Τη Θ΄ (9η) Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ του θαυματουργού.

Ευστράτιος ο Όσιος πατήρ ημών κατήγετο από την χώραν την ονομαζομένην Ταρσίου, της επαρχίας Οπτημάτων, κόμης ων κατά την αξίαν, εκ της κωμοπόλεως Βιτζιανής, και υιός υπάρχων γονέων ευσεβών, Γεωργίου και Μεγεθούς, οίτινες έζων με αυτάρκη αγαθά, εν έτει ωη΄ (808). Ούτος λοιπόν καλώς ανατραφείς υπό των γονέων του, ότε έφθασεν εις το εικοστόν έτος της ηλικίας του, εκυριεύθη από τον θεϊκόν έρωτα· όθεν αφήσας τους γονείς του έφυγεν εις το όρος του Ολύμπου και ήλθεν εις το Μοναστήριον το καλούμενον των Αγαύρων, εις το οποίον έλαμψαν κατά την άσκησιν και αρετήν οι εκ μητρός θείοι αυτού, Βασίλειος και Γρηγόριος. Γενόμενος λοιπόν δεκτός από τους θείους του ο Ευστράτιος εκουρεύθη τας τρίχας της κεφαλής και έγινε Μοναχός.

Αφού ο θείος Ευστράτιος επέτυχε του ποθουμένου, υπηρέτει εις όλους τους αδελφούς με καρδίαν πρόθυμον και με ταπεινόν φρόνημα, χωρίς να έχη εις τον νουν του κανέν πράγμα του παρόντος αιώνος και χωρίς να αποκτά άλλο ειμή εν ύφασμα τρίχινον και έτερον από μαλλίον προβάτου, επί των οποίων ενεπαύετο. Εις όποιον δε τόπον ευρίσκετο, εκεί ελάμβανεν ολίγην άνεσιν, διότι δεν είχε τόπον διωρισμένον εις το να κοιμάται. Λέγουσι δε, ότι αφού έγινε Μοναχός, δεν εκοιμήθη ποτέ υπτίως· μήτε εις το αριστερόν μέρος του σώματος, καθ’ όλους τους εβδομήκοντα πέντε χρόνους της ασκήσεώς του. Αφού δε οι προ αυτού Ηγούμενοι του Μοναστηρίου ετελεύτησαν, τότε ο μέγας ούτος Ευστράτιος ανέλαβε την ηγουμενίαν των αδελφών, πεισθείς εις την εκείνων παράκλησιν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν Λέων ο θηριώνυμος, ήτοι Λέων ο καλούμενος Αρμένιος, επιστρέψας νικητής από τον κατά των Βουλγάρων πόλεμον, επανέστη κατά της βασιλείας του ευσεβεστάτου Μιχαήλ (του Κουροπαλάτου δηλαδή του Ραγκαβέ, του εν έτει ωια΄ (811) βασιλεύσαντος) και στερήσας αυτόν της συζύγου και των τέκνων του, και δέσας και κόψας την κόμην του, εξώρισεν εις την απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως ευρισκομένην νήσον της Πρώτης. Εκεί δε εις την Πρώτην ευρισκόμενος ο Μιχαήλ έγινε Μοναχός και διήνυσε την ζωήν του, τον δε υιόν του Θεοφύλακτον ηυνούχησεν ο Λέων, και την μητέρα του και τους αδελφούς του εξώρισεν. Αυτός, λέγω, ο αλιτήριος Λέων εσπούδαζε να ανακαινίση πάλιν την αίρεσιν των Εικονομάχων, την προ πολλών χρόνων σβεσθείσαν. Τότε όλοι οι Χριστιανοί άφησαν τας οικίας των και έφευγον, επομένως και ο Όσιος ούτος Ευστράτιος, παρακινηθείς υπό του Οσίου Ιωαννικίου του Μεγάλου, του εν τω Ολύμπω δηλαδή, αφήκε το Μοναστήριόν του και επανήλθεν εις την πατρίδα του. Ότε δε πάλιν η Εκκλησία ανέλαβε τον πρέποντα στολισμόν της δια της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, της γενομένης επί Μιχαήλ και Θεοδώρας εν έτει ωμβ΄ (842) τότε και οι Όσιοι και σημειοφόροι Πατέρες επέστρεψαν πάλιν εις τα Μοναστήριά των· τούτο δε έπραξε και ο Άγιος ούτος Ευστράτιος. Όθεν όλην μεν την ημέραν συνεκοπίαζεν αόκνως με τους αδελφούς εις τα σωματικά έργα, την δε νύκτα διήρχετο με στάσεις ολονυκτίους και γονυκλισίας· ου μόνον δε ταύτα, αλλά και ότε ετελείτο η κανονική ακολουθία και ψαλμωδία της Εκκλησίας, αυτός ο αοίδιμος, εισερχόμενος εις το Άγιον Βήμα, ίστατο από την αρχήν της ακολουθίας έως τέλους λέγων εκτενώς καθ’ εαυτόν το «Κύριε ελέησον». Όσα δε θαύματα έγιναν παρ’ αυτού δεν είναι δυνατόν να τα γράψη τις, επειδή είναι πολλά τον αριθμόν, τα οποία έλαβε παρά Θεού, ως σημείον αληθέστατον της προς αυτόν τον Θεόν ευαρεστήσεώς του. Ότε δε ο Άγιος έμελλε να απέλθη προς Κύριον, εκάλεσεν όλους τους υποτασσομένους εις αυτόν Μοναχούς και λέγει: «αδελφοί και πατέρες, ο καιρός της ζωής μου έλαβε τέλος· λοιπόν, τέκνα μου αγαπητά, φυλάξετε την παρακαταθήκην του αγίου σχήματος, ην παρελάβετε, ηξεύροντες ότι τα μεν παρόντα πράγματα είναι πρόσκαιρα και μάταια, τα δε μέλλοντα είναι αιώνια και άφθαρτα· όθεν σπουδάσατε, τέκνα μου, ίνα αξιωθήτε της μερίδος των σωζομένων». Ταύτα ειπών και προσευχηθείς εσφράγισεν αυτούς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού, είτα σηκώσας τους οφθαλμούς του εις τους ουρανούς, είπεν: «Εις χείρας σου, Κύριε, παρατίθημι το πνεύμα μου», και ευθύς ύπνωσε τον της αναπαύσεως ύπνον, ζήσας χρόνους ολοκλήρους ενενήκοντα πέντε. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: