Το Φως της Πίστεως δεν δίδεται εις τα υπερήφανα πνεύματα, ούτε εις τους οιηματίας, ούτε εις τους «παρ’ εαυτοίς φρονήμους», ούτε εις εκείνους τους Χριστιανούς, οι οποίοι συμβιβάζουν την εγκοσμίαν ευδαιμονίαν με την ευσέβειαν.
Αλλά δίδεται εις τους ταπεινούς, τους κλαίοντας, τους
προσευχομένους πολύ, τους πενθούντας εν Κυρίω, τους αγαπώντας τον σταυρόν του
Χριστού, τους κακοπαθούντας. Το φως τούτο δίδεται εις τους «μη έχοντας ώδε
μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούντας» και δια κλαυθμού ιερού βεβαιούντας
την προς αυτήν την πόλιν αγάπην των. Εις τους πεινώντας και διψώντας την
επιφάνειαν του Χριστού, όπως ο Δαυίδ κλαίων έλεγε : «Πότε ήξω και οφθήσομαι τω
προσώπω του Θεού; Εγενήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος νυκτός και ημέρας εν τω
λέγεσθαί μοι καθ’ εκάστην ημέραν, που εστιν ο Θεός σου»; Δίδεται εις τον θείον
Παύλον και τους αγίους Πατέρας, οι οποίοι εισδύσαντες εις την ουσίαν της ζωής
αυτής, δυνάμει της εκπληρώσεως όλων των εντολών – όλων – και της χάριτος του
Κυρίου, και διασχίσαντες τα νέφη της υλώδους φύσεως δια της αγάπης, εισήλθον
εις τον γνόφον των αλαλήτων και αφάτων μυστηρίων, και εκείθεν επέστρεψαν
κλαίοντες εις την γην, με ένα κλαυθμόν που κάμνει τον Θεόν να προσέχη τον
κλαίοντα και να τον ερωτά: «Τι βοάς προς με;». «Αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς
μου εν ασθενεία τελειούται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου