ασκήσαντος
μεν το πρώτον εν τω αγιωνύμω όρει του Άθω εν τω ιερώ κοινοβίω του Εσφιγμένου εν
έτει 1012, ύστερον δε απελθόντος εις Ρωσίαν και ανεγείραντος εκ βάθρων την περιβόητον
και περικαλλή Λαύραν εις το Κίεβον, όπου και ανεπαύθη εν Κυρίω τω 1073 έτει
ζήσας έτη 90.
Περί των εγκαινίων του ιερού Ναού.
Μετά την τελείωσιν της εικονογραφίας, ητοίμασαν τον εγκαινιασμόν του Ναού· πλην μάρμαρον αρμόδιον δι’ αγίαν Τράπεζαν δεν εύρον, ισόμετρον του εύρους της κόγχης του βήματος· όθεν εσκέπτοντο να κατασκευάσουν ξυλίνην τράπεζαν και να εγκαινιάσωσι τον Ναόν· ο Αρχιερεύς όμως δεν συγκατένευσεν εις αυτό, αλλ’ έκρινεν ίνα μένη ανεγκαινίαστος ο Ναός έως ου ευρεθή λίθος αρμόδιος. Λυπηθέντες λοιπόν οι Πατέρες και ο Ηγούμενος κατελήφθησαν υπό αθυμίας. Ότε δε επλησίασεν η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις την οποίαν ήθελον να τιμήσουν τον Ναόν, τη δεκάτη Τρίτη Αυγούστου πρωϊ, ευρέθη παραδόξως εν μάρμαρον λευκόν έτοιμον ισόμετρον δι’ αγίαν Τράπεζαν· ωσαύτως και τέσσαρα κιόνια δια παράστυλα του κουβουκλίου ουρανίσκου, άτινα ιδόντες οι Μοναχοί εξεπλάγησαν και χαράς αφάτου πλησθέντες ητοίμασαν τα των εγκαινίων. Ο δε Αρχιερεύς ευρίσκετο τότε μακράν της Μονής· φανείς δε προς αυτόν άνθρωπός τις αγνώριστος, ανήγγειλεν εις αυτόν, ίνα ταχέως φθάση εις την Μονήν Πετσέρσκβοϊ εις εγκαινιασμόν του ιερού Ναού· τη αυτή δε ημέρα, τη δεκάτη Τρίτη Αυγούστου, ευρέθη εις την Μονήν αυτός τε και έτεροι τρεις Μητροπολίται από άλλας πόλεις, οίτινες έλεγον ότι εφάνησαν προς αυτούς άνθρωπο αγνώριστοι προσκαλούντες αυτούς ίνα φθάσωσι ταχέως εις τα εγκαίνια του Ναού, διότι ήσαν έτοιμα πάντα. Εις δε Αρχιερεύς ήτο ασθενής τότε και κλινήρης, και συν τη φωνή του καλούντος ευρέθη όλος υγιής και ήλθεν εις την Μονήν και ούτως ετελέσθησαν μεγαλοπρεπώς τα εγκαίνια του ιερού Ναού, κατά την παραμονήν της εορτής της ενδόξου Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δεκάτην τετάρτην του Αυγούστου μηνός. Θαύμα δε ηκολούθει τω θαύματι· διότι τελουμένης της ακολουθίας των εγκαινίων, λιτανευόντων των Αρχιερέων και του κλήρου και των λοιπών πάντων, ότε έψαλλον έξωθεν του Ναού το, «άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης», κεκλεισμένων ουσών των θυρών και ουδενός ευρισκομένου έσωθεν του Ναού ηκούσθη μέλος εναρμόνιον έσωθεν, ως από πλήθους αντιψαλλόντων γλυκυφώνως, και ανταποκρινομένων το «Κύριος κραταιός και δυνατός, αυτός εστιν ο Βασιλεύς της δόξης». Και πάλιν εκ τρίτου ηκούσθη το αυτό μέλος. Τελεσθέντων λοιπόν των εγκαινίων την δεκάτην τετάρτην του Αυγούστου, έγινε κατά την δεκάτην πέμπτην η πανήγυρις της Κοιμήσεως λαμπρώς, κατά την οποίαν πλείστα όσα θαύματα ετελέσθησαν, τυφλοί εφωτίσθησαν, χωλοί και παράλυτοι ηνωρθώθησαν και άλλοι πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας εθεραπεύθησαν δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου όχι μόνον τότε αλλά και εις τους μετέπειτα χρόνους. Αλλά και ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος μετά την οσίαν αυτού κοίμησιν πολλά θαυμάσια επετέλεσεν εις δόξαν Θεού.
Αντώνιος ο Όσιος πατήρ ημών ήκμασεν εν έτει από κτίσεως
κόσμου 6520, από δε Χριστού 1012, επί της βασιλείας Ρωμανού του Αργυροπούλου και
Βλαδιμήρου του ευσεβεστάτου άρχοντος Ρωσίας εν Κιέβω κρατούντος, διαρκέσας άχρι
της βασιλείας Ρωμανού Β΄ του Διογένους, ζήσας έτη ενενήκοντα, εκοιμήθη δε κατά
το 6578 από κοσμοποιϊας και 1072 από της ενσάρκου του Κυρίου οικονομίας έτος.
Ούτος κατά το πρώτον απαρνησάμενος τον κόσμον και ελθών εις το αγιώνυμον όρος
του Άθω, έμεινεν εις την υπακοήν του Ηγουμένου της Ιεράς και παμμεγίστης
σεβασμίας Μονής της επονομαζομένης του Εσφιγμένου Θεοκτίστου, λαβών δε το άγιον
και αγγελικόν σχήμα των μοναχών εδόθη όλος εις άκραν υπακοήν και άσκησιν·
δεξάμενος δε δια θείας αποκαλύψεως προσταγήν του Γέροντος αυτού απήλθεν εις
Ρωσίαν, ίνα μεταφέρη την ευλογίαν του όρους Άθω και μεταδώση το άγιον και
αγγελικόν σχήμα εις τον άρτι πιστεύσαντα λαόν, γενόμενος ούτος το τέκνον του
Άθω, απαρχή και πατήρ του Μοναστικού Τάγματος των Ρώσων.
Εξ επηρείας δε του
αντικειμένου, γενομένου διωγμού των εναρέτων και αγίων ανδρών παρά του τότε
τυραννικώς διαδεξαμένου την αρχήν Σιατοπόλκου, αναχώρησεν ο Όσιος Αντώνιος
εκείθεν και επέστρεψεν εις το Άγιον Όρος προς τον άγιον αυτού Γέροντα
Θεόκτιστον. Αλλά μη δυνάμενος να μένη μετά πολλών, ως γλυκανθείς του μέλιτος
της ησυχίας, αδεία του Ηγουμένου και Γέροντος αυτού ησύχασεν εις το άνωθεν της
Μονής κείμενον όρος, Σαμάρειαν καλούμενον, εις τον τόπον όπου την σήμερον
υπάρχει ο επ’ ονόματι αυτού τιμώμενος ιερός Ναός, άκραν άσκησιν μετερχόμενος.
Αλλ’ επειδή ο ευσεβέστατος Ιαροσλάβος, πολεμήσας τον ασεβή εκείνον Σιατοπόλκον,
ανέβη εις τον θρόνον του κράτους εν Κιέβω και συνήθροισε τους διασκορπισθέντας
Μοναχούς εγείρας Ναούς ιερούς, απεκαλύφθη και πάλιν εις τον άγιον Γέροντα ίνα
αποστείλη τον Αντώνιον εις Ρωσίαν· όθεν προτρεψάμενος αυτόν και προφητεύσας ότι
μέλλει να γίνη πατήρ πολλών Μοναχών προέπεμψεν αυτόν εις Ρωσίαν, ένθα μετά
πολλούς αγώνας ασκητικούς ήγειρε δια προστασίας της Θεοτόκου την θαυμαστήν
Μονήν Πετσέρσκβοϊ καλουμένην ένθα και οσίως κοιμηθείς εν Κυρίω ετάφη εν τω
σπηλαίω ως επομένως θέλομεν διηγηθή πλατύτερον.
Ο Όσιος Αντώνιος εις Άγιον Όρος.
Μεταξύ των μεγάλων και αναριθμήτων χαρίτων και δωρεών των
αφθόνως χρεομένων παρά του Πατρός των φώτων επί την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, την
ηγαπημένην αυτού Νύμφην, πλουσιώτατον δώρον είναι και η των Αγίων λαμπρότης,
όχι μόνον εν ουρανοίς, αλλά και επί γης, με τας εξαισίας θαυματουργίς τας παρ’
αυτών θεία δυνάμει τελουμένας. Διότι ο Κύριος τους δοξάζοντας Αυτόν δια βίου
εναρέτου και πολιτείας υψηλής ισαγγέλου αναδεικνύει θαυμαστούς και ζώντας και
μετά θάνατον και εν πάση τη γη ονομαστούς και το μνημόσυνον αυτών διαμένει
αιώνιον· «δίκαιοι γαρ εις τον αιώνα ζώσι»· δίκαιον λοιπόν και πρέπον είναι ίνα
ετησίως γεραίρωμεν την μνήμην αυτών δι’ ιεροτελεστιών και αγιωτάτων τιμών,
διότι ο έπαινος και η προς τους Αγίους αναφερομένη τιμή, είναι μισθός της
αρετής κατά τον ειπόντα· «Ο επαινών την αρετήν, αυτόν επαινεί τον Θεόν, παρ’ ου
τοις νθρώποις η αρετή παροχετεύεται» και η προς τους Αγίους τιμή, απόδειξις
είναι της προς τον Δεσπότην αγάπης, κατά τον μέγαν Βασίλειον· «Επειδή ο περί τα
καλά έπαινος τους ραθύμους διεγείρει και προς ζήλον και μίμησιν των αυτών
παρακινεί». Προς ταύτα συνεφώνει ανέκαθεν και η των ευσεβών ομήγυρις ιστορούσα
δι’ αγίων εικόνων και συγγράφουσα τας πράξεις και τα ένθεα κατορθώματα των εν
αγιότητι πολιτευσαμένων ανδρών. Η μεγίστη λοιπόν χάρις των μεγάλων του Θεού
ευεργεσιών με την παραλαβήν του φωτός της αληθούς πίστεως ανέτειλε και
λαμπρύνει την μεγίστην επικράτειαν της ευσεβεστάτης Ρωσίας· και οι από του
πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου αναστηλωθέντες Σταυροί επί των ορίων της Ρωσικής
Μητροπόλεως Κιέβου κι εις τας παδιάδας της μεγάλης νέας Πετρουπόλεως, έγιναν
δια την Ρωσίαν δένδρα τω όντι ζωής
και πανταχόθεν ήπλωσαν ρίζας βαθείας της Ορθοδόξου
πίστεως, αίτινες έφερον εις αυτήν πολυειδείς λογικούς γλυκυτάτους καρπούς της
ευσεβείας· ούτω δε πλουσίως εκόσμησαν με τας καρποφόρους αυτών παραφυάδας τους
εις τον πολυάριθμον χορόν των αγίων του Θεού θεραπόντων ευρισκομένους, ων την
απαρχήν πρώτος βέβαια ο θαυμάσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο σήμερον ευφημούμενος εκ
του αγιωνύμου Όρους του Άθω εκόμισεν, ως ο λόγος θέλει δηλώσει και ακούσατε.
Επί της βασιλείας του ευσεβεστάτου βασιλέως Βασιλείου του Μακεδόνος,
αυτοκράτορος Ρωμαίων, τω 870 έτει από της του Σωτήρος ημών ενσάρκου οικονομίας,
ηυδόκησεν ο την των ανθρώπων σωτηρίαν προνοούμενος Δεσπότης, ίνα και η
επικράτεια των Ρώσων Σαρματοσκυθογετών δεχθώσι την αληθή και αμώμητον πίστιν
του Χριστού, κατ’ αίτησιν δε αυτών απέστειλεν ο πιστότατος βασιλεύς Βασίλειος
Αρχιερέα προς αυτούς άνδρα πάσης αγιωσύνης έμπλεων και σημειοφόρον όντα, Μιχαήλ
καλούμενον, όστις δια λόγων και σημείων πληροφορών αυτούς και την των αγίων τριών
Παίδων τερατουργίαν δημηγορών εις αυτούς, πως άφλεκτοι εν μέσω της φλεγομένης
καμίνου εφυλάχθησαν, εζήτησαν και αυτοί, ίνα δείξη εις αυτούς τοιούτον θαύμα
προς πίστωσιν βεβαίαν αυτών και παγίωσιν. Ο δε Αρχιερεύς, πειθόμενος εις τον
του Σωτήρος αψευδέστατον λόγον, ότι «ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ
κακείνος ποιεί και μείζονα τούτων ποιήσει», ώρισεν ίνα υπάγωσιν εις την
κάμινον, και λαβών ανά χείρας το ιερόν αυτού Ευαγγέλιον, ηύξατο πρώτον προς
Κύριον ειπών· «Δόξασόν σου το όνομα το Άγιον, Κύριε», και συν τω λόγω έρριψεν
εις την πεπυρακτωμένην κάμινον το ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον εφυλάχθη αβλαβές
και αλώβητον από του πυρός και μετά την χώνευσιν της φλογός εύρον αυτό λαμπρόν
και καθαρόν· όθεν εις το παράδοξον του θαύματος
εκπλαγέντες οι λαοί, προσήλθον ολοψύχως εις την πίστιν μας και
εβαπτίσθησαν άπαντες. Κατ’ εκείνους τους χρόνους, ο την σωτηρίαν πάντων
προμηθούμενος Κύριος, ίνα το αγγελικόν πολίτευμα των μοναχών διαδοθή και εις τα
μέρη εκείνα και πολλαπλασιασθή η ευσέβεια από τα τριάκοντα των πιστευσάντων εις
εξήκοντα των εν κοινωβίω διαγόντων μιγάδων και εις εκατόν των εν σπηλαίοις και
όρεσιν ασκουμένων μοναστών, ηυδόκησεν ο προ γενέσεως προορίζων και προσκαλών ως
τον Σαμουήλ και Ευθύμιον, ίνα και ο θεράπων αυτού Αντώνιος αναδειχθή ο πρώτος καθηγέτης
των εκείσε μοναχών και κτίτωρ των ευαγών εκείνων Μονών. Τούτον λοιπόν τον
ουράνιον άνθρωπον και επίγειον Άγγελον εβλάστησεν η λαμπρά πόλις Λιούμπιτσα η
πλησίον κειμένη της Μητροπόλεως Κιέβου, εις την οποίαν ο ευλογημένος εκείνος
Καίσαρ Δόμας Βλαδίμηρος είχε τον θρόνον· ετέχθη δε από γονείς ευσεβείς και
ευλαβεστάτους, οίτινες εδίδασκον αυτόν τον θείον φόβον και την τήρησιν των
εντολών του Θεού. Έχων λοιπόν ο Όσιος παιδιόθεν τον ένθεον πόθον εν τη καρδία
αυτού και επιθυμών τον ήρεμον και απράγμονα βίον των Μοναχών και ιδών ο
φιλάνθρωπος Θεός την ένθεον διάθεσιν της ψυχής, ότι θέλει γίνει αίτιος πολλών
σωτηρίας, έβαλεν αγαθήν βουλήν εις την καρδίαν αυτού. Διο και ήλθεν εις την
Κωνσταντινούπολιν, ένθα ήκμαζον τα ιερά φροντιστήρια, και έλαμπον οι σημειοφόροι
Πατέρες. Διότι τότε δεν υπήρχον ακόμη Μοναστήρια εις Ρωσίαν, αλλ’ ολίγοι τινές
ησύχαζον εις τους οίκους των και κατά μόνας. Απαρνησάμενος δε ο Άγιος γονείς,
συγγενείς, ύπαρξιν και πάσαν γήϊνην προσπάθειαν, ανεχώρησεν εις αλλοδαπήν γην
κατά τον Πατριάρχην Αβραάμ, καθώς ο Δεσπότης Χριστός, «καταλιπών τους πατρώους
κόλπους και τας αϋλους δυνάμεις λαθών, κατήλθεν επί της γης δι’ ημάς πτωχεύσας
ο πλουτών εν ελέει και ουκ είχε που την κεφαλήν κλίναι». Ήλθε λοιπόν ο Άγιος
εις την βασιλίδα των πόλεων και περιελθών τους εν αυτή περικαλλείς Ναούς έσωθεν
και έξωθεν αυτής και σεμνεία και Μονάς προσκυνήσας ευλαβώς, συνηντήθη μετά
Μοναχών του όρους Άθω, μαθών δε το ερημικόν ύψος της πολιτείας των εν αυτώ
ασκουμένων Οσίων ανδρών, ήλθεν εις το Όρος το Άγιον, ένθα θεωρών την ισάγγελον
βιοτήν βρίθουσαν, εθαύμαζε και εξεπλήττετο, διότι οι θαυμάσιοι εκείνοι Πατέρες
εν ακτημοσύνη ατέχνως επορεύοντο, ούτε σπείροντες, ούτε γεωργούντες γαίας, ούτε
βόας ουδέ υποζύγια έχοντες, αλλά καλύβας εκ ξύλου και χόρτου προχείρως
κατεσκευασμένας, ούτως εν χειμώνι και θέρει διεκαρτέρουν, ερημικόν και ήσυχον
βίον διάγοντες. Ελθών λοιπόν ο Αντώνιος εις τον εν Οσίοις διαλάμποντα
Θεόκτιστον τον εν τω όρει Σαμαρείας πρότερον ησυχάζοντα, είτα δε δια πολλής
παρακλήσεως και ικεσίας των Πατέρων της Μονής του Εσφιγμένου δεξάμενον την
ηγουμενίαν και κυβέρνησιν της Μονής, παρεκάλεσεν αυτόν ίνα δεχθή και συντάξη
και αυτόν με την ομήγυριν των αδελφών. Ο δε ιερός Θεόκτιστος, προορατικού
χαρίσματος ηξιωμένος ων και γνωρίσας την μέλλουσαν προκοπήν του νέου και ότι
ήτο σκεύος εκλεγμένον της χάριτος, και ότι πολλοί δια μέσου αυτού έμελλον να
σωθώσιν, υπεδέχθη αυτόν και συνηρίθμησε μετά της λοιπής αδελφότητος· τόσην δε
υπομονήν και καρτερίαν εν τη υπακοή και ασκήσει επέδειξεν, ώστε εγένετο τύπος
και παράδειγμα και υπογραμμός εναρέτου αγωγής εις τους λοιπούς αγωνιζομένους.
Αφού δε εδοκιμάσθη εις τας διακονίας και εγυμνάσθη καλώς εις την άσκησιν μετά
την κεκανονισμένην δοκιμασίαν των τριών ετών, κατά τους θείους θεσμούς, ενεδύθη
το μέγα και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών και έκτοτε ηγωνίζετο περισσότερον,
προσθέσας επί τους αγώνας και κόπους και άσκησιν με άκραν υπομονήν και
ταπείνωσιν, ώστε οι αδελφοί εθαύμαζον την αρετήν αυτού και ηυλαβούντο αυτόν
περισσότερον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ενασκουμένου του Αντωνίου και μιμουμένου εις
όλα την αρετήν και ταπείνωσιν του αγίου Γέροντος αυτού απεικονίσματος εκείνου
δειχθέντος, απεκαλύφθη εις τον άγιον Γέροντα δι’ ουρανίου οπτασίας, ίνα
αποστείλη τον Αντώνιον εις την πατρίδα αυτού Ρωσίαν προς ωφέλειαν και σύστασιν
μοναδικού πολιτεύματος, ως προωρισμένου όντος τούτου δι’ αυτό. Όθεν καλέσας
αυτόν και φανερώσας εις αυτόν την θεϊκήν οπτασίαν, είπεν αυτώ· «Θέλημα Θεού
είναι, τέκνον, ίνα απέλθης εις Ρωσίαν μεταφέρων την ευλογίαν του όρους Άθω και
προσφέρης εις τον Θεόν πληθύν σωζομένων, και πλατυνθή και εις τα μέρη εκείνα το
πνευματικόν σπέρμα· ταχέως δε θέλεις εγείρει εκεί σχολεία αρετής και ιερά
φροντιστήρια εις άθροισιν των σωζομένων». Ο δε Αντώνιος, υπακούσας εις το θείον
και πατρικόν πρόσταγμα και πληροφορηθείς και αυτός περί τούτου, αναβάς εις
πλοίον απήλθεν εις την τότε πρωτεύουσαν της Ρωσίας, Κίεβον καλουμένην, και
συναντηθείς μετά των από Κωνσταντινουπόλεως ελθόντων Μητροπολίτου και Μοναχών,
οίτινες ήρχισαν να συνιστώσι μονύδρια και να διδάσκωσι την κοινοβιακήν
διαγωγήν, εγνώρισεν εκ θείας αποκαλύψεως ότι δεν ήτο θέλημα Θεού ίνα μείνη μετ’
εκείνων, αλλά να συστήση ιδίαν ποίμνην. Περιελθών λοιπόν τους ερημικούς τόπους
δια να εύρη τόπον αρμόδιον και ήσυχον κατά τον πόθον αυτού, ήλθεν εις τόπον
τινά, Σπήλαιον καλούμενον, ένθα ευρών σπήλαιον (το οποίον ήτο πρότερον χαράδρα,
ήνοιξαν δε και επλάτυναν αυτό οι εις αυτό οικήσαντες Βάραγγες) και τον τόπον
ιδών επιτήδειον εις κατοίκησιν ο Αντώνιος και ποιήσας ευχήν εισήλθεν εις αυτό
και έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, υπομένων πολλήν κακουχίαν και
στέρησιν των προς τροφήν αναγκαίων και υπό των πνευμάτων της πονηρίας
ενοχλούμενος και μετ’ αυτών αντιμαχόμενος, οίτινες εδείκνυον εις αυτόν φόβητρα
και σχήματα διάφορα, ίνα εκφοβήσωσιν αυτόν και διώξωσιν εκείθεν. Αλλ’ ο
γενναίος, ως νήπια τα τοξεύματα λογιζόμενος, τα των δαιμόνων φαντάσματα
υπέμεινεν ατρόμως, την θείαν αντίληψιν επικαλούμενος και εις αγώνας της
ασκήσεως καταγινόμενος. Αποτυχών λοιπόν ο πονηρός να εκδιώξη εκείθεν τον Όσιον,
ενήργησε δια μέσου οργάνων αυτού τον σκοπόν του· ότι κατ’ εκείνον τον χρόνον ετελεύτησεν ο
πιστός και ευσεβέστατος δουξ Βλαδίμηρος, εγερθείς δε εις τύραννος, Σιατοπόλκος
καλούμενος, έλαβε δυναστικώς την αυθεντίαν καθίσας εις Κίεβον την πρωτεύουσαν.
Ίνα δε στερεωθή εις τον θρόνον και μοναρχήση εφόνευσε τους ιδίους αυτού
αδελφούς και τους της Εκκλησίας προεδρεύοντας μετά των άλλων αγίων και εναρέτων
ανδρών. Ταύτας τας αιματοχυσίας και ταραχάς βλέπων ο Αντώνιος ανεχώρησεν
εκείθεν και επανήλθεν εις το Άγιον Όρος προς τον Γέροντα αυτού· αλλ’ επειδή και
εγεύθη το μέλι της ησυχίας και μη δυνάμενος να συνοική με συνοδείαν αδελφών,
λαβών άδειαν κατώκησεν εις το Όρος το άνωθεν της Μονής του Εσφιγμένου κείμενον
Σαμάρειαν καλούμενον και ησύχαζεν εκεί όπου τώρα είναι ο Ναός ο επ’ ονόματι
αυτού κτισθείς. Ησυχάζοντος λοιπόν του Οσίου εις το όρος της Σαμαρείας, ο
ευσεβέστατος δουξ Ιαροσλάβος πολεμήσας τον κακότροπον εκείνον και αιμοβόρον
Σιατοπόλκον και κατατροπώσας αυτόν εξεδίωξε του Κιέβου και έγινε κύριος της
αρχής. Αποστείλας δε ο ευσεβέστατος ούτος άρχων εις το σπήλαιον του Οσίου
Αντωνίου το εν Παρεσκόβω εργάτας, ήνοιξε τον τόπον και τον εκαλλιέργησεν
αποκαταστήσας εκεί μονύδριον, εγείρας και Ναόν εις αυτό επ’ ονόματι των Αγίων
Αποστόλων, έβαλε δε εις αυτό Μοναχούς και Ιερείς, μετά των οποίων ήτο και εις
ιερομόναχος ευλαβής και ενάρετος, Ιλαρίων καλούμενος, όστις δια προσταγής του
Δουκός επροστάτευε της Μονής ταύτης. Εσύναξε δε και τους παρά του Σιατοπόλκου
διωχθέντας Αρχιερείς και αποκατέστησεν αυτούς εις τους θρόνους αυτών, εγείρας
και Ναόν εν Κιέβω επ’ ονόματι της του Θεού Λόγου Σοφίας, κατά μίμησιν του εν
Κωνσταντινουπόλει περιβοήτου εκείνου Ναού. Παραλαβών είτα τον Ηγούμενον του
Σπηλαίου ως ενάρετον και πνευματικόν τέκνον όντα του Αντωνίου, εποίησεν αυτόν
Μητροπολίτην, εγκατέστησε δε τον θρόνον αυτού εις τον νεοοικοδομηθέντα Ναόν της
Αγίας Σοφίας εις Κίεβον. Ούτος ο Ιλαρίων, ότε ηγουμένευεν εις το μονύδριον του
Σπηλαίου, είχε καλλιεργήσει τον τόπον ένθα εκτίσθη ύστερον η μεγίστη Μονή,
διότι πρότερον ήτο χαράδρα, έσωθεν της οποίας λαξεύσας μικρόν σπήλαιον δύο
οργυιών ησύχαζεν εις αυτό αγωνιζόμενος κατά μίμησιν του Οσίου Αντωνίου προ της
Αρχιερωσύνης.
Επιστροφή του Οσίο Αντωνίου από του όρους Άθω εις
Ρωσίαν.
Ο μεν λοιπόν Όσιος Αντώνιος ευρίσκετο εις το ησυχαστήριον της Σαμαρείας αγωνιζόμενος με άκραν σκληραγωγίαν· ο δε άγιος γέρων Ηγούμενος, ο κουρεύσας αυτόν, ωραματίσθη ίνα αποστείλη και πάλιν τον Όσιον Αντώνιον εις Ρωσίαν προς τους εκείσε μονάζοντας· όθεν ανήγγειλεν εις αυτόν την θεϊκήν προσταγήν λέγων· «Θέλημα Θεού είναι, τέκνον, ίνα απέλθης πάλιν εις Ρωσίαν εις ψυχών πολλών σωτηρίαν». Προεφήτευσε δε εις αυτόν τα μέλλοντα να συμβώσιν, ότι πολλών Μοναχών πατήρ μέλλει να γίνη και ευχηθείς ατόν απέστειλεν εν ειρήνη. Λαβών λοιπόν την ευχήν του γέροντος ο Αντώνιος επανήλθεν εις την Ρωσίαν και αναβάς εις το όρος του σπηλαίου και ιδών τον τόπον καλλιεργημένον κατανυγείς εδεήθη του Θεού μετά δακρύων λέγων· «Γενηθήτω το θέλημά Σου το άγιον, Κύριε, ας αφιερωθή ο τόπος ούτος εις απαρχήν ευλογίας του Αγίου Όρους Άθω και η ευχή του εμού Γέροντος του κουρεύσαντός με και αποστείλαντός με ενταύθα έστω μετ’ εμού και τοις συν εμοί περιτειχίζουσα και ενισχύουσα του ησυχάσαι με ώδε». Ταύτα επευξάμενος, εισελθών κατώκησεν εις το σπήλαιον αγωνιζόμενος, έργον αδιάλειπτον έχων την προσευχήν και εσθίων άρτον ξηρόν και ύδωρ ημέραν παρ’ ημέραν, ενίοτε δε και δύο ημέρας νηστεύων, την τρίτην ημέραν έτρωγεν. Άνθρωποι δε τινες διερχόμενοι εκείθεν είδον τον Όσιον εις τοιαύτην ακτημοσύνην και πολλήν κακοπάθειαν και σπλαγχνισθέντες έφερον εις αυτόν τα προς το ζην αναγκαία· τινές δε εξ αυτών ζηλώσαντες την ασκητικήν διαγωγήν ηθέλησαν να παραμείνωσι μετ’ αυτού, μετά των οποίων ήσαν και ο Όσιος Νίκων και ο Θεοδόσιος, τους οποίους αποδεξάμενος, μετά καιρόν τον μεν Νίκωνα εποίησεν ιερέα, τον δε Θεοδόσιον ο Νίκων εκούρευσε Μοναχόν· ο δε Θεοδόσιος ανεδέχετο τους προσερχομένους δια του αγγελικού σχήματος. Μετά παρέλευσιν καιρού ετελεύτησεν ο αείμνηστος δουξ Ιαροσλάβος και έλαβε την εξουσίαν Ιζεσλάβ ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος. Του δε Οσίου ενασκουμένου εν τω σπηλαίω διεδόθη η φήμη αυτού πανταχού εις όλην την γην της Ρωσίας, καθώς το πάλαι του μεγάλου Αντωνίου εις όλην την γην της Αιγύπτου· ώστε και ο λαμπρός Δουξ, ως ευλαβέστατος ων, ακούσας την αρετήν αυτού ήλθε μετά των συγκλητικών αρχόντων αυτού προς τον Όσιον και έλαβε την ευλογίαν του· όθενέγινεν εξακουστός ο Όσιος, και ήρχοντο οι ποθούντες την ασκητικήν βιοτήν, τους οποίους ο Όσιος υποδεχόμενος καθωδήγει εις τον δρόμον της αρετής. Προσήλθε δε και τις ευγενής, Βαρλαάμ καλούμενος, υιός Ιωάννου άρχοντος μεγάλου· και έτερος νέος Εφραίμ το όνομα, υιός θετός του ηγεμόνος Ιζεσλάβ, ευνούχος ων, τους οποίους ο Αντώνιος ευαγγελικώς αποδεξάμενος, είπεν εις τον Όσιον Νίκωνα και ενέδυσεν αυτούς το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, καθώς εκείνοι επιμόνως εζήτησαν. Ούτοι όμως είχον φύγει κρυφίως, διο και έγινε μεγάλη ταραχή και εξέτασις περί αυτών και ηκολούθησε μέγας πειρασμός εις τον Αντώνιον, διότι μαθών ο άρχων την φυγήν του υιού αυτού Βαρλαάμ, ήλθεν εις το σπήλαιον με πλήθος στρατιωτών πνέων θυμού και τους μεν Μοναχούς εκείθεν διεσκόρπισε, τον δε υιόν αυτού Βαρλαάμ εκβαλών του σπηλαίου βιαίως και εκδύσας αυτόν τα πένθιμα των Μοναχών ιμάτια ενέδυσεν αυτόν πολυτελή λαμπράν στολήν και έφερεν άκοντα εις το παλάτιον αυτού. Ο δε ηγεμών Ιζεσλάβ μαθών περί του ευνούχου αυτού Εφραίμ, ότι εκούρευσεν αυτόν ο Αντώνιος Μοναχόν, οργισθείς λίαν κατά του Αντωνίου, ότι ηγάπα τον Εφραίμ πολύ, ώρισεν ίνα διωχθή εκείθεν ο κουρεύσας αυτόν Νίκων, καθότι και άλλοι πολλοί αφήνοντες τον κόσμον έφευγον εις την έρημον και εμόναζον· όθεν οι πολίται ώρισαν ίνα τον μεν Αντώνιον εξορίσωσιν εκείθεν, τους δε Μοναχούς πάντας να διώξωσι και τον τόπον να αφανίσωσι. Στενοχωρηθείς λοιπόν ο Αντώνιος εκ του μίσους του ηγεμόνος, ανεχώρησεν εκείθεν ομού με τους εναπολειφθέντας Μοναχούς εις άλλον τόπον μακράν του Κιέβου. Η δε γυνή του ηγεμόνος, μαθούσα την φυγήν του Αντωνίου, ελυπήθη σφόδρα και παρεκάλει τον αυθέντην να μη διώκη τους δούλους του Θεού, ίνα μη επέλθη οργή τις θεϊκή εις αυτόν καθώς συνέβη και εις την πατρίδα αυτής Λεχίαν· διότι ο εκεί άρχων είχε διώξει τινάς Μοναχούς εκ της επικρατείας Λεχίας, επειδή εις του παλατίου αυτού, Μωϋσής καλούμενος φυγών κρυφίως εμόνασε, οργισθείς δε ο άρχων απεδίωξε τους εκεί μονάζοντας, αλλ’ απέθανεν αιφνιδίως. Ταύτα έλεγεν η γυνή αυτού, ήτις ήτο θυγάτηρ στρατηγού της Λεχίας, προσθέσασα και τούτο, ότι μετά τον άωρον θάνατον του ρηθέντος έγινε σύγχυσις εις τον λαόν μεγάλη, πολλοί δε εφονεύθησαν μετά του αρχιστρατήγου και του Μητροπολίτου· όθεν συνεβούλευσε τον ηγεμόνα να απέχη τοιούτου εγχειρήματος και καταδρομής των αγίων ανδρών μήπως πάθη τα όμοια. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών παρά της καλής συζύγου αυτού, μετέβαλε την οργήν και άλογον ορμήν αυτού, φοβηθείς την θείαν εκδίκησιν, αποστείλας δε ανθρώπους εκάλεσε τους Οσίους να επιστρέψουν αφόβως εις το ησυχαστήριον· αναζητήσαντες δε οι πεμφθέντες μετά δύο ημέρας εύρον τον Όσιον Αντώνιον και προσπεσόντες εις αυτόν εζήτουν συγχώρησιν και παρεκάλουν, ίνα επιστρέψη εις το ασκητήριόν του. Ο δε Όσιος υπακούσας επανήλθεν εις το σπήλαιον και ησύχαζε, δεόμενος του Θεού να παρέχη εις αυτόν υπομονήν εις τους πειρασμούς και τας θλίψεις τας εκ του πονηρού επερχομένας, λέγων την ευχήν των τριών Παίδων· «Μη δη παραδώης ημάς εις τέλος δια το όνομά Σου το άγιον». Ο δε Κύριος, επακούσας της δεήσεως αυτού, όχι μόνον τους διασκορπισθέντας αδελφούς συνήθροισεν, αλλά και άλλοι εκ διαφόρων πόλεων και χωρών προσήρχοντο δεόμενοι του Οσίου να τους υποδεχθή και διαφυλάξη αυτούς εκ της του κόσμου και διαβόλου απάτης και οδηγήση εις οδόν σωτηρίας. Τούτους ο Όσιος υπεδέχετο ειλικρινώς, διδάσκων και καθοδηγών αυτούς εις την του μονήρους βίου διαγωγήν· μετά δε την κανονικήν δοκιμασίαν έλεγεν εις τον Όσιον Νίκωνα και εκούρευεν αυτούς μοναχούς· όθεν ηυξήθη ο αριθμός έως δώδεκα. Σκάψαντες τότε το σπήλαιον ωκοδόμησαν εις αυτό Εκκλησίαν και κελλία, τα οποία μέχρι σήμερον σώζονται κάτωθεν του νεοκτισθέντος Μοναστηρίου εις το σπήλαιον. Παρέμεινε δε εκεί ο Όσιος Αντώνιος χρόνους τεσσαράκοντα, στηρίζων τους μαθητάς αυτού· τους οποίους νουθετών, έλεγε μετ’ άλλας πολλάς νουθεσίας και ταύτα· «Αδελφοί εν Κυρίω και τέκνα, γινώσκετε ότι ο Κύριος δια προμηθείας της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου συνήθροισεν ημάς εν τούτω τω χορώ, και έθεσεν ημάς ως απαρχήν ευλογίας και είμεθα ευλογία του αγιωνύμου όρους Άθω, επισκοπή της Κυρίας ημών Δεσποίνης και αειπαρθένου Μαρίας, την οποίαν και κοινήν προστάτιν και έφορον έχομεν· ότι καθώς ο οσιώτατος πατήρ εμού Θεόκτιστος ο της Μονής Εσφιγμένου εκούρευσεν εμέ και διάδοχον αυτού κατέλιπεν, ούτω και εγώ εκούρευσα σας και καταλείπω κλήρον εις τούτον τον άγιον τόπον, όπως σώζεται η απαρχή και ευλογία του Αγίου Όρους Άθω εις καθιέρωσιν πρώτον της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και δεύτερον της συγκροτηθείσης ταύτης Μονής του σπηλαίου· δια τούτο πρέπον είναι ίνα πολιτεύεσθε αξίως της κλήσεως υμών, καθώς εμάθετε και εδιδάχθητε παρ’ εμού του ταπεινού πατρός σας». Αυτά και άλλα διδάξας και νουθετήσας αυτούς εφανέρωσεν εσχάτως ότι αυτός βούλεται να ησυχάση κατά μόνας ησύχως ως επόθει και θέλει αφήσει εις αυτούς ηγούμενον έτερόν τινα, ίνα ποιμαίνη αυτούς. Όθεν και διώρισε τον μακάριον Βαρλαάμ ηγούμενον, ως έμπειρον όντα και ενάρετον, αυτός δε εκλείσθη εις το σπήλαιον μόνος μακρυνθείς των θορύβων και οχλήσεων των πολλών. Μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εκείθεν εις άλλο όρος και ήρχισε να σκάπτη άλλο σπήλαιον, το οποίον είναι το νυν καλούμενον Σπήλαιον. Ο δε ηγούμενος Βαρλαάμ και οι αδελφοί, λαβόντες ευχήν παρά του Οσίου Αντωνίου, έμειναν εις το πρώτον σπήλαιον οσίως και εναρέτως πολιτευόμενοι· αλλ’ επειδή και συνήχθησαν πολλοί και ούτε τα κελλία ούτε ο Ναός εχώρει αυτούς, έκριναν καλόν να οικοδομήσουν Ναόν ευρύχωρον έξωθεν του σπηλαίου. Ελθόντες λοιπόν προς τον Όσιον Αντώνιον ανήγγειλαν, ότι οι αδελφοί επερίσσευον και εστενοχωρούντο εις τον Ναόν και να δώση εις αυτούς ευλογίαν να οικοδομήσουν άλλον Ναόν ευρύχωρον επ’ ονόματι της Θεοτόκου έξωθεν του σπηλαίου. Ο δε Όσιος έδωκεν εις αυτούς ευλογίαν και επιστρέψαντες ήρχισαν την οικοδομήν άνωθεν του σπηλαίου, ένθα ωκοδόμησαν Ναόν και ετίμησαν αυτόν εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, είχε δε την προστασίαν της Μονής ο Βαρλαάμ. Ο δε ηγεμών ηβουλήθη να οικοδομήση Ναόν μέγαν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου, ότι Δημήτριος εκλήθη εις το Άγιον Βάπτισμα· ήγειρε λοιπόν Ναόν μέγαν λιθόκτιστον πλησίον του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εν τω σπηλαίω και ώρισεν, ίνα ο Βαρλαάμ ηγουμενεύη εις αυτόν, διότι πολλοί άρχοντες κατέβαλον χρήματα ικανά εις την τοιαύτην οικοδομήν και έγινεν ο Ναός ωραίος και μέγιστος μεν, ουχί όμως κατάλληλος και ήσυχος δια Μοναχούς. Μεταβάς λοιπόν ο Βαρλαάμ εις τον νέον Ναόν κατά τον ορισμόν του ηγεμόνος, έμειναν οι αδελφοί απροστάτευτοι και συναχθέντες οι αδελφοί εξέλεξαν τρεις, τους πλέον εναρέτους, δια να υπάγουν εις τον Όσιον Αντώνιον, ίνα εκλέξη εξ αυτών Ηγούμενον· ηρώτησε δε αυτούς ποίον ήθελον· οι δε είπον· «Εκείνον τον οποίον η Κυρία Θεοτόκος και η αγιωσύνη σου ήθελον εκλέξει, πάτερ». Είπε τότε εις αυτούς ο Αντώνιος· «Όστις εξ ημών υπάρχει πράος και ειρηνικός και ταπεινός, ούτος ας δεχθή την προστασίαν». Τότε ομοφώνως άπαντες εζήτησαν τον Όσιον Θεοδόσιον, ως κατά πάντα ομότροπον όντα του Οσίου Αντωνίου· ήσαν δε τότε αδελφοί τον αριθμόν είκοσι, ευλογήσας δε ο Όσιος τον Θεοδόσιον, βαλόντες δε εκείνοι μετάνοιαν εις τον Όσιον Αντώνιον ανεχώρησαν χαίροντες. Λαβών λοιπόν την προστασίαν της Μονής ο Θεοδόσιος, έλαβε ζήλον ένθεον και προσέθηκε κόπους και αγώνας προς τους προτέρους του, επεκαλείτο δε μετά δακρύων τας ευχάς του Οσίου Αντωνίου, ίνα λάβη χάριν παρά Θεού εις το να διοική οσίως τους αδελφούς. Ο δε Όσιος Αντώνιος πάλιν ηύχετο υπέρ της ποίμνης αυτού και δια των ευχών αυτού επλήθυνεν ο αριθμός των αδελφών. Ήθελαν λοιπόν να οικοδομήσωσι νέον Μοναστήριον· όθεν προσελθόντες προς τον Αντώνιον, εζήτουν και πάλιν την άδειαν παρ’ αυτού· ο δε θείος Αντώνιος, χαράς αφάτου πλησθείς δια την αύξησιν, ηυχαρίστησε τον Θεόν ειπών· «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον, ότι ηυλόγησε την απαρχήν του Αγίου Όρους Άθω και επλήθυνε το πνευματικόν μου σπέρμα κατά την πρόρρησιν του αγίου Γέροντός μου· δεδοξασμένον έσται το όνομα το Άγιον Αυτού, του ευδοκήσαντος να συστήση Μάνδραν ιεράν των λογικών αυτού προβάτων». Μετά δε την ευχήν απέστειλεν ένα των αδελφών προς τον φιλόχριστον ηγεμόνα παρακαλών αυτόν και δι’ επιστολής ταύτα· «Χριστιανικώτατε αυθέντα, ιδού ότι ο Κύριος ηυδόκησε να πληθύνη τους Μοναχούς του σπηλαίου, το δε μονύδριον είναι μικρόν και στενοχωρούνται· διο παρακαλούμεν όπως δοθή παρά της σης μεγαλειότητος το επάνωθεν του σπηλαίου μέρος, ίνα κτισθή το Μοναστήριον εις ανάπαυσιν των αδελφών». Tαύτα αναγνούς ο ευσεβέστατος ηγεμών υπερεχάρη· απέστειλε δε ευθύς άρχοντα επιστάτην εις το να δοθή ο τόπος εις την Μονήν και ούτως ωκοδόμησεν ο Θεοδόσιος με τους αδελφούς Ναόν εκεί μέγαν ξυλοστέγαστον· ότε δε ετελειώθη, εκοσμήθη με ιεράς εικόνας, σκεύη και ιερά άμφια λαμπρά, έκτισαν δε και τα κελλία κύκλωθεν του Ναού, περιτειχίσαντες την Μονήν στερεώς, συνήχθησαν δε εις αυτήν οι αδελφοί του σπηλαίου πάντες, έκτοτε δε απεκλήθη εκείνη η Μονή του Σπηλαίου ευλογίας απαρχή του Αγίου Όρους Άθω. Μετά δε ταύτα ο Όσιος Θεοδόσιος ηβουλήθη να κτίση και ετέραν Μονήν, ίνα συναχθώσι και εν εκείνη αδελφοί· διότι πανταχόθεν συνέρρεον καθ’ εκάστην· όθεν εζήτησε πρώτον παρά του Οσίου πατρός αυτού Αντωνίου άδειαν, και παρ’ εκείνου λαβών ευλογίαν συνέστησε Μονήν ετέραν λαμπράν. Μετά ταύτα ήρχισε να συνθέτη τύπον εκκλησιαστικής ακολουθίας, πώς να ψάλλωσιν οι αδελφοί· ευρέθη δε τότε κατ’ οικονομίαν Θεού κάποιος Μιχαήλ Μοναχός ελθών από την Κωνσταντινούπολιν μετά του Μητροπολίτου Γεωργίου χειροτονηθέντος παρά του Οικουμενικού Πατριάρχου. Τούτον τον Μοναχόν Μιχαήλ ηρώτησεν ο Θεοδόσιος, ως ασκήσαντα εις την περιώνυμον Μονήν των Στουδίων, έμαθον δε παρ’ εκείνου πάσαν την διάταξιν του τυπικού, το πώς να ψάλλωσι και να ίστανται εν τω Ναώ προσευχόμενοι, πώς να εσθίωσιν εν τη τραπέζη κοινώς, πώς να φυλάττωσι τας νηστησίμους ημέρας και πώς να καταλύωσι τας εορτασίμους. Όλας αυτάς τας διατάξεις παρέλαβεν ο Θεοδόσιος παρά του οσιωτάτου Μιχαήλ του Στουδίου και Εφραίμ του ευνούχου, περί του οποίου προείπομεν ότι και αυτός είχε προγράψει τυπικόν του Αγίου Όρους Άθω, τον οποίον Αγιορειτικόν τύπον παρέδωκεν ο Θεοδόσιος εις την Μονήν, παρά της οποίας παραλαβούσαι και αι λοιπαί Μοναί της Ρωσίας φυλάττουσιν άχρι του νυν· όθεν και προτιμητέα των λοιπών εν Ρωσία η του Σπηλαίου, ότι εις αυτήν και ο Πανόσιος Αντώνιος ήσκησε και τους ασκητικούς αγώνας ετέλεσεν, ως και ο μαθητής αυτού Θεοδόσιος, ο κτίσας και κοσμήσας αυτήν, αλλά και τους προσερχομένους επίσης υποδεχόμενος και εις τον Θεόν οδηγών τους σωζομένους, τύπος και αυτός και υπογραμμός κατά πάντα γενόμενος. Κατ’ εκείνους τους χρόνους ήλθεν εις αυτήν την Μονήν και ο Όσιος Νέστωρ, ο πρώτος ιστοριογράφος της Ρωσικής γης, όστις και τους βίους των δύο τούτων Οσίων Αντωνίου και Θεοδοσίου συνέγραψεν, ότι κατά τους αυτούς χρόνους ήκμασε σύγχρονος και αυτός, ως αυτός γράφει. Τούτον υπεδέχθη ο Όσιος Θεοδόσιος αδεία του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου. Ούτος ο Νέστωρ ηρώτησε την αιτίαν πως έλαβε την τοιαύτην ονομασίαν να καλήται Σπήλαιον, μαθών δε την αιτίαν εσημείωσεν αυτήν εις αϊδιόν του μνημόσυνον· ο αυτός συνέγραψε και τα θαυμάσια του πανοσίου Αντωνίου τα όσα ζων έτι και όσα μετά θάνατον ετέλεσεν ο αείμνηστος, προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων, αλλ’ ουχί άπαντα, ως πολλά και αναρίθμητα όντα· διότι τα περισσότερα τούτων έμειναν απαράδοτα, καθ’ ότι πλείστους κόπους και αγώνας εποίησε και πλείστους πειρασμούς εκ των πονηρών πνευμάτων και ανθρώπων εδοκίμασεν. Ωσαύτως και τας όσας ιάσεις και θεραπείας εις τους νοσούντας εχορήγησε και παραδόξως ενήργησεν αδύνατον είναι να απαριθμηθώσιν ή να γραφώσιν άπαντα όσα ο πανάγαθος Θεός ετέλεσε δια μέσου του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου· εδόξασε τον αυτού θεράποντα εις όλην την γην της Ρωσίας και εφάνη ιατρός άμισθος εις πάντας, ιώμενος παραλυτικούς, δαιμονιζομένους, λεπρούς και λοιπάς ασθενείας ανιάτους άνευ ιατρικών βοτάνων, δια δε την άκραν αυτού ταπείνωσιν προσεποιείτο ότι με την δόσιν των βοτάνων και ακροδρύων εθεραπεύοντο. Εξ αυτών, αφού έτρωγεν ολίγον ο Όσιος ηυλόγει τα υπόλοιπα και έδιδεν αυτά εις τους ερχομένους χάριν ιατρείας, τα οποία άμα οι νοσούντες ελάμβανον και έτρωγον, θαυμασίως ελάμβανον την υγείαν των, καθώς και ο Κύριος ιάτρευσε και ήγειρε τον επί πολλά έτη κείμενον παράλυτον εις την κολυμβήθραν της Βηθεσδά και άλλους πολλούς. Ήτο δε ο Όσιος πεπλουτισμένος και με το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως, προβλέπων και προλέγων τα μέλλοντα, καθώς ο λόγος θέλει φανερώσει και μάλιστα εξ ενός διηγήματος προς πίστωσιν των λοιπών· θέλομεν λοιπόν διηγηθή ενταύθα, ότι προεγνώρισε και προείπε την καταδρομήν των βαρβάρων, ήτις δια τας αμαρτίας των Χριστιανών συνέβη κατ’ εκείνους τους χρόνους και ήτις έχει ούτω. Ο αρχηγός του έθνους των Πολοβτσιανών εκίνησε πόλεμον κατά της Ρωσίας. Περιτρέχων δε τας πόλεις και χώρας ηφάνιζε και ηχμαλώτιζε τους λαούς, φονεύοντες ανηλεώς οι βάρβαροι τους Χριστιανούς· όθεν ο ηγεμών του Κιέβου Ιζεσλάβ ητοιμάσθη προς πόλεμον κατά των βαρβάρων. Πρώτον λοιπόν επήγεν ο ηγεμών μετά τινων αρχόντων εις τον Όσιον Αντώνιον, ίνα ερωτήσωσιν αυτόν αν θα νικήσωσιν εις τον πόλεμον· ο δε Όσιος, γνωρίσας το μέλλον, δακρύσας πρώτον, έπειτα είπεν εις αυτούς μετά πόνου ψυχής· «Δια τας αμαρτίας των Χριστιανών επήλθεν η τοιαύτη οργή του Θεού και θέλετε νικηθή από τους βαρβάρους, οίτινες θέλουν καταδιώξει ημάς· και άλλοι μεν εκ του στρατεύματος των Χριστιανών θέλουν φονευθή, άλλοι υπό των ίππων θέλουν καταπατηθή και τελευτήσει, άλλοι δε θέλουν αιχμαλωτισθή». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και οι άρχοντες δεν προσέπεσον εις τον Όσιον να ζητήσωσι δια των ευχών του την εξ ύψους αρωγήν και βοήθειαν, αλλά θαρρήσαντες εις την ανδρείαν αυτών και εις τον στρατόν εκίνησαν τον πόλεμον. Παραχωρήσει Θεού όμως καταληφθέντες υπό δειλίας ενικήθησαν υπό των αντιπάλων, και οι περισσότεροι του στρατεύματος εσφάγησαν, άλλοι δε εις φυγήν τραπέντες, οι μεν υπό των ίππων καταπατηθέντες έπεσον, οι δε εις τον ποταμόν Άλπε πεσόντες επνίγησαν, άλλοι δε ηχμαλωτίσθησαν. Ο δε ηγεμών μόλις φυγών εσώθη εις Κίεβον, μετά τινος άρχοντος, Σεβόλουμ καλουμένου, έτερος δε άρχων, ο Γιαροσλάβ, κατέφυγεν εις την πόλιν Τερνιβέβ· τα δε έθνη εκείνα διατρέχοντα την γην της Ρωσίας ηχμαλώτιζον τους λαούς λεηλατούντες πόλεις και χώρας.
Ο μεν λοιπόν Όσιος Αντώνιος ευρίσκετο εις το ησυχαστήριον της Σαμαρείας αγωνιζόμενος με άκραν σκληραγωγίαν· ο δε άγιος γέρων Ηγούμενος, ο κουρεύσας αυτόν, ωραματίσθη ίνα αποστείλη και πάλιν τον Όσιον Αντώνιον εις Ρωσίαν προς τους εκείσε μονάζοντας· όθεν ανήγγειλεν εις αυτόν την θεϊκήν προσταγήν λέγων· «Θέλημα Θεού είναι, τέκνον, ίνα απέλθης πάλιν εις Ρωσίαν εις ψυχών πολλών σωτηρίαν». Προεφήτευσε δε εις αυτόν τα μέλλοντα να συμβώσιν, ότι πολλών Μοναχών πατήρ μέλλει να γίνη και ευχηθείς ατόν απέστειλεν εν ειρήνη. Λαβών λοιπόν την ευχήν του γέροντος ο Αντώνιος επανήλθεν εις την Ρωσίαν και αναβάς εις το όρος του σπηλαίου και ιδών τον τόπον καλλιεργημένον κατανυγείς εδεήθη του Θεού μετά δακρύων λέγων· «Γενηθήτω το θέλημά Σου το άγιον, Κύριε, ας αφιερωθή ο τόπος ούτος εις απαρχήν ευλογίας του Αγίου Όρους Άθω και η ευχή του εμού Γέροντος του κουρεύσαντός με και αποστείλαντός με ενταύθα έστω μετ’ εμού και τοις συν εμοί περιτειχίζουσα και ενισχύουσα του ησυχάσαι με ώδε». Ταύτα επευξάμενος, εισελθών κατώκησεν εις το σπήλαιον αγωνιζόμενος, έργον αδιάλειπτον έχων την προσευχήν και εσθίων άρτον ξηρόν και ύδωρ ημέραν παρ’ ημέραν, ενίοτε δε και δύο ημέρας νηστεύων, την τρίτην ημέραν έτρωγεν. Άνθρωποι δε τινες διερχόμενοι εκείθεν είδον τον Όσιον εις τοιαύτην ακτημοσύνην και πολλήν κακοπάθειαν και σπλαγχνισθέντες έφερον εις αυτόν τα προς το ζην αναγκαία· τινές δε εξ αυτών ζηλώσαντες την ασκητικήν διαγωγήν ηθέλησαν να παραμείνωσι μετ’ αυτού, μετά των οποίων ήσαν και ο Όσιος Νίκων και ο Θεοδόσιος, τους οποίους αποδεξάμενος, μετά καιρόν τον μεν Νίκωνα εποίησεν ιερέα, τον δε Θεοδόσιον ο Νίκων εκούρευσε Μοναχόν· ο δε Θεοδόσιος ανεδέχετο τους προσερχομένους δια του αγγελικού σχήματος. Μετά παρέλευσιν καιρού ετελεύτησεν ο αείμνηστος δουξ Ιαροσλάβος και έλαβε την εξουσίαν Ιζεσλάβ ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος. Του δε Οσίου ενασκουμένου εν τω σπηλαίω διεδόθη η φήμη αυτού πανταχού εις όλην την γην της Ρωσίας, καθώς το πάλαι του μεγάλου Αντωνίου εις όλην την γην της Αιγύπτου· ώστε και ο λαμπρός Δουξ, ως ευλαβέστατος ων, ακούσας την αρετήν αυτού ήλθε μετά των συγκλητικών αρχόντων αυτού προς τον Όσιον και έλαβε την ευλογίαν του· όθενέγινεν εξακουστός ο Όσιος, και ήρχοντο οι ποθούντες την ασκητικήν βιοτήν, τους οποίους ο Όσιος υποδεχόμενος καθωδήγει εις τον δρόμον της αρετής. Προσήλθε δε και τις ευγενής, Βαρλαάμ καλούμενος, υιός Ιωάννου άρχοντος μεγάλου· και έτερος νέος Εφραίμ το όνομα, υιός θετός του ηγεμόνος Ιζεσλάβ, ευνούχος ων, τους οποίους ο Αντώνιος ευαγγελικώς αποδεξάμενος, είπεν εις τον Όσιον Νίκωνα και ενέδυσεν αυτούς το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, καθώς εκείνοι επιμόνως εζήτησαν. Ούτοι όμως είχον φύγει κρυφίως, διο και έγινε μεγάλη ταραχή και εξέτασις περί αυτών και ηκολούθησε μέγας πειρασμός εις τον Αντώνιον, διότι μαθών ο άρχων την φυγήν του υιού αυτού Βαρλαάμ, ήλθεν εις το σπήλαιον με πλήθος στρατιωτών πνέων θυμού και τους μεν Μοναχούς εκείθεν διεσκόρπισε, τον δε υιόν αυτού Βαρλαάμ εκβαλών του σπηλαίου βιαίως και εκδύσας αυτόν τα πένθιμα των Μοναχών ιμάτια ενέδυσεν αυτόν πολυτελή λαμπράν στολήν και έφερεν άκοντα εις το παλάτιον αυτού. Ο δε ηγεμών Ιζεσλάβ μαθών περί του ευνούχου αυτού Εφραίμ, ότι εκούρευσεν αυτόν ο Αντώνιος Μοναχόν, οργισθείς λίαν κατά του Αντωνίου, ότι ηγάπα τον Εφραίμ πολύ, ώρισεν ίνα διωχθή εκείθεν ο κουρεύσας αυτόν Νίκων, καθότι και άλλοι πολλοί αφήνοντες τον κόσμον έφευγον εις την έρημον και εμόναζον· όθεν οι πολίται ώρισαν ίνα τον μεν Αντώνιον εξορίσωσιν εκείθεν, τους δε Μοναχούς πάντας να διώξωσι και τον τόπον να αφανίσωσι. Στενοχωρηθείς λοιπόν ο Αντώνιος εκ του μίσους του ηγεμόνος, ανεχώρησεν εκείθεν ομού με τους εναπολειφθέντας Μοναχούς εις άλλον τόπον μακράν του Κιέβου. Η δε γυνή του ηγεμόνος, μαθούσα την φυγήν του Αντωνίου, ελυπήθη σφόδρα και παρεκάλει τον αυθέντην να μη διώκη τους δούλους του Θεού, ίνα μη επέλθη οργή τις θεϊκή εις αυτόν καθώς συνέβη και εις την πατρίδα αυτής Λεχίαν· διότι ο εκεί άρχων είχε διώξει τινάς Μοναχούς εκ της επικρατείας Λεχίας, επειδή εις του παλατίου αυτού, Μωϋσής καλούμενος φυγών κρυφίως εμόνασε, οργισθείς δε ο άρχων απεδίωξε τους εκεί μονάζοντας, αλλ’ απέθανεν αιφνιδίως. Ταύτα έλεγεν η γυνή αυτού, ήτις ήτο θυγάτηρ στρατηγού της Λεχίας, προσθέσασα και τούτο, ότι μετά τον άωρον θάνατον του ρηθέντος έγινε σύγχυσις εις τον λαόν μεγάλη, πολλοί δε εφονεύθησαν μετά του αρχιστρατήγου και του Μητροπολίτου· όθεν συνεβούλευσε τον ηγεμόνα να απέχη τοιούτου εγχειρήματος και καταδρομής των αγίων ανδρών μήπως πάθη τα όμοια. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών παρά της καλής συζύγου αυτού, μετέβαλε την οργήν και άλογον ορμήν αυτού, φοβηθείς την θείαν εκδίκησιν, αποστείλας δε ανθρώπους εκάλεσε τους Οσίους να επιστρέψουν αφόβως εις το ησυχαστήριον· αναζητήσαντες δε οι πεμφθέντες μετά δύο ημέρας εύρον τον Όσιον Αντώνιον και προσπεσόντες εις αυτόν εζήτουν συγχώρησιν και παρεκάλουν, ίνα επιστρέψη εις το ασκητήριόν του. Ο δε Όσιος υπακούσας επανήλθεν εις το σπήλαιον και ησύχαζε, δεόμενος του Θεού να παρέχη εις αυτόν υπομονήν εις τους πειρασμούς και τας θλίψεις τας εκ του πονηρού επερχομένας, λέγων την ευχήν των τριών Παίδων· «Μη δη παραδώης ημάς εις τέλος δια το όνομά Σου το άγιον». Ο δε Κύριος, επακούσας της δεήσεως αυτού, όχι μόνον τους διασκορπισθέντας αδελφούς συνήθροισεν, αλλά και άλλοι εκ διαφόρων πόλεων και χωρών προσήρχοντο δεόμενοι του Οσίου να τους υποδεχθή και διαφυλάξη αυτούς εκ της του κόσμου και διαβόλου απάτης και οδηγήση εις οδόν σωτηρίας. Τούτους ο Όσιος υπεδέχετο ειλικρινώς, διδάσκων και καθοδηγών αυτούς εις την του μονήρους βίου διαγωγήν· μετά δε την κανονικήν δοκιμασίαν έλεγεν εις τον Όσιον Νίκωνα και εκούρευεν αυτούς μοναχούς· όθεν ηυξήθη ο αριθμός έως δώδεκα. Σκάψαντες τότε το σπήλαιον ωκοδόμησαν εις αυτό Εκκλησίαν και κελλία, τα οποία μέχρι σήμερον σώζονται κάτωθεν του νεοκτισθέντος Μοναστηρίου εις το σπήλαιον. Παρέμεινε δε εκεί ο Όσιος Αντώνιος χρόνους τεσσαράκοντα, στηρίζων τους μαθητάς αυτού· τους οποίους νουθετών, έλεγε μετ’ άλλας πολλάς νουθεσίας και ταύτα· «Αδελφοί εν Κυρίω και τέκνα, γινώσκετε ότι ο Κύριος δια προμηθείας της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου συνήθροισεν ημάς εν τούτω τω χορώ, και έθεσεν ημάς ως απαρχήν ευλογίας και είμεθα ευλογία του αγιωνύμου όρους Άθω, επισκοπή της Κυρίας ημών Δεσποίνης και αειπαρθένου Μαρίας, την οποίαν και κοινήν προστάτιν και έφορον έχομεν· ότι καθώς ο οσιώτατος πατήρ εμού Θεόκτιστος ο της Μονής Εσφιγμένου εκούρευσεν εμέ και διάδοχον αυτού κατέλιπεν, ούτω και εγώ εκούρευσα σας και καταλείπω κλήρον εις τούτον τον άγιον τόπον, όπως σώζεται η απαρχή και ευλογία του Αγίου Όρους Άθω εις καθιέρωσιν πρώτον της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και δεύτερον της συγκροτηθείσης ταύτης Μονής του σπηλαίου· δια τούτο πρέπον είναι ίνα πολιτεύεσθε αξίως της κλήσεως υμών, καθώς εμάθετε και εδιδάχθητε παρ’ εμού του ταπεινού πατρός σας». Αυτά και άλλα διδάξας και νουθετήσας αυτούς εφανέρωσεν εσχάτως ότι αυτός βούλεται να ησυχάση κατά μόνας ησύχως ως επόθει και θέλει αφήσει εις αυτούς ηγούμενον έτερόν τινα, ίνα ποιμαίνη αυτούς. Όθεν και διώρισε τον μακάριον Βαρλαάμ ηγούμενον, ως έμπειρον όντα και ενάρετον, αυτός δε εκλείσθη εις το σπήλαιον μόνος μακρυνθείς των θορύβων και οχλήσεων των πολλών. Μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εκείθεν εις άλλο όρος και ήρχισε να σκάπτη άλλο σπήλαιον, το οποίον είναι το νυν καλούμενον Σπήλαιον. Ο δε ηγούμενος Βαρλαάμ και οι αδελφοί, λαβόντες ευχήν παρά του Οσίου Αντωνίου, έμειναν εις το πρώτον σπήλαιον οσίως και εναρέτως πολιτευόμενοι· αλλ’ επειδή και συνήχθησαν πολλοί και ούτε τα κελλία ούτε ο Ναός εχώρει αυτούς, έκριναν καλόν να οικοδομήσουν Ναόν ευρύχωρον έξωθεν του σπηλαίου. Ελθόντες λοιπόν προς τον Όσιον Αντώνιον ανήγγειλαν, ότι οι αδελφοί επερίσσευον και εστενοχωρούντο εις τον Ναόν και να δώση εις αυτούς ευλογίαν να οικοδομήσουν άλλον Ναόν ευρύχωρον επ’ ονόματι της Θεοτόκου έξωθεν του σπηλαίου. Ο δε Όσιος έδωκεν εις αυτούς ευλογίαν και επιστρέψαντες ήρχισαν την οικοδομήν άνωθεν του σπηλαίου, ένθα ωκοδόμησαν Ναόν και ετίμησαν αυτόν εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, είχε δε την προστασίαν της Μονής ο Βαρλαάμ. Ο δε ηγεμών ηβουλήθη να οικοδομήση Ναόν μέγαν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου, ότι Δημήτριος εκλήθη εις το Άγιον Βάπτισμα· ήγειρε λοιπόν Ναόν μέγαν λιθόκτιστον πλησίον του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εν τω σπηλαίω και ώρισεν, ίνα ο Βαρλαάμ ηγουμενεύη εις αυτόν, διότι πολλοί άρχοντες κατέβαλον χρήματα ικανά εις την τοιαύτην οικοδομήν και έγινεν ο Ναός ωραίος και μέγιστος μεν, ουχί όμως κατάλληλος και ήσυχος δια Μοναχούς. Μεταβάς λοιπόν ο Βαρλαάμ εις τον νέον Ναόν κατά τον ορισμόν του ηγεμόνος, έμειναν οι αδελφοί απροστάτευτοι και συναχθέντες οι αδελφοί εξέλεξαν τρεις, τους πλέον εναρέτους, δια να υπάγουν εις τον Όσιον Αντώνιον, ίνα εκλέξη εξ αυτών Ηγούμενον· ηρώτησε δε αυτούς ποίον ήθελον· οι δε είπον· «Εκείνον τον οποίον η Κυρία Θεοτόκος και η αγιωσύνη σου ήθελον εκλέξει, πάτερ». Είπε τότε εις αυτούς ο Αντώνιος· «Όστις εξ ημών υπάρχει πράος και ειρηνικός και ταπεινός, ούτος ας δεχθή την προστασίαν». Τότε ομοφώνως άπαντες εζήτησαν τον Όσιον Θεοδόσιον, ως κατά πάντα ομότροπον όντα του Οσίου Αντωνίου· ήσαν δε τότε αδελφοί τον αριθμόν είκοσι, ευλογήσας δε ο Όσιος τον Θεοδόσιον, βαλόντες δε εκείνοι μετάνοιαν εις τον Όσιον Αντώνιον ανεχώρησαν χαίροντες. Λαβών λοιπόν την προστασίαν της Μονής ο Θεοδόσιος, έλαβε ζήλον ένθεον και προσέθηκε κόπους και αγώνας προς τους προτέρους του, επεκαλείτο δε μετά δακρύων τας ευχάς του Οσίου Αντωνίου, ίνα λάβη χάριν παρά Θεού εις το να διοική οσίως τους αδελφούς. Ο δε Όσιος Αντώνιος πάλιν ηύχετο υπέρ της ποίμνης αυτού και δια των ευχών αυτού επλήθυνεν ο αριθμός των αδελφών. Ήθελαν λοιπόν να οικοδομήσωσι νέον Μοναστήριον· όθεν προσελθόντες προς τον Αντώνιον, εζήτουν και πάλιν την άδειαν παρ’ αυτού· ο δε θείος Αντώνιος, χαράς αφάτου πλησθείς δια την αύξησιν, ηυχαρίστησε τον Θεόν ειπών· «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον, ότι ηυλόγησε την απαρχήν του Αγίου Όρους Άθω και επλήθυνε το πνευματικόν μου σπέρμα κατά την πρόρρησιν του αγίου Γέροντός μου· δεδοξασμένον έσται το όνομα το Άγιον Αυτού, του ευδοκήσαντος να συστήση Μάνδραν ιεράν των λογικών αυτού προβάτων». Μετά δε την ευχήν απέστειλεν ένα των αδελφών προς τον φιλόχριστον ηγεμόνα παρακαλών αυτόν και δι’ επιστολής ταύτα· «Χριστιανικώτατε αυθέντα, ιδού ότι ο Κύριος ηυδόκησε να πληθύνη τους Μοναχούς του σπηλαίου, το δε μονύδριον είναι μικρόν και στενοχωρούνται· διο παρακαλούμεν όπως δοθή παρά της σης μεγαλειότητος το επάνωθεν του σπηλαίου μέρος, ίνα κτισθή το Μοναστήριον εις ανάπαυσιν των αδελφών». Tαύτα αναγνούς ο ευσεβέστατος ηγεμών υπερεχάρη· απέστειλε δε ευθύς άρχοντα επιστάτην εις το να δοθή ο τόπος εις την Μονήν και ούτως ωκοδόμησεν ο Θεοδόσιος με τους αδελφούς Ναόν εκεί μέγαν ξυλοστέγαστον· ότε δε ετελειώθη, εκοσμήθη με ιεράς εικόνας, σκεύη και ιερά άμφια λαμπρά, έκτισαν δε και τα κελλία κύκλωθεν του Ναού, περιτειχίσαντες την Μονήν στερεώς, συνήχθησαν δε εις αυτήν οι αδελφοί του σπηλαίου πάντες, έκτοτε δε απεκλήθη εκείνη η Μονή του Σπηλαίου ευλογίας απαρχή του Αγίου Όρους Άθω. Μετά δε ταύτα ο Όσιος Θεοδόσιος ηβουλήθη να κτίση και ετέραν Μονήν, ίνα συναχθώσι και εν εκείνη αδελφοί· διότι πανταχόθεν συνέρρεον καθ’ εκάστην· όθεν εζήτησε πρώτον παρά του Οσίου πατρός αυτού Αντωνίου άδειαν, και παρ’ εκείνου λαβών ευλογίαν συνέστησε Μονήν ετέραν λαμπράν. Μετά ταύτα ήρχισε να συνθέτη τύπον εκκλησιαστικής ακολουθίας, πώς να ψάλλωσιν οι αδελφοί· ευρέθη δε τότε κατ’ οικονομίαν Θεού κάποιος Μιχαήλ Μοναχός ελθών από την Κωνσταντινούπολιν μετά του Μητροπολίτου Γεωργίου χειροτονηθέντος παρά του Οικουμενικού Πατριάρχου. Τούτον τον Μοναχόν Μιχαήλ ηρώτησεν ο Θεοδόσιος, ως ασκήσαντα εις την περιώνυμον Μονήν των Στουδίων, έμαθον δε παρ’ εκείνου πάσαν την διάταξιν του τυπικού, το πώς να ψάλλωσι και να ίστανται εν τω Ναώ προσευχόμενοι, πώς να εσθίωσιν εν τη τραπέζη κοινώς, πώς να φυλάττωσι τας νηστησίμους ημέρας και πώς να καταλύωσι τας εορτασίμους. Όλας αυτάς τας διατάξεις παρέλαβεν ο Θεοδόσιος παρά του οσιωτάτου Μιχαήλ του Στουδίου και Εφραίμ του ευνούχου, περί του οποίου προείπομεν ότι και αυτός είχε προγράψει τυπικόν του Αγίου Όρους Άθω, τον οποίον Αγιορειτικόν τύπον παρέδωκεν ο Θεοδόσιος εις την Μονήν, παρά της οποίας παραλαβούσαι και αι λοιπαί Μοναί της Ρωσίας φυλάττουσιν άχρι του νυν· όθεν και προτιμητέα των λοιπών εν Ρωσία η του Σπηλαίου, ότι εις αυτήν και ο Πανόσιος Αντώνιος ήσκησε και τους ασκητικούς αγώνας ετέλεσεν, ως και ο μαθητής αυτού Θεοδόσιος, ο κτίσας και κοσμήσας αυτήν, αλλά και τους προσερχομένους επίσης υποδεχόμενος και εις τον Θεόν οδηγών τους σωζομένους, τύπος και αυτός και υπογραμμός κατά πάντα γενόμενος. Κατ’ εκείνους τους χρόνους ήλθεν εις αυτήν την Μονήν και ο Όσιος Νέστωρ, ο πρώτος ιστοριογράφος της Ρωσικής γης, όστις και τους βίους των δύο τούτων Οσίων Αντωνίου και Θεοδοσίου συνέγραψεν, ότι κατά τους αυτούς χρόνους ήκμασε σύγχρονος και αυτός, ως αυτός γράφει. Τούτον υπεδέχθη ο Όσιος Θεοδόσιος αδεία του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου. Ούτος ο Νέστωρ ηρώτησε την αιτίαν πως έλαβε την τοιαύτην ονομασίαν να καλήται Σπήλαιον, μαθών δε την αιτίαν εσημείωσεν αυτήν εις αϊδιόν του μνημόσυνον· ο αυτός συνέγραψε και τα θαυμάσια του πανοσίου Αντωνίου τα όσα ζων έτι και όσα μετά θάνατον ετέλεσεν ο αείμνηστος, προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων, αλλ’ ουχί άπαντα, ως πολλά και αναρίθμητα όντα· διότι τα περισσότερα τούτων έμειναν απαράδοτα, καθ’ ότι πλείστους κόπους και αγώνας εποίησε και πλείστους πειρασμούς εκ των πονηρών πνευμάτων και ανθρώπων εδοκίμασεν. Ωσαύτως και τας όσας ιάσεις και θεραπείας εις τους νοσούντας εχορήγησε και παραδόξως ενήργησεν αδύνατον είναι να απαριθμηθώσιν ή να γραφώσιν άπαντα όσα ο πανάγαθος Θεός ετέλεσε δια μέσου του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου· εδόξασε τον αυτού θεράποντα εις όλην την γην της Ρωσίας και εφάνη ιατρός άμισθος εις πάντας, ιώμενος παραλυτικούς, δαιμονιζομένους, λεπρούς και λοιπάς ασθενείας ανιάτους άνευ ιατρικών βοτάνων, δια δε την άκραν αυτού ταπείνωσιν προσεποιείτο ότι με την δόσιν των βοτάνων και ακροδρύων εθεραπεύοντο. Εξ αυτών, αφού έτρωγεν ολίγον ο Όσιος ηυλόγει τα υπόλοιπα και έδιδεν αυτά εις τους ερχομένους χάριν ιατρείας, τα οποία άμα οι νοσούντες ελάμβανον και έτρωγον, θαυμασίως ελάμβανον την υγείαν των, καθώς και ο Κύριος ιάτρευσε και ήγειρε τον επί πολλά έτη κείμενον παράλυτον εις την κολυμβήθραν της Βηθεσδά και άλλους πολλούς. Ήτο δε ο Όσιος πεπλουτισμένος και με το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως, προβλέπων και προλέγων τα μέλλοντα, καθώς ο λόγος θέλει φανερώσει και μάλιστα εξ ενός διηγήματος προς πίστωσιν των λοιπών· θέλομεν λοιπόν διηγηθή ενταύθα, ότι προεγνώρισε και προείπε την καταδρομήν των βαρβάρων, ήτις δια τας αμαρτίας των Χριστιανών συνέβη κατ’ εκείνους τους χρόνους και ήτις έχει ούτω. Ο αρχηγός του έθνους των Πολοβτσιανών εκίνησε πόλεμον κατά της Ρωσίας. Περιτρέχων δε τας πόλεις και χώρας ηφάνιζε και ηχμαλώτιζε τους λαούς, φονεύοντες ανηλεώς οι βάρβαροι τους Χριστιανούς· όθεν ο ηγεμών του Κιέβου Ιζεσλάβ ητοιμάσθη προς πόλεμον κατά των βαρβάρων. Πρώτον λοιπόν επήγεν ο ηγεμών μετά τινων αρχόντων εις τον Όσιον Αντώνιον, ίνα ερωτήσωσιν αυτόν αν θα νικήσωσιν εις τον πόλεμον· ο δε Όσιος, γνωρίσας το μέλλον, δακρύσας πρώτον, έπειτα είπεν εις αυτούς μετά πόνου ψυχής· «Δια τας αμαρτίας των Χριστιανών επήλθεν η τοιαύτη οργή του Θεού και θέλετε νικηθή από τους βαρβάρους, οίτινες θέλουν καταδιώξει ημάς· και άλλοι μεν εκ του στρατεύματος των Χριστιανών θέλουν φονευθή, άλλοι υπό των ίππων θέλουν καταπατηθή και τελευτήσει, άλλοι δε θέλουν αιχμαλωτισθή». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και οι άρχοντες δεν προσέπεσον εις τον Όσιον να ζητήσωσι δια των ευχών του την εξ ύψους αρωγήν και βοήθειαν, αλλά θαρρήσαντες εις την ανδρείαν αυτών και εις τον στρατόν εκίνησαν τον πόλεμον. Παραχωρήσει Θεού όμως καταληφθέντες υπό δειλίας ενικήθησαν υπό των αντιπάλων, και οι περισσότεροι του στρατεύματος εσφάγησαν, άλλοι δε εις φυγήν τραπέντες, οι μεν υπό των ίππων καταπατηθέντες έπεσον, οι δε εις τον ποταμόν Άλπε πεσόντες επνίγησαν, άλλοι δε ηχμαλωτίσθησαν. Ο δε ηγεμών μόλις φυγών εσώθη εις Κίεβον, μετά τινος άρχοντος, Σεβόλουμ καλουμένου, έτερος δε άρχων, ο Γιαροσλάβ, κατέφυγεν εις την πόλιν Τερνιβέβ· τα δε έθνη εκείνα διατρέχοντα την γην της Ρωσίας ηχμαλώτιζον τους λαούς λεηλατούντες πόλεις και χώρας.
Περί του Σίμωνος, Σημ πρώτον καλουμένου, του κομίσαντος
τον χρυσόν στέφανον και ζώνην του Εσταυρωμένου εις τον Όσιον Αντώνιον.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν είχεν έλθει προς τον Όσιον Αντώνιον και εις νέος, Σημ καλούμενος, όστις είχε πατέρα Ιταλόν, Αφρικανόν καλούμενον, αυθέντην επαρχίας τινός της Ιταλίας. Ούτος ο Αφρικανός είχε δύο υιούς, Φράμ τον ένα και τον έτερον Σημ καλούμενον. Μετά δε τον θάνατον του πατρός αυτών υπερίσχυσε κάποιος άρχων Ιακούμ καλούμενος, όστις εκδιώξας τους παίδας εκ της πατρικής ηγεμονίας, έγινεν αυτός κύριος της αυθεντίας. Ο δε Σημ εμβάς εις πλοίον ανεχώρησεν εις Ρωσίαν και ήλθεν εις Κίεβον, την πρωτεύουσαν πόλιν, προς τον ευσεβέστατον ηγεμόνα Ιζεσλάβ, όστις υπεδέχθη αυτόν φιλοφρόνως και ωνόμασεν άρχοντα της συγκλήτου· ακούσας δε ούτος την αρετήν του Οσίου Αντωνίου έλαβεν εις αυτόν πολλήν ευλάβειαν. Ότε λοιπόν το έθνος των Πολοβτσιανών εκίνησε τον πόλεμον κατά της Ρωσίας, ο δε ηγεμών του Κιέβου Ιζεσλάβ πριν αναχωρήση δια τον πόλεμον μετέβη, ως είπομεν, μετά των άλλων αρχόντων να λάβη την ευλογίαν του Οσίου Αντωνίου, είχε μεθ’ εαυτού και τον Σημ. Τότε ο Όσιος Αντώνιος, αφού είπεν εις τους άλλους δια την καταστροφήν την οποίαν έμελλε να πάθωσιν, εστράφη και προς τον Σημ και του είπε· «Και συ, τέκνον, μέλλεις να κινδυνεύσης· όμως η άνωθεν πρόνοια θέλει σε βοηθήσει και διαφυλάξει, επειδή θέλεις συνδράμει εις την οικοδομήν του ιερού Ναού, όστις μέλλει να κτισθή εδώ, συ δε πρώτος μέλλεις να ενταφιασθής εις αυτόν». Αφού λοιπόν συνεκροτήθη ο πόλεμος και κατενικήθησαν οι Ρώσοι, οι δε προρρηθέντες δύο άρχοντες μετά του ηγεμόνος έφυγον, ο Σημ, μετ’ άλλου τινός άρχοντος εκ του αυτού στρατιωτικού τάγματος, πληγωθέντες έπεσον ημιθανείς πνέοντες τα λοίσθια. Τότε ο Σημ ελθούσης επ’ αυτόν της θείας χάριτος συνήλθεν εις εαυτόν και αναβλέψας εις τον ουρανόν είδεν εις το ύψος τον Ναόν όστις έλελλε να οικοδομηθή ύστερον. Τότε εμνήσθη την πρόρρησιν του Οσίου Αντωνίου και εδεήθη του Θεού μετά δακρύων, ίνα λυτρωθή του προκειμένου κινδύνου δια πρεσβειών του Οσίου Αντωνίου, Θεοδοσίου του μαθητού αυτού και της Δεσποίνης Θεοτόκου. Δεομένου λοιπόν αυτού εκτενώς, προέφθασεν αυτόν η εξ ύψους βοήθεια και ευρέθη όλως υγιής, ομοίως και οι στρατιώται αυτού, οίτινες έκειντο πριν ως νεκροί, εγερθέντες παραδόξως έφυγον εκείθεν και έφθασαν εις τον άνθρωπον του Θεού Όσιον Αντώνιον, εις τον οποίον διηγήθησαν τα συμβάντα. Τότε ο Σημ, έχων μετ’ αυτού μίαν χρυσήν ζώνην και ένα στέφανον πολύτιμον, εκβαλών αυτά έδωκεν εις τον Όσιον Αντώνιον λέγων· «Ο πατήρ μου Αφρικανός κατά τας ημέρας της ηγεμονίας αυτού κατεσκεύασε Σταυρόν μέγαν με την Εικόνα του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού· είτα εις τιμήν αυτού κατεσκεύασε και τον στέφανον τούτον και έθηκεν επί της κεφαλής του Σωτήρος, ως διάδημα βασιλικόν. Κατεσκεύασε δε και ζώνην εκ χρυσίου καθαρού λιτρών πεντήκοντα, δια ταύτης δε περιέζωσε τον Εσταυρωμένον Δεσπότην μετά του Σταυρού. Ότε δε ο ανεψιός μου με κατέτρεξε και με εξέβαλε της πατρικής μου οικίας και ηγεμονίας, έλαβον εγώ τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην εκ του Εσταυρωμένου· ότε δε εξέβαλον τον στέφανον εκ της κεφαλής του Κυρίου, ήκουσα φωνήν εκ του στόματος αυτού λέγουσαν εις εμέ· «Μη τολμήσης, άνθρωπε, ποτέ να βάλης επί της κεφαλής σου τον στέφανον αυτόν, ούτε την ζώνην ταύτην τολμήσης ποτέ να μετέλθης εις υπηρεσίαν σου· αλλά πρόσφερε αυτά εις τον ητοιμασμένον τόπον, ένθα μέλλει να οικοδομηθή ο οίκος της μητρός μου παρά του Οσίου Αντωνίου, εις του οποίου τας χείρας εγχείρισον αυτά, ίνα επιτεθώσιν άνωθεν του θυσιαστηρίου». Ταύτα εγώ ακούσας και τρομάξας, έπεσον πρηνής κατά γης ως νεκρός, αναίσθητος. «Μετά ώραν ικανήν ελθών εις εαυτόν, έλαβον τον στέφανον και την ζώνην και κατελθών εις τον αιγιαλόν ανέβην εις πλοίον προς τα εδώ ερχόμενον. Πλεόντων δε ημών συνέβη σάλος μέγας της θαλάσσης, ώστε το πλοίον εκινδύνευε να καταποντισθή· εγώ δε αναμνησθείς των λόγων του Κυρίου, εφοβήθην μήπως δια το ότι ετόλμησα να λάβω τον στέφανον εκ της κεφαλής του Δεσπότου συνέβη η τρικυμία εκείνη· εδεόμην δε του Θεού εκτενώς μετά δακρύων να με λυτρώση εκ του κινδύνου· αναβλέψας δε εις τον ουρανόν, ιδού είδον Ναόν εις το ύψος θαυμαστόν ιστάμενον υψηλά και έμεινα εκστατικός· ούτω δε απορών, ήκουσα φωνής λεγούσης μοι· «Ούτος ο Ναός μέλλει να οικοδομηθή εις το όνομα της Θεοτόκου, ως βλέπεις μέγας και υψηλός. Ο δε Αντώνιος θέλει λάβει μέτρον κατ’ αναλογίαν εκ της διαμέτρου της ζώνης ταύτης πεντήκοντα μέτρα εις το μήκος, τριάκοντα εις το ύψος και δέκα εις το πλάτος, εις αυτόν δε τον Ναόν μέλλεις να ενταφιασθής». Μετά την φωνήν έπαυσεν η ταραχή της θαλάσσης και εγένετο γαλήνη μεγάλη, πάντες δε οι εν τω πλοίω εδόξασαν τον Θεόν. Και διαπλεύσαντες την Βαλτικήν θάλασσαν εφθάσαμεν εις Ρωσίαν. Την θεωρίαν του Ναού τούτου ενεθυμήθην, όταν κειτόμενος ημιθανής εκ των πληγών παρά τον ποταμόν Άλπε είδον δια δευτέραν φοράν το σχήμα του Ναού εις τον ουρανόν. Ταύτα δε ιδών έκρινα ότι πρέπει να φέρω την ζώνην ταύτην και τον στέφανον εις την αγιωσύνην σου». Ταύτα ακούσας ο Αντώνιος παρά του Σημ, είπεν εις αυτόν· «Εγώ μεν αυτά δεν γνωρίζω, τώρα δε εκ του στόματός τα ακούω». Οδε Σημ είπεν· «Ούτε εγώ εγνώρισα που μέλλει να κτισθή ο Ναός· τώρα δε έμαθον παρά της σης αγιωσύνης ότι εις αυτόν τον τόπον μέλλει να οικοδομηθή ο Ναός». Δώσας δε την χρυσήν εκείνην ζώνην είπεν· «Ιδού το μέτρον του Ναού, ωσαύτως και ο στέφανος· ούτος ο στέφανος πρέπει να στηριχθή άνωθεν του θυσιαστηρίου». Τότε ο θείος Αντώνιος εδόξασε τον Θεόν και επήνεσε τον Σημ, λέγων· «από του νυν δεν θα καλείται το όνομά σου Σημ, αλλά Σίμων ως της χάριτος τέκνου». Και καλέσας τον Θεοδόσιον ο Αντώνιος, είπε προς τον Σίμωνα· «Ούτος ο Θεοδόσιος μέλλει να οικοδομήση τον Ναόν τον οποίον είδες εν εκστάσει». Ταύτα δε ειπών, έδωκεν εις τον Θεοδόσιον τον στέφανον και την ζώνην και απ’ εκείνης της ώρας εγνωρίσθη ο Σίμων με τον Θεοδόσιον, και είχεν αυτόν ως πατέρα πνευματικόν αυτού· έδωκε δε εις αυτόν ποσότητα χρημάτων ικανήν εις δαπάνην της οικοδομής του Ναού και εζήτησε τας ευχάς του Θεοδοσίου, ευλογήσας δε αυτόν ο Θεοδόσιος είπεν· «Ευλογήσαι σε Κύριος εν Σιών και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ με όλην την οικογένειάν σου». Λαβών λοιπόν ο Σίμων την ευλογίαν του Θεοδοσίου, είχεν αυτήν ως θησαυρόν πολύτιμον, επόθησε δε να κατοικήσωσιν εις τον τόπον εκείνον μέχρι τέλους της ζωής αυτού· με την εναλλαγήν δε του ονόματος αυτού, προσετέθη εις την Εκκλησίαν του Χριστού εκ της δυτικής κακοδοξίας εις την ανατολικήν Ορθοδοξίαν με όλην αυτού την οικογένειαν και λοιπούς εκ της Ιταλίας συνελθόντας, οίτινες ήσαν περί τας τρεις χιλιάδας.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν είχεν έλθει προς τον Όσιον Αντώνιον και εις νέος, Σημ καλούμενος, όστις είχε πατέρα Ιταλόν, Αφρικανόν καλούμενον, αυθέντην επαρχίας τινός της Ιταλίας. Ούτος ο Αφρικανός είχε δύο υιούς, Φράμ τον ένα και τον έτερον Σημ καλούμενον. Μετά δε τον θάνατον του πατρός αυτών υπερίσχυσε κάποιος άρχων Ιακούμ καλούμενος, όστις εκδιώξας τους παίδας εκ της πατρικής ηγεμονίας, έγινεν αυτός κύριος της αυθεντίας. Ο δε Σημ εμβάς εις πλοίον ανεχώρησεν εις Ρωσίαν και ήλθεν εις Κίεβον, την πρωτεύουσαν πόλιν, προς τον ευσεβέστατον ηγεμόνα Ιζεσλάβ, όστις υπεδέχθη αυτόν φιλοφρόνως και ωνόμασεν άρχοντα της συγκλήτου· ακούσας δε ούτος την αρετήν του Οσίου Αντωνίου έλαβεν εις αυτόν πολλήν ευλάβειαν. Ότε λοιπόν το έθνος των Πολοβτσιανών εκίνησε τον πόλεμον κατά της Ρωσίας, ο δε ηγεμών του Κιέβου Ιζεσλάβ πριν αναχωρήση δια τον πόλεμον μετέβη, ως είπομεν, μετά των άλλων αρχόντων να λάβη την ευλογίαν του Οσίου Αντωνίου, είχε μεθ’ εαυτού και τον Σημ. Τότε ο Όσιος Αντώνιος, αφού είπεν εις τους άλλους δια την καταστροφήν την οποίαν έμελλε να πάθωσιν, εστράφη και προς τον Σημ και του είπε· «Και συ, τέκνον, μέλλεις να κινδυνεύσης· όμως η άνωθεν πρόνοια θέλει σε βοηθήσει και διαφυλάξει, επειδή θέλεις συνδράμει εις την οικοδομήν του ιερού Ναού, όστις μέλλει να κτισθή εδώ, συ δε πρώτος μέλλεις να ενταφιασθής εις αυτόν». Αφού λοιπόν συνεκροτήθη ο πόλεμος και κατενικήθησαν οι Ρώσοι, οι δε προρρηθέντες δύο άρχοντες μετά του ηγεμόνος έφυγον, ο Σημ, μετ’ άλλου τινός άρχοντος εκ του αυτού στρατιωτικού τάγματος, πληγωθέντες έπεσον ημιθανείς πνέοντες τα λοίσθια. Τότε ο Σημ ελθούσης επ’ αυτόν της θείας χάριτος συνήλθεν εις εαυτόν και αναβλέψας εις τον ουρανόν είδεν εις το ύψος τον Ναόν όστις έλελλε να οικοδομηθή ύστερον. Τότε εμνήσθη την πρόρρησιν του Οσίου Αντωνίου και εδεήθη του Θεού μετά δακρύων, ίνα λυτρωθή του προκειμένου κινδύνου δια πρεσβειών του Οσίου Αντωνίου, Θεοδοσίου του μαθητού αυτού και της Δεσποίνης Θεοτόκου. Δεομένου λοιπόν αυτού εκτενώς, προέφθασεν αυτόν η εξ ύψους βοήθεια και ευρέθη όλως υγιής, ομοίως και οι στρατιώται αυτού, οίτινες έκειντο πριν ως νεκροί, εγερθέντες παραδόξως έφυγον εκείθεν και έφθασαν εις τον άνθρωπον του Θεού Όσιον Αντώνιον, εις τον οποίον διηγήθησαν τα συμβάντα. Τότε ο Σημ, έχων μετ’ αυτού μίαν χρυσήν ζώνην και ένα στέφανον πολύτιμον, εκβαλών αυτά έδωκεν εις τον Όσιον Αντώνιον λέγων· «Ο πατήρ μου Αφρικανός κατά τας ημέρας της ηγεμονίας αυτού κατεσκεύασε Σταυρόν μέγαν με την Εικόνα του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού· είτα εις τιμήν αυτού κατεσκεύασε και τον στέφανον τούτον και έθηκεν επί της κεφαλής του Σωτήρος, ως διάδημα βασιλικόν. Κατεσκεύασε δε και ζώνην εκ χρυσίου καθαρού λιτρών πεντήκοντα, δια ταύτης δε περιέζωσε τον Εσταυρωμένον Δεσπότην μετά του Σταυρού. Ότε δε ο ανεψιός μου με κατέτρεξε και με εξέβαλε της πατρικής μου οικίας και ηγεμονίας, έλαβον εγώ τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην εκ του Εσταυρωμένου· ότε δε εξέβαλον τον στέφανον εκ της κεφαλής του Κυρίου, ήκουσα φωνήν εκ του στόματος αυτού λέγουσαν εις εμέ· «Μη τολμήσης, άνθρωπε, ποτέ να βάλης επί της κεφαλής σου τον στέφανον αυτόν, ούτε την ζώνην ταύτην τολμήσης ποτέ να μετέλθης εις υπηρεσίαν σου· αλλά πρόσφερε αυτά εις τον ητοιμασμένον τόπον, ένθα μέλλει να οικοδομηθή ο οίκος της μητρός μου παρά του Οσίου Αντωνίου, εις του οποίου τας χείρας εγχείρισον αυτά, ίνα επιτεθώσιν άνωθεν του θυσιαστηρίου». Ταύτα εγώ ακούσας και τρομάξας, έπεσον πρηνής κατά γης ως νεκρός, αναίσθητος. «Μετά ώραν ικανήν ελθών εις εαυτόν, έλαβον τον στέφανον και την ζώνην και κατελθών εις τον αιγιαλόν ανέβην εις πλοίον προς τα εδώ ερχόμενον. Πλεόντων δε ημών συνέβη σάλος μέγας της θαλάσσης, ώστε το πλοίον εκινδύνευε να καταποντισθή· εγώ δε αναμνησθείς των λόγων του Κυρίου, εφοβήθην μήπως δια το ότι ετόλμησα να λάβω τον στέφανον εκ της κεφαλής του Δεσπότου συνέβη η τρικυμία εκείνη· εδεόμην δε του Θεού εκτενώς μετά δακρύων να με λυτρώση εκ του κινδύνου· αναβλέψας δε εις τον ουρανόν, ιδού είδον Ναόν εις το ύψος θαυμαστόν ιστάμενον υψηλά και έμεινα εκστατικός· ούτω δε απορών, ήκουσα φωνής λεγούσης μοι· «Ούτος ο Ναός μέλλει να οικοδομηθή εις το όνομα της Θεοτόκου, ως βλέπεις μέγας και υψηλός. Ο δε Αντώνιος θέλει λάβει μέτρον κατ’ αναλογίαν εκ της διαμέτρου της ζώνης ταύτης πεντήκοντα μέτρα εις το μήκος, τριάκοντα εις το ύψος και δέκα εις το πλάτος, εις αυτόν δε τον Ναόν μέλλεις να ενταφιασθής». Μετά την φωνήν έπαυσεν η ταραχή της θαλάσσης και εγένετο γαλήνη μεγάλη, πάντες δε οι εν τω πλοίω εδόξασαν τον Θεόν. Και διαπλεύσαντες την Βαλτικήν θάλασσαν εφθάσαμεν εις Ρωσίαν. Την θεωρίαν του Ναού τούτου ενεθυμήθην, όταν κειτόμενος ημιθανής εκ των πληγών παρά τον ποταμόν Άλπε είδον δια δευτέραν φοράν το σχήμα του Ναού εις τον ουρανόν. Ταύτα δε ιδών έκρινα ότι πρέπει να φέρω την ζώνην ταύτην και τον στέφανον εις την αγιωσύνην σου». Ταύτα ακούσας ο Αντώνιος παρά του Σημ, είπεν εις αυτόν· «Εγώ μεν αυτά δεν γνωρίζω, τώρα δε εκ του στόματός τα ακούω». Οδε Σημ είπεν· «Ούτε εγώ εγνώρισα που μέλλει να κτισθή ο Ναός· τώρα δε έμαθον παρά της σης αγιωσύνης ότι εις αυτόν τον τόπον μέλλει να οικοδομηθή ο Ναός». Δώσας δε την χρυσήν εκείνην ζώνην είπεν· «Ιδού το μέτρον του Ναού, ωσαύτως και ο στέφανος· ούτος ο στέφανος πρέπει να στηριχθή άνωθεν του θυσιαστηρίου». Τότε ο θείος Αντώνιος εδόξασε τον Θεόν και επήνεσε τον Σημ, λέγων· «από του νυν δεν θα καλείται το όνομά σου Σημ, αλλά Σίμων ως της χάριτος τέκνου». Και καλέσας τον Θεοδόσιον ο Αντώνιος, είπε προς τον Σίμωνα· «Ούτος ο Θεοδόσιος μέλλει να οικοδομήση τον Ναόν τον οποίον είδες εν εκστάσει». Ταύτα δε ειπών, έδωκεν εις τον Θεοδόσιον τον στέφανον και την ζώνην και απ’ εκείνης της ώρας εγνωρίσθη ο Σίμων με τον Θεοδόσιον, και είχεν αυτόν ως πατέρα πνευματικόν αυτού· έδωκε δε εις αυτόν ποσότητα χρημάτων ικανήν εις δαπάνην της οικοδομής του Ναού και εζήτησε τας ευχάς του Θεοδοσίου, ευλογήσας δε αυτόν ο Θεοδόσιος είπεν· «Ευλογήσαι σε Κύριος εν Σιών και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ με όλην την οικογένειάν σου». Λαβών λοιπόν ο Σίμων την ευλογίαν του Θεοδοσίου, είχεν αυτήν ως θησαυρόν πολύτιμον, επόθησε δε να κατοικήσωσιν εις τον τόπον εκείνον μέχρι τέλους της ζωής αυτού· με την εναλλαγήν δε του ονόματος αυτού, προσετέθη εις την Εκκλησίαν του Χριστού εκ της δυτικής κακοδοξίας εις την ανατολικήν Ορθοδοξίαν με όλην αυτού την οικογένειαν και λοιπούς εκ της Ιταλίας συνελθόντας, οίτινες ήσαν περί τας τρεις χιλιάδας.
Περί της οικοδομής του θείου Ναού.
Μετά χρόνους τινάς, αφ’ ότου ο Σίμων έδωκε τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην εις τον Θεοδόσιον, ήλθον εκ Βυζαντίου τέσσαρες αρχιτέκτονες ένδοξοι προς τον Όσιον Αντώνιον και τον Θεοδόσιον, ερωτώντες αυτούς και λέγοντες· «Εις ποίον τόπον βούλεσθε να οικοδομήσετε τον Ναόν»; Ο δε Αντώνιος είπεν· «Όπου ο Κύριος ευδοκήσει και φανερώσει εις ημάς». Λέγουν οι αρχιτέκτονες· «Και πως σεις, οι οποίοι γνωρίζετε την ημέραν της τελευτής σας, αγνοείτε τον τόπον της οικοδομής; Δεν εδώκατε σεις τον μισθόν της οικοδομής εις Κωνσταντινούπολιν; Πως λοιπόν τώρα λέγετε δεν γνωρίζετε»; Τότε ο Αντώνιος, γνωρίσας τω πνεύματι ότι επισκοπή τις θεία εγένετο άνωθεν, ηρώτησε τους αρχιτέκτονας λέγων εις αυτούς· «Είπατε εις ημάς, τέκνα, τίνες είναι οι λόγοι τους οποίους λαλείτε προς ημάς; Ότι περί τούτων ουδέν γνωρίζομεν». Οι δε απεκρίθησαν λέγοντες· «Καθημένων ημών εις τινα οίκον εις Κωνσταντινούπολιν, ημέραν τινά, πρωϊας έτι ούσης, ανατέλλοντος του ηλίου, ήλθον προς ημάς βασιλικοί τινες άνθρωποι προσκαλούντες ημάς, ίνα απέλθωμεν ταχέως εις τον Ναόν των Βλαχερνών, ότι ζητεί ημάς η βασίλισσα προς οικοδομήν Παλατίου τινός· ημείς δε νομίσαντες ότι η γυνή του βασιλέως εκάλει ημάς ίνα απέλθωμεν μετά των βασιλικών δορυφόρων εκείνων εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν, ηρωτήσαμεν αυτούς ποίος ζητεί ημάς. Οι δε εκεί παρόντες νέοι τινές θαυμάσιοι άνδρες είπον εις ημάς· η βασίλισσα Κυρία ημών προσκαλεί ημάς». «Μεταβάντες λοιπόν τότε ημείς εις τον Ναόν, είδομεν την Βασίλισσαν με πλήθος δορυφόρων περικυκλουμένην και πεσόντες προσεκυνήσαμεν Αυτήν ευλαβώς. Εκείνη δε είπεν εις ημάς· «Θέλω ίνα απέλθητε εις Κίεβον της Ρωσίας και οικοδομήσετε Ναόν ωραίον εις την πρωτεύουσαν εκείνην πόλιν· ιδού δε δίδω εις ημάς από τώρα την πληρωμήν του κόπου σας δια χρόνους τρεις εκδουλεύσεως, όπως οικοδομήσετε τον Ναόν ως εγώ επιποθώ». Τότε ημείς προσκυνήσαντες την Βασίλισσαν είπομεν προς Αυτήν· «Εις μακρινόν τόπον στέλλεις ημάς, Κυρία, και εις γην αλλοτρίαν και προς ποίον θα υπάγωμεν»; Η δε είπεν εις ημάς· «Ιδού ούτοι οι δύο Μοναχοί Αντώνιος και Θεοδόσιος, οίτινες είναι πλησίον μου (δείξασα σας δακτυλοειδώς), προς αυτούς θα υπάγετε». Τότε πάλιν είπομεν προς Αυτήν· «Τίνος ένεκεν, ω Δέσποινα, δίδεις εις ημάς το χρυσίον από εδώ; Ούτοι οίτινες μέλλουν να οικοδομήσουν τον Ναόν ας έχουν και την φροντίδα της πληρωμής του μισθού του έργου ημών». Απεκρίθη προς ταύτα η Βασίλισσα· «Ο Αντώνιος ούτος αφού τελέση την ευχήν της ενάρξεως της οικοδομής του Ναού θέλει απέλθει εις τας αιωνίους Μονάς, ίνα αναπαυθή. Ο Θεοδόσιος δε ούτος, μετά τον δεύτερον χρόνον της οικοδομής, θέλει ακολουθήσει και αυτός τον γέροντα δια να αναπαυθή εις την ατελεύτητον μακαριότητα. Τούτου λοιπόν ένεκα δίδω εις σας το χρυσίον ως μισθόν της εργασίας σας, λάβετε δε όσον βούλεσθε, διότι άλλος να σας πληρώση εκεί δεν έχει, ουδέ δύναται· ότε δε η οικοδομή του Ναού περατωθή, τότε εγώ η ιδία θα έλθω μόνη εκεί να ίδω το έργον σας και να μείνω εκεί δια παντός».
«Ταύτα η Βασίλισσα ημών ειπούσα, έδωκεν εις ημάς το χρυσίον το οποίον έχομεν μεθ’ ημών· είτα έδωκεν εις ημάς και λείψανα Αγίων επτά Μαρτύρων, ήτοι του Αγίου Αρτεμίου, του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, του Αγίου Μάρτυρος Λεοντίου, του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου του εν Ασκάλωνι, του Αγίου Μάρτυρος Αρέθα, του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου και έτερον του Αγίου Μάρτυρος Ιακώβου του Πέρσου». Ταύτα τα επτά λείψανα δούσα η Βασίλισσα είπεν, ίνα θέσωμεν αυτά εις τα θεμέλια του βήματος του Ναού προς αγιασμόν και στερέωσιν αυτού, όπως διαμείνη αιωνίως έως της συντελείας. Τότε ημείς παραλαβόντες το χρυσίον και τα άγια λείψανα ηρωτήσαμεν και δια το μήκος, το εύρος και το ύψος του Ναού, πόσον επιθυμεί να γίνη· Εκείνη δε είπε· «Το μέτρον του Ναού απέστειλε προηγουμένως εκεί ο Υιός μου και όταν υπάγετε θέλετε εύρει αυτό· όταν δε εξέλθετε εκ του Ναού τούτου των Βλαχερνών θέλετε ίδει τον Ναόν τον οποίον μέλλετε να οικοδομήσετε». Ως δε εξήλθομεν του Ναού των Βλαχερνών ημείς, είδομεν εις το ουράνιον ύψος Ναόν θαυμαστόν, τον οποίον σταθέντες εβλέπομεν θαυμάζοντες. Ότε δε είδομεν αυτόν καλώς εστράφημεν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν και ηρωτήσαμεν την Βασίλισσαν εις τίνος Αγίου όνομα θέλει εγερθεί ο Ναός· Η δε είπεν· «Εις το Εμόν όνομα». Τότε ημείς εντραπέντες και υπό δειλίας κρατηθέντες, δεν απετολμήσαμεν να ερωτήσωμεν και να μάθωμεν το όνομα Αυτής, διότι μόνη Αύτη είπεν επ’ ονόματι της Θεοτόκου να σεμνύνεται ο Ναός. Είτα έδωκεν εις ημάς και μίαν εικόνα της Θεοτόκου, ειπούσα· «Επ’ ονόματι Αυτής να τιμηθή ο Ναός». Τότε ημείς προσκυνήσαντες την Βασίλισσαν, ελάβομεν την Εικόνα εκείνην και επορεύθημεν εις τους οίκους ημών και ητοιμάσθημεν εις ποντοπορίαν κατά την διαταγήν της Βασιλίσσης, επιβάντες δε εις πλοίον επλεύσαμεν και εφθάσαμεν ήδη προς υμάς». Ταύτα ακούσας ο Όσιος Αντώνιος και ο Θεοδώσιος και οι λοιποί αδελφοί της Μονής έμειναν εξεστηκότες· και επάραντες τας χείρας προς τον ουρανόν εδόξαζον τον Θεόν και την Θεοτόκον εμεγάλυνον δια τα παράδοξα και θαυμάσια ταύτα σημεία. Ο δε Όσιος Αντώνιος είπεν εις τους αρχιτέκτονας· «Ημείς, ω τέκνα, ούτε την Κωνσταντινούπολιν είδομεν, ούτε εις την γην των Ελλήνων απήλθομεν προσφάτως, καθώς σεις λέγετε, αλλά προ ετών». Οι δε οικοδόμοι ώμνυον μεθ’ όρκου λέγοντες· «Εκ των χειρών των δύο υμών ελάβομεν το χρυσίον, το οποίον η Θεοτόκος παρέδωκεν εις ημάς. Σεις δε οι ίδιοι προεπέμψατε ημάς εκ των οικιών ημών έως του πλοίου και ιδού μετά δύο ημέρας εφθάσαμεν ώδε». Τότε είπεν εις αυτούς ο Αντώνιος· «Σύνετε, ω τέκνα, ότι μεγάλης χάριτος ηξιώθητε· όθεν πρέπον είναι εις υμάς, ίνα μετά προθυμίας πολλής αρξάμενοι εκτελέσητε το έργον σας κατά την θείαν βούλησιν. Μάθετε όμως τούτο, ότι οι νέοι εκείνοι, οίτινες εκ των οίκων σας προσεκάλεσαν ημάς δεν ήσαν άνθρωποι, ως νομίζετε, αλλά θείοι Άγγελοι, η δε Βασίλισσα εκείνη δεν ήτο η γυνή του επιγείου βασιλέως, αλλά η Μήτηρ του επουρανίου Βασιλέως Χριστού του Θεού ημών· οι δε δύο Μοναχοί εκείνοι οι δώσαντες εις υμάς το χρυσίον δεν είμεθα ημείς, αλλ’ ο τα πάντα προς το συμφέρον οικονομών Θεός ούτως ωκονόμησεν, ίνα οικοδομηθή ο Ναός Αυτού».
«Η προς ημάς λοιπόν έλευσις, ω τέκνα, υπάρχει ευλογημένη, οδηγόν αγαθόν έχουσα την εικόνα της Θεοτόκου, την οποίαν η ιδία Δέσποινα του παντός ενεχείρισεν εις υμάς και Αυτή θέλει αποδώσει τον μισθόν σας ως υπέσχετο, και θέλετε απολαύσει τα ουράνια αγαθά εκείνα, α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε, τα οποία ουδείς άλλος δύναται να χαρίση εις τινα ειμή μόνη Αύτη η πάντων Βασίλισσα και ο μονογενής Αυτής Υιός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός». Ταύτα ειπών ο Αντώνιος, επέδειξεν εις αυτούς τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην ειπών· «Ιδού η ζώνη την οποίαν ο Σίμων εκ της Ιταλίας εκόμισε με της οποίας το μέτρον θέλει κτισθή ο Ναός εις τε το μήκος και το πλάτος και ύψος αυτού». Ταύτα ακούσαντες οι οικοδόμοι εθαύμασαν και πεσόντες προσεκύνησαν τον θαυμαστόν Θεόν ημών, είτα επηρώτησαν τον Αντώνιον εις ποίον τόπον ητοίμασαν να εγερθή ο Ναός. Ο δε Αντώνιος είπεν· «Ας δεηθώμεν του Θεού εκτενώς ημέρας τρεις, και αυτός θέλει δείξει εις ημάς τον τόπον τον οποίον προητοίμασεν». Εν τω μεταξύ ο λαός της πόλεως Κιέβου, μαθόντες την έλευσιν των οικοδόμων, συνήχθησαν εις την Μονήν· και οι μεν έλεγον εις τούτον τον τόπον αρμόζει να κτισθή, άλλοι δε αλλαχού. Ο δε ευσεβέστατος ηγεμών, διερχόμενος και αυτός εκείθεν, ιδών την αμφισβήτησιν του λαού, ηρώτησε το αίτιον της συνάξεως, και μαθών τα πάντα παρά των οικοδόμων εκείνων, χαράς και θάμβους πλησθείς και εμπνευσθείς θεόθεν, έδειξε δακτυλοειδώς τόπον ιδικόν του λέγων· «Ιδού ο εμός χώρος ούτος, τούτον αφιερώ εις τον Θεόν εις οικοδομήν του Ναού, εις αυτόν δε τον τόπον οικοδομήσατε τον Ναόν». Ταύτα είπεν ο ηγεμών. Ο δε Όσιος Αντώνιος προσηύχετο κατά μόνας ως και οι Μοναχοί κατ’ ιδίαν έκαστος. Κατά δε την πρώτην νύκτα προσευχομένου του Αντωνίου, ήκουσε φωνήν λέγουσαν εις αυτόν· «Αντώνιε, εύρες χάριν παρ΄ εμοί». Ο δε Αντώνιος είπε· «Κύριε, εάν εύρον χάριν ενώπιόν σου, ας καταβή δρόσος εις τον τόπον εις τον οποίον ηυδόκησας να οικοδομηθή ο οίκος σου, εις δε την λοιπήν γην ας γίνη ξηρασία ως και εις τον θεράποντά σου Γεδεών τον Προφήτην υπέδειξας». Το δε πρωί ο τόπος επί του οποίου έμελλε να οικοδομηθή ο Ναός ευρέθη όλος υγρός ως τον πόκον του Γεδεών· ο δε λοιπός τόπος ήτο κατάξηρος. Την δευτέραν νύκτα εδεήθη του Θεού ο Αντώνιος, ίνα ο μεν τόπος εις τον οποίον έμελλε να κτισθή ο Ναός μείνη κατάξηρος, ο δε λοιπός έξωθεν να είναι κάθυγρος, ούτω δε και εγένετο το πρωί, διότι όλος ο χώρος έξωθεν μεν ήτο υγρός, εις δε τον τόπον εις τον οποίον έμελλε να κτισθή ο Ναός ήτο ξηρασία. Την δε τρίτην ημέραν σταθείς ο Αντώνιος ηυλόγησε τον τόπον και λαβών την χρυσήν ζώνην εμέτρησε τον τόπον· είτα υψώσας τας χείρας αυτού προς τον ουρανόν, ηύξατο να καταβή πυρ ουρανόθεν ως και ο Ηλίας εποίησε, προς πίστωσιν πάντων, ότι θέλημα Θεού ήτο εις τον τόπον εκείνον να οικοδομηθή ο Ναός. Ευχομένου δε του Οσίου, κατέβη πυρ εξ ουρανού και κατέφαγε το δάσος των δένδρων και θάμνων πάντων της γης εκείνης· τους δε λίθους και το χώμα της γης το πυρ εκείνο έλειξεν, εις όλον τον τόπον επί του οποίου έμελλε να οικοδομηθή ο Ναός, ώστε πάντες οι παρευρεθέντες έπεσον πρηνείς κατά γης εκ του φόβου αυτών, μείναντες ως νεκροί άφωνοι. Όθεν επληροφορήθησαν ότι θέλημα Θεού ήτο να κτισθή ο Ναός εις τον τόπον εκείνον. Και ποιήσαντος ευχήν του Οσίου Αντωνίου, έβαλον τα θεμέλια εν έτει 1073 κατά τους χρόνους του Βυζαντινού βασιλέως Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Δούκα του Παρακοιμωμένου και Πατριάρχου Γεωργίου, Μιχαήλ δε Αρχιεπισκόπου Ρωσίας. Κατέθεσαν δε τα άγια λείψανα των Αγίων επτά Μαρτύρων εις τα θεμέλια του Ναού, κατά την διάταξιν της Θεοτόκου και εκεί μένουσι μέχρι της σήμερον. Ήρχισε λοιπόν ο αρχιτέκτων την οικοδομήν του Ναού ως άλλος Βεσελεήλ, οδηγούμενος παρά του νέου Μωϋσέως Αντωνίου, όστις καθώς ο θαυματουργός Νικόλαος ευρέθη θαυμασίως εις Βυζάντιον και ήλεγξε τον βασιλέα Κωνσταντίνον και τον Αβλάβιον, ούτω και ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος προσευχόμενος εις το σπήλαιον, ευρέθη παραδόξως εις Βυζάντιον, καθώς ο Αββακούμ· και αυτός ιδιοχείρως έδωσε το χρυσίον εις τους οικοδόμους· όθεν κατά το μήκος της ζώνης τριάκοντα μέτρα ύψος, δέκα εις πλάτος, και πεντήκοντα εις το μήκος, εκτίσθη ο θαυματόβρυτος Ναός της Θεοτόκου, εκεί όπου θεία χάριτι μέχρι της σήμερον ευρίσκεται. Ο δε Όσιος Αντώνιος, καθώς ητοίμασε την οικοδομήν του θείου Ναού, ούτως ητοίμασε και την εκ των επιγείων αναχώρησιν αυτού προς τας αιωνίους Μονάς· και καθώς ο χειροποίητος Ναός εκείνος εκτίζετο με θαυμάσιον καλλονήν, ούτω και ο αχειροποίητος οίκος της αιωνίου μακαριότητος ητοιμάσθη εις τους ουρανούς, ως και αυτός προητοίμασεν εαυτόν προς την εκεί αποδημίαν και κατασκήνωσιν της άνω Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως Σιών, ως περί αυτής γράφει ο Θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψιν αυτού, ότι Ναός της πόλεως αυτής είναι ο Κύριος. Κατά τον λόγον λοιπόν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, τον οποίον είπεν εις τους οικοδόμους εν τω πανσέπτω Ναώ των Βλαχερνών, ότι ο Όσιος Αντώνιος την ευχήν της ενάρξεως της οικοδομής μόνον θέλει ποιήσει, είτα θέλει μεταβή εκ της προσκαίρου ζωής εις την αιώνιον ανάπαυσιν, ούτω και εγένετο. Ο δε Όσιος Θεοδόσιος μετά το δεύτερον έτος της οικοδομής του θείου Ναού εκοιμήθη και αυτός εν Κυρίω και απήλθε χαίρων εις τους ουρανούς. Εδοκιμάσθη δε ο Όσιος Αντώνιος με πολλούς πειρασμούς ως χρυσός εν καμίνω· ότι ο αντικείμενος Σατάν, βλέπων τα ένθεα αυτού κατορθώματα, εξήγειρε κατ’ αυτού αισθητούς και νοητούς πειρασμούς καθώς και εις τας ημέρας του ηγεμόνος Ιζεσλάβ. Κατέτρεξε δε ο μιαρός Σατάν τον Όσιον και εδίωξε του σπηλαίου και δια δευτέραν φοράν καθώς και πρότερον. Συνέβη δε τούτο ως εξής· ότε οι βάρβαροι νικήσαντες τον στρατόν των Χριστιανών κατέτρεχον τας πόλεις και κατεδυνάστευον τους κατοίκους του Κιέβου, παρεκίνει ο λαός τον Ιζεσλάβ, ίνα κινήση πόλεμον κατά των εχθρών· αυτός δε φοβούμενος μήπως ήθελε νικηθή πάλιν, ως πρότερον, καθώς προεγράψαμεν, δεν ήθελε να κινηθή. Όθεν ο λαός επανεστάτησε κατ’ αυτού και εκβαλόντες τους εγκεκλεισμένους εις τας φυλακάς και τον άρχοντα Ισλάβαν ανεβίβασεν αυτόν εις τον θρόνον· ο δε Ιζεσλάβ κατέφυγεν εις Λεχίαν. Γενόμενος λοιπόν εξουσιαστής ο Ισλάβας, εθυμώθη κατά του Οσίου Αντωνίου εκ συνεργείας του πονηρού· διότι άρχων τις διέβαλε τον Όσιον ως επίβουλον του Ισλάβα, και υπερασπιστήν όντα του φυγόντος Ιζεσλάβ και ότι ο Όσιος τας τοιαύτας ταραχάς υπεκίνησεν. Ο δε Όσιος Αντώνιος επεμελείτο τότε Μοναχόν τινα έγκλειστον Ισαάκιον καλούμενον, όστις πλανηθείς από τον πονηρόν εδέχθη φαντασίαν, κατά την οποίαν του εφάνη ο Σατανάς εις είδος Χριστού και απατηθείς εχόρευσε μετ’ αυτού, είτα καταπληγώσας αυτόν αφήκεν ημιθανή κείμενον και εκινδύνευεν ο άθλιος εις θάνατον. Τούτο μαθών ο Αντώνιος σπλαγχνισθείς παρέλαβεν αυτόν και επεμελείτο την θεραπείαν του· ο δε διάβολος, φθονήσας την ιατρείαν του Ισαακίου, θέλων ίνα μείνη ανίατος και κερδήση αυτόν, μη επιτυχών δε εξήγειρε τον τοιούτον πειρασμόν κατά του Αντωνίου, του να διωχθή εκείθεν, το οποίον και κατώρθωσε δια του Ισλάβα, όστις εδίωξε τον Όσιον εκ του σπηλαίου. Ο δε αδελφός του άρχοντος, μαθών τον διωγμόν του Οσίου, αποστείλας δια νυκτός ανθρώπους ιδικούς του, έφερεν αυτόν εις Τζερνόκοβον ή Τζερνίγωβ, ένθα εξουσίαζεν ο άρχων ούτος· ένθα ευρών τόπον ήσυχον ο Αντώνιος, εις όρος Μονδίνε καλούμενον, πλησίον της πόλεως, έσκαψε σπήλαιον και κατώκησε, το οποίον ύστερον έγινε Μοναστήριον. Μετά δε ολίγον καιρόν, γνωρίσας ο αυθέντης ότι αδίκως εδιώχθη ο Όσιος και ότι καμμίαν επιβουλήν κατ’ αυτού δεν εποίησε και ότι σατανική ενέργεια ήτο να διωχθή εκείθεν ο Όσιος, δια να εμποδίση την των πολλών ωφέλειαν, μεταμεληθείς, απέστειλεν ανθρώπους προς τον Όσιον εις την επαρχίαν Τζεριβόσκιεβαλ, παρακαλών αυτόν να επανέλθη εις το σπήλαιόν του. Ο δε ΌΟσιος, ως πράος και αμνησίκακος ων, εδέχθη την πρόσκλησιν του άρχοντος και επέστρεψεν εις τους αδελφούς, οίτινες ήσαν τεταραγμένοι δια την αναχώρησίν του και ευρίσκοντο ως πρόβατα χωρίς ποιμένα· ότι ο Θεός δεν ήθελε να λείψη ένας τοιούτος φωστήρ, όστις εφώτιζε δια των αρετών αυτού και θαυμάτων πάσαν την των Ρώσων ευσεβή επικράτειαν. Επανελθών λοιπόν ο Όσιος εις Κίεβον, ήρχισεν ανασυνιστών το μοναδικόν τάγμα ως πρότερον, το οποίον ήρχισε παρά Βλαδιμήρου του ευσεβούς άρχοντος, αλλ’ ύστερον ημελήθη, πάλιν δε παρά του Οσίου Αντωνίου συνεκροτήθη και επληθύνετο· από όσους δε πειρασμούς εδοκίμασε, μάλλον ενεδυναμούτο και εστερεούτο ο Άγιος, χωρίς ποσώς να εκκλίνη του όρου της ηθικής ή ασκητικής αυτού διαγωγής. Εκοπίασε λοιπόν ο Όσιος εις το σπήλαιον πολύ, έως ου τον εχθρόν τελείως εξενεύρισε και με την υπομονήν, καρτερίαν και προσευχήν αυτού παντελώς κατεπάτησεν, ότι κατά τον λόγον του Κυρίου το γένος αυτό το σατανικόν εν προσευχή και νηστεία διώκεται. Οι δε λοιποί του Οσίου αγώνες ήσαν αναρίθμητοι· η στάσις αυτού παννύχιος· η αγρυπνία σύντονος, γονυκλισίαι αναρίθμητοι, προσευχή αδιάλειπτος, οι δε λοιποί αγώνες απαράμιλλοι χωρίς να αμελήση ποσώς ή να αφήση το σπήλαιον· ότι πάντοτε εις σκοτεινόν, αφεγγή και στενόν τόπον επάλαιε μετά του δεινού κοσμοκράτορος ο αείμνηστος. Καθώς δε εις μεγαλυτέρους πόνους εξεδόθη, ούτω και μεγαλύτερα θαυμάσια ετέλει παραδόξως ο σημειοφόρος πατήρ Αντώνιος. Αλλά ποίον πρώτον των ενθέων κατορθωμάτων αυτού να διηγηθώμεν καθώς πρέπει; Ότι όλην την ζωήν αυτού εις αρετάς και θαύματα διετέλεσεν, εις σπήλαια οικιών ως εις τάφον και όλος ο βίος αυτού μία ενθύμησις θανάτου ήτο κατά τον θείον Απόστολον τον λέγοντα· «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω», κατά δε τον ψαλμωδόν· «ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην· και εφύλαξα τον νόμον και τα δικαιώματά σου, Κύριε, ότι αγαλλίαμα της καρδίας μου εισίν»· διο και η καρδία αυτού ήτο έτοιμος πάντοτε προς την εκείθεν αποδημίαν. Μόνον δε δια το λογικόν αυτού ποίμνιον εφρόντιζεν, ίνα μη αφήση αυτό τεταραγμένον· αυτός δε επόθει πάντοτε να εκδημήση εκ του σώματος προς τον ποθούμενον εις αυτόν Θεόν κατά τον θείον Απόστολον· «Συνέχομαι δε εκ των δύο, την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. α: 23). Προγνωρίσας λοιπόν την εκ του σώματος διάζευξιν, συνήγαγε τα πνευματικά αυτού τέκνα και ενουθέτει αυτά, υποσχόμενος εις αυτούς ότι μετά θάνατον θέλει ευρίσκεται πνευματικώς με αυτά και δεν θέλει χωρισθή εκ του τόπου αυτού και εκ του Αγίου Όρους και εκ των επικαλουμένων αυτόν με πίστιν, αλλά θα επισκέπτεται και θα οικονομή αυτούς σωματικώς τε και ψυχικώς και όσους παραμείνωσιν εις εκείνον τον άγιον τόπον και αγωνίζωνται δια την εαυτών σωτηρίαν, αφήκε δε την ευλογίαν αυτού την εκ του όρους Άθω δι’ αυτού ίνα μεταδοθή εν Ρωσία, ίνα διαμείνη εις τους μετέπειτα αιωίως. Ως δε αυτός αγωνισθείς και τελέσας καλώς τον δρόμον του εξεδέχετο της δικαιοσύνης τον στέφανον παρά του δικαίου κριτού, ούτω και αυτοί να αγωνίζωνται μέχρι τέλους της ζωής αυτών, ίνα στεφανωθώσιν. Ως δε αυτός εφάνη ελεήμων εις όλους, ούτως ηύχετο να πολιτεύωνται και τα τέκνα αυτού, υπάρχοντες συμπαθείς και ελεήμονες προς τους ενδεείς και ξένους, ίνα και αυτοί ελεηθώσι παρά του ελεήμονος Θεού, και τελέσωσι την παρούσαν βιοτήν εν μετανοία και εξομολογήσει. Έζησε λοιπόν ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος εις το σπήλαιον εκείνο, το οποίον ύστερον ο ίδιος εποίησε, χρόνους δέκα εξ και εν αυτώ ετελειώθη εν Κυρίω, απελθών εις τας αιωνίους μονάς τη δεκάτη Ιουλίου, εν έτει από κτίσεως κόσμου 6581, από δε της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού 1073· έζησε δε χρόνους ενενήκοντα, επί αυθεντών ηγεμόνων Κιέβου της Ρωσίας Σιατοσλάβου, Ιαροσλάβου, Ιζεσλάβ και Ισλάβα, επί δε βασιλέων Κωνσταντινουπόλεως Βασιλείου του νέου και Πορφυρογεννήτου και Ρωμανού Αργυροπούλου, μέχρι Ρωμανού εσχάτου του Διογένους, ο δε θάνατος του Οσίου ήτο τω όντι τίμιος έναντι Κυρίου και απέλαβε τον μισθόν των πόνων αυτού. Ότε δε εκοιμήθη εις το σπήλαιον, το οποίον σώζεται νυν κάτωθεν της μεγίστης Μονής (της οποίας ο Ναός τότε εκτίζετο, ως προείπομεν) εκεί έσωθεν του σπηλαίου ενεταφιάσθη το ιερόν αυτού λείψανον, ένθα τους ασκητικούς αυτού αγώνας ετέλεσε. Διότι ούτω ήτο πρέπον, ότι καθώς ο θείος πατήρ μεμονωμένως και κεχωρισμένως της συναυλίας των πολλών τον βίον διήνυσε, όπως απερισπάτως τω Θεώ εν ησυχία προσεύχεται, ούτω και το άγιον αυτού λείψανον να ενταφιασθή μόνον, μακράν των λοιπών σωμάτων, ως και ζων ηγάπησεν. Ουχί δε μετά των πολλών· διότι έπρεπε καθώς ο πάλαι νομοθέτης του Ισραηλιτικού λαού με κεκαλυμμένον πρόσωπον κατερχόμενος εκ του όρους Σινά ελάλει προς τους υιούς Ισραήλ, δια την δόξαν του προσώπου αυτού, ούτω και ο νέος ούτος νομοθέτης των της Ρωσίας Μοναχών του νέου Ισραήλ. Καθώς έζη εν τω σπηλαίω συνομιλών μετά του Θεού μόνος και δια των υψηλών θεωριών κατελαμπρύνετο το πρόσωπον αυτού εκ της θείας ελλάμψεως, ούτω και μόνος έπρεπε να ενταφιασθή εν τω σπηλαίω. Καθώς δε ο θεσπέσιος Μωϋσής λαβών τας πλάκας του νόμου παρά Θεού έδωκεν εις τους Εβραίους, ούτω και ο μακάριος Αντώνιος, λαβών τας εντολάς του αγίου σχήματος παρά του αγίου Γέροντος εκ του αγιωνύμου όρους του Άθωνος, παρέδωκεν αυτάς εις τους εν Ρωσία Μοναχούς τας οποίας φυλάττουσιν απαραβάτως μέχρι της σήμερον. Καθώς δε το σώμα του προφήτου Μωϋσέως ετάφη εις το όρος μη γνωσθέν παρά των Εβραίων, δια Αγγέλου ενταφιασθέν, ούτω και ο τάφος του Οσίου Αντωνίου μένει άγνωστος εις τους πολλούς μέχρι του νυν. Καθώς δε ο μέγας εκείνος παλαιός Αντώνιος, ο καθηγητής της ερήμου, ετάφη κρυφίως παρά των μαθητών αυτού, παραγγείλας εις αυτούς, ίνα μη φανερώσωσι τον τάφον αυτού και μένει μέχρι του νυν άγνωστος, ούτω και ο νέος καθηγητής και πολιστής της ερήμου και ποδηγέτης των εν Ρωσία μοναστών, εν αγνώστω τόπω του σπηλαίου ετάφη και μένει ο τάφος του άγνωστος εις τους πολλούς μέχρι της σήμερον ημέρας, ο δε θαυμαστός εν βουλαίς Θεός ημών κρύπτει το ιερόν αυτού λείψανον, ίνα μένη άθικτον, ανέπαφον και αμέριστον μέχρι της παλιγγενεσίας, ίνα λάβη πάλιν αυτό και δια νεφέλης αρπαγείς απαντήση τον μετά δόξης ερχόμενον κριτήν ζώντων και νεκρών. Πολλοί πολλάκις εδοκίμασαν ίνα σκάψωσι το σπήλαιον και εύρωσι και λάβωσι μέρος προς αγιασμόν αυτών, αλλ’ εξήλθε πυρ και κατεδίωξεν αυτούς, καθώς και εις το του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου του εν Θεσσαλονίκη· παιδευθέντες δε σωματικώς, κατεκαύθησαν τα μέλη του σώματος των τολμησάντων να ανοίξωσι τον τάφον αυτού, έως ου μετανοήσαντες θερμώς δια την τόλμην αυτών, έλαβον την ίασιν παρά του Αγίου και την συγχώρησιν. Αν όμως και το ιερόν αυτού λείψανον μένη κεκρυμμένον από πάντας και μη ορώμενον εις το φανερόν, αλλ’ η χάρις αυτού και αντίληψις διανέμεται εις πάντας τους πιστούς τους αιτουμένους την βοήθειαν αυτού. Οξέως δε προφθάνει και τελεί παντοδαπάς τας ιάσεις εις τους ευλαβώς ερχομένους εν τω σπηλαίω αυτού, και την εικόνα αυτού κατασπαζομένους. Όχι δε μόνον εις τον εν Ρωσία Ναόν και σπήλαιον αυτού τελεί τας ιάσεις, αλλά πολλώ μάλλον και εν τω πρώτω αυτού οικήματι το εις το όρος της Σαμαρείας του Άθω το της ιεράς Μονής Εσφιγμένου, ένθα τους πρώτους αυτού αγώνας ετέλεσε και ως από σχολής της ουρανίου διδασκαλίας τελειωθείς, διδάσκαλος απεστάλη εις τους εν Ρωσία μονάζοντας, όπου και ο ιερός αυτού Ναός ανηγέρθη εις τιμήν και μνήμην αυτού. Ως φως χρηματίσας απελαύνει το σκότος των της πονηρίας πνευμάτων, το δε σκότος των υπ’ εκείνων ενεργουμένων μακράν εκδιώκει και πάθη ποικίλα ψυχών και σωμάτων αφθόνως θεραπεύει. Καθώς και ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος υπ’ αυτού ιατρεύθη περί του οποίου ακούσατε. Ούτος ο Όσιος Ιωάννης (ούτος είναι ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος ο Έγκλειστος του εν Κιέβω σπηλαίου), φθόνω του πονηρού εδοκιμάσθη από πόλεμον πορνείας, εις τρεις ολοκλήρους χρόνους πολεμούμενος, πολλούς δε αγώνας και άσκησιν μετελθών δεν ηδυνήθη να απαλλαγή, έως ου ελθών εις τον τάφον του μάκαρος Αντωνίου έμεινε δεόμενος ημέρας και νυκτός· ήκουσε δε φωνήν θαυμασίως παρά του ζώντος Οσίου εν Κιέβω λέγουσαν εις αυτόν ταύτα· «Ιωάννη, Ιωάννη, πρέπει εις σε να κλεισθής εις σπήλαιον απρόσιτος εν ησυχία μακράν συνομιλίας και όψεως των ανθρώπων, και ούτω θέλει σε βοηθήσει ο Κύριος». Όθεν λάκκον ορύξας εν τω σπηλαίω ο Ιωάννης, ετάφη χωσθείς έως οσφύος αυτού και ούτω δια πρεσβειών του Οσίου Αντωνίου απηλλάγη του πολέμου, λαβών το χάρισμα της απαθείας και ηξιώθη να βλέπη τα πνεύματα της ακαθαρσίας ερχόμενα προς αυτόν δια να τον προσβάλλουν, αλλά δεν ηδύναντο να προσεγγίσωσιν αυτόν, περιπεφραγμένον όντα τη του Οσίου επικουρία. Εκ τούτου λοιπόν και εξ άλλων πολλών γίνεται φανερόν ότι ο Όσιος Αντώνιος και μετά θάνατον παρίσταται αοράτως εις τα τέκνα αυτού, επισκεπτόμενος και φυλάσσων αυτά καθάπερ και ζων παραδόξως από Κιέβου ευρέθη εις Κωνσταντινούπολιν μετά του Οσίου Θεοδοσίου και έδωκε το χρυσίον εις τους οικοδόμους εις ανέγερσιν του ιερού Ναού και αύθις πάλιν μετά δεκαετίαν εφάνη και απέστειλε τους ζωγράφους δια να ζωγραφίσωσι τον νεόδμητον Ναόν, ως ενταύθα ακολούθως θέλομεν υπομνήσει περί της εικονογραφήσεως του ιερού Ναού και περί του θαύματος του γενομένου εις τους ζωγράφους. Μετά την οσίαν κοίμησιν του πανοσίου πατρός ημών Αντωνίου, οικοδομουμένου του ιερού Ναού δι’ επιστασίας του Οσίου πατρός ημών Θεοδοσίου, ως προείπομεν, κοιμηθέντος και αυτού μετά δύο ετών παρέλευσιν, έλαβε την προστασίαν της μονής ο Όσιος Στέφανος, και ούτως ετελείωσε το έργον της οικοδομής του θείου Ναού. Τότε δε εκοιμήθη και αυτός εν Κυρίω, είτα δ’ έγινεν Ηγούμενος ο Όσιος Νίκων, εις του οποίου τας ημέρας έγινε θαύμα ανήκουστον παρόμοιον της αποστολής των οικοδόμων του θείου Ναού δια την εικονογράφησιν όλου του Ναού· συνέβη δε κατά τον ακόλουθον τρόπον. Εφάνησαν εις Κωνσταντινούπολιν ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος και ο Όσιος Θεοδόσιος ως ζώντες· προσεκάλεσαν δε ζωγράφους επιτηδείους δια να εικονογραφήσουν τον Ναόν, έφεραν δε αυτούς εις τον Ναόν των Βλαχερνών και έδειξαν εις αυτούς την εικονογράφησιν του θαυμασίου εκείνου Ναού, είπον δε εις αυτούς, ότι κατ’ αυτήν την εικονογράφησιν παρομοίως θέλετε εικονογραφήσει τον εν Ρωσία Ναόν της μονής Σπηλαίου εις Κίεβον. Συμφωνήσαντες δε την τιμήν του μισθού και των εξόδων αυτών, επλήρωσαν αυτούς (καθώς και πρότερον τους οικοδόμους). Λαβόντες δ’ εκείνοι τα χρήματα, ανέβησαν εις πλοίον. Πλέοντος δε του πλοίου εθεώρησαν εις το ύψος του ουρανού και είδον τον θαυμάσιον εκείνον Ναόν και ηπόρησαν. Βλέποντες δε αυτόν ούτω μέγιστον και υψηλόν με τρούλλον, υπελόγισαν ότι τα χρήματα άτινα έλαβον δεν ήσαν αρκετά δια την αγιογράφησιν αυτού· όθεν μεταμεληθέντες εβούλοντο να επιστρέψουν εις Βυζάντιον εις τους οίκους αυτών. Κατά την νύκτα όμως εκείνην, διότι ήτο εσπέρα τότε, ότε είδον την οπτασίαν του Ναού, ηγέρθη άνεμος ισχυρός, και μη γνωρίζοντες που έπλεον, συναρπασθέντος του πλοίου, άνευ κυβερνήσεως πηδαλίου, ώσπερ να εσύρετο δεδεμένον υπό τινων, εφέρετο. Οι δε ναύται μετά των επιβατών ηγωνίζοντο να επαναφέρωσιν αυτό εις τα όπισθεν, αλλά δεν ηδύναντο, διότι δι’ αοράτου δυνάμεως εφέρετο. Κατά την επομένην νύκτα είδον πάλιν τον Ναόν και μίαν εικόνα της Θεοτόκου, εις την οποίαν ήτο η Θεοτόκος ως βασίλισσα καθώς εφάνη εν τω Ναώ των Βλαχερνών προς τους οικοδόμους, ομοία με την εικόνα την οποίαν έδωκεν εις αυτούς ίνα φέρωσιν εν τη μονή του Σπηλαίου, όταν τους εκάλεσε και τους απέστειλε δια να οικοδομήσωσι τον Ναόν. Ταύτην λοιπόν την εικόνα είδον εις το ύψος μετά του οφθέντος Ναού, έλεγε δε η Θεοτόκος προς αυτούς· «ω άνθρωποι, τι μάτην κοπιάζετε φερόμενοι εναντίον του θελήματος του Υιού μου και θέλετε να επιστρέψετε εις τα όπισθεν; Εγώ δια του ανέμου θέλω σας φέρει ομού με το πλοίον εις τον τόπον όπου ευρίσκεται ο Ναός μου αυτός δια να τον ιστορήσετε (εικονογραφήσετε). Μάθετε δε ότι δεν θα δυνηθήτε πλέον να επιστρέψετε από εκεί, αλλά θα γίνετε Μοναχοί εις εκείνην την Μονήν, εις αυτήν δε την Μονήν θα διαμείνετε έως τέλους της ζωής σας. Έχετε όμως θάρρος, διότι εγώ θέλω είμαι βοηθός σας εις πάσας τας ανάγκας σας και μεσίτης προς τον Υιόν μου υπέρ της σωτηρίας των ψυχών σας, αλλά και την αιώνιον βασιλείαν θέλετε κληρονομήσει, ένεκα των Οσίων θεραπόντων ημών Αντωνίου και Θεοδοσίου των κτιτόρων του αγίου εκείνου οίκου μου». Ταύτα ακούσαντες, και ότι δεν θα δυνηθούν να επιστρέψουν πάλιν εις τους οίκους αυτών, μάλλον απεφάσισαν να επιστρέψουν εις τα οπίσω και πολλά καμόντες δεν ηδυνήθησαν, το δε πλοίον μάλλον εις τα έμπροσθεν ωθούμενον προέβαινεν. Αποκαμόντων λοιπόν άφησαν το πλοίον να πλέη όπου η ορμή του ανέμου έφερεν αυτό κατά την θείαν βούλησιν· όθεν διαπλέον ευρέθη δια του ποταμίου ρεύματος κάτωθεν της Μονής, και εξελθόντες του πλοίου ανέβησαν εις την Μονήν προς τον Ηγούμενον Νίκωνα και είπον εις αυτόν ως δήθεν δυσαρεστούμενοι· «Ημείς μεν, ω Ηγούμενε, επληρώθημεν εις Κωνσταντινούπολιν παρά των υμετέρων μοναχών, ίνα εικονογραφήσωμεν τον Ναόν της Μονής σας, αλλ’ ημείς εκεί μη ιδόντες το μέγεθος και το ύψος ελάβομεν ολίγην ποσότητα χρημάτων μη επαρκούσαν εις την εκδούλευσιν και δαπάνην ημών· ας έλθουν λοιπόν οι δύο εκείνοι γέροντες οι συμφωνήσαντες μεθ’ ημών, όπως κατά το μέγεθος και το ύψος του Ναού γίνη και η συμφωνία, ει δε μη, ας λάβουν τα χρήματα τα οποία έδωκαν εις ημάς και ημείς επιστρέφομεν εις τον τόπον ημών». Ο δε Όσιος Νίκων ουδεμίαν είδησιν περί τούτων έχων, θαυμάσας είπεν εις αυτούς· «Μετά ποίων γερόντων, ω τέκνα, την συμφωνίαν εποιήσατε;» Εξιστορούντων δε αυτών τους χαρακτήρας των δύο Μοναχών, ηννόησεν ο Όσιος Νίκων ότι περί των Οσίων έλεγον και ότι πρόκειται δια θαυμάσιον τι γεγονός, το οποίον έκαμον οι Όσιοι προς αυτούς δια την εικονογράφησιν του Ναού. Έφερε δε τας εικόνας των Οσίων Αντωνίου και Θεοδοσίου και έδειξεν αυτούς· οι δε ιδόντες τας μορφάς των εικόνων απαραλλάκτους προς τας των συμφωνησάντων μετ’ αυτών, είπον· «Ούτοι είναι τω όντι», εζήτουν δε να ίδουν αυτούς, νομίζοντες ότι έζων έτι. Τότε είπε προς αυτούς ο Νίκων· «Τεκνία, ούτοι δεν υπάρχουσιν ήδη προς ημάς, αλλά προ χρόνων εκοιμήθησαν εν Κυρίω· προνοούσι δε δια την Μονήν αυτών αοράτως». Οι δε ζωγράφοι προς απόδειξιν των ισχυρισμών των παρέστησαν μάρτυρας εμπόρους τινάς συνεπιβάτας του πλοίου, οίτινες και αυτοί ευρέθησαν παρόντες εις Κωνσταντινούπολιν, ότε οι δύο Όσιοι ταύτα συνεφώνουν και συμπλεύσαντες ήλθον και εζήτουν να ίδουν τους δύο γέροντας· ο δε Όσιος Νίκων, δεικνύων εις αυτούς τας μορφάς των εικόνων των Οσίων, επληροφόρει αυτούς, ότι προ χρόνων εκοιμήθησαν. Τότε οι ζωγράφοι εγνώρισαν ότι θαυμάσιον γεγονός ετελέσθη εις αυτούς και είπον· «Όντως δούλοι Θεού αληθείς ήσαν και μετά θάνατον ζώσι και δύνανται να βοηθήσωσιν ημάς». Όθεν μετανοήσαντες έβαλον μετάνοιαν ζητούντες συγχώρησιν, ήρχισαν δε διηγούμενοι απ’ αρχής τα όσα συνέβησαν εις αυτούς. Τότε και οι οικοδόμοι, οίτινες ανήγειραν εκ βάθρων τον Ναόν, διηγήθησαν εις τους ζωγράφους τα όσα και εις εκείνους συνέβησαν, και ότι τα όμοια και αυτοί εδοκίμασαν, πάντες δε εδόξασαν τον Θεόν και την Θεοτόκον εμεγάλυνον και τους Οσίους ετίμων ως θαυμαστούς και σημειοφόρους. Οι δε έμποροι εκείνοι, οι συνελθόντες μετά των ζωγράφων, είχον κατά θείαν πρόνοιαν μεθ’ εαυτών εν τω πλοίω βαβάς διαφόρους, τας οποίας ηγόρασαν από την Κωνσταντινούπολιν εις εμπορίαν αυτών, επιτηδείας εις εικονογράφησιν Ναού· οίτινες κατανυχθέντες, αφιέρωσαν εις την Μονήν όλας εκείνας τας βαφάς, ούτω δε ήρχισαν να ζωγραφίζουν μετά πολλής προθυμίας. Ότε δε ετελείωσεν η εικονογράφησις του μεγάλου τρούλλου ήρχισαν να ζωγραφίζουν την Πλατυτέραν των ουρανών, έσωθεν της κόγχης του αγίου Βήματος. Ως δε ετελείωσεν, εξήστραψε παραδόξως το πρόσωπον της Θεοτόκου και έλαμψεν ως ήλιος. Εφάνη δε μία περιστερά εξελθούσα εκ του στόματος της εικόνος, ήτις πετάξασα εκάθισεν επί του εις την κορυφήν του τέμπλου Σταυρού, από εκεί περιήλθεν όλα τα πρόσωπα των ζωγραφισθέντων εις τας καμάρας Αγίων, πάλιν δε εισήρχετο θαυμασίως εις το στόμα της νεοζωγραφισθείσης Θεοτόκου, εξήρχετο δε πάλιν και περιήρχετο τας αγίας μορφάς του Ναού. Όθεν πληροφορηθέντες οι αγιογράφοι, ότι η χάρις της Θεομήτορος κατεσκήνωσεν εις τον Ναόν, έβαλον περισσοτέραν επιμέλειαν εις την λοιπήν εικονογράφησιν, ετελειώθη δε ο Ναός με λαμπράς εικονογραφίας, ως άλλη σκηνή του μαρτυρίου, περικαλλέστερος δε και του σολομωντείου Ναού εφάνη. Μετά την τελείωσιν της εικονογραφήσεως βαλόντες μετάνοιαν και οι ζωγράφοι εκουρεύθησαν Μοναχοί και έμειναν έως εσχάτης αυτών αναπνοής εις την Μονήν, καθώς και οι οικοδόμοι, οίτινες εκοιμήθησαν εν αυτή τη Μονή και ετάφησαν εις το σπήλαιον Πετζέρσκβοϊ, μένουσι δε τα άγια αυτών λείψανα σώα, αδιάφθορα θαυμασίως, μετ’ άλλων οσίως πολιτευσαμένων και ενταφιασθέντων εις εκείνην την Μονήν. Εις δε των οικοδόμων είχεν αναγκαίαν τινά υπόθεσιν εις τον τόπον αυτού, λαβών δε άδειαν ίνα απέλθη και τελειώσας αυτήν, επιστρέψας εύρε τους συντρόφους και συναδέλφους αυτού κεκοιμημένους, ελυπείτο δε διότι δεν επρόφθασε να συνακολουθήση τους συνεργάτας αυτού, όθεν ήλθεν εις το κοιμητήριον ένθα έκειντο τα λείψανα των Οσίων. Εκεί ευρών τόπον εν μέσω αυτών, έπεσε και αυτός και εκοιμήθη εν Κυρίω, αναμένοντες ομού την κοινήν εξανάστασιν, ίνα συναπολαύσωσι τον μισθόν του έργου αυτών εκ χειρός του δικαίου μισθαποδότου Θεού· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν.
Μετά χρόνους τινάς, αφ’ ότου ο Σίμων έδωκε τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην εις τον Θεοδόσιον, ήλθον εκ Βυζαντίου τέσσαρες αρχιτέκτονες ένδοξοι προς τον Όσιον Αντώνιον και τον Θεοδόσιον, ερωτώντες αυτούς και λέγοντες· «Εις ποίον τόπον βούλεσθε να οικοδομήσετε τον Ναόν»; Ο δε Αντώνιος είπεν· «Όπου ο Κύριος ευδοκήσει και φανερώσει εις ημάς». Λέγουν οι αρχιτέκτονες· «Και πως σεις, οι οποίοι γνωρίζετε την ημέραν της τελευτής σας, αγνοείτε τον τόπον της οικοδομής; Δεν εδώκατε σεις τον μισθόν της οικοδομής εις Κωνσταντινούπολιν; Πως λοιπόν τώρα λέγετε δεν γνωρίζετε»; Τότε ο Αντώνιος, γνωρίσας τω πνεύματι ότι επισκοπή τις θεία εγένετο άνωθεν, ηρώτησε τους αρχιτέκτονας λέγων εις αυτούς· «Είπατε εις ημάς, τέκνα, τίνες είναι οι λόγοι τους οποίους λαλείτε προς ημάς; Ότι περί τούτων ουδέν γνωρίζομεν». Οι δε απεκρίθησαν λέγοντες· «Καθημένων ημών εις τινα οίκον εις Κωνσταντινούπολιν, ημέραν τινά, πρωϊας έτι ούσης, ανατέλλοντος του ηλίου, ήλθον προς ημάς βασιλικοί τινες άνθρωποι προσκαλούντες ημάς, ίνα απέλθωμεν ταχέως εις τον Ναόν των Βλαχερνών, ότι ζητεί ημάς η βασίλισσα προς οικοδομήν Παλατίου τινός· ημείς δε νομίσαντες ότι η γυνή του βασιλέως εκάλει ημάς ίνα απέλθωμεν μετά των βασιλικών δορυφόρων εκείνων εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν, ηρωτήσαμεν αυτούς ποίος ζητεί ημάς. Οι δε εκεί παρόντες νέοι τινές θαυμάσιοι άνδρες είπον εις ημάς· η βασίλισσα Κυρία ημών προσκαλεί ημάς». «Μεταβάντες λοιπόν τότε ημείς εις τον Ναόν, είδομεν την Βασίλισσαν με πλήθος δορυφόρων περικυκλουμένην και πεσόντες προσεκυνήσαμεν Αυτήν ευλαβώς. Εκείνη δε είπεν εις ημάς· «Θέλω ίνα απέλθητε εις Κίεβον της Ρωσίας και οικοδομήσετε Ναόν ωραίον εις την πρωτεύουσαν εκείνην πόλιν· ιδού δε δίδω εις ημάς από τώρα την πληρωμήν του κόπου σας δια χρόνους τρεις εκδουλεύσεως, όπως οικοδομήσετε τον Ναόν ως εγώ επιποθώ». Τότε ημείς προσκυνήσαντες την Βασίλισσαν είπομεν προς Αυτήν· «Εις μακρινόν τόπον στέλλεις ημάς, Κυρία, και εις γην αλλοτρίαν και προς ποίον θα υπάγωμεν»; Η δε είπεν εις ημάς· «Ιδού ούτοι οι δύο Μοναχοί Αντώνιος και Θεοδόσιος, οίτινες είναι πλησίον μου (δείξασα σας δακτυλοειδώς), προς αυτούς θα υπάγετε». Τότε πάλιν είπομεν προς Αυτήν· «Τίνος ένεκεν, ω Δέσποινα, δίδεις εις ημάς το χρυσίον από εδώ; Ούτοι οίτινες μέλλουν να οικοδομήσουν τον Ναόν ας έχουν και την φροντίδα της πληρωμής του μισθού του έργου ημών». Απεκρίθη προς ταύτα η Βασίλισσα· «Ο Αντώνιος ούτος αφού τελέση την ευχήν της ενάρξεως της οικοδομής του Ναού θέλει απέλθει εις τας αιωνίους Μονάς, ίνα αναπαυθή. Ο Θεοδόσιος δε ούτος, μετά τον δεύτερον χρόνον της οικοδομής, θέλει ακολουθήσει και αυτός τον γέροντα δια να αναπαυθή εις την ατελεύτητον μακαριότητα. Τούτου λοιπόν ένεκα δίδω εις σας το χρυσίον ως μισθόν της εργασίας σας, λάβετε δε όσον βούλεσθε, διότι άλλος να σας πληρώση εκεί δεν έχει, ουδέ δύναται· ότε δε η οικοδομή του Ναού περατωθή, τότε εγώ η ιδία θα έλθω μόνη εκεί να ίδω το έργον σας και να μείνω εκεί δια παντός».
«Ταύτα η Βασίλισσα ημών ειπούσα, έδωκεν εις ημάς το χρυσίον το οποίον έχομεν μεθ’ ημών· είτα έδωκεν εις ημάς και λείψανα Αγίων επτά Μαρτύρων, ήτοι του Αγίου Αρτεμίου, του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, του Αγίου Μάρτυρος Λεοντίου, του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου του εν Ασκάλωνι, του Αγίου Μάρτυρος Αρέθα, του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου και έτερον του Αγίου Μάρτυρος Ιακώβου του Πέρσου». Ταύτα τα επτά λείψανα δούσα η Βασίλισσα είπεν, ίνα θέσωμεν αυτά εις τα θεμέλια του βήματος του Ναού προς αγιασμόν και στερέωσιν αυτού, όπως διαμείνη αιωνίως έως της συντελείας. Τότε ημείς παραλαβόντες το χρυσίον και τα άγια λείψανα ηρωτήσαμεν και δια το μήκος, το εύρος και το ύψος του Ναού, πόσον επιθυμεί να γίνη· Εκείνη δε είπε· «Το μέτρον του Ναού απέστειλε προηγουμένως εκεί ο Υιός μου και όταν υπάγετε θέλετε εύρει αυτό· όταν δε εξέλθετε εκ του Ναού τούτου των Βλαχερνών θέλετε ίδει τον Ναόν τον οποίον μέλλετε να οικοδομήσετε». Ως δε εξήλθομεν του Ναού των Βλαχερνών ημείς, είδομεν εις το ουράνιον ύψος Ναόν θαυμαστόν, τον οποίον σταθέντες εβλέπομεν θαυμάζοντες. Ότε δε είδομεν αυτόν καλώς εστράφημεν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν και ηρωτήσαμεν την Βασίλισσαν εις τίνος Αγίου όνομα θέλει εγερθεί ο Ναός· Η δε είπεν· «Εις το Εμόν όνομα». Τότε ημείς εντραπέντες και υπό δειλίας κρατηθέντες, δεν απετολμήσαμεν να ερωτήσωμεν και να μάθωμεν το όνομα Αυτής, διότι μόνη Αύτη είπεν επ’ ονόματι της Θεοτόκου να σεμνύνεται ο Ναός. Είτα έδωκεν εις ημάς και μίαν εικόνα της Θεοτόκου, ειπούσα· «Επ’ ονόματι Αυτής να τιμηθή ο Ναός». Τότε ημείς προσκυνήσαντες την Βασίλισσαν, ελάβομεν την Εικόνα εκείνην και επορεύθημεν εις τους οίκους ημών και ητοιμάσθημεν εις ποντοπορίαν κατά την διαταγήν της Βασιλίσσης, επιβάντες δε εις πλοίον επλεύσαμεν και εφθάσαμεν ήδη προς υμάς». Ταύτα ακούσας ο Όσιος Αντώνιος και ο Θεοδώσιος και οι λοιποί αδελφοί της Μονής έμειναν εξεστηκότες· και επάραντες τας χείρας προς τον ουρανόν εδόξαζον τον Θεόν και την Θεοτόκον εμεγάλυνον δια τα παράδοξα και θαυμάσια ταύτα σημεία. Ο δε Όσιος Αντώνιος είπεν εις τους αρχιτέκτονας· «Ημείς, ω τέκνα, ούτε την Κωνσταντινούπολιν είδομεν, ούτε εις την γην των Ελλήνων απήλθομεν προσφάτως, καθώς σεις λέγετε, αλλά προ ετών». Οι δε οικοδόμοι ώμνυον μεθ’ όρκου λέγοντες· «Εκ των χειρών των δύο υμών ελάβομεν το χρυσίον, το οποίον η Θεοτόκος παρέδωκεν εις ημάς. Σεις δε οι ίδιοι προεπέμψατε ημάς εκ των οικιών ημών έως του πλοίου και ιδού μετά δύο ημέρας εφθάσαμεν ώδε». Τότε είπεν εις αυτούς ο Αντώνιος· «Σύνετε, ω τέκνα, ότι μεγάλης χάριτος ηξιώθητε· όθεν πρέπον είναι εις υμάς, ίνα μετά προθυμίας πολλής αρξάμενοι εκτελέσητε το έργον σας κατά την θείαν βούλησιν. Μάθετε όμως τούτο, ότι οι νέοι εκείνοι, οίτινες εκ των οίκων σας προσεκάλεσαν ημάς δεν ήσαν άνθρωποι, ως νομίζετε, αλλά θείοι Άγγελοι, η δε Βασίλισσα εκείνη δεν ήτο η γυνή του επιγείου βασιλέως, αλλά η Μήτηρ του επουρανίου Βασιλέως Χριστού του Θεού ημών· οι δε δύο Μοναχοί εκείνοι οι δώσαντες εις υμάς το χρυσίον δεν είμεθα ημείς, αλλ’ ο τα πάντα προς το συμφέρον οικονομών Θεός ούτως ωκονόμησεν, ίνα οικοδομηθή ο Ναός Αυτού».
«Η προς ημάς λοιπόν έλευσις, ω τέκνα, υπάρχει ευλογημένη, οδηγόν αγαθόν έχουσα την εικόνα της Θεοτόκου, την οποίαν η ιδία Δέσποινα του παντός ενεχείρισεν εις υμάς και Αυτή θέλει αποδώσει τον μισθόν σας ως υπέσχετο, και θέλετε απολαύσει τα ουράνια αγαθά εκείνα, α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε, τα οποία ουδείς άλλος δύναται να χαρίση εις τινα ειμή μόνη Αύτη η πάντων Βασίλισσα και ο μονογενής Αυτής Υιός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός». Ταύτα ειπών ο Αντώνιος, επέδειξεν εις αυτούς τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην ειπών· «Ιδού η ζώνη την οποίαν ο Σίμων εκ της Ιταλίας εκόμισε με της οποίας το μέτρον θέλει κτισθή ο Ναός εις τε το μήκος και το πλάτος και ύψος αυτού». Ταύτα ακούσαντες οι οικοδόμοι εθαύμασαν και πεσόντες προσεκύνησαν τον θαυμαστόν Θεόν ημών, είτα επηρώτησαν τον Αντώνιον εις ποίον τόπον ητοίμασαν να εγερθή ο Ναός. Ο δε Αντώνιος είπεν· «Ας δεηθώμεν του Θεού εκτενώς ημέρας τρεις, και αυτός θέλει δείξει εις ημάς τον τόπον τον οποίον προητοίμασεν». Εν τω μεταξύ ο λαός της πόλεως Κιέβου, μαθόντες την έλευσιν των οικοδόμων, συνήχθησαν εις την Μονήν· και οι μεν έλεγον εις τούτον τον τόπον αρμόζει να κτισθή, άλλοι δε αλλαχού. Ο δε ευσεβέστατος ηγεμών, διερχόμενος και αυτός εκείθεν, ιδών την αμφισβήτησιν του λαού, ηρώτησε το αίτιον της συνάξεως, και μαθών τα πάντα παρά των οικοδόμων εκείνων, χαράς και θάμβους πλησθείς και εμπνευσθείς θεόθεν, έδειξε δακτυλοειδώς τόπον ιδικόν του λέγων· «Ιδού ο εμός χώρος ούτος, τούτον αφιερώ εις τον Θεόν εις οικοδομήν του Ναού, εις αυτόν δε τον τόπον οικοδομήσατε τον Ναόν». Ταύτα είπεν ο ηγεμών. Ο δε Όσιος Αντώνιος προσηύχετο κατά μόνας ως και οι Μοναχοί κατ’ ιδίαν έκαστος. Κατά δε την πρώτην νύκτα προσευχομένου του Αντωνίου, ήκουσε φωνήν λέγουσαν εις αυτόν· «Αντώνιε, εύρες χάριν παρ΄ εμοί». Ο δε Αντώνιος είπε· «Κύριε, εάν εύρον χάριν ενώπιόν σου, ας καταβή δρόσος εις τον τόπον εις τον οποίον ηυδόκησας να οικοδομηθή ο οίκος σου, εις δε την λοιπήν γην ας γίνη ξηρασία ως και εις τον θεράποντά σου Γεδεών τον Προφήτην υπέδειξας». Το δε πρωί ο τόπος επί του οποίου έμελλε να οικοδομηθή ο Ναός ευρέθη όλος υγρός ως τον πόκον του Γεδεών· ο δε λοιπός τόπος ήτο κατάξηρος. Την δευτέραν νύκτα εδεήθη του Θεού ο Αντώνιος, ίνα ο μεν τόπος εις τον οποίον έμελλε να κτισθή ο Ναός μείνη κατάξηρος, ο δε λοιπός έξωθεν να είναι κάθυγρος, ούτω δε και εγένετο το πρωί, διότι όλος ο χώρος έξωθεν μεν ήτο υγρός, εις δε τον τόπον εις τον οποίον έμελλε να κτισθή ο Ναός ήτο ξηρασία. Την δε τρίτην ημέραν σταθείς ο Αντώνιος ηυλόγησε τον τόπον και λαβών την χρυσήν ζώνην εμέτρησε τον τόπον· είτα υψώσας τας χείρας αυτού προς τον ουρανόν, ηύξατο να καταβή πυρ ουρανόθεν ως και ο Ηλίας εποίησε, προς πίστωσιν πάντων, ότι θέλημα Θεού ήτο εις τον τόπον εκείνον να οικοδομηθή ο Ναός. Ευχομένου δε του Οσίου, κατέβη πυρ εξ ουρανού και κατέφαγε το δάσος των δένδρων και θάμνων πάντων της γης εκείνης· τους δε λίθους και το χώμα της γης το πυρ εκείνο έλειξεν, εις όλον τον τόπον επί του οποίου έμελλε να οικοδομηθή ο Ναός, ώστε πάντες οι παρευρεθέντες έπεσον πρηνείς κατά γης εκ του φόβου αυτών, μείναντες ως νεκροί άφωνοι. Όθεν επληροφορήθησαν ότι θέλημα Θεού ήτο να κτισθή ο Ναός εις τον τόπον εκείνον. Και ποιήσαντος ευχήν του Οσίου Αντωνίου, έβαλον τα θεμέλια εν έτει 1073 κατά τους χρόνους του Βυζαντινού βασιλέως Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Δούκα του Παρακοιμωμένου και Πατριάρχου Γεωργίου, Μιχαήλ δε Αρχιεπισκόπου Ρωσίας. Κατέθεσαν δε τα άγια λείψανα των Αγίων επτά Μαρτύρων εις τα θεμέλια του Ναού, κατά την διάταξιν της Θεοτόκου και εκεί μένουσι μέχρι της σήμερον. Ήρχισε λοιπόν ο αρχιτέκτων την οικοδομήν του Ναού ως άλλος Βεσελεήλ, οδηγούμενος παρά του νέου Μωϋσέως Αντωνίου, όστις καθώς ο θαυματουργός Νικόλαος ευρέθη θαυμασίως εις Βυζάντιον και ήλεγξε τον βασιλέα Κωνσταντίνον και τον Αβλάβιον, ούτω και ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος προσευχόμενος εις το σπήλαιον, ευρέθη παραδόξως εις Βυζάντιον, καθώς ο Αββακούμ· και αυτός ιδιοχείρως έδωσε το χρυσίον εις τους οικοδόμους· όθεν κατά το μήκος της ζώνης τριάκοντα μέτρα ύψος, δέκα εις πλάτος, και πεντήκοντα εις το μήκος, εκτίσθη ο θαυματόβρυτος Ναός της Θεοτόκου, εκεί όπου θεία χάριτι μέχρι της σήμερον ευρίσκεται. Ο δε Όσιος Αντώνιος, καθώς ητοίμασε την οικοδομήν του θείου Ναού, ούτως ητοίμασε και την εκ των επιγείων αναχώρησιν αυτού προς τας αιωνίους Μονάς· και καθώς ο χειροποίητος Ναός εκείνος εκτίζετο με θαυμάσιον καλλονήν, ούτω και ο αχειροποίητος οίκος της αιωνίου μακαριότητος ητοιμάσθη εις τους ουρανούς, ως και αυτός προητοίμασεν εαυτόν προς την εκεί αποδημίαν και κατασκήνωσιν της άνω Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως Σιών, ως περί αυτής γράφει ο Θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψιν αυτού, ότι Ναός της πόλεως αυτής είναι ο Κύριος. Κατά τον λόγον λοιπόν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, τον οποίον είπεν εις τους οικοδόμους εν τω πανσέπτω Ναώ των Βλαχερνών, ότι ο Όσιος Αντώνιος την ευχήν της ενάρξεως της οικοδομής μόνον θέλει ποιήσει, είτα θέλει μεταβή εκ της προσκαίρου ζωής εις την αιώνιον ανάπαυσιν, ούτω και εγένετο. Ο δε Όσιος Θεοδόσιος μετά το δεύτερον έτος της οικοδομής του θείου Ναού εκοιμήθη και αυτός εν Κυρίω και απήλθε χαίρων εις τους ουρανούς. Εδοκιμάσθη δε ο Όσιος Αντώνιος με πολλούς πειρασμούς ως χρυσός εν καμίνω· ότι ο αντικείμενος Σατάν, βλέπων τα ένθεα αυτού κατορθώματα, εξήγειρε κατ’ αυτού αισθητούς και νοητούς πειρασμούς καθώς και εις τας ημέρας του ηγεμόνος Ιζεσλάβ. Κατέτρεξε δε ο μιαρός Σατάν τον Όσιον και εδίωξε του σπηλαίου και δια δευτέραν φοράν καθώς και πρότερον. Συνέβη δε τούτο ως εξής· ότε οι βάρβαροι νικήσαντες τον στρατόν των Χριστιανών κατέτρεχον τας πόλεις και κατεδυνάστευον τους κατοίκους του Κιέβου, παρεκίνει ο λαός τον Ιζεσλάβ, ίνα κινήση πόλεμον κατά των εχθρών· αυτός δε φοβούμενος μήπως ήθελε νικηθή πάλιν, ως πρότερον, καθώς προεγράψαμεν, δεν ήθελε να κινηθή. Όθεν ο λαός επανεστάτησε κατ’ αυτού και εκβαλόντες τους εγκεκλεισμένους εις τας φυλακάς και τον άρχοντα Ισλάβαν ανεβίβασεν αυτόν εις τον θρόνον· ο δε Ιζεσλάβ κατέφυγεν εις Λεχίαν. Γενόμενος λοιπόν εξουσιαστής ο Ισλάβας, εθυμώθη κατά του Οσίου Αντωνίου εκ συνεργείας του πονηρού· διότι άρχων τις διέβαλε τον Όσιον ως επίβουλον του Ισλάβα, και υπερασπιστήν όντα του φυγόντος Ιζεσλάβ και ότι ο Όσιος τας τοιαύτας ταραχάς υπεκίνησεν. Ο δε Όσιος Αντώνιος επεμελείτο τότε Μοναχόν τινα έγκλειστον Ισαάκιον καλούμενον, όστις πλανηθείς από τον πονηρόν εδέχθη φαντασίαν, κατά την οποίαν του εφάνη ο Σατανάς εις είδος Χριστού και απατηθείς εχόρευσε μετ’ αυτού, είτα καταπληγώσας αυτόν αφήκεν ημιθανή κείμενον και εκινδύνευεν ο άθλιος εις θάνατον. Τούτο μαθών ο Αντώνιος σπλαγχνισθείς παρέλαβεν αυτόν και επεμελείτο την θεραπείαν του· ο δε διάβολος, φθονήσας την ιατρείαν του Ισαακίου, θέλων ίνα μείνη ανίατος και κερδήση αυτόν, μη επιτυχών δε εξήγειρε τον τοιούτον πειρασμόν κατά του Αντωνίου, του να διωχθή εκείθεν, το οποίον και κατώρθωσε δια του Ισλάβα, όστις εδίωξε τον Όσιον εκ του σπηλαίου. Ο δε αδελφός του άρχοντος, μαθών τον διωγμόν του Οσίου, αποστείλας δια νυκτός ανθρώπους ιδικούς του, έφερεν αυτόν εις Τζερνόκοβον ή Τζερνίγωβ, ένθα εξουσίαζεν ο άρχων ούτος· ένθα ευρών τόπον ήσυχον ο Αντώνιος, εις όρος Μονδίνε καλούμενον, πλησίον της πόλεως, έσκαψε σπήλαιον και κατώκησε, το οποίον ύστερον έγινε Μοναστήριον. Μετά δε ολίγον καιρόν, γνωρίσας ο αυθέντης ότι αδίκως εδιώχθη ο Όσιος και ότι καμμίαν επιβουλήν κατ’ αυτού δεν εποίησε και ότι σατανική ενέργεια ήτο να διωχθή εκείθεν ο Όσιος, δια να εμποδίση την των πολλών ωφέλειαν, μεταμεληθείς, απέστειλεν ανθρώπους προς τον Όσιον εις την επαρχίαν Τζεριβόσκιεβαλ, παρακαλών αυτόν να επανέλθη εις το σπήλαιόν του. Ο δε ΌΟσιος, ως πράος και αμνησίκακος ων, εδέχθη την πρόσκλησιν του άρχοντος και επέστρεψεν εις τους αδελφούς, οίτινες ήσαν τεταραγμένοι δια την αναχώρησίν του και ευρίσκοντο ως πρόβατα χωρίς ποιμένα· ότι ο Θεός δεν ήθελε να λείψη ένας τοιούτος φωστήρ, όστις εφώτιζε δια των αρετών αυτού και θαυμάτων πάσαν την των Ρώσων ευσεβή επικράτειαν. Επανελθών λοιπόν ο Όσιος εις Κίεβον, ήρχισεν ανασυνιστών το μοναδικόν τάγμα ως πρότερον, το οποίον ήρχισε παρά Βλαδιμήρου του ευσεβούς άρχοντος, αλλ’ ύστερον ημελήθη, πάλιν δε παρά του Οσίου Αντωνίου συνεκροτήθη και επληθύνετο· από όσους δε πειρασμούς εδοκίμασε, μάλλον ενεδυναμούτο και εστερεούτο ο Άγιος, χωρίς ποσώς να εκκλίνη του όρου της ηθικής ή ασκητικής αυτού διαγωγής. Εκοπίασε λοιπόν ο Όσιος εις το σπήλαιον πολύ, έως ου τον εχθρόν τελείως εξενεύρισε και με την υπομονήν, καρτερίαν και προσευχήν αυτού παντελώς κατεπάτησεν, ότι κατά τον λόγον του Κυρίου το γένος αυτό το σατανικόν εν προσευχή και νηστεία διώκεται. Οι δε λοιποί του Οσίου αγώνες ήσαν αναρίθμητοι· η στάσις αυτού παννύχιος· η αγρυπνία σύντονος, γονυκλισίαι αναρίθμητοι, προσευχή αδιάλειπτος, οι δε λοιποί αγώνες απαράμιλλοι χωρίς να αμελήση ποσώς ή να αφήση το σπήλαιον· ότι πάντοτε εις σκοτεινόν, αφεγγή και στενόν τόπον επάλαιε μετά του δεινού κοσμοκράτορος ο αείμνηστος. Καθώς δε εις μεγαλυτέρους πόνους εξεδόθη, ούτω και μεγαλύτερα θαυμάσια ετέλει παραδόξως ο σημειοφόρος πατήρ Αντώνιος. Αλλά ποίον πρώτον των ενθέων κατορθωμάτων αυτού να διηγηθώμεν καθώς πρέπει; Ότι όλην την ζωήν αυτού εις αρετάς και θαύματα διετέλεσεν, εις σπήλαια οικιών ως εις τάφον και όλος ο βίος αυτού μία ενθύμησις θανάτου ήτο κατά τον θείον Απόστολον τον λέγοντα· «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω», κατά δε τον ψαλμωδόν· «ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην· και εφύλαξα τον νόμον και τα δικαιώματά σου, Κύριε, ότι αγαλλίαμα της καρδίας μου εισίν»· διο και η καρδία αυτού ήτο έτοιμος πάντοτε προς την εκείθεν αποδημίαν. Μόνον δε δια το λογικόν αυτού ποίμνιον εφρόντιζεν, ίνα μη αφήση αυτό τεταραγμένον· αυτός δε επόθει πάντοτε να εκδημήση εκ του σώματος προς τον ποθούμενον εις αυτόν Θεόν κατά τον θείον Απόστολον· «Συνέχομαι δε εκ των δύο, την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. α: 23). Προγνωρίσας λοιπόν την εκ του σώματος διάζευξιν, συνήγαγε τα πνευματικά αυτού τέκνα και ενουθέτει αυτά, υποσχόμενος εις αυτούς ότι μετά θάνατον θέλει ευρίσκεται πνευματικώς με αυτά και δεν θέλει χωρισθή εκ του τόπου αυτού και εκ του Αγίου Όρους και εκ των επικαλουμένων αυτόν με πίστιν, αλλά θα επισκέπτεται και θα οικονομή αυτούς σωματικώς τε και ψυχικώς και όσους παραμείνωσιν εις εκείνον τον άγιον τόπον και αγωνίζωνται δια την εαυτών σωτηρίαν, αφήκε δε την ευλογίαν αυτού την εκ του όρους Άθω δι’ αυτού ίνα μεταδοθή εν Ρωσία, ίνα διαμείνη εις τους μετέπειτα αιωίως. Ως δε αυτός αγωνισθείς και τελέσας καλώς τον δρόμον του εξεδέχετο της δικαιοσύνης τον στέφανον παρά του δικαίου κριτού, ούτω και αυτοί να αγωνίζωνται μέχρι τέλους της ζωής αυτών, ίνα στεφανωθώσιν. Ως δε αυτός εφάνη ελεήμων εις όλους, ούτως ηύχετο να πολιτεύωνται και τα τέκνα αυτού, υπάρχοντες συμπαθείς και ελεήμονες προς τους ενδεείς και ξένους, ίνα και αυτοί ελεηθώσι παρά του ελεήμονος Θεού, και τελέσωσι την παρούσαν βιοτήν εν μετανοία και εξομολογήσει. Έζησε λοιπόν ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος εις το σπήλαιον εκείνο, το οποίον ύστερον ο ίδιος εποίησε, χρόνους δέκα εξ και εν αυτώ ετελειώθη εν Κυρίω, απελθών εις τας αιωνίους μονάς τη δεκάτη Ιουλίου, εν έτει από κτίσεως κόσμου 6581, από δε της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού 1073· έζησε δε χρόνους ενενήκοντα, επί αυθεντών ηγεμόνων Κιέβου της Ρωσίας Σιατοσλάβου, Ιαροσλάβου, Ιζεσλάβ και Ισλάβα, επί δε βασιλέων Κωνσταντινουπόλεως Βασιλείου του νέου και Πορφυρογεννήτου και Ρωμανού Αργυροπούλου, μέχρι Ρωμανού εσχάτου του Διογένους, ο δε θάνατος του Οσίου ήτο τω όντι τίμιος έναντι Κυρίου και απέλαβε τον μισθόν των πόνων αυτού. Ότε δε εκοιμήθη εις το σπήλαιον, το οποίον σώζεται νυν κάτωθεν της μεγίστης Μονής (της οποίας ο Ναός τότε εκτίζετο, ως προείπομεν) εκεί έσωθεν του σπηλαίου ενεταφιάσθη το ιερόν αυτού λείψανον, ένθα τους ασκητικούς αυτού αγώνας ετέλεσε. Διότι ούτω ήτο πρέπον, ότι καθώς ο θείος πατήρ μεμονωμένως και κεχωρισμένως της συναυλίας των πολλών τον βίον διήνυσε, όπως απερισπάτως τω Θεώ εν ησυχία προσεύχεται, ούτω και το άγιον αυτού λείψανον να ενταφιασθή μόνον, μακράν των λοιπών σωμάτων, ως και ζων ηγάπησεν. Ουχί δε μετά των πολλών· διότι έπρεπε καθώς ο πάλαι νομοθέτης του Ισραηλιτικού λαού με κεκαλυμμένον πρόσωπον κατερχόμενος εκ του όρους Σινά ελάλει προς τους υιούς Ισραήλ, δια την δόξαν του προσώπου αυτού, ούτω και ο νέος ούτος νομοθέτης των της Ρωσίας Μοναχών του νέου Ισραήλ. Καθώς έζη εν τω σπηλαίω συνομιλών μετά του Θεού μόνος και δια των υψηλών θεωριών κατελαμπρύνετο το πρόσωπον αυτού εκ της θείας ελλάμψεως, ούτω και μόνος έπρεπε να ενταφιασθή εν τω σπηλαίω. Καθώς δε ο θεσπέσιος Μωϋσής λαβών τας πλάκας του νόμου παρά Θεού έδωκεν εις τους Εβραίους, ούτω και ο μακάριος Αντώνιος, λαβών τας εντολάς του αγίου σχήματος παρά του αγίου Γέροντος εκ του αγιωνύμου όρους του Άθωνος, παρέδωκεν αυτάς εις τους εν Ρωσία Μοναχούς τας οποίας φυλάττουσιν απαραβάτως μέχρι της σήμερον. Καθώς δε το σώμα του προφήτου Μωϋσέως ετάφη εις το όρος μη γνωσθέν παρά των Εβραίων, δια Αγγέλου ενταφιασθέν, ούτω και ο τάφος του Οσίου Αντωνίου μένει άγνωστος εις τους πολλούς μέχρι του νυν. Καθώς δε ο μέγας εκείνος παλαιός Αντώνιος, ο καθηγητής της ερήμου, ετάφη κρυφίως παρά των μαθητών αυτού, παραγγείλας εις αυτούς, ίνα μη φανερώσωσι τον τάφον αυτού και μένει μέχρι του νυν άγνωστος, ούτω και ο νέος καθηγητής και πολιστής της ερήμου και ποδηγέτης των εν Ρωσία μοναστών, εν αγνώστω τόπω του σπηλαίου ετάφη και μένει ο τάφος του άγνωστος εις τους πολλούς μέχρι της σήμερον ημέρας, ο δε θαυμαστός εν βουλαίς Θεός ημών κρύπτει το ιερόν αυτού λείψανον, ίνα μένη άθικτον, ανέπαφον και αμέριστον μέχρι της παλιγγενεσίας, ίνα λάβη πάλιν αυτό και δια νεφέλης αρπαγείς απαντήση τον μετά δόξης ερχόμενον κριτήν ζώντων και νεκρών. Πολλοί πολλάκις εδοκίμασαν ίνα σκάψωσι το σπήλαιον και εύρωσι και λάβωσι μέρος προς αγιασμόν αυτών, αλλ’ εξήλθε πυρ και κατεδίωξεν αυτούς, καθώς και εις το του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου του εν Θεσσαλονίκη· παιδευθέντες δε σωματικώς, κατεκαύθησαν τα μέλη του σώματος των τολμησάντων να ανοίξωσι τον τάφον αυτού, έως ου μετανοήσαντες θερμώς δια την τόλμην αυτών, έλαβον την ίασιν παρά του Αγίου και την συγχώρησιν. Αν όμως και το ιερόν αυτού λείψανον μένη κεκρυμμένον από πάντας και μη ορώμενον εις το φανερόν, αλλ’ η χάρις αυτού και αντίληψις διανέμεται εις πάντας τους πιστούς τους αιτουμένους την βοήθειαν αυτού. Οξέως δε προφθάνει και τελεί παντοδαπάς τας ιάσεις εις τους ευλαβώς ερχομένους εν τω σπηλαίω αυτού, και την εικόνα αυτού κατασπαζομένους. Όχι δε μόνον εις τον εν Ρωσία Ναόν και σπήλαιον αυτού τελεί τας ιάσεις, αλλά πολλώ μάλλον και εν τω πρώτω αυτού οικήματι το εις το όρος της Σαμαρείας του Άθω το της ιεράς Μονής Εσφιγμένου, ένθα τους πρώτους αυτού αγώνας ετέλεσε και ως από σχολής της ουρανίου διδασκαλίας τελειωθείς, διδάσκαλος απεστάλη εις τους εν Ρωσία μονάζοντας, όπου και ο ιερός αυτού Ναός ανηγέρθη εις τιμήν και μνήμην αυτού. Ως φως χρηματίσας απελαύνει το σκότος των της πονηρίας πνευμάτων, το δε σκότος των υπ’ εκείνων ενεργουμένων μακράν εκδιώκει και πάθη ποικίλα ψυχών και σωμάτων αφθόνως θεραπεύει. Καθώς και ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος υπ’ αυτού ιατρεύθη περί του οποίου ακούσατε. Ούτος ο Όσιος Ιωάννης (ούτος είναι ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος ο Έγκλειστος του εν Κιέβω σπηλαίου), φθόνω του πονηρού εδοκιμάσθη από πόλεμον πορνείας, εις τρεις ολοκλήρους χρόνους πολεμούμενος, πολλούς δε αγώνας και άσκησιν μετελθών δεν ηδυνήθη να απαλλαγή, έως ου ελθών εις τον τάφον του μάκαρος Αντωνίου έμεινε δεόμενος ημέρας και νυκτός· ήκουσε δε φωνήν θαυμασίως παρά του ζώντος Οσίου εν Κιέβω λέγουσαν εις αυτόν ταύτα· «Ιωάννη, Ιωάννη, πρέπει εις σε να κλεισθής εις σπήλαιον απρόσιτος εν ησυχία μακράν συνομιλίας και όψεως των ανθρώπων, και ούτω θέλει σε βοηθήσει ο Κύριος». Όθεν λάκκον ορύξας εν τω σπηλαίω ο Ιωάννης, ετάφη χωσθείς έως οσφύος αυτού και ούτω δια πρεσβειών του Οσίου Αντωνίου απηλλάγη του πολέμου, λαβών το χάρισμα της απαθείας και ηξιώθη να βλέπη τα πνεύματα της ακαθαρσίας ερχόμενα προς αυτόν δια να τον προσβάλλουν, αλλά δεν ηδύναντο να προσεγγίσωσιν αυτόν, περιπεφραγμένον όντα τη του Οσίου επικουρία. Εκ τούτου λοιπόν και εξ άλλων πολλών γίνεται φανερόν ότι ο Όσιος Αντώνιος και μετά θάνατον παρίσταται αοράτως εις τα τέκνα αυτού, επισκεπτόμενος και φυλάσσων αυτά καθάπερ και ζων παραδόξως από Κιέβου ευρέθη εις Κωνσταντινούπολιν μετά του Οσίου Θεοδοσίου και έδωκε το χρυσίον εις τους οικοδόμους εις ανέγερσιν του ιερού Ναού και αύθις πάλιν μετά δεκαετίαν εφάνη και απέστειλε τους ζωγράφους δια να ζωγραφίσωσι τον νεόδμητον Ναόν, ως ενταύθα ακολούθως θέλομεν υπομνήσει περί της εικονογραφήσεως του ιερού Ναού και περί του θαύματος του γενομένου εις τους ζωγράφους. Μετά την οσίαν κοίμησιν του πανοσίου πατρός ημών Αντωνίου, οικοδομουμένου του ιερού Ναού δι’ επιστασίας του Οσίου πατρός ημών Θεοδοσίου, ως προείπομεν, κοιμηθέντος και αυτού μετά δύο ετών παρέλευσιν, έλαβε την προστασίαν της μονής ο Όσιος Στέφανος, και ούτως ετελείωσε το έργον της οικοδομής του θείου Ναού. Τότε δε εκοιμήθη και αυτός εν Κυρίω, είτα δ’ έγινεν Ηγούμενος ο Όσιος Νίκων, εις του οποίου τας ημέρας έγινε θαύμα ανήκουστον παρόμοιον της αποστολής των οικοδόμων του θείου Ναού δια την εικονογράφησιν όλου του Ναού· συνέβη δε κατά τον ακόλουθον τρόπον. Εφάνησαν εις Κωνσταντινούπολιν ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος και ο Όσιος Θεοδόσιος ως ζώντες· προσεκάλεσαν δε ζωγράφους επιτηδείους δια να εικονογραφήσουν τον Ναόν, έφεραν δε αυτούς εις τον Ναόν των Βλαχερνών και έδειξαν εις αυτούς την εικονογράφησιν του θαυμασίου εκείνου Ναού, είπον δε εις αυτούς, ότι κατ’ αυτήν την εικονογράφησιν παρομοίως θέλετε εικονογραφήσει τον εν Ρωσία Ναόν της μονής Σπηλαίου εις Κίεβον. Συμφωνήσαντες δε την τιμήν του μισθού και των εξόδων αυτών, επλήρωσαν αυτούς (καθώς και πρότερον τους οικοδόμους). Λαβόντες δ’ εκείνοι τα χρήματα, ανέβησαν εις πλοίον. Πλέοντος δε του πλοίου εθεώρησαν εις το ύψος του ουρανού και είδον τον θαυμάσιον εκείνον Ναόν και ηπόρησαν. Βλέποντες δε αυτόν ούτω μέγιστον και υψηλόν με τρούλλον, υπελόγισαν ότι τα χρήματα άτινα έλαβον δεν ήσαν αρκετά δια την αγιογράφησιν αυτού· όθεν μεταμεληθέντες εβούλοντο να επιστρέψουν εις Βυζάντιον εις τους οίκους αυτών. Κατά την νύκτα όμως εκείνην, διότι ήτο εσπέρα τότε, ότε είδον την οπτασίαν του Ναού, ηγέρθη άνεμος ισχυρός, και μη γνωρίζοντες που έπλεον, συναρπασθέντος του πλοίου, άνευ κυβερνήσεως πηδαλίου, ώσπερ να εσύρετο δεδεμένον υπό τινων, εφέρετο. Οι δε ναύται μετά των επιβατών ηγωνίζοντο να επαναφέρωσιν αυτό εις τα όπισθεν, αλλά δεν ηδύναντο, διότι δι’ αοράτου δυνάμεως εφέρετο. Κατά την επομένην νύκτα είδον πάλιν τον Ναόν και μίαν εικόνα της Θεοτόκου, εις την οποίαν ήτο η Θεοτόκος ως βασίλισσα καθώς εφάνη εν τω Ναώ των Βλαχερνών προς τους οικοδόμους, ομοία με την εικόνα την οποίαν έδωκεν εις αυτούς ίνα φέρωσιν εν τη μονή του Σπηλαίου, όταν τους εκάλεσε και τους απέστειλε δια να οικοδομήσωσι τον Ναόν. Ταύτην λοιπόν την εικόνα είδον εις το ύψος μετά του οφθέντος Ναού, έλεγε δε η Θεοτόκος προς αυτούς· «ω άνθρωποι, τι μάτην κοπιάζετε φερόμενοι εναντίον του θελήματος του Υιού μου και θέλετε να επιστρέψετε εις τα όπισθεν; Εγώ δια του ανέμου θέλω σας φέρει ομού με το πλοίον εις τον τόπον όπου ευρίσκεται ο Ναός μου αυτός δια να τον ιστορήσετε (εικονογραφήσετε). Μάθετε δε ότι δεν θα δυνηθήτε πλέον να επιστρέψετε από εκεί, αλλά θα γίνετε Μοναχοί εις εκείνην την Μονήν, εις αυτήν δε την Μονήν θα διαμείνετε έως τέλους της ζωής σας. Έχετε όμως θάρρος, διότι εγώ θέλω είμαι βοηθός σας εις πάσας τας ανάγκας σας και μεσίτης προς τον Υιόν μου υπέρ της σωτηρίας των ψυχών σας, αλλά και την αιώνιον βασιλείαν θέλετε κληρονομήσει, ένεκα των Οσίων θεραπόντων ημών Αντωνίου και Θεοδοσίου των κτιτόρων του αγίου εκείνου οίκου μου». Ταύτα ακούσαντες, και ότι δεν θα δυνηθούν να επιστρέψουν πάλιν εις τους οίκους αυτών, μάλλον απεφάσισαν να επιστρέψουν εις τα οπίσω και πολλά καμόντες δεν ηδυνήθησαν, το δε πλοίον μάλλον εις τα έμπροσθεν ωθούμενον προέβαινεν. Αποκαμόντων λοιπόν άφησαν το πλοίον να πλέη όπου η ορμή του ανέμου έφερεν αυτό κατά την θείαν βούλησιν· όθεν διαπλέον ευρέθη δια του ποταμίου ρεύματος κάτωθεν της Μονής, και εξελθόντες του πλοίου ανέβησαν εις την Μονήν προς τον Ηγούμενον Νίκωνα και είπον εις αυτόν ως δήθεν δυσαρεστούμενοι· «Ημείς μεν, ω Ηγούμενε, επληρώθημεν εις Κωνσταντινούπολιν παρά των υμετέρων μοναχών, ίνα εικονογραφήσωμεν τον Ναόν της Μονής σας, αλλ’ ημείς εκεί μη ιδόντες το μέγεθος και το ύψος ελάβομεν ολίγην ποσότητα χρημάτων μη επαρκούσαν εις την εκδούλευσιν και δαπάνην ημών· ας έλθουν λοιπόν οι δύο εκείνοι γέροντες οι συμφωνήσαντες μεθ’ ημών, όπως κατά το μέγεθος και το ύψος του Ναού γίνη και η συμφωνία, ει δε μη, ας λάβουν τα χρήματα τα οποία έδωκαν εις ημάς και ημείς επιστρέφομεν εις τον τόπον ημών». Ο δε Όσιος Νίκων ουδεμίαν είδησιν περί τούτων έχων, θαυμάσας είπεν εις αυτούς· «Μετά ποίων γερόντων, ω τέκνα, την συμφωνίαν εποιήσατε;» Εξιστορούντων δε αυτών τους χαρακτήρας των δύο Μοναχών, ηννόησεν ο Όσιος Νίκων ότι περί των Οσίων έλεγον και ότι πρόκειται δια θαυμάσιον τι γεγονός, το οποίον έκαμον οι Όσιοι προς αυτούς δια την εικονογράφησιν του Ναού. Έφερε δε τας εικόνας των Οσίων Αντωνίου και Θεοδοσίου και έδειξεν αυτούς· οι δε ιδόντες τας μορφάς των εικόνων απαραλλάκτους προς τας των συμφωνησάντων μετ’ αυτών, είπον· «Ούτοι είναι τω όντι», εζήτουν δε να ίδουν αυτούς, νομίζοντες ότι έζων έτι. Τότε είπε προς αυτούς ο Νίκων· «Τεκνία, ούτοι δεν υπάρχουσιν ήδη προς ημάς, αλλά προ χρόνων εκοιμήθησαν εν Κυρίω· προνοούσι δε δια την Μονήν αυτών αοράτως». Οι δε ζωγράφοι προς απόδειξιν των ισχυρισμών των παρέστησαν μάρτυρας εμπόρους τινάς συνεπιβάτας του πλοίου, οίτινες και αυτοί ευρέθησαν παρόντες εις Κωνσταντινούπολιν, ότε οι δύο Όσιοι ταύτα συνεφώνουν και συμπλεύσαντες ήλθον και εζήτουν να ίδουν τους δύο γέροντας· ο δε Όσιος Νίκων, δεικνύων εις αυτούς τας μορφάς των εικόνων των Οσίων, επληροφόρει αυτούς, ότι προ χρόνων εκοιμήθησαν. Τότε οι ζωγράφοι εγνώρισαν ότι θαυμάσιον γεγονός ετελέσθη εις αυτούς και είπον· «Όντως δούλοι Θεού αληθείς ήσαν και μετά θάνατον ζώσι και δύνανται να βοηθήσωσιν ημάς». Όθεν μετανοήσαντες έβαλον μετάνοιαν ζητούντες συγχώρησιν, ήρχισαν δε διηγούμενοι απ’ αρχής τα όσα συνέβησαν εις αυτούς. Τότε και οι οικοδόμοι, οίτινες ανήγειραν εκ βάθρων τον Ναόν, διηγήθησαν εις τους ζωγράφους τα όσα και εις εκείνους συνέβησαν, και ότι τα όμοια και αυτοί εδοκίμασαν, πάντες δε εδόξασαν τον Θεόν και την Θεοτόκον εμεγάλυνον και τους Οσίους ετίμων ως θαυμαστούς και σημειοφόρους. Οι δε έμποροι εκείνοι, οι συνελθόντες μετά των ζωγράφων, είχον κατά θείαν πρόνοιαν μεθ’ εαυτών εν τω πλοίω βαβάς διαφόρους, τας οποίας ηγόρασαν από την Κωνσταντινούπολιν εις εμπορίαν αυτών, επιτηδείας εις εικονογράφησιν Ναού· οίτινες κατανυχθέντες, αφιέρωσαν εις την Μονήν όλας εκείνας τας βαφάς, ούτω δε ήρχισαν να ζωγραφίζουν μετά πολλής προθυμίας. Ότε δε ετελείωσεν η εικονογράφησις του μεγάλου τρούλλου ήρχισαν να ζωγραφίζουν την Πλατυτέραν των ουρανών, έσωθεν της κόγχης του αγίου Βήματος. Ως δε ετελείωσεν, εξήστραψε παραδόξως το πρόσωπον της Θεοτόκου και έλαμψεν ως ήλιος. Εφάνη δε μία περιστερά εξελθούσα εκ του στόματος της εικόνος, ήτις πετάξασα εκάθισεν επί του εις την κορυφήν του τέμπλου Σταυρού, από εκεί περιήλθεν όλα τα πρόσωπα των ζωγραφισθέντων εις τας καμάρας Αγίων, πάλιν δε εισήρχετο θαυμασίως εις το στόμα της νεοζωγραφισθείσης Θεοτόκου, εξήρχετο δε πάλιν και περιήρχετο τας αγίας μορφάς του Ναού. Όθεν πληροφορηθέντες οι αγιογράφοι, ότι η χάρις της Θεομήτορος κατεσκήνωσεν εις τον Ναόν, έβαλον περισσοτέραν επιμέλειαν εις την λοιπήν εικονογράφησιν, ετελειώθη δε ο Ναός με λαμπράς εικονογραφίας, ως άλλη σκηνή του μαρτυρίου, περικαλλέστερος δε και του σολομωντείου Ναού εφάνη. Μετά την τελείωσιν της εικονογραφήσεως βαλόντες μετάνοιαν και οι ζωγράφοι εκουρεύθησαν Μοναχοί και έμειναν έως εσχάτης αυτών αναπνοής εις την Μονήν, καθώς και οι οικοδόμοι, οίτινες εκοιμήθησαν εν αυτή τη Μονή και ετάφησαν εις το σπήλαιον Πετζέρσκβοϊ, μένουσι δε τα άγια αυτών λείψανα σώα, αδιάφθορα θαυμασίως, μετ’ άλλων οσίως πολιτευσαμένων και ενταφιασθέντων εις εκείνην την Μονήν. Εις δε των οικοδόμων είχεν αναγκαίαν τινά υπόθεσιν εις τον τόπον αυτού, λαβών δε άδειαν ίνα απέλθη και τελειώσας αυτήν, επιστρέψας εύρε τους συντρόφους και συναδέλφους αυτού κεκοιμημένους, ελυπείτο δε διότι δεν επρόφθασε να συνακολουθήση τους συνεργάτας αυτού, όθεν ήλθεν εις το κοιμητήριον ένθα έκειντο τα λείψανα των Οσίων. Εκεί ευρών τόπον εν μέσω αυτών, έπεσε και αυτός και εκοιμήθη εν Κυρίω, αναμένοντες ομού την κοινήν εξανάστασιν, ίνα συναπολαύσωσι τον μισθόν του έργου αυτών εκ χειρός του δικαίου μισθαποδότου Θεού· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν.
Περί των εγκαινίων του ιερού Ναού.
Μετά την τελείωσιν της εικονογραφίας, ητοίμασαν τον εγκαινιασμόν του Ναού· πλην μάρμαρον αρμόδιον δι’ αγίαν Τράπεζαν δεν εύρον, ισόμετρον του εύρους της κόγχης του βήματος· όθεν εσκέπτοντο να κατασκευάσουν ξυλίνην τράπεζαν και να εγκαινιάσωσι τον Ναόν· ο Αρχιερεύς όμως δεν συγκατένευσεν εις αυτό, αλλ’ έκρινεν ίνα μένη ανεγκαινίαστος ο Ναός έως ου ευρεθή λίθος αρμόδιος. Λυπηθέντες λοιπόν οι Πατέρες και ο Ηγούμενος κατελήφθησαν υπό αθυμίας. Ότε δε επλησίασεν η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις την οποίαν ήθελον να τιμήσουν τον Ναόν, τη δεκάτη Τρίτη Αυγούστου πρωϊ, ευρέθη παραδόξως εν μάρμαρον λευκόν έτοιμον ισόμετρον δι’ αγίαν Τράπεζαν· ωσαύτως και τέσσαρα κιόνια δια παράστυλα του κουβουκλίου ουρανίσκου, άτινα ιδόντες οι Μοναχοί εξεπλάγησαν και χαράς αφάτου πλησθέντες ητοίμασαν τα των εγκαινίων. Ο δε Αρχιερεύς ευρίσκετο τότε μακράν της Μονής· φανείς δε προς αυτόν άνθρωπός τις αγνώριστος, ανήγγειλεν εις αυτόν, ίνα ταχέως φθάση εις την Μονήν Πετσέρσκβοϊ εις εγκαινιασμόν του ιερού Ναού· τη αυτή δε ημέρα, τη δεκάτη Τρίτη Αυγούστου, ευρέθη εις την Μονήν αυτός τε και έτεροι τρεις Μητροπολίται από άλλας πόλεις, οίτινες έλεγον ότι εφάνησαν προς αυτούς άνθρωπο αγνώριστοι προσκαλούντες αυτούς ίνα φθάσωσι ταχέως εις τα εγκαίνια του Ναού, διότι ήσαν έτοιμα πάντα. Εις δε Αρχιερεύς ήτο ασθενής τότε και κλινήρης, και συν τη φωνή του καλούντος ευρέθη όλος υγιής και ήλθεν εις την Μονήν και ούτως ετελέσθησαν μεγαλοπρεπώς τα εγκαίνια του ιερού Ναού, κατά την παραμονήν της εορτής της ενδόξου Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δεκάτην τετάρτην του Αυγούστου μηνός. Θαύμα δε ηκολούθει τω θαύματι· διότι τελουμένης της ακολουθίας των εγκαινίων, λιτανευόντων των Αρχιερέων και του κλήρου και των λοιπών πάντων, ότε έψαλλον έξωθεν του Ναού το, «άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης», κεκλεισμένων ουσών των θυρών και ουδενός ευρισκομένου έσωθεν του Ναού ηκούσθη μέλος εναρμόνιον έσωθεν, ως από πλήθους αντιψαλλόντων γλυκυφώνως, και ανταποκρινομένων το «Κύριος κραταιός και δυνατός, αυτός εστιν ο Βασιλεύς της δόξης». Και πάλιν εκ τρίτου ηκούσθη το αυτό μέλος. Τελεσθέντων λοιπόν των εγκαινίων την δεκάτην τετάρτην του Αυγούστου, έγινε κατά την δεκάτην πέμπτην η πανήγυρις της Κοιμήσεως λαμπρώς, κατά την οποίαν πλείστα όσα θαύματα ετελέσθησαν, τυφλοί εφωτίσθησαν, χωλοί και παράλυτοι ηνωρθώθησαν και άλλοι πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας εθεραπεύθησαν δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου όχι μόνον τότε αλλά και εις τους μετέπειτα χρόνους. Αλλά και ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος μετά την οσίαν αυτού κοίμησιν πολλά θαυμάσια επετέλεσεν εις δόξαν Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου