Τη ΚΣΤ΄ (26η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΒΑΣΙΛΕΩΣ Επισκόπου Αμασείας.

Βασιλεύς ο ένδοξος του Χριστού Ιερομάρτυς ήτο Επίσκοπος Αμασείας της εν τω Ευξείνω Πόντω ευρισκομένης ζων κατά τους χρόνους του Λικινίου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τη΄ - τκγ΄ (308 – 323), γαμβρού εξ αδελφής όντος του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου. Και ήτο μεν το όνομά του Βασιλεύς, ανταξίως δε προς το όνομα επολιτεύθη ο μακάριος, διο και νυν εν ουρανοίς βασιλεύει αιωνίως. Και εκείνοι μεν οίτινες έτυχον επιγείου δυνάμεως και ανέλαβον βασιλικά ηνία και σκήπτρα, όταν καταλάβουν πόλιν τινά, αφού μάλιστα καταγάγουν νικηφόρον θρίαμβον, ευθύς ως εισέλθωσι νικηταί εξωραϊζουσι και κοσμούσι την πόλιν και λαμπροτέραν αυτήν παρουσιάζουσι. Διότι τοιαύτα οι επί της γης βασιλείς προσφέρουσιν εις τας υποτασσομένας πόλεις.

Αλλά περί των εν Θεώ βασιλευσάντων και ασάλευτον Βασιλείαν παραλαβόντων, ως ο καλλίνικος και μέγας Ιεράρχης Βασιλεύς, τι θα ηδύνατο τις να είπη; Μήπως δεν προσέφερεν ούτος μεγαλύτερα και θειότερα πράγματα εις την πόλιν της οποίας κατά πρώτον επεσκόπευσε, κατανικήσας τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους; Μήπως και δεν αποδεικνύεται ότι, αφού κατεπάτησε τον αρχέκακον τύραννον, έτι αιμόφυρτος εκ του νικηφόρου αίματος και κατέρυθρος εκ του αιματωμένου κονιορτού, κατακοντίζων διέλυσε τους κοινούς υπερηφάνους και ανήλθε θαυματουργήσας υπέρ φύσιν; Τούτο λοιπόν βεβαίως πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι μεγαλύτερα και πλείονα των επιγείων βασιλέων εδώρησεν ο θεοφόρος Βασιλεύς, ο ανελθών και εις τον της Σινώπης θρόνον, ότε δια θαλάσσης έπλευσε παραδόξως μετά τον μαρτυρικόν άθλον και προσωρμίσθη εις τον λιμένα αυτής. Αλλ’ εις το σημείον τούτο φθάσας του λόγου, έκρινα καλόν να επιστρέψω εις την αρχήν, ίνα λογικήν καταστήσω την διήγησιν. Μετά την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και την εκ δεξιών του Πατρός καθέδραν Αυτού, κατελθών εξ ουρανού ο Παράκλητος εν είδει πυρίνων γλωσσών, αφού κατέστησε τους θείους Αποστόλους ως βασιλείς της γης, άλλον αλλαχού εξαπέστειλε· τούτο δε προφητεύων ο θείος Δαβίδ παλαιόθεν, προέλεγεν· «Εν τω διαστέλλειν τον Επουράνιον βασιλείς επ’ αυτής, χιονωθήσονται εν Σελμών» (Ψαλμ. ξζ:15), ονομάζων επουράνιον το Άγιον Πνεύμα και την Ιερουσαλήμ Σελμών. Βασιλείς δε οίτινες χιονωθήσονται εν Σελμών, νοούνται σαφώς οι ως βασιλείς τότε προβληθέντες θείοι Απόστολοι. Εκ τούτων λοιπόν των ούτω προχειρισθέντων υπό του Αγίου Πνεύματος, ο μεν Πέτρος έλαχε να πεμφθή προς τους εκ περιτομής, ο Παύλος προς τους εν ακροβυστία και οι άλλοι εις άλλο έθνος και τόπον της Οικουμένης. Επειδή δε ο Εύξεινος Πόντος και η Καππαδοκία συνδέονται ανέκαθεν και οδικώς και δια θαλάσσης μετά της Παλαιστίνης και πολλοί Καππαδόκαι ήρχοντο εις Ιεροσόλυμα, ως δυνάμεθα να βεβαιωθώμεν και εκ του γεγονότος ότι κατά την επιφοίτησιν του Παναγίου Πνεύματος εν τη Πεντηκοστή παρέτυχον και πολλοί Καππαδόκαι εις τα Ιεροσόλυμα, συνεπεία τούτου και η εν τω Πόντω Αμάσεια ευρέθη ουχί μακράν της ακτίνος δράσεως του θείου Αποστόλου Πέτρου. Ήτο άλλωστε αύτη πόλις αρχαιοτάτη και επίσημος πολλούς μέλλουσα να προσφέρη καρπούς εις τον Γεωργόν του κόσμου Ιησούν Χριστόν. Έλαμπον λοιπόν αι ακτίνες του θείου Πέτρου εις την Αμάσειαν και πρότερον, λαμπρότερον όμως εξέλαμψαν, ότε διήλθε δια ταύτης και εδίδαξεν εις αυτήν. Δεικνύεται δε μέχρι τούδε και τόπος εις Αμάσειαν, όστις Καθέδρα των Αποστόλων καλείται, επειδή ο Κορυφαίος των Αποστόλων παρέμεινεν εις Αμάσειαν αγιάσας τον τόπον και εν ταύτη πρώτος εδίδαξε και εφώτισε. Κατόπιν δε αναχωρών εκείθεν, ως αναφέρεται, κατέστησεν Επίσκοπον Νικήτιον τινά καλούμενον, αγγελικόν κατά τε τον τρόπον και τον βίον υπάρχοντα. Των δε ενδιαμέσων Επισκόπων την μνήμην ημαύρωσεν ο χρόνος, διότι ενεωτέριζον εν πλάνη και εξήπτων τους εν ταύτη ευωχουμένους με το να λυμαίνωνται τα σπέρματα της ευσεβείας. Μετ’ ολίγα όμως έτη, Φαίδιμος ο Αμασείας Επίσκοπος, κεκοσμημένος δι’ αποστολικών χαρισμάτων και αρετών, ο και αυτής της προφητικής χάριτος μη στερούμενος, ο εξ επιπνοίας του Αγίου Πνεύματος και δι’ οφθαλμού προγνώσεως το μέλλον προορών, εχειροτόνησε τον περιβόητον δια τα θαύματά του θείον Γρηγόριον Επίσκοπον Νεοκαισαρείας. Έως τότε λοιπόν, ενώ η πόλις αύτη εν θυέλλη χειμώνος ειδωλολατρίας εδοκιμάζετο, καθώς και άλλαι πλησιόχωροι και απομεμακρυσμέναι πόλεις, ο Αποστολικός Φαίδιμος κατεκόσμησε ταύτας δι’ Αγίων Επισκόπων, συμβαλών ούτω τα μέγιστα εις το κήρυγμα των Αποστόλων. Κατόπιν δε πάλιν, όταν η ασέβεια, η ειδωλομανία, ενεδυναμώθη και εξετροχιάσθη και άγριοι διωγμοί υπό των βασιλέων επεβάλλοντο, εκορυβαντία δε η των ξοάνων θρησκεία, η χώρα της Ποντικής και της Αμασείας έμεινεν αγεώργητος θείου λόγου. Αλλ’ ο ουράνιος Γεωργός ανεύρεν άξιον γεωργόν, ίνα εκπροσωπήση Αυτόν, δυνάμενον δια της θείας γνώσεως να καλλιεργήση χέρσους ψυχάς,  να σπείρη ουράνιον σπόρον και να αποδώση εν προς τριάκοντα και εξήκοντα προς τοις εκατόν. Τις δε ούτος; Ο εξ αυτού του ιδίου ονόματος το έργον καταδεικνύων, ο περιώνυμος Βασιλεύς, ο εν Ιεράρχαις και Αθληταίς περιβόητος, εν Αμασεία γεννηθείς και ανατραφείς και ταύτην έχων μαίαν και τροφόν, μετέπειτα δε κοσμήσας ποιμαντικώς και νέον Παράδεισον καταστήσας ταύτην, δια των ναμάτων του Πνεύματος και δια θειοτέρων διδασκαλιών, νουθεσιών, μαρτυρικών αγώνων και παντοίων ψυχικών κοσμημάτων. Ούτος λοιπόν ο θείος Ποιμήν και Αθλοφόρος, όταν, ως δι’ ουρανίου ψήφου, ανέλαβε να διακυβερνήση τα πηδάλια της Αμασείας και των ανατολικών ταύτης μερών, συνέβη ό,τι θα συνέβαινεν εις ένα τόπον, όταν ευρίσκωνται εις αυτόν αλώπεκες και τσακλαλια και διάφορα άλλα άγρια ζώα. Όλα αυτά, δηλαδή, φωνάζουν και δημιουργούν φόβον και τρόμον εις τους ακροωμένους, ευθύς όμως ως εμφανισθή εκεί λέων γενναίος και δια του λεοντείου βρυχηθμού του δονήση τον τόπον, όλα ταύτα εξαφανίζονται κρυπτόμενα εις τας σκοτεινάς φωλεάς των. Ούτω και τα νοητά θηρία και αι πανούργοι των δαιμόνων αλώπεκες, μη υποφέροντες το γενναίον φρόνημα, το ανδρείον ψυχικόν παράστημα και τα θαλερά επιχειρήματα και προτερήματα του ιερού τούτου Βασιλέως, απεμακρύνοντο εις όρη και ερημίας και τόπους ανύδρους δια της θείας προσταγής. Διότι υπό θείας και βασιλικής ορμής υποκινούμενος ο Άγιος έσπευδε πανταχού, στηρίζων τους ευσεβείς, επιστρέφων τους πλανωμένους και καταστρέφων τα επιχειρήματα της πλάνης. Άλλοτε μεν ως υπόπτερος εις Άγκυραν, άλλοτε δε εις Νεοκαισάρειαν σπεύδων. Ταχέως προστρέχων και Ιεράς Συνόδους συγκροτών προς καθαίρεσιν της ειδωλομανίας, επιλαμβανόμενος του θείου κηρύγματος και τους μαρτυρικώς αγωνιζομένους εβοήθει διδάσκων, νουθετών, προπαρασκευάζων και δια τους αγώνας ενθαρρύνων. Διότι ο αλαζών Διοκλητιανός πρότερον, και εν συνεχεία ο Μαξιμιανός και ο Μαξιμίνος, τα σκεύη του διαβόλου, κατεκρεούργουν τα των Χριστιανών πλήθη, επειδή δεν υπετάσσοντο εις τον σεβασμόν των ξοάνων, ουδέ προσεβάλλοντο υπό των μιασμάτων αυτών. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον ηγωνίζετο ο αριστεύς, απαλείφων την πλάνην και πληθύνων την ευσέβειαν. Ο δε αρχέκακος και αποστάτης δράκων δεν υπέφερεν ουδέ ηνείχετο ταύτα. Τα πάντα λοιπόν εμηχανεύετο και ετεχνούργει, ίνα απομακρύνη εκ του μέσου τον Ιεράρχην Βασιλέα, ούτως ώστε να αρχίση ενεργητικώτερον τας μιαράς αυτού τέχνας. Εύρε λοιπόν προς τον σκοπόν του κατάλληλον όργανον τον Λικίνιον. Ούτος δε ο Λικίνιος, λύκος πράγματι και κατά το όνομα και κατά την αιμοβόρον ορμήν, υποκρινόμενος πρότερον ότι είναι Χριστιανός, συνήψε γάμον μετά της αδελφής του σεβαστού και μεγάλου βασιλέως Κωνσταντίνου, γενόμενος ούτω της βασιλείας συμμέτοχος όταν ακόμη παρέμενεν εν Ρώμη, σβεσθέντων των πρώην τυράννων. Επειδή δε εις εκ τούτων, ο Μαξιμίνος Δαϊας, απομείνας ως βασιλεύων εις Νικομήδειαν εθέριζε τους Χριστιανούς ως χόρτον, υπό θείου ζήλου κινηθείς ο Κωνσταντίνος απέστειλε κατ’ αυτού τον Λικίνιον, όστις δια φρικτών όρκων και βεβαιώσεων υπεσχέθη, ότι δεν θα απομακρυνθή από της αμώμου Πίστεως των Χριστιανών. Αλλ’ ηπατήθη ο Κωνσταντίνος, αιθίοπα εμπιστευόμενος και πάρδαλιν παροτρύνων να αποβάλη το ένστικτον. Διότι, όταν ακόμη εδεσμεύετο δια της προς τον Χριστόν συμμαχίας, κατεπολέμησε τον Μαξιμίνον, όστις μη δυνάμενος να πολεμήση προς τον Λικίνιον υπέκυψεν ως προς επικρατέστερον και δια φυγής εσώθη εκ των χειρών του, αλλά δεν κατώρθωσε να διαφύγη και την τα πάντα συνέχουσαν παλάμην του Θεού, υπό της οποίας και επαξίως ετιμωρήθη δια τας ευθύνας των παγκάκων και αθεμίτων αυτού πράξεων. Εις Νικομήδειαν λοιπόν μετά την νίκην του ταύτην κατεσκήνωσε και της Ανατολής επεκράτησεν ο μιαρός Λικίνιος, αλλ’ ουδέ την ευημερίαν έφερεν εις αυτήν, ουδέ την προς τον βοηθήσαντα Θεόν συμμαχίαν διετήρησεν, αλλ’ ως χοίρος εις βόρβορον κατεκυλίσθη και εις τον κρημνόν της ειδωλολατρίας κατεκρημνίσθη και εις βάθη παντοίων ρυπαροτήτων και μιασμάτων κατεποντίσθη. Τότε ο αλαζών και δεισιδαίμων ούτος, τελείως δέσμιος ων των επιθυμιών του διαβόλου, οδηγούμενος δε ως ο ενεργών εντός αυτού δαίμων προσέταττεν, εκίνησε σφοδρότερον τον κατά των Χριστιανών διωγμόν. Ούτω το της ασεβείας πυρ καθ’ άπασαν την υπ’ αυτόν περιοχήν εξαπέλυσε και τους υπηκόους απανθρώπως κατέστρεφε, όσα δε κατά των Χριστιανών εμηχανεύθη και όσους Αγίους Μάρτυρας παρεσκεύασεν, άπασαι αι ιστορίαι και τα βιβλία γράφουσι. Μεταξύ δε τούτων και τον Βασιλέα, τον θείον Ιεράρχην, απεπειράθη να ωθήση προς το της απωλείας του βάραθρον, καθώς ο ίδιος ενόμιζεν. Όμως φρικτώς απέτυχεν η τοιαύτη απόπειρα, διότι ο πόθος του ούτος διεψεύσθη και αι ελπίδες του εσβέσθησαν. Ως εξής δε συνέβησαν τα πράγματα. Η σύζυγος του Λικινίου Κωνσταντία είχε θεραπαινίδα τινά, Γλαφύραν ονόματι, ωραίαν μεν κατά την μορφήν, ωραιοτέραν δε κατά την ευσέβειαν και την ψυχήν. Ταύτης ηράσθη ο Λικίνιος, ενεπιστεύθη δε εις τινα των υπηρετών την περί τούτου επιθυμίαν του. Ούτος όμως, ως έχων μετά ταύτης γνωριμίαν, ενεπιστεύθη εις αυτήν το μυστικόν, εκείνη δε ως ιόν όφεως έκρινε τούτο. Απεστράφη λοιπόν τον Λικίνιον, αφ’ ενός, διότι υποσχομένη την παρθενίαν της εις τον Θεόν ήθελε να διατηρήση αγνόν τον εαυτόν της, εκ δευτέρου δε, υποπτευομένη την κυρίαν μήπως υπό του κέντρου της ζηλοτυπίας κεντουμένη διατεθή κακώς έναντι αυτής, ενεπιστεύθη εις αυτήν το μυστικόν. Η δε Κωνσταντία παραδεχθείσα την αθωότητα της κόρης, διεχειρίσθη τεχνηέντως το ζήτημα. Έπλασε δηλαδή μύθον, ότι η Γλαφύρα, καταληφθείσα υπό σφοδράς επιληψίας, αίφνης απέθανε. Δια μυστικού δε τρόπου παρεσκεύασε την φυγάδευσίν της. Αφού λοιπόν εδώρησεν εις αυτήν πολλά χρήματα και πράγματα, καθώς και εις εκείνους οίτινες θα εφυγάδευον μετ’ εμπιστοσύνης αυτήν από της Νικομηδείας, απέστειλε ταύτην, συμφώνως προς την επιθυμίαν της, προς τα μέρη της Ανατολής. Η δε μακαρία Γλαφύρα, συμπαίζουσα και αύτη εις το τέχνασμα, ενεδύθη ανδρικά ενδύματα και εμφανισθείσα ως νεανίας, δικαστής δήθεν το επάγγελμα, επορεύθη μετά των μετ’ αυτής ταχέως και μετ’ αγωνίας προς Ανατολάς φθάσασα εις Αμάσειαν. Εκεί, αφού ανεπαύθη εκ της αγωνίας και της κοπώσεως της ταχείας οδοιπορίας, περιειργάσθη τον τόπον και εφάνη εις αυτήν αρεστός τόσον λόγω του ήθους των εν αυτή κατοικούντων Χριστιανών, όσον και διότι έκρινεν αυτόν κατάλληλον ίνα κρυβή ως εσκέπτετο και χαθούν τα ίχνη της. Ευρούσα δε και ευσεβείς Χριστιανούς, εξ ων πρώτος ήτο τις ονόματι Κόϊντος, κατέλυσεν εις τον οίκον αυτού, ούτος δε και την ωδήγησεν εις τον Ισαπόστολον και θείον Ιεράρχην Βασιλέα, ίνα παρά τούτου χειραγωγηθή πληρέστερον εις την οδόν της ευσεβείας. Ο δε θείος Βασιλεύς, ιδών και υιοθετήσας αυτήν και στηρίξας εις την Πίστιν και τον φόβον του Θεού, παρεσκεύασεν αυτήν, ίνα καταστή σκεύος εκλογής. Επειδή λοιπόν ένεκα του κρατούντος εκεί σκότους της ασεβείας δεν υπήρχεν εις την Αμάσειαν Ναός προς προσευχήν, λαβών ο Άγιος άδειαν ωκοδόμησε Ναόν δια της βοηθείας και της ολοψύχου προαιρέσεως της Γλαφύρας, ήτις και αφειδώς προσέφερε την δαπάνην δια την ανέγερσιν αυτού. Όχι δεν μόνον τούτο, αλλά και την κυρίαν αυτής επληροφόρησε τα καθ’ εαυτήν δια γραμμάτων και ότι παραμένει φιλοξενουμένη εις Αμάσειαν, της οποίας Ιεράρχης τυγχάνει ανήρ Ισαπόστολος, ονομαζόμενος Βασιλεύς, εζήτη δε παρά ταύτης να αποστείλη χρήματα δια την συμπλήρωσιν και τον καλλωπισμόν του Ναού. Τα γράμματα όμως ταύτα, εκ κακούργου προθέσεως, παρεδόθησαν εις τον Λικίνιον, όστις, μαθών ούτω ότι η Γλαφύρα ζη και παραμένει εις Αμάσειαν, ευθύς έξαλλος γενόμενος, ήναψεν όλος εκ θυμού και έρωτος και ως αγέλην ορνέων έστειλε τους ανθρώπους του, ίνα αρπάσωσιν αυτήν, προσέτι δε να φέρουν και τον Βασιλέα τάχιστα προς αυτόν αλυσόδετον, επειδή και πρότερον ο διώκτης εξανίστατο κατ’ αυτού ως πανταχόθεν πληροφορούμενος, ότι ο Άγιος Βασιλεύς φέγγει ως λύχνος φωτεινός εις τους Χριστιανούς και ενισχύει τούτους εις την Πίστιν των, την δε των ειδωλολατρών θρησκείαν καταπολεμεί. Φθάσαντες λοιπόν οι παρά του Λικινίου σταλέντες στρατιώται εις Αμάσειαν, την μεν Γλαφύραν δεν ανεύρον, διότι είχεν εκδημήσει προς Κύριον, λυτρωθείσα ούτω των του Λικινίου δεσμών, τον δε Ιεράρχην Βασιλέα, δέσαντες δι’ αλύσεων, έσυραν ως σφάγιον προς σφαγήν. Ηκολούθουν δε τον Ποιμένα, ως αρνία, δύο Κληρικοί, Διάκονοι, Θεότιμος και Παρθένιος ονομαζόμενοι. Αφού δε έφθασαν εν σπουδή εις την Νικομήδειαν, διότι εκεί παρέμενεν ο Λικίνιος, ενέκλεισαν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, τους δε Διακόνους εφιλοξένησεν ο καλός Νικομηδεύς Ελπιδοφόρος, ευσεβάστατος Χριστιανός, κατοικών πλησίον της φρουράς. Ένεκα τούτου είχε και γνωρίμους τους δεσμοφύλακας, τους οποίους δια δώρων κατέστησεν έτι περισσότερον φίλους και οικείους. Ούτω κρυφίως επεσκέπτετο τον Άγιον και εξοικονόμει τα προς χρείαν εις αυτόν, απολαμβάνων της αυτού ευλογίας. Μετ’ ολίγας δε ημέρας, ολίγον πριν ή παρουσιασθή ο Μάρτυς ενώπιον του Λικινίου, εν βαθεία νυκτί, ηξιώθη ο μακάριος και θείας οπτασίας και φωνήν ήκουσεν άνωθεν ούτω λέγουσαν· «Ευθύς ως ανατείλη ο ήλιος θέλεις οδηγηθή προς τον Λικίνιον και τότε αφού αριστεύσης κατά της δεισιδαίμονος πλάνης θέλεις τελειωθή δια ξίφους και θέλεις καταβυθισθή εις τον βυθόν της θαλάσσης, αποδιδόμενος ούτω προς τον ποθούμενον, άφθαρτος και αλώβητος. Τότε τον θρόνον της Επισκοπής μέλλει να διαδεχθή ο Καλλιστράτου Ευτύχιος». Αφού λοιπόν ο του Χριστού θείος Ιερομάρτυς ηξιώθη της θείας ταύτης θεοφανείας, προσεκάλεσε τους Διακόνους και τον φιλόξενον Ελπιδοφόρον, οίτινες και προσήλθον ευθύς προς αυτόν. Ως δε εισήλθον εις την φυλακήν, ήρχισεν ο θείος ανήρ να ψάλλη τους μεσονυκτικούς ύμνους. Ενώ δε η υμνωδία επροχώρει, ως εν εκστάσει, σύννους και πλήρης δακρύων, αναπετάσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηυχήθη τρις μετά κατανύξεως ούτω λέγων· «Κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με και καθέξει με η δεξιά σου, Κύριε» (Ψαλμ. ρλη:9-10). Ταύτα δε εκείνου προσευχομένου εξεπλήσσοντο οι Διάκονοι και ο Ελπιδοφόρος και προέβλεπον ήδη την δια της αθλήσεως τελείωσιν του διδασκάλου. Ούτος δε ο θείος ανήρ, ευθύς ως ετελείωσε την προσευχήν του, συνεβούλευε νουθετών τούτους και λέγων· «Μη εκπλαγήτε, ω τέκνα, με εκείνα δια των οποίων ο Κύριος οικονομεί τα καθ’ ημάς, παρά τα απερίγραπτα κρίματά μας. Ουδέ δειλιάσετε δι’ εκείνο το οποίον θέλει συμβή εις εμέ. Διότι ο Δεσπότης με προκαλεί πλησίον του δι’ αθλήσεως, μετά δε το τέλος μου η θάλασσα θέλει υποδεχθή το σκήνος μου. Σεις δε, αφού λάβητε την Πίστιν ως συνοδοιπόρον και τας ευχάς μου, ευθύς ως επανακάμψετε εις την πατρίδα, στηρίξατε τους αδελφούς, ίνα μη επιπνέων ο άνεμος της ασεβείας κλονήση τινάς και απομακρύνη από της οδού της Πίστεως και του εναρέτου βίου. Θέλει δε αποδοθή προς σας και το αθλοφόρον σκήνος μου, σώον και ολόκληρον, την δε Επισκοπήν θέλει διαδεχθή ο του Καλλιστράτου Ευτύχιος. Διότι ταύτα παρουσιασθείς μοι απεκάλυψεν ο Κύριος». Ενώ δε ούτοι κατελυπούντο θρηνούντες, παρήρχετο η ώρα. Ως δε εξημέρωσεν, ηρπάγη ο Άγιος υπό των δημίων και ωδηγήθη προ του βήματος του Λικινίου. Παρατηρήσας δε τον Άγιον ο τύραννος και εκπλαγείς εκ της σεμνότητός του, κατηγόρει τούτον ουχί δι’ αυστηράς φωνής δια την μακαρίαν Γλαφύραν, διότι την εδέχθη και διότι δεν κατεμήνυσε ταύτην αμέσως. Του δε Αγίου ευστόχως αποκριναμένου, επειδή κάλλιστα και τας θείας Γραφάς εγνώριζε και σοφός ήτο, ηπόρησεν ο μιαρός Λικίνιος και διέταξε να εκβάλουν έξω τον Άγιον. Δια δε του επάρχου της πόλεως διεμήνυσεν εις αυτόν, ότι τον απαλλάσει δια την κατηγορίαν ταύτην και του παρέχει πλήρη αμνηστίαν, τον αποκαθιστά δε και εις την τάξιν του βασιλικού πατρός και αρχιερέα των θεών τον διορίζει και μυρίας όσας ευεργεσίας θέλει προσφέρει εις αυτόν, έτι δε και πλούτον άφθονον, εάν ήθελε πεισθή να σεβασθή τους θεούς τους οποίους αυτός και άπαντες οι υπήκοοί του σέβονται. Εάν δε απειθήση, ας αιτιάται τον εαυτόν του, ως θέλοντα να καταστρέψη τον βίον του δια πικρού θανάτου. Προς ταύτα ο Μάρτυς δια γενναίου και βασιλικού φρονήματος απήντησε· «Θαυμάζω την διάκρισιν και σύνεσιν υμών, πως εις τοιούτον παράλογον λογισμόν εξετράπητε, νομίζοντες θεούς τους διαπράττοντας τα άτιμα της εντροπής έργα, τα οποία ουδέ δια λόγου είναι τις δυνατόν να ιστορήση, να υπερηφανεύεσθε δε δι’ αυτούς, αποδίδοντες εις τούτους όνομα θείον και προσκυνούντες και λατρεύοντες αυτούς, τους οποίους και να ενθυμήται τις απλώς είναι κολάσιμον και ανίερον. Εάν δε εθελοκακούντες και δια τον εαυτόν σας αδιαφορείτε και τα πράγματα συσκοτίζετε και τους ανοήτους εξαπατάτε, ακούσατε αυτούς τούτους τους ιδικούς σας ποιητάς και μάλιστα τον πρώτον θεοκήρυκα και θεολόγον υμών Ησίοδον, οποία περί των πρώτων και κορυφαίων θεών σας διηγείται εν τη Θεογονία αυτού. Ο μεν Κρόνος, λέγει, αφού εφόνευσε τάχιστα τον πατέρα του Ουρανόν, εβασίλευσεν αντ’ αυτού. Κατέτρωγε δε τα τέκνα του δια να μη ανδρωθούν και του πάρουν την βασιλείαν. Ο δε Ζεύς, όστις ήτο υιός του Κρόνου, διεσώθη από της μανίας του πατρός του, δι’ απάτης της μητρός του Ρέας, ήτις αντί του Διός έδωσεν εις τον Κρόνον λίθον περιτυλιγμένον εις τα σπάργανα, τον οποίον και κατέπιεν, φυγαδεύσασα δε ακολούθως τον Δία αφήκεν αυτόν εις σπήλαιον της Κρήτης όπου ανετράφη υπό αιγός. Αφού λοιπόν ηνδρώθη ο Ζεύς, συλλαβών τον πατέρα του και κλείσας αυτόν εις το δεσμωτήριον, κατέλαβεν αυτός την αρχήν. Ενυμφεύθη δε ο Ζεύς σας αυτός πολλάς και μάλιστα τελευταίαν την Ήραν την αδελφήν του. Φιλήδονος δε ως ήτο, εγέμισε με τέκνα τον ουρανόν. Άλλα μεν εξ ομοτίμων προς αυτόν θεών, καθ’ υμάς, αποκτήσας, άλλα δε εκ του θνητού και επιγείου γένους, άλλοτε μεταβαλλόμενος εις χρυσίον, άλλοτε εις ταύρον, άλλοτε εις αετόν και πάντοτε διάφορος της πρώτης αυτού μορφής. Τοιούτος υπήρξεν ο ύπατος και άριστος των θεών σας, ο τας μεγάλας βροντάς κάμνων και αστράπτων Ζεύς, του οποίου δείκνυται πελώριος τάφος εις Κρήτην όπου ετυράννησεν απανθρώπως. Τι δε ήθελεν είπει τις περί του Ποσειδώνος του κατασκευάζοντος πλίνθους πλησίον του Λαομέδοντος της Φρυγίας; Του ανθρακέως και πλήρους αιθάλης (καπνιάς) Ηφαίστου του χωλού; Του Άρεως του απερισκέπτου μοιχού; Του της απωλείας υιού Απόλλωνος; Του αρχικλέπτου Ερμού; Του θηλυπρεπούς Διονύσου; Του τριάστρου Ηρακλέους, του οποίου σύμβολα της θεότητος ήσαν αι πεντήκοντα του Θεστείου θυγατέρες και το όρος της Οίτης, όπου τον βίον τραγικώς πυρποληθείς κατέστρεψεν, αφού πρώτον εχειροδίκησε κατά των τέκνων του; Ταύτα δε τα ολίγα λέγω περί των αρρένων θεών σας· ούτοι είναι οι κομπασμοί των σοφών σας, το δε φρικτότερον και ανόσιον, να καταβιβάζετε το υπερκόσμιον όνομα της θεότητος και τον προς ταύτην σεβασμόν εις ηδυπαθή θηλυπρέπειαν και να σέβεσθε θεούς θηλείας όπως την Ρέαν και την Ήραν τας αμαρτωλάς, την ξενοτόκον Άρτεμιν, την μοιχαλίδα Αφροδίτην και χιλιάδων άλλων κιναίδων ανδρών συρφετόν. Πως λοιπόν ταύτα δεν είναι απόδειξις εσχάτης ανοησίας και φοβεράς μανίας και αθεϊας; Πρέπει λοιπόν τούτους τους θεούς να λατρεύωμεν και παρά τούτων τα προς σωτηρίαν να ζητώμεν; Και να παραδεχώμεθα τούτους ως αρχηγούς σωφροσύνης και διδασκάλους αρίστους και σωτήρας ψυχών, ως τα πάντα ευτάκτως και σωτηρίως κυβερνώντας, αυτούς, οίτινες, δια μυρίων επαναστάσεων, πολέμων και ταραχών τα πάντα επιτυγχάνουσι; Να παραδεχώμεθα θεούς τους προς αλλήλους στασιάζοντας; Ώστε, λοιπόν, προς τούτους ο βασιλεύς διατάσσει να προσέλθωμεν και ως θεούς να πιστεύωμεν και δια θυσιών να εξυμνούμεν και δι’ ιερατικών οργίων να θεραπεύωμεν; Άπαγε! Ουδέ να ακούσω επιθυμώ τον ανόσιον τούτον τρόπον του σεβασμού. Διότι ο δια τούτων ευχαριστούμενος είναι ανάγκη να είναι κατώτερος των σεβαζομένων και θερμότερος ζηλωτής των πράξεών των, των αξιοκατακρίτων, γενικώς δε ειπείν μετ’ αυτών να κολάζεται. Δι’ όλα αυτά οικτείρω υμάς και τον βασιλέα, τον παραβάντα φρικτούς όρκους και αθετήσαντα υποσχέσεις τας οποίας έδωσε προς τον σεβαστόν Κωνσταντίνον. Οικτείρω τον αρνηθέντα τον ζώντα και αϊδιον και άφθαρτον Θεόν, τον και την βασιλείαν προς αυτόν δωρήσαντα και προδήλως παραχωρήσαντα νίκην λαμπράν, ότε κατά του Μαξιμίνου επολέμησεν, ευθύς όμως μετά ταύτα υποταχθέντα και υποδουλωθέντα εις εκείνους τους οποίους προείπον ψευδωνύμους και κιβδήλους θεούς, τους οποίους, εάν ανανήφων αρνηθή και προσέλθη εις τον όντως Θεόν, δεν θέλει ούτος απομακρύνει αυτόν, ως εύσπλαγχνος. Αι υπέρ του τοιούτου Παναγάθου Θεού απειλούμεναι παρ’ υμών τιμωρίαι, χαρά παρ’ εμού και αγαλλίασις λογίζονται, ως και ο παρ’ υμών φρικτός νομιζόμενος θάνατος. Διότι ούτος ταχέως εκ των κακών του βίου θέλει με απολυτρώσει και προς τον ποθούμενον Κύριον, τον οποίον εκ σπαργάνων μητρός ηγάπησα, θέλει με αποστείλει. Τας δε παρ’ υμών προτεινομένας υψηλάς τιμάς, ως σκύβαλα και έτι τούτων ευτελεστέρας υπολογίζω. Ταύτα λοιπόν αφού αναφέρης εις τον βασιλέα (συνέχισε λέγων ο Άγιος εις τον έπαρχον), βεβαίωσον και τούτο, να μη ελπίζη τίποτε πλέον να ακούση παρ’ εμού και ας μη νομίζη ότι θέλω πράξει τι εξ εκείνων τα οποία προστάσσει. Ας πράξη λοιπόν αυτό το οποίον επιθυμεί».                    Καταταραχθείς λοιπόν εκ των λόγων τούτων του Αγίου ο έπαρχος και ουδέ το στόμα δυνηθείς να ανοίξη, μετέβη προς τον Λικίνιον και ανέφερε ταύτα συμπληρώσας ότι «Τείχος αδαμάντινον προσεβάλομεν, είναι δε ευκολώτερον να πείση εκείνος ημάς ή αυτός να πεισθή παρ’ ημών». Καταπλαγείς τότε ο Λικίνιος και φοβούμενος την του Μάρτυρος παρρησίαν, μήπως ταύτα λέγων δημοσία διαπομπεύση την των βεβήλων θεών ασεβή θρησκείαν και τοιουτοτρόπως πολλούς εκ της των ειδωλολατρών θρησκείας αποσπάση, εσκέφθη να αποφασίση ευθύς κατά του Αγίου τον θάνατον. Όμως είπεν εις τον έπαρχον· «Πάλιν δια της πείρας σου πρόσφερον κολακείας και δείξον τρυφερότητα και πάλιν περισσότερον επίμεινε, μήπως παραδιδόμενος εις περισσοτέρας δωρεάς αναγκασθή να υποκύψη εις το παρ’ ημών επιδιωκόμενον. Εάν δε παραμείνη απειθών όλως διόλου, απόκοψον δια ξίφους την επίμονον αυτού κεφαλήν και ρίψον αυτήν ατιμωτικώς εις την θάλασσαν μακράν του αμοίρου σώματος, ώστε ούτε νομίμως να ταφή, ούτε οι Χριστιανοί χαίροντες να λάβωσι τούτο και να το τιμήσωσι μετά μεγάλου σεβασμού». Ταύτα ο έπαρχος διεβίβασεν εις τον Άγιον. Αλλ’ αν και μετεχειρίσθη τρόπον θωπευτικόν, ο του Χριστού Αθλητής έμενεν άκαμπτος· μάλλον δε και θερμότερος εδεικνύετο, εις το να ποθή διακαώς το Μαρτύριον. Δια τούτο μη υπομένων πλέον ο έπαρχος και αφού εμαστίγωσε πρότερον τον Άγιον, απήγγειλε την του θανάτου απόφασιν. Ο δε Άγιος Μάρτυς Βασιλεύς πλήρης ευφροσύνης προσήρχετο προς το Μαρτύριον, απελευθερούμενος του παρόντος βίου ως από δεσμωτηρίου και εις κατάλληλον στιγμήν ανέπεμψε προς Κύριον ευπρόσδεκτον ψαλμωδίαν και ευχαρίστως ύμνει τον Θεόν, τον ούτω, κατά το συμφέρον εις αυτόν, πάντα οικονομήσαντα. Κατόπιν, σταθείς εις θέσιν προσευχής, ως φιλόστοργος πατήρ και υπέρ πάντα άλλον φιλότεκνος ηυχήθη το ποίμνιον δια των εξής λόγων· «Κύριε ο Θεός μου, ο δια του λόγου τα σύμπαντα δημιουργήσας, τα τε ορατά και τα αόρατα και δια του ρήματος της δυνάμεώς Σου σοφώς συγκρατών και σωτηρίως διακυβερνών, επάκουσόν μου της δεήσεως και διαφύλαξον από παντός κινδύνου το πιστόν σου ποίμνιον τούτο, του οποίου κατέστησάς με Ποιμένα καθώς και πάσαν την περιοχήν ταύτην και ρύσαι αυτούς από πάσης ματαιότητος των ειδώλων, αιρετικής φλυαρίας και δαιμονικών τεχνασμάτων. Λύτρωσαι αυτούς από πάσης κακώσεως, πάσης θεηλάτου οργής και πάσης μάστιγος και κατάστησον αυτόν λαόν ευαρεστούντα Σοι, ίνα εν αυτοίς δοξάζηται το πανάγιόν Σου όνομα, ότι Σοι η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα δε ειπών και ασπασάμενος δι’ αγίου φιλήματος τους Κληρικούς και τον Ελπιδοφόρον είπεν εν χαρά εις τον δήμιον· «Πράξον, ω φίλε, το προσταχθέν σοι». Ούτω χαίρων αποτμηθείς, εξεδήμησε προς Κύριον ο μακάριος Βασιλεύς. Αλλά και μετά το τέλος του μακαρίου ανδρός ο διώκτης τύραννος δεν ηρέμησεν, αλλ’ ώρισεν, ίνα το καλλίνικον σώμα ατίμως απορριφθή εις την θάλασσαν μόνον και μακράν από της πόλεως, ίνα μη εύρωσιν αυτό οι Χριστιανοί και δεόντως το τιμήσωσι. Τούτο όμως ούτως ωκονόμησεν ο Κύριος, ίνα και η θάλασσα και η των υδάτων φύσις αγιασθή δια τούτου, καθό προμιανθείσα δι’ αμαρτωλών αιμάτων. Δια ταύτα λοιπόν εθλίβοντο βαθύτατα οι Κληρικοί, μάλιστα δε διότι ουδέ να τον θάψουν κατηξιώθησαν, ουδέ την θεολόγον να παραλάβωσι Κάραν, ίνα έχωσι ταύτην ως Λείψανον σωτήριον και πάντων των δυσχερών συμβάντων ιερόν προφυλακτήριον, αλλά και η πατρίς μεγίστην προστασίαν και σκέπην. Όμως ο Κύριος δεν αφήκε τούτους απαραμυθήτους. Διότι αμέσως κατά την επομένην νύκτα, θείος Άγγελος εφάνη τρις προς τον Ελπιδοφόρον και ανήγγειλε προς τούτον ότι ο Επίσκοπος και Μάρτυς Βασιλεύς παρευρίσκεται εις Σινώπην και εκεί σας αναμένει. Θαυμάζων τότε ο Ελπιδοφόρος έσπευσε και ανεκοίνωσε προς πάντας την οπτασίαν ταύτην, άπαντες δε αφού ήκουσαν ταύτα ανέπνευσαν και της πολλής αθυμίας απηλλάγησαν. Επειδή δε και ο Διάκονος Παρθένιος παρόμοια είδε καθ’ ύπνον, αδιστάκτως ενεπιστεύθησαν εις την θείαν ταύτην οπτασίαν και επιβάντες πλοίου εξ Αμισού ήλθον εις Σινώπην και παρεκάλουν έτι θερμότερον τον Θεόν να υποδείξη εις τούτους το υπό της ψυχής των ποθούμενον, καθοδηγών αυτούς εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκετο ο προσφιλής των. Διο και της προσευχής των δεν απέτυχον. Διότι και ο άλλοτε επιφανείς εις τον Ελπιδοφόρον θείος Άγγελος, εφάνη και πάλιν και υπέδειξε τον τόπον προς το ακρωτήριον της Σινώπης. Εις το ακρωτήριον αυτό, κάτω από την επιφάνειαν της θαλάσσης ευρίσκετο, ως πολύτιμος μαργαρίτης, ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού Βασιλεύς. Απλώσαντες δε εκείνοι τα της πίστεως δίκτυα, ανείλκυσαν εκ του βυθού το ιερόν Λείψανον άρτιον, ολόκληρον, άφθαρτον, ω του θαύματος! εφαίνετο δε τούτο ως να εκοιμάτο, πεπληρωμένον υπάρχον θείας Χάριτος, η δε ιερά αυτού κεφαλή ήτο προσηρμοσμένη εις το καλλίνικον σώμα και μόνον ως ερυθρά ταινία εφαίνετο η τομή. Τα πάντα τότε επληρώθησαν ευωδίας αρρήτου κατά πολύ ευωδεστέρας πολυτίμων μύρων και αρωμάτων και παντός άλλου αρώματος εξ όσων η Ινδική χώρα και η πλουσία Ανατολή παράγει. Ταύτα δε, αν και το μαρτυρικόν και αθλοφόρον σώμα παρέμεινεν επί τόσας ημέρας εντός της θαλασσίας φθοράς και εν τω μέσω των κητών της θαλάσσης. Αλλ’ υποχωρούν τα στοιχεία και η θάλασσα και τα θηρία προ των θεραπόντων του Θεού και τα υπέρ την φύσιν υπηρετούσιν. Παραλαβόντες λοιπόν το πάντιμον σκήνος οι ιεροί μαθηταί και ο φιλομάρτυς Ελπιδοφόρος, μετά χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και εντίμως κηδεύσαντες, απέθεσαν τούτο εντός ξυλίνης λάρνακος, μετεκόμισαν δε τούτο εις την πατρίδα των, την ποίμνην του Αγίου, κατέθεντο δε τούτο εν τάφω εις τον πρώην παρ’ αυτού ανεγερθέντα Ναόν, διασφαλίσαντες αυτό ως θησαυρόν αναφαίρετον, πολυτίμων λίθων διαφανέστερον και χρυσού καθαρού τιμαλφέστερον.                                                Αυτός είναι ο Βίος, οι λόγοι, οι αγώνες, οι άθλοι και η μακαρία τελείωσις του θείου Πατρός ημών Βασιλέως. Ούτω η γη και η θάλασσα του Ευξείνου και της Προποντίδος δι’ αυτού ηγιάσθη, αι δε δύο πόλεις η Αμάσεια και η Σινώπη, αγιασμού εξαιρέτου απήλαυσαν. Η Σινώπη, η μετά τον εξαίσιον και φρικτόν ανάπλουν προσδεχθείσα τον καλλίνικον και ως δια βασιλικής αλουργίδος και κοσμήματος δια τούτου κατακοσμηθείσα, δια της αμάχου δε προστασίας τούτου περιτειχιζομένη και η Αμάσεια η τούτον γεννήσασα και διαθρέψασα, η υπ’ αυτού ποιμανθείσα και της ποιμαντικής τούτου απολαμβάνουσα και το θείον σκήνος εγκολπωθείσα. Επί πλέον δε πλουτίζουσα δια του πλούτου του παμμεγίστου Ιεράρχου, του πολιούχου, του αγρύπνου φύλακος, του της χαραυγής νοητού αστέρος, του ακόμη περισσότερον από τον αισθητόν αστέρα ψυχάς διαφωτίζοντος και καταλάμποντος. Διότι του μεν αισθητού αστέρος η νυξ ή μικρόν τι νέφος επισκιάζει το φως, του δε νοητού τούτου αστέρος, του Ιερομάρτυρος Βασιλέως, άσβεστοι και αειλαμπείς είναι αι ακτίνες και ανέσπεροι αι μαρμαρυγαί. Ουδείς δε ας μη εκπλήσσεται δια τα εν τη θαλάσση παραχωρηθέντα εις τον Μάρτυρα. Διότι, εν συγκρίσει προς την δημιουργίαν του ουρανού και του ηλίου, της σελήνης και των αστέρων, της γης και της θαλάσσης και του μεγέθους των απεράντων πόντων, ως και προς την πρωμένην μεγαλοπρέπειαν, το ως προς τον Άγιον Βασιλέα ιστορούμενον θαύμα, παιδιά λογίζεται μεταξύ των έργων του Θεού, του τα πάντα καθοδηγούντος δια μόνου του θελήματός Του και προς την θέλησίν Του κατευθύνοντος, προς τον οποίον παρευρισκόμενος νυν ο πράγματι ουράνιος ούτος Ιερεύς, προσφέρει θυσίαν ανάλογον προς τους Αγγέλους, επί του νοερού θυσιαστηρίου, θυσίαν την οποίαν πάντοτε θερμώς επεθύμησεν. Αλλ’, ω ιερά κεφαλή, των Ιερομαρτύρων το εγκαλλώπισμα, τους την πανένδοξόν σου πανήγυριν επιτελούντας και την άθλησίν σου διακηρύττοντας, την οποίαν ο Ύψιστος εδόξασε δια της σεπτής Αυτού Αναστάσεως, σκέπε δια του ελέους σου, παρακαλών τον Κύριον χάριν αυτών, τον δοξάσαντά σε και δι’ ουρανίου στεφάνου στεφανώσαντα· Ω τιμή και δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: