Λόγος εις το Γενέσιον της Θεομήτορος.

Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος; (Άσμα Ασμάτων 6, 10).

 Και ποίος νους πλέον δύναται να εννοήση το μεγαλείον τής χαράς τής σημερινής εορτής; Ποία γλώσσα ημπορεί να διηγηθή το ύψος της Παρθένου, οπόταν το Πνεύμα το Άγιον δια να φανερώση το μέγεθος, την τιμήν, την καθαρότητα της σήμερον τικτομένης Μαριάμ, προβάλλει ωσάν με απορίαν ερωτηματικώς: «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος;» Ποίος νους, λέγω, δύναται να εννοήση τους προσήκοντας ύμνους της Παρθένου, οπόταν ιλιγγιά εις το να υμνή την Θεοτόκον και ο υπερκόσμιος και Αγγελικός νους;  Ποία γλώσσα ημπορεί να είπη τους πρέποντας της Παρθένου επαίνους, οπόταν ορώμεν ως ιχθύας αφώνους εις το ύψος της Θεοτόκου και τους πολυφθόγγους ρήτορας; Φθάνει η γραφική αυτή απορία, οπού φανερά ερμηνεύει, ότι τούτο είναι υπέρ δύναμιν, διότι τούτο είναι το έθος της Γραφής εις τα δυσνόητα και υψηλά. Όθεν και δια τον Χριστόν έλεγεν ο Δαβίδ: «Τις ούτος ο Βασιλεύς της δόξης;» Και ο Ησαϊας: «Τις ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ, και ίνα τι ερυθρά αυτού τα ιμάτια;»

Και δια την Μετάστασιν της Θεοτόκου λέγεται εις το Άσμα: «Τις αύτη η αναβαίνουσα εκ της ερήμου;» Και εις το Ευαγγέλιον: «Πως έσταί μοι τούτο επεί άνδρα ου γινώσκω;» και όσα τοιαύτα υπάρχουν εις την Γραφήν. Αρκεί, λέγω, η ερώτησις αύτη να σε χειραγωγήση, ότι το Πνεύμα το Άγιον εις το Άσμα με την Σολομώντειον γλώσσαν διδάσκει δια του ερωτηματικού αυτού, ότι ουδείς ισχύει κατ΄ αξίαν να επαινέση την Θεοτόκον ως Μητέρα Θεού γενομένην. Αρκετός ο έπαινος και υπέρ άπαντα νουν Αγγελικόν και ουράνιον είναι, να λέγης την Μαριάμ πως είναι Μητέρα Θεού, όνομα είναι αληθώς το υπέρ παν όνομα, δια να είπω ούτω, να ειπής την Μαριάμ, ότι εχρημάτισε Θεοτόκος. Διότι με τούτο μόνον έπλεξες τον μεγαλύτερον έπαινον, τίτλον τε και στέφανον των επαίνων, με τούτο έδειξες την Παρθένον υπερτέραν, με το να εστάθη Θεοτόκος και Μήτηρ Θεού, όχι μόνον των ανθρώπων, αλλά και όλων των Αγγελικών ταγμάτων. Ας καταισχυνθώσι λοιπόν οι Λούθηροι, οίτινες με απύλωτον στόμα δεν μεγαλύνουσι την Θεοτόκον. Ας αισχυνθώσιν οι Καλβίνοι, ότι με αυθάδειαν κινούσι βλάσφημον γλώσσαν κατά της Μητρός του Θεού. Ας κατακριθώσιν μετά του βλασφήμου και αιρετικού Νεστορίου, και των ομοίων εκείνου τε και αυτών. Ημείς δε μετά χαράς πνευματικής επιτελούντες τας εορτάς της Μητρός του Θεού, και Μητρός μας πάντοτε, είπωμεν και σήμερον με την Αγίαν μας Εκκλησίαν, ευφραινόμενοι εις το ιερόν της Παρθένου Γενέσιον: «Η Γέννησίς Σου Θεοτόκε χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη», διότι χαράς πρόξενος είναι η υπόθεσις, ότι Μήτηρ Θεού χρηματίσασα, υπερέχει ουράνια και επίγεια, διότι η Μήτηρ του Θεού, Αγγέλων τε και ανθρώπων υπέρκειται. Όθεν και με ευλαβητικήν καρδίαν ας την ασπασθώμεν, όχι με λόγια ιδικά μας, αλλά με την Αρχαγγελικήν εκείνην λέγοντες φωνήν: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου» και τα επόμενα. «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος;» Δόγμα πίστεως είναι ότι μόνος ο Υιός και Λόγος του Θεού, θελήσας να γίνη άνθρωπος δια να σώση τον άνθρωπον, εγεννήθη εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου· το οποίον μας διδάσκει φανερά εις το γ΄ άρθρο το άγιον Σύμβολον, το οποίον υπό των επτά Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων εδέχθη, και υπό πάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναγινώσκεται καθ΄ εκάστην παρρησία ακαινοτόμητον. Οι δε λοιποί πάντες άνθρωποι (χωρίς του θεοπλάστου Αδάμ και της Εύας), είτε εξ επαγγελίας γεγεννημένοι, είτε εκ νηδύος στειρωτικής, εξ ανδρός και γυναικός είναι, κατά τους όρους της φύσεως· όθεν ως εκ συναφείας σαρκικής και ροής ενηδόνου γεννηθέντες, ένοχοι είμεθα πάντες, τω και ακουσίως επισυρομένω τω γένει προπατορικώ αμαρτήματι· επειδή, κατά την Γραφήν, μόνος αναμάρτητος ο Θεός, πάντες δε ημείς εν τω Αδάμ ημάρτομεν. Διο και ο Απόστολος έλεγε προς Ρωμαίους· «Πάντες εν τω Αδάμ ήμαρτον». Όθεν ουδέ η Θεοτόκος, κατά φύσιν γεννηθείσα εξ Ιωακείμ και Άννης, ας μη κριθή ποτέ αμέτοχος του γενικού τούτου προπατορικού πλημμελήματος, καν οι εναντίοι εν προσχήματι ευλαβείας διαρραγώσι, και βίβλους νοθεύσωσι, ρητά παρερμηνεύοντες της Γραφής· αμέτοχος δε του προαιρετικού αμαρτήματος, διο και άμωμος λέγεται. Μόνος όθεν ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι αναμάρτητος· πάντες δε οι άλλοι άνθρωποι, οποίοι αν είναι, μολονότι και ως μη πρακτικώς αμαρτήσαντες, είναι μεν ακατηγόρητοι όπωσδήποτε δια το ακουσίως εις ημάς επιγινόμενον έγκλημα του Προπάτορος, ένοχοι όμως ως γεγεννημένοι εκ φυσικής συναφείας ανδρός και γυναικός· και τούτο είναι το του Δαβίδ, «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην», δια να μη λέγω τα προσωπικά αμαρτήματα, εκ των οποίων η Παρθένος τυγχάνει αμέτοχος. Αλλά δεν αναπαύονται εις τα θειωδώς παραδιδόμενα οι νεώτεροι, δεν είναι της Ορθοδόξου γνώμης οι Λατίνοι, δεν στέργουσι την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν οι δυτικοί· αλλ΄ ως καινοτόμοι πλάττουσι και εδώ με το σκότος σκοτεινά εφευρήματα, παρερμηνεύουσι με τους σχολαστικούς των τα της Γραφής, και σοφιστικώς μάλλον αγωνιζόμενοι, ή Ευαγγελικώς, λέγουσι, μολονότι είμεθα ακατηγόρητοι ημείς δια το ακουσίως εις την φύσιν ημών επισυρόμενον γενικώς και καθολικώς προκατορικόν έγκλημα, ως των «Ουκ εφ’ ημίν», (διότι τα της προαιρέσεως μόνον «Εφ’ ημίν»· όθεν και κατηγορίας είμεθα άξιοι δια τα προαιρετικά αμαρτήματα, ως ιδικά μας, το δε προπατορικόν και μη θελόντων ημών φυσικώς επιγίνεται διο ουδέ «Εφ’ ημίν»), πλην αμέτοχος, λέγουσιν, είναι και τούτου η Παρθένος δια της θείας Χάριτος, καίτοι γεγεννημένη εξ Ιωακείμ και της Άννης. Ταύτα τινές των Λατίνων με υποκριτικήν ευλάβειαν δογματίζουσι, φαίνονται όμως και άλλοι από τους ιδίους να αναιρώσιν εκείνους· ιδού ότι το κακόν τούτο είναι και προς εαυτό πολέμιον. Η Ανατολική όμως Εκκλησία, η Αποστολική και Ορθόδοξος, αποστρέφεται την εν προσχήματι ευλαβείας καινοτομίαν των Λατίνων· δεν δέχεται τους αλογίστους των σχολαστικών συλλογισμούς· (διότι ουδέ ευλάβεια τούτο ή έπαινος είναι της Παρθένου, ίνα και Θεόν αυτήν ονομάση τις τολμηρώς και μη άνθρωπον), φυλάττουσα δε την αρχαίαν παράδοσιν, ασφαλίζεται τα ίδια τέκνα με τον λόγον του Αποστόλου· «Ει τις ευαγγελίζεται ημίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω». Λέγει δε και προς τον Λατίνον· «Εκ του στόματος σου κρινώ σε, πονηρέ δούλε». Ανίσως και το έγκλημα του Προπάτορος, ως ακουσίως επισυρόμενον εις την φύσιν είναι εις ημάς ακατηγόρητον, καθώς μόνος είπας, ως των «ουκ εφ’ ημίν»· δι’ ο ουδέ την προς Αβραάμ και Μωϋσήν και τους άλλους του Θεού φιλίαν εκώλυεν, ως φυσικόν και ουχί των «Εφ’ ημίν». Ποίον όθεν τούτο ήθελε προσάψει μώμον εις την εξ Ιωακείμ και Άννης γεγεννημένην Παρθενομήτορα Κόρην γενικόν υπάρχον και ουχί ειδικόν, ή προσωπικόν, οπότε άψογον τούτο ως είπας και ακούσιον; Δια τούτου μάλιστα του καινοτομήματός σου, νεωτεριστά, προσάγεις κατηγορίαν αντί επαίνου εις την Παρθένον και μώμον εις την άμωμον Κόρην, επειδή το παν αποδίδεις εις την Θείαν Χάριν και ουχί και εις την ιδίαν αρετήν και αυτοπροαίρετον γνώμην της Αειπαρθένου· ήτις ουχί κατά Χάριν μόνην Θείαν (δεν είναι προσωπολήπτης ή άδικος ο Θεός, μη γένοιτο), αλλά και δια την υπερβάλλουσαν αυτής αρετήν, την οποίαν είχε καθ’ υπεροχήν των άλλων, ηξιώθη η Παρθένος να γίνη τοιαύτη, Μήτηρ Θεού δηλαδή, προκαθαρθείσα εκ Πνεύματος Αγίου ψυχή τε και σώματι. Περί τούτου ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Άνθρωπος Θεός κυηθείς εκ Παρθένου, και ψυχήν και σάρκα προκαθαρθείσης τω Πνεύματι». Όθεν και ο Άγγελος είπε· «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί Σε»· δια του τεχθέντος Χριστού εφάνη, κατά τον Χρυσόστομον, πάσης κτίσεως υπερτέρα και τιμιωτέρα. Όθεν ο Μάξιμος εν τω περί προσλήψεως λόγω αυτού είπε· «Τούνομα κεχαριτωμένη το ρηθέν παρά του Αγγέλου, την οργήν απώσασθαι, και την ευλογίαν προξενήσαι». Ο δε Αυγουστίνος εις το βιβλίον β’  περί των μισθών των αμαρτημάτων, Κεφ. κδ’, είπε περί του Χριστού· «Μη λαβείν σάρκα αμαρτίας, αλλ’ εκ της μητρώας σαρκός της αμαρτίας, της αναμαρτήτου δια του ασπασμού». Τα αυτά είπον και ο Ιεροσολυμίτης Χρύσιππος, και ο θείος Χρυσόστομος· «Επί του ασπασμού λυθήναι το της λύπης αντίθετον». Ο δε Κυπριανός και ο Ιεροσολύμων Κύριλλος εις την ιζ΄ κατήχησιν «Επί της συλλήψεως του Χριστού, λυθήναι από της αρχεγόνου πλημμελήσεως την Παρθένον». Και Γεώργιος ο Κορέσιος είπε· «Σελήνη πάμφωτος, επιδεκτική της ηλιακής αγλαϊας και μαρμαρυγής, η Παρθένος, λειψοφωτούσα προ του ασπασμού, και πάμφωτος επί της συλλήψεως». Άμωμον δε καλεί ο Δαμασκηνός, και ο θείος Σωφρόνιος δια τα προσωπικά αμαρτήματα, δια τα οποία η Παρθένος ήτο όλως ανεπήβολος και προ της συλλήψεως. Και ήλιος δε προς ημάς λέγεται η Παρθένος, επί θείου φωτισμού και μεγάλων δωρεών δι’ ης ηξιώθη το ανθρώπινον γένος, και ως εγείρουσα τα έθνη εκ του ύπνου της αγνωσίας. Όρθρος δε αύτη λέγεται, ως ότε ετέχθη εκ της Άννης· διο και λέγει· «Τις αύτη, η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»; Τα οποία πάντα ευρήσεις πλατύτερον εις τον Κορέσιον. Η Παρθένος όθεν, ως Θεομήτωρ, εξόχως των άλλων απασών τιμητέα και θαυμαστέα, και υπερδούλω προσκυνήσει προσκυνητέα υπάρχει. Εάν δε είναι δούλη Κυρίου, είναι όμως και Μήτηρ Θεού. Μολονότι και ο Λατίνος, δια να συστήση ποτέ την υπεροχήν του Πάπα του, δεν εντρέπεται ουδέ το ύψος της Παρθένου, δεν ευλαβείται ο αναιδής την Μητέρα του Θεού, αλλά με τολμηράν γλώσσαν λέγει πως ο Πέτρος, ως κεφαλή της Εκκλησίας, υπερείχε της Παρθένου ζώσης, και ο Κλήμης, ως διάδοχος Πέτρου, υπερείχε του Θεολόγου Ιωάννου ζώντος, επειδή ήσαν εις την Εκκλησίαν που φαντάζεται υποκείμενοι. Άπαγε της βλασφημίας και λατινικής ατοπίας! Διότι η Θεοτόκος πάσης υπέρκειται κτίσεως ως Θεού Μήτηρ. Ω της ματαιοφροσύνης σου αληθώς σχολαστικέ, ω της παραπληξίας σου καινοτόμε! Οπότε και αυτός εαυτόν αναιρείς, εναντία δογματίζων, πότε εν προσχήματι ευλαβείας λατινίζων όλως, πότε πάλιν λατινοκαλβινίζων με εωσφορικήν αλαζονείαν, η, ως συμπεραίνω, ένας νεωτερίζων και συ φαινόμενος, δογματίζεις όπερ και θέλεις. Και λοιπόν αυτή η νέα άπιστος πίστις έχει θεμέλιον το αυτεξούσιον, το θέλημά του φρονεί δόγμα εκείνος ο νέος ασεβής· δια τούτο και Εβραίους, και Οθωμανούς, και Καλβίνους, και Αρμενίους, και Λατίνους δέχεται, και αυτούς ακόμη τους αθέους. Και μολονότι από φόβον δεν λέγουσιν οι φραμασόνοι ουδέν εναντίον βασιλέως, ουδέν εναντίον θρησκείας, πλην ούτε εξουσίαν στέργουσιν, ούτε Εκκλησίαν δέχονται, ούτε Γραφήν πιστεύουσι· διότι εμποδίζεται το αυτεξούσιόν των, κόπτεται με τους νόμους το θέλημά των. Η κορωνίς της κακίας τούτων είναι κρύφιος, επειδή η δυσσεβής αυτών επικούρειος πίστις, ως μυστήριον μέγα φυλάττεται άγνωστον εις άλλους και εις πολλούς εξ αυτών· ολίγοι δε γνωρίζουσι τα βάθη της μιαρότητος αυτών, πλήθη τούτων όμως άπειρα, πανταχού της Δύσεως, οι πλείονες δια περιέργειαν απατώνται· κι ίσως ο τοιαύτα λέγων Λατίνος να είναι γόνος της νέας απίστου των φαρμασόνων πίστεως. Ούτως ούτε τι λέγουσιν οι Λατίνοι γνωρίζουσιν· άπαξ εκτραπέντες της αληθείας και ως εν σκότει περιπατούντες, δεν γνωρίζουσι που υπάγουσι· και ουδέν θαυμαστόν αφού και εις αυτήν την Θεότητα βλασφημούσι, το Πανάγιον Πνεύμα δια της καινοτομηθείσης παρ’ αυτών διαρχίας σμικρύνοντες, και τον Χριστόν αυτόν εις ουρανόν περικλείοντες, δια την εξουσίαν του Πάπα, μολονότι διακηρύττει εις το Ευαγγέλιόν του· «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης»· και αρπάσαντες εκ των παντοκρατορικών χειρών του Θεού τας κλεις του άδου και του θανάτου, κατά το εις την Αποκάλυψιν γεγραμμένον, τας ενεχείρισαν εις τον Πάπαν των, ίνα εισάγη εις άδην και εξάγη εκείνους τους οποίους θέλει, ως πάντα δυνάμενος, καθώς φλυαρούσι. Συγχωρήσατέ μοι δια ζήλον εις τοιαύτα ελθόντα, ουχί κατά ρήτορας· αφήσαντες δε τους Λατίνους, ως δια την υπερηφάνειάν των πάντη αδιαρθώτους, κατά τον θείον Κυπριανόν και τον Ιεροσολυμίτην Κύριλλον, συν τω Θεολόγω και ιερώ Χρυσοστόμω, είπωμεν μετά του Μαξίμου, ότι η Παρθένος επί του Αρχαγγελικού ασπασμού ελύθη από της αρχεγόνου πλημμελήσεως, δι του επελθόντος, συν τω λόγω του Αγγέλου, Παναγίου Πνεύματος. Και τούτο ψάλλει ως εκ μέρους της η του Θεού Εκκλησία εις εν τροπάριον του Ευαγγελισμού με την γλώσσαν του μελωδού Ιωάννου, «Ψυχήν ήγνισε και σώμα καθηγίασεν η επέλευσις του Παναγίου Πνεύματος, ναόν ειργάσατο χωρητικόν με Θεού», και τα ακόλουθα. Άμωμος δε είναι κατά τα προσωπικά αμαρτήματα, και προ της συλλήψεως και του ασπασμού. Και λοιπόν, ας ίδωμεν τα της εορτής εις το εξής, ίνα μη πολυλογώμεν πλέον εις αυτά, και ας κατανοήσωμεν εκ των Γραφών, κατά το δυνατόν, «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»; Τούτο ζητείς, ω ακροατά, και όμως τούτο να γνωρίσης κατά πλάτος αδύνατον. Αύτη λοιπόν είναι η εκλελεγμένη εκ πασών των γενεών, δια να είπω ολίγα προς παραμυθίαν σου, εις κατοικητήριον του Παντάνακτος Θεού. Αυτό το θεοχαρίτωτον βρέφος, η σήμερον, λέγω, γεννηθείσα Μαριάμ, είναι εκείνη ήτις έχει να μας δώση την χαράν, αντί δια την λύπην, την οποίαν μας επροξένησεν η Εύα. Αυτής πρέπει το όνομα εκείνο το οποίον είπεν εις την Εύαν ο Αδάμ, ονομάσας αυτήν ζωήν· «Ότι αύτη Μήτηρ πάντων των ζώντων»· και όμως εκείνη τον θάνατον έφερεν εις το γένος δια της παρακοής, η δε Παρθένος επροξένησε την αθανασίαν δια της υπακοής εις το ανθρώπινον γένος· όντως ζωή, ως Μήτηρ πάντων των κατά Χριστόν ζώντων. Αύτη επλήρωσεν εις τον νέον Αδάμ τον Χριστόν, εκείνο όπερ εχρεώστει η Εύα εις τον παλαιόν Αδάμ· όπως δε εκ της πλευράς του Αδάμ έγινεν η Εύα δίχα μέσου της γυναικός, ούτως εκ των καθαρωτάτων της Παρθένου αιμάτων έλαβε δίχα μεσιτείας ανδρός την σάρκα ο Υιός του Θεού, χρηματίσας αυτός τη σαρκί υπόστασις, εις και ο αυτός τέλειος εν Θεότητι, και τέλειος εν ανθρωπότητι γνωριζόμενος, πλην της αμαρτίας. Και ώσπερ εκ της πλευράς του Αδάμ παραχθείσης της Εύας σώος εφυλάχθη ο Αδάμ, ούτω και του Δεσπότου Χριστού γεννηθέντος εκ της Παρθένου Μαρίας, πάλιν η Μαριάμ Παρθένος διέμεινεν. Όντως ευλογημένη Συ εν γυναιξί, επειδή έγινες δια των πέντε αισθήσεων, με την ορθήν κρίσιν εξ γενομένων, μεθ’ ων εφύλαξας τας δέκα εντολάς ακριβώς και με τελειότητα, αίτινες εξαπλασιαζόμεναι, τον εξήκοντα αριθμόν αποτελούσι, κατά τον ιερόν Θεοδώρητον· έγινες, λέγω, εκείνη η περικυκλουμένη κλίνη του Σολομώντος, από τους εξήκοντα νοουμένους δυνατούς, κλίνη αληθώς μυστική, εις την οποίαν ανεπαύθη ο ειρηνικός Σολομών, ήτοι ο Χριστός. Όντως κεχαριτωμένη, επειδή ως άλλη μυστική Κιβωτός εφάνης, το γένος των ανθρώπων από τον κατακλυσμόν της αμαρτίας δια του νοητού Νώε, του Θεανθρώπου Σωτήρος μας και Υιού Σου σώζουσα, και πλέον δεν καταντώμεν εις άδην, αλλ’ εις τον ουρανόν, εις τον οποίον πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθε Χριστός, κατά τον θείον Απόστολον. Τις αύτη, ερωτάς να μάθης, η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος; Μάθε από αυτήν την συνέχειαν της Γραφής, ότι είναι αυτή, λέγει, καλή ως η σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος. Αυτό το θεοχαρίτωτον βρέφος, η Μαριάμ, είναι εκείνη όπερ περιγράφει από κεφαλής έως ποδών εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον. «Η κεφαλή σου, λέγει δι’ Αυτήν, επί σε ως Κάρμηλος· οι οφθαλμοί σου περιστεραί· ως σπαρτίον κόκκινον χείλη σου, και η λαλιά σου ωραία· τράχηλός σου ως ορμίσκος, και κηρίον αποστάζουσι τα χείλη σου νύμφη, μέλι και γάλα υπό την γλώσσαν σου· οι μαστοί σου αγαθοί υπέρ οίνον, και η κοιλία σου ως θημωνία σίτου πεφραγμένη εν κρίνοις». Και τι τα πολλά; Οπόταν και δια τα φορέματα αυτής λέγεται· «Οσμή των ιματίων σου υπέρ πάντα αρώματα». Και δια να μη πολυλογώ εις τα κατά μέρος· «Ιδού καλή η πλησίον μου», λέγει ο νυμφίος προς αυτήν· «Ιδού ει καλή, όλη καλή, και μώμος ουκ έστιν εν σοι». Εγνώρισας τώρα τούτο το τρυφερόν βρέφος, πως η Θεία Πρόνοια απέδειξε σκήνωμα όλων των χαρίτων, και πολυσύνθετον των αρετών συνάθροισμα; Ήκουσες περιγραφήν θαυμαστήν της αρτιτόκου αυτής κόρης; Όμως αν εξετάσης ακόμη τα περί αυτής προφητευόμενα, και όσα άλλα ελαλήθησαν δι’ αυτήν την χρηματίσασαν Μητέρα του Θεού ημών, ποίος άραγε θέλεις γίνει, όταν φαίνεσαι να απορής εις τα παραμικρά; Και λοιπόν αν με ερωτάς· «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»; Σοι λέγω, πως είναι εκείνη όπου λέγει ο νυμφίος εις το Άσμα· «Ως κρίνον εν μέσω ακανθών, ούτως η πλησίον μου αναμέσον των θυγατέρων». Αν ερωτάς· «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος; Καλή ως η σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος, θάμβος ως τεταγμένη», αποκρίνομαι, ότι αύτη είναι όπου καλεί ο νυμφίος λέγων· «Ελθέ η πλησίον μου, καλή μου περιστερά μου», αυτή είναι εκείνη οπού λέγει ο νυμφίος· «Κήπος κεκλεισμένος, αδελφή μου, νύμφη, κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη», αυτή είναι η καλή εν γυναιξίν, αυτή και το χωρίον, ο εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών. Τις αύτη, ακόμη αν ζητής να μάθης, η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος; Μάνθενε από τους λόγους τους οποίους έγραψεν εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον, ότι αυτή είναι εκείνη περί της οποίας λέγει ο νυμφίος· «Μία εστί περιστερά μου, τελεία μου, μία εστί τη μητρί αυτής, εκλεκτή τη τεκούση αυτήν, είδοσαν αυτήν θυγατέρες και εμακάρισαν αυτήν· βασίλισσαι και γε παλακαί αινέσουσιν αυτήν». Έμαθες τώρα τις αύτη η κεχαριτωμένη κόρη και εν γυναιξίν ευλογημένη; Αυτή είναι η μετά της λέξεως κατ’ εξοχήν Παρθένος δια το υπερβάλλον της καθαρότητος. Και ας μαρτυρήση τούτο ο ουρανός όλος, και όλη η γη, το λαμπρόν όμμα της ημέρας ο ήλιος, και ο καθαρός οφθαλμός της νυκτός η σελήνη, και ο σύμπας κόσμος, αισθητός, λέγω, και νοερός· ας είπωσιν, αν εγνώρισαν άλλην μίαν τοιούτου είδους Παρθένον, τοιαύτην καθαράν και άμωμον· ποτέ, ποτέ, ούτε είδον, ούτε θέλουσιν ιδεί. Όθεν και έγραψεν εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον· «Μία μόνη εστίν η αληθινή μου, περιστερά μου, τελεία μου». Χαίρε λοιπόν Αειπάρθενε Κόρη, ότι Συ εφάνης των Προφητών το κήρυγμα, και των προφητευομένων πλήρωμα και σφράγισμα, Συ των Αποστόλων κλέος, των Μαρτύρων εγκαλλώπισμα, των Ιεραρχών καύχημα, των Οσίων και Δικαίων η δόξα και το σεμνολόγημα, και πάντων των ευσεβών παρηγορία και βοήθεια· Σε υμνούσιν Άγγελοι, Σε δοξάζουσιν άνθρωποι, Σε η άνω και κάτω Εκκλησία ευφημεί, Σε οι Προφήται και θεόσοφοι Διδάσκαλοι ακαταπαύστως εγκωμιάζουσι, την όντως μακαρίαν, την όντως ευλογημένην και κεχαριτωμένην. Χαίρε Μαρία, ο έμψυχος ναός του Θεού, το αστραπηφόρον άρμα και πυρίμορφον του Λόγου του Θεού όχημα. Χαίρε Μαρία, το φωτοφόρον Θεού παλάτιον, η χρυσοπόρφυρος κλίνη και παστάς αγλαόμορφος. Χαίρε Μαρία, ο θρόνος του Θεού ο σαπφειροφαίδιμος και ηλιοστάλακτος, το δοχείον του αστέκτου και χωρίον του απείρου. Χαίρε Μαρία, το θεότευκτον άγαλμα του Αγίου Πνεύματος, ο ανθευωδέστατος των αρετών παράδεισος, και της παρθενίας το μέγα κειμήλιον. Χαίρε Μαρία, ο θησαυρός των χαρίτων του Πνεύματος, ο χρυσοπλοκώτατος πύργος, και η δωδεκάτειχος πόλις της άνω Ιερουσαλήμ. Χαίρε Παρθένε, η καθέδρα του βασιλέως, η Μήτηρ του Θεού και Παρθένος, το ακατανόητον θαύμα, και θαύμα όντως καινότατον. Χαίρε Παρθένε, ότι δεδοξασμένα αληθώς ελαλήθη περί Σου· διότι Σε είδεν ως Κλίμακα ο Ιακώβ, εις την οποίαν επεστηρίζετο ο Κύριος. Χαίρε Παρθένε, ότι Σε προείδεν ως Βάτον καιομένην και μη καταφλεγομένην ο Μωϋσής, διότι εβάστασας εις την κοιλίαν Σου το πυρ της Θεότητος, ή να ειπώ καλλίτερα, αυτόν τον Υιόν του Θεού αβλαβώς. Χαίρε Μαρία, διότι Συ είσαι η Αγία Γη εκείνη, δια την οποίαν είπεν ο Θεός εις τον Μωϋσήν, το· «Λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου, ο γαρ τόπος, εφ’ ον συ έστηκας, Γη Αγία εστί»· και η Γη εκείνη την οποίαν είπεν ο Δαβίδ· «Και η Γη ημών δώσει τον καρπόν αυτής»· και η Γη ακόμη εκείνη, εις την οποίαν εφάνη ο Θεός κατά τον Ιερεμίαν εις τον Βαρούχ· «Ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν»· μετά δε ταύτα· «Επί της Γης ώφθη»· και ο Ησαϊας· «Πλήρης πάσα η Γη της δόξης Αυτού». Χαίρε Μαρία, ότι Σε προεδήλου η Ράβδος του Ααρών η βλαστήσασα· και Συ είσαι εκείνη η Ράβδος περί της οποίας λέγει ο Ησαϊας· «Εξελεύσεται Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται». Χαίρε Μαρία, ότι Σε προεδήλου ο ένδροσος Πόκος του Γεδεών. Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη, διότι Σε είπεν ο Αββακούμ· «Όρος δασύ και κατάσκιον» δια τας αρετάς Σου, και τα πνευματικά χαρίσματα. Και ο Δανιήλ Σε προείπεν· «Όρος αλατόμητον, εξ ου ετμήθη Λίθος άνευ χειρός», ο Χριστός δηλαδή δίχα σποράς ανδρός. Και ο Ησαϊας μεγαλοφώνως, Όρος Σε προεκήρυξε λέγων· «Έσται εν ταις εσχάταις ημέραις εμφανές το Όρος Κυρίου». Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη, ότι Σε Πύλην κεκλεισμένην δια το αειπάρθενον προέφη ο Ιεζεκιήλ· «Η Πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς ου μη διέλθη δι’ αυτής»· ως γαρ προ τόκου, ούτω και εν τόκω, και μετά τόκον Παρθένος διέμεινες. Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη, ότι Σε προείδεν ο Ησαϊας Τόμον καινόν· «Και είπε Κύριος προς με· λάβε σεαυτώ Τόμον καινόν μέγαν, και γράψον εις αυτόν γραφίδι ανθρώπου, του οξέως προνομήν ποιήσαι σκύλων». Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη, ότι Σε προείπεν ο αυτός Προφήτης Παρθένον· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται». Χαίρε, ότι Σε προείπεν ο αυτός Ησαϊας Βίβλον εσφραγισμένην δια την μεγάλην σου καθαρότητα· «Και δοθήσεται το Βιβλίον το εσφραγισμένον τούτο ανθρώπω επισταμένω γράμματα και ερούσιν αυτώ, ανάγνωθι ταύτα, και ερεί· ου δύναμαι αναγνώναι· εσφράγιστα γαρ». Χαίρε Μαρία, ότι Σε ο αυτός Ησαϊας προείπε κούφην Νεφέλην, λέγων· «Ιδού Κύριος κάθηται επί Νεφέλης κούφης». Και πάλιν ο αυτός Προφήτης Σε είπε Προφήτιν· «Και προσήλθον, λέγει, προς την Προφήτιν· και εν γαστρί έλαβε». Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη· ότι Σε ο Ιεζεκιήλ είπεν Οίκον πεπληρωμένον της δόξης του Θεού· «Και είδον και ιδού πλήρης δόξης ο Οίκος Κυρίου». Και ο Ησαϊας λέγει· «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, και πλήρης ο Οίκος της δόξης αυτού». Χαίρε ευλογημένη Μαριάμ, ότι Συ είσαι η επτάφωτος Λυχνία όπου είδεν ο Προφήτης Ζαχαρίας, και η Λαβίς η τον θείον Άνθρακα φέρουσα, οπού είδεν ο Ησαϊας. Χαίρε ευλογημένη Μαριάμ, ότι Συ είσαι η Στάμνος η χρυσή η έχουσα το μάννα, και το χρυσούν Θυμιατήριον· Σε προεδήλουν αι Πλάκες του Νόμου, η Κιβωτός η αγία, και τα Χερουβίμ εκείνα οπού λέγει ο Δαβίδ, ένθα επέβη ο Θεός. Χαίρε ευλογημένη Μαριάμ, ότι Συ είσαι η Τράπεζα η Αγία, η τον ουράνιον Άρτον έχουσα, Συ το θείον Ιλαστήριον, Συ η Σκηνή η Αγία, και σχεδόν όλων των Προφητών το κήρυγμα. Χαίρε Μαρία, ότι Συ είσαι η Βασίλισσα εκείνη οπού λέγει ο Δαβίδ, η δεδοξασμένη· «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη». Και δια να μη πολυλογώ, Συ είσαι εκείνη η Θυγάτηρ οπού υπερέβης απάσας τας λοιπάς κατά τον Σολομώντα· «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, πολλαί εκτήσαντο δόξαν, Συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Απέκαμον πλέκων εις την Παρθένον εκ των Προφητών τον παρθενικόν ανθομυριοχαριτόπλεκτον στέφανον· πλην η προς Αυτήν αγάπη με αναγκάζει να συνεχίσω· διο λέγω, ότι η Παρθένος είναι Ναύς, διότι εν τω όρμω της γαλήνης και αταραξίας καθοδηγεί τους επιβάτας· Όμμα της Εκκλησίας οξυδερκέστατον, την Εκκλησίαν επερχόμενον· Έλαιον, του ύδατος των πειρασμών ανώτερον· Δένδρον, τον γλυκύτατον καρπόν Χριστόν αποτεκόν· Επτάφωτος Λυχνία, κατά τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος πλουτίζουσα, κατά τον Μάξιμον· και Πόλις όντως Θεού, περί ης δεδοξασμένα κατά τον Δαβίδ ελαλήθη. Αυτήν και ο υψιπέτης αετός της Θεολογίας Ιωάννης είδεν εις την Αποκάλυψίν του Γυναίκα περιβεβλημένην τον Ήλιον Χριστόν, και η σελήνη, η κοσμική, λέγω, ματαιότης, επί τους πόδας αυτής, και επί την κεφαλήν αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα, οι του Αγίου Πνεύματος δώδεκα καρποί. Αυτήν ο Διονύσιος και Ιερόθεος οι θεόληπτοι εκείνοι υμνολόγοι και Ισαπόστολοι άνδρες, συνευρεθέντες με τον διδάσκαλόν των Παύλον εις την κηδείαν Της τότε, είπον τοσαύτα προς αυτήν εγκώμια, οπού και οι ουράνιοι νόες εξεπλάγησαν. Όθεν αν ερωτάς ακόμη· «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»; Μανθάνεις πως είναι η κατ’ εξοχήν ευλογημένη εν γυναιξίν· η μόνη όντως Κεχαριτωμένη Μαρία, καθώς ο Θεοφόρος Ιγνάτιος καλεί «Μητέρα Θεού, χαριτώνυμον των θεαρχικών δωρεών, και απασών των αρετών έμπλεων»· ο δε Ιουστίνος ο φιλόσοφος και Μάρτυς λέγει, ότι «Όσον ο Χριστός υπερέσχε πάντων των ανθρώπων, τοσούτον η Θεομήτωρ πάσας τας γυναίκας παρήλασε». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο Ειρηναίος είπε «Θρόνον και Οίκον Θεού, και Κέρας ακαταμάχητον και αήττητον»· ο Κυπριανός «Σκεύος εκλεκτόν», και ο Νείλος «Κρίνον». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Νεοκαισαρείας θείος Γρηγόριος «Θησαυρόν των πνευματικών δωρημάτων», και ο Μέγας Βασίλειος «Σημείον μέγα και Θαύμα Αγγέλοις και ανθρώποις». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο Μέγας Αθανάσιος «Άμωμον» καλεί καθ’ υπεροχήν των άλλων· ο Θεολόγος Γρηγόριος «Μητέρα, καλεί, και Παρθένον δεκτικωτέραν απάντων των κτισμάτων των θείων δωρεών»· και ο Νύσσης θείος Γρηγόριος «Πράγμα, λέγει, πανθαύμαστον, η Παρθένος γίνεται Μήτηρ και μένει Παρθένος». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο Σύρος Εφραίμ «Άνασσαν, είπεν, Αγγέλων τε και ανθρώπων, Ελπίδα των απεγνωσμένων, Κυρίαν ενδοξοτάτην, υπερτέραν των Χερουβίμ και Σεραφείμ»· ο Κύπρου Επιφάνιος «Θεού μόνου, είπεν, εξηρημένου, υπερτέρα πάντων η μακαρία Παρθένος». Και μετά του Ευσεβίου, Θεοφύλακτος και Ευθύμιος λέγουσιν· «Ευκλεεστάτην, και πανεύφημον Παρθένον». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο θείος Χρυσόστομος «Μέγα Θαύμα, καλεί, του κόσμου, και ότι μόνη το πλάτος του κόσμου και του ουρανού παρήλασας»· ο Αυγουστίνος «Μονωτάτην Ελπίδα των αμαρτωλών» προσηγόρευσε· και συν τω Χρυσολόγω ο Ιλάριος είπεν «Ομβροφόρον Νεφέλην των πνευματικών δωρεών». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Θεοδώρητος «Εκλεκτήν Περιστεράν»· ο θείος δε Αμβρόσιος «Παρθένος ην, λέγει, η Μαρία, όχι μόνον σώματος, αλλά και του νοός, καθαρά τη καρδία, καθαρά τοις λόγοις, καθαρά τοις νοήμασι»· και ο Κρης Ηλίας, συν τω Ιεροσολύμων Ιωάννη, και Θεοφάνει και Μιχαήλ Συγκέλλω «Η Θεογεννήτρια, λέγουσιν, ου μόνον συγκαταθέσεως εις αμαρτίαν, αλλά και φαντασίας απελείφθη». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο Κύριλλος με όλην την Αγίαν Γ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον εκήρυξε «Θεοτόκον», ο δε Πρεσβύτερος Χρύσιππος «Όντως Κεχαριτωμένην και Μακαρίαν» εκάλεσε· και ο Εμεσηνός Ευσέβιος συν τω Νικηφόρω «Σκεύος εκλεκτόν, είπε, την Παρθένον, και αιρετώτερον των άλλων καταθυμίων τω Θεώ».  Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Ανδρέας Κρήτης «Επίλογον των θείων δωρεών»· ο Δαμασκηνός Ιωάννης «Των ουρανών ευρυχωροτέραν», και ο Ανατόλιος συν Ευοδίω και Λέοντι είπεν· «Αγγελοπαρόχου τροφής μέτοχον, και εικόνα Θεού πασών των άλλων θεοεικέλων καθαρωτέραν». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος «Σύνδεσμον και ένωσιν των κάτω μετά των άνω, θησαυρόν παρθενίας και πνευματικόν του δευτέρου Αδάμ Παράδεισον»· ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος «Όλη, λέγει περί της Παρθένου, όλη εστί καθαρότης, όλη απλότης, όλη χάρις, όλη αλήθεια και της θείας έσοπτρον λαμπηδόνος»· και ο Πατριάρχης Γερμανός είπε· «Απόντος του αμυντηρίου της Θεομήτορος, μηδένα σωτηρίας αξιούσθαι». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Πατάρων Μεθόδιος «Ανωτέραν πάσης της οικουμένης»· ο θείος Ιερώνυμος είπεν· «Εκάστοις των εκλεκτών η Χάρις κατά μέρος εδόθη, τη δε Παρθένω άπαν το της Χάριτος πλήρωμα»· και ο θείος Κοσμάς καλεί την Παρθένον Μητέρα του Θεού με όλην την Εκκλησίαν· «Αδιάφθορον, όντως Θεοτόκον, τιμιωτέραν των Χερουβίμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»· εγώ δε λέγω, ότι την Θεοτόκον Παρθένον ουδείς κατ’ αξίαν δύναται να εγκωμιάση, ως Μητέρα Θεού γενομένην, το οποίον είναι ο ακρότατος έπαινος. Εκινήθη ποτέ η Ελλάς δια των ζωγράφων να ιστορήση τα κάλλη της περιφήμου Ελένης· και άλλος μεν την ιστορούσε με όλην την συμμετρίαν των μελών, άλλος με την ανθηρότητα των χρωμάτων, και πάντες σχεδόν με όσα ηδύναντο κάλλη· εις όμως εξ αυτών, αφού την εζωγράφισεν, εμηχανεύθη ένα λεπτόν ύφασμα, ζωγραφίσας τούτο επάνωθεν, το οποίον εσκέπζεν όλην, και με τούτο απέδειχνεν, ότι τα κάλλη της Ελένης περισσότερον ούτω κατανοούνται υποκάτω εις το λεπτόν ύφασμα κεκρυμμένα, παρά με όλα τα εξαίρετα χρώματα φανερά. Τούτον μιμούμενος και εγώ, επάνω εις όλους τους επαίνους των Προφητών και Αγίων, επιφέρω δια την αδυναμίαν μου την σιωπήν και λέγων την Παρθένον Μητέρα Θεού, φανερώνω με τούτο, ωσάν με λεπτόν ύφασμα, ότι είναι κεκρυμμένα εις τούτο όλα τα παρθενικά κάλλη της κεχαριτωμένης Μαρίας· διότι ως Μήτηρ του Θεού είναι πάσης ανωτέρα κτίσεως, και εν τούτω άπας ο των εγκωμίων επίλογος, και των επαίνων το συμπέρασμα. Σε λοιπόν την Μητέρα του Θεού, την ελπίδα των απηλπισμένων, την βοήθειαν των αδυνάτων, των αμαρτωλών την παρηγορίαν· Σε επικαλούμαι σήμερον, παροραθεισών των εμών αμαρτιών, να ελεήσης το κλεινόν των Ελλήνων γένος, των πιστών δούλων του Υιού Σου, ως Ορθοδόξων Χριστιανών. Ναι, επίβλεψον εφ’ ημάς ιλέω τω όμματι, καταπραϋνουσα την σκληρότητα του τυραννικού γένους των ασεβών, και την Εκκλησίαν, ην ο Υιός σου τω τιμίω αυτού περιεποιήσατο αίματι, ελευθέρωσον εκ της Δυτικής οφρύος και καταδρομής, και των λατινικών καινοτομημάτων, έως της συντελείας του αιώνος. Γνωρίζομεν ότι με τας αμαρτίας μας παρωργίσαμεν τον φιλάνθρωπον ημών Δεσπότην και Υιόν Σου· όμως δια της Σης μεσιτείας θαρρούμεν να τύχωμεν αφέσεως. Ανίσως ο Αλέξανδρος ακούων δια την Ολυμπιάδα τόσας κατηγορίας και διαβολάς εκ του Αντιπάτρου, απεκρίνατο· «Μητρός εν δάκρυ, πολλάς διαβολάς εξαλείφει», πως είναι τρόπος να μη εισακουσθή δεομένη τοιαύτη Μήτηρ εις ένα φιλεύσπλαγχνον Θεόν υπέρ ημών πρεσβεύουσα των Χριστιανών, οπότε ακούομεν: «Πολλά ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου»; Και ανίσως εκείνος ο θυμωμένος πολλά κατά των Ρωμαίων Κοριολανός, όστις δεν εκάμπτετο ούτε εις δώρα, ούτε εις δάκρυα, ευθύς όταν είδε την μητέρα του Ουετουρίναν με δάκρυα να παρακαλή δια την συγχώρησιν των Ρωμαίων, και με τα λόγια εκείνα να του δείχνη την κοιλίαν, ήτις τον εγέννησε, και τους μαστούς οίτινες τον ανέθρεψαν, πάραυτα εσυγκατέβη, παρευθύς έκλαυσε περιπλεχθείς την μητέρα, και εχάρισε το σφάλμα των Ρωμαίων, πως είναι δυνατόν ο φιλάγαθος Δεσπότης, βλέπων την ιδίαν Μητέρα να παρακαλή δια τους ιδικούς του δούλους, μολονότι και αχαρίστους, πως είναι, λέγω, τρόπος να μη υπακούση της μητρικής δεήσεως, και να χαρίση τα σφάλματα χάριν της πρεσβευούσης Μητρός Του; λέγων, ώσπερ ο Κοριολανός εκείνος, τα θαυμαστά εκείνα λόγια, οπού έγραψε με αλήθειαν ο ιστορικός Ζωναράς· «Ίδε, μήτερ, πείθομαί σοι, συ γαρ με νικάς, και σοι την χάριν ταύτην πάντες εχέτωσαν». Και λοιπόν ας μη απολείπη από το στόμα του προσευχομένου το όνομα της Κεχαριτωμένης Μαρίας μαζί με την ονομασίαν του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού και Δεσπότου μας· διότι Ιησούς και Μαρία, των αμαρτωλών εισί σωτηρία και των απηλπισμένων παρηγορία. Σου όθεν πάλιν δέομαι, ω Θεοτόκε Παρθένε, ελέησον και διδάσκοντας και διδασκομένους· βοήθησον το γένος των Ορθοδόξων τη αμάχω Σου πρεσβεία, στήριξον τον θείον φόβον εις τας καρδίας ημών, και πληρωτάς ανάδειξον των εντολών του Υιού Σου· όπως χριστιανικώς βιούντες, και εν φόβω Κυρίου πολιτευόμενοι, αξιωθώμεν τέλους ειρηνικού και να αναδειχθώμεν κληρονόμοι της Βασιλείας των ουρανών· Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: