Κοινή γνώσις παντός μεν ορθοδόξου πιστού, κατ΄ ιδιάζοντα
δε λόγον των Μοναχών, πρέπει να τυγχάνη ότι το αίτιον του κακού δεν έχει την
προέλευσίν του και δεν αποτελεί συνέπειαν απορρέουσαν εκ των
προσωπικών-θεολογικών γνώσεων του Μεταξάκη ή του Παπαδοπούλου, ούτε του
Αθηναγόρου ή του Bαρθολομαίου,
ως και προ ή μετά άλλων ομοίων αυτοίς, αλλά πηγάζει εκ του γεγονότος ότι, ουχί
μόνον ούτοι, αλλά, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, άπασα σχεδόν (όχι η Εκκλησία, άπαγε…
αλλά) η πνευματική ηγεσία τής καθ΄ όλου Εκκλησίας, εκτός βεβαίως σπανίων
εξαιρέσεων, ως και οι πλείονες εκ των Καθηγητών τής σημερινής θεολογικής επιστήμης,
συμμιγέντες, αφομοιώθησαν με την διεστραμμένην «θεολογικήν» σκέψιν της Δύσεως,
τούθ΄ όπερ κατέστησε τούτους ου μόνον απειθείς, αλλά και επικριτάς και
κατηγόρους της Ορθοδόξου Πατερικής θεολογίας, ανατρέποντες ούτω θεμελιωδώς την
υπόστασιν της «Μίας, Αγίας,…» του Χριστού Εκκλησίας!
Η αποξένωσις τούτων αύτη και διάβρωσις, ου μην αλλά και η πείσμων αυτών καταφορά και ύβρις κατά της διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, επ΄ αθετήσει και αυτού τούτου του Συμβόλου της Αγίας ημών Πίστεως είναι η βασική αιτία και η ρίζα τού κακού, ήτις απέτεκε το απόβλητον εξάμβλωμα και απαράδεκτον δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν πεπλανημένον και κακόδοξον φρόνημα, ότι άπασαι αι «χριστιανικαί» ομολογίαι είναι και θεωρούνται «ΑΔΕΛΦΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ», πράγμα το οποίον τυγχάνει θεμελιώδης αρχή και κατευθυντήριος γραμμή του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, (Π.Σ.Ε) το πιστεύω του οποίου τυγχάνει η πεπλανημένη «θεωρία των κλάδων», βάσει της οποίας και προήλθεν η εξ επόψεως ορθοδόξου υποστάσεως, φθορά των «ορθοδόξων»-μελών αυτού. Το τερατώδες τούτο γεγονός ως αποτέλεσμα κρινόμενον, αφ΄ εαυτού ήδη αποδεικνύει και πείθει ανενδοιάστως, πόσον ανεδαφικοί και ανερμάτιστοι αλλά και Κανονικώς κατακριτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί και δικαιολογίαι της συμμετοχής των εκπροσωπούντων τας ορθοδόξους Εκκλησίας, εις το παγκόσμιον τούτο συμβούλιον των αιρέσεων! Ένεκα δε της εκ τούτου εξακολουθητικώς διαβιβρωσκωμένης ταύτης πεποιθήσεως και συνειδήσεώς των, τα εκτός ορθοδόξου συνεπείας ευρισκόμενα «ορθόδοξα» (πλέον) μέλη του Π.Σ.Ε, δια των ποικίλων συμπροσευχών και λοιπών αντορθοδόξων εκδηλώσεων και πράξεων, καταφανώς ήδη και εις βάρος της υποστάσεως της αγίας ημών Εκκλησίας, ουχί μόνον «γυμνή τη κεφαλή» αλλ΄ ακατακαλύπτω καταδηλώσει, δια παγκοσμίου δηλονότι εκτάσεως επισήμων μηνυμάτων, συμπεριφέρονται προς τας λοιπάς «χριστιανικάς» ομολογίας, ουχί πλέον ως αιρετικάς παρασυναγωγάς, ως αύται εκκλησιολογικώς θεωρούνται και τυγχάνουν, αλλ΄ αναγνωρίζουν ταύτας ως Εκκλησίας, μη λογιζομένων αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ΄ «ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και ΣΥΓΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΣ και συσσώμους της ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ του Θεού εν τω Χριστώ»!!!
Η αποξένωσις τούτων αύτη και διάβρωσις, ου μην αλλά και η πείσμων αυτών καταφορά και ύβρις κατά της διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, επ΄ αθετήσει και αυτού τούτου του Συμβόλου της Αγίας ημών Πίστεως είναι η βασική αιτία και η ρίζα τού κακού, ήτις απέτεκε το απόβλητον εξάμβλωμα και απαράδεκτον δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν πεπλανημένον και κακόδοξον φρόνημα, ότι άπασαι αι «χριστιανικαί» ομολογίαι είναι και θεωρούνται «ΑΔΕΛΦΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ», πράγμα το οποίον τυγχάνει θεμελιώδης αρχή και κατευθυντήριος γραμμή του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, (Π.Σ.Ε) το πιστεύω του οποίου τυγχάνει η πεπλανημένη «θεωρία των κλάδων», βάσει της οποίας και προήλθεν η εξ επόψεως ορθοδόξου υποστάσεως, φθορά των «ορθοδόξων»-μελών αυτού. Το τερατώδες τούτο γεγονός ως αποτέλεσμα κρινόμενον, αφ΄ εαυτού ήδη αποδεικνύει και πείθει ανενδοιάστως, πόσον ανεδαφικοί και ανερμάτιστοι αλλά και Κανονικώς κατακριτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί και δικαιολογίαι της συμμετοχής των εκπροσωπούντων τας ορθοδόξους Εκκλησίας, εις το παγκόσμιον τούτο συμβούλιον των αιρέσεων! Ένεκα δε της εκ τούτου εξακολουθητικώς διαβιβρωσκωμένης ταύτης πεποιθήσεως και συνειδήσεώς των, τα εκτός ορθοδόξου συνεπείας ευρισκόμενα «ορθόδοξα» (πλέον) μέλη του Π.Σ.Ε, δια των ποικίλων συμπροσευχών και λοιπών αντορθοδόξων εκδηλώσεων και πράξεων, καταφανώς ήδη και εις βάρος της υποστάσεως της αγίας ημών Εκκλησίας, ουχί μόνον «γυμνή τη κεφαλή» αλλ΄ ακατακαλύπτω καταδηλώσει, δια παγκοσμίου δηλονότι εκτάσεως επισήμων μηνυμάτων, συμπεριφέρονται προς τας λοιπάς «χριστιανικάς» ομολογίας, ουχί πλέον ως αιρετικάς παρασυναγωγάς, ως αύται εκκλησιολογικώς θεωρούνται και τυγχάνουν, αλλ΄ αναγνωρίζουν ταύτας ως Εκκλησίας, μη λογιζομένων αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ΄ «ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και ΣΥΓΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΣ και συσσώμους της ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ του Θεού εν τω Χριστώ»!!!
Η εξαγγελία αύτη, η οποία τόσον καιρίως πλήττει την
δογματικήν υπόστασιν της Μίας Αγίας… του Χριστού Εκκλησίας, δεν διεκηρύχθη υπό
αιρετικής τινός πηγής, αλλά, λυπηρόν εστί και λεγόμενον, υπ΄ αυτού του Κέντρου
της Ορθοδοξίας, του Οικουμενικού δηλαδή Πατριαρχείου, δια σχετικού Διαγγέλματος
αυτού κατά τω 1920, εξαπολυθέντος, ως γνωστόν, «προς τας απανταχού Εκκλησίας
του Χριστού».
Εκείνο το οποίον τυγχάνει απαράδεκτον δια πάσαν ορθόδοξον
συνείδησιν, είναι ότι: Βάσει του ριζοσπαστικού τούτου κατά της αγίας ημών
Εκκλησίας Οικουμενιστικού Διαγγέλματος, οι έκτοτε προκαθήμενοι του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, «ακολουθούν πιστώς την γραμμήν των προκατόχων αυτών» μέχρι της
σήμερον. Ως μη ανακαλέσαντες δε την βλάσφημον ταύτην Διακήρυξιν, αλλ΄ επ΄ αυτής
κατευθυνόμενοι, βαίνωσιν ακατασχέτως προς ολοσχερή κατάλυσιν και εξαφάνισιν
πάσης ορθοδόξου εννοίας και σημασίας, κατ΄ απόλυτον αντίθεσιν της υψηλής αυτών
ιδιότητος και αποστολής! Διότι, πως είναι δυνατόν το αιρετικόν συνονθύλευμα των
ετεροδόξων να ανήκη εις την Μίαν του Χριστού Εκκλησίαν, ενόσω ούτοι ευρίσκονται
εκτός της «ενότητος της καθολικής ομολογίας» του Πληρώματος Αυτής και έξω του
«ενός πνευματικού συνδέσμου»; Άλλωστε, ως είναι γνωστόν, εκάστη των διαφόρων
«χριστιανικών ομολογιών», θεωρεί εαυτήν ως την αληθή Εκκλησίαν και χαρακτηρίζει
τους μη ανήκοντας εις αυτήν ως ετεροδόξους και πεπλανημένους, ως ο αποθανών
Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ δια διαθήκης επισήμως και απεριφράστως κατέλιπεν.
Από ορθοδόξου πλευράς συνεπώς, ένεκα των αιρετικών
πεποιθήσεων και φρονημάτων, αλλά και του εν γένει αντορθοδόξου βιώματός των,
άπασαι αι ως άνω παρασυναγωγαί, ως γνωστόν, θεωρούνται «Θείω Δικαίω» εκτός της
Εκκλησίας του Χριστού, Ης ο «καθολικός χαρακτήρ» και το διακρίνον γνώρισμα,
κατά το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, τυγχάνει και δηλούται «τη ενότητι της καθολικής
ομολογίας όντων (των πιστών) προς αλλήλους συνηνωμένων εις ένα, το παν
περιέχοντα πνευματικόν σύνδεσμον, μεταλαμβανόντων του αγιασμού τη δια των
Μυστηρίων Χάριτι του Αγίου Πνεύματος…». Και δια να μη περιοριζώμεθα εις
συγχρόνους θεολογικάς ερμηνείας, δυνάμεθα να εκλάβωμεν την απ΄ ευθείαν υπό του
Θεού περί Ορθοδόξου Πίστεως και Λατρείας εξαγομένην έννοιαν και πιστότητα:
«ουκ, εάν ορθώς προσενέγκης ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες;…» (Γέν. 4, 7). Καίτοι
η κατά γράμμα έννοια του χωρίου τούτου αναφέρεται εις την ποιότητα της θυσίας
του Κάϊν, πλην, διότι επέπρωτο υπό Θεού, δια της απολυτρωτικής χάριτος, η
κατάπαυσις της «νομικής λατρείας», η μεταφορική έννοια του χωρίου τούτου αφορά
εις την «εν πνεύματι και αληθεία» αντικατάστασιν της δια θυσιών «νομικής»
προσκυνήσεως του Θεού, Όστις δεν ευαρεστείται «ουκ, εάν ορθώς» λατρεύεται,
δηλαδή, του Κυρίου θεωρουμένου ως Κεφαλής του Σώματος της Εκκλησίας, ως δια της
Αποστολικής και Πατερικής Παραδόσεως εν τη Ορθοδόξω Αγία ημών Πίστει τούτο
διακελεύεται. Η Θεόκλητος αύτη μαρτυρία, η βεβαιούσα την ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ της
Ορθοδόξου ημών Πίστεως, καταφανώς αποκαλύπτει την πεπλανημένην και κακόδοξον
πεποίθησιν πλείστων εκκλησιαστικών ποιμένων και συγχρόνων θεολόγων, οίτινες
ουδόλως «εποικοδομούντες επί τον θεμέλιον τούτον», θεωρούσι μέτοχον της
απολυτρωτικής χάριτος του Θεού, πάσαν μη ορθόδοξον «χριστιανικήν» δοξασίαν, επί
τω λόγω και μόνον ότι αύται έχωσιν «Αποστολικήν Διαδοχήν», την οποίαν,
σημειωτέον, ουδόλως υστερούντο και άπαντες σχεδόν οι εκτός Εκκλησίας υπ΄ Αυτής
καταδικασθέντες ποικιλώνυμοι αιρετικοί. Η αποστολική άρα Διαδοχή, απώλλυσι παν
ανεξαιρέτως δικαίωμα και ιδιότητα αυτής, εφ΄ όσον οι κατέχοντες ταύτην δεν
πιστεύουν και δεν βιούν τα υπό των Αγίων Αποστόλων και των Διαδόχων αυτών δια
της Μίας, Αγίας, Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας διακελευόμενα.
Πόσον αληθώς αποκαρδιωτικόν και απαίσιον όντως τυγχάνει
το γεγονός, ότι ουχί μόνον ουδεμία επί μέρους Εκκλησία, αλλ΄ ουδείς εκ των εξ
αυτών επισκόπων ή των επαϊόντων της ακαδημαϊκής θεολογίας, ή των λοιπών
«αξιωματικών»-πνευματικών οδηγών (εξαιρέσει μονάδων εκ του Μοναχισμού) διεμαρτυρήθη
καθηκόντως και αποτελεσματικώς δια την αποκήρυξιν και άμεσον ανάκλησιν του εν
λόγω Πατριαρχικού Διαγγέλματος, λόγω του βλασφήμου κατά του Αγίου Πνεύματος και
του εν γένει κακοδόξου περιεχομένου αυτού! Πως λοιπόν τοσαύτη πώρωσις και
αδιαφορία επί τοιούτων βασικών προϋποθέσεων, εξ ων εξαρτάται αυτή αύτη μεν η
υπόστασις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και η ιδιότης και αποστολή των
εκπροσωπούντων ταύτην εκκλησιαστικών ποιμένων Αυτής, ως επίσης και η
διασφάλισις της ψυχικής σωτηρίας ενός εκάστου πιστού, δεδομένου ότι η υπό του
Οικουμενικού Πατριαρχείου εξαγγελθείσα ως άνω κακοδοξία, κλονίζει θεμελιωδώς
τας σωτηριολογικάς βάσεις και τας ασθενείς πεποιθήσεις του ποιμαινομένου
Πληρώματος των πιστών; Εάν, οι κατ΄ εξοχήν και προς τούτο εντεταλμένοι
διδάσκαλοι και κήρυκες της υπάρξεως της μοναδικότητος της απολυτρωτικής Χάριτος
εν τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, συμφώνως τω Συμβόλω της
Ορθοδόξου ημών Πίστεως, κηρύσσουν και αποδέχονται δια του προμνησθέντος
Διαγγέλματος ότι άπασα η πανσπερμία των αιρέσεων δεν τυγχάνει «ξένη και
αλλοτρία αλλά συγκληρονόμος και σύσσωμος της επαγγελίας του Θεού…» και επομένως
μέτοχος της απολυτρωτικής ταύτης Χάριτος, τότε, ΠΟΙΟΣ θα διασώση και θα
διακηρύξη την ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Χάριτι και Αληθεία, ήτις
και αποτελεί τον κύριον σκοπόν και το θεμέλιον της υποστάσεως Αυτής; Κατά την
ορθόδοξον, ως γνωστόν, εκκλησιολογίαν, εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και
Αποστολικήν Εκκλησίαν, ανήκει και ευρίσκεται εντός Αυτής, ως αποτελών
ακαινοτόμητον και επομένως υγειές και ζων Μέλος Αυτής, πας ορθοδόξως
βεβαπτισμένος πιστός χριστιανός, σεβόμενος και υπείκων εις τα εν γένει υπό των
αγίων Αποστόλων και των Πατέρων παραδεδομένα, των «δι΄ αυτών» και μέσω «του
εσχάτου κριτηρίου των οικουμενικών αγίων Συνόδων δια του Αγίου Πνεύματος
διδαχθέντα». Μόνον, συνεπώς, ο τοιούτος πιστός και όντως αληθής χριστιανός
δύναται να είναι ηνωμένος αδιασπάστως μετά της μετά του Χριστού ηνωμένης Μίας,
«μοναδικής και ενιαίας» Εκκλησίας, και να αποτελή ζων και υγειές Μέλος Αυτής,
ως σεβόμενος, διαφυλάσσων και περιφρουρών την ενότητα ταύτης δια της συνεπούς
τηρήσεως των υπ΄ αυτής εντελλομένων και ευρισκόμενος εντός του προς Αυτήν «ενός
πνεύματος και φρονήματος, μίας πίστεως, μίας ελπίδος, μίας αγάπης (και) μίας
λατρείας, δεδομένου ότι τα στοιχεία ταύτα, αποτελούν την «καθ΄ εαυτήν» ενότητα
της Εκκλησίας. Εφ΄ όσον λοιπόν μόνον ο υπό τοιαύτας συνθήκας και πεποιθήσεις
πολιτευόμενος πιστός, δύναται να ευρίσκεται εντός Εκκλησίας αποτελών ζων μέλος
του ηνωμένου Σώματος Αυτής και απολαμβάνων του εξ Αυτής αγιασμού και της
απολυτρωτικής χάριτος, πως είναι δυνατόν ο αποκεκομμένος και αποξενωμένος εξ
Αυτής και μη ως εκ τούτου αποτελών μέλος ταύτης να απολαμβάνη της Χάριτος και
του Αγιασμού Αυτής και «να αποκτά την δικαίωσίν του, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ εις ΠΟΙΑΝ
ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΑΝΗΚΕΙ, (!) ενούμενος μετά του Χριστού και μετ΄ αλλήλων εις ΕΝ σώμα…»
- κατά την ως άνω κακόδοξον Πατριαρχικήν Διακήρυξιν και την πεπλανημένην και
απαράδεκτον, ορθοδόξως, θεωρίαν και αντίληψιν των πλείστων της σημερινής
ακαδημαϊκής θεολογίας – εφ΄ όσον ούτος στερείται των, ως άνω, στοιχείων και
προϋποθέσεων άνευ των οποίων δεν επιτυγχάνεται η μετά της Μίας του Χριστού
Εκκλησίας ενότης;
Iδού ο
βασικός λόγος ένεκα του οποίου οι ουδαμώς μέχρι σήμερον διαμαρτυρηθέντες, ουδέ
αποκηρύξαντες το κατάπτυστον τούτο Διάγγελμα, αλλά πράξει τε και θεωρία
αποδεχθέντες και υιοθετήσαντες τούτο, πειρώνται να κατευθύνουν τον λαόν του
Θεού εκτός Εκκλησίας, βάσει του αιρετικού και βλασφήμου τούτου οικουμενιστικού
κηρύγματος! Ούτοι, όντως ενδυθέντες, ούτω, «κατάραν ως ιμάτιον», εξεδύθησαν ήδη
τον ακαινοτόμητον χιτώνα της Ορθοδόξου ομολογίας, συνεπώς δε και το στερρόν και
βέβαιον της έναντι της Εκκλησίας θέσεως και ιδιότητός των, τούθ΄ όπερ τυγχάνει
μοναδικόν κριτήριον της ορθοδόξου υποστάσεώς των! Εάν τούτο, δεν δύναται να
κριθή ως βλασφημία και προδοσία ή αίρεσις και κακοδοξία, τότε που θα πρέπη να
θεμελιωθή η δογματικώς σωτηριολογική υπόστασις της απολύτου, δηλονότι και
βεβαίας μοναδικότητος της Αγίας ημών Πίστεως, ως η Ορθόδοξος Αγία Μήτηρ ημών
Εκκλησία τοσούτον ασφαλώς και αναλλοιώτως τούτο διακηρύσσει και επαγγέλεται;
Εάν δια των πεπλανημένων και τούτ΄ αυτό κακοδόξων
οικουμενιστικών κηρυγμάτων των, οι αποστατήσαντες εκκλησιαστικοί ποιμένες
πειρώνται ίνα «ποιήσωσιν ημάς αμερίμνους» και ασυγκινήτους, δια διαφόρων
καθησυχαστικών συνθημάτων υποταγής και ευπειθείας, τότε, ποίαν θέσιν έχει η από
6ης Μαϊου 1848 προς πάντας τους ορθοδόξους χριστιανούς εγκύκλιος
επιστολή των Πατριαρχών της ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, καθ΄ ην «ο φύλαξ
της ορθοδοξίας, το σώμα της Εκκλησίας τ.ε. ο λαός αυτός εστι», δι΄ ης
(εγκυκλίου) καταδηλούται «θεμελιώδης αλήθεια της ορθοδόξου Ανατολικής
Εκκλησίας, ορίζουσα την σημασίαν όλην των του λαού δικαιωμάτων εν τη Εκκλησία»;
Αλλ΄ εκ τούτου δυνάμεθα, κατά συνέπειαν, να γνωρίζωμεν ότι, ο «φύλαξ (ούτος)
της ορθοδοξίας λαός), ως και παν μέλος του Πληρώματος της Εκκλησίας,
αυτοδικαίως χρώμενος του δικαιώματος τούτου, υποχρεούται να εφαρμώση τα
ενδεικνυόμενα Κανονικά μέτρα, άτε της «Συνοδικής Διαγνώμης» μη εισέτι
εξενεγκομένης, εν προκειμένω, αλλά δια τον α ή β λόγον σιγώσης, «αποτειχίζων»
ούτω εαυτόν των «φθορέων ποιμένων του», οίτινες, δια των ως άνω κακοδόξως
διακηρυσσομένων, καθίστανται παραβάται και ένοχοι έναντι της θεμελιώδους αυτών
υποχρεώσεως και αποστολής. Άλλωστε, «… εις θέματα πίστεως, ο λαός πρέπει να
κρίνη σχετικώς με την διδασκαλίαν του επισκόπου. Το καθήκον της υπακοής παύει
όταν ο επίσκοπος παρεκλίνη από τον καθολικόν κανόνα και ο λαός έχει το δικαίωμα
να τον κατηγορήση, ακόμη δε και να τον καθαιρέση. (πρβλ. «Αγία
Γραφή-Εκκλησία-Παράδοσις» Γ. Φλορόφσκυ, μετάφρ. Δ. Τσάμη Θες/νίκη 1976, σελ.
75». Χρέος γαρ εστίν απαραίτητον παντί επισκόπω διδάσκειν τον υπ΄ αυτόν λαόν τα
ευσεβή δόγματα και προς ορθοδοξίαν ρυθμίζειν και βίον σεμνόν. Φησί γαρ ο Θεός
δια του Προφήτου προς τους των λαών προεστώτας: «Ει μη διαστείλη, μηδέ λαλήσεις, αποθανείται ο άνομος εν τη ανομία
αυτού, και το αίμα αυτού εκ της χειρός σου εκζητηθήσεται (Ιεζεκ. γ: 18).
Την κατάστασιν βεβαίως ταύτην, ένιοι Ιεράρχαι και ιδία
της Ελλαδικής Εκκλησίας, είναι αληθές ότι αποδοκιμάζουν και διαμαρτύρονται δι΄
αυτήν, πλην, λόγω και γραφίδι. Ουδεμία όμως, επί μέρους Εκκλησία συμβαίνει να
έχη προβή, ως Εκκλησία και «Συνοδική Διαγνώμη», εις την λήψιν των
ενδεικνυομένων κατά των Κανονικώς υποδίκων, αποστατησάντων εκκλησιαστικών
ηγετών, πράγμα όπερ μαρτυρεί και αποδεικνύει περιτράνως, ότι η συντελουμένη
προδοσία εις βάρος της ορθοδόξου ημών Πίστεως, ουδεμίαν εξαίρεσιν έσχε, μέχρι
σήμερον τουλάχιστον, εν τη σφαίρα της καθ΄ όλου Εκκλησίας. Και οι μεν ηγέται
ούτοι, ενεργούσι εν προκειμένω ως -
κακώς – φρονούσι. Οι δε δήθεν διαμαρτυρόμενοι ευάριθμοι «αγωνισταί» Ιεράρχαι
και λοιποί λεγόμενοι συντηρητικοί, ορθώς μεν φαίνεται ότι φρονούσι, κακώς όμως
και όλως διαφόρως του φρονήματός των πράττουσι. Αποδοκιμάζουσι γαρ ούτοι την
αποστασίαν ευγλώττοις φωναίς και δημοσιεύσιν, ενώ πράξει τε και ενεργεία
διατηρούν πλήρη εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετ΄ εκείνων τους οποίους, σημειωτέον,
αποκαλούν και αποδεικνύουν, βάσει αναμφισβητήτων, όντως, επιχειρημάτων
αιρετικούς «δυνάμει», ως «γυμνή τη κεφαλή» αντορθοδόξως κηρύσσοντας και
πράσσοντας! Η τραγελαφική όντως και λίαν ασυνεπής τακτική και πολιτεία των εν
λόγω συντηρητικών, καθιστά τούτους περισσότερον επιζημίους και αυτών ακόμη, θα
ετολμούσε τις να είπη, των αιρετικών, δεδομένου ότι οι μεν αιρετικοί πράττουσι
ως φρονούσι και κηρύττουσι. Γνωστού δε όντως του φρονήματός των, πας τις εκ του
ευσεβούς Πληρώματος, ευκόλως δύναται ν΄ ασφαλισθή δια της «προ Συνοδικής διαγνώμης»
αποτειχίσεως αυτού και κοινωνίας. Αυτόν τούτον όμως τον μοναδικόν τρόπον
ασφαλείας του ποιμνίου, τον οποίον, ως γνωστόν, Κανονικώς παρέχει και συνιστά η
Εκκλησία, ενώ θα έδη ως πρωταρχικόν καθήκον και παραδειγματικώς να
χρησιμοποιήσουν οι «έχοντες την γνώσιν φύλακες», ως άνω Ιεράρχαι και
πνευματικοί καθοδηγηταί, όλως αντιθέτως ούτοι, ουχί μόνον αποκλείουν, αλλά και
παντοίοις σοφίσμασιν αποτρέπουν και απαγορεύουν, τόσον δια λογαριασμόν αυτών
των ιδίων, όσον και του πιστού και αφοσιωμένου αυτών ποιμνίου, δια να
διατηρήσουν ούτω εαυτούς και το ποίμνιόν των, εντός της αντορθοδόξου σημερινής
εκκλησιαστικής σφαίρας και ηνωμένους αρρήκτως μετά της κατακρίτου ηγεσίας
αυτών, της ούτω κατασταθείσης δια το μη «προς ορθοδοξίαν ρυθμίζειν», τον της
Εκκλησίας βίον και μη, κατά συνέπειαν, ακαινοτομήτως ποδηγετούσης αυτούς!
Η στάσις αύτη της μερίδος των τύποις, ως άνω,
διαφωνούντων και ως κατωτέρω καταδείκνυται, λίαν αντιπαραδοσιακώς, τω τρόπω
διαμαρτυρομένων, αντικειμενικώς κρινομένη, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ήδη,
άκρως ανωφελής και επιζημία, διότι αύτη
αντίκειται καταφόρως προς το πνεύμα της ακαινοτομήτου Πατερικής αγωνιστικότητος
και διδασκαλίας, η οποία απεριφράστως τονίζει ότι: Εάν «οι πλήθει την Εκκλησίαν
ορίζοντες…» δεν είναι ακαινοτομήτως ορθόδοξοι, «συμφέρον γαρ άνευ αυτών
συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον, ή μετ΄ αυτών εμβληθήναι ως μετά Άννα και
Καϊάφα εις την γέενναν του πυρός»! Εις περιστάσεις δε ως η σημερινή ακριβώς
φοβερά σύγχυσις και αποστασία, εν η ευρίσκονται «ευάριθμοι οι ακαμπείς», τότε, «εις
άνθρωπος εστιν μυρίων αντάξιος μόνος, αλλά και της οικουμένης αναγκαιότερος και
τιμιότερος», διότι, «εις και η αλήθεια αποτελούν την πλειοψηφίαν». Το δε εν
προκειμένω «πλανώμενον πλήθος… το πεπτωκός δειλία και φόβω», το ακολουθούν «τω
πλήθει των ονομαζομένων θεοσεβών», «το συναπολλύμενον τη αιρέσει» και ουχί τους
γνησίους «καν εκ τούτων διασώζεται ΜΟΝΟΝ ΕΙΣ», συνβαίνει, ως μη ώφειλε, να μη
διδάσκεται παρά των περί ων ο λόγος αξιωματικών του προεστώτων, τα (5)
αποστολικά και σωτήρια λόγια: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», ή ότι,
«επί τοις του Κυρίου θελήμασι, γενναίαν δει επιδείκνυσθαι την παρρησίαν, καν
και τινες σκανδαλίζονται». Τούτο δε παρατηρείται, διότι ελλείπει, προφανώς, το
απαιτούμενον ψυχικόν σθένος της ομολογιακής παρρησίας, «ήτις έχει μεγάλην
μισθαποδοσίαν». Τούτου δε ένεκα, δεν προτίθενται ούτοι να λάβουν, προ της
απευκταίας ταύτης καταστάσεως, την υπερτάτην απόφασιν και εκλογήν, ώστε να
δεχθούν και «συγκακουχηθούν» με τον λαόν του Θεού και να άρουν τον σταυρόν του
«ονειδισμού» χάριν της αληθείας και του καθήκοντος, πράγμα το οποίον, εάν
πράξουν, αυτό τούτο πολύ συντόμως θα οδηγήση αυτούς εκ της δουλείας του
συγχρόνου Φαραώ, εις την «ελευθερίαν των τέκνων του Θεού». Η τάξις λοιπόν αύτη
των «συντηρητικών», κληρικών και λαϊκών παντός βαθμού και θέσεως, οι
προκρίνοντες κατά της εκκλησιαστικής αποστασίας, ίδιον τρόπον αντιδράσεως του
ως άνω υπό της Πατερικής διδασκαλίας και Κανονικής συνεπείας ενδεικνυομένου,
ευθύνονται μεν επί τούτω δια την έναντι αυτών ενοχήν, εξαιρέτως όμως διότι
επιφέρουν σοβαρωτάτην ζημίαν και βλάβην εις βάρος του ορθοδόξου βιώματος και
της ακαινοτομήτου πολιτείας του Σώματος της Εκκλησίας, ως και αυτού του
πολιτεύματος Αυτής!
Χειρίζονται τον «αντιαιρετικόν αγώνα» κατά το δοκούν και
το παντοειδές αυτών συμφέρον! Εις τα θέματα της Πίστεως, «ου χωρεί οικονομία»
κατά σαφεστάτην των Αγίων Πατέρων εντολήν, παρά ταύτα, υπό των σημερινών
«αγωνιστών και ομολογητών της Πίστεως», η βασικωτάτη αύτη προϋπόθεσις, ήτις αποτελεί
το θεμέλιον της ορθοδόξου υποστάσεως εν τω Σώματι της Εκκλησίας, παραθεωρείται
καταφανέστατα υπ΄ αυτών! Ενώ θα έπρεπε πράξει τε και θεωρία, να αποδείξουν
εαυτούς αληθείς και γνησίους ομολογητάς της Πίστεως, ως εκ της ιδιότητος και
αποστολής των έχουσιν ούτοι ιεράν υποχρέωσιν να πράξουν προς ορθόδοξον
ποδηγέτησιν του ευσεβούς Πληρώματος των πιστών, ούτοι, ως μη ώφειλε, νομίζωσι
ότι δικαιούνται να ασκήσωσι την τακτικήν της «διακρίσεως και οικονομίας»!
Χειρίζονται τα σοβούντα και φλέγοντα, εις τον τομέα της Πίστεως, θέματα της
Εκκλησίας, ως και τον υπ΄ αυτών διαφημιζόμενον «αντιαιρετικόν αγώνα» κατά το
δοκούν και το παντοειδές αυτών συμφέρον! Εκτός δε πάσης συνεπείας και
κανονικότητος όντες, επιτελούν διαβρωτικόν έργον εις βάρος της ευσεβούς
συνειδήσεως του πιστού λαού, δια διαφόρων παραπλανητικών και καθησυχαστικών
συνθημάτων!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου