Ιωάννης τις ένδοξος και περιφανής εις τα του κόσμου, καταφρονήσας όλας τας του βίου ηδονάς, διήγε βίον ταπεινόν και μοναχικόν. Και σχολάζων εις τα του Θεού πράγματα εφρόντισε να αρέση εις μόνον τον Θεόν, καταγινόμενος μεν πάντοτε εις προσευχάς και δεήσεις, εκτεινόμενος δε και προκόπτων εις μεγαλύτερα κατορθώματα. Επειδή δε μαζί με τα άλλα αυτού κατορθώματα είχεν απαραίτητον έργον και το να αγρυπνή όλην την νύκτα εις τους Ναούς του Κυρίου, δια τούτο νύκτα τινά επήγεν εις τον εν Κωνσταντινουπόλει μέγαν Ναόν της του Θεού Λόγου Σοφίας, και ευρών κεκλεισμένας τας θύρας, εκάθισεν εις εν εκεί παρακείμενον κάθισμα, διότι ήτο πολύ κουρασμένος, και εκεί καθήμενος ανεγίνωσκε χαμηλή τη φωνή την διατεταγμένην Ακολουθίαν. Ούτως αναγινώσκων βλέπει λάμψιν φωτός, η οποία ήρχετο έξωθεν· θεωρήσας δε προσεκτικώτερον, είδεν άνδρα σεμνόν ακολουθούντα το φως εκείνο.
Όθεν χαροποιηθείς δια την θεωρίαν ταύτην, επρόσεχε καλλίτερον, θέλων να μάθη τι μέλλει να πράξη ο άνθρωπος εκείνος. Όταν δε ο φαινόμενος έφθασεν εις τας κεκλεισμένας θύρας του Ναού της Αγίας Σοφίας, έκλινε τα γόνατα επί του κατωφλίου και αρκετά προσευχηθείς ύψωσε τας χείρας του· ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού εις τας θύρας, ω του θαύματος! πάραυτα αι θύραι ηνοίχθησαν μόναι των και μετά του φωτός εμβήκε μέσα και ο θαυμάσιος εκείνος ανήρ. Αφού δε εισήλθε, πάλιν έκλινε γόνυ εις το έδαφος, ένθα ήτο εζωγραφημένη επάνω η Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου, εγερθείς δε, ήνοιξε και εκεί τας θύρας, και ελθών εις τας αργυράς και ωραίας πύλας του Ναού τας εν τω νάρθηκι, αρκετά και εκεί προσηυχήθη. Έπειτα ήνοιξε και ταύτας με το σημείον του Σταυρού και ούτως εισήλθεν εις τον Ναόν φωτοειδής όλος. Φθάσας δε εις το μέσον του Ναού, ύψωσε τας χείρας του ικετεύων τον Θεόν. Όταν δε ετελείωσε την προσευχήν του, πάλιν επέστρεψεν οπίσω και βαδίζει εις το προαύλιον του Ναού· αι δε θύραι εκλείοντο υπό θείας ενεργείας, καθόσον εκείνος εξήρχετο. Ίστατο λοιπόν ο ιερός άνθρωπος Ιωάννης και έβλεπε προσεκτικώς που θα υπάγη ο θείος εκείνος ανήρ, αφού εξήλθεν από τον Ναόν. Επειδή δε εκείνος εβάδιζε την ευθείαν οδόν, δεν ημέλησεν ο Αβραμιαίος Ιωάννης να ακολουθήση αυτόν, δια να μάθη που κρύπτεται ο τοιούτος πολύτιμος του Θεού μαργαρίτης· παρεκκλίνας δε ο φαινόμενος ολίγον της ευθείας οδού, επορεύετο εις τον κατήφορον κατά την κλίμακα του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού. Πλησιάσας δε εις μικροτάτην οικίαν και κρούσας την θύραν δια της χειρός του, είπε χαμηλή τη φωνή το όνομα της ένδον διαμενούσης γυναικός «Μαρία», και ούτως εισήλθε. Τότε το φως εκείνο, όπερ εφώτιζεν αυτόν εις τον δρόμον ήρθη εκ του μέσου και ούτως εκάλυψεν αμφοτέρους ψηλαφητόν σκότος. Η δε γυνή του θείου εκείνου ανδρός ήναψε τον λύχνον από την κανδήλαν και έφερεν αυτόν εις τον άνδρα της. Εκείνος δε δεν επλάγιασεν εις κλίνην, μήτε κατ’ άλλον τρόπον ανέπαυσε το σώμα του, αλλ’ ήρχισε να εργάζηται, διότι ήτο υποδηματοποιός και ράπτης δερμάτων. Τότε ο ακολουθών οπίσω του αξιομνημόνευτος Ιωάννης, χωρίς εντροπήν, επήγεν εις τον οικίσκον εκείνου και πεσών εις τους πόδας του έβρεχεν αυτούς με δάκρυα· παρακαλών δε αυτόν έλεγε· «Μη αποκρύψης από εμέ ποίος είσαι και ποία είναι η υψηλή πολιτεία σου, δια της οποίας ποιείς εξαίσια θαύματα, τα οποία είδον εγώ με τους οφθαλμούς μου». Ο δε ταπεινόφρων εκείνος έλεγε· «Συγχώρησόν με, ω γέρον, δια τον Κύριον· εγώ είμαι αμαρτωλός άνθρωπος και δεν έχω κανέν έργον καλόν εν εμοί, διότι ποίος είμαι ο ιδιώτης εγώ; Ή πόθεν έμαθον, ως λέγεις, υψηλήν τινά πολιτείαν, εν ω είμαι πτωχός και εργάτης τέχνης ευτελεστάτης; Επλανήθης, ω άνθρωπε, επλανήθης και φαντάσματα μάλλον είδες παρά αλήθειαν». Τότε ο γέρων επρόσθεσε δάκρυα επί δακρύων και δεν έπαυεν ορκίζων αυτόν εις τον Θεόν, όπως του φανερώση την μεγαλυτέραν αυτού αρετήν. «Εάν δεν ήτο, έλεγεν, έργοντης θείας Προνοίας δια να φανερωθή η ιδική σου πολιτεία, βεβαίως δεν ήθελον αξιωθή εγώ ο ελάχιστος να γίνω αυτόπτης των σων μυστηρίων». Στενοχωρούμενος λοιπόν ως εκ των όρκων ο θαυμάσιος εκείνος ανήρ, ηγέρθη επάνω και ποιήσας πρώτον μετάνοιαν εις τον γέροντα, ήρχισεν ούτω να λέγη. «Ήξευρα καλά, αδελφέ μου, ότι ουδέν κατόρθωμα επί της γης απέκτησα, πάρεξ το να συμφύρωμαι και να μολύνωμαι με τας αμαρτίας και να προτιμώ της σαρκός μου την ηδυπάθειαν. Μετά ταύτα δε, εκ της αγαθότητος του Θεού μου, λαβών εις τον νουν τον φόβον της κολάσεως, αφ’ ου ταύτην, την οποίαν βλέπεις, έλαβον ως γυναίκα μου, δεν εγνώρισα αυτήν σαρκικώς, αλλά και οι δύο φυλάττομεν παρθενίαν εκ συμφώνου και κρύπτομεν τούτο, λέγοντες ότι αύτη είναι στείρα· και έως τώρα, με την βοήθειαν του Θεού, φυλάττεται αμιγής υφ’ ημών η καθαρότης της ψυχής και του σώματος, δια τον πόθον και την αγάπην του πλάστου μας. Θέλω δε προσθέσει και άλλο εν δια την ασφάλειαν του όρκου. Ο ιδικός μου πλούτος όλος δεν υπερβαίνει το εν τριμίσιον, με το οποίον αγοράζων δέρματα εργάζομαι την τέχνην των υποδημάτων· το δε εξ αυτής κέρδος διαιρώ εις δύο ίσα μερίδια, εξ ων το μεν, πρώτον και κυριώτερον, αφιερώνω εις τον Χριστόν, δίδων αυτό εις τους πτωχούς τούς τού Χριστού αδελφούς, το δε άλλο εξοδεύω εις τας ιδικάς μας ανάγκας. Ούτω δε πάντοτε πολιτευόμενος, φαντάζομαι καθ’ εκάστην τον φοβερόν Κριτήν, όστις μέλλει να έλθη και ενθυμούμαι την εξέτασιν, την οποίαν μέλλει να κάμωσιν εις εμέ οι φορολόγοι δαίμονες». Ταύτην την διήγησιν ακούσας ο Ιωάννης και εκπλαγείς δια την καθαράν και μακαρίαν ζωήν του αοιδίμου Ζαχαρίου (διότι ούτως ωνομάζετο), υπερεπήνεσεν αυτόν. Είτα αποχαιρετήσας τον θαυμαστόν άνδρα, εξήλθε του οικίσκου του χαίρων και αγαλλόμενος. Και ο μεν Ιωάννης επορεύθη εις τον οίκον, όπου εξενοδοχείτο, ευχαριστών τον Θεόν δια τα θαυμαστά μεγαλεία, τα οποία είδεν· ο δε μακάριος Ζαχαρίας φεύγων της ανθρωπίνης δόξης το δέλεαρ, αφήκε τον οικίσκον του και έφυγεν άγνωστος τελείως εις όλους γενόμενος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου