«Εκ σπέρματος
όφεως», λέγει ο Ησαϊας, «εξελεύσεται έκγονα ασπίδων, και τα έκγονα αυτών
εξελεύσονται όφεις πετάμενοι» (Ησαϊα ιδ:29). Τούτο σημαίνει, ότι από τον όφιν
γεννώνται αι ασπίδες και τα γεννήματα αυτών γίνονται όφεις πτερωτοί, αληθής δε
βεβαίως ο λόγος του Προφήτου. Ιδού το παράδειγμα ολοφάνερον. Πόθεν γεννάται ο
Ηρώδης ούτος, όστις έρριψεν εις την φυλακήν τον Ιωάννην, τέλος δε τον
εθανάτωσεν; Από τον πρώτον και τρομερόν εκείνον όφιν, όστις εθανάτωσε τας
δεκατέσσαρας χιλιάδας των βρεφών, από τον πρώτον δηλαδή και μέγαν Ηρώδην. Από
τον όφιν εκείνον γεννώνται ο Αριστόβουλος και ο Φίλιππος, ως και οι άλλοι
όφεις· από το σπέρμα του όφεως εκείνου γεννάται και η θυγάτηρ του Αριστοβούλου
Ηρωδιάς. Όφις φαρμακερός ο πρώτος Ηρώδης εναντίον της ανθρωπίνης φύσεως, όφις
τοιούτος και ο δεύτερος Ηρώδης, ο υιός του· ιδού και η ασπίδα, η Ηρωδιάς.
Θέλεις να ίδης και το θυγάτριον αυτής όμοιον της ασπίδος; Ιδού αυτό, της
ασπίδος το γέννημα, πως πετά έμπροσθεν του Ηρώδου, και με το πέταγμα και
στριφογύρισμα εκείνο ανοίγοντας το στόμα των, τόσον ο όφις, όσον και η ασπίς
και το γέννημα αυτής, κόπτουσι την Κεφαλήν του Ιωάννου. Ω πονηρός όφις!
Ω θανατηφόροι ασπίδες! Εις ποίαν φωτοφόρον Κεφαλήν τολμούν να βάλουν τους οδόντας των οι δείλαιοι! Ω! ποίον ακτινοφεγγοβόλον Λύχνον αποτολμούν να σβύσουν. Σβύνουν τον Λύχνον τον φωταυγή, δια να μη θεωρή ο Κόσμος τας κακίας των. Βγάζουν το φως από το μέσον, δια να μη θεωρούνται από τους άλλους αι μοιχείαι των. Βγάζουν την Φωνήν του Λόγου από το μέσον, δια να μη κηρύττη τας παρανομίας των. Όμως τον Λύχνον του Φωτός τον εστερήθησαν εκείνοι καταβάντες εις τον Άδην και όχι ο Κόσμος όλος. Πάλιν είναι Λύχνος του Φωτός, Πρόδρομος του Ηλίου και Φωνή του Λόγου και πάλιν ούτω λέγεται. Διότι που δεν λάμπει; Που δεν ακτινοβολεί; Που δεν κηρύττει ως Φωνή του Υιού και Λόγου του Θεού; Δεν γεννάται από δικαίους δίκαιος, από τον Ζαχαρίαν και την Ελισάβετ; Δεν είναι εκ κοιλίας Μητρός αυτού αγιασμός; Δεν επέρασεν εις την έρημον, όχι απλώς ανθρωπίνην, αλλά σχεδόν Αγγελικήν ζωήν; Δεν ήπλωσε τας χείρας του εις την Κορυφήν του παντός του Κόσμου Δεσπότου και Ποιητού και Πλάστου; Πως λοιπόν ημπορεί τις ποτέ να μου ειπή, ότι δεν συμμετέσχε μιας παντοτεινής ζωής και αιωνίου θεϊκής λάμψεως; Διότι «Υιός δίκαιος», λέγει ο Σολομών, «γεννάται εις ζωήν» (Παρ. ια: 19), διότι γίνεται μιμητής Αγγελικής ζωής, γεννάται εις ζωήν, επειδή αξιώνεται να γίνη Βαπτιστής της Αυτοζωής και να λάβη μέρος απ’ εκείνην την Αυτοζωήν. Λάμπει παντοτεινά ως Πρόδρομος του νοητού Ηλίου, διότι απλώνοντας εις τον νοητόν εκείνον Ήλιον, δίδει προς αυτόν δια παντός τας ηλιοθεοσταλάκτους ακτίνας του ο νοητός εκείνος Ήλιος. Ω! πόσον θεοφεγγοβολεί και ας ενόμιζεν ο ληρώδης ότι τον έσβησεν. Ω! πόσην έλαβεν χάριν από τον Χριστόν, ώστε να καταστή άξιος δια τας αρετάς του να γίνη Βαπτιστής Του! Τις να επαινέση κατ’ αξίαν τον Βαπτιστήν; Τις να πλέξη εγκώμιον αρμόδιον εις τον Πρόδρομον; Εάν ο Χριστός μεταξύ των γεννηθέντων εκ γυναικών μείζονα τον μαρτυρή, τις άλλος ημπορεί περισσότερον; Ώστε, όχι δια να τον ανυψώσωμεν περισσότερον, αλλά δια να μη μας κρίνωσιν οι ανευλαβείς ομιλούντες περί τούτου, θέλομεν αποδείξει τον Ιωάννην πρώτον Φωνήν και Στόμα του Χριστού και δεύτερον, μετά την αποτομήν της Τιμίας του Κεφαλής, επαινετόν και υπερθαύμαστον όχι μόνον από τους φίλους, αλλά και από τους εχθρούς του Χριστού. Ιδού λοιπόν, ότι από το πρώτον αρχόμεθα. Θέλων ο Μέγας και ουράνιος Θεός να φανερώση λεπτομερώς εις πόσην ασύγκριτον αγάπην και τιμήν έχει όλους εκείνους, οι οποίοι δια πολλών κόπων και πόνων και ιδρώτων, δια παντός αγωνιζόμενοι, εξάγουσι τον αμαρτωλόν από το στόμα του Άδου, λέγει δια του Προφήτου Ιερεμίου: Όποιος βγάλη τίμιον άνθρωπον από το ανάξιον στόμα του διαβόλου, θέλει τον κρίνει και τον έχει ωσάν το ιδικόν Του Στόμα. «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση» (Ιερ. ιε: 19). Ω έπαινος από τον Θεόν εις εκείνους, όπου δια την σωτηρίαν του ανθρώπου εναντίον του διαβόλου ανδρείως ηγωνίσθησαν. Ούτος του Θεού ο έπαινος εις Προφήτας και Αποστόλους και Αρχιερείς και Διδασκάλους, οι οποίοι όχι ένα και μόνον τίμιον, αλλά μυρίους και αναριθμήτους, μάλιστα με πολλούς ιδρώτας, από το βέβηλον και ανάξιον στόμα του διαβόλου εξέβαλον! Κατ’ εξοχήν όμως ο έπαινος ούτος αρμόζει εις τον Ιωάννην τον Πρόδρομον. Διότι, εάν είναι φωνή του Υιού του Θεού, καθώς θέλει φανή, φανερόν είναι ότι εις αυτόν αρμόζει εξαιρετικώς να λέγεται και στόμα Αυτού. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων» (Ψαλμ. κη: 3), λέγει ο Δαυϊδ. Και πάλιν ο αυτός· «Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον, συσσείσει Κύριος την έρημον Κάδης. Φωνή Κυρίου καταρτιζομένη ελάφους» (Ψαλμ. κη: 8-9). Ποία είναι η φωνή αύτη, την οποίαν εννοεί ο Δαυϊδ, όταν λέγη επάνω των υδάτων, όπου καταρτίζει τας ελάφους, όπου σείει την έρημον; Ενθυμήσου την απόκρισιν εκείνην, ήτις εδόθη από τον Ιωάννην εις τους Φαρισαίους ιερείς και λευϊτας, όταν ηρωτάτο από αυτούς ποίος είναι. Μήπως είσαι συ, του έλεγαν, ο Ηλίας; Μήπως είσαι συ ο Προφήτης, ο Μεσσίας; Όχι, τους λέγει, μήτε ο Ηλίας είμαι, αλλά μήτε ο Προφήτης. Και λοιπόν, τι λέγεις περί σεαυτού; Ειπέ μας ποίος είσαι; Και ποίαν τάχα απόκρισιν, τέλος πάντων, έδωκεν εις εκείνους: «Εγώ, φωνή βοώντος εν τη ερήμω» (Ιωάν. α: 23). Εγώ είμαι η Φωνή του Βοώντος, η Φωνή του Λόγου, η Φωνή του Κυρίου, του Υιού του Θεού, του Ιησού Χριστού. Ακούεις τον Ιωάννην πως ο ίδιος μαρτυρεί τον εαυτόν του; Φωνήν του Κυρίου, του Ιησού Χριστού. Εάν λοιπόν είναι Φωνή του Υιού του Θεού, πως δεν επιβάλλεται κατ’ ανάγκην και δεν αρμόζει κατ’ εξοχήν να λέγεται και Στόμα Αυτού; Η φωνή στόματος, βέβαια, λέγεται φωνή. Αύτη είναι η Φωνή του Κυρίου όπου λέγει ο Δαυϊδ. Ο Ιωάννης δηλαδή· που; Επί των υδάτων του ποταμού Ιορδάνου· διατί; Δια να ετοιμάση προς τον Κύριον με την διδασκαλίαν και νουθεσίαν του πολύν λαόν ευτρεπισμένον. «Ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον» (Λουκ. α: 17). Και τι λέγει προς τον λαόν η Φωνή αύτη; «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ: 2). Ω φωνή του Κυρίου, ω πως συμπεραίνεται, ότι προς αυτόν κυρίως κατ’ απόλυτον εξαίρεσιν αρμόζει να λέγηται και Στόμα του Χριστού, όπως Φωνή Αυτού ονομάζεται. Πόσους τιμίους ανθρώπους να εξήγαγεν άραγε από το ανάξιον στόμα του διαβόλου; Πόσας ελάφους, δηλαδή ψυχάς, αι οποίαι ποθούσι τόσον τα υψηλά, τας αειρρόους του ουρανού κρήνας, όσον αι έλαφοι τας πηγάς των υδάτων; Πόσους καταρτίσας κατευθύνει και οδηγεί προς την ουράνιον οδόν; Δεν έχουσιν αριθμόν· είναι αναρίθμητοι. Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον. Τόσον ήτο η Φωνή αύτη ουράνιος. Τόσον εστάθη, λέγω, ο Ιωάννης εις το ύψος της αρετής και της Αγιότητος, ώστε η έρημος εκείνη ωνομάσθη Κάδης, δηλαδή Αγία. Διότι άπειρον πλήθος λαού συνέτρεχον εκεί, προς τον Ιωάννην, δια την Αγιότητά του, συσσεισμόν της ερήμου εννοών ο Δαυϊδ όχι τι άλλο, παρά μόνον την απειροπληθή προς τον Ιωάννην του λαού προσέλευσιν. «Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα η Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ’ αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών» (Ματθ. γ: 5-6). Ω ασύγκριτος του Ιωάννου αρετή και Αγιότης! Αν είναι Φωνή του Κυρίου, τις ημπορεί να συγκρίνη τοιαύτην του Κυρίου Φωνήν; Φωνή λοιπόν του Κυρίου εστίν ο Ιωάννης. «Αύτη ουν η Φωνή επί των υδάτων των εν τω Ιορδάνη, εν ω εβάπτιζε, κηρύσσων το της μετανοίας Βάπτισμα». Ο μέγας της Εκκλησίας στύλος, ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος, εις την ερμηνείαν του κη΄ (28) Ψαλμού λέγει πάλιν· «Την έρημον ουν εκείνην συνέσσεισεν η Φωνή αύτη του Κυρίου τη επιδημία των πανταχόθεν λαών, ήτις δια το μετανοείν τους προσερχομένους προσηγόρευται έρημος Αγία». Αφού λοιπόν Φωνή του Υιού του Θεού ο Ιωάννης λέγεται, άρα και Στόμα Αυτού, εξ ανάγκης, συνάγεται. Ο Ιωάννης μόνος μαρτυρεί τον εαυτόν του Φωνήν του Χριστού· λοιπόν, αξίζει η μαρτυρία του; Ποίος μαρτυρεί τον εαυτόν του ενάρετον και μάλιστα Φωνήν του Χριστού; Άλλοι πρέπει να είναι οι μάρτυρες και άλλος ο μαρτυρούμενς. Ούτως, αι αρεταί του γίνονται μάρτυρες και βεβαιωταί δι’ αυτόν και βεβαιώνουσι τον λόγον όπου είπεν· ότι δηλαδή είναι Φωνή του Χριστού και κατ’ ανάγκην και Στόμα Αυτού, μάλιστα και ο ίδιος ο Χριστός γίνεται μάρτυς αυτού. Και ιδού. Εις πάνδημον της Καισαρείας συνάθροισιν ο Ηρώδης, όστις τον Λύχνον τούτον του Ηλίου ενόμισεν ότι έσβυσεν, ενδεδυμένος με βασιλικήν πορφύραν και καθήμενος εις θρόνον, ωμίλει και εδημηγόρει μεγαλοφώνως εις όλον εκείνον τον λαόν. Ακούοντες δε εκείνοι τον επήνουν λέγοντες προς αυτόν, ότι η φωνή του δεν είναι ανθρωπινή, αλλά Θεού φωνή. Ο Ηρώδης ακούων τοιούτον έπαινον δια τον εαυτόν του εχαίρετο καθ’ υπερβολήν και με χαράν μεγάλην εδέχετο τον λόγον. Παρευθύς όμως ωργίσθη κατ’ αυτού ο Θεός και έξαφνα κατέρχεται ουρανόθεν Άγγελος και ραπίζει τον Ηρώδην με ράπισμα τρομερώτατον. Ούτος δε γίνεται αμέσως σκωληκόβρωτος και παραδίδει την ψυχήν του εις τον άδην. «Ο δε δήμος επεφώνει, Θεού φωνή και ουκ ανθρώπου, παραχρήμα δε επάταξεν αυτόν Άγγελος Κυρίου ανθ’ ων ουκ έδωκε την δόξαν τω Θεώ και γενόμενος σκωληκόβρωτος εξέψυχεν» (Πράξ. ιβ: 22). Ο Ηρώδης λοιπόν, όστις δεν είπε μόνος του, δια τον εαυτόν του, ότι η φωνή του είναι φωνή Θεού, αλλά επειδή ήκουσε τούτο από άλλους και το εδέχθη, κατάντησε σκωληκόβτωτος. Ο δε Ιωάννης μόνος του λέγει τον εαυτόν του Φωνήν του Θεού· και όχι μόνον δεν λαμβάνει καμμίαν τιμωρίαν, αλλ’ απολαμβάνει παρά Χριστού τιμήν και δόξαν ασύγκριτον. Διότι ολίγη δόξα είναι δια τον Ιωάννην να τον θελήση, να τον αγαπήση με την υπερβάλλουσαν αγάπην του και να τον κάμη Βαπτιστήν του Αυτός ο Θεός; Μήπως δεν εδέχθη τας χείρας του Προδρόμου Ιωάννου εις την θείαν του Κορυφήν; Μήπως δεν του εδείχθη παρά του Κυρίου το Πνεύμα το Άγιον, κατερχόμενον ουρανόθεν, ωσεί περιστερά; Ή μήπως δεν τον ηξίωσε να ακούση και την Φωνήν του ιδίου Του Πατρός; Τούτο δεν ήτο απλώς δόξς, τούτο δεν ήτο απλώς τιμή, αλλά έργον θελήσεως του Θεού, δια την άκραν αρετήν και αγιότητα του Ιωάννου, τον οποίον όχι μόνον νους ανθρώπινος, αλλ’ ούτε Αγγελικός δύναται να συγκρίνη ποτέ κατ’ αξίαν. Ώστε, εάν τοιαύτην αγάπην, δόξαν και τιμήν έδειξεν ο Χριστός εις τον Ιωάννην και μάλιστα αφ’ ότου ωνόμασε τον εαυτόν του Φωνήν Θεού, ακολουθεί και συνάγεται αναγκαίως, ότι ο ίδιος ο Χριστός και τα Τρία της Παναγίας Τριάδος Πρόσωπα έγιναν μάρτυρες και εβεβαίωσαν μαρτυρούντες τον λόγον του Ιωάννου αληθέστατον· ότι δηλαδή είναι Φωνή Θεού και βέβαια και Στόμα Αυτού, όπως η φωνή είναι φωνή στόματος. Άλλαι δάφναι ουράνιοι και φοίνικες άφθαρτοι εις χείρας του Ιωάννου, άλλος ούτος στέφανος θεόπλεκτος εις την Αγίαν Κεφαλήν του Ιωάννου, το να βεβαιούν τα Τρία της Τριάδος Πρόσωπα εκείνο που ο Ιωάννης είπε δι’ εαυτόν. Ω Κεφαλή με στέφανον αμάραντον δια παντός στεφανωμένη! Αν εσυγχωρείτο εις τους Αγίους να καυχώνται δια τους ουρανίους φοίνικας, οίτινες, δια τας αρετάς των, εις την Κορυφήν των αναβλαστάνουσι και δια παντός ανθούσιν, άλλος δεν θα είχε να καυχηθή δι’ όσα θα εκαυχάτο ο Πρόδρομος Ιωάννης. Και διατί να μη του συγχωρείται όταν η καύχησίς του γίνεται με θείον ζήλον και αγάπην; Δεν έλεγεν ο θείος Παύλος «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου»; (Γαλ. στ: 14). Εάν ο Απόστολος Παύλος εκαυχάτο εν τω Σταυρώ του Κυρίου, διατί να μη καυχάται ο Ιωάννης εν τω Βαπτίσματι του Κυρίου; Δύναται λοιπόν και ο Πρόδρομος Ιωάννης να λέγη ανεμποδίστως, και δι’ αιτίαν μάλιστα ασύγκριτον, μη γένοιτό μοι καυχάσθαι ειμή εν τω Βαπτίσματι του Κυρίου· ειμή εν τω απλώσαι με τας χείρας εις την Κορυφήν του Δεσπότου και Θεού μου. Ειμή διότι είδον το Πνεύμα το Άγιον, ωσεί περιστεράν, καταβαίνον επ’ Αυτόν· ει μη διότι ήκουσα την φωνήν του Ανάρχου Θεού και Πατρός μαρτυρούσαν αυτόν Υιόν αγαπητόν. Ω, με πόσον δίκαιον και με πόσην χαράν ημπορεί πάντοτε να καυχάται δια την αλήθειαν ταύτην! Και αν η αλήθεια λάμπη, πως είναι δυνατόν να μη φαίνωνται αι λάμψεις και αι ακτίνες της; Τόσον δε αι λαμπεραί ακτίνες της θείας Χάριτος εφώτισαν τον Ιωάννην, ώστε όχι μόνον προ της Αποτομής της θείας του Κεφαλής, ότε, ως άλλος μαγνήτης έλκων τον σίδηρον, προσείλκυεν εις την Έρημον του Ιορδάνου τους Εβραίους όλης της Παλαιστίνης, αλλά και μετ’ αυτήν, από το πλήθος των αρετών αυτού εκείνοι κινούμενοι, δεν έπαυσαν να τον θαυμάζουν και να τον επαινούν, επί πλέον δε να διηγούνται ότι δια την αγάπην του προς τον Ιωάννην ο Θεός, οργισθείς κατά του Ηρώδου, θαυματουργών ηφάνισε το μέγα αυτού στράτευμα. Και ήτο θαύμα αναντίρρητον να βλέπη τις τους Εβραίους, οίτινες τόσον εμίσουν, όχι μόνον τον Χριστόν, αλλά και τους φίλους του Αποστόλους, όχι μόνον να μη δεικνύουν μίσος εις τον Ιωάννην, όστις πρώτος φίλος του Χριστού ήτο και ανώτερος των φίλων Εκείνου, αλλά μετά την Αποτομήν της Σεπτής του Κεφαλής και μέχρι σήμερον θαυμάζουν τον Ιωάννην δια την αρετήν του, από δε τους τα ιστορικά των βιβλία συγγράψαντας, φίλος του Θεού θαυμαστός ονομάζεται. Ποίος λοιπόν είναι ούτος, δια τον οποίον τόσον υπερβολικήν ευλάβειαν δεικνύουσιν οι Εβραίοι; Δεν είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όστις εις την έρημον αντί άρτου έτρωγεν ακρίδας, τους τρυφερούς δηλαδή βλαστούς των φυτών και των σφηκών και αγρίων μελισσών το μέλι, το τόσον πικρόν; Δεν είναι αυτός τον οποίον δια την αρετήν του ολίγον έλειψε να προσκυνήσουν ως Μεσσίαν; Εάν δε τοιαύτην προς αυτόν ευλάβειαν έχουσι, πως δεν ευλαβούνται και τους λόγους του; Πως δεν πείθονται εις όσα τους λέγει δια τον Χριστόν; Δεν είπεν εις αυτούς τόσας φοράς, ότι ήλθεν ο Μεσσίας, ο Αμνός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός; Δεν τον έδειξε μάλιστα εις αυτούς δια του δακτύλου, ειπών· «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του Κόσμου» (Ιωάν. α: 29) και δεν είπε σαφέστατα, ότι Αυτός τον οποίον ωνόμαζεν Αμνόν, είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού; «Καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο Υιός του Θεού» (Ιωάν. α: 34). Δεν εμαρτύρησεν ο Ιωάννης, λέγων· «τεθέαμαι το πνεύμα καταβαίνον ωσεί περιστεράν εξ ουρανού και έμεινεν επ’ Αυτόν»; (Ιωάν. α: 32). Αυτούς τους λόγους έλεγεν ο Ιωάννης εις τους Εβραίους, αλλά δεν τους επίστευσαν εκείνοι, και καθ’ εκάστην εζήτουν να λιθοβολήσουν τον Χριστόν ή να τον κατασυντρίψουν. Αλλά και του Ιωάννου τους λόγους εμίσουν, αν και του είχον τόσον σεβασμόν. Τον Ιωάννην υπερβολικώς ευλαβείσθε και τους λόγους του δεν δέχεσθε; Όπως όμως και αν έχουν τα πράγματα, δεν έπαυσαν οι Εβραίοι, από ευλάβειαν παρακινούμενοι, να λέγουν, ότι δι’ αγάπην του Ιωάννου θαυματουργών ο Θεός εξεδικήθη τον Ηρώδην αποδεκατίζων τον στρατόν του. Ω! πόσον από τους εχθρούς του Χριστού επαινείται ο πιστότατος δούλος και θεράπων του Χριστού, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Κυρίου. Ω! πόσον και από τους εχθρούς αι λάμψεις των αρετών του Προδρόμου Ιωάννου επαινούνται. Οίδε γαρ και πολέμιος επαινείν ανδρός αρετήν. Μη λογίζεσθε, πως επειδή οι Εβραίοι νομίζουν ότι ο αφανισμός εκείνος του στρατού του Ηρώδου έγινεν ουρανόθεν δι’ αγάπην του Ιωάννου και αισχύνην και τιμωρίαν του Ηρώδου, εγώ θέλω αρνηθή την αλήθειαν ταύτην; Επειδή την είπον ατοί; Αλλά μήπως δεν εθανατώθησαν από το γένος των Εβραίων όλοι οι Προφήται και μ’ όλον τούτο άπαντες οι Εβραίοι ομολογούσιν Αγίους τους Προφήτας; Λοιπόν, επειδή οι Προφήται αποκαλούνται από τους Εβραίους Άγιοι, θα αρνηθώ εγώ την αγιότητα των Προφητών; Διότι λοιπόν είπον οι Εβραίοι τον αφανισμόν εκείνον του στρατού του Ηρώδου ουρανόθεν τιμωρίαν, δι’ αγάπην του Ιωάννου, εγώ θα το αρνηθώ; Ανοίγει πολλάκις ο Θεός των μιαρών ανθρώπων τα βδελυρά στόματα και λέγουν πράγματα, τα οποία αληθώς ο Θεός έκαμε ή μέλλει να κάμη. Ως του Βαλαάμ του μάντεως, όταν έλεγεν ότι μέλλει να ανατείλη άστρον εξ ουρανού. Ως, όταν ο Λάβαν ηυχήθη εις την Ρεβέκκαν να πολλαπλασιασθή το γένος της εις χιλιάδας μυριάδων και ως του Κϊάφα όταν έλεγεν, ότι είναι συμφέρον και ωφέλιμον να αποθάνη εις υπέρ του λαού, δια να μη χαθή όλον το πλήθος. Όλα δε ταύτα έγιναν. Ας είναι λοιπόν το στόμα των Εβραίων και των ιστορικών των βδελυρόν. Εκείνο όπου λέγουν δια τον αφανισμόν του στρατού του Ηρώδου συνάγεται και είναι αληθέστατον. Οι Εβραίοι ομολογούν την ασύγκριτον του Ιωάννου αρετήν. Παραδέχεσαι τούτο; Ναι. Δέξου λοιπόν και όταν λέγουσιν, ότι δι’ αγάπην του Ιωάννου και εις αισχύνην και τιμωρίαν του Ηρώδου επροξένησεν ο Θεός τον αφανισμόν εκείνον εις όλον του Ηρώδου το στράτευμα. Δικαίως. Διότι, τις ήτο αυτός, εις τον οποίον ο Ηρώδης έθεσε φονικήν χείρα; Δεν ήτο ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος, προ του οποίου ο Σωτήρ ημών και ελευθερωτής Χριστός έκλινε την Κεφαλήν; Πως λοιπόν ο Χριστός δεν ήθελε τιμωρήσει τον μιαρόν Ηρώδην δια την κακίαν όπου έδειξε προς τον Βαπτιστήν Του; Πριν ή λάβη όσα έλαβεν ο Χριστός από τους Εβραίους, έλεγεν εις αυτούς, ότι δια την κακωσύνην των δεν θέλει μείνει λίθος επί λίθου εις την Ιερουσαλήμ. Το οποίον και έγινεν εις τον καιρόν Τίτου και Δομετιανού, των βασιλέων της Ρώμης. Έπρεπε λοιπόν να γίνη κατά μέρος και εις τους εχθρούς του Βαπτιστού ποια τις τιμωρία, ως προοίμνιον της όλης των Εβραίων πανωλεθρίας. Συμπεραίνεται λοιπόν αναγκαίως και από την τάξιν και αξίαν του Βαπτιστού και του Βαπτιζομένου, ότι η συμφορά εκείνη η πεσούσα επί του Ηρωδιανού στρατεύματος υπήρξεν ουρανόθεν τιμωρία, προς τιμήν, δόξαν και αγάπην του Ιωάννου και καταισχύνην του Ηρώδου. Διότι και αυτός εις το τέλος τρομερόν από τον Άγγελον έλαβε το ράπισμα και αφού κατήντησε σκωληκόβρωτος παρέδωσεν εις τον Άδην την βρωμερωτάτην αυτού ψυχήν. Ω πόσον ο Θεός αντιδοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν, ω πόσον φρικτώς εκδικείται ως Θεός τιμωρών! Τοιούτος εστάθη λοιπόν ο Ιωάννης, ως συντόμως διηγήθημεν. Τοιούτοι φοίνικες της αρετής, δια των ιδίων ιδρώτων του ποτιζόμενοι, ανεβλάστησαν εις την Σεπτήν Κεφαλήν του. Διο και με αμάραντον στέφανον ευρίσκεται εις τους ουρανούς αιωνίως κεκοσμημένος, πανηγυρίζων μετά των Αγγέλων του Θεού και μετά των εν ουρανοίς συμπανηγυριζόντων, απολαμβάνων με άρρητον χαράν, ως φίλος πιστότατος, Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού, των αγαθών εκείνων δια τα οποία ο θείος Παύλος λέγει· «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου, ουκ ανέβη» (Α¨ Κορ. β: 9). Θέλεις λοιπόν και συ να συμπανηγυρίζης με τον Ιωάννην; Μιμήσου τον, κατά το δυνατόν, έστω και κατ’ ελάχιστον. Θέλεις να αξιωθής και συ να συναριθμηθής με όλους τους πανηγυριστάς του ουρανού ως ο Ιωάννης και να απολαμβάνης των αγαθών εκείνων, άτινα εκείνοι εις τον αιώνα απολαμβάνουν; Άκουσον τον Ιωάννην και φύλαττε πάντοτε τον Νόμον του Θεού απαράβατον και ασάλευτον. Μη τρώγης συ ακρίδας και μέλι άγριον, καθώς εκείνος. Μην ενδυθής συ τρίχινα ενδύματα από τρίχας καμήλου, καθώς αυτός. Ούτε ο ίδιος σου λέγει τούτο. Τον Νόμον φύλαττε· τον Νόμον του Θεού απαράβατον· και τούτο θέλει ευχαριστήσει τον Ιωάννην, ούτω δε θέλεις και συ συναριθμηθή με τους πανηγυριστάς του ουρανού. Εφύλαξες έως τώρα τον Νόμον του Θεού; Όχι. Παρέβης τούτον; Ναι. Όχι άλλο. Παραδειγματίσου από τον Ζηλωτήν του Νόμου, τον Ιωάννην. Άφησε από τώρα και εις το εξής την παράβασιν του Νόμου και μετανόησον δια την παράβασιν την οποίαν έκαμες. «Μετανοείτε! Ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ:2, αυτόθ. δ:17). Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος σου το λέγει. Ελθέ εις μετάνοιαν. Κάμε έργα άξια της μετανοίας. «Ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας» (Ματθ. γ:8, Λουκ. γ:8). Από την μελίρρυτον γλώσσαν του Ιωάννου σου εκφωνείται και τούτο. Αύτη είναι Φωνή και Στόμα του Χριστού και σκοπόν άλλον δε έχει παρά να ετοιμάση λαόν προοριζόμενον δια τον Χριστόν. Ακούεις λοιπόν της Φωνής και του Στόματος του Χριστού, να μετανοήσης και να ετοιμάσης καρπούς αξίους της μετανοίας; Τι λέγεις; Θέλει τάχα σεισθή η καρδία σου από την αγιότητα του Ιωάννου και θέλει μεταμεληθή δια την αμαρτίαν, δια την παράβασιν του Νόμου, ώστε να επιστρέψη εις την αρετήν και να φυλάττη, εις το εξής τουλάχιστον, τον Νόμον; Θέλει τάχα γίνει έλαφος η ψυχή σου και καταρτιζομένη με του Ιωάννου την διδαχήν, να πηδά προς τα άνω και να φαντάζεται τα υψηλά και ουράνια; Πώς να γίνη τούτο, αφού ποτέ δεν αφήνεις την αδικίαν και την πλεονεξίαν; Πως, όπου ποτέ δεν αφήνεις τον φθόνον κατά του αδελφού σου; Πως, όπου ποτέ δεν αφήνεις την πορνείαν; Και προκρίνεις, ειπέ μου, την αδικίαν, την πλεονεξίαν, τον φθόνον κατά του αδελφού σου περισσότερον από τους ψυχωφελείς του Ιωάννου λόγους, τον οποίον μάλιστα φαίνεσαι τάχα και να τιμάς και να πανηγυρίζης; Προτιμάς μίαν Ηρωδιάδα, μίαν πτερωτήν ασπίδα, ένα γέννημα ασπίδος με πήδημα πορνικόν και πλήρες δηλητηρίου, από την συμβουλήν του Ιωάννου; «Ουκ έξεστί σοι» (Ματθ. ιδ:4, Μάρκ. στ :18). Δεν επιτρέπεται, λέγει, και εις σε τώρα, καθώς τότε εις τον Ηρώδην, να έχης την πόρνην· δεν υπακούεις λοιπόν να αφήσης την πορνείαν; Γίνεσαι λοιπόν μιμητής του Ηρώδου; Τι θα μου είπης; Ότι ευλαβείσαι τον Ιωάννην, ότι τον εορτάζεις; Αλλά και ο Ηρώδης ηυλαβείτο τον Ιωάννην και τον εφοβείτο μάλιστα. Αλλά εις τι τον ωφέλησεν η ευλάβεια εκείνη; «Ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον… και ηδέως αυτού ήκουεν» (Μάρκ. στ: 20). Ποίαν λοιπόν ωφέλειαν και συ δύνασαι να λάβης από την ευλάβειάν σου προς τον Ιωάννην, όταν πρώτον μεν τον ευλαβείσαι, ύστερον δε παρανομείς; Μιμητής του Ηρώδου δια την παρανομίαν σου. Τι λοιπόν προσμένεις, εάν δεν παύσης να παρανομής και να αμαρτάνης; Να δεχθής ράπισμα Αγγελικόν, να καταφαγωθής ζωντανός από τους σκώληκας και να κατακρημνισθής εις το βάραθρον του Άδου; Και αν δεν σε φάγουν οι σκώληκες εδώ ζωντανόν, θα σε τρώγουν ακαταπαύστως, όταν η ψυχή σου κατέλθη εις τον Άδην. Θα προσφέρης τον εαυτόν σου τροφήν εις τους φοβερούς και βρωμερούς σκώληκας εκεί, και πυρ αιώνιον και ατελεύτητον θα σε κατακαίη. Διότι σου το λέγει ο Ιωάννης· «Παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Ματθ. γ:10). Ω θρήνοι αδιάκοποι από τους σκώληκας και το πυρ. Ω πόσον τότε θέλεις ελεεινολογεί τον εαυτόν σου δια τας παρανομίας όπου τώρα, εις τον κόσμον τούτον κάμνεις. Και ποίος εκεί θα σε παρηγορήση; Ποίος θα σε βοηθήση; Ο Χριστός; Πως, όπου με τας παρονομίας σου εδώ καταφρονείς την Φωνή Του και τον Ίδιον; Μήπως ελπίζεις να κατέλθη και πάλιν ο Δεσπότης Χριστός εις τον Άδην δια να σε ελευθερώση; Όχι, θα σου απαντήση Εκείνος. Μίαν φοράν μόνον τον ηρώτησεν ο Ιωάννης· «Συ ει ο ερχόμενος…», μίαν φοράν του είπεν· «Συ ει ο ερχόμενος, ή έτερον προσδοκώμεν»; (Ματθ. ια: 3, Λουκ. ζ:19). Τι λέγεις, Ιωάννη; Συ τον εβάπτισες, συ είδες το Πνεύμα το Άγιον καταβαίνον και μένον επ’ Αυτόν, συ ήκουσες τον Πατέρα Του να τον μαρτυρή ουρανόθεν Υιόν του, συ δακτυλοδεικτών, τον έδειξες εις τους Εβραίους και με τόσην βεβαιότητα τον εμαρτύρησες εις αυτούς Υιόν Θεού και τώρα ερωτάς Αυτόν, αν είναι Αυτός όπου έρχεται; Δεν τον ερωτώ, λέγει ο Ιωάννης, εάν ήλθε, διότι ήλθε βεβαίως και καμμίαν δεν έχω αμφιβολίαν, ότι είναι Υιός του Θεού. Τον ερωτώ όμως εάν είναι Αυτός ή άλλος. Εγώ δεν είμαι καρδιογνώστης δια να γνωρίζω τα πάντα. Γνωρίζω βέβαια, ότι ο ίδιος είναι Υιός του Θεού· γνωρίζω ότι έχει να ελευθερώση όλους εκείνους τους Δικαίους και τους Προφήτας, οι οποίοι είναι εις τον Άδην. Δεν γνωρίζω όμως, αν Αυτός ο ίδιος έρχεται εις τον Άδην, ή μήπως θέλει στείλει άλλον τινά, ενδυναμώνων τούτον με την Παντοδυναμίαν του, ίνα εξαγάγη από τον Άδην τους εν τω Άδη. Ή μήπως έχει να μας εξαγάγη από εκεί με μόνον τον λόγον του, ως τον τετραήμερον Λάζαρον; Δια τούτο, λέγει ο Ιωάννης, κάμνω εις τον Χριστόν τοιαύτην ερώτησιν· «Συ ει ο ερχόμενος, ή έτερον προσδοκώμεν»; Εύλογος βέβαια ήτο η ερώτησις αύτη του Ιωάννου. Αλλά συ, τι εύλογον αιτίαν έχεις να ερωτάς, αν θα κατέλθη πάλιν εις τον Άδην, αφού γνωρίζεις από τους Προφήτας του Χριστού και τους Αποστόλους, ότι ο Χριστός δεν θέλει λάμψει πλέον εις τον Άδην; Αν λοιπόν συ κατέλθης εκεί, μη ελπίζεις εις άλλο τι, παρά μόνον εις θρήνους, κλαυθμούς και αναστεναγμούς αιωνίους, μέσα εις τους πνιγηρούς καπνούς του Άδου. Λυπήσου λοιπόν τον εαυτόν σου, Χριστιανέ μου. Λυπήσου την ψυχήν σου. Άκουσε τας ψυχωφελείς του Ιωάννου συμβουλάς και νουθεσίας και άφησε τον φθόνον, άφησε την αρπαγήν και την αδικίαν, άφησε την ασπίδα όπου εκτοξεύει δηλητήριον εις την καρδίαν σου και σε κάμνει εχθρόν του Ιωάννου. Συντρόφευσε δε την πανήγυρίν του όχι μόνον με ευλάβειαν, αλλά με αληθινήν μετάνοιαν και καρπούς αξίους της μετανοίας. Κάμε φίλον τον Ιωάννην, όχι μόνον με την πρέπουσαν τιμήν, αλλά και με έργα, τα οποία δύνασαι να πράξης, ακούων τους συμβουλευτικούς και θείους εκείνου λόγους. Έχε τον Ιωάννην, μετά την Παρθένον, παντοτεινόν μεσίτην, διότι αυτός είναι φίλος πιστότατος του Χριστού ως Βαπτιστής και Πρόδρομος Αυτού και ημπορεί βέβαια να μεσιτεύση και να σε συμπεριλάβη με τον Χριστόν. Αλλ’ ω μέγιστε Προφήτα, και των Προφητών απάντων υπέρτατε Βαπτιστά και Πρόδρομε του Κυρίου, Αγιώτατε Ιωάννη, Φωνή και Στόμα του Χριστού και Λύχνε άσβεστε του αιωνίου Φωτός, εις δε την γην και εις τους ουρανούς πάντοτε υπερθαύμαστε, μετ’ ευλαβείας ημείς άπαντες ζητούμεν την μεσιτείαν σου και θερμώς παρακαλούμεν, ίνα δεχθής την ευλαβικήν φωνήν ημών. Προσπίπτομεν δε εις σε και δεόμεθα, Προφήτα του Χριστού Ιωάννη, να μας φωτίζης πάντοτε ως Λύχνος φωταυγής και Πόδρομος του Ηλίου, με τας ακτινοβόλους λάμψεις σου εις την οδόν της αληθείας. Συμφιλίωσε ημάς δια των μεγάλων πρεσβειών σου με τον Σωτήρα και ελευθερωτήν ημών Ιησούν Χριστόν. Αγίασον άπαντας τους την σην εορτήν και πανήγυριν ευλαβώς επιτελούντας, τους την σην την θείαν Κάραν σεμνοπρεπώς, ευλαβώς και τιμίως προσκυνούντας και τους τιμίως, καλώς και θεαρέστως κοπιάζοντας, τέλος δε αξίωσον ημάς άπαντας, δια των σων μεγίστων πρεσβειών να καταστώμεν άξιοι των ουρανίων αγαθών, ίνα συμπανηγυρίζωμεν, μετά τον πρόσκαιρον τούτον βίον, ομού μετά των Αγγέλων του Θεού. Ω, η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ω θανατηφόροι ασπίδες! Εις ποίαν φωτοφόρον Κεφαλήν τολμούν να βάλουν τους οδόντας των οι δείλαιοι! Ω! ποίον ακτινοφεγγοβόλον Λύχνον αποτολμούν να σβύσουν. Σβύνουν τον Λύχνον τον φωταυγή, δια να μη θεωρή ο Κόσμος τας κακίας των. Βγάζουν το φως από το μέσον, δια να μη θεωρούνται από τους άλλους αι μοιχείαι των. Βγάζουν την Φωνήν του Λόγου από το μέσον, δια να μη κηρύττη τας παρανομίας των. Όμως τον Λύχνον του Φωτός τον εστερήθησαν εκείνοι καταβάντες εις τον Άδην και όχι ο Κόσμος όλος. Πάλιν είναι Λύχνος του Φωτός, Πρόδρομος του Ηλίου και Φωνή του Λόγου και πάλιν ούτω λέγεται. Διότι που δεν λάμπει; Που δεν ακτινοβολεί; Που δεν κηρύττει ως Φωνή του Υιού και Λόγου του Θεού; Δεν γεννάται από δικαίους δίκαιος, από τον Ζαχαρίαν και την Ελισάβετ; Δεν είναι εκ κοιλίας Μητρός αυτού αγιασμός; Δεν επέρασεν εις την έρημον, όχι απλώς ανθρωπίνην, αλλά σχεδόν Αγγελικήν ζωήν; Δεν ήπλωσε τας χείρας του εις την Κορυφήν του παντός του Κόσμου Δεσπότου και Ποιητού και Πλάστου; Πως λοιπόν ημπορεί τις ποτέ να μου ειπή, ότι δεν συμμετέσχε μιας παντοτεινής ζωής και αιωνίου θεϊκής λάμψεως; Διότι «Υιός δίκαιος», λέγει ο Σολομών, «γεννάται εις ζωήν» (Παρ. ια: 19), διότι γίνεται μιμητής Αγγελικής ζωής, γεννάται εις ζωήν, επειδή αξιώνεται να γίνη Βαπτιστής της Αυτοζωής και να λάβη μέρος απ’ εκείνην την Αυτοζωήν. Λάμπει παντοτεινά ως Πρόδρομος του νοητού Ηλίου, διότι απλώνοντας εις τον νοητόν εκείνον Ήλιον, δίδει προς αυτόν δια παντός τας ηλιοθεοσταλάκτους ακτίνας του ο νοητός εκείνος Ήλιος. Ω! πόσον θεοφεγγοβολεί και ας ενόμιζεν ο ληρώδης ότι τον έσβησεν. Ω! πόσην έλαβεν χάριν από τον Χριστόν, ώστε να καταστή άξιος δια τας αρετάς του να γίνη Βαπτιστής Του! Τις να επαινέση κατ’ αξίαν τον Βαπτιστήν; Τις να πλέξη εγκώμιον αρμόδιον εις τον Πρόδρομον; Εάν ο Χριστός μεταξύ των γεννηθέντων εκ γυναικών μείζονα τον μαρτυρή, τις άλλος ημπορεί περισσότερον; Ώστε, όχι δια να τον ανυψώσωμεν περισσότερον, αλλά δια να μη μας κρίνωσιν οι ανευλαβείς ομιλούντες περί τούτου, θέλομεν αποδείξει τον Ιωάννην πρώτον Φωνήν και Στόμα του Χριστού και δεύτερον, μετά την αποτομήν της Τιμίας του Κεφαλής, επαινετόν και υπερθαύμαστον όχι μόνον από τους φίλους, αλλά και από τους εχθρούς του Χριστού. Ιδού λοιπόν, ότι από το πρώτον αρχόμεθα. Θέλων ο Μέγας και ουράνιος Θεός να φανερώση λεπτομερώς εις πόσην ασύγκριτον αγάπην και τιμήν έχει όλους εκείνους, οι οποίοι δια πολλών κόπων και πόνων και ιδρώτων, δια παντός αγωνιζόμενοι, εξάγουσι τον αμαρτωλόν από το στόμα του Άδου, λέγει δια του Προφήτου Ιερεμίου: Όποιος βγάλη τίμιον άνθρωπον από το ανάξιον στόμα του διαβόλου, θέλει τον κρίνει και τον έχει ωσάν το ιδικόν Του Στόμα. «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση» (Ιερ. ιε: 19). Ω έπαινος από τον Θεόν εις εκείνους, όπου δια την σωτηρίαν του ανθρώπου εναντίον του διαβόλου ανδρείως ηγωνίσθησαν. Ούτος του Θεού ο έπαινος εις Προφήτας και Αποστόλους και Αρχιερείς και Διδασκάλους, οι οποίοι όχι ένα και μόνον τίμιον, αλλά μυρίους και αναριθμήτους, μάλιστα με πολλούς ιδρώτας, από το βέβηλον και ανάξιον στόμα του διαβόλου εξέβαλον! Κατ’ εξοχήν όμως ο έπαινος ούτος αρμόζει εις τον Ιωάννην τον Πρόδρομον. Διότι, εάν είναι φωνή του Υιού του Θεού, καθώς θέλει φανή, φανερόν είναι ότι εις αυτόν αρμόζει εξαιρετικώς να λέγεται και στόμα Αυτού. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων» (Ψαλμ. κη: 3), λέγει ο Δαυϊδ. Και πάλιν ο αυτός· «Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον, συσσείσει Κύριος την έρημον Κάδης. Φωνή Κυρίου καταρτιζομένη ελάφους» (Ψαλμ. κη: 8-9). Ποία είναι η φωνή αύτη, την οποίαν εννοεί ο Δαυϊδ, όταν λέγη επάνω των υδάτων, όπου καταρτίζει τας ελάφους, όπου σείει την έρημον; Ενθυμήσου την απόκρισιν εκείνην, ήτις εδόθη από τον Ιωάννην εις τους Φαρισαίους ιερείς και λευϊτας, όταν ηρωτάτο από αυτούς ποίος είναι. Μήπως είσαι συ, του έλεγαν, ο Ηλίας; Μήπως είσαι συ ο Προφήτης, ο Μεσσίας; Όχι, τους λέγει, μήτε ο Ηλίας είμαι, αλλά μήτε ο Προφήτης. Και λοιπόν, τι λέγεις περί σεαυτού; Ειπέ μας ποίος είσαι; Και ποίαν τάχα απόκρισιν, τέλος πάντων, έδωκεν εις εκείνους: «Εγώ, φωνή βοώντος εν τη ερήμω» (Ιωάν. α: 23). Εγώ είμαι η Φωνή του Βοώντος, η Φωνή του Λόγου, η Φωνή του Κυρίου, του Υιού του Θεού, του Ιησού Χριστού. Ακούεις τον Ιωάννην πως ο ίδιος μαρτυρεί τον εαυτόν του; Φωνήν του Κυρίου, του Ιησού Χριστού. Εάν λοιπόν είναι Φωνή του Υιού του Θεού, πως δεν επιβάλλεται κατ’ ανάγκην και δεν αρμόζει κατ’ εξοχήν να λέγεται και Στόμα Αυτού; Η φωνή στόματος, βέβαια, λέγεται φωνή. Αύτη είναι η Φωνή του Κυρίου όπου λέγει ο Δαυϊδ. Ο Ιωάννης δηλαδή· που; Επί των υδάτων του ποταμού Ιορδάνου· διατί; Δια να ετοιμάση προς τον Κύριον με την διδασκαλίαν και νουθεσίαν του πολύν λαόν ευτρεπισμένον. «Ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον» (Λουκ. α: 17). Και τι λέγει προς τον λαόν η Φωνή αύτη; «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ: 2). Ω φωνή του Κυρίου, ω πως συμπεραίνεται, ότι προς αυτόν κυρίως κατ’ απόλυτον εξαίρεσιν αρμόζει να λέγηται και Στόμα του Χριστού, όπως Φωνή Αυτού ονομάζεται. Πόσους τιμίους ανθρώπους να εξήγαγεν άραγε από το ανάξιον στόμα του διαβόλου; Πόσας ελάφους, δηλαδή ψυχάς, αι οποίαι ποθούσι τόσον τα υψηλά, τας αειρρόους του ουρανού κρήνας, όσον αι έλαφοι τας πηγάς των υδάτων; Πόσους καταρτίσας κατευθύνει και οδηγεί προς την ουράνιον οδόν; Δεν έχουσιν αριθμόν· είναι αναρίθμητοι. Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον. Τόσον ήτο η Φωνή αύτη ουράνιος. Τόσον εστάθη, λέγω, ο Ιωάννης εις το ύψος της αρετής και της Αγιότητος, ώστε η έρημος εκείνη ωνομάσθη Κάδης, δηλαδή Αγία. Διότι άπειρον πλήθος λαού συνέτρεχον εκεί, προς τον Ιωάννην, δια την Αγιότητά του, συσσεισμόν της ερήμου εννοών ο Δαυϊδ όχι τι άλλο, παρά μόνον την απειροπληθή προς τον Ιωάννην του λαού προσέλευσιν. «Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα η Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ’ αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών» (Ματθ. γ: 5-6). Ω ασύγκριτος του Ιωάννου αρετή και Αγιότης! Αν είναι Φωνή του Κυρίου, τις ημπορεί να συγκρίνη τοιαύτην του Κυρίου Φωνήν; Φωνή λοιπόν του Κυρίου εστίν ο Ιωάννης. «Αύτη ουν η Φωνή επί των υδάτων των εν τω Ιορδάνη, εν ω εβάπτιζε, κηρύσσων το της μετανοίας Βάπτισμα». Ο μέγας της Εκκλησίας στύλος, ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος, εις την ερμηνείαν του κη΄ (28) Ψαλμού λέγει πάλιν· «Την έρημον ουν εκείνην συνέσσεισεν η Φωνή αύτη του Κυρίου τη επιδημία των πανταχόθεν λαών, ήτις δια το μετανοείν τους προσερχομένους προσηγόρευται έρημος Αγία». Αφού λοιπόν Φωνή του Υιού του Θεού ο Ιωάννης λέγεται, άρα και Στόμα Αυτού, εξ ανάγκης, συνάγεται. Ο Ιωάννης μόνος μαρτυρεί τον εαυτόν του Φωνήν του Χριστού· λοιπόν, αξίζει η μαρτυρία του; Ποίος μαρτυρεί τον εαυτόν του ενάρετον και μάλιστα Φωνήν του Χριστού; Άλλοι πρέπει να είναι οι μάρτυρες και άλλος ο μαρτυρούμενς. Ούτως, αι αρεταί του γίνονται μάρτυρες και βεβαιωταί δι’ αυτόν και βεβαιώνουσι τον λόγον όπου είπεν· ότι δηλαδή είναι Φωνή του Χριστού και κατ’ ανάγκην και Στόμα Αυτού, μάλιστα και ο ίδιος ο Χριστός γίνεται μάρτυς αυτού. Και ιδού. Εις πάνδημον της Καισαρείας συνάθροισιν ο Ηρώδης, όστις τον Λύχνον τούτον του Ηλίου ενόμισεν ότι έσβυσεν, ενδεδυμένος με βασιλικήν πορφύραν και καθήμενος εις θρόνον, ωμίλει και εδημηγόρει μεγαλοφώνως εις όλον εκείνον τον λαόν. Ακούοντες δε εκείνοι τον επήνουν λέγοντες προς αυτόν, ότι η φωνή του δεν είναι ανθρωπινή, αλλά Θεού φωνή. Ο Ηρώδης ακούων τοιούτον έπαινον δια τον εαυτόν του εχαίρετο καθ’ υπερβολήν και με χαράν μεγάλην εδέχετο τον λόγον. Παρευθύς όμως ωργίσθη κατ’ αυτού ο Θεός και έξαφνα κατέρχεται ουρανόθεν Άγγελος και ραπίζει τον Ηρώδην με ράπισμα τρομερώτατον. Ούτος δε γίνεται αμέσως σκωληκόβρωτος και παραδίδει την ψυχήν του εις τον άδην. «Ο δε δήμος επεφώνει, Θεού φωνή και ουκ ανθρώπου, παραχρήμα δε επάταξεν αυτόν Άγγελος Κυρίου ανθ’ ων ουκ έδωκε την δόξαν τω Θεώ και γενόμενος σκωληκόβρωτος εξέψυχεν» (Πράξ. ιβ: 22). Ο Ηρώδης λοιπόν, όστις δεν είπε μόνος του, δια τον εαυτόν του, ότι η φωνή του είναι φωνή Θεού, αλλά επειδή ήκουσε τούτο από άλλους και το εδέχθη, κατάντησε σκωληκόβτωτος. Ο δε Ιωάννης μόνος του λέγει τον εαυτόν του Φωνήν του Θεού· και όχι μόνον δεν λαμβάνει καμμίαν τιμωρίαν, αλλ’ απολαμβάνει παρά Χριστού τιμήν και δόξαν ασύγκριτον. Διότι ολίγη δόξα είναι δια τον Ιωάννην να τον θελήση, να τον αγαπήση με την υπερβάλλουσαν αγάπην του και να τον κάμη Βαπτιστήν του Αυτός ο Θεός; Μήπως δεν εδέχθη τας χείρας του Προδρόμου Ιωάννου εις την θείαν του Κορυφήν; Μήπως δεν του εδείχθη παρά του Κυρίου το Πνεύμα το Άγιον, κατερχόμενον ουρανόθεν, ωσεί περιστερά; Ή μήπως δεν τον ηξίωσε να ακούση και την Φωνήν του ιδίου Του Πατρός; Τούτο δεν ήτο απλώς δόξς, τούτο δεν ήτο απλώς τιμή, αλλά έργον θελήσεως του Θεού, δια την άκραν αρετήν και αγιότητα του Ιωάννου, τον οποίον όχι μόνον νους ανθρώπινος, αλλ’ ούτε Αγγελικός δύναται να συγκρίνη ποτέ κατ’ αξίαν. Ώστε, εάν τοιαύτην αγάπην, δόξαν και τιμήν έδειξεν ο Χριστός εις τον Ιωάννην και μάλιστα αφ’ ότου ωνόμασε τον εαυτόν του Φωνήν Θεού, ακολουθεί και συνάγεται αναγκαίως, ότι ο ίδιος ο Χριστός και τα Τρία της Παναγίας Τριάδος Πρόσωπα έγιναν μάρτυρες και εβεβαίωσαν μαρτυρούντες τον λόγον του Ιωάννου αληθέστατον· ότι δηλαδή είναι Φωνή Θεού και βέβαια και Στόμα Αυτού, όπως η φωνή είναι φωνή στόματος. Άλλαι δάφναι ουράνιοι και φοίνικες άφθαρτοι εις χείρας του Ιωάννου, άλλος ούτος στέφανος θεόπλεκτος εις την Αγίαν Κεφαλήν του Ιωάννου, το να βεβαιούν τα Τρία της Τριάδος Πρόσωπα εκείνο που ο Ιωάννης είπε δι’ εαυτόν. Ω Κεφαλή με στέφανον αμάραντον δια παντός στεφανωμένη! Αν εσυγχωρείτο εις τους Αγίους να καυχώνται δια τους ουρανίους φοίνικας, οίτινες, δια τας αρετάς των, εις την Κορυφήν των αναβλαστάνουσι και δια παντός ανθούσιν, άλλος δεν θα είχε να καυχηθή δι’ όσα θα εκαυχάτο ο Πρόδρομος Ιωάννης. Και διατί να μη του συγχωρείται όταν η καύχησίς του γίνεται με θείον ζήλον και αγάπην; Δεν έλεγεν ο θείος Παύλος «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου»; (Γαλ. στ: 14). Εάν ο Απόστολος Παύλος εκαυχάτο εν τω Σταυρώ του Κυρίου, διατί να μη καυχάται ο Ιωάννης εν τω Βαπτίσματι του Κυρίου; Δύναται λοιπόν και ο Πρόδρομος Ιωάννης να λέγη ανεμποδίστως, και δι’ αιτίαν μάλιστα ασύγκριτον, μη γένοιτό μοι καυχάσθαι ειμή εν τω Βαπτίσματι του Κυρίου· ειμή εν τω απλώσαι με τας χείρας εις την Κορυφήν του Δεσπότου και Θεού μου. Ειμή διότι είδον το Πνεύμα το Άγιον, ωσεί περιστεράν, καταβαίνον επ’ Αυτόν· ει μη διότι ήκουσα την φωνήν του Ανάρχου Θεού και Πατρός μαρτυρούσαν αυτόν Υιόν αγαπητόν. Ω, με πόσον δίκαιον και με πόσην χαράν ημπορεί πάντοτε να καυχάται δια την αλήθειαν ταύτην! Και αν η αλήθεια λάμπη, πως είναι δυνατόν να μη φαίνωνται αι λάμψεις και αι ακτίνες της; Τόσον δε αι λαμπεραί ακτίνες της θείας Χάριτος εφώτισαν τον Ιωάννην, ώστε όχι μόνον προ της Αποτομής της θείας του Κεφαλής, ότε, ως άλλος μαγνήτης έλκων τον σίδηρον, προσείλκυεν εις την Έρημον του Ιορδάνου τους Εβραίους όλης της Παλαιστίνης, αλλά και μετ’ αυτήν, από το πλήθος των αρετών αυτού εκείνοι κινούμενοι, δεν έπαυσαν να τον θαυμάζουν και να τον επαινούν, επί πλέον δε να διηγούνται ότι δια την αγάπην του προς τον Ιωάννην ο Θεός, οργισθείς κατά του Ηρώδου, θαυματουργών ηφάνισε το μέγα αυτού στράτευμα. Και ήτο θαύμα αναντίρρητον να βλέπη τις τους Εβραίους, οίτινες τόσον εμίσουν, όχι μόνον τον Χριστόν, αλλά και τους φίλους του Αποστόλους, όχι μόνον να μη δεικνύουν μίσος εις τον Ιωάννην, όστις πρώτος φίλος του Χριστού ήτο και ανώτερος των φίλων Εκείνου, αλλά μετά την Αποτομήν της Σεπτής του Κεφαλής και μέχρι σήμερον θαυμάζουν τον Ιωάννην δια την αρετήν του, από δε τους τα ιστορικά των βιβλία συγγράψαντας, φίλος του Θεού θαυμαστός ονομάζεται. Ποίος λοιπόν είναι ούτος, δια τον οποίον τόσον υπερβολικήν ευλάβειαν δεικνύουσιν οι Εβραίοι; Δεν είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όστις εις την έρημον αντί άρτου έτρωγεν ακρίδας, τους τρυφερούς δηλαδή βλαστούς των φυτών και των σφηκών και αγρίων μελισσών το μέλι, το τόσον πικρόν; Δεν είναι αυτός τον οποίον δια την αρετήν του ολίγον έλειψε να προσκυνήσουν ως Μεσσίαν; Εάν δε τοιαύτην προς αυτόν ευλάβειαν έχουσι, πως δεν ευλαβούνται και τους λόγους του; Πως δεν πείθονται εις όσα τους λέγει δια τον Χριστόν; Δεν είπεν εις αυτούς τόσας φοράς, ότι ήλθεν ο Μεσσίας, ο Αμνός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός; Δεν τον έδειξε μάλιστα εις αυτούς δια του δακτύλου, ειπών· «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του Κόσμου» (Ιωάν. α: 29) και δεν είπε σαφέστατα, ότι Αυτός τον οποίον ωνόμαζεν Αμνόν, είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού; «Καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο Υιός του Θεού» (Ιωάν. α: 34). Δεν εμαρτύρησεν ο Ιωάννης, λέγων· «τεθέαμαι το πνεύμα καταβαίνον ωσεί περιστεράν εξ ουρανού και έμεινεν επ’ Αυτόν»; (Ιωάν. α: 32). Αυτούς τους λόγους έλεγεν ο Ιωάννης εις τους Εβραίους, αλλά δεν τους επίστευσαν εκείνοι, και καθ’ εκάστην εζήτουν να λιθοβολήσουν τον Χριστόν ή να τον κατασυντρίψουν. Αλλά και του Ιωάννου τους λόγους εμίσουν, αν και του είχον τόσον σεβασμόν. Τον Ιωάννην υπερβολικώς ευλαβείσθε και τους λόγους του δεν δέχεσθε; Όπως όμως και αν έχουν τα πράγματα, δεν έπαυσαν οι Εβραίοι, από ευλάβειαν παρακινούμενοι, να λέγουν, ότι δι’ αγάπην του Ιωάννου θαυματουργών ο Θεός εξεδικήθη τον Ηρώδην αποδεκατίζων τον στρατόν του. Ω! πόσον από τους εχθρούς του Χριστού επαινείται ο πιστότατος δούλος και θεράπων του Χριστού, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Κυρίου. Ω! πόσον και από τους εχθρούς αι λάμψεις των αρετών του Προδρόμου Ιωάννου επαινούνται. Οίδε γαρ και πολέμιος επαινείν ανδρός αρετήν. Μη λογίζεσθε, πως επειδή οι Εβραίοι νομίζουν ότι ο αφανισμός εκείνος του στρατού του Ηρώδου έγινεν ουρανόθεν δι’ αγάπην του Ιωάννου και αισχύνην και τιμωρίαν του Ηρώδου, εγώ θέλω αρνηθή την αλήθειαν ταύτην; Επειδή την είπον ατοί; Αλλά μήπως δεν εθανατώθησαν από το γένος των Εβραίων όλοι οι Προφήται και μ’ όλον τούτο άπαντες οι Εβραίοι ομολογούσιν Αγίους τους Προφήτας; Λοιπόν, επειδή οι Προφήται αποκαλούνται από τους Εβραίους Άγιοι, θα αρνηθώ εγώ την αγιότητα των Προφητών; Διότι λοιπόν είπον οι Εβραίοι τον αφανισμόν εκείνον του στρατού του Ηρώδου ουρανόθεν τιμωρίαν, δι’ αγάπην του Ιωάννου, εγώ θα το αρνηθώ; Ανοίγει πολλάκις ο Θεός των μιαρών ανθρώπων τα βδελυρά στόματα και λέγουν πράγματα, τα οποία αληθώς ο Θεός έκαμε ή μέλλει να κάμη. Ως του Βαλαάμ του μάντεως, όταν έλεγεν ότι μέλλει να ανατείλη άστρον εξ ουρανού. Ως, όταν ο Λάβαν ηυχήθη εις την Ρεβέκκαν να πολλαπλασιασθή το γένος της εις χιλιάδας μυριάδων και ως του Κϊάφα όταν έλεγεν, ότι είναι συμφέρον και ωφέλιμον να αποθάνη εις υπέρ του λαού, δια να μη χαθή όλον το πλήθος. Όλα δε ταύτα έγιναν. Ας είναι λοιπόν το στόμα των Εβραίων και των ιστορικών των βδελυρόν. Εκείνο όπου λέγουν δια τον αφανισμόν του στρατού του Ηρώδου συνάγεται και είναι αληθέστατον. Οι Εβραίοι ομολογούν την ασύγκριτον του Ιωάννου αρετήν. Παραδέχεσαι τούτο; Ναι. Δέξου λοιπόν και όταν λέγουσιν, ότι δι’ αγάπην του Ιωάννου και εις αισχύνην και τιμωρίαν του Ηρώδου επροξένησεν ο Θεός τον αφανισμόν εκείνον εις όλον του Ηρώδου το στράτευμα. Δικαίως. Διότι, τις ήτο αυτός, εις τον οποίον ο Ηρώδης έθεσε φονικήν χείρα; Δεν ήτο ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος, προ του οποίου ο Σωτήρ ημών και ελευθερωτής Χριστός έκλινε την Κεφαλήν; Πως λοιπόν ο Χριστός δεν ήθελε τιμωρήσει τον μιαρόν Ηρώδην δια την κακίαν όπου έδειξε προς τον Βαπτιστήν Του; Πριν ή λάβη όσα έλαβεν ο Χριστός από τους Εβραίους, έλεγεν εις αυτούς, ότι δια την κακωσύνην των δεν θέλει μείνει λίθος επί λίθου εις την Ιερουσαλήμ. Το οποίον και έγινεν εις τον καιρόν Τίτου και Δομετιανού, των βασιλέων της Ρώμης. Έπρεπε λοιπόν να γίνη κατά μέρος και εις τους εχθρούς του Βαπτιστού ποια τις τιμωρία, ως προοίμνιον της όλης των Εβραίων πανωλεθρίας. Συμπεραίνεται λοιπόν αναγκαίως και από την τάξιν και αξίαν του Βαπτιστού και του Βαπτιζομένου, ότι η συμφορά εκείνη η πεσούσα επί του Ηρωδιανού στρατεύματος υπήρξεν ουρανόθεν τιμωρία, προς τιμήν, δόξαν και αγάπην του Ιωάννου και καταισχύνην του Ηρώδου. Διότι και αυτός εις το τέλος τρομερόν από τον Άγγελον έλαβε το ράπισμα και αφού κατήντησε σκωληκόβρωτος παρέδωσεν εις τον Άδην την βρωμερωτάτην αυτού ψυχήν. Ω πόσον ο Θεός αντιδοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν, ω πόσον φρικτώς εκδικείται ως Θεός τιμωρών! Τοιούτος εστάθη λοιπόν ο Ιωάννης, ως συντόμως διηγήθημεν. Τοιούτοι φοίνικες της αρετής, δια των ιδίων ιδρώτων του ποτιζόμενοι, ανεβλάστησαν εις την Σεπτήν Κεφαλήν του. Διο και με αμάραντον στέφανον ευρίσκεται εις τους ουρανούς αιωνίως κεκοσμημένος, πανηγυρίζων μετά των Αγγέλων του Θεού και μετά των εν ουρανοίς συμπανηγυριζόντων, απολαμβάνων με άρρητον χαράν, ως φίλος πιστότατος, Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού, των αγαθών εκείνων δια τα οποία ο θείος Παύλος λέγει· «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου, ουκ ανέβη» (Α¨ Κορ. β: 9). Θέλεις λοιπόν και συ να συμπανηγυρίζης με τον Ιωάννην; Μιμήσου τον, κατά το δυνατόν, έστω και κατ’ ελάχιστον. Θέλεις να αξιωθής και συ να συναριθμηθής με όλους τους πανηγυριστάς του ουρανού ως ο Ιωάννης και να απολαμβάνης των αγαθών εκείνων, άτινα εκείνοι εις τον αιώνα απολαμβάνουν; Άκουσον τον Ιωάννην και φύλαττε πάντοτε τον Νόμον του Θεού απαράβατον και ασάλευτον. Μη τρώγης συ ακρίδας και μέλι άγριον, καθώς εκείνος. Μην ενδυθής συ τρίχινα ενδύματα από τρίχας καμήλου, καθώς αυτός. Ούτε ο ίδιος σου λέγει τούτο. Τον Νόμον φύλαττε· τον Νόμον του Θεού απαράβατον· και τούτο θέλει ευχαριστήσει τον Ιωάννην, ούτω δε θέλεις και συ συναριθμηθή με τους πανηγυριστάς του ουρανού. Εφύλαξες έως τώρα τον Νόμον του Θεού; Όχι. Παρέβης τούτον; Ναι. Όχι άλλο. Παραδειγματίσου από τον Ζηλωτήν του Νόμου, τον Ιωάννην. Άφησε από τώρα και εις το εξής την παράβασιν του Νόμου και μετανόησον δια την παράβασιν την οποίαν έκαμες. «Μετανοείτε! Ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ:2, αυτόθ. δ:17). Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος σου το λέγει. Ελθέ εις μετάνοιαν. Κάμε έργα άξια της μετανοίας. «Ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας» (Ματθ. γ:8, Λουκ. γ:8). Από την μελίρρυτον γλώσσαν του Ιωάννου σου εκφωνείται και τούτο. Αύτη είναι Φωνή και Στόμα του Χριστού και σκοπόν άλλον δε έχει παρά να ετοιμάση λαόν προοριζόμενον δια τον Χριστόν. Ακούεις λοιπόν της Φωνής και του Στόματος του Χριστού, να μετανοήσης και να ετοιμάσης καρπούς αξίους της μετανοίας; Τι λέγεις; Θέλει τάχα σεισθή η καρδία σου από την αγιότητα του Ιωάννου και θέλει μεταμεληθή δια την αμαρτίαν, δια την παράβασιν του Νόμου, ώστε να επιστρέψη εις την αρετήν και να φυλάττη, εις το εξής τουλάχιστον, τον Νόμον; Θέλει τάχα γίνει έλαφος η ψυχή σου και καταρτιζομένη με του Ιωάννου την διδαχήν, να πηδά προς τα άνω και να φαντάζεται τα υψηλά και ουράνια; Πώς να γίνη τούτο, αφού ποτέ δεν αφήνεις την αδικίαν και την πλεονεξίαν; Πως, όπου ποτέ δεν αφήνεις τον φθόνον κατά του αδελφού σου; Πως, όπου ποτέ δεν αφήνεις την πορνείαν; Και προκρίνεις, ειπέ μου, την αδικίαν, την πλεονεξίαν, τον φθόνον κατά του αδελφού σου περισσότερον από τους ψυχωφελείς του Ιωάννου λόγους, τον οποίον μάλιστα φαίνεσαι τάχα και να τιμάς και να πανηγυρίζης; Προτιμάς μίαν Ηρωδιάδα, μίαν πτερωτήν ασπίδα, ένα γέννημα ασπίδος με πήδημα πορνικόν και πλήρες δηλητηρίου, από την συμβουλήν του Ιωάννου; «Ουκ έξεστί σοι» (Ματθ. ιδ:4, Μάρκ. στ :18). Δεν επιτρέπεται, λέγει, και εις σε τώρα, καθώς τότε εις τον Ηρώδην, να έχης την πόρνην· δεν υπακούεις λοιπόν να αφήσης την πορνείαν; Γίνεσαι λοιπόν μιμητής του Ηρώδου; Τι θα μου είπης; Ότι ευλαβείσαι τον Ιωάννην, ότι τον εορτάζεις; Αλλά και ο Ηρώδης ηυλαβείτο τον Ιωάννην και τον εφοβείτο μάλιστα. Αλλά εις τι τον ωφέλησεν η ευλάβεια εκείνη; «Ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον… και ηδέως αυτού ήκουεν» (Μάρκ. στ: 20). Ποίαν λοιπόν ωφέλειαν και συ δύνασαι να λάβης από την ευλάβειάν σου προς τον Ιωάννην, όταν πρώτον μεν τον ευλαβείσαι, ύστερον δε παρανομείς; Μιμητής του Ηρώδου δια την παρανομίαν σου. Τι λοιπόν προσμένεις, εάν δεν παύσης να παρανομής και να αμαρτάνης; Να δεχθής ράπισμα Αγγελικόν, να καταφαγωθής ζωντανός από τους σκώληκας και να κατακρημνισθής εις το βάραθρον του Άδου; Και αν δεν σε φάγουν οι σκώληκες εδώ ζωντανόν, θα σε τρώγουν ακαταπαύστως, όταν η ψυχή σου κατέλθη εις τον Άδην. Θα προσφέρης τον εαυτόν σου τροφήν εις τους φοβερούς και βρωμερούς σκώληκας εκεί, και πυρ αιώνιον και ατελεύτητον θα σε κατακαίη. Διότι σου το λέγει ο Ιωάννης· «Παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Ματθ. γ:10). Ω θρήνοι αδιάκοποι από τους σκώληκας και το πυρ. Ω πόσον τότε θέλεις ελεεινολογεί τον εαυτόν σου δια τας παρανομίας όπου τώρα, εις τον κόσμον τούτον κάμνεις. Και ποίος εκεί θα σε παρηγορήση; Ποίος θα σε βοηθήση; Ο Χριστός; Πως, όπου με τας παρονομίας σου εδώ καταφρονείς την Φωνή Του και τον Ίδιον; Μήπως ελπίζεις να κατέλθη και πάλιν ο Δεσπότης Χριστός εις τον Άδην δια να σε ελευθερώση; Όχι, θα σου απαντήση Εκείνος. Μίαν φοράν μόνον τον ηρώτησεν ο Ιωάννης· «Συ ει ο ερχόμενος…», μίαν φοράν του είπεν· «Συ ει ο ερχόμενος, ή έτερον προσδοκώμεν»; (Ματθ. ια: 3, Λουκ. ζ:19). Τι λέγεις, Ιωάννη; Συ τον εβάπτισες, συ είδες το Πνεύμα το Άγιον καταβαίνον και μένον επ’ Αυτόν, συ ήκουσες τον Πατέρα Του να τον μαρτυρή ουρανόθεν Υιόν του, συ δακτυλοδεικτών, τον έδειξες εις τους Εβραίους και με τόσην βεβαιότητα τον εμαρτύρησες εις αυτούς Υιόν Θεού και τώρα ερωτάς Αυτόν, αν είναι Αυτός όπου έρχεται; Δεν τον ερωτώ, λέγει ο Ιωάννης, εάν ήλθε, διότι ήλθε βεβαίως και καμμίαν δεν έχω αμφιβολίαν, ότι είναι Υιός του Θεού. Τον ερωτώ όμως εάν είναι Αυτός ή άλλος. Εγώ δεν είμαι καρδιογνώστης δια να γνωρίζω τα πάντα. Γνωρίζω βέβαια, ότι ο ίδιος είναι Υιός του Θεού· γνωρίζω ότι έχει να ελευθερώση όλους εκείνους τους Δικαίους και τους Προφήτας, οι οποίοι είναι εις τον Άδην. Δεν γνωρίζω όμως, αν Αυτός ο ίδιος έρχεται εις τον Άδην, ή μήπως θέλει στείλει άλλον τινά, ενδυναμώνων τούτον με την Παντοδυναμίαν του, ίνα εξαγάγη από τον Άδην τους εν τω Άδη. Ή μήπως έχει να μας εξαγάγη από εκεί με μόνον τον λόγον του, ως τον τετραήμερον Λάζαρον; Δια τούτο, λέγει ο Ιωάννης, κάμνω εις τον Χριστόν τοιαύτην ερώτησιν· «Συ ει ο ερχόμενος, ή έτερον προσδοκώμεν»; Εύλογος βέβαια ήτο η ερώτησις αύτη του Ιωάννου. Αλλά συ, τι εύλογον αιτίαν έχεις να ερωτάς, αν θα κατέλθη πάλιν εις τον Άδην, αφού γνωρίζεις από τους Προφήτας του Χριστού και τους Αποστόλους, ότι ο Χριστός δεν θέλει λάμψει πλέον εις τον Άδην; Αν λοιπόν συ κατέλθης εκεί, μη ελπίζεις εις άλλο τι, παρά μόνον εις θρήνους, κλαυθμούς και αναστεναγμούς αιωνίους, μέσα εις τους πνιγηρούς καπνούς του Άδου. Λυπήσου λοιπόν τον εαυτόν σου, Χριστιανέ μου. Λυπήσου την ψυχήν σου. Άκουσε τας ψυχωφελείς του Ιωάννου συμβουλάς και νουθεσίας και άφησε τον φθόνον, άφησε την αρπαγήν και την αδικίαν, άφησε την ασπίδα όπου εκτοξεύει δηλητήριον εις την καρδίαν σου και σε κάμνει εχθρόν του Ιωάννου. Συντρόφευσε δε την πανήγυρίν του όχι μόνον με ευλάβειαν, αλλά με αληθινήν μετάνοιαν και καρπούς αξίους της μετανοίας. Κάμε φίλον τον Ιωάννην, όχι μόνον με την πρέπουσαν τιμήν, αλλά και με έργα, τα οποία δύνασαι να πράξης, ακούων τους συμβουλευτικούς και θείους εκείνου λόγους. Έχε τον Ιωάννην, μετά την Παρθένον, παντοτεινόν μεσίτην, διότι αυτός είναι φίλος πιστότατος του Χριστού ως Βαπτιστής και Πρόδρομος Αυτού και ημπορεί βέβαια να μεσιτεύση και να σε συμπεριλάβη με τον Χριστόν. Αλλ’ ω μέγιστε Προφήτα, και των Προφητών απάντων υπέρτατε Βαπτιστά και Πρόδρομε του Κυρίου, Αγιώτατε Ιωάννη, Φωνή και Στόμα του Χριστού και Λύχνε άσβεστε του αιωνίου Φωτός, εις δε την γην και εις τους ουρανούς πάντοτε υπερθαύμαστε, μετ’ ευλαβείας ημείς άπαντες ζητούμεν την μεσιτείαν σου και θερμώς παρακαλούμεν, ίνα δεχθής την ευλαβικήν φωνήν ημών. Προσπίπτομεν δε εις σε και δεόμεθα, Προφήτα του Χριστού Ιωάννη, να μας φωτίζης πάντοτε ως Λύχνος φωταυγής και Πόδρομος του Ηλίου, με τας ακτινοβόλους λάμψεις σου εις την οδόν της αληθείας. Συμφιλίωσε ημάς δια των μεγάλων πρεσβειών σου με τον Σωτήρα και ελευθερωτήν ημών Ιησούν Χριστόν. Αγίασον άπαντας τους την σην εορτήν και πανήγυριν ευλαβώς επιτελούντας, τους την σην την θείαν Κάραν σεμνοπρεπώς, ευλαβώς και τιμίως προσκυνούντας και τους τιμίως, καλώς και θεαρέστως κοπιάζοντας, τέλος δε αξίωσον ημάς άπαντας, δια των σων μεγίστων πρεσβειών να καταστώμεν άξιοι των ουρανίων αγαθών, ίνα συμπανηγυρίζωμεν, μετά τον πρόσκαιρον τούτον βίον, ομού μετά των Αγγέλων του Θεού. Ω, η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου