Τεσσαράκοντα οι του Χριστού πανευκλεείς και πανυπέρλαμπροι ούτοι Άγιοι
Μάρτυρες, οι κατά την σήμερον εορταζόμενοι, ηξιώθησαν των μαρτυρικών στεφάνων
εν τη πόλει της Σεβαστείας της Μικράς Ασίας κατά τας ημέρας της βασιλείας του
μισοχρίστου τυράννου της Ανατολής Λικινίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τη΄ -
τκγ΄ (308 – 323). Ήσαν δε ούτοι στρατιώται εκλεκτοί, ενάρετοι και γενναίοι,
υπηρετούντες εις τον στρατόν του Λικινίου, διακρινόμενοι και τιμώμενοι από όλους
τους άλλους στρατιώτας δι’ αυτάς ακριβώς τας ψυχικάς και σωματικάς αρετάς των,
αι οποίαι τους έκαμαν ονομαστούς εις όλον το στράτευμα. Διότι τοιαύτας τιμάς
εξασφαλίζουν εις τους εργάτας αυτών αι θεοφιλείς και θεάρεστοι αρεταί.
Είναι δε αι αρεταί άλλαι μεν της ψυχής, άλλαι δε του σώματος. Και της μεν ψυχής αρεταί είναι η αγάπη προς πάντας τους ανθρώπους, όχι μόνον προς τους φίλους, αλλά και προς τους εχθρούς, εχθρούς δε, όχι εκείνους οίτινες εχθρεύονται την ψυχήν μας, διότι τους τοιούτους, εάν τους μισώμεν, έχομεν έπαινον εκ Θεού, καθώς ο θείος Προφητάναξ Δαβίδ λέγει· «Ουχί τους μισούντας σε, Κύριε, εμίσησα και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην; Τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγένοντό μοι» (Ψαλμ. ρλη: 21-22). Όχι λοιπόν τους τοιούτους εχθρούς να αγαπώμεν, αλλ’ εκείνους τους οποίους νομίζομεν εχθρούς δια πειρασμόν τινα σωματικόν ή λύπην τινά, την οποίαν επροξένησαν εις ημάς, εκείνους εντελλόμεθα υπό του Κυρίου να αγαπώμεν. Είναι λοιπόν, ως είπομεν, ψυχική αρετή πρώτη και καλλίστη η αγάπη· ομοίως δε η πραότης και η μακροθυμία, το να υπομένωμεν δηλαδή τους υβρίζοντας ημάς. Αλλά και η ανεξικακία και η σωφροσύνη αρεταί της ψυχής είναι. Του σώματος δε αρεταί είναι η νηστεία, η αγρυπνία, η ταλαιπωρία του σώματος υπέρ της αγάπης του Χριστού, η κακοπάθεια, η ελεημοσύνη, η φιλοξενία, η προς τους πάσχοντας και τους έχοντας ανάγκην βοήθεια και αι τούτων όμοιαι. Λέγονται δε αύται αρεταί του σώματος όχι διότι δεν συνεργάζεται και η ψυχή δια την άσκησιν αυτών, αλλά διότι η προαίρεσις της ψυχής άνευ της υπηρεσίας του σώματος δεν δύναται να τας συμπληρώση, ως επί παραδείγματι επί της ελεημοσύνης ή της νηστείας. Εάν δηλαδή η ψυχή προαιρήται να ελεήση τον πτωχόν, ή να νηστεύση, το δε σώμα δεν υπακούση να μη δεχθή βρώσιν και πόσιν, ή εάν δεν εργασθή δια να έχη να δώση εις τους πτωχούς, η ψυχή μόνη δεν δύναται να κάμη τίπουε. Άλλωστε, εάν εξετάσης την φύσιν της ψυχής, αύτη ούτε τρώγει ούτε πίνει ούτε κοιμάται, αλλά πάντοτε νηστεύει και αγρυπνεί. Δύο δε πράγματα είναι εκείνα, τα οποία δύνανται να απομακρύνουν τον άνθρωπον από την αμαρτίαν και να τον παρακινήσουν τόσον εις τας ψυχικάς αρετάς, όσον και εις τας σωματικάς. Ο φόβος του Θεού και ο φόβος των ανθρώπων. Και ο μεν φόβος του Θεού παρακινεί τον άνθρωπον εις την αρετήν, όταν γνωρίζων ούτος και ων βέβαιος ότι μέλλει ο Θεός να τον κολάση, εάν κάμη αμαρτίας, προαιρείται και ποιεί τας αρετάς, είτε τας ψυχικάς, είτε τας σωματικάς, φοβούμενος τον Θεόν και θέλων να ελευθερωθή της αιωνίου κολάσεως, ως λέγει ο σοφός Σολομών· «Τω φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού» (Παροιμ. ιε:27). Ο δε φόβος των ανθρώπων παρακινεί τον άνθρωπον εις το αγαθόν, όταν αναγκάζεται τις και μη θέλων, από μόνον τον φόβον των πολιτικών νόμων, να απέχη της κλοπής, του φόνου, της μοιχείας και των άλλων αμαρτιών. Τούτον τον φόβον των ανθρώπων και ο Απόστολος Πέτρος επαινεί εις την Καθολικήν Α΄ Επιστολήν αυτού λέγων· «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον, είτε βασιλεί ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν, ως δι’ αυτού πεμπομένοις, εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών» (Α΄ Πέτρου β: 13-14). Ομοίως και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν αυτού, ορίζει· «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω· ου γαρ εστι εξουσία ειμή από Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν· ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν· οι δε ανθεστηκότες, εαυτοίς κρίμα λήψονται· οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών· θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει και έξεις έπαινον εξ αυτής. Θεού γαρ διάκονος εστί σοι εις το αγαθόν, εάν δε το κακόν ποιής, φοβού· ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί, Θεού γαρ διάκονος εστιν, εις οργήν, έκδικος τω το κακόν πράσσοντι» (Ρωμ. ιγ: 1-4). Ακούετε πως ορίζουν οι Απόστολοι; Ότι ο φόβος των βασιλέων είναι συνεργός των ιδίων προς το θέλημα του Θεού και προς αποκοπήν της αμαρτίας. Αλλά εκείνος μεν ο άνθρωπος, όστις δια τον φόβον των ανθρώπων εμποδίζεται εκ της αμαρτίας, δυσκόλως πράττει και το αγαθόν. Επειδή δεν το κάμνει όλως διόλου εξ ιδίας αγαθής προαιρέσεως, αλλά δια τον φόβον των ανθρώπων. Δια τούτο, όταν εύρη ευκαιρίαν ο τοιούτος, ευκόλως ικανοποιεί την κακήν του προαίρεσιν. Όστις δε δια τον φόβον της κολάσεως και δια την ελπίδα της μελλούσης ζωής ήθελεν απομακρυνθή από την αμαρτίαν, ο τοιούτος πολλάκις δύναται να κατορθώση την αρετήν, έχων τον φόβον του Θεού ανεξάλειπτον εν τη καρδία του· ώστε ούτε τόπος, ούτε καιρός, ούτε άνθρωποι δύνανται να εμποδίσουν εκείνον τον άνθρωπον εκ της αρετής. Διότι αείποτε ούτος ένα λογισμόν έχει μόνον εις την ψυχήν του· την αποφυγήν της κολάσεως και την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών. Τοιούτοι ήσαν οι Άγιοι της Εκκλησίας ημών, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Όσιοι και πάντες οι Δίκαιοι, τους οποίους δεν ηδυνήθησαν να εμποδίσουν εκ της εργασίας των εντολών του Χριστού, ούτε βασιλείς, ούτε μεγιστάνες, ούτε εξουσίαι, ούτε τρυφή και ανάπαυσις σωματική, ούτε πλούτος φθαρτός, ούτε θάνατος πρόσκαιρος. Τοιούτοι ήσαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, τους οποίους ούτε οι βασιλείς, οι ανήμεροι και θηριώδεις, ούτε αι βάσανοι και αι τιμωρίαι του σώματος, ούτε ο θάνατος, το πικρόν τούτο πράγμα και όνομα, ηδυνήθησαν ούτε κατ’ ελάχιστον να τους χωρίσουν από την αγάπην του Χριστού. Επειδή είχον εις την καρδίαν των έμφυτον και διαρκή τον φόβον του Θεού. Τούτων των Αγίων τους άθλους και το Μαρτύριον επιθυμώ να διηγηθώ σήμερον προς την αγάπην σας, ίνα εννοήσητε ότι πολλάκις ο φόβος του Θεού δύναται περισσότερον να παρακινήση τον άνθρωπον εις άσκησιν της αρετής, παρά ο φόβος των ανθρώπων. Αλλά πριν αρχίσω την διήγησιν, παρακαλώ την αγάπην σας ίνα μη αμελήτε και νυστάζετε, επειδή οι λόγοι μου δεν είναι περί προσκαίρου και φθαρτού πλούτου, αλλά περί της αιωνίου ζωής. Διότι όστις τους ακούση προθύμως, δυνατόν να παρακινηθή προς εργασίαν αρετής, όστις δε κινηθή προς άσκησιν αρετής, ακόλουθον είναι να κερδήση και την αιώνιον ζωήν, ήτις εστίν η επίγνωσις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Διότι ούτως ορίζει ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον· «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. ιζ:3). Επειδή λοιπόν τόσον μέγα αγαθόν μέλλομεν να απολαύσωμεν από την ακοήν της διηγήσεως του Μαρτυρίου των Αγίων τούτων, δια τούτο πρέπει και μετά μεγάλης προθυμίας να την ακούσωμεν, ίνα λάβωμεν και την προς τον Θεόν πρεσβείαν αυτών συνεργόν προς την πράξιν της αρετής. Μετά τους τριακοσίους χρόνους από της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έγινε βασιλεύς της Ανατολής ο Λικίνιος (308 – 323), όστις ήτο μεν άνθρωπος κατά την φύσιν, θηρίου δε παντός αγριώτερος. Διότι άλλο δεν είχε κατά νουν πάντοτε, ούτε έθνη να υποτάξη, ούτε πόλεις να κερδήση, ει μη το πως να τιμωρή και να παιδεύη τους Χριστιανούς. Θλίψεις λοιπόν μεγάλας και πολλάς υπέφερον τότε οι Χριστιανοί· διότι ούτε εις τας πόλεις τους άφησε να κατοικούσιν, ούτε εις τας χώρας, ούτε εις τας ερήμους, αλλ’ η μόνη απασχόλησίς του ήτο να ερευνά όπως εύρη Χριστιανούς, ίνα τιμωρήση και θανατώση αυτούς. Δια τούτο και όσοι επίστευον εις τον Χριστόν, όχι μόνον άρχοντες και στρατιώται αλλά και πτωχοί και ιδιώται είχον μεγάλην στενοχωρίαν, μεγάλους πειρασμούς και μεγάλους κινδύνους. Είχε δε και εις πάσαν επαρχίαν φοβερούς τινάς άρχοντας και ηγεμόνας, οίτινες θέλοντες να είναι αρεστοί εις την γνώμην του βασιλέως, επενόουν παν είδος τιμωρίας και κολάσεως κατά των Αγίων. Και οι μεν άλλοι ηγεμόνες είχον και ολίγην επιείκειαν, εις όμως εξ αυτών, όστις ώριζε την επαρχίαν του Πόντου της Καππαδοκίας, όστις Πόντος έχει πόλεις την Κερασούντα, την Τραπεζούντα, την Νεοκαισάρειαν, την Σεβάστειαν και άλλας, ήτο πολύ άγριος και θηριώδης· κατά την γνώμην του δε ήτο και το όνομά του, διότι ελέγετο Αγρικόλαος. Ούτος έχων την αγριότητα έμφυτον εις την ψυχήν του, ήτο και κατά την μορφήν φοβερός. Τούτο δε ως σκοπόν είχε πάντοτε, πως να φανή εις τους Χριστιανούς φοβερώτερος από τους άλλους ηγεμόνας της Ανατολής. Έπραττε δε τούτο αφ’ ενός μεν νομίζων, ότι με το να τιμωρή τους Χριστιανούς θέλει είναι ευάρεστος, εις τους θεούς των ειδωλολατρών, αφ’ ετέρου δε δια να ακουσθή το όνομά του εις τον βασιλέα και εις τους άλλους άρχοντας ως μέγα και πολύ. Κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν και οι Άγιοι ούτοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, στρατιώται υπάρχοντες βασιλικοί, απεσταλμένοι υπό του Αγρικολάου προς φύλαξιν της επαρχίας εκείνης. Δεν ήσαν δε πάντες από μίαν πόλιν ή χώραν, αλλ’ όπως και σήμερον συμβαίνει, να συνάζωνται οι στρατιώται από διαφόρους πόλεις και να υπηρετούν εις εν τάγμα, τοιουτοτρόπως συνέβαινε και με τους Αγίους τούτους Μάρτυρας. Ήσαν δε ούτοι ανδρειότεροι και ωραιότεροι από τους άνδρας των άλλων ταγμάτων και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Διότι όχι μόνον τους βασιλικούς στρατιώτας υπερέβαλλον εις την ανδρείαν και το ανάστημα του σώματος, αλλά και τους άλλους ανθρώπους, τους ιδιώτας· δια τούτο και περισσοτέραν τιμήν και αξίαν είχον από τους άλλους στρατιώτας. Διότι εις όσους πολέμους έλαβον μέρος και εις όσους κινδύνους ερρίφθησαν, δεν ευρέθη κανείς να τους νικήση. Προς τούτοις δε ήσαν και Χριστιανοί ευσεβείς τον μεν Χριστόν ομολογούντες Θεόν αληθή, τα δε είδωλα μυκτηρίζοντες και τους ταύτα προσκυνούντας πεπλανημένους αποκαλούντες. Τούτου ένεκεν δεν διέλαθον της προσοχής του πονηροτάτου εκείνου ηγεμόνος ότι είναι Χριστινοί. Δια τούτο, προσκαλέσας αυτούς, τους έδειξε τους βασιλικούς ορισμούς και τους επρόσταξε να θυσιάσουν εις τους θεούς των ειδωλολατρών. Αλλ’ οι Άγιοι, ουδέν προτιμήσαντες περισσότερον της αγάπης του Χριστού, μήτε τον ηγεμόνα φοβηθέντες, με μίαν φωνήν και γλώσσαν πάντες ομού είπον προς αυτόν· «Ημείς Χριστιανοί είμεθα, ω ηγεμών, και εις τον Χριστόν ως Θεόν πιστεύομεν, τους δε βασιλικούς ορισμούς δια τα είδωλα ομού με αυτά καταπτύομεν». Τότε εκείνος, ως πονηρότατος και θέλων πρώτον με καλόν τρόπον να τους ελκύση εις την πλάνην του, ήρχισε να ομιλή προς αυτούς δια φωνής ηπίας και να τους κολακεύη, λέγων· «Πάντοτε και οι Τεσσαράκοντα είσθε πειθαρχικοί εις τας βασιλικάς υπηρεσίας και ως να είσθε σαρκικοί αδελφοί μίαν και την αυτήν προθυμίαν εδεικνύετε όλοι σας εις τους υπέρ του βασιλέως πολέμους, έχετε ανδρείαν πολλήν και φρόνησιν περισσοτέραν από πολλούς συνηλικιώτας σας. Τούτο τόσον εγώ όσον και πάντες οι συστρατιώται σας ομολογούμεν. Αλλά πρέπει την ομόνοιαν αυτήν και την συμφωνίαν, την οποίαν εδεικνύετε, να την δείξετε και σήμερον προς τους βασιλικούς ορισμούς. Καθώς λοιπόν έχετε την πρώτην τιμήν μεταξύ των άλλων, ούτω πρέπει και πρώτοι να έλθετε να θυσιάσετε και να προσκυνήσετε τους θεούς, τους οποίους προσκυνεί ο βασιλεύς και πάντες οι άρχοντες αυτού. Διότι, εάν μεν πράξετε κατά τον ορισμόν του βασιλέως και κατά την ημετέραν προσταγήν, θέλετε τιμηθή περισσότερον και θέλετε λάβει χαρίσματα. Εάν όμως δεν υπακούσετε εις την προσταγήν του βασιλέως, λυπούμαι μεν να σας το είπω, όμως είμαι υποχρεωμένος να σας γνωρίσω, ότι κακόν θάνατον μέλλετε να λάβετε». Και ο μεν ηγεμών ταύτα έλεγε κολακεύων τους Αγίους· εκείνοι δε προς τους τοιούτους απατηλούς λόγους του ηγεμόνος με συντομίαν και φρόνησιν απεκρίθησαν· «Ημείς, ω ηγεμών, αληθώς, ως λέγεις, εμαχόμεθα και εκινδυνεύομεν υπέρ του βασιλέως, μετά πάσης προθυμίας. Αλλ’ εάν δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως κατεφρονούσαμεν την ζωήν ημών, δεν πρέπει τώρα να αγωνισθώμεν μετά περισσοτέρας προθυμίας υπέρ της αγάπης του ουρανίου Βασιλέως; Διατί δε μας αναφέρεις τιμάς και χαρίσματα; Ημείς μίαν τιμήν έχομεν, την ευσέβειαν· εν χάρισμα βέβαιον γνωρίζομεν, την Βασιλείαν των ουρανών· μίαν ζωήν έχομεν, τον υπέρ Χριστού θάνατον». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, λέγει προς τους Αγίους· «Δεν χρειάζεται πολυλογία, μόνον αύριον να έλθετε να θυσιάσετε», τούτο δε ειπών και θέλων να φανή φοβερός, διέταξε να τους κλείσουν εις την φυλακήν. Όταν δε οι Άγιοι εκλείσθησαν εις το δεσμωτήριον, κλίναντες τα γόνατα εδέοντο του Κυρίου λέγοντες· «Φύλαξον ημάς, Κύριε, εις την αληθινήν Πίστιν σου και λύτρωσαι ημάς εκ των σκανδάλων της ανομίας». Και ταύτα μεν κατά την ημέραν προσηύχοντο. Όταν δε ενύκτωσεν, ήρχισαν να ψάλλουν τον Ψαλμόν του Δαβίδ· «Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθλήσεται». Ούτως έμειναν ψάλλοντες μέχρι του μεσονυκτίου. Και εις μεν τας προσευχάς αυτών και τας παραινέσεις προηγείτο ο Άγιος Κυρίων, εις δε τας προς τον ηγεμόνα αποκρίσεις επροτιμώντο ο Άγιος Κάνδινος και ο Άγιος Δόμνος, οι οποίοι ήσαν περισσότερον εγγράμματοι και αιδεσιμώτεροι μεταξύ αυτών. Κατά δε το μεσονύκτιον εφάνη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το μέσον τούτων και λέγει προς τους Αγίους· «Η μεν προθυμία σας καλή είναι και πολύ μου αρέσκει, αλλ’ όστις υπομείνη μέχρι τέλους, εκείνος θέλει σωθή» (Ματθ. ι:22, κδ:13, Μάρκ. ιγ:13). Τούτο έλεγεν ο Χριστός, αφ’ ενός μεν δίδων εις τούτους θάρρος και ανδρείαν δια το μέλλον, αφ’ ετέρου δε προλέγων και προσημαίνων τον ύστερον εκπεσόντα της τάξεως των Αγίων· διότι εις εκ των Τεσσαράκοντα τούτων εδειλίασεν εις το τέλος και επέστρεψεν εις τα οπίσω. Εκείνον λοιπόν προβλέπων ο Δεσπότης Χριστός ώρισεν, ότι «Ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (αυτόθι). Είπε δε τούτο καθώς ποτε και εις τον καιρόν της προδοσίας Του, θέλων να αποκόψη τον Ιούδαν από την προδοσίαν, είπε προς τους Αποστόλους· «Αμήν λέγω υμίν, ότι εις εξ υμών παραδώσει με» (Ματθ. κστ:21, Μάρκ. ιδ:18). Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την διήγησίν μας. Ο μεν λοιπόν Χριστός ταύτα είπε προς τους Αγίους· αυτοί δε ακούσαντες έμειναν προσευχόμενοι, έως ότου εγένετο ημέρα. Το πρωϊ, θέλων ο ηγεμών να καταισχύνη τους Αγίους, συνήθροισε τους φίλους του και τους συμβούλους και καθίσας επί θρόνου φοβερού, ώρισε να τους φέρουν έμπροσθεν αυτού. Ότε δε παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού οι Άγιοι, ήρχισε πρώτον μετά μεγάλης κολακείας να τους ομιλή, λέγων· «Εγώ, ω στρατιώται, και χθες σας είπον, αλλά και σήμερον τα αυτά σας λέγω. Διότι όχι προς κολακείαν σάς ομιλώ ουδέ προς χάριν και πρόσωπον, αλλ’ αληθώς δεν είδον άλλους στρατιώτας του βασιλέως όπως σεις, ούτε ανδρείους, ούτε φρονίμους, ούτε κατά την όψιν ωραίους. Δια τούτο, όταν σας βλέπω συχνάκις εις το πρόσωπον, χαίρομαι και σας αγαπώ περισσότερον από τους άλλους. Μη λοιπόν θελήσετε, την αγάπην την οποίαν έχω δια σας, να την μεταβάλετε εις έχθραν, ούτε την ημερότητά μου να την μετατρέψετε εις οργήν. Διότι εις το θέλημά σας είναι σήμερον να γίνω εγώ δια σας ή φίλος ή εχθρός. Επειδή, εάν μεν με ακούσητε, δύναμαι να σας τιμήσω ως φίλους, εάν δε με παρακούσητε, είναι ανάγκη να φερθώ προς σας ως εχθρός». Και ο μεν Αγρικόλαος ταύτα έλεγε μετά μεγάλης επιτηδειότητος και ημερότητος, θέλων να ελκύση τους Αγίους, ο δε Άγιος Κάνδιδος, χωρίς καθόλου να δειλιάση, απεκρίθη προς αυτόν· «Πρεπόντως ονομάζεσαι Αγρικόλαος, ω ηγεμών. Διότι πράγματι είσαι άγριος και νομίζεις, ότι με τας τοιαύτας κολακείας θα μας δελεάσης. Αλλά, μη γένοιτο, να παρεκκλίνωμεν ποτέ από τον σκοπόν μας». Ο Αγρικόλαος είπε τότε· «Δεν είπον εγώ, ότι εις το θέλημά σας είναι να γίνω φίλος σας ή εχθρός σας»; Ο Άγιος Κάνδιδος απεκρίθη· «Επειδή λέγεις ότι εις το θέλημά μας είναι και τα δύο, δια τούτο γνώριζε, ότι ημείς τον μεν Χριστόν φιλούμεν και αγαπώμεν, σε δε μισούμεν και αποστρεφόμεθα· αλλ’ ούτε πάλιν θέλομεν συ να μας αγαπάς, διότι ποίαν αγάπην θέλομεν ημείς από σε, όστις δεν είσαι άνθρωπος, αλλά παντός θηρίου αγριώτερος και σκεπάζεις την αγριότητά σου με το πλαστόν αυτό σχήμα της κολακείας»; Ως ήκουσε τους λόγους τούτους ο ηγεμών, ηλλοιώθη όλος από τον θυμόν του και παρευθύς διέταξε τους άλλους στρατιώτας να δέσουν τας χείρας των Αγίων με σχοινία και σύραντες και δέροντες αυτούς να τους οδηγήσουν εις την φυλακήν και να κρατούνται εκεί, έως ότου έλθη ο δουξ Λυσίας από την Καισάρειαν, ο οποίος ήτο τότε απεσταλμένος από τον βασιλέα, ως πρώτος εξουσιαστής επί των ηγεμόνων της Ανατολής. Διότι εκείνον ανέμενεν ο Αγρικόλαος να έλθη κατ’ εκείνας τας ημέρας εις την Σεβάστειαν. Ότε δε οι στρατιώται ήρχισαν να δένουν τους Αγίους, είπεν ο Άγιος Δόμνος· «Δεν έχεις εξουσίαν καθ’ ημών, ω ηγεμών, να μας παιδεύσης, αλλά μόνον να μας ερωτάς». Τούτον τον λόγον ακούσας ο Αγρικόλαος εφοβήθη και επρόσταξε να μη τους δέσουν, αλλά μόνον να τους φυλακίσουν. Εκάλεσε δε και τον δεσμοφύλακα, Αγλάϊον ονόματι, και διέταξε τούτον να φυλάττη τους Αγίους μετά πάσης επιμελείας έως ότου έλθη ο δουξ από την Καισάρειαν. Τοιουτοτρόπως φυλακισθέντες οι Άγιοι, δεν έπαυον νύκτα και ημέραν δοξολογούντες εν τη φυλακή τον Θεόν, ο δε Άγιος Κυρίων εδίδασκεν αυτούς, λέγων· «Ω αδελφοί μου συστρατιώται, καθώς εις την πρόσφατον ταύτην εκστρατείαν δεν εχωρίσθημεν, αλλά είμεθα και οι Τεσσαράκοντα ομόψυχοι και ομόφρονες, ούτω και εις την ομολογίαν του Χριστού επιμεληθήτε να διαφυλάξωμεν την αυτήν ομόνοιαν και συμφωνίαν. Και καθώς εφροντίσαμεν να φανώμεν δόκιμοι προς τον θνητόν βασιλέα, ούτω ας προσπαθήσωμεν όλοι μας να αρέσκωμεν εις τον μόνον αθάνατον και αιώνιον Βασιλέα Χριστόν, ίνα και συν αυτώ ζήσωμεν». Μετά τοιούτων προσευχών και παραινέσεων διήλθον εκεί εις την φυλακήν οι Άγιοι, κεκλεισμένοι επί επτά ημέρας, έως ου ήλθεν ο Λυσίας. Κατά δε την επομένην, προκαθήσας ο δουξ μετά του ηγεμόνος, διέταξε να φέρουν τους Αγίους ενώπιον αυτών. Πορευομένων δε των Αγίων ήρχισεν ο Άγιος Κυρίων καθ’ οδόν διδάσκων αυτούς και λέγων· «Προσέχετε, αδελφοί. Μη φοβηθώμεν τας απειλάς των αρχόντων τούτων, των οποίων η δόξα είναι όπως το άνθος του χόρτου, το οποίον σήμερον φαίνεται ωραίον και αύριον μαραίνεται, η δε ευημερία των είναι όπως το όνειρον. Δεν ενθυμείσθε, ότι πάντοτε, όταν ευρισκόμεθα εις πόλεμον, δεν εστηρίζαμεν το θάρρος μας εις την δύναμιν των όπλων μας, αλλ’ επεκαλούμεθα τον Δεσπότην Χριστόν και Αυτός εισήκουε την δέησίν μας και μας έδιδε δύναμιν, δια της οποίας ενικούσαμεν τους εχθρούς μας; Δεν ενθυμείσθε ότι εις τον προηγηθέντα πόλεμον οι μεν άλλοι στρατιώται του βασιλέως όλοι έφυγον, μόνοι δε ημείς οι Τεσσαράκοντα απεμείναμεν μεταξύ των εχθρών μας και επικαλεσάμενοι τον Χριστόν εις βοήθειαν, ενικήσαμεν αυτούς κατά κράτος; Εάν λοιπόν τότε, ότε εκινδυνεύαμεν δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως, του ασεβούς και παρανόμου, έδιδεν εις ημάς ο Χριστός βοήθειαν, τώρα, ότε πολεμούμεν δια την αγάπην Του, δεν θέλει βοηθήσει ημάς; Δεν επολεμούσαμεν έχοντες αντιπάλους πλήθος αμέτρητον; Τώρα μόνον τρεις είναι εκείνοι, οίτινες μας πολεμούν· ο αφανής και ασώματος πολέμιος, ο διάβολος· ο δουξ Λυσίας· και ο ηγεμών Αγρικόλαος· μάλιστα δε εις είναι ο καθ’ αυτό πολέμιος ημών· ο εχθρός της αληθείας διάβολος, ο οποίος αναγκάζει τον Λυσίαν και τον Αγρικόλαον να εκτελούν τα θελήματά του. Τι λοιπόν; Θα νικήση ο εις ημάς τους Τεσσαράκοντα; Μη γένοιτο!». Και μετά ταύτα είπε και πάλιν προς τους Αγίους· «Δια τούτο σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη δειλιάσωμεν τους πειρασμούς, να μη φοβηθώμεν τας απειλάς, να μη δώσωμεν ώτα εις τον διάβολον, να μη υποταγώμεν εις τους εχθρούς του Χριστού· και, ως είχομεν συνήθειαν, όταν εισηρχόμεθα εις πόλεμον και εψάλλαμεν τον ψαλμόν «Ο Θεός εν τω ονόματί σου σώσον με και εν τη δυνάμει σου κρινείς με» (Ψαλμ. νγ:1), ούτω και τώρα ας πράξωμεν· ας επικαλεσθώμεν τον μόνον αληθή Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις είναι δυνατός να μας αποστείλη βοήθειαν εκ του Αγίου κατοικητηρίου Αυτού, ίνα νικήσωμεν τους εχθρούς της Πίστεως και να πατήσωμεν επί της κεφαλής του νοητού και ασωμάτου πολεμίου». Ταύτα ενώ εδίδασκεν ο Άγιος Κυρίων καθ’ οδόν, έφθασαν μέχρι του τόπου όπου εκάθηντο ο δουξ και ο ηγεμών. Ήτο δε πλήθος λαού συνηθροισμένον εκεί, ίνα ίδουν το αποτέλεσμα. Ατενίσας δε ο δουξ Λυσίας τους Αγίους, ήρχισε να λέγη προς αυτούς· «Νομίζω, ω στρατιώται, ότι δεν έχετε αντίθετον γνώμην εις το να θυσιάσετε εις τους μεγάλους θεούς, αλλ’ ότι αναμένετε να σας προσκαλέσω εγώ και τότε να πράξετε τούτο. Αλλά ως φρόνιμοι όπου είσθε, δεν πρέπει να σας διαφεύγη, ότι όταν ο άνθρωπος υποταγή εις τον ορισμόν του βασιλέως έχει και τιμήν και δόξαν, όταν δε δια της βίας εξαναγκασθή ή από φόβον, ή από βάσανον, να πράξη το προσταττόμενον, ολίγη είναι η χάρις αυτού του ανθρώπου. Δια τούτο και σεις μη αναμένετε κατόπιν τιμωριών και βασάνων να θυσιάσητε, αλλά πριν βασανισθήτε, υποταχθήτε εις την διαταγήν του βασιλέως· διότι σήμερον εν εκ των δύο πρόκειται να συμβή· ή να θυσιάσετε εις τους θεούς, όπως αξιωθήτε μεγίστων δωρεών, ή, εάν δεν με ακούσετε, να σας αφαιρέσω την ζώνην, ήτις είναι σημείον της τιμής σας και τότε να σας τιμωρήσω ανηλεώς». Ο Άγιος Κάνδιδος τότε απεκρίθη· «Οδηγέ του σκότους και πάσης ανομίας διδάσκαλε, με τι προσπαθείς να φοβίσης ημάς τους απτόητους; Με τι δοκιμάζεις να μας κάμης να δειλιάσωμεν; Με τιμωρίας; Ημείς έχομεν αυτάς ως χαράν και τρυφήν. Με θάνατον θέλεις να μας θανατώσης; Ημείς τον νομίζομεν ως ζωήν. Με χρήματα; Ημείς τα βλέπομεν ως πηλόν. Δοκίμασέ μας με ό,τι τρόπον νομίζεις και θέλεις ίδει την βοήθειαν του αληθινού Θεού. Διότι είμεθα έτοιμοι, όπως πάσαν τιμωρίαν υπομείνωμεν υπέρ της αγάπης Αυτού». Ταύτα ως ήκουσεν ο δουξ εθυμώθη σφόδρα και διέταξε τους στρατιώτας να λάβωσι πέτρας εις τας χείρας των και να κτυπώσι με αυτάς τους Αγίους εις το στόμα, έως ου να συντριβώσιν οι οδόντες αυτών. Αργούντων δε των στρατιωτών εις το να εκπληρώσουν το πρόσταγμα, θυμωθείς περισσότερον ο Λυσίας είπε· «Διατί αργοπορείτε, ω κατάρατοι, να κάμετε καθώς σας επρόσταξα»; Τότε οι στρατιώται μετά μεγάλης σπουδής έλαβον λίθους και ώρμησαν δια να κτυπήσωσι τους Αγίους, αλλά παταχθέντες αοράτως υπό θείας δυνάμεως δεν έβλεπον αυτούς και εκτύπων ο εις τον άλλον. Ο δε δουξ Λυσίας, εξαφθείς όλως από τον θυμόν, έλαβε λίθον και τον εξεσφενδόνισε κατά των Αγίων, αστοχήσας όμως ο λίθος εκτύπησε τον ηγεμόνα Αγρικόλαον κατά πρόσωπον και τον περιέλουσε με το αίμα του. Ούτως η δικαιοσύνη του Θεού επαίδευε τους αξίους τιμωρίας ειδωλολάτρας, αλλ’ εκείνοι, τετυφλωμένοι υπό της αμαρτίας, δεν ηδύναντο να εννοήσουν την θείαν οικονομίαν. Βλέπων ταύτα ο Άγιος Κυρίων έλεγεν· «Οι εχθροί ημών, αυτοί ησθένησαν και έπεσον· όντως η ρομφαία αυτών εισήλθεν εις τας καρδίας αυτών και η δύναμις αυτών συνετρίβη» (Ψαλμ. λστ: 15). Προς ταύτα ο ηγεμών Αγρικόλαος είπε· «Νομίζω, καθώς και πάντες οι φρόνιμοι άνθρωποι θα το βλέπουν, ότι το κατά την σήμερον συμβάν είναι φανερά γοητεία». Αρπάσας τότε τον λόγον ο θείος Δόμνος είπε· «Δεν είναι γοητεία, άνθρωποι, το γενόμενον, αλλά δικαιοκρισία του μεγάλου Θεού. Διότι τα πρόσωπά σας, τα οποία ελάλουν κατ’ αυτού ατίμως, εν υπερηφανεία και εξουδενώσει, τα επλήρωσεν ατιμίας» (Ψαλμ. λ:19). Δια των λόγων τούτων και άλλων αυστηροτέρων ο Άγιος Δόμνος εξήψε τον θυμόν του δουκός. Διο και πάλιν διέταξε να τους φυλακίσουν, έως ότου σκεφθή δια ποίου θανάτου να καταδικάση αυτούς. Ούτω λοιπόν, φυλακισθέντες οι Άγιοι, καθ’ όλην την νύκτα, ύμνουν και εδοξολόγουν τον Θεόν. Κατά δε το μεσονύκτιον ενεφανίσθη και πάλιν εις αυτούς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και τους λέγει· «Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν. ια:26)· θαρσείτε και μη φοβείσθε τας βασάνους αυτών, διότι είναι προσωριναί· νομίμως αθλήσατε, ίνα δικαίως στεφανωθήτε». Ταύτα ο Κύριος ειπών και ενθαρρύνας τους Αγίους ανελήφθη· το δε πρωϊ, ότε εξημέρωσε, προκαθήσας ο ηγεμών Αγρικόλαος επί βήματος φοβερού, ως λαβών παρά του δουκός εξουσίαν κατά των Αγίων, διέταξε να έλθωσιν οι Άγιοι ενώπιον αυτού. Ισταμένων δε αυτών ενώπιον του ηγεμόνος, εφάνη εις αυτούς μόνους ο εχθρός της αληθείας διάβολος, εις μεν την δεξιάν χείρα κρατών μάχαιραν, εις δε την αριστεράν όφιν μέγαν και έλεγεν εις το ωτίον του ηγεμόνος· «Ιδικός μου είναι, αγωνίζου». Ενώ δε ταύτα έβλεπον, ατενίσας ο ηγεμών προς τους Αγίους είπε· «Νομίζω ότι εάν έως τώρα δεν εγνωρίσατε το καλόν σας ποίον είναι, τώρα όπου επαιδεύθητε, θα εγνωρίσατε το συμφέρον σας. Τι λοιπόν απεφασίσατε; Έρχεσθε να θυσιάσετε εις τους μεγίστους θεούς κατά τα βασιλικά προστάγματα, ή θέλετε να αποθάνετε»; Εις ταύτα ο Άγιος Κάνδιδος απεκρίθη· «Καθώς με την θέλησίν μας ερρίψαμεν τας ζώνας ημών, ούτω προθύμως καταφρονούμεν και τον θάνατον υπέρ της αγάπης του Χριστού». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, διέταξε να δέσουν τους Αγίους από τον λαιμόν με σχοινία και να τους οδηγήσουν εις την λίμνην. Είναι δε εκεί εις την Σεβάστειαν λίμνη μεγάλη και βαθεία, η οποία από το δριμύ ψύχος των ημερών εκείνων ήτο όλως δι’ όλου παγωμένη, η δε ημέρα κατά την οποίαν απεφάσισεν ο ηγεμών να ρίψουν τους Αγίους μέσα εις την λίμνην ήτο ψυχροτάτη και φοβερά. Διότι βόρειος άνεμος πνέων έπηξε την λίμνην και μετέβαλε την φύσιν του ύδατος σχεδόν εις λίθου σκληρότητα. Τι λοιπόν έκαμαν οι Άγιοι; Αφ’ ου ήκουσαν την προσταγήν του ηγεμόνος, μετά χαράς εξεδύθησαν, βιαζόμενοι ποίος να απορρίψη πρωτύτερα το ένδυμά του. Καθώς δε εις καιρόν διαρπαγής οι στρατιώται συναγωνίζονται ποίος να αρπάση περισσότερα λάφυρα, ούτω και τότε οι Άγιοι, ο εις μετά τον άλλον, συνηγωνίζοντο ποίος να ευρεθή πρωτύτερα γυμνός. Ω της ανδρείας! Ω της καρτερίας των Αγίων! Δια τούτο είπομεν εις την αρχήν του λόγου, ότι εις όποιαν ψυχήν εισέλθη ο φόβος του Θεού, κανέν πράγμα δεν είναι δυνατόν να την χωρίση από την αρετήν. Ημείς σήμερον, μόνον, ακούοντες την τιμωρίαν εκείνην, πληρούμεθα φόβου και φρίττομεν· εκείνοι όμως ουδόλως υπελόγισαν αυτήν, αλλά διηγωνίζοντο ποίος να ευρεθή πρωτύτερα μέσα εις την λίμνην. Μη νομίσετε δε ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι είναι ολίγη η τιμωρία αύτη του να ρίψουν άνθρωπον γυμνόν εντός πάγου και μάλιστα εν καιρώ νυκτός. Διότι μόνον εκείνος, ο οποίος ευρέθη εις τοιούτον καιρόν, γνωρίζει οποίος αφόρητος πόνος είναι εκείνος. Πρώτον μεν μελανούται ολόκληρον το σώμα του ανθρώπου από το ψύχος το πολύ και χάνεται η φυσική ωραιότης, έπειτα δε φεύγει όλον το αίμα από τα μέλη του σώματος και συσσωρεύεται εις την καρδίαν. Τότε τα άκρα των μελών του σώματος μένουν άμοιρα πάσης θερμότητος και άρχονται ολίγον κατ’ ολίγον να σήπωνται και να διαλύωνται. Όχι δε μόνον εις τα άκρα των μελών γίνεται τότε ο πόνος αφόρητος, αλλά και η καρδία συσφίγγεται εκ του αίματος και δέχεται φοβεράς τας οδύνας. Αλλ’ όμως οι Άγιοι, μέλλοντες να υποστούν τοιαύτην τιμωρίαν, προθύμως έσπευδον εις αυτήν και ο εις τον έτερον ενθαρρύνοντες, τοιαύτα προς αλλήλους έλεγον· «Μη μόνον το ένδυμά μας αποβάλωμεν, αλλά και τον παλαιόν άνθρωπον να λησμονήσωμεν. Επειδή δε εξ αιτίας του όφεως ενεδύθημεν το πάλαι τους δερματίνους χιτώνας, ας γυμνωθώμεν τώρα δια τον Παράδεισον, τον οποίον απωλέσαμεν. Τι θα ανταποδώσωμεν εις τον Κύριον έναντι όλων εκείνων, τα οποία προσέφερεν εις ημάς; Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγυμνώθη επί του Σταυρού δι’ ημάς. Τι θαυμαστόν, εάν γυμνωθώμεν και ημείς δι’ Εκείνον; Μάλιστα δε, στρατιώται τότε εγύμνωσαν Αυτόν αφήσαντες ανά τας γενεάς κατηγορίαν εναντίον της τάξεως των στρατιωτών. Ας γυμνωθώμεν λοιπόν τώρα ημείς, ίνα απαλείψωμεν αυτήν. Εκείνοι κακώς εγύμνωσαν τον Χριστόν και διεμοιράσθησαν τα ενδύματά του. Ας γυμνωθώμεν τώρα ημείς καλώς, ίνα δώσωμεν εκουσίως εις τους άλλους στρατιώτας τα ιδικά μας. Δριμύς είναι ο χειμών, αλλά γλυκύς είναι ο Παράδεισος· θλιβερός είναι ο πάγος, αλλά η απόλαυσις του Παραδείσου είναι γλυκυτάτη· ολίγον ας υπομείνωμεν και θέλει μάς θερμάνει ο κόλπος του Αβραάμ. Έναντι του κόπου μιάς νυκτός, ας εξαγοράσωμεν χαράν αιώνιον. Ας παγώσουν τα πόδια μας, ίνα χορεύουν εις τον Παράδεισον· ας διαλυθούν αι χείρες μας, ίνα έχωμεν παρρησίαν να τας εγείρωμεν προς τον Θεόν. Πόσοι στρατιώται εις τον καιρόν μας δεν έπεσον εις τον πόλεμον δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως; Ημείς, δια την αγάπην του αφθάρτου Βασιλέως, τόσον ολίγον να μη υπομείνωμεν; Πόσοι άνθρωποι δια παραμικρόν πταίσιμον υπέμειναν παρά την θέλησίν των την καταδίκην του θανάτου! Ημείς με την θέλησίν μας να μη καταφρονήσωμεν τον θάνατον; Μη δειλιάσωμεν λοιπόν, ω συστρατιώται· μη δώμεν ώτα τω διαβόλω. Σώμα είναι, ας μη το λυπηθώμεν· επειδή οπωσδήποτε μέλλει εν καιρώ να αποθάνωμεν. Ας αποθάνωμεν λοιπόν τώρα θεληματικώς, δια να ζήσωμεν αιωνίως. Ας γίνωμεν θυσία εις τον Θεόν, θυσιάζοντες τα μέλη μας υπέρ της αγάπης του Χριστού». Με τοιαύτην απόφασιν και παρακινούντες ο εις τον έτερον εισήλθον οι Άγιοι εις την λίμνην. Ακούσατε δε τι ο πονηρότατος Αγρικόλαος εμηχανεύθη. Έναντι της λίμνης υπήρχε λουτρόν. Το λουτρόν αυτό επρόσταξε να ανάψωσι, δια να το βλέπωσιν οι Άγιοι, ελπίζων ότι ούτω θέλουν καμφθή λόγω του ανυποφόρου ψύχους και θέλουν μεταβή δια να θερμανθώσι, δεικνύοντες ούτω ότι εδειλίασαν. Τι όμως έκαμαν οι Άγιοι; Έως ότου μεν εκράτει η ημέρα, ολίγον ησθάνοντο το ψύχος του χειμώνος, εκ της θερμότητος της Πίστεως θερμαινόμενοι· όταν όμως η νυξ επροχώρησε περί τας τρεις και τέσσαρας ώρας και ο παγετός της νυκτός ηυξάνετο, εδοκίμαζον μεγάλους πόνους εις το σώμα των. Διότι τα μεν μέλη των ήρχισαν να νεκρώνωνται, το αίμα των επάγωσεν, η οδύνη δε της καρδίας των ήτο ανυπόφορος. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμενοι οι μεν τριάκοντα εννέα υπέμειναν γενναίως, ο εις τον έτερον με λόγους γλυκείς παραμυθούντες. Εις δε, μη δυνάμενος να υπομείνη το μέγα εκείνο ψύχος, εξήλθε της λίμνης και εβάδισε δια να εισέλθη εις το λουτρόν. Όμως, ευθύς ως επλησίασεν εις την πυράν του λουτρού, διελύθη ωσάν κηρός. Τούτο όταν είδον οι Άγιοι, ελυπήθησαν πολύ δια τον λιποτακτήσαντα. Ελυπούντο δε ακόμη και διότι, ενώ πρότερον ήσαν τον αριθμόν ακριβώς τεσσαράκοντα, ήδη εστερήθησαν του ενός και ο αριθμός των ηκρωτηριάσθη. Δια τούτο και μετά μεγάλης φωνής εδέοντο προς τον Θεόν, λέγοντες· «Μη εν ποταμοίς ωργίσθης, Κύριε, ή εν ποταμοίς ο θυμός σου; Ή εν θαλάσση το όρμημά σου» (Αββακ. γ:8). Διότι ούτος μεν ο χωρισθείς αφ’ ημών, ως ύδωρ εξεχύθη και διεσκορπίσθησαν τα μέλη του. Ημάς δε ενίσχυσον, ίνα μη δειλιάσωμεν, μηδέ να σε αρνηθώμεν, Θεέ και Κύριε του ελέους, τον οποίον υμνούσιν όλαι αι άβυσσοι των υδάτων, το πυρ, η χάλαζα, η χιών, ο κρύσταλλος, οι άνεμοι. Συ, όστις κατεπράϋνας την θάλασσαν εν τρικυμία, εις τον καιρόν τής δια Σαρκός προς ημάς παρουσίας σου· Συ, όστις δια του βλέμματός σου ξηραίνεις τας πηγάς των υδάτων· Συ, όστις με την απειλήν σου σαλεύεις την γην, επάκουσον ημών δεομένων Σου και ελάφρυνον το βάρος και την πικρότητα του αέρος και ας γνωρίσουν πάντες, ότι προς Σε εκράξαμεν και μας εισήκουσες, εις Σε ηλπίσαμεν και εσώθημεν». Και οι μεν Άγιοι ούτω προσηύχοντο. Τι δε έκαμεν ο Θεός, όστις δια του Προφήτου Ησαϊου επηγγέλθη ειπών· «Τότε βοήση και ο Θεός εισακουσεταί σου· έτι λαλούντος σου ερεί· ιδού πάρειμι». Τότε, δηλαδή, θα φωνάξης προσευχόμενος προς τον Θεόν και ο Θεός θα ακούση την προσευχήν σου. Ενώ συ θα προσεύχησαι ακόμη, θα απαντήση προς σε ο Θεός· «Ιδού, είμαι παρών». Ήκουσε την προσευχήν των Αγίων ο Θεός και έσπευσεν εις βοήθειάν των; Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! «Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν· ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται» (Ψαλμ. ργ:32). Ευθύς επήκουσε της δεήσεως αυτών και το δριμύ και ανυπόφορον εκείνο ψύχος μετέβαλεν εις θερμότητα. Παρευθύς ο πάγος ανέλυσε και το ύδωρ εζεστάθη, φως δε μέγα και θαυμαστόν περιήστραψεν εξ ουρανού. Τότε οι μεν άλλοι στρατιώται, οίτινες εφύλαττον τους Αγίους έξω της λίμνης, ετυλίχθησαν εις τους μανδύας των και εκοιμώντο, μόνος δε ο δεσμοφύλαξ Αγλάϊος, βλέπων την τοσαύτην υπομονήν των Αγίων, εστέκετο άϋπνος και ακροώμενος της προσευχής αυτών. Εθαύμαζε δε βλέπων ότι εκείνος μεν όστις εξήλθεν εκ της λίμνης διελύθη παρευθύς και απέθανεν, αυτοί δε εις τοσούτον ψύχος καθήμενοι εφαίνοντο ωσάν να μη το εσκέπτοντο καν. Ταύτα βλέπων ο Αγλάϊος ίστατο θαυμάζων και εκπληττόμενος. Θέλων δε να ίδη πόθεν προήρχετο το υπέρλαμπρον εκείνο φως, το οποίον έλαμψεν επάνω εις την λίμνην και διέλυσε τον πάγον, είδε και ιδού κατήρχοντο εξ ουρανού τεσσαράκοντα στέφανοι. Και οι μεν τριάκοντα εννέα εξ αυτών κατήλθον και εστάθησαν εις τας κεφαλάς των Αγίων, ο δε εις αιωρείτο εις τον αέρα και εφαίνετο μη έχων τόπον να σταθή. Τούτο βλέπων ευαύμαζε, μη δυνάμενος να εννοήση την σημασίαν του οράματος. Αφού όμως παρήλθεν αρκετή ώρα ηννόησεν, ότι ο στέφανος εκείνος ήτο του λιποτακτήσαντος, επειδή δε έφυγεν από την λίμνην, έχασε και τον στέφανον του Μαρτυρίου. Παρευθύς τότε μεταβάς εξύπνησε τους συντρόφους του και ρίψας τα ενδύματά του, επήδησεν εις την λίμνην, κράζων· «Χριστιανός είμαι και εγώ». Προς τον Χριστόν δε δεόμενος είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ όστις φανερώνεις την δόξαν σου προς τους αξίους δούλους σου, Συ όστις έδειξες και εις εμέ τον ανάξιον δούλον σου τα Σα θαυμάσια, δέξου και εμέ και συναρίθμησόν με εις τον χορόν των Αγίων σου». Τούτον ιδών ο εχθρός της αληθείας διάβολος και μη υπομένων την νίκην, μετασχηματισθείς εις άνθρωπον και την κεφαλήν έχων εντός των γονάτων έκλαιε και εβόα λέγων· «Αλλοίμονον εις εμέ! Ενικήθην παρά των στρατιωτών τούτων, διότι ευρέθην αδύνατος και κατήντησα να γίνω περίγελως αυτών. Τούτο δε έπαθον δια να μη έχω υπηρέτας, καθώς θέλω. Τι λοιπόν άλλο να πράξω; Θα διαστρέψω τας καρδίας των αρχόντων και θα τους αναγκάσω να καύσωσι τα σώματα των Μαρτύρων και να τα ρίψωσιν εις τον ποταμόν, ούτως ώστε ούτε Λείψανον αυτών να ευρεθή». Τούτο δε έλεγεν ο μιαρός, ως καταισχυνθείς υπό της ανδρείας του δεσμοφύλακος, διότι αυτός εκαυχάτο, ότι ενίκησε τον δειλόν εκείνον και ενόμιζεν ότι θέλει ελαττώσει τον αριθμόν των Τεσσαράκοντα, προξενών ούτω λύπην εις τους Αγίους. Ως δε είδεν, ότι ματαία απεδείχθη η επίνοιά του, πρεπόντως έκλαιεν ως κατησχυμμένος καθώς και εις τον καιρόν της δια Σαρκός του Χριστού παρουσίας, θέλων να περικόψη τον αριθμόν των Δώδεκα, εισήλθεν εις τον Ιούδαν, ως ευρών αυτόν επιτήδειον όργανόν του και τον έκαμε προδότην του Χριστού. Εις αντικατάστασιν όμως τούτου αντεισήχθη εις την θέσιν του ο Απόστολος Ματθίας. Το αυτό συνέβη και τώρα εις τους Αγίους τούτους. Εσκέφθη να προξενήση λύπην εις αυτούς, δια της αρπαγής ενός εξ αυτών· αλλ’ ο πανάγαθος Θεός, ο τα πάντα οικονομών προς το συμφέρον των πιστών Αυτού δούλων, δεν άφησε τους Αγίους να μείνωσι λυπημένοι μέχρι τέλους, διότι φωτίσας την καρδίαν του δεσμοφύλακος, ανεπλήρωσε τον αριθμόν των Τεσσαράκοντα. Τούτο ιδόντες οι Άγιοι ήρχισαν να ευχαριστούν μεγαλοφώνως τον Θεόν, λέγοντες· «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια» (Ψαλμ. οστ: 14-15), διότι τους πολεμίους μας εποίησας βοηθούς ημών και το ακρωτηριασθέν υπό του συστρατιώτου ημών τάγμα ανεπλήρωσας δια του δεσμοφύλακος, καταισχύνας ούτω τον σατανάν, ημάς δε χαροποιήσας». Τοιουτοτρόπως διήλθον κατ’ εκείνην την νύκτα οι Άγιοι εις την λίμνην. Την δε πρωϊαν, ότε εγένετο ημέρα, επήγεν ο Αγρικόλαος, ίνα ίδη τι απέγιναν οι Μάρτυρες, ως δε είδε τον δεσμοφύλακα Αγλάϊον μεταξύ αυτών, θαυμάσας ηρώτα τους άλλους στρατιώτας πως συνέβη τούτο. Εκείνοι δε απεκρίθησαν· «Ημείς μεν νικηθέντες υπό του ύπνου προς τον όρθρον εκοιμώμεθα, αυτός δε ήτο άγρυπνος όλην την νύκτα, αιφνιδίως δε ελθών μας εξύπνησε και ιδού, είδομεν φως μέγα και λαμπρόν επάνω εις την λίμνην· ευθύς τότε έρριψε τα ενδύματά του και επήδησεν εις την λίμνην κραυγάζων· «Χριστιανός είμαι και εγώ». Άλλο τίποτε δεν γνωρίζομεν». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και εντραπείς, εθυμώθη πολύ και διέταξε να σύρωσιν έξω από την λίμνην τους Μάρτυρας και να τους φέρουν εις τον αιγιαλόν, εκεί δε να θραύσουν τους πόδας των. Εις δε εκ των Αγίων, Μελίτων ονόματι, ήτο νέος και ωραίος, υιός μονογενής γυναικός χήρας Χριστιανής, η οποία φοβουμένη μήπως δειλιάσας ο υιός της την τιμωρίαν εκείνην στραφή προς την επιθυμίαν του ηγεμόνος και αρνηθή τον Χριστόν, εστέκετο ενώπιόν του την ώραν εκείνην και με σχήματα και με λόγους τον ενεθάρρυνε λέγουσα· «Τέκνον μου γλυκύτατον , τέκνον Πατρός ουρανίου, τέκνον πολύ τιμιώτερον της μητρός δια την εν Χριστώ μαρτυρίαν, υπόμεινον ολίγον, ίνα στεφανωθής· μη φοβηθής τας βασάνους· ιδού ο Χριστός στέκεται αοράτως, ίνα λάβη την αγίαν σου ψυχήν. Μίαν ώραν είναι ο πόνος και κατόπιν μεταβαίνεις εις την Βασιλείαν του Χριστού. Μίαν στιγμήν είναι το κακόν και θέλει σε διαδεχθή η αιώνιος ανάπαυσις, η άρρητος ευφροσύνη, η ανεκλάλητος τρυφή, η χαρά των Δικαίων. Εκεί να υπάγης, τέκνον μου ηγαπημένον, να συμβασιλεύσης τω Χριστώ και να πρεσβεύης προς Αυτόν δια την αμαρτωλήν μητέρα σου». Ω της ευγενεστάτης ψυχής! Ω της ευλογημένης γυναικός! Που είναι αι ταλαίπωροι εκείναι γυναίκες, αι οποίαι καλλίτερον έχουν να ασεβήση ο υιός των προς την Πίστιν παρά να πάθη τι κακόν ή και να γίνη Μοναχός; Τον τοιούτον αγαπώσι και τον έχουν δια καύχημά των. Εάν δε τυχόν γίνη Μοναχός, τον μισούν και όχι μόνον δεν του δίδουν την κληρονομίαν του, αλλά και τον διώκουν. Που να ευρεθή σήμερον τοιαύτη γυνή μεγαλόψυχος; Δια τούτο έλεγε και ο σοφός Σολομών εις τας παροιμίας του· «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα δε εστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη» (Παροιμ. λα:10). Μήτηρ ήτο και εκείνη, ευλογημένοι Χριστιανοί, ωσάν τας άλλας γυναίκας και μάλιστα χήρα, το δε θλιβερώτερον, τον είχε και μονογενή. Γνωρίζουν όσαι είναι μητέρες την αγάπην και τον πόθον, τον οποίον έχουν προς τα τέκνα των. Εις την μακαρίαν όμως αυτήν ενίκα η αγάπη του Χριστού την φυσικήν αγάπην. Τότε επίστευεν, ότι θα τον έχη ζώντα, όταν τον ίδη αποθαμένον δια την αγάπην του Χριστού. Ταύτα ησθάνετο η αξιοθαύμαστος εκείνη γυνή. Ανασύραντες δε οι υπηρέται τους Αγίους από την λίμνην ήρχισαν να συντρίβουν τους πόδας αυτών κατά την εντολήν του ηγεμόνος. Όταν όμως έφθασαν εις τον υιόν της χήρας και είδον αυτόν λιποψυχούντα εκ του παγετού, τον ελυπήθησαν, δια προσταγής δε του ηγεμόνος τον άφησαν και δεν συνέτριψαν τους πόδας του. Διέταξε μάλιστα ο ηγεμών να αποδώσουν τούτον εις την μητέρα του ίσως και ζήση, τους δε άλλους τριάκοντα εννέα των οποίων συνετρίβησαν τα σκέλη και απέθανον, διέταξε να τους τοποθετήσουν εις αμάξας, να τους φέρουν εις το χείλος του ποταμού και εκεί να ανάψωσι πυράν μεγάλην και να ρίψουν εις αυτήν τα τίμια των Αγίων Λείψανα και να τα καύσωσιν. Έπειτα, ό,τι απομείνη από τα οστά των ή και από οιονδήποτε άλλο μέρος του σώματός των, να τα ρίψωσιν εις τον ποταμόν. Αλλ’ ακούσατε πάλιν περί της ευλογημένης εκείνης γυναικός. Ως έφερον οι στρατιώται τα τίμια Λείψανα των Αγίων επάνω εις τας αμάξας, δια να τα μεταφέρωσιν, ίνα τα καύσωσιν, εσήκωσε και εκείνη τον υιόν της εις τον ώμον της και έτρεχεν όπισθεν, ίνα τους φθάση, λέγουσα· «Πήγαινε και συ, τέκνον μου ηγαπημένον, με τους συστρατιώτας σου, ίνα μη μείνης εις την ασέβειαν, μη γένοιτο! Ούτε να απομείνης μόνος αστεφάνωτος. Έως εδώ ήτο ο πειρασμός· υπόμεινον το πυρ, καθώς υπέμεινες και το ψύχος, ίνα τύχης και της αιωνίου χαράς». Ταύτα λεγούσης της ευλογημένης εκείνης γυναικός και τρεχούσης, ίνα φθάση τας αμάξας, αφήκεν ο υιός αυτής Μελίτων την ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού. Τότε, ως είδεν ότι απέθανεν, ευχαριστήσασα τον Θεόν, περιεπάτει βαστάζουσα το ιερόν αυτού Λείψανον εις τον ώμον της και φθάσασα τας αμάξας, ετοποθέτησε και εκείνο επάνω από τα άλλα Λείψανα, ίνα μη χωρισθή ούτε το Λείψανόν του από τους Αγίους συντρόφους του, μεθ’ ων και ήθλησε και εστεφανώθη παρά Χριστού. Οι υπηρέται λοιπόν του ηγεμόνος, μάλλον δε του αντικειμένου διαβόλου, ανάψαντες πυράν μεγάλην, κατέκαυσαν τα σώματα των Αγίων. ΄Επειτα, κατά την εντολήν του ηγεμόνος, ό,τι μέρος του σώματος απέμεινεν από το πυρ, το έρριψαν εις τον ποταμόν, νομίζοντες ότι θέλει παρασύρει ταύτα ο ποταμός και θέλουν εξαφανισθή, αλλ’ εις κενόν εκοπίασαν. Διότι μετά τρεις ημέρας εφάνησαν οι Άγιοι εις τον Επίσκοπον της Σεβαστείας, Πέτρον ονόματι, κεκρυμμένον όντα δια τον φόβον του Αγρικολάου και λέγουν· «Ελθέ εις τον ποταμόν της πόλεως, και θέλεις εύρει τα Λείψανά μας. Σύναξε δε αυτά κατά την επιθυμίαν σου». Παραλαβών λοιπόν ο Επίσκοπος δια νυκτός και άλλους τινάς Χριστιανούς κεκρυμμένους και κατελθών εις τον ποταμόν, εύρε τα υπολειφθέντα άγια Λείψανα παρά το χείλος του ποταμού ερριμμένα. Έλαμπε δε επ’ αυτών φως μέγα και έκαστον μέρος τούτων εκεί όπου ευρίσκετο εφαίνετο ως άστρον. Αφού δε συνέλεξεν αυτά και τα έθεσεν εντός θηκών καθαρών, κατέθετο εν επισήμω τόπω δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Είναι δε τα ονόματα των Αγίων τούτων Τεσσαράκοντα μεγάλων Μαρτύρων τα εξής, κατ’ αλφαβητικήν σειράν: Αγγίας, Αγλάϊος, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάϊος, Γοργόνιος, Γοργόνιος έτερος, Δομετιανός, Δόμνος, Εκδίκιος, Ευνοϊκός, Ευτυχής, Ευτύχιος, Ηλιανός, Ηλίας, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ιωάννης, Κάνδιδος, Κύριλλος, Κυρίων, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Ουαλέριος, Ουάλης, Πρίσκος, Σακερδών, Σεβηριανός, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος και Χουδίων. Αυτό είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, το Μαρτύριον των Αγίων. Αυτό είναι το τέλος των. Ούτως ηγωνίσαντο, ούτως ενήθλησαν και ούτως εστεφανώθησαν παρά του στεφοδότου Χριστού.
Είναι δε αι αρεταί άλλαι μεν της ψυχής, άλλαι δε του σώματος. Και της μεν ψυχής αρεταί είναι η αγάπη προς πάντας τους ανθρώπους, όχι μόνον προς τους φίλους, αλλά και προς τους εχθρούς, εχθρούς δε, όχι εκείνους οίτινες εχθρεύονται την ψυχήν μας, διότι τους τοιούτους, εάν τους μισώμεν, έχομεν έπαινον εκ Θεού, καθώς ο θείος Προφητάναξ Δαβίδ λέγει· «Ουχί τους μισούντας σε, Κύριε, εμίσησα και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην; Τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγένοντό μοι» (Ψαλμ. ρλη: 21-22). Όχι λοιπόν τους τοιούτους εχθρούς να αγαπώμεν, αλλ’ εκείνους τους οποίους νομίζομεν εχθρούς δια πειρασμόν τινα σωματικόν ή λύπην τινά, την οποίαν επροξένησαν εις ημάς, εκείνους εντελλόμεθα υπό του Κυρίου να αγαπώμεν. Είναι λοιπόν, ως είπομεν, ψυχική αρετή πρώτη και καλλίστη η αγάπη· ομοίως δε η πραότης και η μακροθυμία, το να υπομένωμεν δηλαδή τους υβρίζοντας ημάς. Αλλά και η ανεξικακία και η σωφροσύνη αρεταί της ψυχής είναι. Του σώματος δε αρεταί είναι η νηστεία, η αγρυπνία, η ταλαιπωρία του σώματος υπέρ της αγάπης του Χριστού, η κακοπάθεια, η ελεημοσύνη, η φιλοξενία, η προς τους πάσχοντας και τους έχοντας ανάγκην βοήθεια και αι τούτων όμοιαι. Λέγονται δε αύται αρεταί του σώματος όχι διότι δεν συνεργάζεται και η ψυχή δια την άσκησιν αυτών, αλλά διότι η προαίρεσις της ψυχής άνευ της υπηρεσίας του σώματος δεν δύναται να τας συμπληρώση, ως επί παραδείγματι επί της ελεημοσύνης ή της νηστείας. Εάν δηλαδή η ψυχή προαιρήται να ελεήση τον πτωχόν, ή να νηστεύση, το δε σώμα δεν υπακούση να μη δεχθή βρώσιν και πόσιν, ή εάν δεν εργασθή δια να έχη να δώση εις τους πτωχούς, η ψυχή μόνη δεν δύναται να κάμη τίπουε. Άλλωστε, εάν εξετάσης την φύσιν της ψυχής, αύτη ούτε τρώγει ούτε πίνει ούτε κοιμάται, αλλά πάντοτε νηστεύει και αγρυπνεί. Δύο δε πράγματα είναι εκείνα, τα οποία δύνανται να απομακρύνουν τον άνθρωπον από την αμαρτίαν και να τον παρακινήσουν τόσον εις τας ψυχικάς αρετάς, όσον και εις τας σωματικάς. Ο φόβος του Θεού και ο φόβος των ανθρώπων. Και ο μεν φόβος του Θεού παρακινεί τον άνθρωπον εις την αρετήν, όταν γνωρίζων ούτος και ων βέβαιος ότι μέλλει ο Θεός να τον κολάση, εάν κάμη αμαρτίας, προαιρείται και ποιεί τας αρετάς, είτε τας ψυχικάς, είτε τας σωματικάς, φοβούμενος τον Θεόν και θέλων να ελευθερωθή της αιωνίου κολάσεως, ως λέγει ο σοφός Σολομών· «Τω φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού» (Παροιμ. ιε:27). Ο δε φόβος των ανθρώπων παρακινεί τον άνθρωπον εις το αγαθόν, όταν αναγκάζεται τις και μη θέλων, από μόνον τον φόβον των πολιτικών νόμων, να απέχη της κλοπής, του φόνου, της μοιχείας και των άλλων αμαρτιών. Τούτον τον φόβον των ανθρώπων και ο Απόστολος Πέτρος επαινεί εις την Καθολικήν Α΄ Επιστολήν αυτού λέγων· «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον, είτε βασιλεί ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν, ως δι’ αυτού πεμπομένοις, εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών» (Α΄ Πέτρου β: 13-14). Ομοίως και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν αυτού, ορίζει· «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω· ου γαρ εστι εξουσία ειμή από Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν· ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν· οι δε ανθεστηκότες, εαυτοίς κρίμα λήψονται· οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών· θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει και έξεις έπαινον εξ αυτής. Θεού γαρ διάκονος εστί σοι εις το αγαθόν, εάν δε το κακόν ποιής, φοβού· ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί, Θεού γαρ διάκονος εστιν, εις οργήν, έκδικος τω το κακόν πράσσοντι» (Ρωμ. ιγ: 1-4). Ακούετε πως ορίζουν οι Απόστολοι; Ότι ο φόβος των βασιλέων είναι συνεργός των ιδίων προς το θέλημα του Θεού και προς αποκοπήν της αμαρτίας. Αλλά εκείνος μεν ο άνθρωπος, όστις δια τον φόβον των ανθρώπων εμποδίζεται εκ της αμαρτίας, δυσκόλως πράττει και το αγαθόν. Επειδή δεν το κάμνει όλως διόλου εξ ιδίας αγαθής προαιρέσεως, αλλά δια τον φόβον των ανθρώπων. Δια τούτο, όταν εύρη ευκαιρίαν ο τοιούτος, ευκόλως ικανοποιεί την κακήν του προαίρεσιν. Όστις δε δια τον φόβον της κολάσεως και δια την ελπίδα της μελλούσης ζωής ήθελεν απομακρυνθή από την αμαρτίαν, ο τοιούτος πολλάκις δύναται να κατορθώση την αρετήν, έχων τον φόβον του Θεού ανεξάλειπτον εν τη καρδία του· ώστε ούτε τόπος, ούτε καιρός, ούτε άνθρωποι δύνανται να εμποδίσουν εκείνον τον άνθρωπον εκ της αρετής. Διότι αείποτε ούτος ένα λογισμόν έχει μόνον εις την ψυχήν του· την αποφυγήν της κολάσεως και την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών. Τοιούτοι ήσαν οι Άγιοι της Εκκλησίας ημών, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Όσιοι και πάντες οι Δίκαιοι, τους οποίους δεν ηδυνήθησαν να εμποδίσουν εκ της εργασίας των εντολών του Χριστού, ούτε βασιλείς, ούτε μεγιστάνες, ούτε εξουσίαι, ούτε τρυφή και ανάπαυσις σωματική, ούτε πλούτος φθαρτός, ούτε θάνατος πρόσκαιρος. Τοιούτοι ήσαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, τους οποίους ούτε οι βασιλείς, οι ανήμεροι και θηριώδεις, ούτε αι βάσανοι και αι τιμωρίαι του σώματος, ούτε ο θάνατος, το πικρόν τούτο πράγμα και όνομα, ηδυνήθησαν ούτε κατ’ ελάχιστον να τους χωρίσουν από την αγάπην του Χριστού. Επειδή είχον εις την καρδίαν των έμφυτον και διαρκή τον φόβον του Θεού. Τούτων των Αγίων τους άθλους και το Μαρτύριον επιθυμώ να διηγηθώ σήμερον προς την αγάπην σας, ίνα εννοήσητε ότι πολλάκις ο φόβος του Θεού δύναται περισσότερον να παρακινήση τον άνθρωπον εις άσκησιν της αρετής, παρά ο φόβος των ανθρώπων. Αλλά πριν αρχίσω την διήγησιν, παρακαλώ την αγάπην σας ίνα μη αμελήτε και νυστάζετε, επειδή οι λόγοι μου δεν είναι περί προσκαίρου και φθαρτού πλούτου, αλλά περί της αιωνίου ζωής. Διότι όστις τους ακούση προθύμως, δυνατόν να παρακινηθή προς εργασίαν αρετής, όστις δε κινηθή προς άσκησιν αρετής, ακόλουθον είναι να κερδήση και την αιώνιον ζωήν, ήτις εστίν η επίγνωσις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Διότι ούτως ορίζει ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον· «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. ιζ:3). Επειδή λοιπόν τόσον μέγα αγαθόν μέλλομεν να απολαύσωμεν από την ακοήν της διηγήσεως του Μαρτυρίου των Αγίων τούτων, δια τούτο πρέπει και μετά μεγάλης προθυμίας να την ακούσωμεν, ίνα λάβωμεν και την προς τον Θεόν πρεσβείαν αυτών συνεργόν προς την πράξιν της αρετής. Μετά τους τριακοσίους χρόνους από της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έγινε βασιλεύς της Ανατολής ο Λικίνιος (308 – 323), όστις ήτο μεν άνθρωπος κατά την φύσιν, θηρίου δε παντός αγριώτερος. Διότι άλλο δεν είχε κατά νουν πάντοτε, ούτε έθνη να υποτάξη, ούτε πόλεις να κερδήση, ει μη το πως να τιμωρή και να παιδεύη τους Χριστιανούς. Θλίψεις λοιπόν μεγάλας και πολλάς υπέφερον τότε οι Χριστιανοί· διότι ούτε εις τας πόλεις τους άφησε να κατοικούσιν, ούτε εις τας χώρας, ούτε εις τας ερήμους, αλλ’ η μόνη απασχόλησίς του ήτο να ερευνά όπως εύρη Χριστιανούς, ίνα τιμωρήση και θανατώση αυτούς. Δια τούτο και όσοι επίστευον εις τον Χριστόν, όχι μόνον άρχοντες και στρατιώται αλλά και πτωχοί και ιδιώται είχον μεγάλην στενοχωρίαν, μεγάλους πειρασμούς και μεγάλους κινδύνους. Είχε δε και εις πάσαν επαρχίαν φοβερούς τινάς άρχοντας και ηγεμόνας, οίτινες θέλοντες να είναι αρεστοί εις την γνώμην του βασιλέως, επενόουν παν είδος τιμωρίας και κολάσεως κατά των Αγίων. Και οι μεν άλλοι ηγεμόνες είχον και ολίγην επιείκειαν, εις όμως εξ αυτών, όστις ώριζε την επαρχίαν του Πόντου της Καππαδοκίας, όστις Πόντος έχει πόλεις την Κερασούντα, την Τραπεζούντα, την Νεοκαισάρειαν, την Σεβάστειαν και άλλας, ήτο πολύ άγριος και θηριώδης· κατά την γνώμην του δε ήτο και το όνομά του, διότι ελέγετο Αγρικόλαος. Ούτος έχων την αγριότητα έμφυτον εις την ψυχήν του, ήτο και κατά την μορφήν φοβερός. Τούτο δε ως σκοπόν είχε πάντοτε, πως να φανή εις τους Χριστιανούς φοβερώτερος από τους άλλους ηγεμόνας της Ανατολής. Έπραττε δε τούτο αφ’ ενός μεν νομίζων, ότι με το να τιμωρή τους Χριστιανούς θέλει είναι ευάρεστος, εις τους θεούς των ειδωλολατρών, αφ’ ετέρου δε δια να ακουσθή το όνομά του εις τον βασιλέα και εις τους άλλους άρχοντας ως μέγα και πολύ. Κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν και οι Άγιοι ούτοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, στρατιώται υπάρχοντες βασιλικοί, απεσταλμένοι υπό του Αγρικολάου προς φύλαξιν της επαρχίας εκείνης. Δεν ήσαν δε πάντες από μίαν πόλιν ή χώραν, αλλ’ όπως και σήμερον συμβαίνει, να συνάζωνται οι στρατιώται από διαφόρους πόλεις και να υπηρετούν εις εν τάγμα, τοιουτοτρόπως συνέβαινε και με τους Αγίους τούτους Μάρτυρας. Ήσαν δε ούτοι ανδρειότεροι και ωραιότεροι από τους άνδρας των άλλων ταγμάτων και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Διότι όχι μόνον τους βασιλικούς στρατιώτας υπερέβαλλον εις την ανδρείαν και το ανάστημα του σώματος, αλλά και τους άλλους ανθρώπους, τους ιδιώτας· δια τούτο και περισσοτέραν τιμήν και αξίαν είχον από τους άλλους στρατιώτας. Διότι εις όσους πολέμους έλαβον μέρος και εις όσους κινδύνους ερρίφθησαν, δεν ευρέθη κανείς να τους νικήση. Προς τούτοις δε ήσαν και Χριστιανοί ευσεβείς τον μεν Χριστόν ομολογούντες Θεόν αληθή, τα δε είδωλα μυκτηρίζοντες και τους ταύτα προσκυνούντας πεπλανημένους αποκαλούντες. Τούτου ένεκεν δεν διέλαθον της προσοχής του πονηροτάτου εκείνου ηγεμόνος ότι είναι Χριστινοί. Δια τούτο, προσκαλέσας αυτούς, τους έδειξε τους βασιλικούς ορισμούς και τους επρόσταξε να θυσιάσουν εις τους θεούς των ειδωλολατρών. Αλλ’ οι Άγιοι, ουδέν προτιμήσαντες περισσότερον της αγάπης του Χριστού, μήτε τον ηγεμόνα φοβηθέντες, με μίαν φωνήν και γλώσσαν πάντες ομού είπον προς αυτόν· «Ημείς Χριστιανοί είμεθα, ω ηγεμών, και εις τον Χριστόν ως Θεόν πιστεύομεν, τους δε βασιλικούς ορισμούς δια τα είδωλα ομού με αυτά καταπτύομεν». Τότε εκείνος, ως πονηρότατος και θέλων πρώτον με καλόν τρόπον να τους ελκύση εις την πλάνην του, ήρχισε να ομιλή προς αυτούς δια φωνής ηπίας και να τους κολακεύη, λέγων· «Πάντοτε και οι Τεσσαράκοντα είσθε πειθαρχικοί εις τας βασιλικάς υπηρεσίας και ως να είσθε σαρκικοί αδελφοί μίαν και την αυτήν προθυμίαν εδεικνύετε όλοι σας εις τους υπέρ του βασιλέως πολέμους, έχετε ανδρείαν πολλήν και φρόνησιν περισσοτέραν από πολλούς συνηλικιώτας σας. Τούτο τόσον εγώ όσον και πάντες οι συστρατιώται σας ομολογούμεν. Αλλά πρέπει την ομόνοιαν αυτήν και την συμφωνίαν, την οποίαν εδεικνύετε, να την δείξετε και σήμερον προς τους βασιλικούς ορισμούς. Καθώς λοιπόν έχετε την πρώτην τιμήν μεταξύ των άλλων, ούτω πρέπει και πρώτοι να έλθετε να θυσιάσετε και να προσκυνήσετε τους θεούς, τους οποίους προσκυνεί ο βασιλεύς και πάντες οι άρχοντες αυτού. Διότι, εάν μεν πράξετε κατά τον ορισμόν του βασιλέως και κατά την ημετέραν προσταγήν, θέλετε τιμηθή περισσότερον και θέλετε λάβει χαρίσματα. Εάν όμως δεν υπακούσετε εις την προσταγήν του βασιλέως, λυπούμαι μεν να σας το είπω, όμως είμαι υποχρεωμένος να σας γνωρίσω, ότι κακόν θάνατον μέλλετε να λάβετε». Και ο μεν ηγεμών ταύτα έλεγε κολακεύων τους Αγίους· εκείνοι δε προς τους τοιούτους απατηλούς λόγους του ηγεμόνος με συντομίαν και φρόνησιν απεκρίθησαν· «Ημείς, ω ηγεμών, αληθώς, ως λέγεις, εμαχόμεθα και εκινδυνεύομεν υπέρ του βασιλέως, μετά πάσης προθυμίας. Αλλ’ εάν δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως κατεφρονούσαμεν την ζωήν ημών, δεν πρέπει τώρα να αγωνισθώμεν μετά περισσοτέρας προθυμίας υπέρ της αγάπης του ουρανίου Βασιλέως; Διατί δε μας αναφέρεις τιμάς και χαρίσματα; Ημείς μίαν τιμήν έχομεν, την ευσέβειαν· εν χάρισμα βέβαιον γνωρίζομεν, την Βασιλείαν των ουρανών· μίαν ζωήν έχομεν, τον υπέρ Χριστού θάνατον». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, λέγει προς τους Αγίους· «Δεν χρειάζεται πολυλογία, μόνον αύριον να έλθετε να θυσιάσετε», τούτο δε ειπών και θέλων να φανή φοβερός, διέταξε να τους κλείσουν εις την φυλακήν. Όταν δε οι Άγιοι εκλείσθησαν εις το δεσμωτήριον, κλίναντες τα γόνατα εδέοντο του Κυρίου λέγοντες· «Φύλαξον ημάς, Κύριε, εις την αληθινήν Πίστιν σου και λύτρωσαι ημάς εκ των σκανδάλων της ανομίας». Και ταύτα μεν κατά την ημέραν προσηύχοντο. Όταν δε ενύκτωσεν, ήρχισαν να ψάλλουν τον Ψαλμόν του Δαβίδ· «Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθλήσεται». Ούτως έμειναν ψάλλοντες μέχρι του μεσονυκτίου. Και εις μεν τας προσευχάς αυτών και τας παραινέσεις προηγείτο ο Άγιος Κυρίων, εις δε τας προς τον ηγεμόνα αποκρίσεις επροτιμώντο ο Άγιος Κάνδινος και ο Άγιος Δόμνος, οι οποίοι ήσαν περισσότερον εγγράμματοι και αιδεσιμώτεροι μεταξύ αυτών. Κατά δε το μεσονύκτιον εφάνη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το μέσον τούτων και λέγει προς τους Αγίους· «Η μεν προθυμία σας καλή είναι και πολύ μου αρέσκει, αλλ’ όστις υπομείνη μέχρι τέλους, εκείνος θέλει σωθή» (Ματθ. ι:22, κδ:13, Μάρκ. ιγ:13). Τούτο έλεγεν ο Χριστός, αφ’ ενός μεν δίδων εις τούτους θάρρος και ανδρείαν δια το μέλλον, αφ’ ετέρου δε προλέγων και προσημαίνων τον ύστερον εκπεσόντα της τάξεως των Αγίων· διότι εις εκ των Τεσσαράκοντα τούτων εδειλίασεν εις το τέλος και επέστρεψεν εις τα οπίσω. Εκείνον λοιπόν προβλέπων ο Δεσπότης Χριστός ώρισεν, ότι «Ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (αυτόθι). Είπε δε τούτο καθώς ποτε και εις τον καιρόν της προδοσίας Του, θέλων να αποκόψη τον Ιούδαν από την προδοσίαν, είπε προς τους Αποστόλους· «Αμήν λέγω υμίν, ότι εις εξ υμών παραδώσει με» (Ματθ. κστ:21, Μάρκ. ιδ:18). Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την διήγησίν μας. Ο μεν λοιπόν Χριστός ταύτα είπε προς τους Αγίους· αυτοί δε ακούσαντες έμειναν προσευχόμενοι, έως ότου εγένετο ημέρα. Το πρωϊ, θέλων ο ηγεμών να καταισχύνη τους Αγίους, συνήθροισε τους φίλους του και τους συμβούλους και καθίσας επί θρόνου φοβερού, ώρισε να τους φέρουν έμπροσθεν αυτού. Ότε δε παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού οι Άγιοι, ήρχισε πρώτον μετά μεγάλης κολακείας να τους ομιλή, λέγων· «Εγώ, ω στρατιώται, και χθες σας είπον, αλλά και σήμερον τα αυτά σας λέγω. Διότι όχι προς κολακείαν σάς ομιλώ ουδέ προς χάριν και πρόσωπον, αλλ’ αληθώς δεν είδον άλλους στρατιώτας του βασιλέως όπως σεις, ούτε ανδρείους, ούτε φρονίμους, ούτε κατά την όψιν ωραίους. Δια τούτο, όταν σας βλέπω συχνάκις εις το πρόσωπον, χαίρομαι και σας αγαπώ περισσότερον από τους άλλους. Μη λοιπόν θελήσετε, την αγάπην την οποίαν έχω δια σας, να την μεταβάλετε εις έχθραν, ούτε την ημερότητά μου να την μετατρέψετε εις οργήν. Διότι εις το θέλημά σας είναι σήμερον να γίνω εγώ δια σας ή φίλος ή εχθρός. Επειδή, εάν μεν με ακούσητε, δύναμαι να σας τιμήσω ως φίλους, εάν δε με παρακούσητε, είναι ανάγκη να φερθώ προς σας ως εχθρός». Και ο μεν Αγρικόλαος ταύτα έλεγε μετά μεγάλης επιτηδειότητος και ημερότητος, θέλων να ελκύση τους Αγίους, ο δε Άγιος Κάνδιδος, χωρίς καθόλου να δειλιάση, απεκρίθη προς αυτόν· «Πρεπόντως ονομάζεσαι Αγρικόλαος, ω ηγεμών. Διότι πράγματι είσαι άγριος και νομίζεις, ότι με τας τοιαύτας κολακείας θα μας δελεάσης. Αλλά, μη γένοιτο, να παρεκκλίνωμεν ποτέ από τον σκοπόν μας». Ο Αγρικόλαος είπε τότε· «Δεν είπον εγώ, ότι εις το θέλημά σας είναι να γίνω φίλος σας ή εχθρός σας»; Ο Άγιος Κάνδιδος απεκρίθη· «Επειδή λέγεις ότι εις το θέλημά μας είναι και τα δύο, δια τούτο γνώριζε, ότι ημείς τον μεν Χριστόν φιλούμεν και αγαπώμεν, σε δε μισούμεν και αποστρεφόμεθα· αλλ’ ούτε πάλιν θέλομεν συ να μας αγαπάς, διότι ποίαν αγάπην θέλομεν ημείς από σε, όστις δεν είσαι άνθρωπος, αλλά παντός θηρίου αγριώτερος και σκεπάζεις την αγριότητά σου με το πλαστόν αυτό σχήμα της κολακείας»; Ως ήκουσε τους λόγους τούτους ο ηγεμών, ηλλοιώθη όλος από τον θυμόν του και παρευθύς διέταξε τους άλλους στρατιώτας να δέσουν τας χείρας των Αγίων με σχοινία και σύραντες και δέροντες αυτούς να τους οδηγήσουν εις την φυλακήν και να κρατούνται εκεί, έως ότου έλθη ο δουξ Λυσίας από την Καισάρειαν, ο οποίος ήτο τότε απεσταλμένος από τον βασιλέα, ως πρώτος εξουσιαστής επί των ηγεμόνων της Ανατολής. Διότι εκείνον ανέμενεν ο Αγρικόλαος να έλθη κατ’ εκείνας τας ημέρας εις την Σεβάστειαν. Ότε δε οι στρατιώται ήρχισαν να δένουν τους Αγίους, είπεν ο Άγιος Δόμνος· «Δεν έχεις εξουσίαν καθ’ ημών, ω ηγεμών, να μας παιδεύσης, αλλά μόνον να μας ερωτάς». Τούτον τον λόγον ακούσας ο Αγρικόλαος εφοβήθη και επρόσταξε να μη τους δέσουν, αλλά μόνον να τους φυλακίσουν. Εκάλεσε δε και τον δεσμοφύλακα, Αγλάϊον ονόματι, και διέταξε τούτον να φυλάττη τους Αγίους μετά πάσης επιμελείας έως ότου έλθη ο δουξ από την Καισάρειαν. Τοιουτοτρόπως φυλακισθέντες οι Άγιοι, δεν έπαυον νύκτα και ημέραν δοξολογούντες εν τη φυλακή τον Θεόν, ο δε Άγιος Κυρίων εδίδασκεν αυτούς, λέγων· «Ω αδελφοί μου συστρατιώται, καθώς εις την πρόσφατον ταύτην εκστρατείαν δεν εχωρίσθημεν, αλλά είμεθα και οι Τεσσαράκοντα ομόψυχοι και ομόφρονες, ούτω και εις την ομολογίαν του Χριστού επιμεληθήτε να διαφυλάξωμεν την αυτήν ομόνοιαν και συμφωνίαν. Και καθώς εφροντίσαμεν να φανώμεν δόκιμοι προς τον θνητόν βασιλέα, ούτω ας προσπαθήσωμεν όλοι μας να αρέσκωμεν εις τον μόνον αθάνατον και αιώνιον Βασιλέα Χριστόν, ίνα και συν αυτώ ζήσωμεν». Μετά τοιούτων προσευχών και παραινέσεων διήλθον εκεί εις την φυλακήν οι Άγιοι, κεκλεισμένοι επί επτά ημέρας, έως ου ήλθεν ο Λυσίας. Κατά δε την επομένην, προκαθήσας ο δουξ μετά του ηγεμόνος, διέταξε να φέρουν τους Αγίους ενώπιον αυτών. Πορευομένων δε των Αγίων ήρχισεν ο Άγιος Κυρίων καθ’ οδόν διδάσκων αυτούς και λέγων· «Προσέχετε, αδελφοί. Μη φοβηθώμεν τας απειλάς των αρχόντων τούτων, των οποίων η δόξα είναι όπως το άνθος του χόρτου, το οποίον σήμερον φαίνεται ωραίον και αύριον μαραίνεται, η δε ευημερία των είναι όπως το όνειρον. Δεν ενθυμείσθε, ότι πάντοτε, όταν ευρισκόμεθα εις πόλεμον, δεν εστηρίζαμεν το θάρρος μας εις την δύναμιν των όπλων μας, αλλ’ επεκαλούμεθα τον Δεσπότην Χριστόν και Αυτός εισήκουε την δέησίν μας και μας έδιδε δύναμιν, δια της οποίας ενικούσαμεν τους εχθρούς μας; Δεν ενθυμείσθε ότι εις τον προηγηθέντα πόλεμον οι μεν άλλοι στρατιώται του βασιλέως όλοι έφυγον, μόνοι δε ημείς οι Τεσσαράκοντα απεμείναμεν μεταξύ των εχθρών μας και επικαλεσάμενοι τον Χριστόν εις βοήθειαν, ενικήσαμεν αυτούς κατά κράτος; Εάν λοιπόν τότε, ότε εκινδυνεύαμεν δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως, του ασεβούς και παρανόμου, έδιδεν εις ημάς ο Χριστός βοήθειαν, τώρα, ότε πολεμούμεν δια την αγάπην Του, δεν θέλει βοηθήσει ημάς; Δεν επολεμούσαμεν έχοντες αντιπάλους πλήθος αμέτρητον; Τώρα μόνον τρεις είναι εκείνοι, οίτινες μας πολεμούν· ο αφανής και ασώματος πολέμιος, ο διάβολος· ο δουξ Λυσίας· και ο ηγεμών Αγρικόλαος· μάλιστα δε εις είναι ο καθ’ αυτό πολέμιος ημών· ο εχθρός της αληθείας διάβολος, ο οποίος αναγκάζει τον Λυσίαν και τον Αγρικόλαον να εκτελούν τα θελήματά του. Τι λοιπόν; Θα νικήση ο εις ημάς τους Τεσσαράκοντα; Μη γένοιτο!». Και μετά ταύτα είπε και πάλιν προς τους Αγίους· «Δια τούτο σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη δειλιάσωμεν τους πειρασμούς, να μη φοβηθώμεν τας απειλάς, να μη δώσωμεν ώτα εις τον διάβολον, να μη υποταγώμεν εις τους εχθρούς του Χριστού· και, ως είχομεν συνήθειαν, όταν εισηρχόμεθα εις πόλεμον και εψάλλαμεν τον ψαλμόν «Ο Θεός εν τω ονόματί σου σώσον με και εν τη δυνάμει σου κρινείς με» (Ψαλμ. νγ:1), ούτω και τώρα ας πράξωμεν· ας επικαλεσθώμεν τον μόνον αληθή Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις είναι δυνατός να μας αποστείλη βοήθειαν εκ του Αγίου κατοικητηρίου Αυτού, ίνα νικήσωμεν τους εχθρούς της Πίστεως και να πατήσωμεν επί της κεφαλής του νοητού και ασωμάτου πολεμίου». Ταύτα ενώ εδίδασκεν ο Άγιος Κυρίων καθ’ οδόν, έφθασαν μέχρι του τόπου όπου εκάθηντο ο δουξ και ο ηγεμών. Ήτο δε πλήθος λαού συνηθροισμένον εκεί, ίνα ίδουν το αποτέλεσμα. Ατενίσας δε ο δουξ Λυσίας τους Αγίους, ήρχισε να λέγη προς αυτούς· «Νομίζω, ω στρατιώται, ότι δεν έχετε αντίθετον γνώμην εις το να θυσιάσετε εις τους μεγάλους θεούς, αλλ’ ότι αναμένετε να σας προσκαλέσω εγώ και τότε να πράξετε τούτο. Αλλά ως φρόνιμοι όπου είσθε, δεν πρέπει να σας διαφεύγη, ότι όταν ο άνθρωπος υποταγή εις τον ορισμόν του βασιλέως έχει και τιμήν και δόξαν, όταν δε δια της βίας εξαναγκασθή ή από φόβον, ή από βάσανον, να πράξη το προσταττόμενον, ολίγη είναι η χάρις αυτού του ανθρώπου. Δια τούτο και σεις μη αναμένετε κατόπιν τιμωριών και βασάνων να θυσιάσητε, αλλά πριν βασανισθήτε, υποταχθήτε εις την διαταγήν του βασιλέως· διότι σήμερον εν εκ των δύο πρόκειται να συμβή· ή να θυσιάσετε εις τους θεούς, όπως αξιωθήτε μεγίστων δωρεών, ή, εάν δεν με ακούσετε, να σας αφαιρέσω την ζώνην, ήτις είναι σημείον της τιμής σας και τότε να σας τιμωρήσω ανηλεώς». Ο Άγιος Κάνδιδος τότε απεκρίθη· «Οδηγέ του σκότους και πάσης ανομίας διδάσκαλε, με τι προσπαθείς να φοβίσης ημάς τους απτόητους; Με τι δοκιμάζεις να μας κάμης να δειλιάσωμεν; Με τιμωρίας; Ημείς έχομεν αυτάς ως χαράν και τρυφήν. Με θάνατον θέλεις να μας θανατώσης; Ημείς τον νομίζομεν ως ζωήν. Με χρήματα; Ημείς τα βλέπομεν ως πηλόν. Δοκίμασέ μας με ό,τι τρόπον νομίζεις και θέλεις ίδει την βοήθειαν του αληθινού Θεού. Διότι είμεθα έτοιμοι, όπως πάσαν τιμωρίαν υπομείνωμεν υπέρ της αγάπης Αυτού». Ταύτα ως ήκουσεν ο δουξ εθυμώθη σφόδρα και διέταξε τους στρατιώτας να λάβωσι πέτρας εις τας χείρας των και να κτυπώσι με αυτάς τους Αγίους εις το στόμα, έως ου να συντριβώσιν οι οδόντες αυτών. Αργούντων δε των στρατιωτών εις το να εκπληρώσουν το πρόσταγμα, θυμωθείς περισσότερον ο Λυσίας είπε· «Διατί αργοπορείτε, ω κατάρατοι, να κάμετε καθώς σας επρόσταξα»; Τότε οι στρατιώται μετά μεγάλης σπουδής έλαβον λίθους και ώρμησαν δια να κτυπήσωσι τους Αγίους, αλλά παταχθέντες αοράτως υπό θείας δυνάμεως δεν έβλεπον αυτούς και εκτύπων ο εις τον άλλον. Ο δε δουξ Λυσίας, εξαφθείς όλως από τον θυμόν, έλαβε λίθον και τον εξεσφενδόνισε κατά των Αγίων, αστοχήσας όμως ο λίθος εκτύπησε τον ηγεμόνα Αγρικόλαον κατά πρόσωπον και τον περιέλουσε με το αίμα του. Ούτως η δικαιοσύνη του Θεού επαίδευε τους αξίους τιμωρίας ειδωλολάτρας, αλλ’ εκείνοι, τετυφλωμένοι υπό της αμαρτίας, δεν ηδύναντο να εννοήσουν την θείαν οικονομίαν. Βλέπων ταύτα ο Άγιος Κυρίων έλεγεν· «Οι εχθροί ημών, αυτοί ησθένησαν και έπεσον· όντως η ρομφαία αυτών εισήλθεν εις τας καρδίας αυτών και η δύναμις αυτών συνετρίβη» (Ψαλμ. λστ: 15). Προς ταύτα ο ηγεμών Αγρικόλαος είπε· «Νομίζω, καθώς και πάντες οι φρόνιμοι άνθρωποι θα το βλέπουν, ότι το κατά την σήμερον συμβάν είναι φανερά γοητεία». Αρπάσας τότε τον λόγον ο θείος Δόμνος είπε· «Δεν είναι γοητεία, άνθρωποι, το γενόμενον, αλλά δικαιοκρισία του μεγάλου Θεού. Διότι τα πρόσωπά σας, τα οποία ελάλουν κατ’ αυτού ατίμως, εν υπερηφανεία και εξουδενώσει, τα επλήρωσεν ατιμίας» (Ψαλμ. λ:19). Δια των λόγων τούτων και άλλων αυστηροτέρων ο Άγιος Δόμνος εξήψε τον θυμόν του δουκός. Διο και πάλιν διέταξε να τους φυλακίσουν, έως ότου σκεφθή δια ποίου θανάτου να καταδικάση αυτούς. Ούτω λοιπόν, φυλακισθέντες οι Άγιοι, καθ’ όλην την νύκτα, ύμνουν και εδοξολόγουν τον Θεόν. Κατά δε το μεσονύκτιον ενεφανίσθη και πάλιν εις αυτούς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και τους λέγει· «Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν. ια:26)· θαρσείτε και μη φοβείσθε τας βασάνους αυτών, διότι είναι προσωριναί· νομίμως αθλήσατε, ίνα δικαίως στεφανωθήτε». Ταύτα ο Κύριος ειπών και ενθαρρύνας τους Αγίους ανελήφθη· το δε πρωϊ, ότε εξημέρωσε, προκαθήσας ο ηγεμών Αγρικόλαος επί βήματος φοβερού, ως λαβών παρά του δουκός εξουσίαν κατά των Αγίων, διέταξε να έλθωσιν οι Άγιοι ενώπιον αυτού. Ισταμένων δε αυτών ενώπιον του ηγεμόνος, εφάνη εις αυτούς μόνους ο εχθρός της αληθείας διάβολος, εις μεν την δεξιάν χείρα κρατών μάχαιραν, εις δε την αριστεράν όφιν μέγαν και έλεγεν εις το ωτίον του ηγεμόνος· «Ιδικός μου είναι, αγωνίζου». Ενώ δε ταύτα έβλεπον, ατενίσας ο ηγεμών προς τους Αγίους είπε· «Νομίζω ότι εάν έως τώρα δεν εγνωρίσατε το καλόν σας ποίον είναι, τώρα όπου επαιδεύθητε, θα εγνωρίσατε το συμφέρον σας. Τι λοιπόν απεφασίσατε; Έρχεσθε να θυσιάσετε εις τους μεγίστους θεούς κατά τα βασιλικά προστάγματα, ή θέλετε να αποθάνετε»; Εις ταύτα ο Άγιος Κάνδιδος απεκρίθη· «Καθώς με την θέλησίν μας ερρίψαμεν τας ζώνας ημών, ούτω προθύμως καταφρονούμεν και τον θάνατον υπέρ της αγάπης του Χριστού». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, διέταξε να δέσουν τους Αγίους από τον λαιμόν με σχοινία και να τους οδηγήσουν εις την λίμνην. Είναι δε εκεί εις την Σεβάστειαν λίμνη μεγάλη και βαθεία, η οποία από το δριμύ ψύχος των ημερών εκείνων ήτο όλως δι’ όλου παγωμένη, η δε ημέρα κατά την οποίαν απεφάσισεν ο ηγεμών να ρίψουν τους Αγίους μέσα εις την λίμνην ήτο ψυχροτάτη και φοβερά. Διότι βόρειος άνεμος πνέων έπηξε την λίμνην και μετέβαλε την φύσιν του ύδατος σχεδόν εις λίθου σκληρότητα. Τι λοιπόν έκαμαν οι Άγιοι; Αφ’ ου ήκουσαν την προσταγήν του ηγεμόνος, μετά χαράς εξεδύθησαν, βιαζόμενοι ποίος να απορρίψη πρωτύτερα το ένδυμά του. Καθώς δε εις καιρόν διαρπαγής οι στρατιώται συναγωνίζονται ποίος να αρπάση περισσότερα λάφυρα, ούτω και τότε οι Άγιοι, ο εις μετά τον άλλον, συνηγωνίζοντο ποίος να ευρεθή πρωτύτερα γυμνός. Ω της ανδρείας! Ω της καρτερίας των Αγίων! Δια τούτο είπομεν εις την αρχήν του λόγου, ότι εις όποιαν ψυχήν εισέλθη ο φόβος του Θεού, κανέν πράγμα δεν είναι δυνατόν να την χωρίση από την αρετήν. Ημείς σήμερον, μόνον, ακούοντες την τιμωρίαν εκείνην, πληρούμεθα φόβου και φρίττομεν· εκείνοι όμως ουδόλως υπελόγισαν αυτήν, αλλά διηγωνίζοντο ποίος να ευρεθή πρωτύτερα μέσα εις την λίμνην. Μη νομίσετε δε ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι είναι ολίγη η τιμωρία αύτη του να ρίψουν άνθρωπον γυμνόν εντός πάγου και μάλιστα εν καιρώ νυκτός. Διότι μόνον εκείνος, ο οποίος ευρέθη εις τοιούτον καιρόν, γνωρίζει οποίος αφόρητος πόνος είναι εκείνος. Πρώτον μεν μελανούται ολόκληρον το σώμα του ανθρώπου από το ψύχος το πολύ και χάνεται η φυσική ωραιότης, έπειτα δε φεύγει όλον το αίμα από τα μέλη του σώματος και συσσωρεύεται εις την καρδίαν. Τότε τα άκρα των μελών του σώματος μένουν άμοιρα πάσης θερμότητος και άρχονται ολίγον κατ’ ολίγον να σήπωνται και να διαλύωνται. Όχι δε μόνον εις τα άκρα των μελών γίνεται τότε ο πόνος αφόρητος, αλλά και η καρδία συσφίγγεται εκ του αίματος και δέχεται φοβεράς τας οδύνας. Αλλ’ όμως οι Άγιοι, μέλλοντες να υποστούν τοιαύτην τιμωρίαν, προθύμως έσπευδον εις αυτήν και ο εις τον έτερον ενθαρρύνοντες, τοιαύτα προς αλλήλους έλεγον· «Μη μόνον το ένδυμά μας αποβάλωμεν, αλλά και τον παλαιόν άνθρωπον να λησμονήσωμεν. Επειδή δε εξ αιτίας του όφεως ενεδύθημεν το πάλαι τους δερματίνους χιτώνας, ας γυμνωθώμεν τώρα δια τον Παράδεισον, τον οποίον απωλέσαμεν. Τι θα ανταποδώσωμεν εις τον Κύριον έναντι όλων εκείνων, τα οποία προσέφερεν εις ημάς; Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγυμνώθη επί του Σταυρού δι’ ημάς. Τι θαυμαστόν, εάν γυμνωθώμεν και ημείς δι’ Εκείνον; Μάλιστα δε, στρατιώται τότε εγύμνωσαν Αυτόν αφήσαντες ανά τας γενεάς κατηγορίαν εναντίον της τάξεως των στρατιωτών. Ας γυμνωθώμεν λοιπόν τώρα ημείς, ίνα απαλείψωμεν αυτήν. Εκείνοι κακώς εγύμνωσαν τον Χριστόν και διεμοιράσθησαν τα ενδύματά του. Ας γυμνωθώμεν τώρα ημείς καλώς, ίνα δώσωμεν εκουσίως εις τους άλλους στρατιώτας τα ιδικά μας. Δριμύς είναι ο χειμών, αλλά γλυκύς είναι ο Παράδεισος· θλιβερός είναι ο πάγος, αλλά η απόλαυσις του Παραδείσου είναι γλυκυτάτη· ολίγον ας υπομείνωμεν και θέλει μάς θερμάνει ο κόλπος του Αβραάμ. Έναντι του κόπου μιάς νυκτός, ας εξαγοράσωμεν χαράν αιώνιον. Ας παγώσουν τα πόδια μας, ίνα χορεύουν εις τον Παράδεισον· ας διαλυθούν αι χείρες μας, ίνα έχωμεν παρρησίαν να τας εγείρωμεν προς τον Θεόν. Πόσοι στρατιώται εις τον καιρόν μας δεν έπεσον εις τον πόλεμον δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως; Ημείς, δια την αγάπην του αφθάρτου Βασιλέως, τόσον ολίγον να μη υπομείνωμεν; Πόσοι άνθρωποι δια παραμικρόν πταίσιμον υπέμειναν παρά την θέλησίν των την καταδίκην του θανάτου! Ημείς με την θέλησίν μας να μη καταφρονήσωμεν τον θάνατον; Μη δειλιάσωμεν λοιπόν, ω συστρατιώται· μη δώμεν ώτα τω διαβόλω. Σώμα είναι, ας μη το λυπηθώμεν· επειδή οπωσδήποτε μέλλει εν καιρώ να αποθάνωμεν. Ας αποθάνωμεν λοιπόν τώρα θεληματικώς, δια να ζήσωμεν αιωνίως. Ας γίνωμεν θυσία εις τον Θεόν, θυσιάζοντες τα μέλη μας υπέρ της αγάπης του Χριστού». Με τοιαύτην απόφασιν και παρακινούντες ο εις τον έτερον εισήλθον οι Άγιοι εις την λίμνην. Ακούσατε δε τι ο πονηρότατος Αγρικόλαος εμηχανεύθη. Έναντι της λίμνης υπήρχε λουτρόν. Το λουτρόν αυτό επρόσταξε να ανάψωσι, δια να το βλέπωσιν οι Άγιοι, ελπίζων ότι ούτω θέλουν καμφθή λόγω του ανυποφόρου ψύχους και θέλουν μεταβή δια να θερμανθώσι, δεικνύοντες ούτω ότι εδειλίασαν. Τι όμως έκαμαν οι Άγιοι; Έως ότου μεν εκράτει η ημέρα, ολίγον ησθάνοντο το ψύχος του χειμώνος, εκ της θερμότητος της Πίστεως θερμαινόμενοι· όταν όμως η νυξ επροχώρησε περί τας τρεις και τέσσαρας ώρας και ο παγετός της νυκτός ηυξάνετο, εδοκίμαζον μεγάλους πόνους εις το σώμα των. Διότι τα μεν μέλη των ήρχισαν να νεκρώνωνται, το αίμα των επάγωσεν, η οδύνη δε της καρδίας των ήτο ανυπόφορος. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμενοι οι μεν τριάκοντα εννέα υπέμειναν γενναίως, ο εις τον έτερον με λόγους γλυκείς παραμυθούντες. Εις δε, μη δυνάμενος να υπομείνη το μέγα εκείνο ψύχος, εξήλθε της λίμνης και εβάδισε δια να εισέλθη εις το λουτρόν. Όμως, ευθύς ως επλησίασεν εις την πυράν του λουτρού, διελύθη ωσάν κηρός. Τούτο όταν είδον οι Άγιοι, ελυπήθησαν πολύ δια τον λιποτακτήσαντα. Ελυπούντο δε ακόμη και διότι, ενώ πρότερον ήσαν τον αριθμόν ακριβώς τεσσαράκοντα, ήδη εστερήθησαν του ενός και ο αριθμός των ηκρωτηριάσθη. Δια τούτο και μετά μεγάλης φωνής εδέοντο προς τον Θεόν, λέγοντες· «Μη εν ποταμοίς ωργίσθης, Κύριε, ή εν ποταμοίς ο θυμός σου; Ή εν θαλάσση το όρμημά σου» (Αββακ. γ:8). Διότι ούτος μεν ο χωρισθείς αφ’ ημών, ως ύδωρ εξεχύθη και διεσκορπίσθησαν τα μέλη του. Ημάς δε ενίσχυσον, ίνα μη δειλιάσωμεν, μηδέ να σε αρνηθώμεν, Θεέ και Κύριε του ελέους, τον οποίον υμνούσιν όλαι αι άβυσσοι των υδάτων, το πυρ, η χάλαζα, η χιών, ο κρύσταλλος, οι άνεμοι. Συ, όστις κατεπράϋνας την θάλασσαν εν τρικυμία, εις τον καιρόν τής δια Σαρκός προς ημάς παρουσίας σου· Συ, όστις δια του βλέμματός σου ξηραίνεις τας πηγάς των υδάτων· Συ, όστις με την απειλήν σου σαλεύεις την γην, επάκουσον ημών δεομένων Σου και ελάφρυνον το βάρος και την πικρότητα του αέρος και ας γνωρίσουν πάντες, ότι προς Σε εκράξαμεν και μας εισήκουσες, εις Σε ηλπίσαμεν και εσώθημεν». Και οι μεν Άγιοι ούτω προσηύχοντο. Τι δε έκαμεν ο Θεός, όστις δια του Προφήτου Ησαϊου επηγγέλθη ειπών· «Τότε βοήση και ο Θεός εισακουσεταί σου· έτι λαλούντος σου ερεί· ιδού πάρειμι». Τότε, δηλαδή, θα φωνάξης προσευχόμενος προς τον Θεόν και ο Θεός θα ακούση την προσευχήν σου. Ενώ συ θα προσεύχησαι ακόμη, θα απαντήση προς σε ο Θεός· «Ιδού, είμαι παρών». Ήκουσε την προσευχήν των Αγίων ο Θεός και έσπευσεν εις βοήθειάν των; Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! «Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν· ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται» (Ψαλμ. ργ:32). Ευθύς επήκουσε της δεήσεως αυτών και το δριμύ και ανυπόφορον εκείνο ψύχος μετέβαλεν εις θερμότητα. Παρευθύς ο πάγος ανέλυσε και το ύδωρ εζεστάθη, φως δε μέγα και θαυμαστόν περιήστραψεν εξ ουρανού. Τότε οι μεν άλλοι στρατιώται, οίτινες εφύλαττον τους Αγίους έξω της λίμνης, ετυλίχθησαν εις τους μανδύας των και εκοιμώντο, μόνος δε ο δεσμοφύλαξ Αγλάϊος, βλέπων την τοσαύτην υπομονήν των Αγίων, εστέκετο άϋπνος και ακροώμενος της προσευχής αυτών. Εθαύμαζε δε βλέπων ότι εκείνος μεν όστις εξήλθεν εκ της λίμνης διελύθη παρευθύς και απέθανεν, αυτοί δε εις τοσούτον ψύχος καθήμενοι εφαίνοντο ωσάν να μη το εσκέπτοντο καν. Ταύτα βλέπων ο Αγλάϊος ίστατο θαυμάζων και εκπληττόμενος. Θέλων δε να ίδη πόθεν προήρχετο το υπέρλαμπρον εκείνο φως, το οποίον έλαμψεν επάνω εις την λίμνην και διέλυσε τον πάγον, είδε και ιδού κατήρχοντο εξ ουρανού τεσσαράκοντα στέφανοι. Και οι μεν τριάκοντα εννέα εξ αυτών κατήλθον και εστάθησαν εις τας κεφαλάς των Αγίων, ο δε εις αιωρείτο εις τον αέρα και εφαίνετο μη έχων τόπον να σταθή. Τούτο βλέπων ευαύμαζε, μη δυνάμενος να εννοήση την σημασίαν του οράματος. Αφού όμως παρήλθεν αρκετή ώρα ηννόησεν, ότι ο στέφανος εκείνος ήτο του λιποτακτήσαντος, επειδή δε έφυγεν από την λίμνην, έχασε και τον στέφανον του Μαρτυρίου. Παρευθύς τότε μεταβάς εξύπνησε τους συντρόφους του και ρίψας τα ενδύματά του, επήδησεν εις την λίμνην, κράζων· «Χριστιανός είμαι και εγώ». Προς τον Χριστόν δε δεόμενος είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ όστις φανερώνεις την δόξαν σου προς τους αξίους δούλους σου, Συ όστις έδειξες και εις εμέ τον ανάξιον δούλον σου τα Σα θαυμάσια, δέξου και εμέ και συναρίθμησόν με εις τον χορόν των Αγίων σου». Τούτον ιδών ο εχθρός της αληθείας διάβολος και μη υπομένων την νίκην, μετασχηματισθείς εις άνθρωπον και την κεφαλήν έχων εντός των γονάτων έκλαιε και εβόα λέγων· «Αλλοίμονον εις εμέ! Ενικήθην παρά των στρατιωτών τούτων, διότι ευρέθην αδύνατος και κατήντησα να γίνω περίγελως αυτών. Τούτο δε έπαθον δια να μη έχω υπηρέτας, καθώς θέλω. Τι λοιπόν άλλο να πράξω; Θα διαστρέψω τας καρδίας των αρχόντων και θα τους αναγκάσω να καύσωσι τα σώματα των Μαρτύρων και να τα ρίψωσιν εις τον ποταμόν, ούτως ώστε ούτε Λείψανον αυτών να ευρεθή». Τούτο δε έλεγεν ο μιαρός, ως καταισχυνθείς υπό της ανδρείας του δεσμοφύλακος, διότι αυτός εκαυχάτο, ότι ενίκησε τον δειλόν εκείνον και ενόμιζεν ότι θέλει ελαττώσει τον αριθμόν των Τεσσαράκοντα, προξενών ούτω λύπην εις τους Αγίους. Ως δε είδεν, ότι ματαία απεδείχθη η επίνοιά του, πρεπόντως έκλαιεν ως κατησχυμμένος καθώς και εις τον καιρόν της δια Σαρκός του Χριστού παρουσίας, θέλων να περικόψη τον αριθμόν των Δώδεκα, εισήλθεν εις τον Ιούδαν, ως ευρών αυτόν επιτήδειον όργανόν του και τον έκαμε προδότην του Χριστού. Εις αντικατάστασιν όμως τούτου αντεισήχθη εις την θέσιν του ο Απόστολος Ματθίας. Το αυτό συνέβη και τώρα εις τους Αγίους τούτους. Εσκέφθη να προξενήση λύπην εις αυτούς, δια της αρπαγής ενός εξ αυτών· αλλ’ ο πανάγαθος Θεός, ο τα πάντα οικονομών προς το συμφέρον των πιστών Αυτού δούλων, δεν άφησε τους Αγίους να μείνωσι λυπημένοι μέχρι τέλους, διότι φωτίσας την καρδίαν του δεσμοφύλακος, ανεπλήρωσε τον αριθμόν των Τεσσαράκοντα. Τούτο ιδόντες οι Άγιοι ήρχισαν να ευχαριστούν μεγαλοφώνως τον Θεόν, λέγοντες· «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια» (Ψαλμ. οστ: 14-15), διότι τους πολεμίους μας εποίησας βοηθούς ημών και το ακρωτηριασθέν υπό του συστρατιώτου ημών τάγμα ανεπλήρωσας δια του δεσμοφύλακος, καταισχύνας ούτω τον σατανάν, ημάς δε χαροποιήσας». Τοιουτοτρόπως διήλθον κατ’ εκείνην την νύκτα οι Άγιοι εις την λίμνην. Την δε πρωϊαν, ότε εγένετο ημέρα, επήγεν ο Αγρικόλαος, ίνα ίδη τι απέγιναν οι Μάρτυρες, ως δε είδε τον δεσμοφύλακα Αγλάϊον μεταξύ αυτών, θαυμάσας ηρώτα τους άλλους στρατιώτας πως συνέβη τούτο. Εκείνοι δε απεκρίθησαν· «Ημείς μεν νικηθέντες υπό του ύπνου προς τον όρθρον εκοιμώμεθα, αυτός δε ήτο άγρυπνος όλην την νύκτα, αιφνιδίως δε ελθών μας εξύπνησε και ιδού, είδομεν φως μέγα και λαμπρόν επάνω εις την λίμνην· ευθύς τότε έρριψε τα ενδύματά του και επήδησεν εις την λίμνην κραυγάζων· «Χριστιανός είμαι και εγώ». Άλλο τίποτε δεν γνωρίζομεν». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και εντραπείς, εθυμώθη πολύ και διέταξε να σύρωσιν έξω από την λίμνην τους Μάρτυρας και να τους φέρουν εις τον αιγιαλόν, εκεί δε να θραύσουν τους πόδας των. Εις δε εκ των Αγίων, Μελίτων ονόματι, ήτο νέος και ωραίος, υιός μονογενής γυναικός χήρας Χριστιανής, η οποία φοβουμένη μήπως δειλιάσας ο υιός της την τιμωρίαν εκείνην στραφή προς την επιθυμίαν του ηγεμόνος και αρνηθή τον Χριστόν, εστέκετο ενώπιόν του την ώραν εκείνην και με σχήματα και με λόγους τον ενεθάρρυνε λέγουσα· «Τέκνον μου γλυκύτατον , τέκνον Πατρός ουρανίου, τέκνον πολύ τιμιώτερον της μητρός δια την εν Χριστώ μαρτυρίαν, υπόμεινον ολίγον, ίνα στεφανωθής· μη φοβηθής τας βασάνους· ιδού ο Χριστός στέκεται αοράτως, ίνα λάβη την αγίαν σου ψυχήν. Μίαν ώραν είναι ο πόνος και κατόπιν μεταβαίνεις εις την Βασιλείαν του Χριστού. Μίαν στιγμήν είναι το κακόν και θέλει σε διαδεχθή η αιώνιος ανάπαυσις, η άρρητος ευφροσύνη, η ανεκλάλητος τρυφή, η χαρά των Δικαίων. Εκεί να υπάγης, τέκνον μου ηγαπημένον, να συμβασιλεύσης τω Χριστώ και να πρεσβεύης προς Αυτόν δια την αμαρτωλήν μητέρα σου». Ω της ευγενεστάτης ψυχής! Ω της ευλογημένης γυναικός! Που είναι αι ταλαίπωροι εκείναι γυναίκες, αι οποίαι καλλίτερον έχουν να ασεβήση ο υιός των προς την Πίστιν παρά να πάθη τι κακόν ή και να γίνη Μοναχός; Τον τοιούτον αγαπώσι και τον έχουν δια καύχημά των. Εάν δε τυχόν γίνη Μοναχός, τον μισούν και όχι μόνον δεν του δίδουν την κληρονομίαν του, αλλά και τον διώκουν. Που να ευρεθή σήμερον τοιαύτη γυνή μεγαλόψυχος; Δια τούτο έλεγε και ο σοφός Σολομών εις τας παροιμίας του· «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα δε εστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη» (Παροιμ. λα:10). Μήτηρ ήτο και εκείνη, ευλογημένοι Χριστιανοί, ωσάν τας άλλας γυναίκας και μάλιστα χήρα, το δε θλιβερώτερον, τον είχε και μονογενή. Γνωρίζουν όσαι είναι μητέρες την αγάπην και τον πόθον, τον οποίον έχουν προς τα τέκνα των. Εις την μακαρίαν όμως αυτήν ενίκα η αγάπη του Χριστού την φυσικήν αγάπην. Τότε επίστευεν, ότι θα τον έχη ζώντα, όταν τον ίδη αποθαμένον δια την αγάπην του Χριστού. Ταύτα ησθάνετο η αξιοθαύμαστος εκείνη γυνή. Ανασύραντες δε οι υπηρέται τους Αγίους από την λίμνην ήρχισαν να συντρίβουν τους πόδας αυτών κατά την εντολήν του ηγεμόνος. Όταν όμως έφθασαν εις τον υιόν της χήρας και είδον αυτόν λιποψυχούντα εκ του παγετού, τον ελυπήθησαν, δια προσταγής δε του ηγεμόνος τον άφησαν και δεν συνέτριψαν τους πόδας του. Διέταξε μάλιστα ο ηγεμών να αποδώσουν τούτον εις την μητέρα του ίσως και ζήση, τους δε άλλους τριάκοντα εννέα των οποίων συνετρίβησαν τα σκέλη και απέθανον, διέταξε να τους τοποθετήσουν εις αμάξας, να τους φέρουν εις το χείλος του ποταμού και εκεί να ανάψωσι πυράν μεγάλην και να ρίψουν εις αυτήν τα τίμια των Αγίων Λείψανα και να τα καύσωσιν. Έπειτα, ό,τι απομείνη από τα οστά των ή και από οιονδήποτε άλλο μέρος του σώματός των, να τα ρίψωσιν εις τον ποταμόν. Αλλ’ ακούσατε πάλιν περί της ευλογημένης εκείνης γυναικός. Ως έφερον οι στρατιώται τα τίμια Λείψανα των Αγίων επάνω εις τας αμάξας, δια να τα μεταφέρωσιν, ίνα τα καύσωσιν, εσήκωσε και εκείνη τον υιόν της εις τον ώμον της και έτρεχεν όπισθεν, ίνα τους φθάση, λέγουσα· «Πήγαινε και συ, τέκνον μου ηγαπημένον, με τους συστρατιώτας σου, ίνα μη μείνης εις την ασέβειαν, μη γένοιτο! Ούτε να απομείνης μόνος αστεφάνωτος. Έως εδώ ήτο ο πειρασμός· υπόμεινον το πυρ, καθώς υπέμεινες και το ψύχος, ίνα τύχης και της αιωνίου χαράς». Ταύτα λεγούσης της ευλογημένης εκείνης γυναικός και τρεχούσης, ίνα φθάση τας αμάξας, αφήκεν ο υιός αυτής Μελίτων την ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού. Τότε, ως είδεν ότι απέθανεν, ευχαριστήσασα τον Θεόν, περιεπάτει βαστάζουσα το ιερόν αυτού Λείψανον εις τον ώμον της και φθάσασα τας αμάξας, ετοποθέτησε και εκείνο επάνω από τα άλλα Λείψανα, ίνα μη χωρισθή ούτε το Λείψανόν του από τους Αγίους συντρόφους του, μεθ’ ων και ήθλησε και εστεφανώθη παρά Χριστού. Οι υπηρέται λοιπόν του ηγεμόνος, μάλλον δε του αντικειμένου διαβόλου, ανάψαντες πυράν μεγάλην, κατέκαυσαν τα σώματα των Αγίων. ΄Επειτα, κατά την εντολήν του ηγεμόνος, ό,τι μέρος του σώματος απέμεινεν από το πυρ, το έρριψαν εις τον ποταμόν, νομίζοντες ότι θέλει παρασύρει ταύτα ο ποταμός και θέλουν εξαφανισθή, αλλ’ εις κενόν εκοπίασαν. Διότι μετά τρεις ημέρας εφάνησαν οι Άγιοι εις τον Επίσκοπον της Σεβαστείας, Πέτρον ονόματι, κεκρυμμένον όντα δια τον φόβον του Αγρικολάου και λέγουν· «Ελθέ εις τον ποταμόν της πόλεως, και θέλεις εύρει τα Λείψανά μας. Σύναξε δε αυτά κατά την επιθυμίαν σου». Παραλαβών λοιπόν ο Επίσκοπος δια νυκτός και άλλους τινάς Χριστιανούς κεκρυμμένους και κατελθών εις τον ποταμόν, εύρε τα υπολειφθέντα άγια Λείψανα παρά το χείλος του ποταμού ερριμμένα. Έλαμπε δε επ’ αυτών φως μέγα και έκαστον μέρος τούτων εκεί όπου ευρίσκετο εφαίνετο ως άστρον. Αφού δε συνέλεξεν αυτά και τα έθεσεν εντός θηκών καθαρών, κατέθετο εν επισήμω τόπω δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Είναι δε τα ονόματα των Αγίων τούτων Τεσσαράκοντα μεγάλων Μαρτύρων τα εξής, κατ’ αλφαβητικήν σειράν: Αγγίας, Αγλάϊος, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάϊος, Γοργόνιος, Γοργόνιος έτερος, Δομετιανός, Δόμνος, Εκδίκιος, Ευνοϊκός, Ευτυχής, Ευτύχιος, Ηλιανός, Ηλίας, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ιωάννης, Κάνδιδος, Κύριλλος, Κυρίων, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Ουαλέριος, Ουάλης, Πρίσκος, Σακερδών, Σεβηριανός, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος και Χουδίων. Αυτό είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, το Μαρτύριον των Αγίων. Αυτό είναι το τέλος των. Ούτως ηγωνίσαντο, ούτως ενήθλησαν και ούτως εστεφανώθησαν παρά του στεφοδότου Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου