εις εαυτόν ελθών διέταξε να οδηγηθή ενώπιόν του ο Γρηγόριος. Προσελθόντος δε τούτου, λέγει προς αυτόν· «Τι λέγει ο Όμπασης; Έχετε εδώ γυναίκας κρυμμένας»; Αποκρινόμενος δε ο Γρηγόριος, είπεν· «Όχι, αφέντη μου, όχι· κάποιον θα είδε και ενόμισεν ότι ήτο γυνή». Τότε εκείνος απέλυσεν αυτόν δια το βαθύ της νυκτός. Ποιήσας δε και κατά την επαύριον γενικήν έρευναν και μη ευρών τι των υπονοουμένων, εσιώπησε. Μετά παρέλευσιν ολίγου διαστήματος πάλιν εφανερώθη η γυνή εκείνη εις τον ίδιον μεταβαίνουσα εις το αρτοποιείον. Ιδόντες Αυτήν εκ δευτέρου, ανήγγειλαν και αύθις εις τον αρχηγόν των. Ο δε θυμωθείς σφόδρα, διότι ενόμισεν ότι εμπαίζεται υπό του Γρηγορίου, προσέταξεν, όπως δέσωσιν αυτόν και δείρωσιν ανηλεώς, να κρατήται δε σιδηροδέσμιος άχρις ου εξακριβωθή η αλήθεια. Όπισθεν δε του Καθολικού Ναού υπήρχε τότε κυπάρισσος, εις την οποίαν διαταχθέντες οι στρατιώται έδεσαν αυτόν και επί εικοσιτετράωρον εβασάνιζον αυτόν, όπως μαρτυρήση που ευρίσκεται η γυνή. Ο δε Γρηγόριος υπέμενεν αγογγύστως τας παρ’ αυτών βασάνους έχων την ελπίδα προς Αυτήν, δια την οποίαν έπασχεν υπέρ του ονόματός Της, ότι θα τελέση το θαύμα. Την επομένην λοιπόν λυθείς εκ των δεσμών εβιάζετο να μαρτυρήση που εκρύπτετο η άγνωστος δι’ αυτούς Γυνή. Τότε ο Γρηγόριος, οδηγήσας τον αρχηγόν εις το της Πορταϊτίσσης Παρεκκλήσιον, έδειξεν εις αυτόν την Εικόνα και του λέγει· «Ιδού ποία είναι η γυνή, την οποίαν είδετε εις το σκευοφυλάκιον και εις το αρτοποιείον, και δι’ Αυτήν είμαι τώρα έτοιμος ν’ αποθάνω, μη φειδόμενος της ζωής μου». Γνωρίσας δε ο Αγαρηνός ότι πάντα, όσα έλεγεν, ήσαν αληθή, απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη, εξαιτήσας συγγνώμην δια τας προτέρας τιμωρίας. Κατά δε την Κυριακήν του Θωμά του έτους 1828, άρδην εγκατέλιπον οι Αγαρηνοί την Μονήν και άπαν το Άγιον Όρος ως υπό χειρός αοράτου κινούμενοι. Η δε ημέρα της φυγής αυτών επανηγυρίσθη λαμπρώς με δοξολογίας και ύμνους προς τον Θεόν και την Παντάνασσαν Αυτού Μητέρα. Και ως ημέρα μνήμης και απελευθερώσεως του Αγίου Όρους καθωρίσθη, όπως την Κυριακή του Θωμά εν απάσαις ταις Μοναίς του Αγίου Όρους τελήται αγρυπνία και λιτανεία, ήτις διατηρείται μέχρι σήμερον. Τοιουτοτρόπως η ιστορία του Αγίου Όρους γέμει αγώνων μακραιώνων και κακουχιών και στερήσεων απαισίων. Τελευταίως όμως τη βοηθεία της Κυρίας Θεοτόκου απολαύει άκρας ελευθερίας και ησυχίας το μέγα τούτο θρησκευτικόν κέντρον της Αγίας Ορθοδοξίας και ως φάρος τηλαυγής εις τα της οικουμένης πέρατα ακτινοβολεί. Ακούσατε όμως και έτερα τινά σύγχρονα θαύματα. Εν Αθήναις υπάρχει οικογένεια επονομαζομένη Μελισσουργού. Κατά δε τον μήνα Μάρτιον του έτους 1920 εις της οικογενείας ταύτης, ονόματι Ηλίας, όστις ήτο και εισαγγελεύς κατά το έτος εκείνο, ησθένησεν εκ φοβερωτάτης νόσου της επιλεγομένης γριππώδους πνευμονίας. Εις δεινήν δε κατάστασιν περιελθών και παρά των ιατρών το ανίατον της νόσου γνωρίσας, ανέμενεν εναγωνίως τον θάνατον. Η μήτηρ όμως αυτού, εννοήσασα την μη ωφέλειαν των ιατρών και γνωρίσασα τον άφευκτον θάνατον του υιού της, δεν απηλπίσθη, αλλά καθώς άπαντες οι Χριστιανοί, ούτω και αύτη κατέφυγεν εις τα θεία. Προσπεσούσα λοιπόν εν όλη καρδία προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον παρεκάλει την ίασιν του υιού της. Άνωθεν του Εικονοστασίου της είχεν ανηρτημένην την Πορταϊτισσαν των Ιβήρων, την οποίαν εδώρησε προς αυτήν Ιερεύς τις εξ Αγίου Όρους. Η ασθένεια επεδεινούτο, η οικογένεια εν απελπιστική καταστάσει διετέλει, τα φάρμακα των ιατρών απέβαιναν άχρηστα, η απελπισία εκορυφούτο. Λύπη και κατήφεια εις όλα της οικογενείας τα πρόσωπα εζωγραφείτο. Μόνον η μήτηρ άγρυπνος παρά την κλίνην διηκόνει αυτόν, και δια λόγων παρηγόρει τον ασθενή. Εκ διαφόρων ειδήσεων επληροφορείτο, ότι οι εκ ταύτης της νόσου κατεχόμενοι απέθνησκον. Ρίγος και απελπισία κατέλαβεν αυτήν, και εν όλη τη ψυχική αυτής συντριβή γονατίσασα προ του Εικονοστασίου με δακρυβρέκτους οφθαλμούς προσηύχετο εις την Πορταϊτισσαν, υπέρ διασώσεως του κατακειμένου υιού της. Η δε Πάναγνος Δέσποινα, ιδούσα την ολόψυχον και ταπεινήν παράκλησίν της, θαυμαστώ τω τρόπω εδώρησεν εις αυτήν σωτηρίαν του υιού της. Την επαύριον λίαν πρωί  της κλίνης εγερθείσα και εις επίσκεψιν του υιού της μεταβάσα, θεωρεί, ω της εκπλήξεως! Τον υιόν της καλά λίαν, εγηγερμένον της κλίνης και περιπατούντα εν τη αιθούση. Η χαρά της μητρός ήτο ανεκλάλητος, η ημέρα της αναρρώσεως επανηγυρίσθη λαμπρώς. Τότε πλέον η λύπη παρήλθε, τα πρόσωπα λίαν φαιδρά επανηγύριζον, οι συγγενείς γηθοσύνως επεσκέπτοντο αυτήν, ο θάνατος παρήλθε πλέον χάριτι της Πορταϊτίσσης. Διότι ελυπήθη η Πάναγνος μίαν μητέρα έχουσαν μόνον υιόν και μίαν θυγατέρα, άνευ συζύγου, αποθανόντος προ δεκαετίας. Ως φόρον ευγνωμοσύνης προς την Πορταϊτισσαν εδώρησε χρυσούν βραχιόλιον, δια μέσου του Ιερομονάχου Πολυκάρπου, της αυτής Μονής αδελφού, και τη εντολή αυτής, ιδίαις χερσίν ανήρτησε τούτο επί της αγίας Εικόνος. Εις τα μέρη της Μυτιλήνης εν τω χωρίω Ιέρα ήτο Ιερεύς τις ονόματι Μιχαήλ, κατά πολλά ευλαβής και ενάρετος, όστις είχε θυγατέρα τινά ονόματι Δέσποιναν, ηλικίας είκοσι ετών. Αύτη ασθενήσασα βαρέως περιήλθεν εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε απώλεσε τας αισθήσεις της και έκειτο πλέον παράλυτος. Ο ευλαβής πατήρ αυτής εις μάτην κατεδαπάνησε την περιουσίαν αυτού προσπαθών να θεραπεύση αυτήν με τους ιατρούς. Αποκαμών δε και εξαντληθείς οικονομικώς, λαβών δε και την διαβεβαίωσιν παρά των ιατρών, ότι η θυγάτηρ του δεν θεραπεύεται, ενατενίσας μετά δακρύων προς τον ουρανών, επεκαλείτο πλέον την θείαν βοήθειαν· προσκαλέσας δε και άλλους Ιερείς, εδέετο μετ’ αυτών προς τον Ύψιστον δια παρακλήσεων και Ευχελαίου. Ο Παντεπόπτης όμως Θεός παρέβλεψε τας ικεσίας αυτών, δι’ ευλόγους αιτίας. Πρώτον μεν, ίνα δοκιμάση την πίστιν του Ιερέως. Δεύτερον, ίνα διδάξη ημάς, όπως μη αποδίδωμεν την του Θεού δύναμιν εις τους ανθρώπους, και τρίτον, ίνα δείξη και εσχάτως τα υπερφυά Αυτού θαυμάσια, δια να μη έχωμεν λόγον, λέγοντες, ότι μόνον κατ’ εκείνον τον καιρόν εγίνοντο θαύματα. Όθεν εκ της παρακλήσεως εκείνης ουδέν εύρεν όφελος. Εν δε τω μέσω των στενωχωριών αυτού και των βασάνων, βλέπει εις τον τοίχον ανηρτημένην Εικόνα τινά της Πορταϊτίσσης, και είπεν καθ’ εαυτόν· «Ας κάμω και μίαν παράκλησιν εις ταύτην την Εικόνα της Πορταϊτίσσης των Ιβήρων, ίσως και εύρω εξ αυτής έλεος». Ποιήσας δε την παράκλησιν κατεκλίθη. Την επαύριον, ω του θαύματος! λίαν πρωί εγερθείσα η Δέσποινα κρούει την θύραν του πατρός της, και τούτου ανοίξαντος την θύραν , τι να ίδη; Την πρώην κατακειμένην εκ της παραλύσεως, νυν όλως υγιά και χαίρουσαν, και εναγκαλισάμενος αυτήν κατεφίλει εκ της χαράς του. Και προσκαλέσας άπαντας τους οικείους και συγχωριανούς του, και πολυτελή τράπεζαν ετοιμάσας εις τιμήν και δόξαν της Πορταϊτίσσης, εκήρυσσε τα υπερφυά μεγαλεία της των Ιβήρων Πορταϊτίσσης. Ιαθείσα δε η κόρη τελείως, ήρχισεν επιτελούσα και τα της οικίας καθήκοντα. Ως φόρον δε του θαύματος εδώρησαν εν φλωρίον εις την Πορταϊτισσαν και δέκα πέντε ελαιόδενδρα. Λέγεται δε ότι η Αγία αύτη Εικών ευρισκομένη παρά τας Πύλας της Μονής πολλάκις ημπόδισε του να εισέλθωσιν εν αυτή άνθρωποι έχοντες μολυσμούς ψυχικούς, τόσον ώστε τινές των λίαν αμαρτωλών, δοκιμάζοντες να εισέλθωσιν εν τη Μονή, έπεσαν νεκροί. Η θεωρία της Θεοτόκου εν τη Εικόνι ταύτη είναι αυστηρά και προξενεί εις τους Προσκυνητάς αυτής ακούσιον φόβον και τρόμον, και αυτό δε το μέγεθος και η ιχνογραφία του θείου αυτής προσώπου είναι μεγαλοπρεπής, ώστε η Μήτηρ της ευσπλαγχνίας και της παρακλήσεως παρίσταται ως Μήτηρ της δικαιοσύνης και του αδεκάστου Κριτού. Το ύφος του προσώπου Αυτής είναι παραστατικόν τόσον, ώστε άλλη τοιαύτη Εικών, ενεργούσα ούτως εις τον λογισμόν και φόβον εμποιούσα, δεν υπάρχει καθ’ όλον το Άγιον Όρος. Αύτη η αγία Εικών υπάρχει μελανόφαιος (ασπρόμαυρος, στακτόχρους) και σχεδόν ούτε ίχνος φαίνεται χρωματισμού. Υπό την σιαγόνα αυτής φαίνεται μέχρι της σήμερον το σημείον της αιματοβρύτου πληγής, την οποίαν έδωκεν εις αυτήν εις εκ των Αράβων πειρατών, Ραχάϊ ονομαζόμενος. Η πληγή αύτη της ιεροσύλου χειρός συνωδεύθη μετά παραδόξου ροής αίματος από την πληγήν, εις δε τον βάρβαρον τούτον εγένετο παρακίνησις εις την σωτήριον μετάνοιαν αυτού, καθότι κατανυχθείς την καρδίαν ούτος υπό του θαύματος, εδέχθη εν τη Μονή το άγιον Βάπτισμα, είτα και το Αγγελικόν Σχήμα λαβών, υπό το όνομα Δαμασκηνός, επολιτεύθη εν αγιωτάτη ζωή. Έλεγε δε ούτος εις τους Μοναχούς να μη τον αποκαλούν με το μοναχικόν του όνομα Δαμασκηνόν, αλλά Βάρβαρον και ούτως έμεινε γνωστός. Εις των επισήμων Προσκυνητών άμα και περιηγητών Ρώσων, ονόματι Βασίλειος, επονομαζόμενος Βάρσκιη, όστις δις επεσκέφθη το Άγιον Όρος, κατά το 1724 και κατά το 1744 έτος, λέγει τα εξής περί της θαυματουργού ταύτης Εικόνος: «Εν τούτω τω πλησίον των ενδοτέρων Πυλών της Μονής υπάρχοντι ωραίω Ναώ, επί του Εικονοστασίου (τεμπλέου) εν τη θέσει της Δεσποτικής Εικόνος της Θεοτόκου μεγαλοπρεπώς θεωμένη, ίσταται αγία τις και θαυματουργός Εικών επιλεγομένη υπό των αρχαίων Μοναχών Πορταϊτισσα. Σφόδρα φρικώδης, μεγάλους έχουσα οφθαλμούς, κρατούσα εν τη αριστερά χειρί τον Σωτήρα Χριστόν, μελανόφαιος κατά το πρόσωπον εκ των πολλών ετών, όμως εντελώς φανερώνουσα όλην την φυσικήν αυτής θέαν, κεκαλυμμένη όλη, εκτός του προσώπου, υπό αργυροκεχρυσωμένου ενδύματος. Εκτός δε τούτου είναι πεποικιλμένη δια πολυτίμων λίθων και χρυσών νομισμάτων, παρά διαφόρων Βασιλέων και Ηγεμόνων και αρχόντων αφιερωθέντων, ένεκα των πολλών αυτής θαυμασίων, μάλιστα και υπό Ρώσων βασιλέων και βασιλίδων, δουκών και δουκισσών. Χρυσά νομίσματα και άλλα δώρα είδον ιδίοις οφθαλμοίς εν αυτή κρεμάμενα. Έχει προς τούτοις η αγία Εικών εκείνη σημείον ή οπήν πληγής επί της σιαγόνος, την οποίαν παλαιόθεν έλαβεν από τινα πρώην υπάρχοντα άπιστον και ονομαζόμενον Βάρβαρον, όστις έπληξεν αυτήν δια μαχαίρας εκ της κακίας και του φθόνου αυτού. Είτα ιδών ότι έρρευσεν αίμα πολύ, το οποίον και μέχρι της σήμερον φαίνεται και γνωρίζεται, μετενόησε και επίστευσε και γενόμενος Μοναχός Ασκητής εσώθη, και νυν ονομάζεται Άγιος Βάρβαρος, και υπάρχει εζωγραφημένος εις τον Νάρθηκα μαύρος, ως ο Μωϋσής ο Αιθίοψ, αλλά ολίγον νεώτερος, φέρων και τα πρώτα αυτού εργαλεία, ήτοι μάχαιραν, βέλη και τόξον. Άνωθεν της αγίας ταύτης Εικόνος είναι σκέπη μετά επισκιαζούσης κεφαλής, ίνα εμποδίζη τον επιπίπτοντα κονιορτόν, και προς καλλωπισμόν και μεγαλοπρέπειαν. Είναι δε πεποικιλμένη δια ψηφίδων ποικιλοχρόων εξ οστράκων, και εν αυτή κρέμανται ενώπιον της θαυματουργού Εικόνος κανδήλαι μεγάλαι δεκατέσσαρες τον αριθμόν. Εξ αυτών άλλαι μεν είναι αργυραί, άλλαι δε αργυροκεχρυσωμέναι. Κάτωθεν δε της Εικόνος κρέμαται παραπέτασμα (ποδιά), εξαιρέτως κεκαλλωπισμένον δια διαφόρων πολυτίμων αφιερωμάτων ευλαβών Χριστιανών, ήτοι δια πολυτίμων εικονογραφιών και εγκολπίων αργυροκεχρυσωμένων. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και άλλα πολύτιμα αφιερώματα ευρίσκονται εν τω ρηθέντι Ναώ, εις δόξαν και τιμήν της Εικόνος εκείνης, και εις αιώνιον ανάμνησιν των αρρήτων αυτής θαυμάτων. Η επιστασία δε και η επιμέλεια του Ναού τούτου και η ευλαβής υπηρεσία και λειτουργία της αγίας ταύτης Εικόνος εκτελούνται υπό Ιερομονάχου εκλεγομένου υφ’ όλης της αδελφότητος, του ευλαβεστέρου και εναρετωτέρου, όστις και ονομάζεται Προσμονάριος, καθότι ουδέν άλλο πράττει ούτος, ειμή ευρίσκεται σχεδόν ημέραν και νύκτα εν τω Ναώ, περιποιούμενος αυτόν και τας ρηθείσας δέκα τέσσαρας κανδήλας, ίνα μη σβεσθή τις εξ αυτών ως και την ακοίμητον λαμπάδα, ήτις ευρίσκεται εστηριγμένη επί αργυρού μανουαλίου. Ωσαύτως ψάλλει ούτος και τας κανονικάς Ακολουθίας, και παράκλησιν καθ’ εκάστην, βοηθεί δε και τον εφημερεύοντα Ιερομόναχον, όστις ιερουργεί εκεί δις της εβδομάδος, εις δόξαν της Θεομήτορος. Εξήχθη δε η θαυματουργός και πανσέβαστος αύτη Εικών της Πορταϊτίσσης εκ της θαλάσσης κατά το έτος 1004 ημέραν Τρίτην της Διακαινησίμου, ακριβώς δε δια τον λόγον τούτον κατ’ έτος την Τρίτην του Πάσχα τελείται λαμπρά πανήγυρις υπό της Μονής, η δε θεία Λειτουργία γίνεται εις τον παραθαλάσσιον Ναόν, όπου ανέβλυσε το αγίασμα άμα τη εξόδω της Εικόνος φερομένης υπό του Οσίου Γαβριήλ. Η ακτινοβολία της Πορταϊτίσσης, ήτις έφερεν αρχικώς την προσωνυμίαν «Ελεούσα», ήτο ανέκαθεν μεγάλη εις όλα τα Ορθόδοξα Έθνη και εκ του σεβασμού των Χριστιανών προς Αυτήν η Μονή των Ιβήρων είχεν ανά τον Ορθόδοξον κόσμον 103 μεγάλα Μετόχια. Πάντες δε οι εν Αγίω Όρει Μοναχοί θεωρούν την σεπτήν ταύτην Εικόνα, εξ αποκαλύψεως και κατά παράδοσιν, ως εγγύησιν και ασφάλειαν δι’ όλον τον Άθω, εν όσω ευρίσκεται εν τη Μονή ταύτη. Εκ του λόγου τούτου, κατά τα μεγάλα γεγονότα του κόσμου (πολέμους, σεισμούς) σπεύδουν πανταχόθεν εκ του Όρους Μοναχοί, όπως διαπιστώσουν ότι η Πορταϊτισσα ευρίσκεται εν τη Μονή Ιβήρων και ούτω ουδείς φόβος υπάρχει δια τον Τόπον, ενώ εάν αναχωρήση Αύτη πρέπει να αναχωρήσουν και οι Αγιορείται. Την παράδοσιν ταύτην ψάλλων εις Κανόνα προς Αυτήν και ο περίδοξος Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει: Ήχος α΄ . Τύπος της Αγνής.                                                                                        

«Μένε μεθ’ ημών των δούλων σου, μένε αεί, ω Πορταϊτισσα ένδοξε, και μη χωρισθής, από της ποίμνης Σου πώποτε, τα ημών παραβλέπουσα πταίσματα. Σε γαρ φως και προστάτην, ζωής και πνοήν επιγραφόμεθα».                                                           

Τρις δε του έτους, κατά τας μεγάλας εορτάς, μεταφέρεται η πάνσεπτος αύτη Εικών μετά μεγάλης ευλαβείας και πομπής εις τον κυρίως Ναόν (Καθολικόν), οπότε τίθεται επ’ Αυτής ιδιαίτερον αργυρεπίχρυσον επένδυμα μεγίστης καλλιτεχνικής αξίας, αφιέρωμα των Ελλήνων της Μόσχας. Καταστολίζεται δε επί πλέον αύτη με πλήθος βαρυτίμων και αρχαιοτάτων κοσμημάτων, ως αληθής Βασίλισσα του ουρανού και της γης. Είναι οπτασία, είναι όραμα να βλέπη τις την Παναγίαν Πορταϊτισσαν, αφ’ ενός μεν εις τόσον μεγαλοπρεπή στολισμόν και αφ’ ετέρου ως να λέγη μετ’ απορίας προς τον εν ταις αγκάλαις Υιόν Αυτής τους λόγους του Βασιλείου Σελευκείας: «Ποίον όνομα να σου δώσω Παιδίον μου; Ανθρώπου; Αλλά Συ συνελήφθης ως Θεός. Θεού; Αλλά Συ ανθρωπίνην έλαβες σάρκωσιν. Τι λοιπόν να πράξω δια Σε; Να Σε γαλακτοτροφήσω ή να σε θεολογήσω; Ως μήτηρ να Σε υπηρετήσω ή ως δούλη να Σε προσκυνήσω; Ως Υιόν μου να Σε εναγκαλισθώ, ή ως προς Θεόν μου να προσευχηθώ; Να Σου δώσω γάλα, ή να Σου προσφέρω θυμίαμα; Τι το άρρητον και μέγιστον τούτο θαύμα, Υιέ μου;». Tο άρρητον τούτο θαύμα μόνον οι Χαιρετισμοί της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου το εξηγούν και το υμνολογούν, όσον το δυνατόν επαξίως και όσον δύναται ανθρωπίνη γλώσσα. Δια τούτο η Μήτηρ του Κυρίου εμφανισθείσα πολλάκις εις πολλούς Αγίους είπε: «Επειδή μου αρέσουν υπερβαλλόντως οι ωραίοι ύμνοι των 24 Οίκων, θα αγαπώ, θα προστατεύω, θα σκέπω και θα φυλάττω από παν κακόν πάντα Χριστιανόν, όστις θα με χαιρετίζη άπαξ της ημέρας με τους ύμνους τούτους και θα ζη κατά τον νόμον του Θεού». Ευτυχής λοιπόν είναι ο Χριστιανός εκείνος, όστις ενώπιον πάσης Εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου απαγγέλλει τους χαιρετισμούς τούτους, με αγάπην και ευλάβειαν, καθ’ εκάστην ημέραν. Ο τοιούτος και εν τη παρούση προσκαίρω ζωή και εν τη μελλούση αιωνία θέλει τελεί υπό την προστασίαν της Υπεραγίας Δεσποίνης Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και θέλει κληρονομήσει τα αιώνια αγαθά α προ καταβολής κόσμου ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν. Αμήν. Γένοιτο. Ταις της Παναχράντου Σου Μητρός πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: