Άνθιμος ο Μάρτυς και Επίσκοπος εγεννήθη εις την περίφημον πόλιν της Νικομηδείας, από ευσεβών και ευγενών κλάδων αναβλαστήσας, καλούς δε και αυτός προσενέγκας καρπούς, ευωδίαζε πάσαν την Εκκλησίαν ως εύοσμον άνθος, διότι ευθύς μεν ως την πρώτην ηλικίαν των νηπίων παρήλθεν, ήνθιζον εις αυτόν πάσα θεία χάρις και ήθη χρηστά, αλλά και ως παιδίον ήτο δια πολλής συνέσεως κατηρτισμένος. Ότε δε πάλιν έφθασε και εις την ανδρικήν ηλικίαν, τας των ανδρών αρετάς επεμελείτο και εκυριάρχει της γαστρός, εκράτει του θυμού και των σαρκικών επιθυμιών και την κοσμικήν φαντασίαν απεστρέφετο, αλλά και την μητέρα των αρετών, την αγάπην, φιλοπόνως ειργάζετο, άπας δε ο καιρός του ήτο ασχολία προσευχής και τήρησις των θείων εντολών, ώστε καθ’ όλον τον βίον αυτού, απέχων από πάσαν ματαίαν διασκέδασιν, εντελώς ειργάζετο την αρετήν.
Δια τοσαύτης δε ταπεινοφροσύνης ήτο κεκοσμημένος, ώστε, όταν έβλεπον αυτόν οι φιλάρετοι άνδρες, κατενύγοντο αι ψυχαί αυτών και επεμελούντο και αυτοί την πρόοδον της αρετής. Επειδή όθεν έζη ούτω και είχε την ιδίαν αυτού αρετήν ως πολυφωνότατον κήρυκα, δεν ήτο δυνατόν να κρύπτηται και να διαφεύγη της προσοχής των ανθρώπων· δια τούτο και επί τον υψηλόν βαθμόν της Ιερωσύνης ανήγαγον αυτόν και ύμνει εν Πρεσβυτέρων καθέδρα τον Κύριον και ηυλόγει τον Θεόν. Δεν ήλθεν όμως αμέσως εις τον της Ιερωσύνης βαθμόν, ούτε απ’ αρχής του βίου αυτού προεμελέτα αυτήν, αλλ’ αφ’ ου πρότερον εις πολλούς ενδιέπρεψε βαθμούς και ετίμησεν αυτούς αξίως με πάσαν αρετήν, υπό πάντων δε τούτων εμαρτυρήθη ότι ήτο άξιος του βαθμού της Ιερωσύνης και ούτω του μεγάλου τούτου αξιώματος επέβη. Δεν επεδίωξε δε την τιμήν, ουδέ ήρπασεν αυτήν, αλλ’ υπ’ εκείνης μάλλον κατελήφθη, αν και σφόδρα απεμακρύνετο απ’ αυτής δια το μέγεθος της ταπεινώσεως αυτού. Ότε δε μετέστη εις Κύριον ο τότε Επίσκοπος Νικομηδείας Κύριλλος, εχήρευε δε ποιμένος η Εκκλησία και την ερημίαν της επένθει πικρώς και εθρήνει την συμφοράν της, τότε οι πρόκριτοι των Νικομηδέων μετά του Εκκλησιαστικού Κλήρου απεφάσισαν ομοφώνως, όπως αναδείξωσιν Επίσκοπον αυτών τον ιερώτατον Άνθιμον. Εισελθόντες όθεν εις την Εκκλησίαν εδέοντο θερμώς εις τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτούς, εάν τούτο αρέσκη και εις Αυτόν και εάν θα έχωσιν επιμαρτυρούσαν την άνωθεν ψήφον. Ευθύς δε μέγ και θαυμαστόν φως περιήστραψε πάντας, φωνή δε θεία ηκούσθη προσμαρτυρούσα υπέρ του Ανθίμου και επικυρούσα την ψήφον αυτών, προτρέπουσα έτι αυτούς, ίνα φέρωσιν εις πέρας το ταχύτερον την απόφασιν ταύτην. Εκ Θεού όθεν εκλεγείς ο θείος Άνθιμος ανέλαβε τους οίακας της Εκκλησίας και απέλαβεν ο θρόνος τον άξιον και καλόν ποιμένα, όστις αυτόν κατεκόσμησεν, η δε Εκκλησία, αποθέσασα την λύπην και κατήφειαν, εστολίσθη με την ευπρέπειαν και λαμπρότητα, επιτυχούσα κατά τον Απόστολον Παύλον τον ανεπίληπτον και σοφόν επιστάτην. Ο δε Άνθιμος, ως αγαθός κυβερνήτης, όλην την προσοχήν αυτού επέστησε προς τούτον μόνον τον σκοπόν, όπως τον χαλεπόν της ασεβείας κλύδωνα καταπραϋνη και τας ψυχάς των συμπλεόντων εις τον λιμένα του Θεού καθορμήση. Ταύτα είδεν ο Ίνδης εκείνος μετά της Δόμνης, οίτινες ήσαν θαυμαστοί και αξιέπαινοι, διότι αυτοί μεν τον βασιλέα και τα περί τον βασιλέα πάντα κατέλιπον και παρέλαβον την ευσέβειαν, αμφότεροι τον κοινόν Βασιλέα πλουτήσαντες. Αλλ’ ουδέ ο Γλυκέριος και ο Θεόφιλος έμειναν άγευστοι της ευσεβείας, ένεκα της διδαχής του Αγίου, ικανή δε απόδειξις είναι ότι και ούτοι τον υπέρ Χριστού θάνατον έλαβον, αλλά και πολλοί άλλοι δεν έμειναν άγευστοι της ευσεβείας, ένεκα της σπουδής του Αγίου, διότι και ούτοι πάντες υπέρ Χριστού δια πυρός ετελειώθησαν. Ούτω θεοφιλώς του Αγίου πορευομένου, εγείρεται αίφνης χειμών χαλεπώτατος και επειδή η καταιγίς ενέπεσε σφοδροτέρα παρά ποτέ, πάντας τους Χριστιανούς κατέδυσε. Διότι επστρέψας ο Μαξιμιανός νικητής από του κατά των Αιθιόπων πολέμου εν έτει 306, διέταξεν ευθύς πάντας κοινώς όπως συναχθώσιν εις Νικομήδειαν, δια να θυσιάσωσιν εις τους θεούς του. Εκηρύχθη όθεν τότε εκείνος ο βαρύτατος και μέγιστος διωγμός των Χριστιανών, όστις επροχώρει καθημέραν καθ’ άπασαν την γην. Όθεν άλλοι μεν των Χριστιανών έφευγον εις τα όρη και σπήλαια, άλλοι παντοιοτρόπως δε εθανατώνοντο, και αι μεν Ιεραί Μοναί ηρημούντο, των δε Παρθένων τα Ησυχαστήρια παντελώς κατηδαφίζοντο. Τότε οι δήμιοι ως άγρια θηρία ήρπασαν και μίαν Παρθένον υπέρλαμπρον ψυχή τε και σώματι, ονόματι Θεοφίλην, καθώς ήτο και εις την πράξιν, την οποίαν ωδήγησαν βιαίως εις το εργαστήριον τής ύβρεως. Αύτη δε η μακαρία, βλέπουσα προς τον ουρανόν, εβόησε μετά δακρύων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο έρως, το φως μου και ο φύλαξ της ζωής μου, ίδε την νυμφευθείσαν σοι, Νυμφίε μου άμωμε, και λύτρωσαί με από των θηρίων τούτων, φύλαξόν δε την παρθενίαν μου άσπιλον εις δόξαν και αίνον του παντοδυνάμου σου ονόματος». Ανεγίνωσκε δε το Ιερόν Ευαγγέλιον. Εις δε εκ των ασεβών εισήλθεν εις τον οίκον, ίνα πράξη την επιθυμίαν αυτού και ευθύς τρέμων απέθανεν. Ακολούθως εισήλθεν άλλος και είδε φως ανείκαστον και εκ της λαμπρότητος του φωτός έμεινε τυφλός. Τούτο δε έπαθον και άλλοι πολλοί· όσοι όμως εισήλθον με σωφροσύνην εις τον οίκον, είδον ωραίον και υπέρλαμπρον Άγγελον, ιστάμενον εκ δεξιών αυτής, και εγένοντο έντρομοι, ιδόντες τοιούτο παράδοξον θαύμα, εξελθόντες δε εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Ο δε θείος Άγγελος λαβών την Παρθένον εκ της αισχράς εκείνης οικίας αμόλυντον εξήλθε μετ’ αυτής πορευόμενος και την ωδήγησεν εις την Εκκλησίαν των πιστών, ειπών προς αυτήν· «Ειρήνη σοι». Η δε εκθαμβουμένη και χαίρουσα έκρουσε την θύραν και εισήλθεν εις την Εκκλησίαν. Εκείνην δε την νύκτα ο Ιεράρχης Άνθιμος μεθ’ όλων των Χριστιανών εώρταζε τα Γενέθλια του Χριστού εν τη Εκκλησία· ιδόντες δε ούτοι ανελπίστως την Θεοφίλην εθαύμαζον. Αύτη δε και οι εκ ταύτης πιστεύσαντες διηγήθησαν πάντα όσα ο Παντοδύναμος Θεός ετέλεσε θαυμασίως, δοξάζοντες και ευχαριστούντες Αυτόν. Ακούσας ταύτα ο Μαξιμιανός διέταξε ν’ αναφθώσιν ευθύς ξύλα πέριξ της Εκκλησίας, ίνα κατακαώσιν οι εν τη Εκκλησία Χριστιανοί. Όπερ εννοήσας ο θείος Ιεράρχης Άνθιμος και θείας Χάριτος εμπλησθείς, εστάθη εις το κέρας του θυσιαστηρίου λέγων· «Ενθυμήθητε, αδελφοί μου φιλόχριστοι και τέκνα εν Κυρίω, ποσάκις εξιστάμεθα θαυμασίως δια την ανδρείαν των Αγίων Τριών Παίδων και δια την ευσέβειαν αυτών, οίτινες και εν μέσω της φλογός ιστάμενοι προσεκάλουν την κτίσιν άπασαν προς υμνωδίαν του Κτίστου. Ας γίνωμεν όθεν και ημείς συγκοινωνοί της δόξης αυτών· εκείνοι μεν ήσαν Τρεις και ουδέ είχον άλλων προτέρων υπόδειγμα, ημείς δε, τοσούτον πλήθος όντες και έχοντες όχι μόνον εκείνους, αλλά και τον Κύριον της δόξης τον επί ξύλου κρεμασθέντα δια την σωτηρίαν ημών, πως και ημείς εκ τούτου να μη γινώμεθα συγκοινωνοί εις το Άγιον Αυτού Πάθος; Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός σωτηρίας· αποθώμεθα λοιπόν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός, όπως αξιωθώμεν της αιωνίου Βασιλείας». Ταύτα ειπών ο αείμνηστος Άνθιμος και συναγωνιζόμενος μετ’ αυτών βαπτίζει τους κατηχουμένους και την θείαν λειτουργίαν επιτελέσας μετέδωκεν εις άπαντας τα Θεία και Άχραντα Μυστήρια, ανήφθησαν δε εν τω μεταξύ έξωθεν τα φρύγαν, οι δε Άγιοι έσωθεν έψαλλον την υμνωδίαν των Αγίων Τριών Παίδων, πάσαν την κτίσιν προς υμνωδίαν Θεού και δοξολογίαν επικαλούμενοι και ούτω κατεκάησαν άπαντες οι ευρεθέντες Χριστιανοί εν τη Εκκλησία, οίτινες ήσαν τον αριθμόν είκοσι χιλιάδες. Ο δε Άγιος Άνθιμος δεν εκάη, αλλά διεφυλάχθη αβλαβής εκ θείας Χάριτος, ίνα και άλλους ωφελήση εκ της διδασκαλίας υτού, βαπτίση δε και προσφέρη αυτούς σεσωσμένους εις τον Χριστόν. Όθεν ανεχώρησεν εις τινα κωμόπολιν, ίνα φροντίση περί του λοιπού ποιμνίου του ως καλός ποιμήν, τον λόγον της αληθείας σπείρων και το τάλαντον της πίστεως πολλαπλασιάζων, επιστρέφων πολλούς εις θεογνωσίαν και επιστηρίζων εις την ευσέβειαν. Αλλά και οι περί τον Μαρδόνιον και Μυγδόνιον και Πέτρον και τον καρτερικώτατον Ζήνωνα δεν έμειναν άγευστοι της ευσεβείας, διότι βλέποντες και ούτοι την σπουδήν του Ιεράρχου και αυτοί τον ίδιον προς Χριστόν επέδειξαν πόθον μη ανεχόμενοι να υπολειφθώσι της ίσης μαρτυρίας. Τοσαύτη επίδοσις της ευσεβείας υπό του θαυμαστού Ανθίμου εις πολλούς εγένετο. Όθεν η αρετή και ενταύθα φανερόν ποιεί το της ευσεβείας άνθος Άνθιμον. Και πάλιν καταμηνύεται εις τον βασιλέα ο τότε μεν εν Ιερεύσι μέγας, μετά μικρόν δε και μεταξύ των Μαρτύρων τοιούτος. Τότε ο Μαξιμιανός πέμπει είκοσιν εφίππους στρατιώτας, ίνα συλλάβωσιν αυτόν και φέρωσιν ενώπιόν του. Οι δε ιππείς οι πεμφθέντες εις Σημάνην, τούτο ήτο το όνομα της κωμοπόλεως, ευρίσκουσιν εκεί τον Άγιον και ουδόλως γνωρίζοντες αυτόν, ηρώτων τον ίδιον Άνθιμον περί του Ανθίμου, τις είναι ούτος και εις ποίον μέρος της κωμοπόλεως κατοικεί. Ο δε αγαθός, φιλόξενος και φιλαλήθης πατήρ, πρώτον μεν τους εφιλοξένησε και παρέθηκεν εις αυτούς δείπνον, άρτον και κυάμους (κουκκιά), αφού δε ως ηδυνήθη εφιλοξένησεν αυτούς, είτα λέγει εις αυτούς, ότι ο ίδιος είναι ο Άνθιμος, όπερ εκείνοι ακούσαντες έμειναν εκστατικοί και ουδόλως ηδύναντο να αντικρύσωσιν εις την πολιάν του καφαλήν, αναλογιζόμενοι βαθέως αφ’ ενός μεν την τράπεζαν, τον δείπνον και την φιλοξενίαν, αφ’ ετέρου δε προς ποίον σκοπόν επέμφθησαν και προς ποίον σκοπόν μέλλουσι να φέρουσι αυτόν ενώπιον του Μαξιμιανού, εξ άπαντος προς σκοπόν κάκιστον και προς ομολογουμένην τιμωρίαν. Ως εκ τούτου περισσότερον ελύπει τούτο τας ψυχάς αυτών και εξ εντροπής δεν ηδύναντο ν’ ατενίσωσι προς τον Άνθιμον, επειδή και αψευδή μηνυτήν του σεβασμίου ανδρός, ον εζήτουν, εκ του στόματος αυτού ήκουσαν και παρά της του ιδίου γλώσσης μανθάνοντες, ότι αυτός είναι ο Άνθιμος, εθαύμαζον ως εκ τούτου την φιλαλήθειαν του πατρός, και άφησαν αυτόν εκουσίως, προέτρεπον δε μάλιστα αυτόν να φύγη εκείθεν. Διότι εγνώριζον, ότι ουδέν καλόν θα απολαύση όταν παρουσιασθή εις τον Μαξιμιανόν· όθεν είπον· «Εις ημάς αρκεί εις απολογίαν να είπωμεν, ότι καθ’ όλην την Νικομήδειαν τον εζητήσαμεν, αλλά δεν ηδυνήθημεν να εύρωμεν αυτόν». Ο δε ιερός Άνθιμος, δια παντός μελετών τας εντολάς του Θεού, διδάσκων και προτρέπων τους πάντας να λέγωσι την αλήθειαν εν τη καρδία, ούτε δια των χειλέων αυτών να ψευσθώσι δι’ αυτόν ηνείχετο, άλλως τε και τον υπέρ Χριστού θάνατον διψών, ανεχώρησε μετ’ αυτών εκείθεν· βαδίζων δε εν τη οδώ τους έδωκε πολλάς ευσεβείς παραινέσεις και διηγήθη εις αυτούς περί των μελλόντων αγαθών, πάντα δε ασεβή λογισμόν αυτών εξωμάλυνε και αφού παρεσκεύασε την ψυχήν αυτών προς αποδοχήν των θείων επαγγελιών του Ιερού Ευαγγελίου, αναγινώσκει τας θείας ευχάς, ελθόντες δε είτα εις ποταμόν τινα διερχόμενον δια της οδού βαπτίζει αυτούς, και εξακολουθούσι πάλιν την οδοιπορίαν αυτών, έως ου ήλθον εις την πόλιν. Εισελθών δε ο Άγιος εις το τυραννικόν βήμα, είχε μεν τας χείρας οπίσω δεδεμένας κατά διαταγήν βασιλικήν, εις ουρανούς δε την διάνοιαν ανατείνων, επεκαλείτο την εξ ύψους βοήθειαν. Ο δε βασιλεύς θέλων να επιδείξη εις τον μακάριον Άνθιμον και από ψιλής θέας το πικρόν της δοκιμής των βασάνων, κατά πρώτον μαλακώτερον συμπεριεφέρθη εις αυτόν, εκθέσας δημοσία πρότερον τα των κολαστηρίων όργανα, έπειτα δε καλέσας αυτόν είπε· «Συ είσαι ο λεγόμενος Άνθιμος, ο εις την πίστιν του Χριστού πλανηθείς, όστις ως απλούς και ευκολόπιστος άνθρωπος απατηθείς, εκτοξεύεις μυρίας ύβρεις κατά των ημετέρων θεών»; Ο δε γενναίος του Χριστού αθλητής και δια τα προκείμενα των κολαστηρίων όργανα και δια τους λόγους του τυράννου εξ ίσου γελάσας, είπε· «Γνώριζε, ω βασιλεύ, ότι ουδέ καν ήθελον σοι αποκριθώ προς ταύτα, εάν μη με έπειθεν ο ιερός διδάσκαλος Παύλος διδάσκων: «Ετοίμους ημάς είναι παντί τω αιτούντι λόγον διδόναι. Επηγγείλατο γαρ ημίν ο Θεός στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι ημίν», ότι εγώ και πρότερον καλώς γνωρίζων την πολλήν σου παχύτητα της περί τα είδωλα πλάνης, τώρα σε και τους ιδικούς σου, ως λέγεις, θεούς θα αποδείξω φανερώτατα αναισθήτους, διότι ήλπισας να προσηλυτήσης εμέ και να με αποστήσης από του Δημιουργού των απάντων, όστις και σε το αχάριστον πλάσμα ετίμησε δια της εαυτού εικόνος. Αλλά διατί με παρέστησας δεσμώτην εις το βήμα τούτο και τα των βασάνων παρέταξες όργανα; Ελπίζεις ότι δια τούτων θέλεις με καταπείσει ή ότι δι’ αυτών θέλεις με καταπλήξει; Εις άλλους τινάς των αγενεστάτων πρόσφερε ταύτα, εις τους οποίους ο παρών βίος είναι ηδονή και το να στερηθώσι τούτου είναι η μεγίστη των τιμωριών. Εις εμέ δε και αυτό το πήλινον σώμα είναι παντός δεσμωτηρίου χαλεπώτερον, διότι εμποδίζει την ψυχήν μου να διαβή προς τον ποθούμενον Θεόν· ώστε απειλαί, τιμωρίαι και βάσανοι είναι ποθεινότεραι εις εμέ από πάσαν διατριβήν και ζωήν, των οποίων κατόπιν επακολουθεί ο θάνατος, όστις απολύων με των δεσμών της σαρκός θα με οδηγήση προς τα ποθούμενα». Ταύτα του μεγάλου κατά την αρχιερωσύνην και έτι μεγαλυτέρου κατά την άθλησιν απολογησαμένου, ο βασιλεύς είπεν· «Ταύτα είναι μακρά φλυαρία, θα ίδης δε μετ’ ολίγον». Ευθύς τότε προστάσσει να κτυπώσιν αυτών δια λίθων, ο δε γενναίος Άνθιμος, επειδή απ’ αρχής επόθει τον δια Χριστόν άθλον και ήλπιζεν ίνα λ΄βη εκ θείας προνοίας τον στέφανον της αθλήσεως, εκ τούτου πράως και τας παρούσας πληγάς εδέχετο. Ίνα δε λαμπροτέρα έπαθλα επιτύχη, επιχλευάζων τον τύραννον και σφοδρώς την ψυχήν αυτού κατακαίων δια της φλογός της μανίας ηρέθιζεν αυτόν εις επιπονωτέρας τιμωρίας λέγων· «Θεοί, οι οποίοι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν». Ο λόγος ούτος του Μάρτυρος αυτό τούτο το κέντρον της καρδίας του Μαξιμιανού κατεκέντησε και ευθύς διατάσσει, ίνα δια περονών πεπυρωμένων διατρυπήσωσι τους αστραγάλους αυτού. Εις δε τον Μάρτυρα η βάσανος αύτη ήτο μεγίστη ηδονή, διότι επετύγχανεν εκείνα τα οποία επόθει και απέδιδε μικράν χάριν εις τον Μαξιμιανόν ένεκα των τιμωριών, διότι τοιουτοτρόπως εδίψα ο Άνθιμος, όπως ενωθή με τον Χριστόν λέγων το προφητικόν ρητόν· «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ισχυρόν, τον ζώντα, πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού μου»; Ο δε Μαξιμιανός ως έχων τυραννικόν πνεύμα ενόμιζεν, ότι ένεκα της αυστηρότητος των κολάσεων θα νικήση την γενναίαν σταθερότητα του Μάρτυρος· όθεν προστάσσει να στρωθή εις το έδαφος όστρακον, είτα γυμνόν εις αυτό απλωθέντα να δέρωσι τον αθλητήν δια ράβδων σφοδρότερον του δέοντος, ίνα δια του ραβδίσματος των πληγών άνωθεν και δια των κάτωθεν εστρωμένων οστράκων αισθανθή η ψυχή αυτού διπλασίαν την οδύνην. Ο δε Άνθιμος ούτε δια της βασάνου ταύτης απηλπίσθη δια την νίκην, αλλ’ εδέετο του Κυρίου λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Βασιλεύ των αιώνων, ότι περιέζωσάς με δύνμιν εξ ύψους, και τους εχθρούς μου έδωκάς μοι νώτον, και τους μισούντας με εξωλόθρευσας, και συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ’ εμέ υποκάτω μου». Ο δε Μαξιμιανός επινοεί πάλιν και έτερα κολαστήρια και προστάσσει να καύσωσι χαλκάς περικνημίδας και να υποδήσωσι δι’ αυτών τον Μάρτυρα. Εν ω δε χρόνω οι μακάριοι εκείνοι πόδες υπέμενον την σφοδροτάτην ταύτην και εις οδύνην αφόρητον βάσανον των πεπυρωμένων περικνημίδων, θεία τις Χάρις επέρχεται άνωθεν εις τον γενναίον Μάρτυρα και φωνή ηκούσθη επί μάλλον ενισχύουσα αυτόν και μεγάλα υποσχομένη βραβεία, ήτις έλεγεν· «Εντός ολίγου δια λαμπρώς ακτινοβολούντος στεφ΄νου εξ ανθέων αθλοφορείς». Η δε φωνή αύτη μεταβάλλει ευθύς προς το ευθυμότερον την ψυχήν αυτού και φαιδρότερον το πρόσωπον αυτού απεργάζεται, μειδίαμα δε χαριέστατον εις τα χείλη αυτού επιφαίνεται, δια του οποίου η εσωτερική γαλήνη της καρδίας του εμαρτυρείτο. Βλέπων ταύτα ο Μαξιμιανός εξεπλήττετο, καθώς ήτο επόμενον, και εθαύμαζε ταύτα· αλλ’ εκ της απιστίας αυτού ωνόμαζε γοητείαν τα γινόμενα και ηρώτα να μάθη την αιτίαν. Ο δε δίκαιος είπεν· «Ω βασιλεύ, τα παρόντα θαυμάσια, τα οποία βλέπεις, προοίμια μόνον καλά είναι και αψευδής των μελλόντων επαγγελία, εντός ολίγου δε θα αισθανθής, ότι μάτην κομπάζεις και εκείνους τους οποίους ονομάζεις θεούς θα αποδείξω πολύ ασθενεστέρους της ανθρωπίνης δυνάμεως, ώστε να μεταμεληθής δια την πείραν των βασάνων, την οποίαν επιδεικνύεις εις εμέ». Ένεκα τούτων οργισθείς ο βασιλεύς προστάσσει να δέσωσι τον Μάρτυρα επάνω εις τροχόν και να συστρέφωσιν αυτόν συνεχώς, ομού δε με τον τροχόν να κατακαίωσι δια λαμπάδων και πυρός τας σάρκας αυτού και ούτω να διαλύωνται. Το πρόσταγμα τούτο του Μαξιμιανού ευθύς έργον εγένετο, και κρατούντες οι δήμιοι τας λαμπάδας εις τας χείρας αυτών επλησίασαν το πυρ εις τον τροχόν, πυρ πνέοντες, πυρ βλέποντες, πυρ φέροντες· αι δε ψυχαί αυτών ούσαι θερμότεραι τού εις τας χείρας αυτών πυρός επεθύμουν να μεταβάλουν όλως εις φλόγα τον Αθλητήν. Αλλ’ ω της θαυμαστής περί τον άνδρα, Χριστέ, δυνάμεώς σου! Εστάθη μεν ευθύς εκ της κινήσεως ο τροχός, των δε δημίων κατά γης πεσόντων, πίπτουσιν άμα ανεπαισθήτως από των χειρών αυτών αι λαμπάδες, καθότι αι χείρες αυτών έμειναν ως νεκραί και παράλυτοι, καταναρκωθέντων ως δια ύπνου τινός. Τούτου ένεκα ωργίσθη ο βασιλεύς και κατέκρινε τους δημίους, ως αμελείς των προσταγμάτων αυτού και ανικάνους κατά τας χείρας. Βλέπεις απιστίαν; Εκείνοι μεν ουδέ ν’ αναλάβωσι δύνανται, ούτε είναι ικανοί να μεταχειρισθώσι τας χείρας αυτών. Ο δε τύραννος, αγνοών ότι θεία δύναμις έσβεσε την δύναμιν αυτών, εφαντάζετο ότι η οκνηρία ήτο η αιτία· τούτου ένεκεν έλεγεν· «Πως, αφού μετά πάσης τόλμης ήλθατε, ήδη τόση οκνηρία σάς κατέλαβεν; Αυτόν λοιπόν προετιμήσατε από του ιδικού μου προστάγματος, ώστε τα μεν επιταχθέντα να εγκαταλείψητε ημιτελή, εις το έδαφος δε κατεκλίθητε δια να ευχαριστηθήτε, καταβληθέντες δήθεν εκ του κόπου και θέλοντες δήθεν να αναπαυθήτε»; Οι δε δήμιοι αποκριθέντες είπον· «Ω βασιλεύ, ούτε βραδείς περί τας ιδικάς σου πράξεις είμεθα, ούτε ήλθομεν εις τοιαύτην τόλμην, ούτε υπό οκνηρίας κατελήφθημεν, ούτε από του πολλού κόπου απέκαμον αι χείρες ημών· αλλά φοβερά τις όψις εμφανισθείσα εις ημάς παρέλυσε τας χείρας ημών και όλως εκλελυμένοι και εις μεγίστην ατονίαν ευρισκόμεθα. Διότι τρεις άνδρες λαμπροί μεν την θέαν, λευκοί δε την περιβολήν, αλλά φοβεροί εις το είδος μετά πικρού και αγρίου βλέμματος εμφανισθέντες εις ημάς και το πυρ τών υπό των χειρών ημών κρατουμένων λαμπάδων εναντίον ημών στρέψαντες, ευθύς διέταξαν να απομακρυνθώμεν από του Ανθίμου, με φαιδροτέραν δε φωνήν εκάλουν αυτόν θεράποντα Θεού. Ούτω κατανικώντες φέρουσιν ημάς εις τοιαύτην ως βλέπεις κατάστασιν». Εν όσω δε ούτοι έλεγον ταύτα μεταξύ των, ο δε τροχός δεν συνεστρέφετο, ο Μάρτυς θερμοτέραν προσέφερε την ευχαριστίαν εις τον Θεόν και περισσοτέρας εκείθεν απήλαυσε χρηστότητος. Ο Μαξιμιανός δε θέλων να αποδείξη, ότι τούτο συνέβη εξ αμελείας των δημίων και ουχί εκ της μαρτυρικής εκείνης προς τον Θεόν παρρησίας, ηπείλει αυτόν με τον δια ξίφους θάνατον, εάν δεν θυσιάση εις τους θεούς. Ο δε θείος Άνθιμος την απειλήν μετά μεγαλυτέρας ευχαριστίας υπεδέχετο, εν όλη καρδία του Θεού δεόμενος, όπως καταξιωθή εις τον χορόν των Δισμυρίων Μαρτύρων, άμα δε εσεμνύνετο να λέγη· «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός» και καθεξής. Ο δε Μαξιμιανός, επειδή έβλεπεν, ότι το τέλος τού Ανθίμου θα αποβή μάλλον κατά την ευχήν αυτού, είπε· «Γνωρίζω το λίαν δοξομανές και φιλότιμον υμών των Χριστιανών και ότι δια την αντιμισθίαν του τολμήματος, το οποίον πράττετε και δια να τύχητε του ονόματος, το οποίον επιθυμείτε, προτιμάτε και αυτό το έσχατον απάντων των κακών, τον βίαιον θάνατον· αλλά συ ουδέν θα επιτύχης ή αφού πρότερον σε περιβάλω δια πολλών τιμωριών, έπειτα και του παρόντος φωτός θα σε στερήσω, διότι δεν σου αξίζει να απολαμβάνης τοιαύτης ηδονής και τοιούτων μεγάλων αγαθών». Ο δε Μάρτυς είπεν· «Αληθώς δεν μου είναι αξία η παρούσα ηδονή ούτε το φως· όθεν τύφλωσον τους οφθαλμούς μου δια να μη βλέπω σε το αχάριστον πλάσμα». Λαβόντες δε οι κκούργοι εκείνοι τον Άγιον ωδήγουν αυτόν κατά διαταγήν του βασιλέως εις το δεσμωτήριον, αλλ’ η θεόφθογγος γλώσσα αυτού τα συνήθη και πάλιν προς τον Θεόν έψαλλε και των αλύσεων και δεσμών απαλλάσσεται. Ουδέ όμως τους άγοντας αυτόν δημίους αφήκεν αμετόχους εκ του θαύματος, αλλά πρηνείς ούτοι πεσόντες έμενον εις την γην εκ της παραδόξου ταύτης θέας καταπλαγέντες. Διότι θεία Χάρις άνωθεν επελθούσα και φως εξαστράπτουσα περιεκύκλωσε τον Μάρτυρα, τους δε οδηγούντας αυτόν δημίους μετά των σιδηρών εκείνων δεσμών, δια των οποίων εδεσμείτο ο Άγιος, ρίπτει αμέσως κατά γης ουδέν λέγοντας και ούτε να καλύψωσι τους οφθαλμούς αυτών δυνηθέντας. Ο δε Μάρτυς εγείρας αυτούς τους είπε να εξακολουθήσωσι την οδόν αυτών· και αφού εισήλθεν εις το δεσμωτήριον ο Άνθιμος χαίρων ως να εισήρχετο εις ευωχίαν, και εις τους εκεί ευρισκομένους προσέφερε τον της πίστεως άρτον, μετά μεγίστης φιλοφροσύνης δεξιωθείς αυτούς, και την ευσέβειαν διδάξας όλως εις τον Χριστόν καθοδηγεί και υιοθετεί αυτούς δια του γίου Βαπτίσματος. Ο δε Μαξιμιανός μαθών τούτο και φοβηθείς μήπως ζημιωθή εξ αιτίας αυτού άλλους πολλούς, παριστά και πάλιν τον Αθλητήν έμπροσθεν αυτού και παροτρύνει πάλιν αυτόν να θυσιάση εις τους θεούς αυτού, υπόσχεται δε και ως ανταμοιβήν της συγκαταθέσεως να τον κάμη ιερέα των ειδώλων. Ο δε θείος Άνθιμος μετά πολλής παρρησίας είπε προς αυτόν· «Εγώ και προ της υποσχέσεώς σου ταύτης είμαι Ιερεύς του πρώτου καλού ποιμένος και Αεχιερέως Χριστού του Θεού, όστις από την μεγίστην φιλανθρωπίαν αυτού και άκραν συγκατάβασιν, άϋλος και απερίληπτος ων, όχι μόνον γίνεται άνθρωπος μεταλαμβάνων της ημετέρας σαρκός, μέχρις ημών κατελθών και δι’ ημάς ταύτα πράττων, αλλά και εαυτόν προσέφερε θυσίαν υπέρ των αμαρτιών ημών, σταυρωθείς και γευσάμενος οδυνηρού θανάτου, τριήμερος αναστάς, και εις ουρανούς ανελθών, πάλιν συνανέφερεν ημάς εκείσε, οπόθεν δια την παρακοήν επεπτώκαμεν. Τούτου Ιερεύς τυγχάνω και εις τούτον προτιμώ να προσαγάγω εμαυτόν θυσίαν, τα δε υμέτερα και οι υμέτεροι λεγόμενοι θεοί άξιοι μόνον σκότους και θρήνων υπάρχουσι, μάλλον δε δια την ιδικήν σας απώλειαν και συμφοράν λοιδορητέοι». Οργισθείς δε πολύ ένεκα τούτου ο Μαξιμιανός προστάσσει να φέρωσι τον γενναίον Άνθιμον εις την οδόν του θανάτου· φέρεται όθεν ο Αθλητής, έχων εις εαυτόν ενακμάζουσαν την ηδονήν, ένεκα της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών, διότι έμελλε να διαβή δια του θανάτου προς την ζωήν, επαγαλλόμενος μετά των Αγίων Αγγέλων και των Μαρτύρων εις τας αιωνίους σκηνάς· αιτήσας δε καιρόν εις προσευχήν, την υστάτην προσηύξατο, ούτω δε προσευχηθείς εις τον Θεόν αποτέμνεται την μακαρίαν αυτού κεφαλήν τη Τρίτη του μηνός Σεπτεμβρίου, και εις τον τρισήλιον Θεόν παραδίδει την αγίαν αυτού και μακαρίαν ψυχήν, περί το έτος τδ΄ (304) μ.Χ. Προς το εσπέρας δε ελθόντες τινές των πιστών οσίως και λαμπρώς το τίμιον εκείνου σώμα περιστείλαντες εις τον ίδιον εκείνον τόπον λίαν αξιοπρεπώς ενεταφίασαν, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την μίαν Θεότητά τε και Βασιλείαν, η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου