Ξενία η Αγία Μεγαλομάρτυς του Χριστού εγεννήθη εν έτει 291 εις τας
Καλάμας της Πελοποννήσου. Οι γονείς της ωνομάζοντο Νικόλαος και Δέσποινα, ήσαν
δε Χριστιανοί εκ προγόνων, όχι τόσον επιφανείς και ευγενείς, όσον αυτάρκεις και
ευσεβείς, κατήγοντο δε ούτοι από τα ανατολικά μέρη της Ιταλίας. Εξ αιτίας όμως
των συνεχών και σκληρών κατά τους χρόνους εκείνους διωγμών κατά των Χριστιανών,
κατέφυγον εις την πόλιν των Καλαμών και εγκατεστάθησαν εις τι αγροτικόν κτήμα,
έξω της πόλεως, διότι ο πατήρ της ήτο γεωργός.
Εργαζόμενοι λοιπόν δια των ιδίων των χειρών, δια του ιδρώτος του προσώπου των έτρωγον τον άρτον των. Εκεί απέκτησαν και την χαριτωμένην ταύτην θυγατέρα, την Αγίαν Ξενίαν. Αύτη εκ μικράς ηλικίας εδείκνυεν οποία ήθελε γίνει αργότερον. Διότι αντί να παίζη ατάκτως μετ’ άλλων κορασίων και να ασχολήται εις αργολογίας και ανάρμοστα παιχνίδια, καθώς τούτο κάμνουσι πολλά κοράσια των ημερών μας, παρέμενεν εις την οικίαν πλησίον της μητρός της και μετά προσοχής και ευλαβείας ήκουε τας νουθεσίας και τας καλάς αυτής συμβουλάς. Όταν δε έφθασεν εις ώριμον ηλικίαν, τότε περισσότερον εφάνη η αρετή της φρονήσεως, η οποία έλαμπεν εις την ψυχήν της. Διότι, όσον ηύξανε κατά το σώμα, επί τοσούτον ηύξανε και η μάθησίς της, ως και το εξαιρετικόν αυτής κάλλος. Ήτο δε κατά την μορφήν, η μακαρία, ωραιοτάτη, έφερε κόμην ξανθήν και ούλην, είχε μέτωπον όχι ευρύ, κάτωθεν δε των ωραίων οφρύων της είχεν εξαιρετικώς μεγάλους και ζωηρούς οφθαλμούς, βαθύ γαλανόν χρώμα έχοντας, εις δε τας ωραίας παρειάς της ήνθει πάντοτε το παρθενικόν ερύθημα. Δύο δε λακκίσκοι, εκατέρωθεν των χειλέων αυτής επί των παρειών, εσκόρπιζον χάριν επί του προσώπου της. Ήτο ακόμη κατά το σχήμα ταπεινή, μάλλον υψηλή, κατά την ομιλίαν εύχαρις και απλώς ειπείν, πλήρης αρετών και χάριτος, ώστε ο μετ’ αυτής συναναστρεφόμενος ησθάνετο πολλήν ευφροσύνην. Ουδεμία δε ουδέποτε αργολογία ή κατάκρισις ή ψεύδος εξήρχετο εκ του στόματός της, τα οποία τόσον συχνά συμβαίνουσιν εις τας ημέρας μας. Εξ αιτίας λοιπόν της πτωχείας των και της μακράς εκ της πόλεως αποστάσεως η Ξενία δεν εφοίτησεν εις σχολείον, αλλ’ έμαθεν απλήν ανάγνωσιν, διδαχθείσα παρά της μητρός της, παρά της οποίας ηυχαριστείτο να μανθάνη περί του βίου και των θαυμάτων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ως και διαφόρους προσευχάς, τας οποίας με τόσον ζήλον εδίδασκεν εις αυτήν η καλή και ευσεβής μήτηρ της, την οποίαν η ενάρετος αύτη κόρη ηκολούθει τακτικώτατα κατά τας Κυριακάς και εορτάς μεταβαίνουσαν εις την Εκκλησίαν. Έργον λοιπόν απαραίτητον είχεν η μακαρία Ξενία να στολίζη την ψυχήν αυτής, εκ νεαράς ηλικίας, με νηστείας, εγκράτειαν, σιωπήν, τακτικήν προσευχήν, σεμνότητα ομιλίας, δάκρυα και αγρυπνίας. Εφ’ όσον δε επροχώρει η ηλικία της, ηύξανον συγχρόνως και αι αρεταί της αυταί και άλλαι ακόμη προσετίθεντο. Διότι εδείκνυε μεγάλην συμπάθειαν προς τους πτωχούς, τας χήρας και τα ορφανά. Εάν δε πτωχός τις ήρχετο μέχρι της οικίας των, ζητών ελεημοσύνην, δεν παρέλειπε να προσφέρη εις αυτόν παν ό,τι ηδύνατο και πολλάκις έμενε νήστις η ιδία δια να προσφέρη την τροφήν της εις τους ενδεείς, την πράξιν κάμνουσα αρμόζουσαν προς το όνομά της. Όμως ταύτα βλέπων ο μισόκαλος δαίμων εφθόνησε την εις τας αρετάς πρόοδον της Αγίας και μη υποφέρων να καταπατήται η δύναμίς του ηθέλησε να εγείρη πόλεμον κατ’ αυτής. Νέα λοιπόν ως ήτο και απλοϊκή, εζήτει να την ρίψη, αν ηδύνατο, εις το βάραθρον της αμαρτίας. Αλλά να την πολεμήση κατ’ ευθείαν, εμβάλλων εις την καρδίαν της τον έρωτα και τους σαρκικούς και ακαθάρτους λογισμούς προς νέον τινά, δεν ηδυνήθη. Διότι η Αγία είχε φρόνησιν γεροντικήν και ανδρείαν. Έστησε λοιπόν την παγίδα του με τον εξής τρόπον. Κατά την εποχήν εκείνην ήτο έπαρχος τις εις τας Καλάμας, ονόματι Δομετιανός, άνθρωπος θηριώδης και κακότροπος. Ούτος, ενώ επέστρεφε ποτε εκ του κυνηγίου, συνήντησε τυχαίως την παρθένον Ξενίαν, η οποία την στιγμήν εκείνην επέστρεφεν εκ του αγρού των εις την οικίαν των. Ιδών λοιπόν αυτήν ο Δομετιανός έμεινεν έκθαμβος εκ του κάλλους και της εξαισίας ωραιότητός της και τοσούτον εκυριεύθη υπό σαρκικού προς αυτήν έρωτος, ώστε ελογίσθη, ο άνομος, να την λάβη ως σύζυγον. Όθεν κατέφυγεν εις μάγον τινά του τόπου, επίσημον, ελπίζων δια της μαγικής τέχνης εκείνου να κερδήση τον έρωτα της πανσέμνου Ξενίας. Όμως η Αγία, δια της δυνάμεως του Τιμίου Σταυρού, εφυλάχθη αβλαβής από τον επίβουλον αυτού λογισμόν και ηχρήστευσε πάσαν την δύναμιν του πονηρού. Ο δε Δομετιανός βλέπων, ότι το σατανικόν αυτού σχέδιον απετύγχανε, μετεχειρίσθη την βίαν. Όθεν προστάσσει να φέρωσι την Αγίαν προ αυτού, εις το Διοικητήριον. Ενώ λοιπόν ωδήγουν εκεί την Αγίαν κατά την προσταγήν του τυράννου, αύτη η μακαρία καθ’ οδόν προσηύχετο, επικαλουμένη τον Θεόν εις βοήθειάν της, ίνα της δώση σύνεσιν και δύναμιν, δια να διαφυλάξη μέχρι τέλους την αφοσίωσίν της προς τον Θεόν και να νικήση όλας τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας επρόκειτο να της επιβάλουν και ούτως αξιωθή του στεφάνου των Μαρτύρων. Όταν δε ήλθεν η Αγία εις το Διοικητήριον, ο άρχων επρόσταξε να παρουσιασθή προ αυτού. Τούτου γενομένου την ηρώτησε πως ονομάζεται, πόθεν ήτο και ποία η θρησκεία της. Αύτη δε, σημειώσασα επ’ αυτής το σημείον του Τιμίου Σταυρού, απεκρίθη μετά παρρησίας και θάρρους· «Ονομάζομαι Ξενία, είμαι τέκνον γονέων Χριστιανών εκ της πόλεως ταύτης και εύχομαι ολοψύχως να αξιωθώ να γίνω δούλη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ο οποίος εποίησε τον κόσμον και πάντα τα εν τω κόσμω». Όλοι τότε, όσοι παρευρέθησαν εις το Διοικητήριον, εθαύμαζον, βλέποντες την ωραιότητα της Αγίας και ηπόρουν δια την τόλμην μεθ’ ης απεκρίνετο. Αλλ’ ο τύραννος, την ψυχήν του οποίου απεθηρίωνεν ο έρως και ηύξανεν ο άνομος πόθος, έκρυψε τον θυμόν του και ήρχισε, με τρόπον κολακευτικόν, να λάγη ταύτα προς την Αγίαν· «Ω Ξενία, με την δύναμιν των μεγάλων θεών, θαυμάζω την νεότητά σου και το κάλλος σου, αλλά και εκπλήττομαι δια την σύνεσίν σου. Δια τα χαρίσματά σου λοιπόν αυτά σου δίδω την συμβουλήν να δεχθής να γίνης σύζυγός μου και εγώ θέλω σου δώσει πολλά και πλούσια δώρα, πλούτη αμέτρητα και τιμήν και δόξαν, τα οποία αφθόνως χαρίζουσιν οι αθάνατοι θεοί εις τους τιμώντας αυτούς. Εάν όμως δεν υπακούσης εις την ιδικήν μου θέλησιν, σε αναμένουσι βασανιστήρια και σκληραί τιμωρίαι και τέλος θάνατος φρικτός». Αλλ’ η μακαρία Ξενία ταύτα ακούσασα ουδόλως εταράχθη, μάλιστα δε και με πολλήν τόλμην απεκρίθη· «Μη ελπίζης ματαίως, ότι θέλεις δυνηθή να με χωρίσης από τον Χριστόν μου, είτε με υποσχέσεις είτε με απειλάς βασάνων. Ουδέ είναι δυνατόν να ποθήσω άλλον νυμφίον από τον Χριστόν, πολύ δε περισσότερον άνθρωπον, ο οποίος πιστεύει εις ψευδείς και χειροποιήτους θεούς, οι οποίοι δεν είναι ικανοί ούτε τον εαυτόν των να υπερασπίσουν. Δύνασαι λοιπόν να με τιμωρήσης με οιασδήποτε θελήσης βασάνους. Αλλά γνώριζε, ότι όσον σκληρότερον με βασανίσης, τόσον περισσότερον ελπίζω να με δοξάση ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός εις την μ΄ςλλουσαν μακαριότητα, την αιώνιον ζωήν. Δεν λυπούμαι την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν μου, αφού μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, αλλά παραδίδω με ολόψυχον προθυμίαν το σώμα μου εις θάνατον, χάριν του αθανάτου Θεού και Δεσπότου μου, όπως και Εκείνος δια τας αμαρτίας ημών εσταυρώθη. Μη νομίσης, ω ηγεμών, ότι θέλω αλλάξει γνώμην, διότι δεν υπάρχει ανθρωπίνη δύμαμις ικανή να μεταβάλη τον σκοπόν μου και την ακλόνητον πίστιν μου προς τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον Σωτήρα μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον αναθέτω πάσαν ελπίδα δια την σωτηρίαν μου». Ως ήκουσε ταύτα ο Δομετιανός επληρώθη θυμού και αφού εμηχανεύθη σχέδιον σατανικόν, προστάσσει να μεταφέρωσι την Αγίαν εις θάλαμον τινά σκοτεινόν και να την κλείσωσι εντός αυτού. Εκεί, αφού ενεκλείσθη η Αγία, ύψωσε τον νουν και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και εδέετο εις τον Κύριον να την βοηθήση, ίνα διαφυλάξη μέχρι τέλους ούτω σταθεράν την ομολογίαν αυτής. Την επομένην ήλθεν ο έπαρχος, όστις, έχων αθεράπευτον εν τη καρδία αυτού την επιθυμίαν να λάβη αυτήν ως σύζυγον, έστω και μη στέργουσαν, προσεπάθει και δια της βίας να πείση την άμωμον νύμφην του Χριστού, ελπίζων ο ανίερος ότι τελικώς θα συγκατετίθετο να γίνη σύζυγός του. Οικτρώς όμως ηπατήθη. Διότι η Αγία ηρνήθη και πάλιν με αγανάκτησιν και ύβρισεν αυτόν δια την ελεεινήν διαγωγήν του. Τότε ο εσκοτισμένος τον νουν έπαρχος, πλήρης οργής, ήρπασε την Αγίαν εκ των τριχών της κεφαλής και έσυρεν αυτήν έξω του θαλάμου. Παραδώσας δε αυτήν εις τους φύλακας επρόσταξε να την γυμνώσωσι και να την κρεμάσωσιν επί ξύλου, να αποκόψωσι τους μαστούς της και να κατακαύσωσι τας πληγάς με ανημμένας λαμπάδας, ως επίσης τας πλευράς και όλον το σώμα της Αγίας. Κατακαιομένη λοιπόν η Αγία Μάρτυς υπέμενε το φρικτόν τούτο Μαρτύριον, προσευχομένη δε μετά θερμής καρδίας ταύτα έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Συ γιγνώσκεις ότι δια την αγάπην Σου πάσχω τα δεινά ταύτα και μη εγκαταλείπης με την δούλην Σου, μηδέ αφήσης να με νικήση ο παμμίαρος ούτος και καυχηθή δι’ εμέ, αλλ’ αξίωσόν με να υπομείνω μέχρι τέλους ίνα λάβω τον στέφανον». Και αι μεν σκληραί τιμωρίαι συνεχίζοντο με πολλήν σκληρότητα από τους στρατιώτας του μιαρού επάρχου, η δε Αγία ουδέ τον ελάχιστον πόνον ησθάνετο, διότι παριστάμενος Άγγελος Κυρίου, τον οποίον μόνη η Αγία έβλεπεν, εδρόσιζεν αυτήν, εις τρόπον ώστε απέκαμον καίοντες ταύτην οι στρατιώται του Δομετιανού. Ο δε τύραννος πολλάκις ήλλαξεν αυτούς νομίζων, ότι, επειδή ελυπούντο την Αγίαν, εμετρίαζον την τιμωρίαν. Τέλος ο ασεβής τύραννος επρόσταξε να λύσωσι την Αγίαν και να την φέρωσιν εις τον πρώτον θάλαμον, όχι διότι ησθάνθη συμπάθειαν τινα δια την φρικτήν κατάστασιν εις την οποίαν είχε περιέλθει, αλλά διότι επεθύμει ο αλιτήριος να την βασανίση πάλιν μήπως, μεταμελουμένη η Μάρτυς, δεχθή να γίνη σύζυγός του, αρνουμένη τον Χριστόν. Κατά την νύκτα λοιπόν εκείνην επεκαλείτο η Αγία τον Κύριον εις βοήθειάν της. Και ιδού, περί το μεσονύκτιον, βλέπει φως ουράνιον γλυκύτατον να φωτίζη όλον εκείνον τον θάλαμον, εφάνη δε ο Σωτήρ ενισχύων αυτήν και λέγων· «Μη φοβού, Ξενία, τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, ίνα σε λυτρώση από παντός πειρασμού». Αφού δε εθεράπευσεν αυτήν από πάσης πληγής και παντός πόνου ανελήφθη εις τους ουρανούς. Η δε Αγία Ξένη ηυχαρίστει και εδοξολόγει τον Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Σωτήρα των ψυχών ημών, με ανεκλάλητον αγαλλίασιν και ευφροσύνην. Την πρωϊαν οι στρατιώται έφερον την Αγίαν προ του επάρχου. Ούτος δε, ως είδεν αυτήν υγιά και ουδέν σημείον έχουσα των χθεσινών πληγών της, εθαύμασε και λέγει προς αυτήν· «Βλέπεις, ω Ξενία, πόσον οι μεγάλοι θεοί σε αγαπούν; Δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου εθεράπευσαν τας πληγάς σου και σου εχάρισαν την υγείαν σου. Μη λοιπόν φανής αχάριστος προς αυτούς, αλλά ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών ίνα προσκυνήσης αυτούς και λάβης ακόμη περισσοτέρας χάριτας, παρ’ εμού δε πολλάς δωρεάς». Η δε Αγία απεκρίθη· «Πως είναι δυνατόν οι θεοί σου, ω ηγεμών, οι αναίσθητοι και εκ χειρών ανθρώπων κατεσκευασμένοι, να έχουν τοιαύτην δύναμιν, ώστε εις μίαν νύκτα να με καταστήσουν εντελώς υγιά, ως με βλέπεις; Μάθε λοιπόν, ότι δεν μου εχάρισαν αυτοί την υγείαν μου, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθινός Θεός, τον οποίον εγώ λατρεύω εξ όλης ψυχής και καρδίας. Εκείνος με εθεράπευσεν. Αλλ’ αφού θέλεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους θεούς θέλεις να προσκυνήσω». Ως ήκουσε ταύτα ο Δομετιανός εχάρη, διότι ενόμισεν ότι μετενόησεν η Αγία. Όθεν έφερεν αυτήν εις τον ναόν. Η δε Αγία, ευθύς ως εισήλθεν εις τον ναόν και έφθασεν εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη προς τον αληθή Θεόν, λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ο ουρανού και γης ποιητής, ο επακούων των πιστών σου ικετών, επάκουσόν μου της δούλης Σου εν τη ώρα ταύτη και κρήμνισον και αφάνισον τα άψυχα και ψευδή ταύτα είδωλα, ίνα γνωρίσωσιν οι περιεστώτες, ότι Συ ει ο μόνος αληθινός Θεός». Ταύτα η Αγία προσηύξατο, πριν ή δε τελειώση την προσευχήν της σεισμός μέγας εγένετο και ω του θαύματος! Ευθύς εκρημνίσθησαν πάντα τα είδωλα και συνετρίβησαν εις τεμάχια. Ο δε Δομετιανός, ιδών το θαύμα τούτο, αντί να πιστεύση εις τον αληθινόν Θεόν, έγινεν εκτός εαυτού και επρόσταξε να επαναλάβωσι τας τιμωρίας, καίοντες την Αγίαν με ανημμένας λαμπάδας όπως κατά την προηγουμένην ημέραν, αλλά με περισσοτέραν σκληρότητα. Όμως εις μάτην εκοπίαζεν ο μιαρός, αν και επί ημέρας επανελάμβανε την φρικτήν και απάνθρωπον αυτήν τιμωρίαν. Διότι η Αγία είχε βοηθόν τον Χριστόν, ο οποίος δεν έπαυε να στέλλη την βοήθειάν Του και να ιατρεύη αυτήν, ως και κατά την πρώτην φοράν. Ούτω λοιπόν συνεχώς βασανιζομένη η Αγία Μάρτυς έχαιρε και εδόξαζε τον Θεόν, διότι υπέφερε τοιαύτας τιμωρίας δια το Άγιόν Του όνομα. Ο δε ασύνετος έπαρχος, βλέπων κατησχυμμένος ότι ουδέν επετύγχανεν ούτε ηδύνατο να καταβάλη μίαν απλοϊκήν κόρην, ελογίσθη να τιμωρήση την Αγίαν με άλλας βασάνους, έως ότου αποκάμη και δεχθή να αρνηθή τον Χριστόν και να γίνη σύζυγός του. Επρόσταξε λοιπόν και έφερον άγριον ίππον, όπισθεν του οποίου έδεσαν εκ των ποδών την Αγίαν, ίνα ο ίππος, σύρων αυτήν εις μέρη πετρώδη, καταξεσχίση ταύτην και ούτω αποθάνη σκληρώς. Και ο μεν τύραννος ούτως εσκέπτετο. Τι δε ωκονόμησεν ο πανάγαθος Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, δια να καταισχυνθή ο υπερήφανος έπαρχος και να δοξασθή το όνομα του Χριστού, το οποίον η Αγία εκήρυττε και ωμολόγει μετά παρρησίας; Ακούσατε. Άμα ως έδεσαν τους πόδας της όπισθεν του ίππου και αφέθη ούτος ελεύθερος, αντί να ορμήση και τρέξη, ως ελογίζετο ο τύραννος, δεν εκινήθη και παρ’ όλην την βίαν και τον δαρμόν των στρατιωτών δεν ήθελε να τρέξη και να εκτελέση το πρόσταγμα του Δομετιανού. Ούτος δε αποδίδων την ακινησίαν του ίππου εις την αδράνειαν των στρατιωτών, ανέλαβεν ο ίδιος τα ηνία και παρώρμα μετά μανίας τον ίππον να εκκινήση. Τότε συνέβη τι το αξιοθαύμαστον. Ο ίππος ελάλησε δι’ ανθρωπίνης λαλιάς και επέπληξε τον αναίσθητον έπαρχον δια την ωμότητα και απανθρωπίαν του προς την δούλην του αληθινού Θεού. Ω των υπέρ λόγον θαυμασίων σου, Χριστέ! Ουδείς ας μη απορήση δια το θαύμα τούτο, διότι «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί» (Λουκ. ιη:27). Αυτοστιγμεί δε ελύθησαν παρ’ Αγίου Αγγέλου τα δεσμά της Αγίας, την οποίαν ήγειρεν εκ της γης και έστησεν ορθίαν ο Άγγελος. Η δε Αγία Μάρτυς του Θεού Ξενία εδόξαζε τον Θεόν, τους οφθαλμούς δε εστραμμένους έχουσα προς τον ουρανόν και κινούσα τα χείλη έψαλλεν ύμνους και ευχαριστίας προς τον Πανάγαθον Θεόν, όστις και πάλιν έσωσεν αυτήν εκ τοιούτου κινδύνου και κατήσχυνε τον αλαζόνα Δομετιανόν. Όσοι δε εκ των παρεστώτων είδον το μέγα τούτο θαύμα ανεβόων· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Πολλοί τότε επίστευσαν εις τον Χριστόν και μόνον ο τυφλός κατά τους οφθαλμούς και την ψυχήν Δομετιανός δεν ηδύνατο να πιστεύση. Επρόσταξε λοιπόν να ρίψουν την Αγίαν εις την φυλακήν, εις την οποίαν έμεινε κατ’ εκείνην την ημέραν και καθ’ όλην την νύκτα νήστις και προσευχομένη. Είχε παρέλθει το μεσονύκτιον, ότε αίφνης εφωτίσθη ο θάλαμος, εντός του οποίου ήτο κεκλεισμένη η Αγία, υπό θείου φωτός και πριν προφθάση αύτη να συνέλθη εκ της εκπλήξεως, εμφανίζεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εν μέσω πολλών και λαμπροφόρων Αγίων Αγγέλων, λέγων προς την Αγίαν· «Χαίρε Ξενία, δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας και παρείδες πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και αγάλλου, διότι έφθασεν η ημέρα να λάβης τον στέφανον της νίκης και να εισέλθης εστολισμένη ομού μετά των φρονίμων παρθένων εις την ουράνιον παστάδα του Νυμφίου σου και Βασιλέως. Μέλλει συντόμως ο αγών σου να λάβη αίσιον τέλος». Μετά δε τους λόγους τούτους ο μεν Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς μετά των Αγίων Αγγέλων, ο δε θάλαμος εκείνος επληρώθη υπό αρρήτου ευωδίας, ενώ η Αγία με αγαλλίασιν ψυχής και έκθαμβος προ του θείου οράματος εδόξαζε τον Κύριον, διότι την ηξίωσεν να αγωνισθή και να προσφέρη την ζωήν της δια την αγάπην Του. Την επαύριον ο Δομετιανός επρόσταξε και ωδήγησαν την Αγίαν ενώπιόν του. Θέλων δε να δοκιμάση άλλην μίαν φοράν, εάν θα κατώρθωνε να απομακρύνη την Αγίαν από την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήρχισε με κολακείας να λέγη προς αυτήν· «Δεν έρχεται εις τον νουν μου, ω Ξενία, να επιμένης ακόμη εις την προτέραν σου ανόητον γνώμην. Εάν λοιπόν θελήσης να θυσιάσης εις τους αθανάτους θεούς και στέρξης να γίνης σύζυγός μου, το μέλλον θα είναι λαμπρόν δια σε, θέλω δε σε καταστήσει πανευτυχή και βασίλισσάν μου». Προς ταύτα η Αγία απήντησε· «Μη πιστεύης ότι με τοιαύτας υποσχέσεις και ψευδείς κολακείας, ω ηγεμών, θα νικήσης την ακλόνητον πίστιν μου και την απόφασίν μου να μη αρνηθώ ποτέ τον Χριστόν μου. Γνώριζε δε καλώς, όπως αρκετά επείσθης έως τώρα, ότι ούτε πυρ, ούτε θάλασσα ούτε ξίφος ούτε άλλη τις βάσανος με φοβίζει. Λοιπόν, μη κοπιάζης αδίκως. Αλλά εκείνο το οποίον θέλεις, πράξρ το συντομώτερον, διότι ούτω ταχύτερον θα με ενώσης με τον Σωτήρα μου Χριστόν». Εκ των λόγων τούτων της Αγίας επείσθη ο Δομετιανός, ότι τίποτε πλέον δεν κατορθώνει. Απεφάσισε λοιπόν να θανατώση την Αγίαν και εξέδωκε κατ’ αυτής την εξής απόφασιν· «Επειδή η Ξενία απηρνήθη τους ιδικούς μας θεούς και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν, προστάσσω να αποθάνη δια ξίφους, να αφαιρεθή και αχθή επί πινακίου η τόσον σκληρά και ανάλγητος καρδία της, το δε σώμα της, αφού κοπή εις λεπτά τεμάχια, να ριφθή μετά πίσσης εις το πυρ και να κατακαή». Και ο μεν έπαρχος ταύτα επρόσταξεν. Οι δε στρατιώται, παραλαβόντες την Αγίαν, έφερον αυτήν έξω της πόλεως εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί η Αγία παρεκάλεσε τον στρατιώτην, όστις θα εξετέλει την διαταγήν του τυράννου, έως ότου ετοιμάσωσι τα προς σφαγήν και καύσιν χρειώδη, να την αφήση να προσευχηθή. Εκείνος δε της επέτρεψε. Τότε η Αγία Ξενία, κλίνασα τα γόνατα, ύψωσε τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Συ όστις με ελύτρωσες από του αποστάτου Δομετιανού και πάντα τα τεχνάσματα και τας σκέψεις του εματαίωσας, Συ όστις με διεφύλαξες και με έσωσες από τον συρμόν των ίππων με την δύναμιν του Σταυρού Σου, Συ όστις με ενίσχυσες να νικήσω τον πολυμήχανον αόρατον εχθρόν, εν όσω εκράτει το Μαρτύριόν μου, Συ, Δέσποτα, καθάρισον την ψυχήν μου από τον ρύπον της αμαρτίας και λύτρωσόν με από τον βυθόν της απωλείας, ενώ απέρχομαι από τον φθαρτόν τούτον κόσμον και προσδεχόμενος την μετάνοιάν μου καθαράν, οδήγησόν με προ του θείου και φρικτού Σου βήματος. Δόξασον το όνομά Σου το Άγιον και ενίσχυσόν με κατά την ώραν ταύτην της τελειώσεώς μου εναντίον των ορατών και αοράτων εχθρών μου. Μνήσθητι, Κύριε, των επικαλουμένων Σε μετά πίστεως δι’ εμού της δούλης Σου Ξενίας και εις πάντας τους το Μαρτύριόν μου ενθυμουμένους δώριζε βοήθειαν και σωτηρίαν ψυχής. Όπως δε διέλυσας τας κατ’ εμού μαγείας του ασεβούς επάρχου και εξ αυτών διεφύλαξάς με άθικτον, ούτως εξαφάνισον, Δέσποτα Κύριε, και εκ παντός παρά Σου αιτούντος βοήθειαν, δι’ εμού της ταπεινής Σου δούλης, πάσαν γοητείαν ή μαγγανείαν, πάσαν φαρμακείαν ή τεχνάσματα, πάσαν βασκανίαν ή αστρομαντείαν γενομένην εις οιονδήποτε τόπον και εις παν έμψυχον ον ή και άψυχον ή εις τον αέρα ή εις την γην ή υποκάτω του εδάφους ή ακόμη και εις αυτά τα ύδατα των ποταμών, των λιμνών, των φρεάτων και των θαλασσών και όπως ο άνεμος παρασύρει το χώμα από το πρόσωπον της γης, κατά τον ίδιον τρόπον ας λυθώσι τα έργα της μαγείας των φθονερών ανθρώπων, όπου και αν ευρίσκωνται και με οποιονδήποτε σημείον ή όργανον ή ύλην είναι κατεσκευασμένα και με οποιονδήποτε αριθμόν ηριθμήθησαν και αστερισμόν κατωνομάσθησαν και είτε ημέραν είτε νύκτα, εις το φως ή εις το σκότος εμνημονεύθησαν. Μνήσθητι, Κύριε, και των επιτελούντων την μνήμην της τελειώσεώς μου και αντάμειψον αυτούς δια των πλουσίων σου χαρισμάτων. Επάκουσον δε αυτών εν ώρα δεήσεως, εις δόξαν του Αγίου ονόματός Σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα ως είπεν η Αγία προσευχομένη, φωνή ηκούσθη αοράτως, ως βροντή ισχυρά, λέγουσα· «Επήκουσα της δεήσεώς σου, Ξενία, και ως εζήτησας θέλω πράξει». Τότε η Αγία μετά χαράς ένευσεν εις τον έμφοβον εκ της βροντής δήμιόν της να εκτελέση την προσταγήν του αυθέντου του, κλίνασα τον αυχένα, ίνα ευκολώτερον δεχθή το κτύπημα του ξίφους. Ο δε στρατιώτης μετά φόβου απέτεμε την κεφαλήν αυτής την γ΄ (3ην) Μαϊου του έτους τιη΄ (318) μετά Χριστόν. Και η μεν ολόφωτος αυτής ψυχή ανήλθεν εις τας αιωνίους μονάς συνευφραινομένη μετά των άλλων Αγίων γυναικών και Μαρτύρων, το δε σεβάσμιον αυτής σώμα ετεμάχισαν οι στρατιώται, εκτελούντες την προσταγήν του βδελυρού αυθέντου των, αφού πρώτον αφήρεσαν την καρδίαν αυτής την οποίαν έφερον επί πινακίου εις τον μιαρόν έπαρχον, όπως αυτός είχε προστάξει. Έπειτα ήναψαν μεγάλην πυράν και έρριψαν επ’ αυτής το τεμαχισθέν σώμα της Αγίας μετά πίσσης. Τούτο δε, καιόμενον, εξέπεμπεν άρρητον ευωδίαν, εις απόδειξιν της εν αυτώ θείας Χάριτος. Τελείως δε έκαυσαν αυτό, ίνα μη τι απομείνη εκ των αγίων Λειψάνων και λάβωσιν αυτό δι’ ευλογίαν οι Χριστιανοί. Και αυτόν μεν ετιμώρησεν η θεία δίκη δια την απανθρωπίαν και την ασέβειάν του. Διότι, ημέραν τινά, ενώ εξήρχετο εις κυνήγιον, κεραυνός πεσών απηνθράκωσεν αυτόν. Χριστιανοί δε τυχόντες κατά την ώραν της τελειώσεως και καύσεως των ιερών της Αγίας Λειψάνων και μόνον εκ της τέφρας λαβόντες μετά πίστεως εθεραπεύθησαν εξ ανιάτων νόσων επί μακρόν κατεχόμενοι, δια πρεσβειών της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ξενίας. Ούτως η φήμη της Αγίας ηπλώθη εις πάσαν την Πελοπόννησον και την άλλην Ελάδα. Πολλά δε άλλα θαυμάσια και παράδοξα ετελέσθησαν εις εκείνους οίτινες επεκαλέσθησαν την βοήθειαν αυτής και συνεχώς τελούνται μέχρι σήμερον εις τους μετά πίστεως καταφεύγοντας προς αυτήν και επικαλουμένους το τίμιον αυτής όνομα. Διηγούμεθα όθεν τινά εξ αυτών εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού και προς ωφέλειαν της αγάπης σας. Κατ’ εκείνον τον καιρόν γυνή τις, εκ Πατρών, ευλαβής, Μαρία ονομαζομένη, προσεβλήθη υπό σοβαράς ασθενείας, οι δε ιατροί εις τους οποίους είχε καταφύγει δεν ηδύναντο να ορίσουν την ασθένειαν ουδέ να την θεραπεύσουν. Ούτω ευρίσκετο κατάκοιτος επί πολλούς μήνας. Δεν έπαυσεν όμως αύτη η ευσεβής να επικαλήται την βοήθειαν του Κυρίου και των Αγίων Αυτού. Ήλθε δε προς επίσκεψιν της ασθενούσης και η εξαδέλφη του συζύγου της εκ Καλαμών της Πελοποννήσου. Αύτη, όταν είδε την ελεεινήν θέσιν της και έμαθεν ότι οι ιατροί ήσαν ανίκανοι να την βοηθήσουν, ενεθυμήθη την θαυματουργόν Αγίαν της πατρίδος της, την Μεγαλομάρτυρα Ξενίαν, και συνεβούλευσε την ασθενούσαν να καταφύγη υπό την προστασίαν της και να ζητήση την βοήθειαν αυτής. Ως ήκουσε τούτο η ασθενής, εδέετο προς την Αγίαν νύκτα και ημέραν μετά δακρύων, ίνα την θεραπεύση. Μίαν νύκτα, μετά κρίσιμον κατάστασιν της ασθενείας της, ότε και θερμότερον προσηύχετο, βλέπει καθ’ ύπνον την Αγίαν, ήτις είπε προς αυτήν· «Το πάθος σου δεν ημπορούν να το θεραπεύσουν οι ιατροί. Άνθρωποι κακοί σε έχουν δεμένην. Αλλά αν θελήσης να με συναντήσης, θα λυθής από την ασθένειάν σου και θα θεραπευθής. Ονομάζομαι Ξενία». Εξύπνησε τότε περιχαρής η γυνή και διηγήθη το όνειρον εις τον σύζυγόν της. Τότε ούτος, χωρίς χρονοτριβήν, μετέφερεν αυτήν εις τον νεόδμητον Ναόν, τον τιμώμενον επ’ ονόματι της Αγίας, όπου, ασπασθείσα την εικόνα της Αγίας, ανεγνώρισε ταύτην. Ενώπιον δε της εικόνος εδέετο προς την Αγίαν μετά θερμής πίστεως και βαθείας κατανύξεως. Την τρίτην ημέραν εφάνη πάλιν η Αγία καθ’ ύπνον εις την ασθενή, ως να ελάμβανεν έλαιον εκ της κανδήλας της εικόνος της και ήλειφε δι’ αυτού το σώμα της. Έλεγε δε ταύτα· «Δόξασον, ω γύναι, τον Θεόν, όστις σου εδώρησε την υγείαν σου. Ύπαγε τώρα εις τον οίκον σου». Και, ω του θαύματος! Ηγέρθη περιχαρής η ασθενούσα γυνή και ησθάνθη εαυτήν τελείως υγιά. Εδόξασε τότε μετά περισσοτέρας ευσεβείας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και την Αγίαν Μεγαλομάρτυρα Ξενίαν, ήτις έσωσεν αυτήν από βέβαιον και οδυνηρόν θάνατον. Επί Φραγκοκρατίας εθεράπευσεν η Αγία και τον υιόν γεωργού τινος πάσχοντα εκ σεληνιασμού διότι ούτος, οσάκις ηνωχλείτο υπό του δαίμονος, έκραζεν· «Η Αγία Ξενία με παιδεύει». Εκ τούτου οδηγηθέντες ο πατήρ και η μήτηρ αυτού εδέοντο εις την Αγίαν μετά πίστεως να σώση το τέκνον αυτών. Η δε φιλεύσπλαγχνος Μάρτυς εφάνη καθ’ ύπνον εις την μητέρα του ασθενούς και την συνεβούλευσε να καταφύγη εις τον Ιερέα της ενορίας υποσχομένη ότι θα βοηθήση και εκείνη να θεραπευθή το τέκνον της. Ως δε εξύπνησεν η μήτηρ, αμέσως συνεμορφώθη προς ό,τι την συνεβούλευσεν η Αγία και εντός ολίγου εθεραπεύθη ο υιός της απαλλαγείς τελείως από της φοβεράς εκείνης νόσου. Κατά παρόμοιον τρόπον ιάθη και άλλος τις παράλυτος κατά τους πόδας, ονόματι Νικόλαος, όστις ταπεινώς και μετά πίστεως επεκαλέσθη την θαυματουργόν Αγίαν Μεγαλομάρτυρα. Νεαρά δε γυνή πάσχουσα εκ παραλύσεως του προσώπου ιάθη τελείως, ευθύς ως μετά θερμής πίστεως εζήτησε την βοήθειαν της Αγίας. Όθεν, ευσεβείς και φιλόχριστοι ακροαταί, ας προσφεύγωμεν μετά πίστεως εις την Αγίαν Ξενίαν, δια πάσαν στενοχωρίαν και προ πάντων δι’ εκείνας τας ασθενείας τας οποίας έλαβε την χάριν του Θεού να βοηθή και να θεραπεύη. Διότι πολλούς εθεράπευσε δια της υπό του Θεού δωρηθείσης προς αυτήν Χάριτος, πάσχοντας εκ σεληνιασμού, νοσημάτων της καρδίας, ασθενείας των νεύρων, εξανθημάτων και εκ μαγγανειών των φθονερών, τας οποίας λύει η Αγία, ως επικαλεσθώμεν ταύτην εν πίστει και ευσεβεία. Όπως η ιδία εσώθη εξ αυτών δια του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
Εργαζόμενοι λοιπόν δια των ιδίων των χειρών, δια του ιδρώτος του προσώπου των έτρωγον τον άρτον των. Εκεί απέκτησαν και την χαριτωμένην ταύτην θυγατέρα, την Αγίαν Ξενίαν. Αύτη εκ μικράς ηλικίας εδείκνυεν οποία ήθελε γίνει αργότερον. Διότι αντί να παίζη ατάκτως μετ’ άλλων κορασίων και να ασχολήται εις αργολογίας και ανάρμοστα παιχνίδια, καθώς τούτο κάμνουσι πολλά κοράσια των ημερών μας, παρέμενεν εις την οικίαν πλησίον της μητρός της και μετά προσοχής και ευλαβείας ήκουε τας νουθεσίας και τας καλάς αυτής συμβουλάς. Όταν δε έφθασεν εις ώριμον ηλικίαν, τότε περισσότερον εφάνη η αρετή της φρονήσεως, η οποία έλαμπεν εις την ψυχήν της. Διότι, όσον ηύξανε κατά το σώμα, επί τοσούτον ηύξανε και η μάθησίς της, ως και το εξαιρετικόν αυτής κάλλος. Ήτο δε κατά την μορφήν, η μακαρία, ωραιοτάτη, έφερε κόμην ξανθήν και ούλην, είχε μέτωπον όχι ευρύ, κάτωθεν δε των ωραίων οφρύων της είχεν εξαιρετικώς μεγάλους και ζωηρούς οφθαλμούς, βαθύ γαλανόν χρώμα έχοντας, εις δε τας ωραίας παρειάς της ήνθει πάντοτε το παρθενικόν ερύθημα. Δύο δε λακκίσκοι, εκατέρωθεν των χειλέων αυτής επί των παρειών, εσκόρπιζον χάριν επί του προσώπου της. Ήτο ακόμη κατά το σχήμα ταπεινή, μάλλον υψηλή, κατά την ομιλίαν εύχαρις και απλώς ειπείν, πλήρης αρετών και χάριτος, ώστε ο μετ’ αυτής συναναστρεφόμενος ησθάνετο πολλήν ευφροσύνην. Ουδεμία δε ουδέποτε αργολογία ή κατάκρισις ή ψεύδος εξήρχετο εκ του στόματός της, τα οποία τόσον συχνά συμβαίνουσιν εις τας ημέρας μας. Εξ αιτίας λοιπόν της πτωχείας των και της μακράς εκ της πόλεως αποστάσεως η Ξενία δεν εφοίτησεν εις σχολείον, αλλ’ έμαθεν απλήν ανάγνωσιν, διδαχθείσα παρά της μητρός της, παρά της οποίας ηυχαριστείτο να μανθάνη περί του βίου και των θαυμάτων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ως και διαφόρους προσευχάς, τας οποίας με τόσον ζήλον εδίδασκεν εις αυτήν η καλή και ευσεβής μήτηρ της, την οποίαν η ενάρετος αύτη κόρη ηκολούθει τακτικώτατα κατά τας Κυριακάς και εορτάς μεταβαίνουσαν εις την Εκκλησίαν. Έργον λοιπόν απαραίτητον είχεν η μακαρία Ξενία να στολίζη την ψυχήν αυτής, εκ νεαράς ηλικίας, με νηστείας, εγκράτειαν, σιωπήν, τακτικήν προσευχήν, σεμνότητα ομιλίας, δάκρυα και αγρυπνίας. Εφ’ όσον δε επροχώρει η ηλικία της, ηύξανον συγχρόνως και αι αρεταί της αυταί και άλλαι ακόμη προσετίθεντο. Διότι εδείκνυε μεγάλην συμπάθειαν προς τους πτωχούς, τας χήρας και τα ορφανά. Εάν δε πτωχός τις ήρχετο μέχρι της οικίας των, ζητών ελεημοσύνην, δεν παρέλειπε να προσφέρη εις αυτόν παν ό,τι ηδύνατο και πολλάκις έμενε νήστις η ιδία δια να προσφέρη την τροφήν της εις τους ενδεείς, την πράξιν κάμνουσα αρμόζουσαν προς το όνομά της. Όμως ταύτα βλέπων ο μισόκαλος δαίμων εφθόνησε την εις τας αρετάς πρόοδον της Αγίας και μη υποφέρων να καταπατήται η δύναμίς του ηθέλησε να εγείρη πόλεμον κατ’ αυτής. Νέα λοιπόν ως ήτο και απλοϊκή, εζήτει να την ρίψη, αν ηδύνατο, εις το βάραθρον της αμαρτίας. Αλλά να την πολεμήση κατ’ ευθείαν, εμβάλλων εις την καρδίαν της τον έρωτα και τους σαρκικούς και ακαθάρτους λογισμούς προς νέον τινά, δεν ηδυνήθη. Διότι η Αγία είχε φρόνησιν γεροντικήν και ανδρείαν. Έστησε λοιπόν την παγίδα του με τον εξής τρόπον. Κατά την εποχήν εκείνην ήτο έπαρχος τις εις τας Καλάμας, ονόματι Δομετιανός, άνθρωπος θηριώδης και κακότροπος. Ούτος, ενώ επέστρεφε ποτε εκ του κυνηγίου, συνήντησε τυχαίως την παρθένον Ξενίαν, η οποία την στιγμήν εκείνην επέστρεφεν εκ του αγρού των εις την οικίαν των. Ιδών λοιπόν αυτήν ο Δομετιανός έμεινεν έκθαμβος εκ του κάλλους και της εξαισίας ωραιότητός της και τοσούτον εκυριεύθη υπό σαρκικού προς αυτήν έρωτος, ώστε ελογίσθη, ο άνομος, να την λάβη ως σύζυγον. Όθεν κατέφυγεν εις μάγον τινά του τόπου, επίσημον, ελπίζων δια της μαγικής τέχνης εκείνου να κερδήση τον έρωτα της πανσέμνου Ξενίας. Όμως η Αγία, δια της δυνάμεως του Τιμίου Σταυρού, εφυλάχθη αβλαβής από τον επίβουλον αυτού λογισμόν και ηχρήστευσε πάσαν την δύναμιν του πονηρού. Ο δε Δομετιανός βλέπων, ότι το σατανικόν αυτού σχέδιον απετύγχανε, μετεχειρίσθη την βίαν. Όθεν προστάσσει να φέρωσι την Αγίαν προ αυτού, εις το Διοικητήριον. Ενώ λοιπόν ωδήγουν εκεί την Αγίαν κατά την προσταγήν του τυράννου, αύτη η μακαρία καθ’ οδόν προσηύχετο, επικαλουμένη τον Θεόν εις βοήθειάν της, ίνα της δώση σύνεσιν και δύναμιν, δια να διαφυλάξη μέχρι τέλους την αφοσίωσίν της προς τον Θεόν και να νικήση όλας τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας επρόκειτο να της επιβάλουν και ούτως αξιωθή του στεφάνου των Μαρτύρων. Όταν δε ήλθεν η Αγία εις το Διοικητήριον, ο άρχων επρόσταξε να παρουσιασθή προ αυτού. Τούτου γενομένου την ηρώτησε πως ονομάζεται, πόθεν ήτο και ποία η θρησκεία της. Αύτη δε, σημειώσασα επ’ αυτής το σημείον του Τιμίου Σταυρού, απεκρίθη μετά παρρησίας και θάρρους· «Ονομάζομαι Ξενία, είμαι τέκνον γονέων Χριστιανών εκ της πόλεως ταύτης και εύχομαι ολοψύχως να αξιωθώ να γίνω δούλη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ο οποίος εποίησε τον κόσμον και πάντα τα εν τω κόσμω». Όλοι τότε, όσοι παρευρέθησαν εις το Διοικητήριον, εθαύμαζον, βλέποντες την ωραιότητα της Αγίας και ηπόρουν δια την τόλμην μεθ’ ης απεκρίνετο. Αλλ’ ο τύραννος, την ψυχήν του οποίου απεθηρίωνεν ο έρως και ηύξανεν ο άνομος πόθος, έκρυψε τον θυμόν του και ήρχισε, με τρόπον κολακευτικόν, να λάγη ταύτα προς την Αγίαν· «Ω Ξενία, με την δύναμιν των μεγάλων θεών, θαυμάζω την νεότητά σου και το κάλλος σου, αλλά και εκπλήττομαι δια την σύνεσίν σου. Δια τα χαρίσματά σου λοιπόν αυτά σου δίδω την συμβουλήν να δεχθής να γίνης σύζυγός μου και εγώ θέλω σου δώσει πολλά και πλούσια δώρα, πλούτη αμέτρητα και τιμήν και δόξαν, τα οποία αφθόνως χαρίζουσιν οι αθάνατοι θεοί εις τους τιμώντας αυτούς. Εάν όμως δεν υπακούσης εις την ιδικήν μου θέλησιν, σε αναμένουσι βασανιστήρια και σκληραί τιμωρίαι και τέλος θάνατος φρικτός». Αλλ’ η μακαρία Ξενία ταύτα ακούσασα ουδόλως εταράχθη, μάλιστα δε και με πολλήν τόλμην απεκρίθη· «Μη ελπίζης ματαίως, ότι θέλεις δυνηθή να με χωρίσης από τον Χριστόν μου, είτε με υποσχέσεις είτε με απειλάς βασάνων. Ουδέ είναι δυνατόν να ποθήσω άλλον νυμφίον από τον Χριστόν, πολύ δε περισσότερον άνθρωπον, ο οποίος πιστεύει εις ψευδείς και χειροποιήτους θεούς, οι οποίοι δεν είναι ικανοί ούτε τον εαυτόν των να υπερασπίσουν. Δύνασαι λοιπόν να με τιμωρήσης με οιασδήποτε θελήσης βασάνους. Αλλά γνώριζε, ότι όσον σκληρότερον με βασανίσης, τόσον περισσότερον ελπίζω να με δοξάση ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός εις την μ΄ςλλουσαν μακαριότητα, την αιώνιον ζωήν. Δεν λυπούμαι την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν μου, αφού μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, αλλά παραδίδω με ολόψυχον προθυμίαν το σώμα μου εις θάνατον, χάριν του αθανάτου Θεού και Δεσπότου μου, όπως και Εκείνος δια τας αμαρτίας ημών εσταυρώθη. Μη νομίσης, ω ηγεμών, ότι θέλω αλλάξει γνώμην, διότι δεν υπάρχει ανθρωπίνη δύμαμις ικανή να μεταβάλη τον σκοπόν μου και την ακλόνητον πίστιν μου προς τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον Σωτήρα μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον αναθέτω πάσαν ελπίδα δια την σωτηρίαν μου». Ως ήκουσε ταύτα ο Δομετιανός επληρώθη θυμού και αφού εμηχανεύθη σχέδιον σατανικόν, προστάσσει να μεταφέρωσι την Αγίαν εις θάλαμον τινά σκοτεινόν και να την κλείσωσι εντός αυτού. Εκεί, αφού ενεκλείσθη η Αγία, ύψωσε τον νουν και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και εδέετο εις τον Κύριον να την βοηθήση, ίνα διαφυλάξη μέχρι τέλους ούτω σταθεράν την ομολογίαν αυτής. Την επομένην ήλθεν ο έπαρχος, όστις, έχων αθεράπευτον εν τη καρδία αυτού την επιθυμίαν να λάβη αυτήν ως σύζυγον, έστω και μη στέργουσαν, προσεπάθει και δια της βίας να πείση την άμωμον νύμφην του Χριστού, ελπίζων ο ανίερος ότι τελικώς θα συγκατετίθετο να γίνη σύζυγός του. Οικτρώς όμως ηπατήθη. Διότι η Αγία ηρνήθη και πάλιν με αγανάκτησιν και ύβρισεν αυτόν δια την ελεεινήν διαγωγήν του. Τότε ο εσκοτισμένος τον νουν έπαρχος, πλήρης οργής, ήρπασε την Αγίαν εκ των τριχών της κεφαλής και έσυρεν αυτήν έξω του θαλάμου. Παραδώσας δε αυτήν εις τους φύλακας επρόσταξε να την γυμνώσωσι και να την κρεμάσωσιν επί ξύλου, να αποκόψωσι τους μαστούς της και να κατακαύσωσι τας πληγάς με ανημμένας λαμπάδας, ως επίσης τας πλευράς και όλον το σώμα της Αγίας. Κατακαιομένη λοιπόν η Αγία Μάρτυς υπέμενε το φρικτόν τούτο Μαρτύριον, προσευχομένη δε μετά θερμής καρδίας ταύτα έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Συ γιγνώσκεις ότι δια την αγάπην Σου πάσχω τα δεινά ταύτα και μη εγκαταλείπης με την δούλην Σου, μηδέ αφήσης να με νικήση ο παμμίαρος ούτος και καυχηθή δι’ εμέ, αλλ’ αξίωσόν με να υπομείνω μέχρι τέλους ίνα λάβω τον στέφανον». Και αι μεν σκληραί τιμωρίαι συνεχίζοντο με πολλήν σκληρότητα από τους στρατιώτας του μιαρού επάρχου, η δε Αγία ουδέ τον ελάχιστον πόνον ησθάνετο, διότι παριστάμενος Άγγελος Κυρίου, τον οποίον μόνη η Αγία έβλεπεν, εδρόσιζεν αυτήν, εις τρόπον ώστε απέκαμον καίοντες ταύτην οι στρατιώται του Δομετιανού. Ο δε τύραννος πολλάκις ήλλαξεν αυτούς νομίζων, ότι, επειδή ελυπούντο την Αγίαν, εμετρίαζον την τιμωρίαν. Τέλος ο ασεβής τύραννος επρόσταξε να λύσωσι την Αγίαν και να την φέρωσιν εις τον πρώτον θάλαμον, όχι διότι ησθάνθη συμπάθειαν τινα δια την φρικτήν κατάστασιν εις την οποίαν είχε περιέλθει, αλλά διότι επεθύμει ο αλιτήριος να την βασανίση πάλιν μήπως, μεταμελουμένη η Μάρτυς, δεχθή να γίνη σύζυγός του, αρνουμένη τον Χριστόν. Κατά την νύκτα λοιπόν εκείνην επεκαλείτο η Αγία τον Κύριον εις βοήθειάν της. Και ιδού, περί το μεσονύκτιον, βλέπει φως ουράνιον γλυκύτατον να φωτίζη όλον εκείνον τον θάλαμον, εφάνη δε ο Σωτήρ ενισχύων αυτήν και λέγων· «Μη φοβού, Ξενία, τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, ίνα σε λυτρώση από παντός πειρασμού». Αφού δε εθεράπευσεν αυτήν από πάσης πληγής και παντός πόνου ανελήφθη εις τους ουρανούς. Η δε Αγία Ξένη ηυχαρίστει και εδοξολόγει τον Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Σωτήρα των ψυχών ημών, με ανεκλάλητον αγαλλίασιν και ευφροσύνην. Την πρωϊαν οι στρατιώται έφερον την Αγίαν προ του επάρχου. Ούτος δε, ως είδεν αυτήν υγιά και ουδέν σημείον έχουσα των χθεσινών πληγών της, εθαύμασε και λέγει προς αυτήν· «Βλέπεις, ω Ξενία, πόσον οι μεγάλοι θεοί σε αγαπούν; Δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου εθεράπευσαν τας πληγάς σου και σου εχάρισαν την υγείαν σου. Μη λοιπόν φανής αχάριστος προς αυτούς, αλλά ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών ίνα προσκυνήσης αυτούς και λάβης ακόμη περισσοτέρας χάριτας, παρ’ εμού δε πολλάς δωρεάς». Η δε Αγία απεκρίθη· «Πως είναι δυνατόν οι θεοί σου, ω ηγεμών, οι αναίσθητοι και εκ χειρών ανθρώπων κατεσκευασμένοι, να έχουν τοιαύτην δύναμιν, ώστε εις μίαν νύκτα να με καταστήσουν εντελώς υγιά, ως με βλέπεις; Μάθε λοιπόν, ότι δεν μου εχάρισαν αυτοί την υγείαν μου, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθινός Θεός, τον οποίον εγώ λατρεύω εξ όλης ψυχής και καρδίας. Εκείνος με εθεράπευσεν. Αλλ’ αφού θέλεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους θεούς θέλεις να προσκυνήσω». Ως ήκουσε ταύτα ο Δομετιανός εχάρη, διότι ενόμισεν ότι μετενόησεν η Αγία. Όθεν έφερεν αυτήν εις τον ναόν. Η δε Αγία, ευθύς ως εισήλθεν εις τον ναόν και έφθασεν εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη προς τον αληθή Θεόν, λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ο ουρανού και γης ποιητής, ο επακούων των πιστών σου ικετών, επάκουσόν μου της δούλης Σου εν τη ώρα ταύτη και κρήμνισον και αφάνισον τα άψυχα και ψευδή ταύτα είδωλα, ίνα γνωρίσωσιν οι περιεστώτες, ότι Συ ει ο μόνος αληθινός Θεός». Ταύτα η Αγία προσηύξατο, πριν ή δε τελειώση την προσευχήν της σεισμός μέγας εγένετο και ω του θαύματος! Ευθύς εκρημνίσθησαν πάντα τα είδωλα και συνετρίβησαν εις τεμάχια. Ο δε Δομετιανός, ιδών το θαύμα τούτο, αντί να πιστεύση εις τον αληθινόν Θεόν, έγινεν εκτός εαυτού και επρόσταξε να επαναλάβωσι τας τιμωρίας, καίοντες την Αγίαν με ανημμένας λαμπάδας όπως κατά την προηγουμένην ημέραν, αλλά με περισσοτέραν σκληρότητα. Όμως εις μάτην εκοπίαζεν ο μιαρός, αν και επί ημέρας επανελάμβανε την φρικτήν και απάνθρωπον αυτήν τιμωρίαν. Διότι η Αγία είχε βοηθόν τον Χριστόν, ο οποίος δεν έπαυε να στέλλη την βοήθειάν Του και να ιατρεύη αυτήν, ως και κατά την πρώτην φοράν. Ούτω λοιπόν συνεχώς βασανιζομένη η Αγία Μάρτυς έχαιρε και εδόξαζε τον Θεόν, διότι υπέφερε τοιαύτας τιμωρίας δια το Άγιόν Του όνομα. Ο δε ασύνετος έπαρχος, βλέπων κατησχυμμένος ότι ουδέν επετύγχανεν ούτε ηδύνατο να καταβάλη μίαν απλοϊκήν κόρην, ελογίσθη να τιμωρήση την Αγίαν με άλλας βασάνους, έως ότου αποκάμη και δεχθή να αρνηθή τον Χριστόν και να γίνη σύζυγός του. Επρόσταξε λοιπόν και έφερον άγριον ίππον, όπισθεν του οποίου έδεσαν εκ των ποδών την Αγίαν, ίνα ο ίππος, σύρων αυτήν εις μέρη πετρώδη, καταξεσχίση ταύτην και ούτω αποθάνη σκληρώς. Και ο μεν τύραννος ούτως εσκέπτετο. Τι δε ωκονόμησεν ο πανάγαθος Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, δια να καταισχυνθή ο υπερήφανος έπαρχος και να δοξασθή το όνομα του Χριστού, το οποίον η Αγία εκήρυττε και ωμολόγει μετά παρρησίας; Ακούσατε. Άμα ως έδεσαν τους πόδας της όπισθεν του ίππου και αφέθη ούτος ελεύθερος, αντί να ορμήση και τρέξη, ως ελογίζετο ο τύραννος, δεν εκινήθη και παρ’ όλην την βίαν και τον δαρμόν των στρατιωτών δεν ήθελε να τρέξη και να εκτελέση το πρόσταγμα του Δομετιανού. Ούτος δε αποδίδων την ακινησίαν του ίππου εις την αδράνειαν των στρατιωτών, ανέλαβεν ο ίδιος τα ηνία και παρώρμα μετά μανίας τον ίππον να εκκινήση. Τότε συνέβη τι το αξιοθαύμαστον. Ο ίππος ελάλησε δι’ ανθρωπίνης λαλιάς και επέπληξε τον αναίσθητον έπαρχον δια την ωμότητα και απανθρωπίαν του προς την δούλην του αληθινού Θεού. Ω των υπέρ λόγον θαυμασίων σου, Χριστέ! Ουδείς ας μη απορήση δια το θαύμα τούτο, διότι «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί» (Λουκ. ιη:27). Αυτοστιγμεί δε ελύθησαν παρ’ Αγίου Αγγέλου τα δεσμά της Αγίας, την οποίαν ήγειρεν εκ της γης και έστησεν ορθίαν ο Άγγελος. Η δε Αγία Μάρτυς του Θεού Ξενία εδόξαζε τον Θεόν, τους οφθαλμούς δε εστραμμένους έχουσα προς τον ουρανόν και κινούσα τα χείλη έψαλλεν ύμνους και ευχαριστίας προς τον Πανάγαθον Θεόν, όστις και πάλιν έσωσεν αυτήν εκ τοιούτου κινδύνου και κατήσχυνε τον αλαζόνα Δομετιανόν. Όσοι δε εκ των παρεστώτων είδον το μέγα τούτο θαύμα ανεβόων· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Πολλοί τότε επίστευσαν εις τον Χριστόν και μόνον ο τυφλός κατά τους οφθαλμούς και την ψυχήν Δομετιανός δεν ηδύνατο να πιστεύση. Επρόσταξε λοιπόν να ρίψουν την Αγίαν εις την φυλακήν, εις την οποίαν έμεινε κατ’ εκείνην την ημέραν και καθ’ όλην την νύκτα νήστις και προσευχομένη. Είχε παρέλθει το μεσονύκτιον, ότε αίφνης εφωτίσθη ο θάλαμος, εντός του οποίου ήτο κεκλεισμένη η Αγία, υπό θείου φωτός και πριν προφθάση αύτη να συνέλθη εκ της εκπλήξεως, εμφανίζεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εν μέσω πολλών και λαμπροφόρων Αγίων Αγγέλων, λέγων προς την Αγίαν· «Χαίρε Ξενία, δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας και παρείδες πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και αγάλλου, διότι έφθασεν η ημέρα να λάβης τον στέφανον της νίκης και να εισέλθης εστολισμένη ομού μετά των φρονίμων παρθένων εις την ουράνιον παστάδα του Νυμφίου σου και Βασιλέως. Μέλλει συντόμως ο αγών σου να λάβη αίσιον τέλος». Μετά δε τους λόγους τούτους ο μεν Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς μετά των Αγίων Αγγέλων, ο δε θάλαμος εκείνος επληρώθη υπό αρρήτου ευωδίας, ενώ η Αγία με αγαλλίασιν ψυχής και έκθαμβος προ του θείου οράματος εδόξαζε τον Κύριον, διότι την ηξίωσεν να αγωνισθή και να προσφέρη την ζωήν της δια την αγάπην Του. Την επαύριον ο Δομετιανός επρόσταξε και ωδήγησαν την Αγίαν ενώπιόν του. Θέλων δε να δοκιμάση άλλην μίαν φοράν, εάν θα κατώρθωνε να απομακρύνη την Αγίαν από την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήρχισε με κολακείας να λέγη προς αυτήν· «Δεν έρχεται εις τον νουν μου, ω Ξενία, να επιμένης ακόμη εις την προτέραν σου ανόητον γνώμην. Εάν λοιπόν θελήσης να θυσιάσης εις τους αθανάτους θεούς και στέρξης να γίνης σύζυγός μου, το μέλλον θα είναι λαμπρόν δια σε, θέλω δε σε καταστήσει πανευτυχή και βασίλισσάν μου». Προς ταύτα η Αγία απήντησε· «Μη πιστεύης ότι με τοιαύτας υποσχέσεις και ψευδείς κολακείας, ω ηγεμών, θα νικήσης την ακλόνητον πίστιν μου και την απόφασίν μου να μη αρνηθώ ποτέ τον Χριστόν μου. Γνώριζε δε καλώς, όπως αρκετά επείσθης έως τώρα, ότι ούτε πυρ, ούτε θάλασσα ούτε ξίφος ούτε άλλη τις βάσανος με φοβίζει. Λοιπόν, μη κοπιάζης αδίκως. Αλλά εκείνο το οποίον θέλεις, πράξρ το συντομώτερον, διότι ούτω ταχύτερον θα με ενώσης με τον Σωτήρα μου Χριστόν». Εκ των λόγων τούτων της Αγίας επείσθη ο Δομετιανός, ότι τίποτε πλέον δεν κατορθώνει. Απεφάσισε λοιπόν να θανατώση την Αγίαν και εξέδωκε κατ’ αυτής την εξής απόφασιν· «Επειδή η Ξενία απηρνήθη τους ιδικούς μας θεούς και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν, προστάσσω να αποθάνη δια ξίφους, να αφαιρεθή και αχθή επί πινακίου η τόσον σκληρά και ανάλγητος καρδία της, το δε σώμα της, αφού κοπή εις λεπτά τεμάχια, να ριφθή μετά πίσσης εις το πυρ και να κατακαή». Και ο μεν έπαρχος ταύτα επρόσταξεν. Οι δε στρατιώται, παραλαβόντες την Αγίαν, έφερον αυτήν έξω της πόλεως εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί η Αγία παρεκάλεσε τον στρατιώτην, όστις θα εξετέλει την διαταγήν του τυράννου, έως ότου ετοιμάσωσι τα προς σφαγήν και καύσιν χρειώδη, να την αφήση να προσευχηθή. Εκείνος δε της επέτρεψε. Τότε η Αγία Ξενία, κλίνασα τα γόνατα, ύψωσε τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Συ όστις με ελύτρωσες από του αποστάτου Δομετιανού και πάντα τα τεχνάσματα και τας σκέψεις του εματαίωσας, Συ όστις με διεφύλαξες και με έσωσες από τον συρμόν των ίππων με την δύναμιν του Σταυρού Σου, Συ όστις με ενίσχυσες να νικήσω τον πολυμήχανον αόρατον εχθρόν, εν όσω εκράτει το Μαρτύριόν μου, Συ, Δέσποτα, καθάρισον την ψυχήν μου από τον ρύπον της αμαρτίας και λύτρωσόν με από τον βυθόν της απωλείας, ενώ απέρχομαι από τον φθαρτόν τούτον κόσμον και προσδεχόμενος την μετάνοιάν μου καθαράν, οδήγησόν με προ του θείου και φρικτού Σου βήματος. Δόξασον το όνομά Σου το Άγιον και ενίσχυσόν με κατά την ώραν ταύτην της τελειώσεώς μου εναντίον των ορατών και αοράτων εχθρών μου. Μνήσθητι, Κύριε, των επικαλουμένων Σε μετά πίστεως δι’ εμού της δούλης Σου Ξενίας και εις πάντας τους το Μαρτύριόν μου ενθυμουμένους δώριζε βοήθειαν και σωτηρίαν ψυχής. Όπως δε διέλυσας τας κατ’ εμού μαγείας του ασεβούς επάρχου και εξ αυτών διεφύλαξάς με άθικτον, ούτως εξαφάνισον, Δέσποτα Κύριε, και εκ παντός παρά Σου αιτούντος βοήθειαν, δι’ εμού της ταπεινής Σου δούλης, πάσαν γοητείαν ή μαγγανείαν, πάσαν φαρμακείαν ή τεχνάσματα, πάσαν βασκανίαν ή αστρομαντείαν γενομένην εις οιονδήποτε τόπον και εις παν έμψυχον ον ή και άψυχον ή εις τον αέρα ή εις την γην ή υποκάτω του εδάφους ή ακόμη και εις αυτά τα ύδατα των ποταμών, των λιμνών, των φρεάτων και των θαλασσών και όπως ο άνεμος παρασύρει το χώμα από το πρόσωπον της γης, κατά τον ίδιον τρόπον ας λυθώσι τα έργα της μαγείας των φθονερών ανθρώπων, όπου και αν ευρίσκωνται και με οποιονδήποτε σημείον ή όργανον ή ύλην είναι κατεσκευασμένα και με οποιονδήποτε αριθμόν ηριθμήθησαν και αστερισμόν κατωνομάσθησαν και είτε ημέραν είτε νύκτα, εις το φως ή εις το σκότος εμνημονεύθησαν. Μνήσθητι, Κύριε, και των επιτελούντων την μνήμην της τελειώσεώς μου και αντάμειψον αυτούς δια των πλουσίων σου χαρισμάτων. Επάκουσον δε αυτών εν ώρα δεήσεως, εις δόξαν του Αγίου ονόματός Σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα ως είπεν η Αγία προσευχομένη, φωνή ηκούσθη αοράτως, ως βροντή ισχυρά, λέγουσα· «Επήκουσα της δεήσεώς σου, Ξενία, και ως εζήτησας θέλω πράξει». Τότε η Αγία μετά χαράς ένευσεν εις τον έμφοβον εκ της βροντής δήμιόν της να εκτελέση την προσταγήν του αυθέντου του, κλίνασα τον αυχένα, ίνα ευκολώτερον δεχθή το κτύπημα του ξίφους. Ο δε στρατιώτης μετά φόβου απέτεμε την κεφαλήν αυτής την γ΄ (3ην) Μαϊου του έτους τιη΄ (318) μετά Χριστόν. Και η μεν ολόφωτος αυτής ψυχή ανήλθεν εις τας αιωνίους μονάς συνευφραινομένη μετά των άλλων Αγίων γυναικών και Μαρτύρων, το δε σεβάσμιον αυτής σώμα ετεμάχισαν οι στρατιώται, εκτελούντες την προσταγήν του βδελυρού αυθέντου των, αφού πρώτον αφήρεσαν την καρδίαν αυτής την οποίαν έφερον επί πινακίου εις τον μιαρόν έπαρχον, όπως αυτός είχε προστάξει. Έπειτα ήναψαν μεγάλην πυράν και έρριψαν επ’ αυτής το τεμαχισθέν σώμα της Αγίας μετά πίσσης. Τούτο δε, καιόμενον, εξέπεμπεν άρρητον ευωδίαν, εις απόδειξιν της εν αυτώ θείας Χάριτος. Τελείως δε έκαυσαν αυτό, ίνα μη τι απομείνη εκ των αγίων Λειψάνων και λάβωσιν αυτό δι’ ευλογίαν οι Χριστιανοί. Και αυτόν μεν ετιμώρησεν η θεία δίκη δια την απανθρωπίαν και την ασέβειάν του. Διότι, ημέραν τινά, ενώ εξήρχετο εις κυνήγιον, κεραυνός πεσών απηνθράκωσεν αυτόν. Χριστιανοί δε τυχόντες κατά την ώραν της τελειώσεως και καύσεως των ιερών της Αγίας Λειψάνων και μόνον εκ της τέφρας λαβόντες μετά πίστεως εθεραπεύθησαν εξ ανιάτων νόσων επί μακρόν κατεχόμενοι, δια πρεσβειών της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ξενίας. Ούτως η φήμη της Αγίας ηπλώθη εις πάσαν την Πελοπόννησον και την άλλην Ελάδα. Πολλά δε άλλα θαυμάσια και παράδοξα ετελέσθησαν εις εκείνους οίτινες επεκαλέσθησαν την βοήθειαν αυτής και συνεχώς τελούνται μέχρι σήμερον εις τους μετά πίστεως καταφεύγοντας προς αυτήν και επικαλουμένους το τίμιον αυτής όνομα. Διηγούμεθα όθεν τινά εξ αυτών εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού και προς ωφέλειαν της αγάπης σας. Κατ’ εκείνον τον καιρόν γυνή τις, εκ Πατρών, ευλαβής, Μαρία ονομαζομένη, προσεβλήθη υπό σοβαράς ασθενείας, οι δε ιατροί εις τους οποίους είχε καταφύγει δεν ηδύναντο να ορίσουν την ασθένειαν ουδέ να την θεραπεύσουν. Ούτω ευρίσκετο κατάκοιτος επί πολλούς μήνας. Δεν έπαυσεν όμως αύτη η ευσεβής να επικαλήται την βοήθειαν του Κυρίου και των Αγίων Αυτού. Ήλθε δε προς επίσκεψιν της ασθενούσης και η εξαδέλφη του συζύγου της εκ Καλαμών της Πελοποννήσου. Αύτη, όταν είδε την ελεεινήν θέσιν της και έμαθεν ότι οι ιατροί ήσαν ανίκανοι να την βοηθήσουν, ενεθυμήθη την θαυματουργόν Αγίαν της πατρίδος της, την Μεγαλομάρτυρα Ξενίαν, και συνεβούλευσε την ασθενούσαν να καταφύγη υπό την προστασίαν της και να ζητήση την βοήθειαν αυτής. Ως ήκουσε τούτο η ασθενής, εδέετο προς την Αγίαν νύκτα και ημέραν μετά δακρύων, ίνα την θεραπεύση. Μίαν νύκτα, μετά κρίσιμον κατάστασιν της ασθενείας της, ότε και θερμότερον προσηύχετο, βλέπει καθ’ ύπνον την Αγίαν, ήτις είπε προς αυτήν· «Το πάθος σου δεν ημπορούν να το θεραπεύσουν οι ιατροί. Άνθρωποι κακοί σε έχουν δεμένην. Αλλά αν θελήσης να με συναντήσης, θα λυθής από την ασθένειάν σου και θα θεραπευθής. Ονομάζομαι Ξενία». Εξύπνησε τότε περιχαρής η γυνή και διηγήθη το όνειρον εις τον σύζυγόν της. Τότε ούτος, χωρίς χρονοτριβήν, μετέφερεν αυτήν εις τον νεόδμητον Ναόν, τον τιμώμενον επ’ ονόματι της Αγίας, όπου, ασπασθείσα την εικόνα της Αγίας, ανεγνώρισε ταύτην. Ενώπιον δε της εικόνος εδέετο προς την Αγίαν μετά θερμής πίστεως και βαθείας κατανύξεως. Την τρίτην ημέραν εφάνη πάλιν η Αγία καθ’ ύπνον εις την ασθενή, ως να ελάμβανεν έλαιον εκ της κανδήλας της εικόνος της και ήλειφε δι’ αυτού το σώμα της. Έλεγε δε ταύτα· «Δόξασον, ω γύναι, τον Θεόν, όστις σου εδώρησε την υγείαν σου. Ύπαγε τώρα εις τον οίκον σου». Και, ω του θαύματος! Ηγέρθη περιχαρής η ασθενούσα γυνή και ησθάνθη εαυτήν τελείως υγιά. Εδόξασε τότε μετά περισσοτέρας ευσεβείας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και την Αγίαν Μεγαλομάρτυρα Ξενίαν, ήτις έσωσεν αυτήν από βέβαιον και οδυνηρόν θάνατον. Επί Φραγκοκρατίας εθεράπευσεν η Αγία και τον υιόν γεωργού τινος πάσχοντα εκ σεληνιασμού διότι ούτος, οσάκις ηνωχλείτο υπό του δαίμονος, έκραζεν· «Η Αγία Ξενία με παιδεύει». Εκ τούτου οδηγηθέντες ο πατήρ και η μήτηρ αυτού εδέοντο εις την Αγίαν μετά πίστεως να σώση το τέκνον αυτών. Η δε φιλεύσπλαγχνος Μάρτυς εφάνη καθ’ ύπνον εις την μητέρα του ασθενούς και την συνεβούλευσε να καταφύγη εις τον Ιερέα της ενορίας υποσχομένη ότι θα βοηθήση και εκείνη να θεραπευθή το τέκνον της. Ως δε εξύπνησεν η μήτηρ, αμέσως συνεμορφώθη προς ό,τι την συνεβούλευσεν η Αγία και εντός ολίγου εθεραπεύθη ο υιός της απαλλαγείς τελείως από της φοβεράς εκείνης νόσου. Κατά παρόμοιον τρόπον ιάθη και άλλος τις παράλυτος κατά τους πόδας, ονόματι Νικόλαος, όστις ταπεινώς και μετά πίστεως επεκαλέσθη την θαυματουργόν Αγίαν Μεγαλομάρτυρα. Νεαρά δε γυνή πάσχουσα εκ παραλύσεως του προσώπου ιάθη τελείως, ευθύς ως μετά θερμής πίστεως εζήτησε την βοήθειαν της Αγίας. Όθεν, ευσεβείς και φιλόχριστοι ακροαταί, ας προσφεύγωμεν μετά πίστεως εις την Αγίαν Ξενίαν, δια πάσαν στενοχωρίαν και προ πάντων δι’ εκείνας τας ασθενείας τας οποίας έλαβε την χάριν του Θεού να βοηθή και να θεραπεύη. Διότι πολλούς εθεράπευσε δια της υπό του Θεού δωρηθείσης προς αυτήν Χάριτος, πάσχοντας εκ σεληνιασμού, νοσημάτων της καρδίας, ασθενείας των νεύρων, εξανθημάτων και εκ μαγγανειών των φθονερών, τας οποίας λύει η Αγία, ως επικαλεσθώμεν ταύτην εν πίστει και ευσεβεία. Όπως η ιδία εσώθη εξ αυτών δια του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου