Διανύοντας τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπου ὁ Κύριος περνᾶ ἀπ᾽ ὅλες
τίς μορφές τοῦ μαρτυρίου, γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο την δυνατότητα τῆς
λυτρώσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ, στεκόμαστε γεμᾶτοι δέος μπρός στό Σταυρό καί ἀναρωτιόμαστε·
πῶς ζοῦσε Ἐκεῖνος, ὁ Κύριός μας, τό πάθος του; Καί τί σημασία μπορεῖ νά ἔχει αὐτό
γιά μᾶς σήμερα; Κανείς δέν εἶναι σέ θέση νά μᾶς πληροφορήσει γιά τό πῶς ἔβλεπε
καί πῶς ἔνιωθε τό μαρτυρικό Του τέλος ὁ Ἰησοῦς καλύτερα ἀπό Αὐτόν τόν ἴδιο. Ἀρκετές
φορές μιλᾶ γιά τόν σταυρικό Του θάνατο προφητικά, λίγες φορές ὅμως ἐκφράζει
ρητά τά συναισθήματά του γι᾽ αὐτόν. Γιά τόν Κύριό μας τό Πάθος Του εἶναι τετραπλᾶ γνωστό, σέ ὅλες τίς
διαστάσεις. Εἶναι προεγνωσμένο –τό
γνωρίζει, πρίν κἄν τό συλλάβει κανένας. Εἶναι προφητευμένο –τό ἔχουν προείπει μπροστά ἀπό αἰῶνες θεόπνευστοι ἄνδρες.
Εἶναι ἤδη προετοιμαζόμενο –ἀπό
νωρίς οἱ ἐχθροί του τό σκέπτονται καί τό σχεδιάζουν.
Εἶναι, τέλος, βιούμενο ἀπό τόν ἴδιο –τό ζῆ κάθε στιγμή, ἐφόσον γι᾽ αὐτό ἐνανθρώπησε. Δέν τό ἀποφεύγει, ἑπομένως· τό ἐπιζητεῖ. Τό Πάθος γιά τόν Ἰησοῦ εἶναι τό ἔργο τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του καί ὁ Σταυρός δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ὄργανο βασάνου, πού θά σηκώσει στούς ὤμους Του, ἀλλά ἡ ἀποστολή τήν ὁποία ἐπωμίζεται ὡς Θεάνθρωπος σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο. Μπρός σέ μία τέτοια εὐθύνη, λοιπόν, πῶς αἰσθάνεται ὁ Ἰησοῦς; Λίγο πρίν τό Πάθος ἀφήνει τήν καρδιά Του νά ξεχυθεῖ μπροστά στούς μαθητές Του καί ἀναφωνεῖ· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη! Βάπτισμα δέ ἔχω βαπτισθῆναι, καί πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ!» (Λουκ. 12, 49–50). Φωτιά ὀνομάζει τό καινούργιο, πού φέρνει στήν ἀνθρωπότητα, καί βάπτισμα χαρακτηρίζει τά παθήματα, πού θά ὑποστεῖ ὡς ἄνθρωπος. Φωτιά εἶναι ἡ διδασκαλία Του καί ὁ τρόπος ζωῆς, πού ἐγκαινιάζει, φωτιά πού καίει τά παλιά καί χαλάει τά κατεστημένα, ἀλλά καί φωτιά πού ζεσταίνει τά σπλάχνα, φωτίζει τή σκέψη. «Καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!», λέει. Ἡ φωτιά ἄναψε ἀπό τήν πρώτη στιγμή καί δέν θά σβήσει ποτέ. Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, τά σημεῖα τῶν θαυμάτων Του, τό παράδειγμα τῆς ζωῆς Του ἦταν τό προσάναμμα, πού φλόγισε ὅσους Τόν ἀκολούθησαν καί ἡ πυρκαγιά συνεχῶς ἁπλώνεται. Λοιπόν, ἡ προσπάθειά Του πέτυχε, τί θέλει ἄλλο; Εἶναι σάν νά λέει ὁ Κύριος· «Δέν χρειάζομαι πιά νά μείνω ἄλλο στόν κόσμο». Κι ὅμως· ὑπολείπεται κάτι ἀκόμη, κάτι πολύ μεγάλο, πού χωρίς αὐτό ἡ φωτιά χάνει τήν δύναμή της, ἐνῶ χάρις σ᾽ αὐτό μεταμορφώνει τόν κόσμο. Γι᾽ αὐτό ὁ Ἰησοῦς, σάν νά θυμᾶται ἀμέσως, μετά τό «τί θέλω ἄλλο», προσθέτει· ἔχω κάτι ἀκόμη, ἐκτός ἀπό τή φωτιά πού ἦλθα νά βάλω. «Βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι καί πῶς συνέχομαι, ἕως οὗ τελεσθῇ!». Πρέπει να ἀνεβεῖ στό Σταυρό καί νά κατεβεῖ στόν ἅδη, πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό τόν χείμαρρο τοῦ μαρτυρίου καί ἀπό τήν ἄβυσσο τοῦ θανάτου, γιά νά ὁλοκληρώσει τό λυτρωτικό Του ἔργο. Αὐτό εἶναι τό βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ, τό λουτρό τοῦ ἱδρώτα καί τοῦ Αἵματος, ὁ καταποντισμός στόν ὠκεανό τῆς ἐγκαταλείψεως, ἡ βύθιση στά πελάγη τοῦ ἐξευτελισμοῦ (πρβλ. Ψαλ. 68), ἡ προδοσία, ὁ πόνος, ἡ ταπείνωση καί τέλος ὁ χαμός· ὅ,τι πιό πολύ ἀπεχθάνεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή καί ἀποστρεφόταν ἡ ψυχή τοῦ Ἰησοῦ. «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, και τί εἶπω;», ὁμολογεῖ σέ μία στιγμή ὁ ἴδιος (Ἰωάν. 12, 27). Κι ὅμως, «συνέχεται» ὁ Κύριος, ἀγωνιᾶ καί βιάζεται νά περάσει ἀπό αὐτό τό βάπτισμα. «Πῶς συνέχομαι!», λέει· καί μέσα σ᾽ αὐτό το «συνέχομαι» κλείνει ὅλα Του τά αἰσθήματα κι ὅλα Του τά βιώματα μπρός στό πάθος Του, ὅσα ἐμεῖς χρειάζεται νά ξέρουμε γιά τό πῶς ἔνιωθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας. Εἶναι μία ἐπείγουσα ἀνάγκη, πού σφίγγει τήν καρδιά του, ἀλλά καί ἕνας τρόμος γιά ἐκεῖνο, πού θά ἀντιμετωπίσει. Εἶναι μία ἀνυπομονησία γεμάτη ἀ γω νία αὐτή ἡ συνοχή. Διψᾶ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀγαπημένου Του ἀνθρώπου, κι αὐτό Τόν κάνει νά διψᾶ γιά την ὥρα τοῦ θανάτου Του. Φρικιᾶ μπρός στό ποτήρι τοῦ θανάτου, διότι γνωρίζει ὅτι θά τό πιεῖ μέχρι τέλους. Ἄν μπορούσαμε ἐδῶ να συλλάβουμε τό πῶς ὁ Ἰησοῦς ὑπέταξε τήν ἀνθρώπινη θέλησή Του στήν θεία βουλή θά εἴχαμε ἕνα μέτρο τῆς ἄμετρης ἀγάπης Του γιά μᾶς. Ὅπως ἄναψε την φωτιά τοῦ Εὐαγγελίου, μέ τήν ἴδια αὐθεντία διαλέγει νά ὑποστεῖ τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου. Κι ὅπως μέ τήν φωτιά Του ζεσταίνει καί φωτίζει τόν κόσμο, ἔτσι μέ το βάπτισμά Του ξεπλένει καί δροσίζει τίς ψυχές. Ὅσοι σταθοῦν κάτω ἀπό τόν Σταυρό Του, θά πλυθοῦν ἀπό τίς ἁμαρτίες τους και θά ἀναψυχθοῦν γλυτώνοντας ἀπό κάθε φόβο. Ἡ γῆ μας σήμερα καίγεται ἀπό φωτιές πολέμου καί μίσους, βυθίζεται μέσα σέ θάλασσες κακοῦ. Ἡ φωτιά καί τό βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ ἦλθε ἀκριβῶς γιά νά σβήσει τις φωτιές τοῦ κόσμου καί νά ἐξαφανίσει τά ποτάμια τοῦ κακοῦ. Δεν μπορεῖ, βέβαια, νά τό κάνει, ἐφόσον δέν τό δεχόμαστε, ἐφόσον δέν παίρνουμε τό φῶς Του και δέν λουζόμαστε μέ τό νερό Του. Στέκει ὅμως ὄρθιος ἀνάμεσά μας ὁ φάρος τῆς διδαχῆς Του καί μᾶς δείχνει τήν σωτηρία. Κυλᾶ ὁλογάργαρος ὁ ποταμός τῆς χάριτός Του καί μᾶς καλεῖ στήν λύτρωση. Τό Εὐαγγέλιό Του καί τά μυστήριά Του ζωντανά καί αἰώνια μέσα στήν Ἐκκλησία περιμένουν ἐκείνους, πού τολμοῦν νά βγοῦν ἀπό τήν κόλαση κι ἀπ᾽ τόν κατακλυσμό τοῦ κόσμου καί νά ζητήσουν τό ἔλεος. Ἀρκεῖ νά ἀφήσουμε την φωτιά Του νά κάψει μέσα μας ὅ,τι βρώμικο κι ἀρκεῖ νά δεχθοῦμε το βάπτισμά Του νά καθαρίσει το εἶναι μας. Ρίχνοντας τόν δικό μας δαυλό, τήν πίστη καί τόν ζῆλο να σωθοῦμε, ἡ φωτιά θά ἀνάψει. Και χύνοντας τό δικό μας νερό, τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τῆς ἀγάπης, τό βάπτισμά Του, θά μᾶς λούσει. Ἔτσι θά συναντηθοῦμε, το πλάσμα μέ τόν Πλάστη, ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, ὁ λυτρωμένος με τόν Λυτρωτή, σ᾽ ἕνα σημεῖο, πού ἕνωσε οὐρανό καί γῆ· στό μετέωρο σχῆμα τοῦ Σταυροῦ.
Εἶναι, τέλος, βιούμενο ἀπό τόν ἴδιο –τό ζῆ κάθε στιγμή, ἐφόσον γι᾽ αὐτό ἐνανθρώπησε. Δέν τό ἀποφεύγει, ἑπομένως· τό ἐπιζητεῖ. Τό Πάθος γιά τόν Ἰησοῦ εἶναι τό ἔργο τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του καί ὁ Σταυρός δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ὄργανο βασάνου, πού θά σηκώσει στούς ὤμους Του, ἀλλά ἡ ἀποστολή τήν ὁποία ἐπωμίζεται ὡς Θεάνθρωπος σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο. Μπρός σέ μία τέτοια εὐθύνη, λοιπόν, πῶς αἰσθάνεται ὁ Ἰησοῦς; Λίγο πρίν τό Πάθος ἀφήνει τήν καρδιά Του νά ξεχυθεῖ μπροστά στούς μαθητές Του καί ἀναφωνεῖ· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη! Βάπτισμα δέ ἔχω βαπτισθῆναι, καί πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ!» (Λουκ. 12, 49–50). Φωτιά ὀνομάζει τό καινούργιο, πού φέρνει στήν ἀνθρωπότητα, καί βάπτισμα χαρακτηρίζει τά παθήματα, πού θά ὑποστεῖ ὡς ἄνθρωπος. Φωτιά εἶναι ἡ διδασκαλία Του καί ὁ τρόπος ζωῆς, πού ἐγκαινιάζει, φωτιά πού καίει τά παλιά καί χαλάει τά κατεστημένα, ἀλλά καί φωτιά πού ζεσταίνει τά σπλάχνα, φωτίζει τή σκέψη. «Καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!», λέει. Ἡ φωτιά ἄναψε ἀπό τήν πρώτη στιγμή καί δέν θά σβήσει ποτέ. Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, τά σημεῖα τῶν θαυμάτων Του, τό παράδειγμα τῆς ζωῆς Του ἦταν τό προσάναμμα, πού φλόγισε ὅσους Τόν ἀκολούθησαν καί ἡ πυρκαγιά συνεχῶς ἁπλώνεται. Λοιπόν, ἡ προσπάθειά Του πέτυχε, τί θέλει ἄλλο; Εἶναι σάν νά λέει ὁ Κύριος· «Δέν χρειάζομαι πιά νά μείνω ἄλλο στόν κόσμο». Κι ὅμως· ὑπολείπεται κάτι ἀκόμη, κάτι πολύ μεγάλο, πού χωρίς αὐτό ἡ φωτιά χάνει τήν δύναμή της, ἐνῶ χάρις σ᾽ αὐτό μεταμορφώνει τόν κόσμο. Γι᾽ αὐτό ὁ Ἰησοῦς, σάν νά θυμᾶται ἀμέσως, μετά τό «τί θέλω ἄλλο», προσθέτει· ἔχω κάτι ἀκόμη, ἐκτός ἀπό τή φωτιά πού ἦλθα νά βάλω. «Βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι καί πῶς συνέχομαι, ἕως οὗ τελεσθῇ!». Πρέπει να ἀνεβεῖ στό Σταυρό καί νά κατεβεῖ στόν ἅδη, πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό τόν χείμαρρο τοῦ μαρτυρίου καί ἀπό τήν ἄβυσσο τοῦ θανάτου, γιά νά ὁλοκληρώσει τό λυτρωτικό Του ἔργο. Αὐτό εἶναι τό βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ, τό λουτρό τοῦ ἱδρώτα καί τοῦ Αἵματος, ὁ καταποντισμός στόν ὠκεανό τῆς ἐγκαταλείψεως, ἡ βύθιση στά πελάγη τοῦ ἐξευτελισμοῦ (πρβλ. Ψαλ. 68), ἡ προδοσία, ὁ πόνος, ἡ ταπείνωση καί τέλος ὁ χαμός· ὅ,τι πιό πολύ ἀπεχθάνεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή καί ἀποστρεφόταν ἡ ψυχή τοῦ Ἰησοῦ. «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, και τί εἶπω;», ὁμολογεῖ σέ μία στιγμή ὁ ἴδιος (Ἰωάν. 12, 27). Κι ὅμως, «συνέχεται» ὁ Κύριος, ἀγωνιᾶ καί βιάζεται νά περάσει ἀπό αὐτό τό βάπτισμα. «Πῶς συνέχομαι!», λέει· καί μέσα σ᾽ αὐτό το «συνέχομαι» κλείνει ὅλα Του τά αἰσθήματα κι ὅλα Του τά βιώματα μπρός στό πάθος Του, ὅσα ἐμεῖς χρειάζεται νά ξέρουμε γιά τό πῶς ἔνιωθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας. Εἶναι μία ἐπείγουσα ἀνάγκη, πού σφίγγει τήν καρδιά του, ἀλλά καί ἕνας τρόμος γιά ἐκεῖνο, πού θά ἀντιμετωπίσει. Εἶναι μία ἀνυπομονησία γεμάτη ἀ γω νία αὐτή ἡ συνοχή. Διψᾶ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀγαπημένου Του ἀνθρώπου, κι αὐτό Τόν κάνει νά διψᾶ γιά την ὥρα τοῦ θανάτου Του. Φρικιᾶ μπρός στό ποτήρι τοῦ θανάτου, διότι γνωρίζει ὅτι θά τό πιεῖ μέχρι τέλους. Ἄν μπορούσαμε ἐδῶ να συλλάβουμε τό πῶς ὁ Ἰησοῦς ὑπέταξε τήν ἀνθρώπινη θέλησή Του στήν θεία βουλή θά εἴχαμε ἕνα μέτρο τῆς ἄμετρης ἀγάπης Του γιά μᾶς. Ὅπως ἄναψε την φωτιά τοῦ Εὐαγγελίου, μέ τήν ἴδια αὐθεντία διαλέγει νά ὑποστεῖ τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου. Κι ὅπως μέ τήν φωτιά Του ζεσταίνει καί φωτίζει τόν κόσμο, ἔτσι μέ το βάπτισμά Του ξεπλένει καί δροσίζει τίς ψυχές. Ὅσοι σταθοῦν κάτω ἀπό τόν Σταυρό Του, θά πλυθοῦν ἀπό τίς ἁμαρτίες τους και θά ἀναψυχθοῦν γλυτώνοντας ἀπό κάθε φόβο. Ἡ γῆ μας σήμερα καίγεται ἀπό φωτιές πολέμου καί μίσους, βυθίζεται μέσα σέ θάλασσες κακοῦ. Ἡ φωτιά καί τό βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ ἦλθε ἀκριβῶς γιά νά σβήσει τις φωτιές τοῦ κόσμου καί νά ἐξαφανίσει τά ποτάμια τοῦ κακοῦ. Δεν μπορεῖ, βέβαια, νά τό κάνει, ἐφόσον δέν τό δεχόμαστε, ἐφόσον δέν παίρνουμε τό φῶς Του και δέν λουζόμαστε μέ τό νερό Του. Στέκει ὅμως ὄρθιος ἀνάμεσά μας ὁ φάρος τῆς διδαχῆς Του καί μᾶς δείχνει τήν σωτηρία. Κυλᾶ ὁλογάργαρος ὁ ποταμός τῆς χάριτός Του καί μᾶς καλεῖ στήν λύτρωση. Τό Εὐαγγέλιό Του καί τά μυστήριά Του ζωντανά καί αἰώνια μέσα στήν Ἐκκλησία περιμένουν ἐκείνους, πού τολμοῦν νά βγοῦν ἀπό τήν κόλαση κι ἀπ᾽ τόν κατακλυσμό τοῦ κόσμου καί νά ζητήσουν τό ἔλεος. Ἀρκεῖ νά ἀφήσουμε την φωτιά Του νά κάψει μέσα μας ὅ,τι βρώμικο κι ἀρκεῖ νά δεχθοῦμε το βάπτισμά Του νά καθαρίσει το εἶναι μας. Ρίχνοντας τόν δικό μας δαυλό, τήν πίστη καί τόν ζῆλο να σωθοῦμε, ἡ φωτιά θά ἀνάψει. Και χύνοντας τό δικό μας νερό, τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τῆς ἀγάπης, τό βάπτισμά Του, θά μᾶς λούσει. Ἔτσι θά συναντηθοῦμε, το πλάσμα μέ τόν Πλάστη, ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, ὁ λυτρωμένος με τόν Λυτρωτή, σ᾽ ἕνα σημεῖο, πού ἕνωσε οὐρανό καί γῆ· στό μετέωρο σχῆμα τοῦ Σταυροῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου