Τι παράξενος Θεός, ο Θεός των χριστιανών!


Ανώνυμος είπε...
Ο αγώνας πολύς και ο πειρασμός αδυσώπητος! Η σιωπή του Θεού εκκωφαντική, τα χέρια παραλύουν, το σώμα καθεύδει, ο νους αγωνιά πάνω στις ρωγμές να σταθεί όρθιος. Πού είναι, πώς κανείς νικάει όταν εσύ κρατάς πίστη ανάμεσα σε ρωγμές κι εκείνος κρατάει μαχαίρι να σε διχοτομήσει; Οι κραδασμοί σαν ξερά φύλλα συντρίβουν στους άγνωστους θαλάμους του υπογείου σου. Φυλακή χωρίς παράθυρα και πόρτα επτασφράγιστη τούτο το υπόγειο. Και να, λίγο φως, μπαίνει από την εσοχή της κλειδαριάς της, με ένα Κύριε ελέησον, οι σκιές διακρίνονται ολοένα και περισσότερο! Αυτό το ελάχιστο φως, είναι ικανό να διώξει το πυκνό σκοτάδι, είναι ικανό να δείξει και τις σκιές σου!Δεν έχει φωνή ο Θεός; Δε μιλάει; Δεν έχει λόγο; Δε τον αρθρώνει; Βουβός όχι, όχι δεν είναι ο Θεός αμίλητος! Μιλάει, ακούει, βλέπει, κρίνει, ελέγχει, αγαπάει, παιδεύει, χαιδεύει! Έχει τόσες πολλές αισθήσεις ο Θεός; Γιατί δεν τον βλέπω; Όταν του μιλάω γιατί δεν ακούω τη φωνή του; Μήπως δε μίλησε τότε που βάπτιζε το μονογενή Υιό του, μήπως δεν μίλησε στο Θαβώρ στο μακάριο φως του Υιού του; Μίλησε, αυτόν ακούετε!! Ναι, αυτόν που έγινε άνθρωπος ενώ είναι άυλος! Τι λέω, περισσότερο κι από άυλος, φόρεσε μια στολή που δε του ταιριάζει. Κι όμως τη φόρεσε! Μα για να ντυθεί μαι τόσο ταπεινή φορεσιά σημαίνει ότι Αυτός της δίνει αξία! Από ξύλα, από χόρτα, από επεξεργασμένη σκόνη η στολή, κι όμως, τη φόρεσε! Μα γιατί, γιατί να φορέσει άραγε μια τέτοια καταφρονεμένη στολή ένας που δεν την έχει ανάγκη; Η ντουλάπα του άπειρες στολές περιέχει! Την ανέβασε ψηλά, τη τοποθέτησε σε περίοπτη θέση, δίπλα του, την αγάπησε όσο καμιά! Στολή κι αυτή, λέει ο άνθρωπος, γεμάτη μπαλώματα, φθορές, αίματα! Τί της βρήκε που τη φόρεσε, δε λερώθηκε, δε σιχάθηκε, δεν απηύδησε με τη μπόχα της; Όχι, τίποτα απ΄όλα αυτά! Τι παράξενος Θεός, ο Θεός των χριστιανών!