Φεβρωνία η Αγία του Χριστού Μάρτυς
ήθλησεν επί του αυτοκράτορος Διοκλητιανού, ότε μέγας διωγμός ηγέρθη υπό τούτου
κατά των Χριστιανών. Κατά τους χρόνους δηλαδή του βασιλέως αυτού, έζη εις την
Ρώμην έπαρχος τις, ονόματι Άνθιμος, όστις είχεν υιόν καλούμενον Λυσίμαχον, τον
οποίον είχεν αρραβωνιασμένον με την θυγατέρα ενός συγκλητικού, Προσφόρου
ονόματι. Ούτος ο έπαρχος ησθένησε βαρύτατα, και προσκαλεσάμενος τον αδελφόν
του, Σελήνον καλούμενον, είπεν αυτώ: «Εις τας χείρας σου παραδίδω τον υιόν μου
Λυσίμαχον, τον οποίον έχε ως υιόν σου, και αυτός σε ως πατέρα του. και εάν
αποθάνω, τελείωσον ως πρέπει χαρμοσύνως τους γάμους του». Ταύτα ειπών ο
Άνθιμος, μετά τρεις ημέρας απέθανεν.
Ο δε βασιλεύς προσεκάλεσε τον Λυσίμαχον, και του λέγει έμπροσθεν του θείου του: «Εγώ, νεανία, σκέπτομαι να σε κάμω έπαρχον δια την αγάπην του πατρός σου. Αλλά επειδή ήκουσα από τινας, ότι επλανήθης από την μητέρα σου και σέβεσαι τον Χριστόν, ανέμενα μέχρις ότου βεβαιωθώ περί τούτου. Λοιπόν τώρα απεφάσισα να σε στείλω εις την Ανατολήν, δια να καταπολεμήσης την πίστιν του Χριστού, όταν δε επιστρέψης να σε τιμήσω ως τον πατέρα σου». Ακούσας ταύτα ο νέος δεν ετόλμησε να αποκριθή, διότι ήτο περίπου είκοσι ετών. Ο δε θείος αυτού παρεκάλεσε τον βασιλέα να τον αφήση να τελειώσουν τους γάμους, κατόπιν δε να υπάγουν αμφότεροι. Ο δε είπεν αυτοίς· «υπάγετε εις την Ανατολήν πρότερον, να αφανίσετε τους Χριστιανούς, και όταν έλθητε, θα σας βοηθήσω και εγώ να εορτάσετε τα γαμήλια». Τότε πλέον δεν ετόλμησαν να είπουν λόγον δεύτερον, αλλά παραλαβόντες τα βασιλικά προστάγματα και πλήθος στρατιωτών, ανεχώρησαν δια την Ανατολήν και έφθασαν εις μίαν χώραν της Μεσοποταμίας Παλμύραν ονόματι. Ο δε Λυσίμαχος είχεν ανεψιόν, Πρίμον καλούμενον, τούτον δε ώρισεν επί κεφαλής των στρατιωτών κόμητα. Όσους εύρον λοιπόν εις την Μεσοποταμίαν Χριστιανούς εθανάτωσεν ο άσπλαγχνος Σελήνος, άλλους έκαιεν εις το πυρ, άλλους δε άλλως ασπλάγχνως ο κακότροπος απέκτεινεν. Όθεν εις όλην την Ανατολήν έτρεμον όλοι οι φιλόχριστοι τον μισόχριστον τούτον τύραννον, διότι είχε πολλήν ωμότητα και μισανθρωπίαν εκ φύσεως. Ο δε Λυσίμαχος ελυπείτο πικρώς δια ταύτα, διότι η μητέρα του ήτο Χριστιανή και τον είχε διδάξει την πίστιν μας. Όθεν μίαν νύκτα είπε προς τον Πρίμον ο Λυσίμαχος. «Ηξεύρεις καλά ότι η μήτηρ μου ήτο Χριστιανή, και εφρόντιζε πολύ να με οδηγήση εις τον Χριστόν, εγώ δε δια τον φόβον του πατρός μου και του βασιλέως δεν ηθέλησα να αρνηθώ την πίστιν μας. Πλην έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη θανατώσω Χριστιανόν, καθόσον μάλιστα και φίλος Χριστού με ηνάγκαζε να γίνω. Όθεν βλέπων τους Χριστιανούς, τους οποίους θανατώνει ο θείος μου, πονεί η ψυχή μου· και όσους φυλακίζει, θέλω να τους αφήσω να φεύγωσι». Ταύτην την παραγγελίαν έχων ο Πρίμος από τον Λυσίμαχον, δεν εφυλάκιζε πλέον Χριστιανούς, αλλά έδιδεν είδησιν εις τα Μοναστήρια να κρύπτωνται, δια να μη τους ευρίσκουν εύκολα οι διώκται. Υπήρχε δε εις την χώραν εκείνην ένα γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχεν ασκητρίας πεντήκοντα, και είχον ηγουμένην μίαν ενάρετον, Βρυένην ονόματι, ήτις ήτο της Διακόνου Πλατωνίδος μαθήτρια, της οποίας τας αρετάς και τον κανόνα αόκνως εφύλαττεν. Όθεν είχον καλάς τάξεις εις εκείνο το Μοναστήριον, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, ανάγνωσιν και άλλα καλά έργα, όσον ηδύναντο. Ανάμεσα δε εις τας άλλας αδελφάς, ήσαν δύο εναρετώτεραι, Πρόκλα και Φεβρωνία καλούμεναι· και η μεν πρώτη ήτο είκοσι πέντε ετών, η δε Φεβρωνία είκοσι (ήτις ήτο ανεψιά της Βρυένης), και τόσον ήτο ωραία και εύμορφος, ώστε εις εκείνα τα μέρη δεν υπήρχεν άλλη ωραιοτέρα της· και τόσον κάλλος είχε και φαιδρότητα εις το πρόσωπον, ώστε δεν ήτο δυνατόν να την ιστορήση ζωγράφος καθώς ήτο εκ φύσεως. Είχε λοιπόν η Βρυένη μεγάλον φόβον και αγωνίαν, πως να φυλάξη την Φεβρωνίαν από τους ασεβείς ίνα μη την βιάσωσιν. Όθεν αι μεν άλλαι έτρωγον μίαν φοράν την ημέραν, αυτήν δε επρόσταξε να τρώγη μόνον κάθε δύο ημέρας μίαν φοράν, δια να μαρανθή το περισσόν κάλλος της και να φαίνεται άσχημος. Η δε Φεβρωνία έκαμνε περισσότερον αγώνα, όσον ηδύνατο, και ούτε τον άρτον, ούτε το ύδωρ εχόρταινεν, αλλά μόνον δια να ζη. Ομοίως και τον ύπνον ελάμβανεν ολίγον, όχι εις στρώμα, αλλά εις σκαμνίον καθημένη ανεπαύετο, ή εις την ξηράν γην εκείτετο, δια να μη έχη ανάπαυσιν, ώστε να κοιμάται ολίγον και να βασανίζη το σώμα της. Όταν δε ήθελε τύχη να πειραχθή εις τον ύπνον της από τον διάβολον, εσηκώνετο ευθύς και παρεκάλει τον Θεόν με δάκρυα να διώξη απ’ αυτής τον πειράζοντα, και ανεγίνωσκε τας βίβλους επιμελέστατα, διότι εκ φύσεως ήτο φιλομαθής. Όθεν έγινε και πολυμαθής τόσον, ώστε την εθαύμαζεν η ηγουμένη, και πάντοτε αυτήν ώριζε να αναγινώσκη εις τας άλλας τα θεία λόγια. Όταν δε ήθελον έλθει εις την Μονήν κοσμικαί γυναίκες ευγενείς, την ετοποθέτουν από μέσα από το παραπέτασμα και ανεγίνωσκε, δια να μη την βλέπουν, ούτε αυτή να θεωρή ποσώς κοσμήματα, ούτε καν και εκείνην όπου την ανέθρεψεν. Ημέραν τινά ήλθε κόρη τις, από ευγενείς γονείς γεννηθείσα, Ιερεία ονόματι, της οποίας ο πατήρ ήτο Συγκλητικός, και αυτή είχε πόθον ανείκαστον να συνομιλήση με την Φεβρωνίαν. Και τόσον παρεκάλεσε την Ηγουμένην με δάκρυα, ώστε της επέτρεψε να εισέλθη εις τον παρθενώνα, αλλά με ένδυμα μοναχικόν. Αύτη δε έστερξε και εμαυροφόρεσε δια τον πολύν πόθον όπου είχε να συνομιλήση με την εκλεκτήν Φεβρωνίαν, την οποίαν εχαιρέτησεν· έπειτα την επρόσταξεν η Ηγουμένη να κάμη ανάγνωσιν από βιβλίον ψυχωφελέστατον. Και τόσον κατενύχθη η Ιερεία εις την διδασκαλίαν της Φεβρωνίας, ώστε επέρασαν όλην την νύκτα και αι δύο άγρυπνοι, χωρίς να κοιμηθώσιν ολότελα· και ούτε η μία εκουράσθη αναγινώσκουσα, ούτε η άλλη ενύσταξεν ακούουσα, αλλά μάλλον έκλαυσε τόσον, ώστε εβράχη η γη από τα περισσά δάκρυα, ότι εκείνη ήτο τέκνον Ελλήνων και ουδέποτε είχεν ακούσει παρομοίους λόγους. Όταν δε εξημέρωσε μετά βίας την κατέπεισεν η Ηγουμένη να υπάγη εις την οικίαν της. Ασπασθείσαι λοιπόν η μία την άλλην απεχαιρετίσθησαν πάλιν με δάκρυα. Τότε η Φεβρωνία ηρώτησε αδελφήν τινα, Θωμαϊδα ονόματι, να της ειπή τις ήτο εκείνη η κόρη, ήτις τοσαύτα δάκρυα έχυσε. Της λέγει η Θωμαϊς· «η Συγκλητική Ιερεία ήτο, κυρία μου». Λέγει η Φεβρωνία· «και διατί με παρεπλανήσατε και της ωμίλουν ως μοναχής»; Η δε είπεν· «ούτως η προεστώσα επρόσταξεν». Η δε Ιερεία, όταν έφθασεν εις τους γονείς της, τους ανήγγειλεν όσα ήκουσεν εις το Μοναστήριον. Και τόσον τους εδίδαξεν επιμελώς, ώστε τους κατέπεισε να λάβουν το σωτήριον βάπτισμα. Εκείνας τας ημέρας ησθένησεν η Φεβρωνία βαρύτατα, η δε Ιερεία ουδέ στιγμήν απεμακρύνθη από κοντά της, αλλ’ εκάθητο και την εφύλαττεν όσον καιρόν ήτο ασθενής. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν εις εκείνην την χώραν ο Σελήνος με τον Λυσίμαχον. Όθεν όλοι οι χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοί και Μοναχοί, άφηνον τα κελλία των και έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια, ως και αυτός ο Επίσκοπος της πόλεως, και εκρύπτοντο δια τον επικείμενον κίνδυνον. Τούτο και αι Μοναχαί της Μονής εκείνης ακούσασαι, ηρώτησαν την Ηγουμένην, εάν ήθελε να τας συγχωρήση να αναχωρήσωσιν ολίγον, έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος. Η δε σοφωτάτη Βρυένη ουτω φρονίμως αυταίς απεκρίνατο: «Ακόμη τον πόλεμον δεν είδετε και εδειλιάσατε; Μη, τέκνα μου, σας παρακαλώ· αλλ’ ας αποθάνωμεν δια τον Χριστόν, δια να συζήσωμεν Αυτώ αιωνίως». Ταύτα ακούσασαι αι αδελφαί, τότε μεν εσιώπησαν·τη δε επαύριον μία από αυτάς, Αιθερία ονόματι, είπεν εις τας άλλας. Δια την Φεβρωνίαν δεν μας συγχωρεί η Ηγουμένη να φύγωμεν και δια να μη χάση εκείνην θέλει να απολεσθώμεν όλαι. Προσήλθον λοιπόν όλαι εις την προεστώσαν λέγουσαι: «Συγχώρησόν μας να κρυβώμεν, ότι δεν είμεθα ημείς από τους κληρικούς και από τον Επίσκοπον καλύτεραι. Ηξεύρεις ότι είναι εδώ κορασίδες τινές, και κινδυνεύουν πρώτον μεν να τας μιάνουν οι στρατιώται, δεύτερον δε δεν ημπορούμεν να υπομείνωμεν τα κολαστήρια, και θέλομεν υστερηθή, αι τάλαιναι, και τον μισθόν της ασκήσεως. Λοιπόν, εάν ορίζης, ας πάρωμεν και την Φεβρωνίαν, να κρυβώμεν εις τινα τόπον». Η δε Φεβρωνία απεκρίνατο: «Ζη Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίον ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχήν μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπον τούτον, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότην μου». Η δε Ηγουμένη είπεν αυταίς: «Κάθε μία ηξεύρει το συμφέρον της, και κάμετε όπως θέλετε». Τότε μία προς μίαν εχαιρέτα την προεστώσαν και την Φεβρωνίαν και απήρχοντο. Η δε Πρόκλα, της Φεβρωνίας η σύντροφος, έπεσεν εις τον τράχηλον αυτής λέγουσα. Εύξαι δι’ εμέ, κυρία μου. Η δε απεκρίνατο. Φοβήθητι τον Θεόν καν συ, και μη με αφήσης μόνην, ότι από την ασθένειαν είμαι ακόμη αδύνατη, μη μου τύχη θάνατος, και δεν δύναται η Ηγουμένη ούτε καν να ενταφιάση το σώμα μου. Η δε Πρόκλα έστερξε να μείνη δια την αγάπην της· αλλά πάλιν ύστερον εδειλίασε και έφυγε την νύκτα κρυφίως. Τότε η Ηγουμένη βλέπουσα την γύμνωσιν του μοναστηρίου εισήλθεν εις την Εκλησίαν και έπεσε κατά γης κλαίουσα. Η δε Θωμαϊς την επαρηγόρει να έχη υπομονήν και ο Κύριος θέλει βοηθήσει ως παντοδύναμος. Λέγει η Βρυένη· δεν λυπούμαι δια τον εαυτόν μας· μόνον δια την Φεβρωνίαν πικραίνομαι, και δεν ηξεύρω που να την κρύψω, μη τύχη και την βιάσουν οι μισόχριστοι Έλληνες. Η δε Φεβρωνία, ακούσασα τον θρήνον της Ηγουμένης, ηρώτησε την Θωμαϊδα διατί έκλαιε. Λέγει εκείνη: «Δια σε φοβούμεθα, μη σε εύρη ψυχική τις βλάβη ή συμφορά, και προσεύχου εις τον Κύριον, ότι εάν έλθουν οι στρατιώται του τυράννου να μας πάρουν εις το κριτήριον, ημάς όπου εγηράσαμεν θα θανατώσωσιν, αλλά σε ως περικαλλή νεάνιδα θέλουν κρατήσει, ίνα σε εξαπατήσουν με κολακείας και πανουργίας να φθείρουν την παρθενίαν σου, ή να σε δυναστεύσουν με απειλάς και κολαστήρια να προδώσης και την ευσέβειαν. Όμως πρόσεχε δια την αγάπην του ουρανίου Νυμφίου σου, μη πλανηθής με χρυσόν ή άργυρον ή δια πολύτιμα ιμάτια και άλλα ρευστά και μάταια πράγματα, να προδώσης την τιμήν ή την ευσέβειαν, και ζημιωθής τον μισθόν των αγώνων σου, γενομένη παίγνιον των δαιμόνων· ότι δεν είναι από την παρθενίαν άλλο τιμιώτερον, της οποίας ο μισθός είναι πολύς και αμέτρητος η ανταπόδοσις. Ο δε ουράνιος Νυμφίος χαρίζει εις εκείνους, οι οποίοι τον ποθήσουν και δεν μολυνθώσιν, αθανασίαν αιώνιον. Λοιπόν φυλάγου να μη αθετήσης τους αρραβώνας και την υπόσχεσιν όπου έδωκες· ότι φοβερά είναι η ημέρα της κρίσεως, όταν έκαστος απολανβάνη κατά τα έργα του». Ταύτα η Φεβρωνία ακούσασα, απεκρίθη. «Καλά έκαμες να με νουθετήσης, ότι με τοιαύτα ψυχωφελή παραγγέλματα με εστερέωσες καλύτερα. Πλην εάν ήθελα, έφευγα και εγώ με τας άλλας· αλλ’ επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότην μου, εάν με αξιώση η Χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα». Όταν ήκουσε ταύτα η Βρυένη, ήρχισε και αυτή να την νουθετή ούτω λέγουσα: «Ενθυμήσου, τέκνον μου, πως σε επήρα από την τροφόν σου, όταν ήσουν ακόμη δύο χρόνων, σε ανέθρεψα, σου έμαθα τα γράμματα και σε εφύλαξα ως κόρην οφθαλμού έως σήμερον. Παρακαλώ σε λοιπόν, να μη αφήσης να σε μολύνωσι, να ζημιωθής όλους τους κόπους σου. Ενθυμήσου τους αγίους Μάρτυρας, όπου έλαβον τοσαύτα δεινά και φρικτά κολαστήρια και ούτως έλαβον από τον Δεσπότην Χριστόν της νίκης τον στέφανον, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδία άνηβα. Ενθυμήσου την Λιβύην, της οποίας έκοψαν την κεφαλήν, και της Λεωνίδος, την οποίαν έκαυσαν, και της Ευτροπίης, η οποία με την μητέρα της εμαρτύρησαν, αν και ήτο μόνον χρόνων δώδεκα, όταν επρόσταξεν ο άδικος δικαστής να την τοξεύουν, χωρίς να την δέσουν, δια να δειλιάση τα βέλη και φύγη τον θάνατον· αυτή δε η αείμνηστος υπήκουσεν εις την μητέρα της, και εσταμάτησεν ακίνητος, δεχομένη τας πληγάς των βελών, έως ου εξεψύχησεν. Αυτή λοιπόν, ήτις ήτο παιδίον αμάθητον, έδειξε τόσην ανδρείαν και γενναιότητα, συ δε όπου εδίδασκες άλλας, να νικηθής υπό του εχθρού; Μη γένοιτο». Αυτά και έτερα λέγουσα, ενύκτωσε· το δε πρωϊ, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, έγινεν ειςτην πόλιν ταραχή μεγάλη και σύγχυσις, ότι ο Σελήνος επρόσταξε και έρριψαν εις τας φυλακάς πολλούς χριστιανούς και διαφόρως τους εβασάνισεν. Ανήγγειλαν λοιπόν εις αυτόν τινές Έλληνες δια το γυναικείον Μοναστήριον, ευθύς δε απέστειλε στρατιώτας, να φέρουν όσας εύρουν εις το κριτήριον. Έθραυσαν λοιπόν οι στρατιώται τας θύρας και εισελθόντες εύρον μόνον τας τρεις, στρατιώτης δε τις έσυρε το ξίφος να φονεύση την ηγουμένην. Η δε Φεβρωνία έπεσεν εις τους πόδας αυτών λέγουσα: «Σας εξορκίζω εις τον Θεόν, όστις κατοικεί εις τα ουράνια, να φονεύσετε πρώτον εμέ, δια να μη ίδω τον θάνατον της κυρίας μου». Τότε έφθασε και ο Πρίμος, όστις διώξας τους στρατιώτας έξω ηρώτησε την ηγουμένην, τι έγιναν αι Μοναχαί. Αύτη δε του είπεν ότι εφοβήθησαν και έφυγαν. Λέγει ο Πρίμος: Καλόν θα ήτο να εκρύπτεσθε και σεις, διότι εγώ σας λυπούμαι· και υπάγετε κάπου αλλού, αν στείλη ο ηγεμών άλλους στρατιώτας, ώστε να μη σας εύρωσιν. Ούτως ειπών επέστρεψεν εις το Πραιτώριον, και λέγει προς τον Λυσίμαχον: «Μετέβημεν εις το Μοναστήριον, και είδα μίαν νεάνιδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέραν, και είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος· «έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανόν. Πως λοιπόν να επιβουλευθώ τας δούλας του Χριστού; Σε παρακαλώ λοιπόν να τας διαφυλάξης εις την ευσέβειαν, ώστε να μη πέσουν εις τας χείρας του θείου μου». Εις όμως από τους κακίστους εκείνους στρατιώτας ανήγγειλεν εις τον Σελήνον, λέγων· ευρήκαμεν εις το Μοναστήριον νεάνιδα, ήτις όντως είναι ξένον θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτας να φέρουν την νέαν εις το κριτήριον. Απελθόντες λοιπόν ήρπασαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμόν, και την έσυρον. Η δε ηγουμένη και η Θωμαϊς ήθελον να υπάγουν μετ’ αυτής δια να την νουθετώσιν, αλλά οι στρατιώται δεν επέτρεψαν. Όθεν παρεκάλεσαν αυτούς, να τας αφήσουν να κάμουν προσευχήν προς Κύριον. Και απελθούσαι εις την Εκκλησίαν είπον εις την Φεβρωνίαν ταύτα, δια να την στερεώσουν καλύτερα. «Ιδού, ήδη πορεύεσαι εις τον αγώνα, νύμφη του Ουρανίου Βασιλέως, όστις στέκεται αοράτως και σε φυλάττει, και οι Άγγελοι κρατούσι της νίκης τον στέφανον. Λοιπόν μη φοβηθής τας βασάνους, μη λυπηθής το φθειρόμενον σώμα σου, το οποίον γίνεται αύριον εις τον τάφον άχρηστον και εις βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται· αλλά παράδωσέ το εις μάστιγας και κολαστήρια δια τον Κύριον, δια να ζήσης μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον Παράδεισον. Ιδού ημείς μένομεν εδώ, αλλά δεν θα παύσωμεν προσευχόμεναι προς τον Θεόν υπέρ σου, ίνα σε ενδυναμώση να τελειώσης τον δρόμον της αθλήσεως». Η δε Οσία απεκρίθη λέγουσα: «Ελπίζω εις τον Θεόν, μητέρες μου πνευματικαί, να σας κάμω και εις τούτο υπακοήν, καθώς δεν σας παρήκουσα εις καμμίαν εντολήν ουδέποτε και έχω το θάρρος μου εις τον Χριστόν και εις την αειπάρθενον Θεοτόκον, να δείξω ανδρείον και γενναίον φρόνημα, ώστε να με ίδωσιν οι λαοί και να θαυμάσωσι, λέγοντες. Αληθώς αυτή η φυτεία είναι της μεγάλης Βρυένης ανάθρεμμα. Λοιπόν αφήτε με να υπάγω και εύχεσθε υπέρ εμού». Λέγει η Θωμαϊς: «Ζη Κύριος ο Θεός μου, έρχομαι και εγώ με ανδρικά φορέματα, δια να βλέπω τους αγώνας σου». Ιδούσα τότε η Βρυένη τους στρατιώτας ότι εβιάζοντο, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν λέγουσα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις εφάνης προς την δούλην σου Θέκλαν με το σχήμα του Παύλου και την ενεθάρρυνες, ούτω παραστάσου και φάνηθι και εις ταύτην την ταπεινήν, την ώραν του αγώνος αυτής και δος αυτή βοήθειαν». Ταύτα ειπούσα την ενηγκαλίσθη, την ησπάσθη και την απεχαιρέτησε κλαίουσα. Οι δε στρατιώται επήραν την Αγίαν, την οποίαν ηκολούθει κατόπιν η Θωμαϊς με ανδρικά φορέματα. Αλλά και άλλαι γυναίκες πολλαί κοσμικαί (αι οποίαι επήγαιναν εις το Μοναστήριον και τας εδίδασκεν) ηκολούθησαν τότε, δια να ίδουν τους αγώνας της Αγίας και έτυπτον τα στήθη, οδυνηρώς κλαίουσαι. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία, ως το έμαθεν, έκλαιεν εις τον οίκον της και έλεγε προς τους γονείς της κλαίουσα. Η αδελφή μου και διδάσκαλος Φεβρωνία κρίνεται και εγώ κάθημαι με άνεσιν; Ταύτα λέγουσα κατέπεισε τους γονείς να την αφήσουν, να υπάγη εις το θέατρον. Όθεν παρέλαβεν ως συνοδούς τινάς από τας δούλας της και μετέβη εις το θέατρον δακρύουσα. Αφού συνήχθη λοιπόν πλήθος πολύ εις το θέατρον, έφεραν την Αγίαν, όλοι δε ως είδον αυτήν την εσυμπόνεσαν. Ο δε ηγεμών την ηρώτησε, λέγων. «Εγώ είχα εις τον νουν μου να μη σου ομιλήσω παντελώς, αλλά το κάλλος σου και η ευγένεια του προσώπου σου κατέπαυσαν την πολλήν μου αγανάκτησιν. Λοιπόν όχι ως κατάκριτον σε ερωτώ, αλλ’ ως τέκνον μου αγαπητόν νουθετώ, και σε παρακαλώ να ακούσης τον λόγον μου. Μα τους θεούς, ηρραβωνίσαμεν μίαν πλουσίαν και ωραίαν κόρην του κυρίου μου Λυσιμάχου, εγώ και ο αδελφός μου Άνθιμος, ο πατήρ εκείνου· πλην σήμερον στέργω να λύσω εκείνον τον αρραβώνα, ίνα λάβης συ τούτον ως σύζυγον, όστις είναι ο περικαλλής και ωραιότατος ούτος νεανίας ο συγκάθεδρός μου. Και μη φοβηθής εάν είσαι πτωχή και άπορος από χρήματα, ότι εγώ δεν έχω τέκνα και σας χαρίζω όλον τον πλούτον μου, δια να με έχετε ως πατέρα, να έχης δόξαν αμέτρητον, να σε μακαρίζουν αι γυναίκες όλαι, και ο βασιλεύς αυτός θα σας δώση δώρα αναρίθμητα, όστις υπεσχέθη να κάμη Έπαρχον τον Λυσίμαχον, δεν υπάρχει δε άλλη αξία από ταύτην μεγαλυτέρα. Λοιπόν δος μου καλήν απόκρισιν να χαροποιήσης την ψυχήν μου. Διότι εάν δεν κάμης τον λόγον μου, τρεις ώρας δεν σε αφήνω να ζήσης εις τούτον τον κόσμον». Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω εις τους ουρανούς παστάδα αχειροποίητον, νυμφώνα ακατάλυτον, προίκα την βασιλείαν των ουρανών και Νυμφίον αθάνατον· όθεν δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπον. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζης με κολακείας και απειλάς να με δοκιμάζης, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη, και προστάζει να εκδύσουν την Αγίαν και να την παραστήσουν γυμνήν έμπροσθεν πάντων, δια να εντραπή την ασχημοσύνην της, να ταλανίση την αβουλίαν αυτής και απείθειαν, όταν συλλογισθή από ποίαν λαμπράν δόξαν εις πόσην ατιμίαν κατήντησεν. Όταν λοιπόν εξεγύμνωσαν αυτήν οι στρατιώται και την παρέστησαν ούτω γυμνήν, είπε προς αυτήν ο τύραννος. Βλέπεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και εις πόσην περιέπεσες καταφρόνησιν; Η δε απεκρίνατο. Εις είναι ο Δημιουργός, όστις μας έκαμεν εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Όθεν όχι μόνον υπομένω ταύτην την γύμνωσιν, αλλά και να κόψουν δια τον Χριστόν μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώση η χάρις Του να πάθω δια την αγάπην Του δεινά κολαστήρια. Λέγει τότε ο τύραννος: Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ηξεύρω πως κενοδοξείς δια το κάλλος σου και το έχεις εις έπαινον να σε βλέπωσι. Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου ηξεύρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, και συ με λέγεις αναίσχυντον, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όστις θέλει να πολεμήση εις αγώνα ολύμπιον, δεν παλαίει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός εις τον αγώνα συμπλέκεται, δια να νικήση τον αντίπαλον. Ούτω και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωσιν, δια να πολεμήσω με τον διάβολον τον πατέρα σου. Θυμωθείς τότε ο ηγεμών επρόσταξε να τανύσωσι την Αγίαν τέσσαρες άνδρες, να ανάψουν πυρ κάτωθεν αυτής ίνα φλογίζεται και άνωθεν να την τύπτουν δυνατά εις την ράχιν ανηλεώς έτεροι τέσσαρες άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδεραν ώραν πολλήν οι άσπλαγχνοι, ερράντιζαν άλλοι με έλαιον το πυρ υποκάτω, δια να ανάπτη έτι μάλλον και να την φλογίζη χειρότερον. Ούτω λοιπόν δεινώς βασανιζομένης της Αγίας, εφώναζεν ο λαός, και εδέοντο λέγοντες: Σπλαγχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεάνιδα. Αλλά αυτός ο άσπλαγχνος δεν ηθέλησε· μάλιστα επρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατώτερα. Και όταν είδεν ότι έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και εφαίνετο ως νεκρά, επρόσταξε να την ρίψουν παράμερα. Η δε Θωμαϊς ενόμισεν ότι εξεψύχησεν· όθεν ωλιγοψύχησε και αυτή και έπεσεν εις τους πόδας της Ιερείας, ήτις έλεγε ταύτα κλαίουσα: Ουαί μοι, κυρία μου Φεβρωνία, ότι σήμερον υστερήθηκα της διδασκαλίας σου και ετελεύτησε και η Θωμαϊς δια σε. Ακούσασα δε η Φεβρωνία την φωνήν της Ιερείας, παρεκάλεσε τους στρατιώτας να την περιχύσουν με νερόν εις το πρόσωπον. Όταν δε τούτον εποίησαν, συνήλθεν η Φεβρωνία και εζήτησε να ίδη την Ιερείαν· ο δικαστής όμως δεν ηθέλησε, αλλά την εξήταζε πάλιν ο αλιτήριος λέγων: Πως σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία; Η δε απεκρίνατο· «εγνώρισες με την πρώτην δοκιμήν, ότι, του Χριστού βοηθούντος μοι, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τας βασάνους σου». Τότε πάλιν είπεν ο τύραννος: κρεμάσατέ την εις το ξύλον, και ξεσχίσατε δυνατά τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας, έπειτα καταφλέξατε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά αυτής. Τοσούτον λοιπόν εξέσχισαν την Αγίαν, ώστε έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και το αίμα της έρρεε ποταμηδόν. Έπειτα φέροντες το πυρ κατέκαιον τα σπλάγχνα της. Η δε, ατενίσασα εις τον ουρανόν, έλεγεν: Ελθέ εις την βοήθειάν μου, Κύριε, και μη με παρίδης την δούλην σου. Ταύτα ειπούσα εσιώπησε, διότι εκαίετο υπό του πυρός. Πολλοί δε από τους παρεστώτας έφυγον δια την πολλήν του ηγεμόνος ωμότητα, οι δε επίλοιποι τον παρεκάλουν να την αποσύρουν από το πυρ και επήκουσεν· είπε δηλαδή και έσβυσαν την φωτιάν, αλλά την άφησαν ακόμη κρεμασμένην και την ηρώτα, εκείνη όμως δεν ηδύνατο να αποκριθή. Όθεν καταβιβάσαντες αυτήν την έδεσαν εις τον πάσσαλον, και προσκαλέσας ιατρόν ο τύραννος τον επρόσταξε να κόψη την γλώσσαν της να την καύσουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η δε Αγία εξέβαλεν ευθύς την εύλαλον γλώσσαν της, και ένευσε του ιατρού να την κόψη κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβεν ο ιατρός τον σίδηρον να την κόψη, αλλά ο λαός εφώναξαν, δεόμενοι του ηγεμόνος να τους κάμη την χάριν ταύτην, να την αφήση δια την ώραν. Ο δε ανήμερος επρόσταξε να αφήσουν την γλώσσαν και να ανασπάσουν τους οδόντας της. Ήρχισεν λοιπόν ο ιατρός να εκριζώνη τους οδόντας και όταν εξερρίζωσε τους δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγίαν ωλιγοψύχησεν η Αγία και προστάσσει τον ιατρόν ο τύραννος να παύση, της έδωκε δε βότανον θεραπευτικόν δια να σταματήση η ρύσις του αίματος. Τότε πάλιν την ηρώτα ο τύραννος· «τι λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς»; Η δε απεκρίνατο: Ανάθεμά σε, γέρον τρισκατάρατε· διατί δεν με θανατώνεις το γρηγορώτερον, ίνα απέλθω προς τον ηγαπημένον μου Χριστόν, αλλά εμποδίζεις τον δρόμον μου; Της λέγει ο τύραννος: Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντον γύναιον, και θα ταπεινώσω την αλαζονείαν σου. Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να καύσουν με πυρ το στήθος της. Η δε Αγία, όταν τους έκοπτον, είπε ταύτα: Κύριε ο Θεός μου, ίδε την θλίψιν μου, και ας έλθη η ψυχή μου εις χείρας σου. Τούτον μόνον είπεν, έπειτα εσιώπα. Και όταν έκαυσαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπον του στήθους της και επέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα εις αυτά τα εντόσθια. Οι μεν λοιπόν ορώντες ανεθεμάτιζον τον τύραννον και τους θεούς του, η δε Θωμαϊς και η Ιερεία εμήνυσαν εις την Ηγουμένην τα γενόμενα, δια να μη παύση την προσευχήν της υπέρ της μάρτυρος. Ακούσασα λοιπόν η Βρυένη τον φρικτόν αγώνα της Μάρτυρος, εβόα προς Κύριον λέγουσα: Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει την δούλην σου, και αξίωσόν με να την ίδω τελειωμένην εις την ομολογίαν σου, ίνα συναριθμηθή με τους αγίους σου Μάρτυρας. Ο δε παράνομος τύραννος κατεβίβασε την Αγίαν από τον πάσσαλον, δια να της δώση και άλλην κόλασιν, αλλά αυτή δεν ηδύνατο να σταματήση, ούτε καν να ομιλήση, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρά και άφωνος. Τότε λέγει ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχον: Διατί να απολεσθή αυτή η ωραιοτάτη κόρη ούτως ασπλάγχνως; Ο δε απεκρίνατο: Δια πολλών σωτηρίαν, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθή, ίνα λάβουν και άλλοι πολλοί από ταύτην καλόν υπόδειγμα. Η δε Ιερεία, όταν είδε ότι ο αλιτήριος Σελήνος εσκέπτετο να υποβάλη την Φεβρωνίαν και εις άλλα βασανιστήρια, εστάθη ενώπιον αυτού και τον ύβρισε λέγουσα: Δεν εχόρτασες εις τόσα κακά όπου έκαμες ταύτης της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; Ούτε ενεθυμήθης τα μέλη της μητρός που εθήλασες, ήτις κακώς σε εγέννησεν, αλλά έδειξες τόσην ασπλαγχνίαν εις αυτήν την ταπεινήν; Εύχομαι να μη σε συγχωρήση ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύση εις τούτον τον κόσμον και εις τον μέλλοντα. Ταύτα ακούσας ο άδικος δικαστής εθυμώθη, και επρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικον, ίνα την παιδεύση, διότι τον ύβρισεν. Εκείνη δε εισήρχετο εις το στάδιον χαίρουσα και έλεγε: Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινήν μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας. Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συνεβούλευσαν να μη κακοποιήση δημοσία την Ιερείαν, επειδή όλον το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, και όλη η πόλις, και όλη η πόλις απολείται. Ταύτα ακούσας ο τύραννος, δεν ετόλμησε να πράξη εις αυτήν άλλο τίποτε και μη δυνάμενος να εκδικηθή κατ’ αυτής δια την άνωθεν αιτίαν, επρόσταξε να κόψουν τας χείρας της Φεβρωνίας και τον ένα πόδα δια το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν και τας δύο χείρας της Μάρτυρος. Όταν δε έκοπτε τον πόδα ο δήμιος από τον αστράγαλον, δεν επέτυχεν ο πέλεκυς την άρθρωσιν και την εκτύπησε τρεις φοράς, έως ότου να τον κόψη ο άσπλαγχνος· όθεν όλον το σώμα τής μακαρίας συνεκλονίσθη από τον πόνον. Και επειδή ησθάνετο μεγάλους πόνους και άρρητον κάκωσιν, ήπλωσε και τον άλλον πόδα, και τον έβαλεν εις το ξύλον να τον κόψη και αυτόν, δια να ξεψυχήση και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέπων ο άδικος δικαστής, εσκληρύνθη περισσότερον, λέγων: Βλέπετε πόσην δύναμιν έχει αυτή η αναίσχυντος; Έπειτα είπε προς τον δήμιον: Κόψε τον και αυτόν. Όταν έκοψαν και τον άλλον πόδα, είπε προς τον Σελήνον ο Λυσίμαχος: Ας υπάγωμεν να γευματίσωμεν, και άφες αυτήν την ταλαίπωρον, επειδή τόσας κολάσεις της έδωκες. Ο δε απεκρίνατο: Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώση το πνεύμα της. Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώραν πολλήν, και εψυχορράγει πλέον η Αγία, ηρώτησε τους δημίους λέγων: ακόμη ζη αυτή η τρισκατάρατος; Οι δε είπον: Ναι. Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγίαν της κεφαλήν. Λαβών λοιπόν την σπάθην ο δήμιος και κρατήσας από την κόμην την Αγίαν, έκοψε την τιμίαν της κεφαλήν τη κε’ (25η) του Ιουνίου. Αφού ο παράνομος τύραννος ετελείωσε το θέλημά του υπήγε να φάγη· ο δε Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, και έχυνε δάκρυα από καρδίας δια την Μάρτυρα, την οποίαν δεν αφήκε τους Χριστιανούς να αρπάσουν (οι οποίοι διηγκωνίζοντο ίνα διαμοιρασθώσι το τίμιον λείψανον), αλλά επρόσταξε τους στρατιώτας να το φρουρούν, δια να της κάμη πολλήν τιμήν, να την ενταφιάση σώαν και ανελλιπή εις το άγιον αυτής Μοναστήριον. Ταύτα προστάξας δεν υπήγεν εις το γεύμα, αλλά εκλείσθη εις το δωμάτιόν του, και εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατον. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούσας ότι επικραίνετο ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλ’ έμεινε με πολλήν αδημονίαν περίλυπος. Και περιπατών ανήσυχος από το εν μέρος του παλατίου εις το άλλο, απώλεσε τας φρένας του, και κυττάζων προς τον ουρανόν εξέβαλλε φωνάς ατάκτους και ως ταύρος εμυκάτο, έκαμνε δε σημεία τινά ως των δαιμονιζομένων και εμαίνετο· έπειτα εκτύπησε την κεφαλήν του εις μίαν κολώναν· όθεν ο κακός κακώς εξέψυχε και έδωκε δικαίας δίκας ο άδικος δια την αδικοκρισίαν, την οποίαν κατά της δικαίας κόρης ετέλεσεν. Τότε έγινεν εις το πραιτώριον σύγχυσις, και τρέχοντες όλοι ίνα ίδωσι τον κακόν του θάνατον, επήγε και ο Λυσίμαχος. Και βλέπων τον Σελήνον νεκρόν, ηρώτησε τους στρατιώτας, και του ανήγγειλαν την υπόθεσιν. Τότε ο Λυσίμαχος έσεισε την κεφαλήν του ώραν πολλήν, ταύτα λέγων: Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις εξεδίκησε το δίκαιον αίμα της Φεβρωνίας, όπερ εχύθη αδίκως. Ταύτα ειπών εις επήκοον πάντων, προσεκάλεσε Πρίμον τον κόμητα, και του λέγει: Πρόσταξον ευθύς ξυλουργούς να κάμουν της Φεβρωνίας ένα γλωσσόκομον από ξύλα άσηπτα, και στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά εις την θανήν της Οσιομάρτυρος, επειδή ο θείος μου ετελεύτησε. Και όταν ο κόσμος συναχθή, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώται το άγιον λείψανον να το μεταφέρουν εις το Μοναστήριον της Βρυένης, και μη αφήσης τινά να αρπάση κανέν μέρος του αώματος, ή από τας αγίας σάρκας μέλος μικρότατον· ούτε σκύλον να αφήσης ή άλλο ζώον ακάθαρτον να λείξη ποσώς την γην, όπου εχύθη το τίμιον αίμα της· αλλά και αυτό το χώμα να υπάγης εις το ρηθέν Μοναστήριον. Τότε ο Πρίμος ετέλεσεν όσα επρόσταξεν ο Λυσίμαχος, και εσήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώται το άγιον λείψανον, αυτός δε ο Πρίμος εκράτησε την τιμίαν κεφαλήν, τας χείρας, τους πόδας, και τα άλλα μέλη εις την χλαμύδα του με ευλάβειαν. Και πηγαίνοντες εις το Μοναστήριον συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητον. Φθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιον λείψανον εις την Εκκλησίαν, αφήσας δε ο Πρίμος στρατιώτας να το φυλάττωσι, δια να μη αρπάση τις μέρος εξ αυτού, αυτός μεν έστρεψεν εις τον Λυσίμαχον, η δε Βρυένη ως είδεν ούτω κατακεκομμένον το σώμα της Μάρτυρος, ολιγοψυχήσασα έπεσεν εις την γην, και μετά ώραν πολλήν εσηκώθη και το ενηγκαλίζετο λέγουσα «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερον υστερήθημεν της γλυκυτάτης παρουσίας σου και δεν έχομεν άλλον διδάσκαλον να μας αναγινώσκη τας βίβλους τόσον επιμελέστατα». Τότε ήλθον και αι άλλαι Μοναχαί κλαίουσαι· αλλά πλέον από ταύτας εθρήνει η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκυτάτη μου Φεβρωνία, ποίαν αμοιβήν να σου δώσω, δια την μεγίστην ευεργεσίαν, όπουμου έκαμες να με εξαγάγης από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλήν του όφεως· ας φιλήσω τας πληγάς των αγίων μελών σου, δια των οποίων η ψυχή μου ιάθη· ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμίαν κορυφήν σου, ήτις έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και έτερα περισσότερα έλεγον όλαι αι αδελφαί, έως ου έφθασεν ο καιρός του εσπερινού, όπου είχον τάξιν να αναγινώσκουν την ακολουθίαν των, και τότε μάλλον επλήθυναν όλαι τα δάκρυα λέγουσαι: «Αδελφή Φεβρωνία, ο καιρός της προσευχής έφθασε, και σήκω να αναγνώσης την ακολουθίαν με την εύλαλον γλώσσάν σου». Τότε πάλιν η Θωμαϊς έλεγε ταύτα, πικρώς δακρύουσα: «Ηξεύρομεν όλαι ότι δεν παρέβης καμμίαν εντολήν της Ηγουμένης ουδέποτε, και τώρα διατί δεν μας υπακούεις, ηγαπημένη αδελφή και κυρία μας, να εγερθής να αναγνώσης την ενάτην, κατά το σύνηθες»; Ταύτα λέγουσαι, έγινε θρήνος και σύγχυσις. Και τότε ήνοιξεν την θύραν της Μονής να εισέλθουν, όσοι συνήχθησαν από τα περίχωρα, Ιερείς και μονάζοντες, οίτινες έκαμαν αγρυπνίαν ολονύκτιον ιστάμενοι έως το πρωϊ, με υμνωδίας τω Κυρίω ψάλλοντες. Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα: «Εγώ, ηγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνην του πατρός μου, με όλην την περιουσίαν του, και πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν». Του λέγει ο Πρίμος: «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανόν με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν ομού εις το Μοναστήριον με πλήθος λαού αναρίθμητον, και φέροντες το γλωσσόκομον έθεσαν εις αυτό το τίμιον λείψανον, και έβαλαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα εις τον τόπον του, ήτοι την κεφαλήν, τας χείρας και πόδας, τους δε οδόντας έθεσαν εις το στήθος της, δια να μη λείπη τίποτε· και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις τόπον επίσημον, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριον. Και πολύ πλήθος Ελλήνων επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και ηρνήθησαν τον κόσμον τελείως· ούτε έστρεψαν εις τον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν εις τον Αρχιμανδρίτην Μαρκελλίνον, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωήν των ασκητικώς, με πολιτείαν θεάρεστον. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώται, και ετελείωσαν τον βίον θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμον και εκουρεύθησαν εις το Μοναστήριον, εις το οποίον αφιέρωσαν όλον τον πλούτον των. Η δε μακαρία Ιερεία παρακάλεσε την Βρυένην, λέγουσα: «Δέομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχης αντί της Φεβρωνίας υποτακτικήν ίνα εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλην εις τον Ναόν ιερώς η Ιερεία και τον εστόλισε· και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε και εχρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομον, εις το οποίον εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέραν της εορτής αυτής, όταν έψαλλον αι Μοναχαί την αγρυπνίαν, εφαίνετο και αυτή εις το μέσον αυτών περί το μεσονύκτιον, και έστεκεν εις τον τόπον της, έως την τρίτην ευχήν και την έβλεπον όλαι αι Μοναχαί, αλλά δεν ετόλμα καμμία να την εγγίση ή να την ερωτήσουν ολότελα. Ότι τον πρώτον χρόνον, όπου την είδον, εφοβήθησαν όλαι αι Μοναχαί, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη εφώναξεν· ιδού η Φεβρωνία, το τέκνον μου. Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάση έγινε άφαντος. Όθεν από τότε δεν ετόλμα καμμία να την πλησιάση, μόνον την έβλεπον και έκλαιον από την χαράν εις την τοιαύτην θαυμάσιον οπτασίαν. Ο δε Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζεν εξ χρόνους ναόν περικαλλή εις το όνομα της Φεβρωνίας, και όταν τον ετελείωσε, συνεκάλεσε τους λοιπούς Επισκόπους εις την καθιέρωσιν αυτού. Και τελέσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον τη κε΄ Ιουνίου, οπότε ετελειώθη η Αγία, συνήχθη τόσος λαός, ώστε δεν τους εχώρει η Εκκλησία. Το πρωϊ, όταν ετελείωσαν την Ακολουθίαν, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι εις τοΜοναστήριον, να ζητήσουν το άγιον λείψανον της Αγίας, ίνα το φέρουν εις τον νέον Ναόν, τον οποίον της έκτισαν. Η δε Ηγουμένη και όλαι αι αδελφαί, ως ήκουσαν ταύτα, έπεσαν εις τους πόδας των Επισκόπων μετά δακρύων λέγουσαι: «Ελεήσατέ μας δια τον Κύριον, και μη μας υστερήσετε τοιαύτης παραμυθίας και παρακλήσεως, να μας πάρετε τον θησαυρόν μας». Τότε λέγει προς την Βρυένην ο Επίσκοπος: «Άκουσον, αδελφή. Συ ηξεύρεις καλά πόσον εσπούδασα και εβασανίσθην εξ χρόνους έως σήμερον με πολύν μου κόπον και έξοδον, εις δόξαν της Αγίας Μάρτυρος. Λοιπόν μη θελήσης να μείνη ο κόπος μου άκαρπος». Η δε Ηγουμένη απεκρίνατο: «Εάν αυτό το έργον αρέση της Αγίας και της αγιωσύνης σας, τις είμαι εγώ να το εμποδίσω; Υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την , εάν είναι Θεού θέλημα». Τότε επήγαν οι Αρχιερείς εις τον τάφον της Μάρτυρος, και ανεγίνωσκον τας ευχάς να σηκώσουν το γλωσσόκομον. Η δε Ιερεία εφώναζε λέγουσα: «Ουαί εις ημάς τας ταλαιπώρους, τι ορφανία και θλίψις μάς έρχεται σήμερον, να προδώσωμεν τον μαργαρίτην μας. Τι κάμνεις, κυρία Καθηγουμένη; Δια την Φεβρωνίαν απηρνήθην τον κόσμον όλον και κατέφυγα εις τας χείρας σας, και τώρα να υστερηθώ την εμήν αγαλλίασιν»; Λέγει η Βρυένη: «Τι θλίβεσαι, τέκνον μου; Εάν αρέση της Οσίας, υπάγει· ει δε και δεν είναι Θεού θέλημα, δεν δύνανται να την μεταφέρωσιν». Όταν δε επλήρωσαν την ευχήν οι Επίσκοποι και ήπλωσαν τας χείρας να σηκώσουν το άγιον λείψανον, γίνεται ευθύς εις τον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσον, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλιν όταν επέρασεν ολίγη ώρα και συνήλθον από τον φόβον, εξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν· ότι τοσούτον μέγας και φοβερός σεισμός έγινεν, ώστε εφαίνετο ότι ήθελενα πέση όλη η πόλις. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελεν η Αγία να φύγη από το Μοναστήριον. Όθεν αι μεν αδελφαί της Μονής εχάρησαν, οι δε πολίται ελυπήθησαν και μάλιστα ο ευλαβής Επίσκοπος, οίτινες παρεκάλεσαν την Ηγουμένην να τους δώση καν ένα μέλος από το άγιον λείψανον. Τότε η Βρυένη ήνοιξε το γλωσσόκομον και εξήλθε λάμψις ομοία με ακτίνα ηλίου και αστραπή πυρός από την Αγίαν. Καθώς λοιπόν ήπλωσε την δεξιάν η Βρυένη να πάρη την μίαν χείρα της Μάρτυρος να την δώση εις τον Επίσκοπον, ευθύς η χειρ της Ηγουμένης εμαράνθη και έμεινεν (ω του θαύματος!) ακίνητος, και δεν ηδύνατο να την αποσύρη από το γλωσσόκομον. Όθεν μετά δακρύων εβόα λέγουσα: «Δέομαί σου, Φεβρωνία τέκνον μου, μη μου οργισθής της ταπεινής, αλλά ενθυμήσου τους κόπους μου, και μη παραδειγματίσης το γήρας μου». Τότε λοιπόν εσυγχώρησεν αυτήν η Οσία, και ιάθη η χειρ αυτής. Όθεν επήρε μόνον ένα οδόντα από το στήθος της Μάρτυρος, και τον έδωκεν εις τον Επίσκοπον, τον οποίον επήραν με ευλάβειαν, ψάλλοντες δε όλοι με λαμπάδας και θυμιάματα, και φθάσαντες εις τον νέον Ναόν, τον έθεσαν εις το Άγιον Θυσιαστήριον. Ο δε παντοδύναμος Θεός έδειξε και εκεί τα θαυμάσιά του εις εκείνο το βραχύτατον μέρος του λειψάνου και εγίνοντο τερατουργήματα εξαίσια. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί ανωρθούντο, επεριπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο πανταχού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους εις άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπαύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ αι θαυματουργίαι, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρόν κάμνει εις όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, όστις εδόξασε την πανένδοξον και καλλίνικον αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασεν Αυτόν με τον αγώνα τήςφρικτής εκείνης αθλήσεως, δια της οποίας ηξιώθη τοσαύτης παρρησίας και χάριτος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα και τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Ο δε βασιλεύς προσεκάλεσε τον Λυσίμαχον, και του λέγει έμπροσθεν του θείου του: «Εγώ, νεανία, σκέπτομαι να σε κάμω έπαρχον δια την αγάπην του πατρός σου. Αλλά επειδή ήκουσα από τινας, ότι επλανήθης από την μητέρα σου και σέβεσαι τον Χριστόν, ανέμενα μέχρις ότου βεβαιωθώ περί τούτου. Λοιπόν τώρα απεφάσισα να σε στείλω εις την Ανατολήν, δια να καταπολεμήσης την πίστιν του Χριστού, όταν δε επιστρέψης να σε τιμήσω ως τον πατέρα σου». Ακούσας ταύτα ο νέος δεν ετόλμησε να αποκριθή, διότι ήτο περίπου είκοσι ετών. Ο δε θείος αυτού παρεκάλεσε τον βασιλέα να τον αφήση να τελειώσουν τους γάμους, κατόπιν δε να υπάγουν αμφότεροι. Ο δε είπεν αυτοίς· «υπάγετε εις την Ανατολήν πρότερον, να αφανίσετε τους Χριστιανούς, και όταν έλθητε, θα σας βοηθήσω και εγώ να εορτάσετε τα γαμήλια». Τότε πλέον δεν ετόλμησαν να είπουν λόγον δεύτερον, αλλά παραλαβόντες τα βασιλικά προστάγματα και πλήθος στρατιωτών, ανεχώρησαν δια την Ανατολήν και έφθασαν εις μίαν χώραν της Μεσοποταμίας Παλμύραν ονόματι. Ο δε Λυσίμαχος είχεν ανεψιόν, Πρίμον καλούμενον, τούτον δε ώρισεν επί κεφαλής των στρατιωτών κόμητα. Όσους εύρον λοιπόν εις την Μεσοποταμίαν Χριστιανούς εθανάτωσεν ο άσπλαγχνος Σελήνος, άλλους έκαιεν εις το πυρ, άλλους δε άλλως ασπλάγχνως ο κακότροπος απέκτεινεν. Όθεν εις όλην την Ανατολήν έτρεμον όλοι οι φιλόχριστοι τον μισόχριστον τούτον τύραννον, διότι είχε πολλήν ωμότητα και μισανθρωπίαν εκ φύσεως. Ο δε Λυσίμαχος ελυπείτο πικρώς δια ταύτα, διότι η μητέρα του ήτο Χριστιανή και τον είχε διδάξει την πίστιν μας. Όθεν μίαν νύκτα είπε προς τον Πρίμον ο Λυσίμαχος. «Ηξεύρεις καλά ότι η μήτηρ μου ήτο Χριστιανή, και εφρόντιζε πολύ να με οδηγήση εις τον Χριστόν, εγώ δε δια τον φόβον του πατρός μου και του βασιλέως δεν ηθέλησα να αρνηθώ την πίστιν μας. Πλην έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη θανατώσω Χριστιανόν, καθόσον μάλιστα και φίλος Χριστού με ηνάγκαζε να γίνω. Όθεν βλέπων τους Χριστιανούς, τους οποίους θανατώνει ο θείος μου, πονεί η ψυχή μου· και όσους φυλακίζει, θέλω να τους αφήσω να φεύγωσι». Ταύτην την παραγγελίαν έχων ο Πρίμος από τον Λυσίμαχον, δεν εφυλάκιζε πλέον Χριστιανούς, αλλά έδιδεν είδησιν εις τα Μοναστήρια να κρύπτωνται, δια να μη τους ευρίσκουν εύκολα οι διώκται. Υπήρχε δε εις την χώραν εκείνην ένα γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχεν ασκητρίας πεντήκοντα, και είχον ηγουμένην μίαν ενάρετον, Βρυένην ονόματι, ήτις ήτο της Διακόνου Πλατωνίδος μαθήτρια, της οποίας τας αρετάς και τον κανόνα αόκνως εφύλαττεν. Όθεν είχον καλάς τάξεις εις εκείνο το Μοναστήριον, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, ανάγνωσιν και άλλα καλά έργα, όσον ηδύναντο. Ανάμεσα δε εις τας άλλας αδελφάς, ήσαν δύο εναρετώτεραι, Πρόκλα και Φεβρωνία καλούμεναι· και η μεν πρώτη ήτο είκοσι πέντε ετών, η δε Φεβρωνία είκοσι (ήτις ήτο ανεψιά της Βρυένης), και τόσον ήτο ωραία και εύμορφος, ώστε εις εκείνα τα μέρη δεν υπήρχεν άλλη ωραιοτέρα της· και τόσον κάλλος είχε και φαιδρότητα εις το πρόσωπον, ώστε δεν ήτο δυνατόν να την ιστορήση ζωγράφος καθώς ήτο εκ φύσεως. Είχε λοιπόν η Βρυένη μεγάλον φόβον και αγωνίαν, πως να φυλάξη την Φεβρωνίαν από τους ασεβείς ίνα μη την βιάσωσιν. Όθεν αι μεν άλλαι έτρωγον μίαν φοράν την ημέραν, αυτήν δε επρόσταξε να τρώγη μόνον κάθε δύο ημέρας μίαν φοράν, δια να μαρανθή το περισσόν κάλλος της και να φαίνεται άσχημος. Η δε Φεβρωνία έκαμνε περισσότερον αγώνα, όσον ηδύνατο, και ούτε τον άρτον, ούτε το ύδωρ εχόρταινεν, αλλά μόνον δια να ζη. Ομοίως και τον ύπνον ελάμβανεν ολίγον, όχι εις στρώμα, αλλά εις σκαμνίον καθημένη ανεπαύετο, ή εις την ξηράν γην εκείτετο, δια να μη έχη ανάπαυσιν, ώστε να κοιμάται ολίγον και να βασανίζη το σώμα της. Όταν δε ήθελε τύχη να πειραχθή εις τον ύπνον της από τον διάβολον, εσηκώνετο ευθύς και παρεκάλει τον Θεόν με δάκρυα να διώξη απ’ αυτής τον πειράζοντα, και ανεγίνωσκε τας βίβλους επιμελέστατα, διότι εκ φύσεως ήτο φιλομαθής. Όθεν έγινε και πολυμαθής τόσον, ώστε την εθαύμαζεν η ηγουμένη, και πάντοτε αυτήν ώριζε να αναγινώσκη εις τας άλλας τα θεία λόγια. Όταν δε ήθελον έλθει εις την Μονήν κοσμικαί γυναίκες ευγενείς, την ετοποθέτουν από μέσα από το παραπέτασμα και ανεγίνωσκε, δια να μη την βλέπουν, ούτε αυτή να θεωρή ποσώς κοσμήματα, ούτε καν και εκείνην όπου την ανέθρεψεν. Ημέραν τινά ήλθε κόρη τις, από ευγενείς γονείς γεννηθείσα, Ιερεία ονόματι, της οποίας ο πατήρ ήτο Συγκλητικός, και αυτή είχε πόθον ανείκαστον να συνομιλήση με την Φεβρωνίαν. Και τόσον παρεκάλεσε την Ηγουμένην με δάκρυα, ώστε της επέτρεψε να εισέλθη εις τον παρθενώνα, αλλά με ένδυμα μοναχικόν. Αύτη δε έστερξε και εμαυροφόρεσε δια τον πολύν πόθον όπου είχε να συνομιλήση με την εκλεκτήν Φεβρωνίαν, την οποίαν εχαιρέτησεν· έπειτα την επρόσταξεν η Ηγουμένη να κάμη ανάγνωσιν από βιβλίον ψυχωφελέστατον. Και τόσον κατενύχθη η Ιερεία εις την διδασκαλίαν της Φεβρωνίας, ώστε επέρασαν όλην την νύκτα και αι δύο άγρυπνοι, χωρίς να κοιμηθώσιν ολότελα· και ούτε η μία εκουράσθη αναγινώσκουσα, ούτε η άλλη ενύσταξεν ακούουσα, αλλά μάλλον έκλαυσε τόσον, ώστε εβράχη η γη από τα περισσά δάκρυα, ότι εκείνη ήτο τέκνον Ελλήνων και ουδέποτε είχεν ακούσει παρομοίους λόγους. Όταν δε εξημέρωσε μετά βίας την κατέπεισεν η Ηγουμένη να υπάγη εις την οικίαν της. Ασπασθείσαι λοιπόν η μία την άλλην απεχαιρετίσθησαν πάλιν με δάκρυα. Τότε η Φεβρωνία ηρώτησε αδελφήν τινα, Θωμαϊδα ονόματι, να της ειπή τις ήτο εκείνη η κόρη, ήτις τοσαύτα δάκρυα έχυσε. Της λέγει η Θωμαϊς· «η Συγκλητική Ιερεία ήτο, κυρία μου». Λέγει η Φεβρωνία· «και διατί με παρεπλανήσατε και της ωμίλουν ως μοναχής»; Η δε είπεν· «ούτως η προεστώσα επρόσταξεν». Η δε Ιερεία, όταν έφθασεν εις τους γονείς της, τους ανήγγειλεν όσα ήκουσεν εις το Μοναστήριον. Και τόσον τους εδίδαξεν επιμελώς, ώστε τους κατέπεισε να λάβουν το σωτήριον βάπτισμα. Εκείνας τας ημέρας ησθένησεν η Φεβρωνία βαρύτατα, η δε Ιερεία ουδέ στιγμήν απεμακρύνθη από κοντά της, αλλ’ εκάθητο και την εφύλαττεν όσον καιρόν ήτο ασθενής. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν εις εκείνην την χώραν ο Σελήνος με τον Λυσίμαχον. Όθεν όλοι οι χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοί και Μοναχοί, άφηνον τα κελλία των και έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια, ως και αυτός ο Επίσκοπος της πόλεως, και εκρύπτοντο δια τον επικείμενον κίνδυνον. Τούτο και αι Μοναχαί της Μονής εκείνης ακούσασαι, ηρώτησαν την Ηγουμένην, εάν ήθελε να τας συγχωρήση να αναχωρήσωσιν ολίγον, έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος. Η δε σοφωτάτη Βρυένη ουτω φρονίμως αυταίς απεκρίνατο: «Ακόμη τον πόλεμον δεν είδετε και εδειλιάσατε; Μη, τέκνα μου, σας παρακαλώ· αλλ’ ας αποθάνωμεν δια τον Χριστόν, δια να συζήσωμεν Αυτώ αιωνίως». Ταύτα ακούσασαι αι αδελφαί, τότε μεν εσιώπησαν·τη δε επαύριον μία από αυτάς, Αιθερία ονόματι, είπεν εις τας άλλας. Δια την Φεβρωνίαν δεν μας συγχωρεί η Ηγουμένη να φύγωμεν και δια να μη χάση εκείνην θέλει να απολεσθώμεν όλαι. Προσήλθον λοιπόν όλαι εις την προεστώσαν λέγουσαι: «Συγχώρησόν μας να κρυβώμεν, ότι δεν είμεθα ημείς από τους κληρικούς και από τον Επίσκοπον καλύτεραι. Ηξεύρεις ότι είναι εδώ κορασίδες τινές, και κινδυνεύουν πρώτον μεν να τας μιάνουν οι στρατιώται, δεύτερον δε δεν ημπορούμεν να υπομείνωμεν τα κολαστήρια, και θέλομεν υστερηθή, αι τάλαιναι, και τον μισθόν της ασκήσεως. Λοιπόν, εάν ορίζης, ας πάρωμεν και την Φεβρωνίαν, να κρυβώμεν εις τινα τόπον». Η δε Φεβρωνία απεκρίνατο: «Ζη Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίον ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχήν μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπον τούτον, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότην μου». Η δε Ηγουμένη είπεν αυταίς: «Κάθε μία ηξεύρει το συμφέρον της, και κάμετε όπως θέλετε». Τότε μία προς μίαν εχαιρέτα την προεστώσαν και την Φεβρωνίαν και απήρχοντο. Η δε Πρόκλα, της Φεβρωνίας η σύντροφος, έπεσεν εις τον τράχηλον αυτής λέγουσα. Εύξαι δι’ εμέ, κυρία μου. Η δε απεκρίνατο. Φοβήθητι τον Θεόν καν συ, και μη με αφήσης μόνην, ότι από την ασθένειαν είμαι ακόμη αδύνατη, μη μου τύχη θάνατος, και δεν δύναται η Ηγουμένη ούτε καν να ενταφιάση το σώμα μου. Η δε Πρόκλα έστερξε να μείνη δια την αγάπην της· αλλά πάλιν ύστερον εδειλίασε και έφυγε την νύκτα κρυφίως. Τότε η Ηγουμένη βλέπουσα την γύμνωσιν του μοναστηρίου εισήλθεν εις την Εκλησίαν και έπεσε κατά γης κλαίουσα. Η δε Θωμαϊς την επαρηγόρει να έχη υπομονήν και ο Κύριος θέλει βοηθήσει ως παντοδύναμος. Λέγει η Βρυένη· δεν λυπούμαι δια τον εαυτόν μας· μόνον δια την Φεβρωνίαν πικραίνομαι, και δεν ηξεύρω που να την κρύψω, μη τύχη και την βιάσουν οι μισόχριστοι Έλληνες. Η δε Φεβρωνία, ακούσασα τον θρήνον της Ηγουμένης, ηρώτησε την Θωμαϊδα διατί έκλαιε. Λέγει εκείνη: «Δια σε φοβούμεθα, μη σε εύρη ψυχική τις βλάβη ή συμφορά, και προσεύχου εις τον Κύριον, ότι εάν έλθουν οι στρατιώται του τυράννου να μας πάρουν εις το κριτήριον, ημάς όπου εγηράσαμεν θα θανατώσωσιν, αλλά σε ως περικαλλή νεάνιδα θέλουν κρατήσει, ίνα σε εξαπατήσουν με κολακείας και πανουργίας να φθείρουν την παρθενίαν σου, ή να σε δυναστεύσουν με απειλάς και κολαστήρια να προδώσης και την ευσέβειαν. Όμως πρόσεχε δια την αγάπην του ουρανίου Νυμφίου σου, μη πλανηθής με χρυσόν ή άργυρον ή δια πολύτιμα ιμάτια και άλλα ρευστά και μάταια πράγματα, να προδώσης την τιμήν ή την ευσέβειαν, και ζημιωθής τον μισθόν των αγώνων σου, γενομένη παίγνιον των δαιμόνων· ότι δεν είναι από την παρθενίαν άλλο τιμιώτερον, της οποίας ο μισθός είναι πολύς και αμέτρητος η ανταπόδοσις. Ο δε ουράνιος Νυμφίος χαρίζει εις εκείνους, οι οποίοι τον ποθήσουν και δεν μολυνθώσιν, αθανασίαν αιώνιον. Λοιπόν φυλάγου να μη αθετήσης τους αρραβώνας και την υπόσχεσιν όπου έδωκες· ότι φοβερά είναι η ημέρα της κρίσεως, όταν έκαστος απολανβάνη κατά τα έργα του». Ταύτα η Φεβρωνία ακούσασα, απεκρίθη. «Καλά έκαμες να με νουθετήσης, ότι με τοιαύτα ψυχωφελή παραγγέλματα με εστερέωσες καλύτερα. Πλην εάν ήθελα, έφευγα και εγώ με τας άλλας· αλλ’ επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότην μου, εάν με αξιώση η Χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα». Όταν ήκουσε ταύτα η Βρυένη, ήρχισε και αυτή να την νουθετή ούτω λέγουσα: «Ενθυμήσου, τέκνον μου, πως σε επήρα από την τροφόν σου, όταν ήσουν ακόμη δύο χρόνων, σε ανέθρεψα, σου έμαθα τα γράμματα και σε εφύλαξα ως κόρην οφθαλμού έως σήμερον. Παρακαλώ σε λοιπόν, να μη αφήσης να σε μολύνωσι, να ζημιωθής όλους τους κόπους σου. Ενθυμήσου τους αγίους Μάρτυρας, όπου έλαβον τοσαύτα δεινά και φρικτά κολαστήρια και ούτως έλαβον από τον Δεσπότην Χριστόν της νίκης τον στέφανον, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδία άνηβα. Ενθυμήσου την Λιβύην, της οποίας έκοψαν την κεφαλήν, και της Λεωνίδος, την οποίαν έκαυσαν, και της Ευτροπίης, η οποία με την μητέρα της εμαρτύρησαν, αν και ήτο μόνον χρόνων δώδεκα, όταν επρόσταξεν ο άδικος δικαστής να την τοξεύουν, χωρίς να την δέσουν, δια να δειλιάση τα βέλη και φύγη τον θάνατον· αυτή δε η αείμνηστος υπήκουσεν εις την μητέρα της, και εσταμάτησεν ακίνητος, δεχομένη τας πληγάς των βελών, έως ου εξεψύχησεν. Αυτή λοιπόν, ήτις ήτο παιδίον αμάθητον, έδειξε τόσην ανδρείαν και γενναιότητα, συ δε όπου εδίδασκες άλλας, να νικηθής υπό του εχθρού; Μη γένοιτο». Αυτά και έτερα λέγουσα, ενύκτωσε· το δε πρωϊ, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, έγινεν ειςτην πόλιν ταραχή μεγάλη και σύγχυσις, ότι ο Σελήνος επρόσταξε και έρριψαν εις τας φυλακάς πολλούς χριστιανούς και διαφόρως τους εβασάνισεν. Ανήγγειλαν λοιπόν εις αυτόν τινές Έλληνες δια το γυναικείον Μοναστήριον, ευθύς δε απέστειλε στρατιώτας, να φέρουν όσας εύρουν εις το κριτήριον. Έθραυσαν λοιπόν οι στρατιώται τας θύρας και εισελθόντες εύρον μόνον τας τρεις, στρατιώτης δε τις έσυρε το ξίφος να φονεύση την ηγουμένην. Η δε Φεβρωνία έπεσεν εις τους πόδας αυτών λέγουσα: «Σας εξορκίζω εις τον Θεόν, όστις κατοικεί εις τα ουράνια, να φονεύσετε πρώτον εμέ, δια να μη ίδω τον θάνατον της κυρίας μου». Τότε έφθασε και ο Πρίμος, όστις διώξας τους στρατιώτας έξω ηρώτησε την ηγουμένην, τι έγιναν αι Μοναχαί. Αύτη δε του είπεν ότι εφοβήθησαν και έφυγαν. Λέγει ο Πρίμος: Καλόν θα ήτο να εκρύπτεσθε και σεις, διότι εγώ σας λυπούμαι· και υπάγετε κάπου αλλού, αν στείλη ο ηγεμών άλλους στρατιώτας, ώστε να μη σας εύρωσιν. Ούτως ειπών επέστρεψεν εις το Πραιτώριον, και λέγει προς τον Λυσίμαχον: «Μετέβημεν εις το Μοναστήριον, και είδα μίαν νεάνιδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέραν, και είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος· «έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανόν. Πως λοιπόν να επιβουλευθώ τας δούλας του Χριστού; Σε παρακαλώ λοιπόν να τας διαφυλάξης εις την ευσέβειαν, ώστε να μη πέσουν εις τας χείρας του θείου μου». Εις όμως από τους κακίστους εκείνους στρατιώτας ανήγγειλεν εις τον Σελήνον, λέγων· ευρήκαμεν εις το Μοναστήριον νεάνιδα, ήτις όντως είναι ξένον θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτας να φέρουν την νέαν εις το κριτήριον. Απελθόντες λοιπόν ήρπασαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμόν, και την έσυρον. Η δε ηγουμένη και η Θωμαϊς ήθελον να υπάγουν μετ’ αυτής δια να την νουθετώσιν, αλλά οι στρατιώται δεν επέτρεψαν. Όθεν παρεκάλεσαν αυτούς, να τας αφήσουν να κάμουν προσευχήν προς Κύριον. Και απελθούσαι εις την Εκκλησίαν είπον εις την Φεβρωνίαν ταύτα, δια να την στερεώσουν καλύτερα. «Ιδού, ήδη πορεύεσαι εις τον αγώνα, νύμφη του Ουρανίου Βασιλέως, όστις στέκεται αοράτως και σε φυλάττει, και οι Άγγελοι κρατούσι της νίκης τον στέφανον. Λοιπόν μη φοβηθής τας βασάνους, μη λυπηθής το φθειρόμενον σώμα σου, το οποίον γίνεται αύριον εις τον τάφον άχρηστον και εις βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται· αλλά παράδωσέ το εις μάστιγας και κολαστήρια δια τον Κύριον, δια να ζήσης μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον Παράδεισον. Ιδού ημείς μένομεν εδώ, αλλά δεν θα παύσωμεν προσευχόμεναι προς τον Θεόν υπέρ σου, ίνα σε ενδυναμώση να τελειώσης τον δρόμον της αθλήσεως». Η δε Οσία απεκρίθη λέγουσα: «Ελπίζω εις τον Θεόν, μητέρες μου πνευματικαί, να σας κάμω και εις τούτο υπακοήν, καθώς δεν σας παρήκουσα εις καμμίαν εντολήν ουδέποτε και έχω το θάρρος μου εις τον Χριστόν και εις την αειπάρθενον Θεοτόκον, να δείξω ανδρείον και γενναίον φρόνημα, ώστε να με ίδωσιν οι λαοί και να θαυμάσωσι, λέγοντες. Αληθώς αυτή η φυτεία είναι της μεγάλης Βρυένης ανάθρεμμα. Λοιπόν αφήτε με να υπάγω και εύχεσθε υπέρ εμού». Λέγει η Θωμαϊς: «Ζη Κύριος ο Θεός μου, έρχομαι και εγώ με ανδρικά φορέματα, δια να βλέπω τους αγώνας σου». Ιδούσα τότε η Βρυένη τους στρατιώτας ότι εβιάζοντο, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν λέγουσα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις εφάνης προς την δούλην σου Θέκλαν με το σχήμα του Παύλου και την ενεθάρρυνες, ούτω παραστάσου και φάνηθι και εις ταύτην την ταπεινήν, την ώραν του αγώνος αυτής και δος αυτή βοήθειαν». Ταύτα ειπούσα την ενηγκαλίσθη, την ησπάσθη και την απεχαιρέτησε κλαίουσα. Οι δε στρατιώται επήραν την Αγίαν, την οποίαν ηκολούθει κατόπιν η Θωμαϊς με ανδρικά φορέματα. Αλλά και άλλαι γυναίκες πολλαί κοσμικαί (αι οποίαι επήγαιναν εις το Μοναστήριον και τας εδίδασκεν) ηκολούθησαν τότε, δια να ίδουν τους αγώνας της Αγίας και έτυπτον τα στήθη, οδυνηρώς κλαίουσαι. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία, ως το έμαθεν, έκλαιεν εις τον οίκον της και έλεγε προς τους γονείς της κλαίουσα. Η αδελφή μου και διδάσκαλος Φεβρωνία κρίνεται και εγώ κάθημαι με άνεσιν; Ταύτα λέγουσα κατέπεισε τους γονείς να την αφήσουν, να υπάγη εις το θέατρον. Όθεν παρέλαβεν ως συνοδούς τινάς από τας δούλας της και μετέβη εις το θέατρον δακρύουσα. Αφού συνήχθη λοιπόν πλήθος πολύ εις το θέατρον, έφεραν την Αγίαν, όλοι δε ως είδον αυτήν την εσυμπόνεσαν. Ο δε ηγεμών την ηρώτησε, λέγων. «Εγώ είχα εις τον νουν μου να μη σου ομιλήσω παντελώς, αλλά το κάλλος σου και η ευγένεια του προσώπου σου κατέπαυσαν την πολλήν μου αγανάκτησιν. Λοιπόν όχι ως κατάκριτον σε ερωτώ, αλλ’ ως τέκνον μου αγαπητόν νουθετώ, και σε παρακαλώ να ακούσης τον λόγον μου. Μα τους θεούς, ηρραβωνίσαμεν μίαν πλουσίαν και ωραίαν κόρην του κυρίου μου Λυσιμάχου, εγώ και ο αδελφός μου Άνθιμος, ο πατήρ εκείνου· πλην σήμερον στέργω να λύσω εκείνον τον αρραβώνα, ίνα λάβης συ τούτον ως σύζυγον, όστις είναι ο περικαλλής και ωραιότατος ούτος νεανίας ο συγκάθεδρός μου. Και μη φοβηθής εάν είσαι πτωχή και άπορος από χρήματα, ότι εγώ δεν έχω τέκνα και σας χαρίζω όλον τον πλούτον μου, δια να με έχετε ως πατέρα, να έχης δόξαν αμέτρητον, να σε μακαρίζουν αι γυναίκες όλαι, και ο βασιλεύς αυτός θα σας δώση δώρα αναρίθμητα, όστις υπεσχέθη να κάμη Έπαρχον τον Λυσίμαχον, δεν υπάρχει δε άλλη αξία από ταύτην μεγαλυτέρα. Λοιπόν δος μου καλήν απόκρισιν να χαροποιήσης την ψυχήν μου. Διότι εάν δεν κάμης τον λόγον μου, τρεις ώρας δεν σε αφήνω να ζήσης εις τούτον τον κόσμον». Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω εις τους ουρανούς παστάδα αχειροποίητον, νυμφώνα ακατάλυτον, προίκα την βασιλείαν των ουρανών και Νυμφίον αθάνατον· όθεν δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπον. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζης με κολακείας και απειλάς να με δοκιμάζης, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη, και προστάζει να εκδύσουν την Αγίαν και να την παραστήσουν γυμνήν έμπροσθεν πάντων, δια να εντραπή την ασχημοσύνην της, να ταλανίση την αβουλίαν αυτής και απείθειαν, όταν συλλογισθή από ποίαν λαμπράν δόξαν εις πόσην ατιμίαν κατήντησεν. Όταν λοιπόν εξεγύμνωσαν αυτήν οι στρατιώται και την παρέστησαν ούτω γυμνήν, είπε προς αυτήν ο τύραννος. Βλέπεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και εις πόσην περιέπεσες καταφρόνησιν; Η δε απεκρίνατο. Εις είναι ο Δημιουργός, όστις μας έκαμεν εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Όθεν όχι μόνον υπομένω ταύτην την γύμνωσιν, αλλά και να κόψουν δια τον Χριστόν μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώση η χάρις Του να πάθω δια την αγάπην Του δεινά κολαστήρια. Λέγει τότε ο τύραννος: Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ηξεύρω πως κενοδοξείς δια το κάλλος σου και το έχεις εις έπαινον να σε βλέπωσι. Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου ηξεύρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, και συ με λέγεις αναίσχυντον, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όστις θέλει να πολεμήση εις αγώνα ολύμπιον, δεν παλαίει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός εις τον αγώνα συμπλέκεται, δια να νικήση τον αντίπαλον. Ούτω και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωσιν, δια να πολεμήσω με τον διάβολον τον πατέρα σου. Θυμωθείς τότε ο ηγεμών επρόσταξε να τανύσωσι την Αγίαν τέσσαρες άνδρες, να ανάψουν πυρ κάτωθεν αυτής ίνα φλογίζεται και άνωθεν να την τύπτουν δυνατά εις την ράχιν ανηλεώς έτεροι τέσσαρες άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδεραν ώραν πολλήν οι άσπλαγχνοι, ερράντιζαν άλλοι με έλαιον το πυρ υποκάτω, δια να ανάπτη έτι μάλλον και να την φλογίζη χειρότερον. Ούτω λοιπόν δεινώς βασανιζομένης της Αγίας, εφώναζεν ο λαός, και εδέοντο λέγοντες: Σπλαγχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεάνιδα. Αλλά αυτός ο άσπλαγχνος δεν ηθέλησε· μάλιστα επρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατώτερα. Και όταν είδεν ότι έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και εφαίνετο ως νεκρά, επρόσταξε να την ρίψουν παράμερα. Η δε Θωμαϊς ενόμισεν ότι εξεψύχησεν· όθεν ωλιγοψύχησε και αυτή και έπεσεν εις τους πόδας της Ιερείας, ήτις έλεγε ταύτα κλαίουσα: Ουαί μοι, κυρία μου Φεβρωνία, ότι σήμερον υστερήθηκα της διδασκαλίας σου και ετελεύτησε και η Θωμαϊς δια σε. Ακούσασα δε η Φεβρωνία την φωνήν της Ιερείας, παρεκάλεσε τους στρατιώτας να την περιχύσουν με νερόν εις το πρόσωπον. Όταν δε τούτον εποίησαν, συνήλθεν η Φεβρωνία και εζήτησε να ίδη την Ιερείαν· ο δικαστής όμως δεν ηθέλησε, αλλά την εξήταζε πάλιν ο αλιτήριος λέγων: Πως σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία; Η δε απεκρίνατο· «εγνώρισες με την πρώτην δοκιμήν, ότι, του Χριστού βοηθούντος μοι, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τας βασάνους σου». Τότε πάλιν είπεν ο τύραννος: κρεμάσατέ την εις το ξύλον, και ξεσχίσατε δυνατά τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας, έπειτα καταφλέξατε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά αυτής. Τοσούτον λοιπόν εξέσχισαν την Αγίαν, ώστε έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και το αίμα της έρρεε ποταμηδόν. Έπειτα φέροντες το πυρ κατέκαιον τα σπλάγχνα της. Η δε, ατενίσασα εις τον ουρανόν, έλεγεν: Ελθέ εις την βοήθειάν μου, Κύριε, και μη με παρίδης την δούλην σου. Ταύτα ειπούσα εσιώπησε, διότι εκαίετο υπό του πυρός. Πολλοί δε από τους παρεστώτας έφυγον δια την πολλήν του ηγεμόνος ωμότητα, οι δε επίλοιποι τον παρεκάλουν να την αποσύρουν από το πυρ και επήκουσεν· είπε δηλαδή και έσβυσαν την φωτιάν, αλλά την άφησαν ακόμη κρεμασμένην και την ηρώτα, εκείνη όμως δεν ηδύνατο να αποκριθή. Όθεν καταβιβάσαντες αυτήν την έδεσαν εις τον πάσσαλον, και προσκαλέσας ιατρόν ο τύραννος τον επρόσταξε να κόψη την γλώσσαν της να την καύσουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η δε Αγία εξέβαλεν ευθύς την εύλαλον γλώσσαν της, και ένευσε του ιατρού να την κόψη κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβεν ο ιατρός τον σίδηρον να την κόψη, αλλά ο λαός εφώναξαν, δεόμενοι του ηγεμόνος να τους κάμη την χάριν ταύτην, να την αφήση δια την ώραν. Ο δε ανήμερος επρόσταξε να αφήσουν την γλώσσαν και να ανασπάσουν τους οδόντας της. Ήρχισεν λοιπόν ο ιατρός να εκριζώνη τους οδόντας και όταν εξερρίζωσε τους δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγίαν ωλιγοψύχησεν η Αγία και προστάσσει τον ιατρόν ο τύραννος να παύση, της έδωκε δε βότανον θεραπευτικόν δια να σταματήση η ρύσις του αίματος. Τότε πάλιν την ηρώτα ο τύραννος· «τι λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς»; Η δε απεκρίνατο: Ανάθεμά σε, γέρον τρισκατάρατε· διατί δεν με θανατώνεις το γρηγορώτερον, ίνα απέλθω προς τον ηγαπημένον μου Χριστόν, αλλά εμποδίζεις τον δρόμον μου; Της λέγει ο τύραννος: Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντον γύναιον, και θα ταπεινώσω την αλαζονείαν σου. Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να καύσουν με πυρ το στήθος της. Η δε Αγία, όταν τους έκοπτον, είπε ταύτα: Κύριε ο Θεός μου, ίδε την θλίψιν μου, και ας έλθη η ψυχή μου εις χείρας σου. Τούτον μόνον είπεν, έπειτα εσιώπα. Και όταν έκαυσαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπον του στήθους της και επέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα εις αυτά τα εντόσθια. Οι μεν λοιπόν ορώντες ανεθεμάτιζον τον τύραννον και τους θεούς του, η δε Θωμαϊς και η Ιερεία εμήνυσαν εις την Ηγουμένην τα γενόμενα, δια να μη παύση την προσευχήν της υπέρ της μάρτυρος. Ακούσασα λοιπόν η Βρυένη τον φρικτόν αγώνα της Μάρτυρος, εβόα προς Κύριον λέγουσα: Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει την δούλην σου, και αξίωσόν με να την ίδω τελειωμένην εις την ομολογίαν σου, ίνα συναριθμηθή με τους αγίους σου Μάρτυρας. Ο δε παράνομος τύραννος κατεβίβασε την Αγίαν από τον πάσσαλον, δια να της δώση και άλλην κόλασιν, αλλά αυτή δεν ηδύνατο να σταματήση, ούτε καν να ομιλήση, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρά και άφωνος. Τότε λέγει ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχον: Διατί να απολεσθή αυτή η ωραιοτάτη κόρη ούτως ασπλάγχνως; Ο δε απεκρίνατο: Δια πολλών σωτηρίαν, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθή, ίνα λάβουν και άλλοι πολλοί από ταύτην καλόν υπόδειγμα. Η δε Ιερεία, όταν είδε ότι ο αλιτήριος Σελήνος εσκέπτετο να υποβάλη την Φεβρωνίαν και εις άλλα βασανιστήρια, εστάθη ενώπιον αυτού και τον ύβρισε λέγουσα: Δεν εχόρτασες εις τόσα κακά όπου έκαμες ταύτης της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; Ούτε ενεθυμήθης τα μέλη της μητρός που εθήλασες, ήτις κακώς σε εγέννησεν, αλλά έδειξες τόσην ασπλαγχνίαν εις αυτήν την ταπεινήν; Εύχομαι να μη σε συγχωρήση ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύση εις τούτον τον κόσμον και εις τον μέλλοντα. Ταύτα ακούσας ο άδικος δικαστής εθυμώθη, και επρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικον, ίνα την παιδεύση, διότι τον ύβρισεν. Εκείνη δε εισήρχετο εις το στάδιον χαίρουσα και έλεγε: Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινήν μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας. Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συνεβούλευσαν να μη κακοποιήση δημοσία την Ιερείαν, επειδή όλον το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, και όλη η πόλις, και όλη η πόλις απολείται. Ταύτα ακούσας ο τύραννος, δεν ετόλμησε να πράξη εις αυτήν άλλο τίποτε και μη δυνάμενος να εκδικηθή κατ’ αυτής δια την άνωθεν αιτίαν, επρόσταξε να κόψουν τας χείρας της Φεβρωνίας και τον ένα πόδα δια το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν και τας δύο χείρας της Μάρτυρος. Όταν δε έκοπτε τον πόδα ο δήμιος από τον αστράγαλον, δεν επέτυχεν ο πέλεκυς την άρθρωσιν και την εκτύπησε τρεις φοράς, έως ότου να τον κόψη ο άσπλαγχνος· όθεν όλον το σώμα τής μακαρίας συνεκλονίσθη από τον πόνον. Και επειδή ησθάνετο μεγάλους πόνους και άρρητον κάκωσιν, ήπλωσε και τον άλλον πόδα, και τον έβαλεν εις το ξύλον να τον κόψη και αυτόν, δια να ξεψυχήση και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέπων ο άδικος δικαστής, εσκληρύνθη περισσότερον, λέγων: Βλέπετε πόσην δύναμιν έχει αυτή η αναίσχυντος; Έπειτα είπε προς τον δήμιον: Κόψε τον και αυτόν. Όταν έκοψαν και τον άλλον πόδα, είπε προς τον Σελήνον ο Λυσίμαχος: Ας υπάγωμεν να γευματίσωμεν, και άφες αυτήν την ταλαίπωρον, επειδή τόσας κολάσεις της έδωκες. Ο δε απεκρίνατο: Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώση το πνεύμα της. Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώραν πολλήν, και εψυχορράγει πλέον η Αγία, ηρώτησε τους δημίους λέγων: ακόμη ζη αυτή η τρισκατάρατος; Οι δε είπον: Ναι. Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγίαν της κεφαλήν. Λαβών λοιπόν την σπάθην ο δήμιος και κρατήσας από την κόμην την Αγίαν, έκοψε την τιμίαν της κεφαλήν τη κε’ (25η) του Ιουνίου. Αφού ο παράνομος τύραννος ετελείωσε το θέλημά του υπήγε να φάγη· ο δε Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, και έχυνε δάκρυα από καρδίας δια την Μάρτυρα, την οποίαν δεν αφήκε τους Χριστιανούς να αρπάσουν (οι οποίοι διηγκωνίζοντο ίνα διαμοιρασθώσι το τίμιον λείψανον), αλλά επρόσταξε τους στρατιώτας να το φρουρούν, δια να της κάμη πολλήν τιμήν, να την ενταφιάση σώαν και ανελλιπή εις το άγιον αυτής Μοναστήριον. Ταύτα προστάξας δεν υπήγεν εις το γεύμα, αλλά εκλείσθη εις το δωμάτιόν του, και εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατον. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούσας ότι επικραίνετο ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλ’ έμεινε με πολλήν αδημονίαν περίλυπος. Και περιπατών ανήσυχος από το εν μέρος του παλατίου εις το άλλο, απώλεσε τας φρένας του, και κυττάζων προς τον ουρανόν εξέβαλλε φωνάς ατάκτους και ως ταύρος εμυκάτο, έκαμνε δε σημεία τινά ως των δαιμονιζομένων και εμαίνετο· έπειτα εκτύπησε την κεφαλήν του εις μίαν κολώναν· όθεν ο κακός κακώς εξέψυχε και έδωκε δικαίας δίκας ο άδικος δια την αδικοκρισίαν, την οποίαν κατά της δικαίας κόρης ετέλεσεν. Τότε έγινεν εις το πραιτώριον σύγχυσις, και τρέχοντες όλοι ίνα ίδωσι τον κακόν του θάνατον, επήγε και ο Λυσίμαχος. Και βλέπων τον Σελήνον νεκρόν, ηρώτησε τους στρατιώτας, και του ανήγγειλαν την υπόθεσιν. Τότε ο Λυσίμαχος έσεισε την κεφαλήν του ώραν πολλήν, ταύτα λέγων: Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις εξεδίκησε το δίκαιον αίμα της Φεβρωνίας, όπερ εχύθη αδίκως. Ταύτα ειπών εις επήκοον πάντων, προσεκάλεσε Πρίμον τον κόμητα, και του λέγει: Πρόσταξον ευθύς ξυλουργούς να κάμουν της Φεβρωνίας ένα γλωσσόκομον από ξύλα άσηπτα, και στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά εις την θανήν της Οσιομάρτυρος, επειδή ο θείος μου ετελεύτησε. Και όταν ο κόσμος συναχθή, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώται το άγιον λείψανον να το μεταφέρουν εις το Μοναστήριον της Βρυένης, και μη αφήσης τινά να αρπάση κανέν μέρος του αώματος, ή από τας αγίας σάρκας μέλος μικρότατον· ούτε σκύλον να αφήσης ή άλλο ζώον ακάθαρτον να λείξη ποσώς την γην, όπου εχύθη το τίμιον αίμα της· αλλά και αυτό το χώμα να υπάγης εις το ρηθέν Μοναστήριον. Τότε ο Πρίμος ετέλεσεν όσα επρόσταξεν ο Λυσίμαχος, και εσήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώται το άγιον λείψανον, αυτός δε ο Πρίμος εκράτησε την τιμίαν κεφαλήν, τας χείρας, τους πόδας, και τα άλλα μέλη εις την χλαμύδα του με ευλάβειαν. Και πηγαίνοντες εις το Μοναστήριον συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητον. Φθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιον λείψανον εις την Εκκλησίαν, αφήσας δε ο Πρίμος στρατιώτας να το φυλάττωσι, δια να μη αρπάση τις μέρος εξ αυτού, αυτός μεν έστρεψεν εις τον Λυσίμαχον, η δε Βρυένη ως είδεν ούτω κατακεκομμένον το σώμα της Μάρτυρος, ολιγοψυχήσασα έπεσεν εις την γην, και μετά ώραν πολλήν εσηκώθη και το ενηγκαλίζετο λέγουσα «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερον υστερήθημεν της γλυκυτάτης παρουσίας σου και δεν έχομεν άλλον διδάσκαλον να μας αναγινώσκη τας βίβλους τόσον επιμελέστατα». Τότε ήλθον και αι άλλαι Μοναχαί κλαίουσαι· αλλά πλέον από ταύτας εθρήνει η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκυτάτη μου Φεβρωνία, ποίαν αμοιβήν να σου δώσω, δια την μεγίστην ευεργεσίαν, όπουμου έκαμες να με εξαγάγης από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλήν του όφεως· ας φιλήσω τας πληγάς των αγίων μελών σου, δια των οποίων η ψυχή μου ιάθη· ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμίαν κορυφήν σου, ήτις έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και έτερα περισσότερα έλεγον όλαι αι αδελφαί, έως ου έφθασεν ο καιρός του εσπερινού, όπου είχον τάξιν να αναγινώσκουν την ακολουθίαν των, και τότε μάλλον επλήθυναν όλαι τα δάκρυα λέγουσαι: «Αδελφή Φεβρωνία, ο καιρός της προσευχής έφθασε, και σήκω να αναγνώσης την ακολουθίαν με την εύλαλον γλώσσάν σου». Τότε πάλιν η Θωμαϊς έλεγε ταύτα, πικρώς δακρύουσα: «Ηξεύρομεν όλαι ότι δεν παρέβης καμμίαν εντολήν της Ηγουμένης ουδέποτε, και τώρα διατί δεν μας υπακούεις, ηγαπημένη αδελφή και κυρία μας, να εγερθής να αναγνώσης την ενάτην, κατά το σύνηθες»; Ταύτα λέγουσαι, έγινε θρήνος και σύγχυσις. Και τότε ήνοιξεν την θύραν της Μονής να εισέλθουν, όσοι συνήχθησαν από τα περίχωρα, Ιερείς και μονάζοντες, οίτινες έκαμαν αγρυπνίαν ολονύκτιον ιστάμενοι έως το πρωϊ, με υμνωδίας τω Κυρίω ψάλλοντες. Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα: «Εγώ, ηγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνην του πατρός μου, με όλην την περιουσίαν του, και πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν». Του λέγει ο Πρίμος: «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανόν με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν ομού εις το Μοναστήριον με πλήθος λαού αναρίθμητον, και φέροντες το γλωσσόκομον έθεσαν εις αυτό το τίμιον λείψανον, και έβαλαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα εις τον τόπον του, ήτοι την κεφαλήν, τας χείρας και πόδας, τους δε οδόντας έθεσαν εις το στήθος της, δια να μη λείπη τίποτε· και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις τόπον επίσημον, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριον. Και πολύ πλήθος Ελλήνων επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και ηρνήθησαν τον κόσμον τελείως· ούτε έστρεψαν εις τον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν εις τον Αρχιμανδρίτην Μαρκελλίνον, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωήν των ασκητικώς, με πολιτείαν θεάρεστον. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώται, και ετελείωσαν τον βίον θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμον και εκουρεύθησαν εις το Μοναστήριον, εις το οποίον αφιέρωσαν όλον τον πλούτον των. Η δε μακαρία Ιερεία παρακάλεσε την Βρυένην, λέγουσα: «Δέομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχης αντί της Φεβρωνίας υποτακτικήν ίνα εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλην εις τον Ναόν ιερώς η Ιερεία και τον εστόλισε· και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε και εχρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομον, εις το οποίον εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέραν της εορτής αυτής, όταν έψαλλον αι Μοναχαί την αγρυπνίαν, εφαίνετο και αυτή εις το μέσον αυτών περί το μεσονύκτιον, και έστεκεν εις τον τόπον της, έως την τρίτην ευχήν και την έβλεπον όλαι αι Μοναχαί, αλλά δεν ετόλμα καμμία να την εγγίση ή να την ερωτήσουν ολότελα. Ότι τον πρώτον χρόνον, όπου την είδον, εφοβήθησαν όλαι αι Μοναχαί, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη εφώναξεν· ιδού η Φεβρωνία, το τέκνον μου. Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάση έγινε άφαντος. Όθεν από τότε δεν ετόλμα καμμία να την πλησιάση, μόνον την έβλεπον και έκλαιον από την χαράν εις την τοιαύτην θαυμάσιον οπτασίαν. Ο δε Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζεν εξ χρόνους ναόν περικαλλή εις το όνομα της Φεβρωνίας, και όταν τον ετελείωσε, συνεκάλεσε τους λοιπούς Επισκόπους εις την καθιέρωσιν αυτού. Και τελέσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον τη κε΄ Ιουνίου, οπότε ετελειώθη η Αγία, συνήχθη τόσος λαός, ώστε δεν τους εχώρει η Εκκλησία. Το πρωϊ, όταν ετελείωσαν την Ακολουθίαν, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι εις τοΜοναστήριον, να ζητήσουν το άγιον λείψανον της Αγίας, ίνα το φέρουν εις τον νέον Ναόν, τον οποίον της έκτισαν. Η δε Ηγουμένη και όλαι αι αδελφαί, ως ήκουσαν ταύτα, έπεσαν εις τους πόδας των Επισκόπων μετά δακρύων λέγουσαι: «Ελεήσατέ μας δια τον Κύριον, και μη μας υστερήσετε τοιαύτης παραμυθίας και παρακλήσεως, να μας πάρετε τον θησαυρόν μας». Τότε λέγει προς την Βρυένην ο Επίσκοπος: «Άκουσον, αδελφή. Συ ηξεύρεις καλά πόσον εσπούδασα και εβασανίσθην εξ χρόνους έως σήμερον με πολύν μου κόπον και έξοδον, εις δόξαν της Αγίας Μάρτυρος. Λοιπόν μη θελήσης να μείνη ο κόπος μου άκαρπος». Η δε Ηγουμένη απεκρίνατο: «Εάν αυτό το έργον αρέση της Αγίας και της αγιωσύνης σας, τις είμαι εγώ να το εμποδίσω; Υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την , εάν είναι Θεού θέλημα». Τότε επήγαν οι Αρχιερείς εις τον τάφον της Μάρτυρος, και ανεγίνωσκον τας ευχάς να σηκώσουν το γλωσσόκομον. Η δε Ιερεία εφώναζε λέγουσα: «Ουαί εις ημάς τας ταλαιπώρους, τι ορφανία και θλίψις μάς έρχεται σήμερον, να προδώσωμεν τον μαργαρίτην μας. Τι κάμνεις, κυρία Καθηγουμένη; Δια την Φεβρωνίαν απηρνήθην τον κόσμον όλον και κατέφυγα εις τας χείρας σας, και τώρα να υστερηθώ την εμήν αγαλλίασιν»; Λέγει η Βρυένη: «Τι θλίβεσαι, τέκνον μου; Εάν αρέση της Οσίας, υπάγει· ει δε και δεν είναι Θεού θέλημα, δεν δύνανται να την μεταφέρωσιν». Όταν δε επλήρωσαν την ευχήν οι Επίσκοποι και ήπλωσαν τας χείρας να σηκώσουν το άγιον λείψανον, γίνεται ευθύς εις τον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσον, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλιν όταν επέρασεν ολίγη ώρα και συνήλθον από τον φόβον, εξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν· ότι τοσούτον μέγας και φοβερός σεισμός έγινεν, ώστε εφαίνετο ότι ήθελενα πέση όλη η πόλις. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελεν η Αγία να φύγη από το Μοναστήριον. Όθεν αι μεν αδελφαί της Μονής εχάρησαν, οι δε πολίται ελυπήθησαν και μάλιστα ο ευλαβής Επίσκοπος, οίτινες παρεκάλεσαν την Ηγουμένην να τους δώση καν ένα μέλος από το άγιον λείψανον. Τότε η Βρυένη ήνοιξε το γλωσσόκομον και εξήλθε λάμψις ομοία με ακτίνα ηλίου και αστραπή πυρός από την Αγίαν. Καθώς λοιπόν ήπλωσε την δεξιάν η Βρυένη να πάρη την μίαν χείρα της Μάρτυρος να την δώση εις τον Επίσκοπον, ευθύς η χειρ της Ηγουμένης εμαράνθη και έμεινεν (ω του θαύματος!) ακίνητος, και δεν ηδύνατο να την αποσύρη από το γλωσσόκομον. Όθεν μετά δακρύων εβόα λέγουσα: «Δέομαί σου, Φεβρωνία τέκνον μου, μη μου οργισθής της ταπεινής, αλλά ενθυμήσου τους κόπους μου, και μη παραδειγματίσης το γήρας μου». Τότε λοιπόν εσυγχώρησεν αυτήν η Οσία, και ιάθη η χειρ αυτής. Όθεν επήρε μόνον ένα οδόντα από το στήθος της Μάρτυρος, και τον έδωκεν εις τον Επίσκοπον, τον οποίον επήραν με ευλάβειαν, ψάλλοντες δε όλοι με λαμπάδας και θυμιάματα, και φθάσαντες εις τον νέον Ναόν, τον έθεσαν εις το Άγιον Θυσιαστήριον. Ο δε παντοδύναμος Θεός έδειξε και εκεί τα θαυμάσιά του εις εκείνο το βραχύτατον μέρος του λειψάνου και εγίνοντο τερατουργήματα εξαίσια. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί ανωρθούντο, επεριπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο πανταχού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους εις άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπαύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ αι θαυματουργίαι, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρόν κάμνει εις όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, όστις εδόξασε την πανένδοξον και καλλίνικον αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασεν Αυτόν με τον αγώνα τήςφρικτής εκείνης αθλήσεως, δια της οποίας ηξιώθη τοσαύτης παρρησίας και χάριτος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα και τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου