Ιάκωβος ο
ένδοξος του Χριστού Απόστολος ήτο υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός πρεσβύτερος Ιωάννου
του Θεολόγου. Μετά δε την κλήσιν των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου
προσεκλήθη υπ’ Αυτού του Κυρίου, ίνα μαθητεύση παρ’ Αυτώ μετά του αδελφού του
Ιωάννου. Ευθύς λοιπόν αφήσαντες τον πατέρα και το πλοίον των, ως και όλα τα
υπάρχοντά των, ηκολούθησαν τον Κύριον.
Τόσον δε πολύ ηγάπησεν αυτούς ο Δεσπότης Χριστός, ώστε εις μεν τον ένα αδελφόν, τον Ιωάννην, προσέφερε το στήθος του, ίνα ανακλιθή επ’ αυτού, εις δε τον άλλον αδελφόν, τούτον δηλαδή τον θείον Ιάκωβον, έδωκε την τιμήν να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον Αυτός ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έπιεν. Αλλά και αυτοί οι μακάριοι τόσον πολύ ηγάπησαν τον Κύριον και τόσον ζήλον επέδειξαν δι’ Αυτόν, ώστε ηθέλησαν να καταβιβάσωσι πυρ εξ ουρανού, ίνα κατακαύσωσι τους Σαμαρείτας, διότι δεν επίστευσαν εις τον Κύριον αλλ’ ούτε και εδέχθησαν αυτόν (Λουκ. θ:54). Ίσως δε ήθελον πράξει τούτο, εάν ο Χριστός, η Αυτοαγαθότης, δεν ημπόδιζεν αυτούς. Δια ταύτα, λοιπόν, ο Κύριος παρελάμβανε πάντοτε μεθ’ εαυτού, κατ’ εξαίρεσιν, εις τας προσευχάς και εις τας άλλας οικονομίας του τούτους τους δύο Αποστόλους, ομού μετά του κορυφαίου Πέτρου, μυσταγωγών και αποκαλύπτων προς αυτούς τα υψηλότερα και μυστικώτερα δόγματα. Τα περί του μακαρίου τούτου Ιακώβου, πληροφορούμενος ο Ηρώδης ο Αγρίππας, ο του Αριστοβούλου υιός, του οποίου θείος ήτο ο Ηρώδης ο θανατώσας τον Πρόδρομον και μη υποφέρων να βλέπη αυτόν μετά τόσης παρρησίας διδάσκοντα το Ευαγγέλιον μετά το Πάθος και το σωτήριον κήρυγμα του Χριστού, εθανάτωσεν αυτόν δια μαχαίρας εν έτει από Χριστού μδ΄ (44ω). Ούτω μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον δεύτερον Μάρτυρα έστειλεν τούτον προς τον Χριστόν, ως γράφεται εις το βιβλίον των Πράξεων (ιβ: 2).
Τόσον δε πολύ ηγάπησεν αυτούς ο Δεσπότης Χριστός, ώστε εις μεν τον ένα αδελφόν, τον Ιωάννην, προσέφερε το στήθος του, ίνα ανακλιθή επ’ αυτού, εις δε τον άλλον αδελφόν, τούτον δηλαδή τον θείον Ιάκωβον, έδωκε την τιμήν να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον Αυτός ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έπιεν. Αλλά και αυτοί οι μακάριοι τόσον πολύ ηγάπησαν τον Κύριον και τόσον ζήλον επέδειξαν δι’ Αυτόν, ώστε ηθέλησαν να καταβιβάσωσι πυρ εξ ουρανού, ίνα κατακαύσωσι τους Σαμαρείτας, διότι δεν επίστευσαν εις τον Κύριον αλλ’ ούτε και εδέχθησαν αυτόν (Λουκ. θ:54). Ίσως δε ήθελον πράξει τούτο, εάν ο Χριστός, η Αυτοαγαθότης, δεν ημπόδιζεν αυτούς. Δια ταύτα, λοιπόν, ο Κύριος παρελάμβανε πάντοτε μεθ’ εαυτού, κατ’ εξαίρεσιν, εις τας προσευχάς και εις τας άλλας οικονομίας του τούτους τους δύο Αποστόλους, ομού μετά του κορυφαίου Πέτρου, μυσταγωγών και αποκαλύπτων προς αυτούς τα υψηλότερα και μυστικώτερα δόγματα. Τα περί του μακαρίου τούτου Ιακώβου, πληροφορούμενος ο Ηρώδης ο Αγρίππας, ο του Αριστοβούλου υιός, του οποίου θείος ήτο ο Ηρώδης ο θανατώσας τον Πρόδρομον και μη υποφέρων να βλέπη αυτόν μετά τόσης παρρησίας διδάσκοντα το Ευαγγέλιον μετά το Πάθος και το σωτήριον κήρυγμα του Χριστού, εθανάτωσεν αυτόν δια μαχαίρας εν έτει από Χριστού μδ΄ (44ω). Ούτω μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον δεύτερον Μάρτυρα έστειλεν τούτον προς τον Χριστόν, ως γράφεται εις το βιβλίον των Πράξεων (ιβ: 2).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου