ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝ (Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου)

Όταν βάλω κατά νουν του κόσμου τούτου τα πράγματα και φέρω τον λογισμόν μου εις τα καλά του, τον πλούτον, λέγω, την δόξαν την πρόσκαιρον και την φθαρτήν φαντασίαν, ως και τον χρόνον πως γυρίζει και τρέχει ως σκιά και ενθυμηθώ το τέλος, της συντελείας την ημέραν και τον φοβερόν και ακολάκευτον Κριτήν, όστις γεμίζει ημάς φόβου και τρόμου· πως τότε αστράπτει ο Κριτής εξ ουρανού καταβαίνων, πως τότε ταρασσόμεναι αι Δυνάμεις προστρέχουσι, πως ο φοβερός ετοιμάζεται θρόνος, πως μετά ταύτα ο ουρανός τυλίσσεται ως χαρτίον, πως θέλουν κατακαή τα στοιχεία και θέλουν λυθή εις το μη ον, πως θέλει κλονισθή η γη τρέμουσα· διότι έρχεται ο φοβερός Κριτής· πως θέλουν παίζει τας σάλπιγγας και θέλουν ανοιχθή με τον ήχον της θείας σάλπιγγος τα μνημεία, πως θέλουν τρέξει πάλιν αι ψυχαί εις τα ιδικά των σώματα, δια να αναστηθή των τόσων χρόνων το χώμα ως να εκοιμώντο οι νεκροί, πως θέλουν τρέξει οι Δίκαιοι εις απάντησιν του Νυμφίου, πως θέλουν αξιωθή οι Δίκαιοι της απαντήσεως του Νυμφίου, πως θέλουν αξιωθή οι έτοιμοι του νυμφώνος και θέλει αποκλεισθή προς τους οκνηρούς ο Νυμφίος.

Όταν βάλω όλα αυτά εις τον νουν μου, μακαρίζω εκείνας τας φρονίμους Παρθένους, περί των οποίων λέγει προς ημάς σήμερον το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον του Ευαγγελιστού Ματθαίου, διότι κατεπολέμησαν το πάθος του ύπνου, διότι έβαλαν εις τον νουν των την ζωήν την απέραντον, διότι εφύλαξαν την ώραν της παρουσίας, διότι ενεθυμήθησαν τον φόβον του Νυμφίου, όστις μέλλει να έλθη, διότι κατεφρόνουν το νυκτερινόν σκότος και εφρόντιζαν ακριβώς δια το φέγγος των λύχνων. Ας ερμηνεύσωμεν όμως την περί των Δέκα Παρθένων περικοπήν του θείου και ιερού Ευαγγελίου, το οποίον μας παραθέτει σήμερον ο μακάριος Ματθαίος ο Ευαγγελιστής, εκ στόματος του Κυρίου λέγων: «Τότε ομοιωθήσεται η Βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών εξήλθον εις απάντησιν του Νυμφίου. Πέντε δε ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι και αι πέντε μωραί· αίτινες μωραί λαβούσαι τας λαμπάδας εαυτών ουκ έλαβον μεθ’ εαυτών έλαιον» (Ματθ. κε: 1 – 3). Θέλων ο Κύριος να δείξη αφ’ ενός μεν ότι η παρθενία είναι μέγα πράγμα, αλλ’ έχει και μέγαν κόπον, αφ’ ετέρου δε να δείξη και της ελεημοσύνης το μεγαλείον και ότι αύτη δεν κατορθούται άνευ κόπου, έφερεν εις το μέσον την παραβολήν ταύτην, λέγων ότι η Βασιλεία των ουρανών παρομοιάζει με δέκα Παρθένους, ήτοι παρωμοίασε ταύτην με την αρετήν της παρθενίας, ήτις είναι η μεγαλυτέρα αρετή. Διότι όλαι αι αρεταί καλαί είναι· αλλ’ είναι και μικραί, είναι και μεγάλαι. Δεν είναι δε μεγαλυτέρα άλλη από την παρθενίαν ουδέ δυσκολωτέρα, διότι έχει πόλεμον μέγαν και παλαίει με την φύσιν ο άνθρωπος και ποτέ δεν σχολάζει, αλλ’ έχει πάντοτε μάχην, ειρήνην δε ποτέ δεν έχει. Θέλετε δε να μάθητε πόσον πέλαγος είναι η παρθενία; Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον και ώρισε να κρατώμεν όλας τας άλλας αρετάς, δια την παρθενίαν όμως δεν είπε να την κρατώμεν υποχρεωτικώς· αλλ’ εάν τις θελήση, ή ανήρ ή γυνή, να κατορθώση την παρθενίαν με το θέλημά του δια την αγάπην του Χριστού, θέλει τον στεφανώσει με τους Μάρτυρας. Υπάρχουν δε τινές, τους οποίους ευνούχισαν οι άνθρωποι· καλόν είναι και αυτό, παρθενία είναι, όμως αυτό δεν αξίζει τίποτε, διότι το κάμνει χωρίς να θέλη· ευρίσκονται δε πάλιν άνθρωποι, των οποίων δεν κινείται η φύσις· και αυτό παρθενία είναι, όμως και αυτό δεν αξίζει τίποτε, διότι είναι αδόκιμον. Δια τούτο καλούς λέγει ο Κύριος τους κατά προαίρεσιν καλούς. Ποίους; Εκείνους οίτινες ευνουχίσθησαν με το θέλημά των δια την Βασιλείαν των ουρανών, ουχί εκείνους, οίτινες έκοψαν την σάρκα με μάχαιραν, αλλ’ εκείνους, οίτινες κατεπολέμησαν την όρεξιν και την επιθυμίαν. Λέγει δε ο μακάριος Παύλος ο Απόστολος· όλας τας αρετάς έχω εξουσίαν από τον Κύριον να διδάσκω, περί δε της παρθενίας εξουσίαν δεν έχω από τον Κύριον να διδάσκω. Εάν όμως θέλη τις με την καλήν του προαίρεσιν, ή ανήρ ή γυνή, να αγαπήση την παρθενίαν, θέλει στεφανωθή και λάβει τιμήν εις εκείνον τον κόσμον, τον αθάνατον. Όμως καλή μεν και μεγάλη αρετή είναι η παρθενία, αλλ’ άνευ της ελεημοσύνης τίποτε δεν ωφέλησεν η παρθενία. Αι φρόνιμοι Παρθένοι είχον την παρθενίαν, αλλ’ είχον και την ελεημοσύνην ως δύο πτερά, αι δε άφρονες είχον την παρθενίαν, την μεγάλην αρετήν, τον μέγα κόπον κατώρθωσαν, αλλά τον μικρόν κόπον, δηλαδή την ελεημοσύνην, δεν την έκαμαν. Δια τούτο λοιπόν τας Παρθένους εκείνας, αι οποίαι δεν είχον την ελεημοσύνην, τας επωνόμασεν ο Κύριος μωράς και άφρονας. Τούτο δε το κακόν κάμνουσι και την σήμερον άνθρωποι τινες, άνδρες ή γυναίκες, οίτινες κατορθώνουν αρετάς μεγάλας, όμως καταφρονούν τας μικράς. Αλλ’ άκουσον του Προφήτου τι λέγει: «Ο δίκαιος (κάθε δίκαιος, εφ’ όσον είναι δίκαιος) αμαρτίαν ουκ εποίησεν (ήτοι ουδέ μικράν ουδέ μεγάλην), ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α΄ Πέτρου β: 22, Ψαλμ. λα: 2, Ησ. νγ: 9). Επειδή δε το ρητόν τούτο ελέχθη δια τον Χριστόν, επί του οποίου και επραγματοποιήθη, δια τούτο ας μιμηθώμεν και ημείς τον Χριστόν, κατά την παραγγελίαν του ειπόντος· «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορ. ια: 1). Μη καταφρονούμεν λοιπόν και την μικράν αγαθοεργίαν, ίνα και ως ο προφητικός δίκαιος χρηματίσωμεν και ευαγγελικός μιμητής του Χριστού κατασταθώμεν. Διατί τούτο λέγω; Διότι δεν μας ωφελεί να κάμνωμεν νηστείας και αγρυπνίας, παρθενίας και προσευχάς και άλλας μεγάλας αρετάς, να πικραίνωμεν δε και να βαρύνωμεν τας καρδίας των ανθρώπων, να έχωμεν έχθραν κατά του ομοπίστου μας, να είμεθα πλεονέκται και άρπαγες και να κρατώμεν τον κόπον των πτωχών. Όσα καλά και αν κάμνη ο άνθρωπος, εάν έχη έχθραν ή αν κρατή τον κόπον του πτωχού, όλα τα έχασε, διότι λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ, ότι ο πτωχός ανεστέναξε και ο αναστεναγμός του έφθασε εις τα ώτα του Κυρίου )Ψαλμ. λγ: 7). Προς τούτοις ας είναι γνωστόν, ότι η ελεημοσύνη εκ μέρους του πλουσίου και ευπόρου είναι ακοπίαστος, ως το γνωρίζομεν, η δε στέρησις του πτωχού και απόρου, όστις λαμβάνει τα χρειώδη του, είναι λίαν επίμοχθον και ανυπόφορον πράγμα. Όθεν είναι πολύ αναγκαία εις αυτόν η ελεημοσύνη. Αλλ’ ας έλθωμεν εις τον λόγον του Ευαγγελίου, οπόθεν τον αφήκαμεν. «Αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών· χρονίζοντος δε του Νυμφίου, ενύσταξαν πάσαι και εκάθευδον» (Ματθ. κε: 4 – 5). Ενεθυμήθησαν αι φρόνιμοι τον λόγον του Κυρίου, όστις λέγει, καλλίτερον θέλω ελεημοσύνην παρά θυσίαν. Λέγει δε τούτο δια την θυσίαν, την οποίαν έκαμνον οι Ισραηλίται, οίτινες έκαιον τα κρέατα και όχι δια την αναίμακτον θυσίαν, κατά την οποίαν θυσιάζεται ο Κύριος. Διότι και αυτή η θυσία ελεημοσύνη λέγεται, σημαίνουσα, ότι ο Χριστός παρέδωκε το Σώμα Του εις θάνατον και ηλευθέρωσεν ημάς από τας χείρας του Διαβόλου. Αυτό και αι φρόνιμοι Παρθένοι ενεθυμήθησαν και εγέμισαν τα αγγεία των έλαιον. Ποία αγγεία; Τας κοιλίας των πτωχών, την ένδυσιν των γυμνών, την παραμυθίαν των ορφανών. Ενεθυμήθησαν, ότι «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι» (Ιακ. β: 26). Διότι ο αετός με εν πτερόν δεν δύναται να πετάξη εις ύψος· δια τούτο έκαμαν μεσίτας προς τον Κύριον τους πτωχούς. Οι πεινώντες ετρέφοντο και αι λαμπάδες των λύχνων ήσαν πολύ αναμμέναι. Οι πτωχοί ηυχαρίστουν και ο Νυμφίος ήρχετο. Η ελεημοσύνη εσπείρετο και ο Νυμφίος, τον οποίον ανέμενον, ηυτρεπίζετο. Αι μωραί όμως ίσταντο, κρατούσαι τας λαμπάδας των λύχνων άνευ ελαίου, εφαίνοντο δε από τον Νυμφίον από μακρόθεν. Πως; Διότι εν και μόνον είχον το κατόρθωμα· ήτοι την μεν παρθενίαν είχον, την δε ελεημοσύνην και φιλανθρωπίαν δεν είχον· την μεν τιμήν του σώματος είχον, την δε φιλοξενίαν απεστράφησαν. Ποίον δε ήτο το τέλος; Χρονίζοντος, λέγει, του Νυμφίου, ενύσταξαν αι Παρθένοι και εκοιμώντο, ήτοι ήργησε να έλθη ο Νυμφίος και αυταί νυστάζουσαι εκοιμήθησαν, δηλαδή απέθανον. «Μέσης δε νυκτός κραυγή γέγονεν· ιδού ο Νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού». Έφθασεν η ώρα του Νυμφίου, του Δικαίου Κριτού, ήλθεν ο καιρός, ήχησαν αι σάλπιγγες, κροτούν οι κτύποι, τρέμουν τα στοιχεία και ο αήρ, τρέμει ο ουρανός και τυλίσσεται ως χαρτίον· το στερέωμα και οι αστέρες λύονται, ταράττονται αι ασώματοι Δυνάμεις, προτρέχουσιν οι Άγγελοι, τρέμει ο κόσμος και σείεται από τας βροντάς και αστραπάς. Μέγας ο θόρυβος και απερίγραπτος ο φόβος, ο οποίος καταλαμβάνει τον κόσμον ολόκληρον. Πέραν δε τούτων ο Δίκαιος Κριτής δεν έρχεται προς εκείνους, οίτινες έζησαν πρότερον κατά διαφόρους καιρούς εν ημέρα, αλλ’ εν τω μέσω της νυκτός, εν μέσω δηλαδή του θανάτου αυτών. Και λοιπόν ήλθε τότε η ώρα της των νεκρών αναστάσεως. Σαλπίζουσιν λοιπόν τότε με τας σάλπιγγας αυτών οι Άγιοι Άγγελοι και λέγουσιν· «Ακούετε, ιδού έρχεται ο Νυμφίος, ελάτε εις την απάντησιν Αυτού». «Τότε ηγέρθησαν πάσαι αι Παρθένοι εκείναι και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών». Τότε εγείρονται από τον τόπον αυτών πάσαι αι Παρθένοι και στολίζουν τας λαμπάδας των· τότε δηλαδή αι δέκα Παρθένοι, ως να εκοιμώντο, εξύπνησαν από τους τάφους των και εστόλισαν τας ιδικάς των λαμπάδας των λύχνων. Και των μεν φρονίμων οι λύχνοι ήσαν καλώς ανημμένοι, διότι είχον την ελεημοσύνην· των μωρών όμως έμενον εσβεσμένοι. Ω της ζημίας! Η ανάγκη περιεκύκλωσε τα γύναια. Και τι γίνεται λοιπόν; «Αι δε μωραί ταις φρονίμοις είπον· δότε ημίν εκ του ελαίου υμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται. Απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε ουκ αρκέσει ημίν και υμίν· πορεύεσθε δε μάλλον προς τους πωλούντας, και αγοράσατε εαυταίς». Εζήτησαν τότε αι μωραί από τας φρονίμους έλαιον, αι δε απεκρίθησαν· «Πως να σας δώσωμεν από το ιδικόν μας έλαιον; Πολύ φοβούμεθα ότι δεν θέλει φθάσει και δι’ ημάς και δια σας· υπάγετε δε καλλίτερον εις εκείνους, οίτινες το πωλούν και αγοράσατε. Δηλαδή, έπρεπε, ω ράθυμοι, να αγοράσητε, όταν επώλουν οι πωληταί και παρεκάλουν· τότε έπρεπε να βάλητε κατά νουν την ώραν ταύτην. Τώρα ματαίως παρακαλείτε τους Δικαίους· διελύθη η πανήγυρις της ζωής της εγκοσμίου· παρήλθε το θέατρον του κόσμου δεν υπάρχει πλέον κανείς να αγοράζη ή να πωλή. Έπρεπε πριν διαλυθή η πανήγυρις να αγοράσητε, ενθυμούμεναι, ότι οι λύχνοι χωρίς έλαιον δεν ανάπτονται, ουδέ λάμπουν, με ξένα έργα κανείς δεν στολίζεται έκαστος εκείνο, το οποίον σπέρνει, εκείνο θερίζει. Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια· «εν δε τω Άδη τις εξομολογήσεταί σοι»; Καθώς λέγει ο Προφητάναξ Δαβίδ (Ψαλμ. στ: 6). Κατά το παράδειγμα λοιπόν των φρονίμων Παρθένων αγοράσατε οι ράθυμοι το έλαιον και μάλιστα τώρα γρήγορα, τώρα όπου έχετε τον καιρόν. Προτού να έλθη ο Νυμφίος, υπάγετε εις αυτό το έργον, πριν αυτός έλθη και αι θύραι κλεισθούν. Θέλετε ίσως ερωτήσει τους Δικαίους· «και ποίοι είναι εκείνοι, οίτινες πωλούν το έλαιον»; Διότι πως δύνασθε βεβαίως να τους γνωρίζετε; Πως θέλετε, λέγω, γνωρίζει πράγμα, το οποίον δεν εξετελέσατε καμμίαν φοράν, τουτέστι την ελεημοσύνην; Δια τούτο θέλετε ακούσει απ’ αυτούς· «Ιδού, εκείνοι ήσαν οι πωλούντες το έλαιον, αυτοί οι πτωχοί, οίτινες εκάθηντο εις τας θύρας των Εκκλησιών, οι πτωχοί, οίτινες οπουδήποτε εζητούσαν έλεος δια το όνομα του Χριστού, οι ασθενείς από νόσημα, οι αδύνατοι από δυστυχίαν, αι χήραι, τα ορφανά. Αυταί ήσαν αι λογικαί χελιδόνες, αίτινες έφερον εις τους ανθρώπους την σωτηρίαν, αυτοί είναι οι καλοί μεσίται των ελεημόνων». Αλλ’ ω τι άφρονες είσθε! Εάν τώρα φροντίζετε να εύρητε το έλαιον, απατάσθε! Διότι δεν υπάρχει πλέον ούτε πτωχός, ούτε πλούσιος. Παρήλθεν η πανήγυρις του κόσμου. Ούτω ομοιάζει και η αγία Τεσσαρακοστή· αν παρήλθε, δεν υπάρχει πλέον καιρός εξαγορεύσεως· δεν υπάρχει καιρός δια να εκτελέση τις κανόνα. Και δια να εξομολογηθώμεν ακόμη αναμένομεν να έλθη ο καιρός της Μεγάλης Εβδομάδος, κατά τον οποίον όμως δεν έχομεν καιρόν να εκτελέσωμεν κανόνα του Πνευματικού. Το παθαίνομεν δηλαδή, καθώς το έπαθον και εκείναι αι μωραί Παρθένοι, αίτινες ανέμενον μετά τον θάνατον να αγοράσουν το έλαιον δια τους λύχνους, ήτοι να κάμουν την ελεημοσύνην, τότε ότε δεν ήτο πλέον καιρός. Τώρα είναι ο καιρός, έως ότου ζώμεν, να φροντίσωμεν δια την ψυχήν, εκεί δε θα φανερωθούν εκείνοι, οίτινες έκαμαν τα καλά έργα. Τώρα είναι ο καιρός δια να αξιωθώμεν εκεί της υποδοχής από μέρους του Νυμφίου. Ας αγωνιζώμεθα λοιπόν εδώ ως αι φρόνιμοι Παρθένοι, δια να μη καταδικασθώμεν ως αι μωραί. «Απερχομένων δε αυτών αγοράσαι ήλθεν ο Νυμφίος και αι έτοιμοι εισήλθον μετ’ αυτού εις τους γάμους, και εκλείσθη η θύρα». Ω της επιβλαβούς ραθυμίας! Ω της απαρηγορήτου ζημίας! Ω αθεράπευτον κακόν! Ω θλίψις κατά πολύ λυπηρά! Εξήλθον δια να υπάγουν να εύρουν τους πτωχούς, δια να δώσουν ελεημοσύνην, δια να λάμψουν οι λύχνοι των, αλλά δεν εύρον πλέον αυτούς. Που βασιλεύς τότε, που στρατιώτης, που πλούσιος και που πένης; Όλοι τότε είναι εν. Κατά την ώραν όμως κατά την οποίαν αι μωραί παρθένοι περιεπλανώντο προς ανεύρεσιν των πτωχών, ήλθεν εν τω μεταξύ η προσδοκωμένη χαρά, ήλθε των Δικαίων το καύχημα. Εν καιρώ μεσονυκτίου ήλθε το φως, ο Νυμφίος. Τότε αι φρόνιμοι προϋπήντησαν τον Νυμφίον και ήλθον μετ’ αυτού εις τους γάμους· τότε εκλείσθη η θύρα του νυμφικού οίκου. «Ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί Παρθένοι λέγουσαι· Κύριε, Κύριε, άνοιξον ημίν». Φρίττω αναλογιζόμενος το έτερον τούτο κακόν και την ζημίαν, την οποίαν έπαθον αι μωραί. Τρέμω, όταν ενθυμηθώ το δυστύχημα, το οποίον συνέβη εις αυτάς. Επεθύμουν αι άφρονες να προϋπαντήσουν και αυταί τον Νυμφίον, διότι δι’ αυτόν ηρνήθησαν τα καλά του κόσμου και την δόξαν και απεδέχθησαν την θλίψιν, την στενοχωρίαν, την παρθενίαν. Επειδή όμως δεν είχον ελεημοσύνην, εύρον κεκλεισμένην την ουράνιον Βασιλείαν. Κτυπώσαι δε την θύραν έλεγον· «Κύριε, Κύριε, άνοιξον ημίν». «Ο δε αποκριθείς είπεν· Αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς». Απεκρίθη δηλαδή προς αυτάς ο Κριτής· «Αληθώς σας λέγω, δεν σας είδον ποτέ· δεν σας γνωρίζω». Ω της αποφάσεως! Δεν απέστειλεν ο Κύριος Άγγελον τινά να μεταβιβάση την απόφασίν του ταύτην, αλλ’ ο ίδιος έδωσε την απόφασιν, ίνα την μεν φωνήν Του ακούσωσι, το δε πρόσωπόν Του μη ίδωσι, ώστε να έχωσι μεγαλυτέραν την βάσανον. Εύλογον θα ήτο τότε να αποκριθούν· «Δεν μας γνωρίζεις, ω Δέσποτα; Ημείς δια Σε, αφότου εγεννήθημεν, ηκολουθήσαμεν την παρθενίαν, εφυλάξαμεν άφθαρτον το σώμα, το οποίον έπλασες. Δια την αγάπην Σου δεν εδώκαμεν τα μέλη μας εις του κόσμου τα πάθη. Ημείς ηλπίζαμεν να μας χαρίσης δόξαν και στέφανον και τώρα έκλεισες τας θύρας και λέγεις, ότι δεν μας γνωρίζεις»; Εύλογον δε και πάλιν είναι να είπη προς αυτάς ο Κύριος· «Ναι, δεν σας γνωρίζω. Διατί; Διότι επείνασα και δεν μου εδώκατε να φάγω, εδίψησα και δεν με εποτίσατε, ξένος ήμην και δεν με εφιλοξενήσατε, γυμνός ήμην και δεν με ενεδύσατε, ησθένησα και δεν με επεριποιήθητε, εις φυλακήν ήμην και δεν με επεσκέφθητε δια να εξετάσητε την ανάγκην μου. Δια των Γραφών σας παρήγγειλα, ότι οιανδήποτε ευεργεσίαν και αν προσφέρετε και προς τον πλέον ελάχιστον άνθρωπον, εις ένα πτωχόν, εις εμέ ηθέλατε κάμει την ευεργεσίαν αυτήν». Και λοιπόν ευλόγως πάλιν ήθελον απολογηθή εκείναι, λέγουσαι· «Λοιπόν, Κύριε, ακερδώς υπεφέραμεν τον κόπον της σαρκός, την οποίαν ενεκρώσαμεν ζώσαν και την ταλαιπωρίαν τόσων νηστειών και αγρυπνιών; Τον ουράνιον Νυμφίον εποθούσαμεν να ίδωμεν και εφυλάξαμεν την παρθενίαν μας έως τέλους· και λοιπόν ματαίως εκοπιάζαμεν»; Τότε και πάλιν ευλόγως ήθελεν είπει ο Κύριος προς αυτάς· «Αλλά και αν είσθε Παρθένοι, όμως νυμφικά ενδύματα δεν φορείτε, δεν έχετε ένδυμα γάμου ουδέ προίκα έχετε. Διότι καθαρόν μεν είναι το σώμα σας, αλλ’ η γνώμη σας είναι ανελεής, και κάμνει το πρόσωπόν σας να φαίνεται ενώπιον της θείας Δίκης ως πρόσωπον θηρίου. Παρθένοι είσθε, αλλ’ ως ανελεήμονες επληγώσατε θανασίμως το χαριέστατον κάλλος της παρθενίας σας (δεν είναι εκ φύσεως η φιλανθρωπία της ελεημοσύνης εις τον άνθρωπον, επειδή των ευτυχούντων πάντες άνθρωποι φίλοι, των δε δυστυχούντων ουδ’ αυτός ο γεννήτωρ. Αλλά είναι εκ προαιρέσεως δια την φιλοθεΐαν). Δεν με ηγαπούσατε, φύγετε απ’ εμού, μη ενοχλείτε τας θύρας ανωφελώς. Δεν εισάγω σκάνδαλον μέσα εις τον ειρηνικόν και φιλάδελφον οίκον μου. Δεν ημπορώ να θελήσω εντός αυτού νύμφην, πρόξενον μάχης. Η Βασιλεία μου είναι δια τους ελεήμονας, αυτοί είναι εύκολον να εισέρχωνται, διότι αυτοί εμιμήθησαν την ευσπλαγχνίαν μου και όχι εκείνοι, οίτινες κλείουν τα ώτα των προς τους ζητούντας πτωχούς. Εκείνοι, οίτινες επιμελούνται τους αρρώστους και αδυνάτους και δακρύουν εις ξένας συμφοράς και δίδουν εις τους πεινασμένους και ενδύουν τους γυμνούς και εισακούουν τας φωνάς των αδικουμένων και δανείζουν τους αδυνάτους κατά το ψαλτήριον το λέγον, ότι ο δίκαιος «όλην την ημέραν ελεεί και δανείζει» Ψαλμ. λστ: 26), αυτοί είναι εύκολον να εισέρχωνται εις την Βασιλείαν μου, διότι δέχονται τους ξένους εις τας οικίας των και ελαφρύνουν της ορφανίας το βάρος· διότι αυτοί είναι οι κληρονομούντες την Βασιλείαν των ουρανών. Και λοιπόν αι Παρθένοι, με το να μη είχαν την φιλοπτωχίαν, εδιώχθησαν από τον φοβερόν Κριτήν, ημείς οι αμαρτωλοί ποίαν ελπίδα έχομεν, οίτινες ούτε παρθενίαν έχομεν, ούτε ελεημοσύνην; Ας φροντίσωμεν το λοιπόν, εν όσω έχομεν ακόμη καιρόν, πριν κλεισθή η θύρα του θείου ελέους. Ας ίδωμεν του κόσμου τούτου τα καλά, πως απομένουν εδώ και είναι η ζωή μας ως να έβλεπε τις όνειρον. Ας αγοράσωμεν τώρα έλαιον, όπου υπάρχουν οι πωλούντες. Μη αναμείνωμεν να διαλυθή η πανήγυρις και έλθωμεν εις κατάστασιν να ζητώμεν, ως αι μωραί Παρθένοι. Ας θεραπεύσωμεν τον Κριτήν τώρα, δια να μη ευρεθώμεν γυμνοί και άμορφοι τότε, εις το πάνδημον Κριτήριον. Διότι λέγει ο Κύριος εις το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον· «Όταν ποιήσης τράπεζαν ή δείπνον, μη καλής τους φίλους σου, ούτε τους αδελφούς σου και τους συγγενείς σου, ούτε γείτονας πλουσίους, μήπως και αυτοί θέλουν σε αντικαλέσει και θέλεις λάβει την χάριν οπίσω. Αλλ’ όταν παραθέτης τράπεζαν, κάλεσον τους πτωχούς, τους αδυνάτους, τους τυφλούς και τους παραλύτους και τότε θέλεις είσαι ευτυχής» (Λουκ. ιδ: 12 – 14). Ο πτωχός λαμβάνει και ο Θεός υπογράφει συγχώρησιν Το Περιβόλι της Παναγίας

αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας !!! αγράφως ο πτωχός λαμβάνει, ο δε Θεός σού προσφέρει το χειρόγραφον, δια να λάβης την ανταπόδοσιν εις την Δευτέραν Παρουσίαν. Ακόμη και ο σοφός Σολομών λέγει· «Δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν» (Παρ. ιθ: 17). Και αλλαχού είναι γεγραμμένον· «Ο βαλών εν τη χειρί του πένητος, ευρίσκει εν τη παλάμη του Κυρίου». Με γνωρίζεις, λέγει ο Κύριος, ότι μέλλω να είμαι ο Κριτής του σύμπαντος και η χειρ σου, ήτις έδωσε χρήματα ελεημοσύνης εις τον πτωχόν, θέλει συναπαντήσει την χείρα Μου, και όταν επήγες να ίδης τους φυλακισμένους προς βοήθειάν των, εγώ σε ενεθάρρυνα αοράτως, ότι θέλεις με εύρει χρεώστην, έτοιμον πάντοτε. Αν υπάγης να επιμεληθής άρρωστον, από την κλίνην του δεν λείπω και θέλω σε γνωρίζει. Εις όλας δε τας ανάγκας σου θα ευρίσκωμαι πλησίον σου. Αν βάλης ξένον εις τον οίκον σου, εμέ έβαλες. Ακόμη και εις την παρούσαν ζωήν σου δίδω χαρίσματα δι’ αυτό· αυξάνω το κέρδος σου, φυλάττω από παν κακόν τον οίκον σου και σου ετοιμάζω ανάπαυσιν εις τον ουρανόν». Ούτω μας παραγγέλλει ο Κύριος, αδελφοί. Δεν μας λέγει δε εις εκείνο, το οποίον είπαμεν ανωτέρω, να μη προσκαλούμεν εις την φιλοξενίαν τους ιδικούς και αδελφούς μας αδιακρίτως, αλλά να μη τους καλούμεν, αν είναι πλούσιοι, δια να μη μας αντικαλέσουν· αν όμως είναι και αυτοί πτωχοί, έχεις περισσότερον τον μισθόν παρά εις τους ξένους φιλοφρονούμενος. Εάν δε δώσης την ελεημοσύνην σου εις ξένους και ο ιδικός σου υστερείται και αναστενάζει, έχεις μεν τον ένα μισθόν, αλλά τον άλλον τον έχασες. Εις την ημέραν της Κρίσεως ξ ελεημοσύνη καυχάται· «κατακαυχάται έλεος κρίσεως» (Ιακ. β: 13)· ίστανται οι πτωχοί ως μεσίται και προς χάριν μας φωνάζουν, δεικνύουν τα ενδύματα, τα φαγητά αι τας ελεημοσύνας και αρπάζουν τους ελεήμονας από το πυρ. Διότι, όπως ο ήλιος εις τον καιρόν του μεγάλου καύσωνος, όταν εύρη ή κηρίον ή λίπος ή άλλο τι παχύ πράγμα, το αναλύει, τοιουτοτρόπως και η ελεημοσύνη, όταν πέση εις πτωχά ή άθλια πρόσωπα, πολλάς αμαρτίας λύει και αφανίζει. Βλέπετε λοιπόν της ελεημοσύνης την δύναμιν; Από τούτο φαίνεται, ότι είναι μεγαλυτέρα η ελεημοσύνη από την παρθενίαν, ως το μαρτυρεί ο Κύριος· διότι, όταν έλθη να κρίνη τον κόσμον, δεν θέλει ζητήσει την παρθενίαν, αλλά την ελεημοσύνην. Επειδή λοιπόν ηκούσαμεν, ότι μακαρίζει ο Κύριος τους ελεήμονας, ας κάμωμεν την παραγγελίαν Του κατά την ημετέραν δύναμιν, ίνα τύχωμεν και ημείς της θείας Αυτού δωρεάς ως αι πέντε φρόνιμοι Παρθένοι, αίτινες εκληρονόμησαν την Βασιλείαν Του. Γένοιτο δε πάντας ημάς σωτηρίας επιτυχείν τη του παναγάθου Θεού Χάριτι και φιλανθρωπία, Ω πρέπει δόξα και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αλλ’ ω Νυμφίε Χριστέ, μετά των φρονίμων ημάς συναρίθμησον Παρθένων και τη εκλεκτή Σου σύνταξον Ποίμνη, και ελέησον ημάς. Αμήν.                                                                                                         

Δεν υπάρχουν σχόλια: