ΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Τη αγία και Μεγάλη Παρασκευή, τα Άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν· τους εμπτισμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην και προ πάντων τον Σταυρόν και τον θάνατον, α δι’ ημάς εκών κατεδέξατο· έτι δε και την του ευγνώμονος ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω Σταυρώ ομολογίαν.                                                                                                                          

Αφού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αντί τριάκοντα αργυρίων πωληθείς, παρεδόθη υπό του φίλου και μαθητού, πρώτον άγεται προς Άνναν τον αρχιερέα. Αυτός δε πάλιν στέλλει τον Κύριον προς τον Καϊάφαν, όπου ενεπτύσθη και κολαφιζόμενος εις το πρόσωπον και εμπαιζόμενος ομού και γελώμενος ήκουσε να λέγουν προς αυτόν:

«Προφήτευσον ημίν, Χριστέ, τις εστιν ο παίσας σε»; (Ματθ. κστ: 68). Εκεί και ψευδομάρτυρες ήλθον κατηγορούντες, ότι δήθεν είπε· «Διαλύσατε τον ναόν τούτον και εις διάστημα τριών ημερών θα ανεγείρω αυτόν» (Ιωάν. β: 19), και ότι είπε δια τον εαυτόν του, «ότι είναι υιός του Θεού» (Ματθ. κζ: 43), και ότι «απ’ άρτι όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού» (Ματθ. κστ: 64), ότε και ο αρχιερεύς, δήθεν την βλασφημίαν μη ανεχόμενος, τον εαυτού χιτώνα διέρρηξε. Πρωΐας δε γενομένης άγεται προς τον Πιλάτον εις το πραιτώριον και αυτοί «ουκ εισήλθον», καθώς είπον, «ίνα μη μιανθώσιν, αλλ’ ίνα φάγωσι το Πάσχα» (Ιωάν. ιη: 28). Εξελθών τότε ο Πιλάτος ερωτά αυτούς περί του Ιησού λέγων· «δια ποίαν αιτίαν τον κατηγορείτε»; Και επειδή τίποτε άξιον λόγου δεν εύρεν εις την κατηγορίαν, στέλλει Αυτόν προς τον Καϊάφαν· επειδή αυτός ήτο ο επιδιώκων τον φόνον αυτού· ο δε Καϊάφας απέστειλε πάλιν προς τον Πιλάτον. Ο δε Πιλάτος λέγει· «Λάβετε αυτόν υμείς και κατά τον νόμον υμών κρίνατε» (Ιωάν. ιη: 31). Οι δε πάλιν λέγουσιν· «Ημίν ουκ έξεστιν αποκτείναι ουδένα», παρακαλούντες με τον τρόπον αυτόν τον Πιλάτον να εκδώση την απόφασιν του σταυρικού θανάτου. Ερωτά δε τον Χριστόν ο Πιλάτος, εάν είναι Βασιλεύς των Ιουδαίων· ο δε ομολογεί μεν, αλλ’ ότι είναι αιώνιος· διότι δεν προέρχεται από τον κόσμον αυτόν η Βασιλεία Μου, είπε. Βουλόμενος δε να απολύση αυτόν ο Πιλάτος, πρώτον μεν εις εκείνους είπεν, ότι δεν ευρίσκει ουδεμίαν κατ’ αυτού σοβαράν αιτίαν· είτα προέβαλε και το έθιμον, κατά το οποίον συνηθίζετο να απολύουν ένα των φυλακισμένων κατά την εορτήν του Πάσχα. Από αυτούς όμως θεωρείται αρεστός ο Βαραββάς και όχι ο Χριστός. Ο δε Πιλάτος, εις τους Ιουδαίους χαριζόμενος, μαστιγώσας τον Ιησούν πρότερον, τον οδηγεί έξω μαζί με τους στρατιώτας, περιβεβλημένον χλαμύδα κοκκίνην, ακάνθινον στέφανον φέροντα επί της κεφαλής και εμβαλών εις την δεξιάν αυτού κάλαμον, εμπαιζόμενον παρά των στρατιωτών, οι οποίοι έλεγον· «Χαίρε, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων» (Ματθ. κζ: 29, Μάρκ. ιε: 18, Ιωάν. ιθ: 3). Πλην ούτω προς χάριν αυτών, παρά την συνείδησίν του ενεργήσας, πάλιν είπεν· «Ουδεμίαν αιτίαν (θανάτου) ευρίσκω εν αυτώ» (Ιωάν. ιη: 38,ιθ: 6, Λουκ. κγ: 4). Εκείνοι δε απήντησαν· «Αλλ’ ημείς αυτόν θα τιμωρήσωμεν, διότι ονομάζει τον εαυτόν του Υιόν Θεού» (Ιωάν. Ιθ: 7). Τούτων δε λεγομένων, ο Ιησούς εσιώπα. Οι δε όχλοι έκραζον προς τον Πιλάτον· «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν. ιθ: 6). Διότι ήθελον με άδοξον και επαίσχυντον θάνατον να τον εξαφανίσωσιν, ώστε να διαλύσωσι την καλήν φήμην, την οποίαν είχεν ο Ιησούς. Διεγείρων δε την εθνικήν φιλοτιμίαν αυτών ο Πιλάτος, λέγει· «Τον βασιλέα υμών σταυρώσω»; Οι δε απήντησαν ότι δεν έχουν βασιλέα άλλον, παρά τον Καίσαρα. Τούτο δε επειδή δεν επέτυχον τίποτε, αναφέροντες την βλασφημίαν ότι, δήθεν, ο Ιησούς ωνόμασεν εαυτόν υιόν του Θεού, προβάλλουσι τον Καίσαρα, ούτως ώστε, έστω και δια του τρόπου αυτού, να ικανοποιήσωσι την μανίαν των. Διότι λέγουν, ότι πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών, έρχεται αντιμέτωπος προς τον Καίσαρα. Ενώ δε εγίνοντο αυτά, απέστειλεν είδησιν εις τον Πιλάτον η γυνή αυτού, ταραχθείσα από φοβερά όνειρα λέγουσα· «Μηδέν σοι, και τω δικαίω εκείνω» (Ματθ. κζ: 19), διότι χάριν Εκείνου, «πολλά κατά την νύκτα έχω πάθει». Αυτός τότε νιφθείς αποβάλλει δήθεν την ευθύνην του αίματος του Δικαίου. Οι δε Ιουδαίοι έκραζον· «Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών» (Ματθ. κζ: 25). «Εάν τούτον απολύσης, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος» (Ιωάν. ιθ: 12). Τον Καίσαρα λοιπόν φοβηθείς ο Πιλάτος, αν και βεβαίως εγνώριζε πολύ καλά, ότι ο Ιησούς ήτο ανεύθυνος, επικυρώνει την δια σταυρικού θανάτου καταδικαστικήν απόφασιν και απέλυσε τον Βαραββάν, όπερ ιδών ο Ιούδας, ρίψας τα αργύρια αναχωρεί και απελθών παρέδωκε εαυτόν εις αγχόνην κρεμασθείς από ένα δένδρον· ύστερον δε διογκωθείς (πρησθείς) πάρα πολύ έσκασε. Οι στρατιώται λοιπόν εμπαίξαντες με τον κάλαμον επί την κεφαλήν Αυτού, φορτώνουν εις αυτόν τον Σταυρόν· είτα και τον από Κυρήνης Σίμωνα αγγαρεύσαντες, υποχρεώνουν αυτόν να βαστάζη τον Σταυρόν. Περί δε ώραν τρίτην φθάσαντες εις τον του Κρανίου τόπον, σταυρούσιν Αυτόν εκεί. Εκ δεξιών δε και εξ αριστερών εκρέμασαν δύο άλλους ληστάς, ώστε και Εκείνος να φαίνεται ως κακούργος. Λόγω δε ευτελείας, μερίζονται οι στρατιώται τα ιμάτια Αυτού, τον δε άρραφον Αυτού χιτώνα έλαβον δια κλήρου· κάθε δε πράγμα έκαμαν με υπερβολικόν πάθος, ως να ήσαν μεθυσμένοι. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και επί του Σταυρού ειρωνευόμενοι, έλεγον· «Ουά, ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν» (Μάρκ. ιε: 29 – 30). Και πάλιν· «Άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι» (Ματθ. κζ: 42). Και εν συνεχεία· «Ει Βασιλεύς Ισραήλ εστι, καταβάτω νυν από του Σταυρού και πιστεύσομεν εις αυτόν». Όμως, εάν καλώς εσκέπτοντο και ηννόουν, ήθελον προστρέξει αδιστάκτως εις Αυτόν, διότι όχι μόνον Βασιλεύς του Ισραήλ πασιφανέστατα απεδεικνύετο, αλλά και παντός του κόσμου. Διότι ποίον άλλο νόημα είχον το να σκοτισθή κατά την Σταύρωσιν του Χριστού ο ήλιος κατά την τρίτην ώραν, εν τω μέσω της ημέρας, αλλ’ ίνα εις όλους φανερωθή το Πάθος; Ως επίσης το να σείεται η γη και αι πέτραι να σχίζωνται, ελέγχουσαι την σκληράν ως λίθον καρδίαν των Ιουδαίων; Πολλά δε σώματα να ανίστανται και προς πιστοποίησιν της κοινής αναστάσεως και προς απόδειξιν της δυνάμεως του πάσχοντος να εμφανίζωνται; Έτι δε και το καταπέτασμα του ναού να σχίζεται, ως βεβαίως να είχεν οργισθή ο ναός, διότι έπασχεν ο εν αυτώ δοξαζόμενος, αποκαλύπτων ούτως εκείνα τα οποία δεν εφαίνοντο εις τους πολλούς; Κατά την τρίτην μεν λοιπόν ώραν εσταυρώθη ο Χριστός, ως λέγει ο θείος Μάρκος (ιε: 25)· από δε έκτης ώρας έως ενάτης σκότος εγένετο, ότε και ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, τα παράδοξα κατιδών και μάλιστα τον σκοτισμόν του ηλίου, με ισχυράν φωνήν ανέκραξεν· «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ: 54, Μάρκ. κε: 39). Από δε τους δύο ληστάς ο εις ύβριζε τον Ιησούν· ο δε έτερος παρημπόδιζεν αυτόν, επιτιμών εμβριθέστερον και τον Χριστόν Υιόν Θεού ωμολόγει, την πίστιν δε αυτού ο Σωτήρ επιβραβεύων, υπόσχεται την μετ’ αυτού εις τον Παράδεισον συναναστροφήν. Αφού λοιπόν κάθε είδους ύβρις εξετοξεύθη εναντίον του Κυρίου Ιησού, ο Πιλάτος ανέγραψε και τίτλον επ’ αυτώ λέγοντα· «Ο Βασιλεύς των Ιουδαίων» (Ιωάν. ιθ: 21), οι δε Ιουδαίοι ημπόδιζον να μη γράφη τοιουτοτρόπως, αλλ’ ότι ο Κύριος έλεγε περί του εαυτού Του αυτό. Ο δε Πιλάτος απήντησεν· «Ο γέγραφα, γέγραφα». Είτα του Σωτήρος αντειπόντος, «Διψώ», ύσσωπον με όξος ανακατεύουν και του προσφέρουν. Μετά είπε· «Τετέλεσται» (Ιωάν. ιθ: 30) κλίνας δε την κεφαλήν, παρέδωκε το πνεύμα. Όταν δε όλοι έφυγον από τον Σταυρόν, η Μήτηρ αυτού παρίστατο εις τον Σταυρόν και η αδελφή αυτής Μαρία, η του Κλωπά, την οποίαν ο Ιωακείμ εγέννησε (συμφώνως με τον Μωσαϊκόν Νόμον), επειδή ο Κλωπάς απέθανεν άτεκνος· έτι δε και Ιωάννης, ο φιλούμενος υπ’ αυτού Μαθητής. Οι αγνώμονες λοιπόν Ιουδαίοι, μη ανεχόμενοι ούτε επί του Σταυρού να βλέπουν τα σώματα, παρεκάλεσαν τον Πιλάτον, επειδή μεγάλη ήτο η ημέρα του Πάσχα, ίνα τα των καταδίκων σκέλη θλασθώσιν, ώστε να επέλθη ταχύτερον ο θάνατος. Και των μεν ληστών τα σκέλη συνέτριψαν, διότι ακόμη έζων· επί δε τον Ιησούν ελθόντες, μόλις είδον Αυτόν τεθνηκότα, απέφυγον να συντρίψουν Αυτού τα σκέλη. Εις δε των στρατιωτών, κάμνων την χάριν εις τους αγνώμονας, αφού εσήκωσε το δόρυ, κατά την δεξιάν πλευράν νύττει (κεντά) τον Χριστόν και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ· το μεν, ως άνθρωπος, το δε, ως υπέρ άνθρωπον· ήτοι το μεν αίμα, δια την των θείων αγιασμάτων μετάληψιν, το δε ύδωρ, δια το βάπτισμα. Διότι αύτη η δίκρουνος πραγματικώς πηγή αποτελεί την βάσιν των Μυστηρίων μας. Ταύτα και ο θείος Ιωάννης ιδών εμαρτύρησε και αληθινή είναι η μαρτυρία αυτού, διότι ήτο παρών εις όλα και αφού είδεν αυτά, τα έγραψε. Διότι εάν έγραψε ψευδή, βεβαίως δεν θα συνέγραφεν αυτά, τα οποία εθεωρούντο ως ατιμία του Διδασκάλου. Τούτον, λέγουν, τον τότε παρόντα, ότι συνέλεξε με κάποιον αγγείον από της ζωηρύτου πλευράς το θείον και υπεράγιον Αίμα. Τούτων δε ούτως υπερφυώς διαπραχθέντων, επειδή ήρχισε να νυκτώνη, ο εξ Αριμαθαίας Ιωσήφ εξέρχεται (μαθητής εξ αρχής υπάρχων, ως οι λοιποί, κρυπτόμενος), και αφού προσήλθεν εις τον Πιλάτον μετά τόλμης, επειδή ήτο βεβαίως γνώριμός του, αιτείται το Σώμα του Ιησού· ο δε επιτρέπει να λάβη αυτό. Ευθύς τότε κατεβίβασεν αυτό πανευλαβώς από του Σταυρού. Όταν δε ενύκτωσεν, έρχεται ο Νικόδημος, φέρων μίγμα τι σμύρνης και αλόης ετοιμασθέν δια την ειδικήν περίπυωσιν και περιτυλίξαντες δια σινδόνος, όπως ήτο συνήθεια εις τους Ιουδαίους να κάνουν, τον ενεταφίασαν, πλησίον εις το μνημείον του Ιωσήφ, το οποίον είχε λαξευθή εις βράχον, ένθα ουδείς πρότερον ετάφη, ίνα μη τυχόν, όταν αναστηθή ο Χριστός, εις άλλον αναφέρωσι την Ανάστασιν. Το δε μίγμα της αλόης και της σμύρνης, τα οποία επικολλούν τα σάβανα εις το σώμα, εμνημόνευσεν ο θείος Ευαγγελιστής, ίνα, όταν ίδωσι την σινδόνα και το σουδάριον εναπομείναντα εις τον τάφον, μη νομίσωσιν ότι εκλάπη Αυτός. Διότι πως ήτο τούτο δυνατόν, εφ’ όσον δεν είχον αρκετόν διαθέσιμον χρόνον, ώστε να αποσπούν εκείνα τα τόσον στερεώς κολληθέντα εις την σάρκα; Δεν εγνώριζαν όμως οι ανόητοι εκείνοι, οίτινες έπλασαν το ψεύδος τούτο, ότι κατ’ οικονομίαν Θεού έμειναν όλα αυτά μέσα εις τον τάφον προς έλεγχον της συκοφαντίας των. Ταύτα δε πάντα έγιναν παραδόξως κατά την ημέραν της Παρασκευής, δι’ αυτό και εθέσπισαν οι θεοφόροι Πατέρες να ποιούμεθα και ημείς μνείαν αυτών όλων μετά συντριβής καρδίας και κατανύξεως. Πρέπει δε να γνωρίζητε, ότι την έκτην ημέραν της εβδομάδος, δηλαδή την Παρασκευήν, εσταυρώθη ο Κύριος, επειδή κατά την έκτην ημέραν, κατ’ αρχάς, επλάσθη ο Αδάμ, ο πρώτος άνθρωπος. Αλλά και κατά την έκτην ώραν της ημέρας εν τω Σταυρώ εκρέματο, διότι, καθώς λέγεται, κατ’ αυτήν την ώραν και ο Αδάμ προς το απηγορευμένον δένδρον τας χείρας εκτείνας, ήγγισε δια να φάγη και απέθανεν. Διότι έπρεπε τον κατ’ αυτήν την ώραν συντριβέντα, κατά την ιδίαν πάλιν να αναπλασθή. Εις τον κήπον δε, διότι και ο Αδάμ εν τω Παραδείσω ηπατήθη. Η πικρά πόσις, την οποίαν εγεύθη ο Κύριος επί του Σταυρού, την γεύσιν του Αδάμ εθεράπευσεν. Ο Σταυρός το ξύλον το εν τω Παραδείσω εικόνιζε. Το ράπισμα, την αφύπνισιν ημών από του ληθάργου της αμαρτίας εδήλου. Ο εμπτυσμός και η άτιμος προς τον Κύριον συμπεριφορά την περί ημάς τιμήν εφανέρωνεν. Ο ακάνθινος στέφανος, την αποτροπήν από ημάς της κατά της κεφαλής των Πρωτοπλάστων κατάρας εξησφάλιζεν. Η πορφυρά χλαμύς, τους δερματίνους χιτώνας απέβαλλε και την περί ημάς βασιλικήν στολήν εσυμβόλιζε. Τα καρφιά, την παντελή προς την αμαρτίαν ακινησίαν ημών εδείκνυον. Η νυγείσα δε πλευρά του Κυρίου, εξ ης η σωτηρία ημών επήγασε, την του Αδάμ πλευράν εξεικόνιζεν, αφ’ ης η Εύα προήλθε και εξ ης η παράβασις εγένετο. Η λόγχη απεμάκρυνε την φλογίνην ρομφαίαν, ήτις τον Παράδεισον μετά την παρακοήν εφρούρει. Το εκ της πλευράς ύδωρ, ήτο εικών του Βαπτίσματος. Το Αίμα και ο κάλαμος ήσαν τα μέσα, δια των οποίων ο Σωτήρ, ως δι’ ερυθρών γραμμάτων, την αποκατάστασιν εις την αρχαίαν πατρίδα ως βασιλεύς καθυπέγραψε. Λέγεται δε ότι το κρανίον του Αδάμ έκειτο εκεί, όπου ο Χριστός, η κεφαλή των απάντων, εσταυρώθη και εβαπτίσθη με το Αίμα του Χριστού, το οποίον απ’ Αυτού έτρεξε. Κρανίου δε τοπος λέγεται, διότι κατά τον κατακλυσμόν η γη μαζί με άλλα εξέβαλεν έξω και το κρανίον του Αδάμ, το οποίον περιεφέρετο μόνον, βλεπόμενον ως σημείον φοβερόν. Αυτό ο Σολομών, εκ σεβασμού προς τον Προπάτορα κατεκάλυψε με πολλούς λίθους· διο και  ο τόπος από τότε ωνομάσθη Λιθόστρωτος. Λέγουν ακόμη των Αγίων οι έγκριτοι, ότι υπάρχει παράδοσις, ότι και αυτός ο Αδάμ εκείσε, υπό Αγγέλου, ετάφη. Όπου λοιπόν το πτώμα, εκεί και ο αετός επέστη Χριστός, ο αιώνιος Βασιλεύς, ο νέος Αδάμ, τον παλαιόν και δια ξύλου πεσόντα ξύλω ιώμενος.

1 σχόλιο:

Unexpected Opponent είπε...

Θεία Eυχαριστια : το π ο τ η ρ ι ο της Z Ω H Σ του ε σ φ α γ μ έ v o υ αρνιου , το ε ι σ ι τ η ρ ι ο και δ ι α β α τ η ρ ι ο για τον π α ρ α δ ε ι σ ο , α ν ε υ επιστροφής .