Λόγος εγκωμιαστικός του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, εις την ανακομιδή ομού και κατάθεσιν του τιμίου σώματος του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου εν τω εις την Λύδδαν Ναώ αυτού εορταζομένην κατά την Γ΄ (3ην) Νοεμβρίου.
Ημέρα χαρμόσυνος, και τις από τους Ορθοδόξους να μη χαρή; Ημέρα εορτάσιμος, και ποίος φιλόχριστος να μη εορτάση; Ημέρα μαρτυρική, και ποίος φιλομάρτυς να μη κροτήσει; Διότι σήμερα ο μεγαλοαθλητής του Χριστού Γεώργιος, καλεστής μας προεξάρχων της πανηγύρεως αυτής γνωρίζεται. Και πρότερον μεν, στον καιρό της ανοίξεως, εκάλεσε εμάς, για να εορτάσουμε το διά τον Χριστό ανδρειωμένον αυτού μαρτύριον. Τώρα πάλιν, στον καιρό τούτο του φθινοπώρου, μας καλεί ο αυτός, για να εορτάσουμε την εκ του τάφου ανακομιδή, και στον ναό της Λύδδας κατάθεση του αγίου του σώματος.
Τότε μεν, ευρισκόμενος στην Δύση, τώρα δε, μεταφερόμενος στην Ανατολή. Τότε, στην Ρώμη μαρτυρήσας, τώρα στην πατρίδα της μητρός του Παλαιστίνης, εκ του τάφου αναλάμψας. Τότε ζώντας, την του Χριστού πίστη κηρύττοντας, και τώρα νεκρός, τον ναό στην Λύδδα εγκαινιάζοντας. Τότε με το αίμα της σφαγής του αγιάζοντας την Ευρώπη, τώρα με την ανακομιδή του λειψάνου του ευωδιάζοντας την Ασία. Τότε με το μαρτύριό του, ευλογώντας την εαρινή ισημερία, και τώρα με την φανέρωση του σώματός του, ευλογώντας την μετοπωρινή ισημερία. Διότι πλούσιος ων και φιλότιμος εις τας δωρεάς και τα χαρίσματα ο μέγας Γεώργιος, δεν ηυχαριστήθη με ένα μόνο τρόπο και με μίαν εορτήν του να ευεργετήση το γένος των Ορθοδόξων, αλλά με διπλούν και με δύο εορτάς. Και επειδή δύο είναι τα καλλίτερα μέρη του κόσμου, η Ευρώπη και η Ασία, και δύο είναι οι καλλίτεροι καιροί του ενιαυτού, η άνοιξις και το φθινόπωρον, διά τούτο εφιλοτιμήθη ο θείος Γεώργιος να εκχύση αφθονοπαρόχως τας δωρεές του, τας χάριτας και ευλογίας, τόσον στην Ευρώπην, όσο και στην Ασίαν, τόσον εις την άνοιξιν, όσον και εις το φθινόπωρον. Και ούτως όχι μόνον να κηρύττηται εις τον κόσμον κοινός και οικουμενικός ευεργέτης, αλλά κατά τούτο να υπερτερή και τον, κατά τα άλλα ισότιμόν του, Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον, όστις εν μόνη τη Ευρώπη και εμαρτύρησε και ετάφη, και εν μόνω τω καιρώ του φθινοπώρου εορτάζεται. Καθώς λοιπόν, εις τον παλαιόν καιρόν, ο Πατριάρχης και πάγκαλος Ιωσήφ εν Αιγύπτω ευρισκόμενος και προγνωρίσας, ότι έχουν να ελευθερωθούν από εκεί οι ομόφυλοί του Εβραίοι, παρήγγειλεν εις αυτούς να πάρουν μαζί των τα λείψανά του, και να τα υπάγουν εις την Γην της Επαγγελίας, ήτοι εις την Παλαιστίνην, «Όρκω ώρκισεν Ιωσήφ τους υιούς Ισραήλ, λέγων· εν τη επισκοπή η επισκέψηται ο Θεός υμάς, και συνανοίσετε τα οστά μου εντεύθεν μεθ’ υμών» (Γεν. ν: 25). Τοιουτοτρόπως και ο μέγας Γεώργιος, ευρισκόμενος στην Ρώμην, αφού εμοίρασεν εις τους πτωχούς όσα υπάρχοντα είχε μαζί του, και αφού έλαβε για τον Χριστό εκείνα τα φοβερά και πολυποίκιλα μαρτύρια, όπου αναφέρει ο Βίος του, ύστερα ευρισκόμενος μέσα στην φυλακή, απεκοιμήθη λίγο, και ιδού βλέπει στο όραμά του τον Δεσπότη Χριστό. Ο Οποίος αφού του έβαλε λαμπρόν στέφανον στην κεφαλήν και τον εφίλησε γλυκύτατα, του είπε: ‘‘Μη φοβείσαι, Γεώργιε, ότι αύριον έρχεσαι να συμβασιλεύης μετ’ εμού εις τα ουράνια’’. Όθεν όταν εξύπνησεν ο Άγιος εκάλεσε τον δούλον του, και διηγηθείς εις αυτόν το όραμα, το οποίον είδεν, άρχισε να τον αποχαιρετά, λέγων εις αυτόν να χαίρη και να ευφραίνηται. Του παρήγγειλε δε, όπως μετά τον θάνατόν του, πάρη το σώμα του, και το υπάγη εις την Παλαιστίνην, την πατρίδα της μητρός του. Ομοίως να πάρη και την διαθήκην, την οποίαν είχε γραμμένην προτού να μαρτυρήση ο Άγιος, και να κάμη απαρασάλευτα καθώς αυτή διώριζεν. Ο δούλος λοιπόν, μετά την αποτομήν του Αγίου, επήρε το πολύαθλον εκείνο σώμα και το επήγνε εις την Παλαιστίνην, και εκεί το ενεταφίασε μετά πολλής τιμής και ευλαβείας ομού με άλλους Χριστιανούς, τελειώσας και όλας τας άλλας παραγγελίες του Αγίου ως ευχάριστος και ευγνώμων. Όταν δε έλαμψεν η ευσέβεια εις τον κόσμο και εβασίλευσεν ο Μέγας και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος, τότε οι Χριστιανοί οίτινες κατώκουν εις την κωμόπολη, ήτοι εις την μικράν πόλιν της Λύδδης, έχοντες πολλήν ευλάβειαν και αγάπην εις τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, έκτισαν θαυμαστόν και ωραιότατον Ναόν εις την πόλιν των επ’ ονόματι του Αγίου, όστις νυν είναι κατηδαφισμένος και μόνον το άγιον Βήμα αυτού σώζεται. Αφού δε ετελείωσεν ο μεγαλοπρεπής ούτος Ναός, ο τότε Αρχιερεύς, παραλαβών τον Κλήρον όλον και τον λαόν, επήγαν και ανεκόμισαν το αθλητικώτατον Σώμα του Μάρτυρος από τον τάφον, και τον αφανή τόπον εκείνον μέσα εις τον οποίον το είχε κρύψει ο δούλος του, και ω του θαύματος! ευρέθη τούτο σώον και ολόκληρον, και ευωδίαν αναπέμπον ουράνιον. Και λοιπόν, με θυμιάματα πολλά, με λαμπάδας και φωτοχυσίας, με άσματα και δοξολογίας, με μεγάλη παρρησίαν και προπομπήν, με πολλήν ευλάβειαν ηνωμένην με άλλην τόσην πνευματικήν χαράν, το εσήκωσαν και το επήγαν εις τον ρηθέντα Ναόν, και εκεί κατέθεσαν αυτό εν πολυτίμω και ωραία θήκη εντός του Αγίου Βήματος υποκάτω της Αγίας Τραπέζης, καθώς είναι συνήθεια να κατατίθηνται τα Μαρτυρικά Λείψανα εις των θείων Ναών τα εγκαίνια. Και ούτως επιτελέσαντες τα εγκαίνια του νέου Ναού κατά την σήμερον ημέραν, εδόξασαν τον Θεόν και τον τούτου Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον. Από τότε δε και ύστερα το Άγιον αυτό Λείψανον δεν έπαυεν από του να ενεργή πολλά θαύματα και ιατρείας εις τους ασθενείς εκείνους οίτινες ήθελαν προσκυνήσει αυτό ευλαβώς, και επικαλεσθή τον Άγιον με πίστιν θερμήν και αδίστακτον. Toιαύτη, ως εν συντόμω, εστάθη, αδελφοί μου αγαπητοί, η τότε γενομένη ανακομιδή ομού και κατάθεσις του σώματος του Αγίου και πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος και τροπαιοφόρου Γεωργίου, και δια την τοιαύτην υπόθεσιν παρέλαβε να εορτάζη σήμερον όλη η Ορθόδοξος και Αγία του Χριστού Εκκλησία. Και ημείς δε άπαντες δια τούτο εσυνάχθημεν, δια να πανηγυρίσωμεν και να δοξολογήσωμεν τον μέγαν Γεώργιον· και με κάθε δίκαιον τρόπον. Διότι ανίσως πάσα η άνω θριαμβεύουσα Εκκλησία των πρωτοτόκων και μακαρίων, έχουσα εις το μέσον της την παναγίαν ψυχήν και το μακάριον πνεύμα του Γεωργίου, πανηγυρίζει με όλας τας τάξεις των Αποστόλων, των Προφητών, των Μαρτύρων, των Ιεραρχών, των Οσίων, και με όλας τας χοροστασίας των αϋλων Αγγέλων, πως δεν είναι δίκαιον να συμπανηγυρίζη ομού και πάσα η κάτω στρατευομένη των πιστών Εκκλησία, με όλα τα τάγματα των Πατριαρχών, Αρχιερέων, Ιερέων, Μοναχών, βασιλέων, Αρχόντων και πάντων των λαών, έχουσα εις το μέσον της και απολαμβάνουσα το θαυματουργικώτατον και ζωομύριστον σώμα του Γεωργίου και ούτω να γίνηται μία κοινή πανήγυρις ουρανίων και επιγείων; Διότι η αυτή Χάρις του Θεού, ήτις ενοικούσα εις την ψυχήν του Γεωργίου εν ουρανοίς, μακαρίαν αυτήν εποίησεν, η αυτή ενοικούσα και εις το σώμα του Γεωργίου επί της γης, Άγιον αυτό και πηγήν ιαμάτων ανέδειξε. Και αν η Αγία Τριάς, ο άναρχος Πατήρ, ο συνάναρχος Υιός, και το Άγιον Πνεύμα, εδόξασε τον Γεώργιον, όχι μόνον ζώντα αλλά και μετά θάνατον, πως δεν είναι δίκαιον να τον δοξάζωμεν παρομοίως και ημείς οι καθ’ εκάστην απολαμβάνοντες τας αυτού χάριτας; Και αν ο Θεός ετίμησε με τόσα θαύματα τον Γεώργιον, όχι μόνον εις την άθλησίν του, αλλά και εις την σημερινήν ανακομιδήν του λειψάνου του, πως δεν είναι δίκαιον να τιμήσωμεν και ημείς την αυτήν ανακομιδήν του με τους κατά δύναμιν επαίνους και τα εγκώμια; Θέλεις να καταλάβης με ποία θαύματα ετίμησεν ο Θεός του Γεωργίου το πανάγιον Λείψανον; Ακολούθει μοι να υπάγωμεν εις τον Παράδεισον της τρυφής. Έφθασες εδώ; Άκουσον ποία απόφασις και καταδίκη εξεφωνήθη από το ίδιον στόμα του Πλάστου και Δημιουργού, μετά την παράβασιν, εναντίον του Προπάτορος Αδάμ και των απογόνων αυτού: «Γη ει, και εις γην απεέύση» (Γεν. γ: 19), όπερ θέλει να είπη, ότι: κατεδικάσθη ο άνθρωπος να αποθνήσκη πρωτον, χωριζομένης της ψυχής από του σώματος· έπειτα να ενταφιάζηται το σώμα του εις την γην. Εκεί λοιπόν μέσα γίνεται κατ’ αρχάς η καλουμένη από τους φυσικούς ανάζεσις, ήτοι ο αναβρασμός όλων των υγρών. Ακολούθως γίνεται σήψις· και μετά την σήψιν, φθορά όλων των σαρκών και απαλών μελών και μερών του σώματος. Μετά την φθοράν, γίνεται διαφθορά των νεύρων, των αρτηριών και όλων των μερών· και μετά την διαφθοράν, η καταφθορά, ήτοι η διάλυσις και αυτών των οστέων. Με ένα λόγον, απόφασιν έδωκεν ο Θεός να διαλύηται όλον το σώμα του ανθρώπου εις τα εξ ων συνετέθη στοιχεία, και μάλιστα εις την γην εξ ης επλάσθη· «Γη ει, και εις γην απελεύση».Η απόφασις αύτη είναι αμετάθετος· η καταδίκη αύτη έγινε νόμος κοινός και αμετασάλευτος εις όλην την ανθρωπίνην φύσιν, και όλοι όσοι εγεννήθησαν από του Πρωτοπλάστου Αδάμ είναι φυσικώς υποκείμενοι εις τούτον τον νόμον. Αλλ’ ο Θεός, ο πάντα ποιών και μετασκευάζων μόνω τω νεύματι, ούτος θέλει και δεικνύει ανώτερον του νόμου τούτου και της καταδίκης ταύτης το σώμα του Μάρτυρος Αυτού Γεωργίου. Διότι αυτό, και με όλον ότι ενεταφιάσθη, και με όλον ότι παρεδόθη εις την γην, δεν διελύθη όμως και εις την γην, κατά τον νόμον της φύσεως· αλλά ύστερον από διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριάκοντα ή και ακόμη περισσοτέρων έμεινεν αδιάλυτον και ολόκληρον με τα νεύρα, με το κρέας και με το δέρμα, κατά τον υπερφυσικόν νόμον της Χάριτος, επειδή η διαφθορά δεν ετόλμησε να πλησιάση εις το σώμα του Γεωργίου, βλέπουσα τούτο κατεστιγμένον με τόσας πληγάς και μαρτύρια, τα οποία έπαθε δια την αγάπην Εκείνου, του μη λαβόντος διαφθοράν εν τω τάφω, ήτοι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, περί ου γέγραπται· «ου δώσεις τον Όσιόν σου ιδείν διαφθοράν». Και πόθεν είναι φανερόν ότι ευρέθη σώον και αδιάλυτον το σώμα του Γεωργίου; Πρώτον εκ της παλαιάς παραδόσεως, την οποίαν έχομεν περί αυτού· και δεύτερον εκ του λόγου εκείνου, του εν τοις Μηναίοις πάσι γεγραμμένου κατά την σημερινήν ημέραν: «Τα εγκαίνια του Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του εν Λύδδη, ήτοι η κατάθεσις του τιμίου σώματος αυτού». Διότι βλέπε ότι εδώ δεν λέγει, η κατάθεσις απλώς του λειψάνου αυτού, ή των οστέων αυτού· αλλ’ η κατάθεσις του σώματος αυτού. Σώμα δε κυρίως λέγεται ουχί το διαλελυμένον από τας αρμονίας των οστών, αλλά το αδιάλυτον και συνδεδεμένον με τα νεύρα, την σάρκα και το δέρμα του. Εάν δε και βλέπομεν εις τινας τόπους μέρη εκ του Λειψάνου του Αγίου Γεωργίου όντα οστέα γυμνά, τι από τούτο; Καθώς το σώμα του Πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, σώον και ολόκληρον εν τη Ρώμη ευρισκόμενον πρότερον, ενδεδυμένον πολυτίμως και ενθρονισμένον εντός του αγίου Βήματος, ύστερον διελύθη εις γυμνά οστά, ως τούτο μαρτυρεί ο σοφός Θεόδωρος ο καλούμενος Πτωχοπρόδρομος εν τω εις την άλυσιν του Αποστόλου Πέτρου θαυμαστώ εγκωμίω, τοιουτοτρόπως και το λείψανον του Γεωργίου, αδιάλυτον πρότερον υπάρχον, ύστερον διελύθη δια κρίματα Θεού ακατάληπτα. Επειδή όμως εις άλλους τόπους ευρίσκονται μέρη του λειψάνου του Αγίου αδιάλυτα, συμπεραίνομεν εντεύθεν, ότι το λείψανον αυτού εις άλλα μεν μέρη διελύθη, εις άλλα δε έμεινεν αδιάλυτον, το οποίον τούτο βλέπομεν ότι ηκολούθησε και εις άλλων Αγίων λείψανα, δια να φαίνηται εν ταυτώ και η φύσις και η χάρις· και το κατά φύσιν, και το υπέρ φύσιν. Τούτο είναι το πρώτον θαύμα με το οποίον εδόξασεν ο Θεός το σώμα του Γεωργίου. Δοξάζει τούτο ο Θεός και με δεύτερον θαύμα. Φυσικός νόμος είναι όπως κάθε νεκρόν σώμα, αφού βαλθή εις τον τάφον και αρχίζη να διαλύηται, να ποτίζη τόσον τα κόκκαλα όσον και το χώμα όπου το σκεπάζει, από την διεφθαρμένην και δυσώδη υγρασίαν του. Όθεν και όταν ανοιχθή ο τάφος και γίνεται η ανακομιδή του τοιούτου λειψάνου, εξέρχεται δυσώδης τις αποφορά, ήτις προξενεί αηδίαν μεγάλην εις την όσφρησιν των εκεί παρόντων. Αλλά το σώμα του Γεωργίου και τουτον τον νόμον υπερέβη της φύσεως. Διότι η υπερφυσική και ευωδιαστική Χάρις του Πνεύματος, η οποία ήτο ηνωμένη με αυτό, ή μάλλον ειπείν, ήτις ήτο συγκεκραμένη και ωσάν να είπη τις ζυμωμένη έως και με αυτά τα κόκκαλα και τους μυελούς του, εφύλαξεν αυτό υπέρ πάντα τα στυπτικά και ξηραντικά βάλσαμα των νεκρών σωμάτων, και δεν αφήκε να εγγίση κοντά εις αυτό το τοιούτον πάθος της δυσωδίας. Διότι με τοιούτον τρόπον ευωδιάζουν και γίνονται άγια τα λείψανα. Επειδή αν δεν ενωθή τις έτι ζων, και συγκραθή, και οιονεί ζυμωθή με την θείαν Χάριν δια της άκρας καθαρότητος και απαθείας, είναι αδύνατον να γίνη άγιον Λείψανον. Όθεν όταν σήμερον ηνοίχθη ο ιερός τάφος του Γεωργίου, και έγινεν η ανακομιδή του αγίου Λειψάνου του, εφάνη εις τους εκεί παρόντας ή ότι ήνοιξεν ο κήπος εκείνος περί του οποίου αναφέρει ο Σολομών εις το Άσμα, ο γεμάτος από κάθε άνθος και φυτόν ευωδέστατον «παράδεισος ροών μετά καρπού ακροδρύων, κύπροι μετά νάρδων νάρδος και κρόκος, κάλαμος και κιννάμωμον, μετά πάντων ξύλων του Λιβάνου» (Άσμα δ: 13 – 14)· ή ότι ήνοιξε κανέν εργαστήριον μυρεψού, εξ εκείνων τα οποία περιέχουν εντός αυτών τα πολύτιμα αρώματα της Αιθιοπίας και Αραβίας, και πάντα τα εξαίρετα πιστικά μύρα. Τι λέγω; Ή τι συγκρίνω τα ασύγκριτα και παρομοιάζω τα απαρομοίαστα; Η ευωδία η οποία εξήλθε σήμερον από τον τάφον και από τα λείψανα του Γεωργίου ήτο ουράνιος, ήτο Αγγελική, ήτο πνευματική, και δεν είχε καμμίαν σύγκρισιν ή ομοιότητα με τας φυσικάς ταύτας και επιγείους ευωδίας. Διότι ήτο υπερφυσική, ως έργον και αποτέλεσμα της θείας και υπερφυσικής και παντοδυνάμου Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ταύτην την ευωδίαν, οι μεν κάτω τότε παρόντες άνθρωποι οσφρανθέντες με τα αισθητήρια της ψυχής και του σώματος, παρελύοντο από την ηδονήν, ελιποψύχουν από την γλυκύτητα, και σχεδόν εφώναζον εκείνα τα της ασματιζούσης νύμφης· «Οσμή ιματίων σου υπέρ πάντα αρώματα» (Άσμα δ: 10), άλλος δε, «οσμή ιματίων σου, ως οσμή λιβάνου»· ο ένας «οσμή ρινός σου ως μήλα», και ο άλλος «οπίσω σου εις οσμήν μύρων σου δραμούμεν». Άνωθεν δε οι Άγγελοι αισθανθέντες νοητώς την πνευματικήν ταύτην ευωδίαν, αναφερομένην εις την επουράνιον ατμοσφαίραν, και μ’ όλον ότι είναι ασώματοι, ετέρποντο όμως εις αυτήν και έχαιρον. Επειδή, κατά τους ιερούς Θεολόγους, και οι Άγγελοι νοεράν όσφρησιν έχουσιν, ήτις δηλοί, «το της υπέρ νουν ευώδους διαδόσεως, ως εφικτόν, αντιληπτικόν, και των μη τοιούτων εν επιστήμη διακριτικόν», ως λέγει το πετεινόν του ουρανού ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος· εξ εναντίας δε οι δυσώδεις δαίμονες, ευθύς ως την ησθάνθησαν, έφυγον και ηφανίσθησαν, καθώς και τα σαρκοφάγα και βρωμερά όρνεα φεύγουσι και διώκονται από την αισθητήν ευωδίαν. Αυτήν, τέλος πάντων, αυτήν την πνευματικήν και γλυκυτάτην ευωδίαν, την εξελθούσαν σήμερον από το σώμα του Γεωργίου, και δια της ψυχής αυτού διερχομένην, ωσφράνθη ο ίδιος ο Θεός, και ηυχαριστήθη εις αυτήν περισσότερον, παρά εις την οσμήν όλων των ολοκαυτωμάτων των αρνών, των μόσχων, των πετεινών και των λοιπών θυσιών, περί ων γέγραπται, ότι «ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας». Νομίζω δε να είπεν εκείνα του Άσματος περί μεν του ευώδους σώματος του Γεωργίου, «νάρδος μου έδωκεν οσμήν αυτού»· περί δε της ψυχής αυτού «τις αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου ως στελέχη καπνού, τεθυμιαμένη σμύρναν και λίβανον, από πάντων των κονιορτών μυρεψού»; (Άσμα γ: 6). Δοξάζει, τρίτον, ο Θεός το σώμα του Γεωργίου με την δύναμιν την οποίαν εχάρισεν εις αυτόν να ενεργή διάφορα θαύματα· ήτοι να διώκη δαίμονας, να φωτίζη τα όμματα των τυφλών, να ανοίγη τα ώτα των κωφών, να ποιή τους αλάλους λαλητικούς, τους κυλλούς και παραλυτικούς υγιείς και ευκινήτους και απλώς ειπείν, να ιατρεύη κάθε είδος ασθενείας και πάθους εκείνων οίτινες ήθελον προσκυνήσει αυτό μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Δεν γνωρίζω δε ποίον από τα δύο να είπω: Ή ο Γεώργιος ενδεδυμένος ων τον Χριστόν «ος τας ασθενείας ημών έλαβε, και τας νόσους ημών εβάστασε» (Ματθ. η: 17, Ησαϊας νγ: 4), κατά το γεγραμμένον, ενήργει τα θαύματα ταύτα εν τω Χριστώ και δια του Χριστού ή ο Χριστός μένων και ζων εν τω Γεωργίω, Αυτός μάλλον ενήργει ταύτα συν τω Γεωργίω, και δια του Γεωργίου, καθώς και ο Παύλος έλεγεν· «ουκ εγώ δε, αλλ’ η Χάρις του Θεού η συν εμοί» (Α΄ Κορ. ιε: 10). Διότι τούτο είναι το ιδίωμα της θείας χάριτός τε, ενώσεως και αγάπης: το να ευρίσκηται ο Θεός εις τους Αγίους και φίλους Αυτού, και εφ’ όσον ούτοι ευρίσκονται εις την παρούσαν ζωήν και το να ευρίσκωνται, αντιστρόφως, οι Άγιοι εν τω Θεώ· και ο εις να γίνηται εις τον έτερον και τόπος και μονή και κατοικία, καθώς είπεν ο Κύριος· «ο μένων εν εμοί, καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. ιε: 5). Λέγει δε και ο Μέγας Βασίλειος: «οιονεί τόπος χωρητικός εστι των Δικαίων ο Κύριος, εν ω τον γενόμενον πάσα ανάγκη ευθυμείσθαι και ευφραίνεσθαι». Γίνεται και ο Δίκαιος τόπος τω Κυρίω, λαμβάνων αυτόν εν εαυτώ. Και ήτο τότε να ίδη τις εις το Λείψανον του Γεωργίου αληθεύουσαν την προφητείαν του Ησαϊου· «Τότε ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται· τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός, τρανή δε έσται γλώσσα μογγιλάλων» (Ησαϊας λε: 5 – 6).Και καθώς ένας βασιλεύς ων περικεκλεισμένος πρότερον εις στενόν τινα τόπον, αφού νικήση τους εχθρούς του, ύστερον δε ελευθερωθείς από τον εγκλεισμόν εκείνον, επιστρέψη εις το βασιλικόν αυτού παλάτιον, διαμοιράζει δωρεάς και χαρίσματα εις τους υπηκόους του, δια την χαράν και την νίκην την οποίαν επέτυχε κατά των εχθρών, τοιουτοτρόπως και ο Μάρτυς Γεώργιος, περικεκλεισμένος ων, δια του Λειψάνου του, μέσα εις τον τάφον τόσους χρόνους, και εκεί νικήσας τους νόμους της διαφθοράς και της δυσωδίας, ωσάν άλλους εχθρούς, σήμερον δε ελευθερωθείς από τον άχαρον τάφον, και φερόμενος μετά παρρησίας εις τον εν Λύδδη Ναόν, ωσάν εις βασιλικόν παλάτιον, μοιράζει πλούσια τα χαρίσματα των ιαμάτων εις όλους τους Ορθοδόξους, δια την χαράν και νίκην του ταύτην. Ή,δια να είπω προσφυέστερον ομοίωμα, καθώς ο αισθητός ούτος ήλιος, αφού διαπεράση το υποκάτω της γης ημισφαίριον του ουρανού, εις το οποίον διέτριβεν όλον το διάστημα της νυκτός, και ανατείλη εις τον ορίζοντα του επάνω της γης ημισφαιρίου, ευεργετεί και ανθρώπους και ζώα και φυτά, και όλην την αισθητήν κτίσιν, τόσον με το φως, όσον και με την θερμότητά του, τοιουτοτρόπως και ο μέγας Γεώργιος, ο των Μαρτύρων νοητός και πάμφωτος ήλιος, αφού διεπέρασε τοσούτων χρόνων διάστημα υποκάτω εις την γην κεκρυμμένος, σήμερον επειδή εξήλθεν από τον τάφον, ωσάν από ανατολικόν ορίζοντα, λαμπρός και χαροποιός, ευεργετεί όλους με την φανέρωσιν του αγίου Λειψάνου του, και με τα διάφορα θαύματα, φωτίζων μεν αυτών τον νουν εις την θείαν επίγνωσιν, θερμαίνων δε τούτων την θέλησιν εις τον πόθον του κτίσαντος. Είδετε χαρίσματα; Είδετε θαύματα με τα οποία εδόξασεν ο Θεός του Γεωργίου το σώμα; Θαύμα μέγα, το να διαφυλαχθή αυτό σώον και αδιάλυτον, διότι εδώ μετεβλήθησαν πολλοί νόμοι της φύσεως. Θαύμα μεγαλείτερον, η άρρητος ευωδία, ήτις εξ αυτού ανεπέμπετο. Διότι εδώ μετεβλήθησαν περισσότεροι νόμοι της φύσεως, και διότι η ευωδία είναι ίδιον μόνον των αγίων Λειψάνων, και έργον μόνης της θείας Χάριτος. Θαύμα μέγιστον, το να ενεργή θαύματα και διαφόρους ιατρείας, διότι εδώ μεταβάλλονται όλοι σχεδόν οι νόμοι της φύσεως, και μόνη ενεργεί η παντοδύναμος Χάρις, καθώς και η του Χριστού Εκκλησία μεγαλοφώνως ψάλλει λέγουσα· «όντως θαύμα παράδοξον! Ότι οστέα γυμνά εκβλύζουσιν ιάματα». Και λοιπόν ο τάφος, όστις έκρυπτε το σώμα του Γεωργίου, το δεδοξασμένον με τοιαύτα χαρίσματα, δεν ήτο τάφος τη αληθεία, αλλά ήτο ένας ωραιότατος θάλαμος, όστις είχεν εντός αυτού Νυμφίον λαμπρότατον, κατά τον Δαβίδ· «και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού» (Ψαλμ. ιη: 6). Δεν ήτο τάφος, αλλ’ ήτο χωνευτήριον, το οποίον εκαθάρισεν ωσάν άδολον χρυσίον από κάθε φθοράν το σώμα του Γεωργίου κατά τον Σολομώντα· «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν αυτούς» (Σοφ. Σολ. γ: 6). Δεν ήτο τάφος, αλλ’ ήτο νεφέλη λαμπρά, φέρουσα εις το μέσον αυτής τον αυγερινόν αστέρα, κατά τον Σειράχ «ως αστήρ εωθινός εν μέσω νεφέλης» (Σειράχ ν: 6). Δεν ήτο τάφος, αλλ’ ήτο κάλυξ τραχεία και άοσμος, ήτις είχεν εντός αυτής το ανθηρόν και ευωδέστατον ρόδον, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον «ώσπερ εν κάλυκι ρόδον ανθηρόν, ουκ ανθηρά και ανόδμω το ευωδέστατον». Και λοιπόν ο Γεώργιος, αν και απέθανεν, όμως δεν απέθανεν, αλλά ζη και ζων ενεργεί· και ενεργών, προφθάνει εις όλην την υπ’ ουρανόν, ιατρεύων τα ποικίλα πάθη των ασθενούντων. Διότι αψευδής υπάρχει ο ειπών «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται» (Ιωάν. ια: 25). Έπεσε και ενικήθη πρότερον, δια του θανάτου και της ταφής· αλλά σήμερον, δια της ενδόξου ανακομιδής του, νικά και θριαμβεύει, και τη αληθεία, κατά την επωνυμίαν του, τροπαιοφόρος αναδεικνύεται. Σιγά φυσικώς το στόμα, αλλ’ η Χάριςυπέρ φύσιν ομιλεί. Δεδεμένη είναι η γλώσσα, αλλά τα θαύματα κηρύττουσι λαμπρότερον σάλπιγγος. Κεκλεισμένα έχει τα χείλη, αλλά δια του εν αυτώ ζώντος και μένοντος Χριστού ομιλεί έσωθεν. Και πάλιν στηλιτεύει την αθεότητα, πάλιν ελέγχει την του Διοκλητιανού πλάνην· πάλιν συντρίβει τα αναίσθητα είδωλα· πάλιν κηρύττει τον Χριστόν δια Θεόν αληθινόν. Διότι καθώς ο Παύλος έλεγεν· «επεί δοκιμήν ζητείτε του εν εμοί λαλούντος Χριστού. (Β΄ Κορ. ιγ: 3), «τίμια γαρ τα σώματα, επειδή πληγάς εδέξαντο υπέρ του Δεσπότου· επειδή στίγματα βαστάζουσι δια τον Χριστόν», καθώς λέγει ο θείος Χρυσόστομος. Ακίνητον, ναι, και νεκρόν φαίνεται το σώμα του Γεωργίου, αλλά σήμερον κατατιθέμενον υποκάτω του θυσιαστηρίου και της αγίας Τραπέζης, και δι’ αυτού εγκαινίζον τον εν Λύδδη περίφημον Ναόν, μαρτυρεί σιωπηρώς, ότι γίνεται στήριγμα της Πίστεως, βάσις της Εκκλησίας και τελείωσις του Ευαγγελίου, καθώς ψάλλει η Εκκλησία εν τη Ακολουθία των Εγκαινίων: «Μαρτύρων χορός, της Εκκλησίας η βάσις, του Ευαγγελίου η τελείωσις». Και δια να είπω εκείνα τα οποία λέγει ο Μέγας Βασίλειος περί του Μάρτυρος Βαρλαάμ: «τέθνηκεν ο Γεώργιος, και συγκροτεί πανηγύρεις. Ο του Χριστού κείμενος αθλητής εκηρύχθη, και το της Εκκλησίας ανεπτέρωσε θέατρον»· επεδήμησεν η ανακομιδή του Λειψάνου του, και πάντας ημάς συνήγαγεν εις το να εορτάσωμεν. Και διατί ταύτα πάντα; Ότι ζη την όντως ζωήν της θείας Χάριτος· ότι «δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι» (Σοφ. Σολ. ε: 16), «ότι μετά τον Σταυρόν η των λυπηρών μεταβέβληται φύσις, και ουκέτι θρήνοις τούς των Αγίων δορυφορούμεν θανάτους, αλλ’ ενθέοις χορείαις τοις εκείνων επορχούμεθα τάφοις· ύπνος δε τοις δικαίοις ο θάνατος, μάλλον δε προς κρείττω ζωήν εκδημία», ως ο αυτός λέγει Μέγας Βασίλειος. Γράφει δε και ο Θεολόγος Γρηγόριος, ότι μυθολογούσι τινές ότι υπάρχει φυτόν τι, το οποίον με τον θάνατον ζη, με το κόψιμον φυτρώνει, και με την φθοράν αυξάνει και αναθάλλει: «έστι τι μύθω φυτόν, ο θάλλει τεμνόμενον, και προς τον σίδηρον αγωνίζεται· και ει δει παραδόξως ειπείν περί παραδόξου πράγματος, θανάτω ζη, και τομή φύεται, και αύξει δαπανώμενον». Διηγείται δε και ο ιστορικός Πλίνιος, ότι τη αληθεία είναι ένα δένδρον ονομαζόμενον λάριξ, το οποίον δεν φθείρεται από το πυρ, αλλ’ όταν ριφθή εις αυτό ανθίσταταιεις αυτό ωσάν πέτρα. Τοιούτον φυτόν, και τοιούτον δένδρον εστάθη, αδελφοί, και το μαρτυρικόν σώμα του Γεωργίου. Αυτό εδαπανήθη πρότερον από τόσα βασανιστήρια, αλλά σήμερον ανεκομίσθη σώον και ανελλιπές. Απετμήθη και κατεκόπη, αλλά πάλιν εφύτρωσεν. Ερρίφθη εις το πυρ και εις την φλόγα της ασβέστου, αλλ’ αντέστη εις αυτήν και δεν εφθάρη. Εθανατώθη δια της σφαγής και του ξίφους, αλλά ζη δια της εν αυτώ ζώσης Χάριτος. Και δια να είπω εκείνο όπερ είπεν ο Κύριος: καθώς ο κόκκος του σίτου, πεσών εις την γην και ενταφιασθείς, εκείθεν αναβλαστάνει, και φέρει πολύν καρπόν· «εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει. Εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Ιωάν. ιβ: 24), ούτω και το αθλητικώτατον σώμα του Γεωργίου, πεσόν πρότερον εις την γην και ενταφιασθέν, σήμερον δια της ανακομιδής του αναβλαστάνει με τους λαμπρούς στάχυας της αφθαρσίας, με τους γλυκυτάτους καρπούς της ευωδίας, και με τους υψηλούς κλάδους των θαυμάτων και ιαμάτων. Και ούτως εφάνη τη αληθεία κατά το όνομα γεώργιος ο Γεώργιος. Πρότερον μεν Γεώργιος ενεργητικώς, ως γεωργήσας πολλάς ψυχάς, και την ακανθώδη θρησκείαν της ειδωλολατρίας από αυτάς εκριζώσας· σήμερον δε είναι Γεώργιος παθητικώς, ως γεωργηθείς υπό της εν αυτώ οικούσης θείας Χάριτος, και αναβλαστήσας, ώσπερ δένδρον υψίκομον, κλάδους δόξης και Χάριτος, και καρπούς ωρίμους της αγιότητος. Τι λέγω τα πολλά, και δεν συντέμνω εις τρεις λόγους της σημερινής εορτής το παν; Η λαμπρά και αδιάφθορος εκ του τάφου ανακομιδή του σώματος του μεγαλάθλου Γεωργίου, η οποία έγινε σήμερον, αδελφοί, εικόνα φέρει της μελλούσης λαμπρότητος και αφθαρσίας, την οποίαν έχει να λάβη το σώμα του Γεωργίου εν τη κοινή αναστάσει των Δικαίων, ότε και μέλλει να λάμψη όχι μόνον ως ήλιος, αλλά και υπέρ τον ήλιον, κατά την αψευδή του Κυρίου υπόσχεσιν: «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη δόξη του Πατρός αυτών», όπου το «ως» δεν είναι τόσον δηλωτικόν ομοιώσεως, όσον είναι δηλωτικόν επιτάσεως. Όθεν και ο ιερός Θεοφύλακτος Βουλγαρίας τούτο ερμηνεύων, είπεν, ότι «και υπέρ τον ήλιον λάμψουσιν»· η δε από του τάφου ένδοξος και μετά προπομπής και παρρησίας μεγάλης γενομένη μετακομιδή του σώματος του Γεωργίου εις τον εν Λύδδη νεόκτιστον Ναόν σημαίνει την μετά δόξης ανάληψιν, την οποίαν μέλλει να κάμη το μερτυρικόν σώμα τούτο από της γης εις τον ουρανόν μετά την ανάστασιν αυτού, διότι και ο Ναός τύπον ουρανού έχει κατά τον της Θεσσαλονίκης ιερόν Συμεών. Διότι πάντες οι Δίκαιοι και Άγιοι μέλλει να αναληφθώσι, καθώς και ο Κύριος ανελήφθη, και να αρπαγώσιν εν νεφέλαις, κατά τον θείον Απόστολον Παύλον λέγοντα: «τότε και ημείς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (Α΄ Θεσ. δ: 17). Τελευταίον δε η εντός του αγίου Βήματος υποκάτω της αγίας Τραπέζης γενομένη σήμερον κατάθεσις του τιμίου σώματος του Γεωργίου προεικονίζει σαφώς την ένωσιν, την οποίαν μέλλει να έχη ο Γεώργιος, ψυχή τε και σώματι, μετά του Χριστού εις αιώνα μέσα εις αυτά τα άδυτα της των ουρανών Βασιλείας, συμβασιλεύων μετά του Βασιλέως Χριστού και συν Αυτώ ων, και θεωρών και απολαμβάνων την δόξαν της Θεότητος Αυτού, κατά την ευχήν, την οποίαν ο Κύριος ηύξατο προς τον Πατέρα, ειπών: «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν, ην δέδωκάς μοι» (Ιωάν. ιζ: 24). Τούτο δηλών και ο Παύλος έλεγεν· «ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α΄ Θεσσαλ. δ: 17). Διότι το μεν άγιον Βήμα της Εκκλησίας, εις το οποίον εκομίσθη σήμερον το σώμα του Γεωργίου, τύπον έχει των υπέρ ουρανόν αδύτων, κατά τον Θεσσαλονίκης Συμεών· το δε θυσιαστήριον, ήτοι η αγία Τράπεζα, υποκάτω της οποίας κατετέθη και απεθησαυρίσθη, σημαίνει τον θρόνον του Θεού, κατά τον Άγιον Γερμανόν· ή μάλλον σημαίνει Αυτόν τον ίδιον Χριστόν, κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον λέγοντα· «έστι γαρ το θειότατον ημών θυσιαστήριον, Ιησούς η Θεαρχική των θείων Νόων αφιέρωσις· εν ω, κατά το λόγιον, αφιερούμενοι και μυστικώς ολοκαυτούμενοι, την προσαγωγήν έχομεν». Ω δόξα! Ω μεγαλεία του μαρτυρικού σώματος του Γεωργίου! Δια τούτο λοιπόν και ημείς, οίτινες συνήχθημεν σήμερον εις τον ιερόν τούτον του Γεωργίου Ναόν, ας λάβωμεν εις χείρας την κιθάραν του Ιουβάλ, το ψαλτήριον του Δαβίδ, την νάβλαν του Ασάφ, την κιννύραν του Ιδιθούμ, και το τύμπανον της Μαριάμ, και χορόν πνευματικόν στήσαντες βασιλείς ομού και Πατριάρχαι, Ιερείς και Μονάζοντες, Άρχοντες και αρχόμενοι, νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι και νεώτεροι, όλοι εν φωναίς ασμάτων, και εν μια εναρμονίω μουσική, ψάλωμεν τω Θεώ, και τω Μεγαλομάρτυρι Αυτού Γεωργίω ψάλωμεν· υπερυψώσωμεν το όνομα αυτών· αλαλάξωμεν αυτοίς τον επινίκιον ύμνον. Δοξάσωμεν τον Θεόν, διότι ετίμησε το χοϊκόν και φθαρτόν σώμα του Γεωργίου υπό της απείρου Αυτού φιλανθρωπίας κινούμενος, και δια μέσου αυτού – ασθενούς φύσει όντος – το κράτος της δυνάμεως Αυτού εθαυμάστωσεν, ενεργήσας δι’ αυτού τοσαύτα θαυμάσια, Διότι όντως «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού» (Ψαλμ. ξζ: 36) και «τοις Αγίοις τοις εν τη γη Αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. ιε: 3), ως ψάλλει ο ιεροψάλτης Δαβίδ. Δοξάσωμεν δε και τον μέγαν Γεώργιον· επειδή δια το γενναιότατον μαρτύριον, το οποίον υπέστη υπέρ της αγάπης του Θεού, ηξιώθη να γίνη όργανον χωρητικόν των τοιούτων χαρισμάτων. Ηξιώθη να ενοικήση εις την ψυχήν και το σώμα του ο Χριστός· και ηξιώθη να θαυμαστωθή το όνομά του εν τω Θεώ από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Διότι όπως ο Θεός είναι θαυμαστός εν τοις Αγίοις Αυτού, ούτως αντιστρόφως και οι Άγιοι είναι θαυμαστοί εν τω Θεώ. Και καθώς ο Γεώργιος έτι ζων εδόξασε τον Θεόν εν τοις μέλεσί του, δια της εναρέτου ζωής και δια της αθλήσεως, ούτως ήτο δίκαιον ίνα δοξάση και ο Θεός τον Γεώργιον μετά θάνατον, κατά την υπόσχεσίν του: «τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α΄ Βασ. β: 230). Aς πανηγυρίσωμεν και ας χαρώμεν πνευματικώς σήμερον, αδελφοί, την πανήγυριν και χαράν του Λειψάνου του Γεωργίου, πανήγυριν και χαράν ιδικήν μας νομίζοντες. Μαζί δε με ημάς πανηγυρίζουν και οι Άγγελοι, εορτάζουν οι Αρχάγγελοι και πάσαι αι Τάξεις των υπερκοσμίων Δυνάμεων. Χαίρουσιν οι Απόστολοι. Αγάλλονται οι Προφήται. Χορεύουσιν οι Ιεράρχαι. Ευφραίνονται οι Δίκαιοι. Κατ’ εξοχήν δε και μάλιστα σκιρτώσι και πανηγυρίζουσιν όλοι οι απ’ αιώνος Μάρτυρες, τον Ταξίαρχον και κορυφαίον αυτών Γεώργιον ορώντες σήμερον ενδόξως εκ του τάφου φανερούμενον, και μεγαλοπρεπώς εν τω της Λύδδης Ναώ αποθησαυριζόμενον. Ας εισέλθωμεν και ημείς νοερώς εις εκείνον τον πάγκαλον και ωραίον του Γεωργίου εν τη Λύδδη Ναόν. Αλλά σταθήτε, σταθήτε, τι είναι τουτο το οποίον εγώ βλέπω; Αυτός δεν φαίνεται πλέον Ναός, όχι, αλλά φαίνεται άλλος νέος ουρανός. Ουρανός, εις τον οποίον ως ήλιος μεν λαμπρότατος είναι η θεία Χάρις η ενοικούσα εις το φωτεινόμορφον Λείψανον του Γεωργίου, και ήτις από κάθε μέρος αυτού ακτινοβολεί τας αστραπάς και τας ενεργείας της· ως σελήνη δε αργυροειδής και ολόφωτος είναι αυτό το φαιδρόν σώμα του Αγίου, το δεχόμενον τας εξαστραπάς της θείας Χάριτος, ως άστρα δε λαμπρά και φαεινότατα είναι τα υπερφυσικά θαύματα, και αι διάφοροι ιατρείαι, τα οποία εξ αυτού ποταμηδόν αναβλύζουν εις όλους τους δεομένους. Όθεν ας προσπέσωμεν νοητώς, και ας προσκυνήσωμεν μετ’ ευλαβείας και πίστεως το ζωομύριστον και θαυματουργικώτατον του Γεωργίου Λείψανον, ίνα ελκύσωμεν εις την ψυχήν μας την εις αυτό ενοικούσαν Χάριν του Πνεύματος, καθώς παροτρύνει ημάς ο χρυσούς Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγων «συνεχώς τοις Μάρτυσιν επιχωριάζωμεν, και της λάρνακος απτώμεθα, και μετά πίστεως τοις λειψάνοις αυτών περιπλεκώμεθα, ίνα ευλογίαν τινά επισπασώμεθα εκείθεν». Διότι η χάρις η εν τοις Μάρτυσι, με το να είναι απερίγραπτος και νοερά και αόρατος, δίδοται αοράτως και εις εκείνους οι οποίοι δεν έχουσι παρόντα τα λείψανα των Μαρτύρων, αλλά ή νοερώς προσκυνούσιν αυτά ή εις τας αγίας Εικόνας χαρακτηριζόμενα. Τι λέγω; Και αυτήν ακόμη την θήκην και κιβωτόν ας προσκυνήσωμεν την περιέχουσαν του Γεωργίου το πανάγιον Λείψανον. Επειδή, κατά τον αυτόν χρυσορρήμονα, όχι μόνον τα σώματα των Μαρτύρων και των Αγίων αλλά και αυταί αι θήκαι αι τα σώματα αυτών περιέχουσαι πολλήν δύναμιν έχουσι, και πλήρεις είναι πνευματικής Χάριτος. «Προσπέσωμεν τοις των Μαρτύρων λειψάνοις· συμπλακώμεν αυτών ταις θήκαις· δύνανται γαρ και θήκαι Μαρτύρων πολλήν έχειν δύναμιν· ωσπερούν και τα οστά των Μαρτύρων πολλήν έχει την ισχύν». Και αλλαχού· «ου τα σώματα μόνον, αλλά και αυταί αι θήκαι των Αγίων, πνευματικής εισι πεπληρωμέναι Χάριτος». Και τούτο με εύλογον τρόπον. Διότι καθώς η Θεότης του Ιησού Χριστού, εν τω τριημέρω θανάτω, δεν εχωρίσθη από το προσκυνητόν και θεοϋπόστατον Αυτού Σώμα, αλλ’ έμεινεν αχώριστος, κατά τον αυτόν τρόπον και η Χάρις του Θεού δεν εχωρίσθη, όχι μόνον από τα σώματα των Αγίων, αλλ’ ουδέ από τους τάφους και τας σορούς και θήκας αυτών. Ούτως υψηγορεί ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέγων· «προσκυνήσεις ωσαύτως και τας σορούς των Αγίων τας αγίας, και ει τι των οστέων λείψανον· ου γαρ διέστη τούτων η Χάρις του Θεού, ώσπερ ουδέ του προσκυνητού Σώματος του Χριστού διέστη η Θεότης επί του ζωοποιού θανάτου». Επειδή όμως η αληθινή τιμή και δόξα, την οποίαν δύναταί τις να προσφέρη εις τους Μάρτυρας, είναι να μιμηθή, κατά το δυνατόν, τας των Μαρτύρων αρετάς και ανδραγαθίας, καθώς λέγει ο θείος Χρυσόστομος «τιμή Μάρτυρος, μίμησις Μάρτυρος», ας μιμηθώμεν και ημείς, αδελφοί, ο καθείς κατά την δύναμίν του, τας αρετάς και τα κατορθώματα του μεγάλου Γεωργίου. Πως και δια ποίου τρόπου; Εγώ να σας ειπώ: Ο Γεώργιος είχε τον φόβον του Θεού εις την καρδίαν του, και δια τούτο εφύλαξε τας εντολάς του Κυρίου· ας έχωμεν και ημείς τον θείον αυτόν φόβον εις την ψυχήν μας, δια να εμποδίζη ημάς από τα κακά και να παρακινή ημάς εις την εργασίαν των καλών και των ζωοποιών εντολών· «φόβος Κυρίου μισεί αδικίαν, ύβριν τε και υπερηφανίαν και οδούς πονηρών», λέγει ο Σολομών (Παροιμ. η: 13), και «Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου» υψηγορεί ο θείος Δαβίδ (Ψαλμ. ρι: 10). Ο Γεώργιος ηγάπησε τους πτωχούς και διεμοίρασεν εις αυτούς όλα τα υπάρχοντα αυτού· ας ελεώμεν και ημείς τους πτωχούς εκ των υπαρχόντων ημών, όχι όμως μετά λύπης και κατηφείας, αλλά μετά προθυμίας και ιλαρότητος· «άνδρα ιλαρόν και δότην ευλογεί ο Θεός» (Παροιμ. κβ: 8). Ο Γεώργιος εθανατώθη και έχυσε το αίμα του δια να φυλάξη την Πίστιν του Χριστού· και ημείς παρομοίως πρέπει να είμεθα έτοιμοι, αν το καλέση ο καιρός και η ανάγκη, να αποθάνωμεν τόσον δια τα δόγματα της Πίστεως, όσον και δια τας θείας Αποστολικάς και πατρικάς παραδόσεις της Εκκλησίας. Διότι, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, δόγματα και παραδόσεις τόσον είναι σφιγκτά ηνωμένα, ώστε και τα δύο έχουσι μίαν και την αυτήν δύναμιν προς την ευσέβειαν· «άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν».Κατεφρόνησεν ο Γεώργιος άνθος νεότητος, πλούτον άμετρον, ανδρείαν και γενναιότητα, τοσαύτην ωραιότητα και κάλλος του σώματος, γένους περιφάνειαν, τοιούτον μέγα και λαμπρότατον αξίωμα κόμητος, και τιμήν και δόξαν τόσον υπερβολικήν, την οποίαν είχεν από τον βασιλέα Διοκλητιανόν. Κατεφρόνησε την μεγάλην αγάπην και την φιλίαν του βασιλέως αυτού, δια τον Χριστόν; Καταφρονήσωμεν ταύτα πάντα και ημείς δια τον Αυτόν Χριστόν. Έλαβεν ο Γεώργιος μαρτύριον σωματικόν; Ας λαμβάνωμεν και ημείς μαρτύριον ψυχικόν και ηθικόν. Διότι είναι και άλλο μαρτύριον, αδελφοί, το της συνειδήσεως, περί του οποίου έγραφεν ο Παύλος· «η γαρ καύχησις ημών αύτη εστί, το μαρτύριον της συνειδήσεως ημών» (Β΄ Κορινθ. 6: 12), μαρτύριον το οποίον είναι όχι μόνον επίπονον, καθώς είναι γεγραμμένον εις το Γεροντικόν· «δος αίμα και λάβε πνεύμα», αλλά είναι και πολυχρόνιον, διότι διαμένει εις όλην την ζωήν ημών. Το μαρτύριον δε τούτο συνίσταται κυρίως εις το να υπομείνωμεν μετά μεγάλης ανδρείας και ευχαριστίας όλα τα θλιβερά, τα οποία μας ακολουθούν είτε εκ δαιμόνων, είτε εξ ανθρώπων, είτε και εκ της διεφθαρμένης και νοσηράς φύσεως ημών. Προς τούτοις δε μαρτύριον είναι και το να πολεμώμεν και να αντιστεκώμεθα γενναίως εναντίον των πονηρών, αισχρών και βλασφήμων λογισμών, και να μη συνδυάζωμεν φιλικώς ή να συγκατατιθέμεθα εις αυτούς· δι΄ο περί του μαρτυρίου τούτου είπεν ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, ότι «Οι Πατέρες αντί μαρτυρίου αισθητού, κατά συνείδησιν εμαρτύρησαν, έχοντες αντί θανάτου σωματικού, τον κατά προαίρεσιν». Και ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει περί του μαρτυρίου τούτου· «και ούτος δεινός πόλεμος, και αύτη παράταξις μεγάλη, και τούτο μέγα τρόπαιον». Ο Γεώργιος δεν έστερξε να προσκυνήση τα αισθητά είδωλα των δαιμόνων; Και ημείς ας μη καταδεχθώμεν να προσκυνήσωμεν τα νοητά είδωλα των παθών και της αμαρτίας. Και κατά αλήθειαν είδωλον είναι η κακή επιθυμία, η πορνεία και η ασέλγεια, και όστις είναι δουλωμένος εις αυτήν, ούτος προσκυνεί το είδωλον της Αφροδίτης. Είδωλον είναι η πλεονεξία, η κλοπή και η φιλαργυρία, και όστις κυριεύεται από αυτά, ούτος προσκυνεί το είδωλον του Ερμού. Όθεν και ο Παύλος παραγγέλλει γράφων· «νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία» (Κολ. γ: 5). Είδωλον είναι ο θυμός, η οργή και η μνησικακία, και ο νικώμενος από αυτά προσκυνεί το είδωλον του Άρεως. Είδωλον είναι η γαστριμαργία και κοιλιοδουλεία, και όστις κυριεύεται από αυτάς, ούτος έχει δια θεόν την κοιλίαν, καθώς λέγει ο Παύλος· «ων ο θεός η κοιλία και η δόξα εν τη αισχύνη αυτών» (Φιλιππησίους γ: 19). Είδωλον είναι η μέθη, και ο υπ’ αυτής κρατούμενος προσκυνεί τον Διόνυσον. Και δια να είπωμεν απλώς, εις όποιον πάθος είναι τις κυριευμένος και υποκείμενος, αυτό προσκυνεί και λατρεύει ως είδωλον, ως βεβαιοί τούτο και ο Κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, λέγων· «ω γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β΄Πέτρου β: 19). O Γεώργιος δεν αντέστη εις τον αισθητόν Διοκλητιανόν και τον συγκάθεδρόν του Μαγνέντιον, μη φοβηθείς αυτούς, και μη υπακούσας εις τας προσταγάς των; Ας μη φοβηθώμεν και ημείς τον νοητόν Διοκλητιανόν, τον κοσμοκράτορα, λέγω, διάβολον, ούτε τον Μαγνέντιον, τον πλάνον, λέγω, κόσμον, οίτινες πάντοτε μας πολεμούν παρακινούντες ίνα κάμνωμεν τας ορέξεις του σώματος και τα κακά των θελήματα, και πότε απειλούν να μας εμποδίσουν από την αρετήν με την ασθένειαν και τον θάνατον του σώματος, πότε δε με τον φόβον των ανθρώπων, και πότε με τους λογισμούς της απογνώσεως. Αλλά ημείς ας ακούσωμεν τον Θεολόγον Γρηγόριον πως ενθαρρύνει ημάς εις το να μη φοβώμεθα, λέγων: «μη κάμψωμεν γόνυ τω Βάαλ δια την χρείαν· μη δια τον φόβον, τη εικόνι τη χρυσή προσκυνήσωμεν· εν φοβηθώμεν μόνον· τον Θεόν, και το μη καθυβρίσαι πλέον την Εικόνα Αυτού δια της κακίας». Εκεντήθη ο Γεώργιος με το κοντάρι εις την κοιλίαν; Ας στενοχωρήσωμεν και ημείς ολίγον την κοιλίαν μας με την νηστείαν και εγκράτειαν. Υπέμεινεν εκείνος τας πληγάς των βουνεύρων; Ας υπομένωμεν και ημείς τας λοιδορίας και ύβρεις, τας οποίας ήθελε κάμει εις ημάς ο αδελφός μας. Έλαβεν ο Γεώργιος σιδηρά και πυρακτωμένα υποδήματα εις τους πόδας; ας λάβωμεν και ημείς ολίγον κόπον προσφέροντες μικράν υπηρεσίαν δι’ αγάπην του αδελφού μας. Εδέθη εκείνος εις τον αισθητόν τροχόν; Ας είμεθα και ημείς ωσάν δεδεμένοι εις τον νοητόν τροχόν του αεικινήτου τούτου κόσμου, και ούτε εις τας ευτυχίας του να χαίρωμεν, ούτε εις τας δυστυχίας του να λυπώμεθα, αλλ’ επίσης να έχωμεν και τα δύο. Υπέφερεν εκείνος το πυρ της ασβέστου; Ας υποφέρωμεν και ημείς τας θλίψεις και το έμφυτον πυρ της σαρκικής επιθυμίας. Έκλινεν εκείνος τον αυχένα υποκάτω εις το ξίφος; Ας κλίνωμεν και ημείς τον αυχένα και ας υπακούωμεν μετά χαράς εις τους προεστώτας μας. Και δια να είπω με συντομίαν: Απετμήθη την κεφαλήν ο Γεώργιος; Ας κόψωμεν και ημείς την φιλαυτίαν, την υπερηφανίαν και το θέλημα της σαρκός, τα οποία είναι αρχή και ρίζα και κεφαλή όλων των παθών, και ας παραστήσωμεν και ημείς, καθώς μας παραγγέλλει ο Θεολόγος (Α΄ Ιωάν. α: 2), αλλά και ο θείος Παύλος, τας ψυχάς ημών και τα σώματα θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν ταύτην λατρείαν ημών. Τελευταίον δε, καθώς εγκαινιάσθη σήμερον ο εν Λύδδη Ναός δια του Λειψάνου του Γεωργίου, ούτω ας εγκαινιάσωμεν και ημείς τον Ναόν της ψυχής και του σώματος ημών. Πως; «Απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού, και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», (Κολ. γ: 9 – 10) και «μεταμορφούμενοι τη ανακαινώσει του νοός υμών» (Ρωμ. ιβ: 2), κατά την διδασκαλίαν του Αποστόλου, και την εις τα καλά αλλοίωσιν αλλοιούμενοι. Εάν ταύτα πάντα σπουδάσωμεν να φυλάξωμεν, αδελφοί, όντως τιμώμεν τον μέγαν Γεώργιον, και την ημέραν των εγκαινίων του Ναού του, όντως κατά Χριστόν πανηγυρίζομεν. Εάν δια τον σκοπόν αυτόν συνεκεντρώθημεν και συνετρέξαμεν εις την παρούσαν πανήγυριν, όντως κατά Χριστόν η πανήγυρις, όντως τους Μάρτυρας «τετιμήκαμεν, ή τιμήσομεν» ως λέγει ο γρήγορος νους της Θεολογίας Γρηγόριος. Όντως τον μισθόν της δια των έργων μιμήσεως έχομεν να λάβωμεν από τον θείον Γεώργιον, καθώς βεβαιοί ημάς ο χρυσούς ρήτωρ της Εκκλησίας, λέγων· «ο δεχόμενος Μάρτυρα εις το όνομα Μάρτυρος, μισθόν Μάρτυρος λήψεται· υποδοχή δε Μάρτυρος, το συνελθείν εις την εκείνου μνήμην, του κοινωνήσαι της διηγήσεως των άθλων· το θαυμάσαι τα γεγενημένα· το ζηλώσαι την αρετήν· το εις ετέρους εξενεγκείν τας ανδραγαθίας τας εκείνου. Τοιαύτα των Μαρτύρων τα ξένια· ούτω τούτους τις υποδέχεται». Τι λέγω; Εάν κατά το δυνατόν εις ημάς μιμώμεθα το μαρτύριον του θείου Γεωργίου, και μέχρι τέλους υπομένωμεν τας θλίψεις τας εξ ανθρώπων και των ασθενειών του σώματος, όσον και τας νοουμένας των λογισμών, και ημείς έχομεν να στεφανωθώμεν παρομοίως με τον Γεώργιον και τους Μάρτυρας. Αλλ’ ω Μεγαλομάρτυς, και μονομάχε, και τροπαιοφόρε του Χριστού Γεώργιε, των Μαρτύρων πάμφωτε ήλιε, των Αθλητών πρωτοκορυφαίε και ταξίαρχε, του Χριστού πρωταθλητάρχα, των Αγίων πάντων ο κοσμήτωρ, ο στολισμός της Εκκλησίας, το γλυκύτατον εις όλους τους Ορθοδόξους και πράγμα και όνομα, Σου δεόμεθα και Σε παρακαλούμεν εις μεν την παρούσαν ζωήν λύτρωσε ημάς από κάθε βλάβην ψυχικήν και σωματικήν των ορατών και αοράτων εχθρών· εις δε την μέλλουσαν αξίωσαι ημάς, δια των πρεσβειών σου, της ποθουμένης σωτηρίας και της ατελευτήτου μακαριότητος. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω η δόξα και η λατρεία και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου