ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΑΣ -- του Οσίου Πατρός ημών Εφραίμ του Σύρου.

Εις την πρώτην ταύτην και επίσημον ημέραν, ότε ψάλλονται ενδόξως τα μυστήρια του μονογενούς Υιού, ας βοήσωμεν εν ύμνοις εις την Εκκλησίαν, την νύμφην του Χριστού, κηρύσσοντες τα έπαθλα των Αγίων Πατέρων και ψάλλοντες επαίνους εις τους κατοικούντας την έρημον. Ας είπωμεν τους αγώνας εκείνων, οίτινες αφήκαν τας πόλεις, και ηθέλησαν μετά πόθου να κατοικήσωσιν εις την έρημον, εις ωφέλειαν πάντων, όσοι ακούουσιν. Αν δε και τις ευρεθή απών, συναριθμείται όμως μετά των παρόντων, και γίνεται συγκοινωνός δια των ευχών των Οσίων Πατέρων, και δια των ευχών των ακροατών σώζεται ο λέγων. Δεν απέχουσιν αφ’ ημών οι Όσιοι Πατέρες, διότι αυτοί πάντοτε ποθούσιν ημάς και προσεύχονται δια τα πταίσματα ημών. Διότι δεν είναι ευτελείς καθώς είναι ένδοξοι, ούτε ελάχιστοι καθώς είναι έντιμοι, ούτε πάλιν αμαθείς. Είναι δε διδάσκαλοι πάντων των ανθρώπων, δι’ έργων αγαθών. Διότι αυτοί διδάσκονται εκ του ιδίου Δεσπότου. Πλανώνται εις τα όρη και τρέφονται ως θηρία· είναι τέλειοι, πλήρεις δικαιοσύνης, επειδή είναι τέκνα του Αγίου Πνεύματος.

Δεν λύουσι τον νόμον, την ιερωσύνην τηρούσι, τας εντολάς φυλάττουσι· δεν ανθίστανται εις τον νόμον, επειδή είναι θερμοί εις την πίστιν. Όταν δε παρίστανται οι τίμιοι Ιερείς εις την Αγίαν Τράπεζαν δια να επιτελέσωσι την θείαν Λειτουργίαν, αυτοί πρώτοι, εκτείναντες τας χείρας, δέχονται εν πίστει το σώμα του Δεσπότου, όστις είναι πάντοτε μετ’ αυτών. Είναι ως περιστεραί πετασθείσαι εις τα ύψη, αίτινες έπηξαν τας φωλεάς αυτών εις τον Σταυρόν. Εις τόπους ερημικούς πλανώνται ως πρόβατα· ως δε ήκουσαν την φωνήν του Ποιμένος, ευθύς εγνώρισαν τον αγαθόν Δεσπότην. Ούτοι είναι οι έμποροι οι εξελθόντες δια να ζητήσωσι τον καλόν Μαργαρίτην. Αθληταί είναι ούτοι, δόκιμοι ευσεβείας. Κλίνατέ μοι τα ώτα υμών, ακούσατε την ώραν, δια να διηγηθώ την πολιτείαν των Πατέρων, οίτινες κατοικούσι την έρημον. Φέρετε τον νουν υμών εν τω μέσω της ερημίας, και εκεί θέλετε ίδει θαύμα και δόξαν. Ας απέλθωμεν ταχέως και ας διαγράψωμεν τύπους αγαθούς της πολιτείας αυτών. Διότι ο πόθος αυτών πολύ με αναγκάζει, ίνα απελθών λάβω εκ των θησαυρών αυτών. Ο βίος αυτών με φοβίζει να προσέλθω κρυφίως εις αυτούς, εις τούτο δε συνίσταται το να προσέλθη τις ευθύς εις αυτούς, ότι όταν κλίνωσι γόνυ δια να προσευχηθώσι, δύνανται να με κάμωσιν εδραίον, ενώ είμαι αμελής· όταν υψώνωσι τας χείρας εις τον ουρανόν, τότε ενδυναμούται η φωνή μου, όπως πιστώς υμνήσω τον Θεόν· όταν λιτανεύωσι, τότε ανυψούται ο νους μου και χαίρει εις την πραότητα αυτών· ομοίως και η γλώσσα μου χαίρει εις την πολιτείαν αυτών. Εάν δε εις εξ αυτών χύση εν νέφος δακρύων υπέρ των πταισμάτων ημών, ευθύς θα εισακουσθή. Προς αυτόν τον Χριστόν παρωμοιώθησαν οι Άγιοι εκείνοι, και εξ αυτού έχουσι οίκους εν τη ερήμω. Διότι δεν εμποδίζει τους αγαθούς θησαυρούς του από τους ερχομένους και την ενάτην ή ενδεκάτην ώραν, αλλ’ ως αγαθός Δεσπότης δίδει πρώτον τον μισθόν εις τον εργάτην, όστις ήλθε και ειργάσθη εις τον αμπελώνα την ενδεκάτην ώραν. Προθύμως ανοίγεται ο θησαυρός, και δίδεται ο πλούτος εις τους θέλοντας να προσέλθωσι, και να στολισθώσι δια της δόξης, δια της οποίας αυτοί πάντοτε είναι εστολισμένοι, και να αναλάβωσι τύπους καλούς και ενδόξους, και να γίνωσι μιμηταί της πολιτείας τούτων. Εάν τις πάλιν σπουδάση να υπάγη, και να στολισθή δια της στολής, την οποίαν εκείνοι έχουσι, πλουτεί τον πλούτον εκείνων. Και αν τις μείνη πλησίον αυτών, ευθύς αρχίζει να χαρίζη εις τους ζητούντας δεήσεις, καθώς αυτοί χαρίζουσιν εις άπαντας τους αιτούντας, και δίδουσιν εις πάντας, εξ όσων αυτοί έχουσι. Προσελθόντες ας λάβωμεν καλήν δόσιν παρ’ αυτών, ευχήν ομού και τρυφήν· ας λάβωμεν την αγάπην αυτών, ήτις είναι ένδοξος περισσότερον παρά τον τίμιον λίθον, και τον ένδοξον σμάραγδον, και αντί μαργαριτών ας λάβωμεν την Πίστιν αυτών. Συ, ω ένδοξος δύναμις, δια την οποίαν αυτοί πλανώνται εις τα όρη και εις τα βουνά και σπήλαια και οπάς, δίδε μου δύναμιν, και στερέωσον την γλώσσαν μου, δια να δυνηθώ να λαλήσω την πολιτείαν τούτων, και να μη παραλείψω ουδέν εκ του λαμπρού αυτών αγώνος. Δια τούτο λοιπόν ας ρίψωμεν αφ’ εαυτών τα όπλα του Σατανά, και καθαρίσαντες εντελώς τας καρδίας ημών, και ποιήσαντες εις εαυτούς πτερά περιστεράς, και αναπετάξαντες, ας φθάσωμεν δια να ίδωμεν την διδασκαλίαν αυτών, οι οποίοι αφήκαν τας πόλεις και τους θορύβους αυτών και επόθησαν μάλλον τα όρη και την έρημον. Απελθόντες ας ίδωμεν τας κατοικίας εκείνων, και πως κάθηνται ως νεκροί εις τους τάφους. Απελθόντες ας ίδωμεν την τρυφήν, την οποίαν τρυφώσι πάντοτε εν ευφροσύνη ανά μέσον ορέων. Απελθόντες ας ίδωμεν τους μισήσαντας τον κόσμον, και ποθήσαντας νάλλον να διάγωσιν εν ερήμω. Απελθόντες ας ίδωμεν τα σώματα εκείνων, και πως δια των τριχών αυτών εστολίσθησαν. Απελθόντες ας ίδωμεν τους σάκκους εκείνων, τους οποίους φορούντες εν χαρά δοξάζουσι τον Θεόν. Απελθόντες ας ίδωμεν το πρόσωπον εκείνων, πως δια της σοβαρότητος λαμπρύνουσι τας ψυχάς αυτών. Απελθόντες ας ίδωμεν μετ’ αυτών τους Αγγέλους άδοντας και ψάλλοντας εν πολλή ευφροσύνη. Απελθόντες ας ίδωμεν τα ποτήρια αυτών αναμεμιγμένα μετά των δακρύων αυτών. Απελθόντες ας ίδωμεν τας τραπέζας εκείνων πεπληρωμένας πάντοτε εκ χόρτων αγρίων. Προσέλθετε να ίδωμεν τους λίθους, τους οποίους εκείνοι θέτουσιν υπό τας κεφαλάς των. Απελθόντες ας λάβωμεν από των τριχών των Αγίων δια να έχωμεν εις ημάς συμπαθητικόν τον Δεσπότην. Ληστής αυτούς αν ίδη, ευθύς πίπτων προσκυνεί, επειδή δια του Σταυρού πάντοτε είναι εστολισμένοι. Όταν τα άγρια ζώα ίδωσι τους σάκκους τούτων, ευθύς αναχωρούσιν, επειδή βλέπουσι μέγα θαύμα. Παν ερπετόν πατούσι δια των ποδών αυτών, διότι είναι υποδεδεμένοι με πίστιν δικαιοσύνης. Όταν δε ίδη αυτούς ο Σατανάς, ευθύς φρίττει,και οδυνηρώς βοήσας απέρχεται πάραυτα, επειδή κατέσπασε μυριάδας παγίδων ιστάμενος όπισθεν αυτών, και δεν ηδυνήθη παντελώς να βλάψη τους Δικαίους. Διότι δεν ήσαν οκνηροί, ως ημείς οι άφρονες, αλλά γενναίως πάντες επολέμουν τον εχθρόν, έως ου συνέτριψαν τελείως τον Σατανάν υπό τους πόδας αυτών, δια τούτο εξουδένωσαν τας επιβουλάς αυτού και δεν εδειλίασαν πάσας τας μηχανάς αυτού. Πλούτον εάν δείξης εις αυτούς, δι’ ουδέν τον νομίζουσιν, αλλά καταφρονήσαντες, πατούσιν αυτόν ως πέτρας· διότι έχουσι τον πλούτον εις τους ουρανούς μετά των Αγίων Αγγέλων. Πείνα δεν θλίβει αυτούς, διότι είναι χορτασμένοι εκ του άρτου της ζωής, δηλαδή του Χριστού, όστις καταβαίνει εκ των αγίων ουρανών. Ομοίως δε και η δίψα δεν καταφλέγει αυτούς, διότι έχουσι πάντοτε εις την ψυχήν αυτών, και εις την γλώσσαν ομοίως τον Χριστόν, την ζώσαν πηγήν. Ο πονηρός Σατανάς δεν δύναται να ταράξη τους λογισμούς ενός εξ αυτών, διότι έθεσαν θεμέλιον επί της πέτρας. Κατοικούσιν εις τα σπήλαια και εις τας νάπας, ως εις κουβούκλια· τα δε όρη και βουνά, τα οποία έχουσι κύκλω, αγαπώσιν ως τείχη υψηλά. Τράπεζα αυτών είναι πάσα γη, και τα όρη ομοίως και το δείπνον αυτών είναι τα άγρια χόρτα. Το καλλίτερον αυτών ποτόν είναι το ύδωρ των ρυακίων, ο δε οίνος ομοίως εκ των λάκκων των πετρών. Εκκλησίας έχουσι τας γλώσσας των, δι’ ων προσεύχονται πάντοτε. Κατά τας δώδεκα ώρας της ημέρας προσεύχονται προς τον Δεσπότην αυτών. Η δοξολογία την οποίαν ψάλλουσιν εις τα όρη και εις τα σπήλαια προσφέρεται θυσία ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν. Αυτοί είναι δι’ εαυτούς ιερείς και θεραπεύουσι τας ασθενείας ημών δια των προσευχών των· διότι πρεσβεύουσι πάντοτε υπέρ ημών. Δεν φρονούσιν υψηλά, ούτε επιζητούσι την πρωτοκαθεδρίαν, αλλά δόξα εις αυτούς είναι η ταπεινοφροσύνη, γινόμενοι δια τούτο μιμηταί του Χριστού, όστις επτώχευσε δι’ ημάς τους αθλίους. Δεν αναπαύονται διόλου εις τον κόσμον, επειδή ελπίζουσι να αναπαυθώσιν εκεί. Ας γίνωμεν λοιπόν και ημείς όμοιοι με τους κατοικούντας τα όρη και μέτοχοι της πολιτείας των. Διότι ούτοι πλανώνται με τα θηρία, και ίπτανται ως πετεινά εις τα όρη, και βόσκονται ως έλαφοι μετ’ αγρίων· η δε τράπεζα αυτών είναι πάντοτε ετοίμη, διότι χλόην και χόρτον πάντοτε τρώγουσι. Και ως λύχνοι πλανώμενοι εις τα όρη φωτίζουσι, και όλοι όσοι πλησιάζουσιν αυτούς μετά πολλού πόθου, φωτίζονται εις το φως εκείνων. Οι Πατέρες εις την έρημον είναι ως τείχος στερεόν· διότι ειρηνεύουσι τον τόπον όπου κατοικούσιν. Όπου ήθελε καταντήσει και εις εκ τούτων των Πατέρων, κύκλω αυτού είναι πάσα ειρήνη. Περιτρέχουσιν εις τα βουνά ως αι περιστεραί, και ως αετοί εις τα υψηλά όρη και εις τα σπήλαια. Και τον μεν βασιλέα ίσως στενοχωρεί το παλάτιον, εις αυτούς όμως είναι ευρύχωροι αι οπαί της γης. Φορούντες τα τρίχινα οι Όσιοι Πατέρες αγάλλονται περισσότερον από τους φορούντας την πορφύραν. Και η μεν πορφύρα κατετρίφθη, ο δε σάκκος διαρκεί δια την υπομονήν των Αγίων Πατέρων. Εβδελύχθησαν την υπερηφάνειαν και ησπάσθησαν πολύ την μεγάλην ταπείνωσιν. Εμίσησαν πάσαν δόξαν του ματαίου κόσμου, και ιδού δοξάζονται υπό πάντων των ανθρώπων δια την ταπείνωσιν και πολλήν πραότητα. Ούτε οι βασιλείς απολαμβάνουσι τοιαύτην ανάπαυσιν, οποίαν απολαμβάνουσιν οι Πατέρες εις την έρημον, διότι ο Χριστός είναι η αγαλλίασις αυτών. Τρώγουσιν ως θηρία χόρτα εις την έρημον, επειδή ελπίζουσι ν’ απολαύσωσι τον Παράδεισον. Όταν δε πλανώνται εις τα όρη, πλαγιάζουσιν επί της γης ως εις τρυφήν· όταν δε υπνώσωσιν, εγείρονται με σπουδήν και υμνούσιν ως σάλπιγγες Χριστόν τον ποθούμενον. Τάγματα Αγγέλων είναι πάντοτε με αυτούς και τους περιστοιχίζουσι, και τους φυλάττουσι πάντοτε. Η Χάρις του Δεσπότου είναι πάντοτε με αυτούς, και δεν αφήνει τον εχθρόν να τους απατήση. Όταν κλίνωσι γόνυ προς προσευχήν, σχηματίζουσι ρύακας από τα δάκρυά των. Όταν δε τελειώσωσι την δοξολογίαν των, εγείρεται ο Δεσπότης να υπηρετήση τους δούλους του. Όταν γίνη όρθρος, επάραντες ευθύς τα πτερά των πετώσιν εις όλην την οικουμένην, διότι δεν είναι φανερά η κατοικία των Αγίων Πατέρων, υπάρχουσα εν τη Εδέμ. Όπου καταλάβη αυτούς η δύσις του ηλίου, και όπου φθάση αυτούς η νυξ, εκεί καταλύουσι και μένουσι. Δεν φροντίζουσι δια τάφους· διότι είναι νεκροί σταυρωθέντες εις τον κόσμον δια τον πόθον του Χριστού. Διότι όπου ετελείωσε τις εξ αυτών την νηστείαν του, εκεί εις τον ίδιον τόπον έγινε και ο τάφος του. Πολλοί εξ αυτών, ενώ έκλιναν γόνυ δια να προσευχηθώσιν, ανεπαύθησαν ησύχως έμπροσθεν του Δεσπότου. Άλλοι πάλιν, στηριχθέντες επί πέτρας, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Δεσπότην των. Άλλος πάλιν, ενώ έτυχε να περιπατή εις το όρος, απέθανε και έγινε δι’ αυτόν ο τόπος τάφος και θάπτης. Άλλος πάλιν σχηματίσας εαυτόν ετάφη στερεωθείς εις την Χάριν του Δεσπότου του, άλλος δε βοσκόμενος εις την χλόην του Δεσπότου νυστάξας απέπνευσεν εις την τράπεζάν του. Άλλος ενώ ίστατο εις το όρος και έψαλλε και προσηύχετο, ήλθεν ο θάνατος και ετελείωσε την προσευχήν του. Πάντες ούτοι προσμένουσι την φωνήν, ήτις θα τους εγείρη, και ανθούσιν ως άνθη πνέοντα ευωδίαν. Όταν προσταχθή η γη να εξαγάγη τους νεκρούς, ούτοι βλαστάνουσιν ευθύς, ανθούντες ως κρίνα· και τότε ο Δεσπότης, αντί του πολλού κόπου ον αυτοί υπέμειναν εις τον κόσμον τούτον δι’ αγάπην του, χαρίζει εις αυτούς την αιώνιον ζωήν· και αντί των τριχών αυτών χαρίζει στέμμα ένδοξον· και αντί των τριχίνων ενδυμάτων, με τα οποία εκακοπάθησαν εις τον πρόσκαιρον τούτον κόσμον, χαρίζει εις αυτούς στολήν ένδοξον· αντί δε των χόρτων και του ολίγου ύδατος, γίνεται εις αυτούς ο Χριστός βρώσις και πόσις· αντί δε των οπών της γης, εις τας οποίας αυτοί κατώκησαν, χαρίζει εις αυτούς ο Χριστός τον μέγαν Παράδεισον. Επειδή επεθύμησαν να έχωσι θλίψιν εις τούτον τον κόσμον, χαρίζει εις αυτούς την μεγάλην εκείνην χαράν. Δεν είναι όμως δυνατόν με τον λόγον να φανερώση τις την πολλήν ευφροσύνην, την οποίαν θα απολαύσωσι πάντες οι Άγιοι, όσοι εθλίβησαν εις τον κόσμον τούτον θεληματικώς, και επολέμησαν τα μιαρά πάθη, και ενίκησαν τον εχθρόν, φυλάξαντες τας εντολάς του Θεού του Υψίστου. Δια τούτο μακαρίζουσι τους Αγίους οι Άγγελοι, και λέγουσι προς αυτούς· «Μακάριοι είσθε σεις, διότι με την φρόνησίν σας και την μεγάλην υπομονήν εκυβερνήσατε καλώς το σκάφος σας δια την αγάπην του Χριστού, και διηυθύνατε αυτό ασφαλώς επί της γης εις τας εντολάς του Χριστού, του αγαθού Δεσπότου. Δια τούτο κατηντήσατε εις ασφαλή λιμένα, και απηλαύσατε τον Χριστόν, τον οποίον εποθήσατε. Τώρα δε σας συγχαίρομεν, ω μακάριοι, διότι απηλλάγητε από τας παγίδας του εχθρού, και ήλθετε εις τον Χριστόν, όστις σας εστεφάνωσε, και είσθε ήδη κληρονόμοι της Βασιλείας του. Αμήν. Ταις των Οσίων σου πάντων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: