Αντώνιος ο
Μέγας Πατήρ ημών εγεννήθη εν Αιγύπτω κατά τας ημέρας του ασεβεστάτου Δεκίου εν
έτει σαν΄ (251). Οι γονείς του ήσαν Χριστιανοί και ανέθρεψαν αυτόν ευσεβώς,
πλην όμως γράμματα δεν ηθέλησε να μάθη, διότι ήτο εκ φύσεως απονήρευτος και δεν
επεθύμει να συναναστρέφεται με άλλους παίδας ούτε να έχη φροντίδα και σύγχυσιν.
Είχε δε πόθον να πηγαίνη τακτικά με τους γονείς αυτού εις την Εκκλησίαν, όπου
ηκροάζετο με προσοχήν τα ιερά αναγνώσματα φυλάττων νουνεχώς εις την καρδίαν
αυτού την εκ τούτων ωφέλειαν.
Ποτέ δεν εζήτησε καλά φαγητά ή ωραία ενδύματα ή άλλα θελήματα άκαιρα κατά την των νέων συνήθειαν, αλλ’ επορεύετο ως ήθελεν εύρει εις τον οίκον των. Μετά τον θάνατον των γονέων αυτού έμεινε με την αδελφήν του και εφρόντιζε τας υπηρεσίας της οικίας εις όλα με την εμπρέπουσαν επιμέλειαν. Ήτο δε τότε χρόνων δέκα οκτώ ή και είκοσι και ποτέ δεν έλειπεν από την ακολουθίαν, πάντοτε δε διελογίζετο τα κατορθώματα των Αγίων, πως αφήκαν όλον τον βίον των και ηκολούθησαν τον Χριστόν, Απόστολοι, Μάρτυρες και οι λοιποί άπαντες. Ταύτα ενθυμούμενος εισήλθε ποτε εις την Εκκλησίαν και ήκουσε τον λόγον, τον οποίον είπεν ο Κύριος εις τον πλούσιον εκείνον· «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι». (Ματθ. ιθ: 21). Ταύτα ακούσας ο Άγιος έκρινεν, ότι αποκλειστικά δι’ αυτόν τα έλεγε το Ιερόν Ευαγγέλιον, εξελθών δε από την Εκκλησίαν εχάρισεν εις τους γείτονάς του, οίτινες ήσαν πτωχοί, όλα του τα κτήματα, τον αριθμόν τριακόσια, άτινα ήσαν εξαιρετικώς εύφορα, δια να μη εμποδίσουν αι φροντίδες αυτόν και την αδελφήν του εις τους πνευματικούς αγώνας. Τα δε αργύρια, τα οποία επήρεν, έδωκε τα περισσότερα εις τους πτωχούς, τα δε υπόλοιπα εκράτησε δια την αδελφήν του. Μετά ταύτα, μεταβάς και πάλιν εις τον Ναον, ήκουσε του Ευαγγελίου λέγοντος· «Μη μεριμνήσητε περί την αύριον». Όθεν έδωκε και τα υπόλοιπα εις τους πτωχούς, την δε αδελφήν παρέδωσεν εις παρθενώνα να ανατρέφεται, αυτός δε ησκήτευε πλησίον εις τον οίκον του, ότι ακόμη δεν ήσαν Μοναστήρια εις την Αίγυπτον, αλλ’ όστις ήθελε να αγωνισθή, έκτιζε κελλίον εις απόκεντρον μέρος πλησίον του χωριού του και ησύχαζεν. Ήτο δε εις τι χωρίον, πλησίον του χωρίου του Αγίου, εις Μοναχός γέρων, τον οποίον εζήλευεν εις την αρετήν ο θαυμάσιος. Ουχί δε μόνον αυτόν, αλλά και δι’ όποιον άλλον ήθελε ακούσει ότι ήτο τις σπουδαίος, επήγαινεν ως η σοφή μέλισσα να συνάξη τα άνθη δια τον εαυτόν του και δεν επέστρεφεν εις το κελλίον του χωρίς όφελος. Είχεν όθεν τον πόθον του όλον και την σπουδήν προς τον τόνον της ασκήσεως, έκαμνε δε και εργόχειρον, από το οποίον έδιδε και έπαιρνε τα χρειαζόμενα και τα επίλοιπα εχάριζεν εις τους πτωχούς. Προσηύχετο δε συνεχώς, ακούων, ότι ο ησυχαστής πρέπει να προσεύχεται πάντοτε και τόσον επρόσεχεν εις την ανάγνωσιν, ώστε δεν ελησμόνει τίποτε από όσα ήθελεν ακούσει, αλλά τα εφύλαττεν ώσπερ βιβλίον εις την ενθύμησιν. Ήτο δε από όλους αγαπητός και αυτός ομοίως ηγάπα άπαντας και εμιμείτο τας αρετάς αυτών, αποσπών από τον ένα την αγρυπνίαν και προσευχήν, από τον άλλον την νηστείαν και κακοπάθειαν, από έτερον την φιλανθρωπίαν και την πραότητα, από όλους δε ομού την εις Χριστόν ευσέβειαν και την προς αλλήλους αγάπην. Ούτω δε θεαρέστως αγωνιζόμενος να συνάξη εις εαυτόν τας αρετάς πάντων εκείνων των Αγίων, ποτέ δεν υπερηφανεύθη κατά τινος ούτε εφιλονίκησε με κανένα ούτε τινά ελύπησεν· όθεν όσοι τον εγνώριζον είχον αυτόν ως αδελφόν και υιόν των και θεοφιλή αυτόν επωνόμαζον. Μη υποφέρων όμως ο μισόκαλος και φθονερός διάβολος να βλέπη τόσην προθυμίαν εις ένα νεώτερον, ήρχισε να πολεμή και να πειράζη τον Άγιον. Και πρώτον μεν, δια να τον εμποδίση από την άσκησιν, του ενεθύμιζε την φροντίδα της αδελφής, φιλαργυρίαν, φιλοδοξίαν, τρυφήν και τας λοιπάς αναπαύσεις του σώματος, της αρετής τον κόπον και την τραχύτητα αυτής, το μάκρος του χρόνου, του σώματος την ασθένειαν και άλλα παρόμοια, ενσπείρων εις την διάνοιαν αυτού πολλούς λογισμούς δια να ανακόψη την προθυμίαν του. Βλέπων όμως ο δαίμων εαυτόν νικώμενον από την μεγάλην πίστιν του Οσίου και τας συνεχείς αυτού προσευχάς ως και από την σταθερότητα της γνώμης του, έδωκεν εις αυτόν άλλον πόλεμον χαλεπώτερον, ήτοι τον της σαρκός, με τον οποίον πολεμεί τους νεωτέρους ο δόλιος πάντοτε· ουχί δε μόνον την νύκτα τον εβασάνιζεν, αλλά και την ημέραν του έδιδε τοιαύτην ενόχλησιν, ώστε αντελαμβάνοντο και οι βλέποντες τον Άγιον την πάλην, την οποίαν είχο αμφότεροι. Και ο μεν δαίμων του ενέσπειρε ρυπαρούς λογισμούς, ο δε Όσιος ανέτρεπε αυτούς με την προσευχήν. Πολλάκις δε ενεφανίζετο και ως γυνή ο τρισάθλιος και τον επείραζε την νύκτα, δοκιμάζων με κάθε τρόπον να νικήση τον αήττητον· αλλ’ ο Άγιος, τον Χριστόν επικαλούμενος και το νοερόν της ψυχής λογιζόμενος ως και την ευγένειαν αυτής, έσβυνε της πλάνης τον άνθρακα, αφανίζων τας επαναστάσεις της σαρκός με την του αιωνίου πυρός ενθύμησιν. Ταύτα όμως πάντα ήσαν προς αισχύνην του δαίμονος, διότι ενικάτο και ενεπαίζετο υπό νεανίσκου, φέροντος σάρκα· ότι ο Κύριος δίδει την βοήθειαν εις τους αγωνιζομένους, δια να λέγη έκαστος εξ αυτών· «Εγώ δεν ενίκησα, αλλ’ η χάρις του Θεού, ήτις με ενίσχυσεν». Ιδών λοιπόν ο δράκων, ότι με τους λογισμούς μόνον δεν ηδύνατο να νικήση, ενεφανίσθη έμπροσθεν του Οσίου ως παιδίον μελανόν και λέγει προς αυτόν· «Πολλούς επλάνησα και πολλούς κατέβαλον και ενίκησα, αλλά σε πολεμών ησθένησα». Ο δε Όσιος ερωτήσας αυτόν τις ήτο, απεκρίνατο· «Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους εις ταύτην την πύρωσιν. Πολλούς σώφρονας ηπάτησα και πολλάκις ετάραξα και σε, αλλά συ με ενίκησες». Ο δε Όσιος ευχαριστήσας τον Κύριον είπε προς τον δαίμονα· «Δεν σε φοβούμαι πλέον, ούτε σε υπολογίζω ποσώς, επειδή είσαι μαύρος εις τον νουν και ως παιδίον αδύνατος και ευκαταφρόνητος». Ταύτα ακούσας ο μέλας εκείνος έφυγε και δεν ετόλμησε πλέον να τον πλησιάση. Τούτο ήτο ο πρώτος άθλος του Αγίου ή μάλλον ειπείν του Σωτήρος Χριστού κατά του δαίμονος. Γινώσκων δε ο Όσιος από τας Γραφάς, ότι αι μεθοδείαι του εχθρού ήσαν πολλαί και διάφοροι, δεν ώκνευεν, αλλά καθωπλίζετο με νηστείας, αγρυπνίας και άλλας σκληραγωγίας, δια να είναι έτοιμος, εάν έλθη ο πειράζων από άλλο μέρος, να δώση τον πόλεμον. Όθεν πάντες εθαύμαζον τον μέγαν αγώνα, τον οποίον ετέλει ο Άγιος, αυτός όμως εν ευκολία τον πόνον υπέμενε και συνήθιζεν εις την αρετήν. Δια την μεγάλην προθυμίαν του εις την αγρυπνίαν ήτο θαυμασιώτατος, επειδή ηγρύπνει όλην την νύκτα, ουχί δε μόνον άπαξ ή δις, αλλά και πολλάκις. Έτρωγεν άπαξ της ημέρας μετά την δύσιν του ηλίου ή και κάθε δύο ημέρας ή τέσσαρας, ήτο δε η τροφή του άρτος μόνον και άλας, πόσιμον δε μόνον ύδωρ έπινεν, οίνον δε και έλαιον ποσώς δεν εφεύετο. Εκοιμάτο εις μίαν ψάθην, πολλάκις δε και εις την γην μόνον, λέγων ότι πρέπει οι νέοι να βασανίζουν την σάρκα όσον δύνανται· διότι, όταν αι ηδοναί του σώματος ασθενήσωσι, τότε ενδυναμούται η ψυχή κατά τον Απόστολον. Αν δε και επί τοσούτον ηγωνίζετο εις την άσκησιν, εν τούτοις ποτέ δεν ενεθυμείτο τον παρεληλυθότα χρόνον, αλλά καθ’ ημέραν είχε τόσην προθυμίαν, ώσπερ να ήτο αρχή της ασκήσεως, λέγων το ρητόν του Αποστόλου Παύλου· «Των όπισθεν επιλανθανόμενοι, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενοι». Μετέβαινε δε ο Άγιος και εις τινα μνήματα, άτινα ήσαν μακράν από το χωρίον, εις τα οποία εισερχόμενος ηγωνίζετο· παραγγείλας δε ποτέ γνωρίμου του τινός να του φέρη ανά τόσας ημέρας άρτον και εισελθών εις τινα τάφον, έκλεισε την θύραν ο υπηρέτης, καθώς του είπεν ο Άγιος και ανεχώρησεν. Ο δε Όσιος έμεινε μόνος έσω και ηύχετο· αλλ’ ο δαίμων, μη υποφέρων ταύτα και φοβούμενος μήπως και γεμίση Ασκητάς η έρημος, επήγε νύκτα τινά μετά πλήθους δαιμόνων και τόσον δαρμόν του έδωσαν, ώστε εκείτετο από τας πληγάς ημιθανής. Τη επαύριον, προνοία Θεού, επήγε τον άρτον ο υπηρέτης και ανοίξας την θύραν βλέπει τον Άγιον κείμενον ως νεκρόν· όθεν τον ήγειρε και λαβών αυτόν τον επήγεν εις το Κυριακόν, συναχθέντες δε οι συγγενείς του και οι γνώριμοι τον παρέστεκον ως νεκρόν. Το μεσονύκτιον συνήλθεν εις εαυτόν ο Άγιος και εγερθείς είδεν, ότι εκοιμώντο όλοι και μόνον ο υπηρέτης του ήτο έξυπνος. Όθεν κάμνει νεύμα εις αυτόν να τον εγείρη και να τον υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον τον εύρεν. Ο δε υπακούσας υπεβάστασεν αυτόν και ελθόντες εις τον τάφον έκλεισε και πάλιν εις αυτόν τον Άγιον ως και πρότερον. Εκείτετο λοιπόν προσευχόμενος και μη δυνάμενος να σηκωθή από τας πληγάς των δαιμόνων, μετά δε την ευχήν εβόα ταύτα· «Εδώ είμαι, δεν φεύγω τας μάστιγας, εάν και περισσότερα κακά μου κάμετε, δεν με χωρίζετε από την αγάπην του Δεσπότου Χριστού και Σωτήρος μου». Οι δε δαίμονες ηγριώθησαν περισσότερον, ιδόντες ότι και ούτω πληγωμένος τους εφοβέριζε και έκαμαν θόρυβον τοσούτον μέγαν, ώστε του εφάνη ότι εσείσθη όλος ο τόπος και εσχίσθησαν οι τέσσαρες τοίχοι. Οι δε δαίμονες κατά φαντασίαν σχηματισθέντες εις ερπετά και θηρία εγέμισαν τον τόπον από λέοντες, άρκτους, λεοπαρδάλεις, ταύρους, όφεις, λύκους, ασπίδας και άλλα παρόμοια, έκαστον δε από τα θηρία αυτά κατά το ίδιον σχήμα τον επολέμει. Ο λέων εβρυχάτο και ώρμα να τον φάγη, ο ταύρος να τον κερατίση, ο σκορπιός να τον κεντρίση και ούτω καθ’ εξής έπραττον όλα εκείνα τα φαινόμενα θηρία, ώστε οι κτύποι ήσαν δεινοί και οι θυμοί αυτών χαλεποί. Ο δε Όσιος, συνθλιβόμενος υπ’ αυτών και κεντούμενος, ησθάνετο μεν πόνον εις το σώμα δεινότατον, εις την ψυχήν όμως ήτο άφοβος και εγρήγορος. Και εστέναζε μεν δια τον πόνον του σώματος, νήφων δε εις την διάνοιαν, περιεγέλα τους δαίμονας, λέγων· «Εάν είχετε δύναμιν, εις και μόνον από σας έφθανε να με πολεμήση· αλλ’ επειδή ο Δεσπότης σάς εξενεύρωσε, δια τούτο προσπαθείτε με το πλήθος και την υποκρισίαν να με φοβίσετε, σχηματιζόμενοι εις μορφάς θηρίων. Εάν ελάβετε κατ’ εμού εξουσίαν άνωθεν, μη αμελήτε· ει δε και δεν ελάβετε, τι μάτην ταράσσεσθε;» Πολλά λοιπόν επιχειρήσαντες, έτριζον κατ’ αυτού τους οδόντας ως εμπαιζόμενοι. Ο δε Κύριος δεν ελησμόνησε της του Οσίου αθλήσεως, αλλ’ ήλθεν εις αντίληψιν αυτού και βοήθειαν. Αναβλέψας δε ο Άγιος είδε την στέγην ώσπερ διανοιγομένην και ακτίνα φωτός κατερχομένην προς αυτόν. Τότε οι δαίμονες εξαίφνης έγιναν άφαντοι, ο πόνος του σώματος έπαυσεν, ο οίκος ευρέθη πάλιν αβλαβής και δεν έμεινε σημείον πληγής εις τον Άγιον, όστις γνωρίσας την επίσκεψιν, εδέετο της φανείσης οπτασίας λέγων· «Που ήσουν, Ιησού μου γλυκύτατε, και δεν εφάνης εξ αρχής να παύσης τας οδύνας των πόνων μου;» Εγένετο δε φωνή προς αυτόν λέγουσα· «Αντώνιε, εδώ ήμην, αλλ’ εκαρτέρουν να ίδω τον αγώνα σου. Επειδή λοιπόν υπέμεινες και δεν ενικήθης, θέλω είμαι βοηθός σου πάντοτε και θέλω δε κάμει ονομαστόν εις τον κόσμον άπαντα». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και εγερθείς ηύχετο, ησθάνετο δε περισσοτέραν δύναμιν εις εαυτόν παρά ποτέ εις όλον τον βίον του. Ήτο δε τότε χρόνων τριάκοντα πέντε. Γενόμενος λοιπόν προθυμότερος ο Άγιος εις την θεοσέβειαν, απήλθε προς εκείνον τον παλαιόν γέροντα και τον παρεκάλει να υπάγουν ομού εις το όρος· αλλ’ όμως ο γέρων ούτος δεν ηθέλησε δια το γήρας και διότι δεν ήτο ακόμη τοιαύτη συνήθεια. Ο μεν λοιπόν Αντώνιος εκίνησε μόνος να υπάγη εις το όρος. Ο δε εχθρός, δια να εμποδίση και τότε την σπουδήν αυτού, έρριψεν εις τον δρόμον ένα δίσκον αργυρούν μέγαν. Τούτον ιδών ο Όσιος και γνωρίσας την απάτην του δαίμονος έλεγε· «Πόθεν ευρέθη ο δίσκος εις την έρημον; Εδώ ίχνη διαβάσεως δεν φαίνονται· αλλά εάν έπεσε και τίνος, ήθελεν ακούσει τον κτύπον ή θα επέστρεφε δια να τον εύρη ύστερον. Τούτο είναι, διάβολε, τέχνη σου, δια να εμπαίξης την προθυμίαν μου· αλλά τούτο ας είναι μετά σου εις την απώλειαν». Αφού δε είπε ταύτα ο Όσιος, ο δίσκος έγινεν άφαντος. Παρεμπρός πάλιν εύρεν εν τη οδώ χρυσίον πολύ ερριμμένον ουχί κατά φαντασίαν, αλλά κατά αλήθειαν· όμως δεν γνωρίζομεν εάν ο δαίμων το έφερεν εκεί δια να τον δοκιμάση ή τούτο ήτο από θείας δυνάμεως, δια να δείξη ο Θεός εις τον διάβολον, ότι ο Άγιος δεν εφρόντιζεν ούτε ποσώς υπελόγιζε τα χρήματα. Ο δε Άγιος εθαύμασε μεν το πλήθος του χρυσίου, πλην ώσπερ να επρόκειτο περί πυρός, το οποίον θα τον έκαιε, ούτως επέρασε δρομαίως τρέχων και φεύγων απ’ αυτού. Ελθών λοιπόν εις το όρος και ευρών εκεί εν παλαιόν φρούριον έρημον, γεμάτον ερπετά, εις το πέραν του ποταμού, κατώκησεν εις αυτό. Τα δε ερπετά, ώσπερ να τα εδίωκέ τις, ευθύς ανεχώρησαν, ο δε Άγιος έφραξε την είσοδον και έμεινεν εντός του τειχικάστρου μόνος, δεχόμενος κάθε έξ μήνας άρτους. Εκεί ουδείς ηδύνατο να εισέλθη να τον ίδη, ούτε εκείνος εξήρχετο, καθ’ ότι εύρεν εντός αυτού ύδωρ, με το οποίον επορεύετο. Τινές δε γνώριμοι, ερχόμενοι ποτε εις αυτόν και μείναντες έξωθεν του φρουρίου, ήκουον από το εσωτερικόν αυτού φωνάς πολλάς με κτύπους και έκραζον· «Φύγε από τον τόπον μας, τι θέλεις εδώ εις την έρημον, δεν θα δυνηθής να υποφέρης τας επιβουλάς και τας ενέδρας μας». Εις την αρχήν λοιπόν ενόμιζον οι έξωθεν, ότι άνθρωποι ήσαν οι φωνάζοντες, οίτινες ανέβησαν με κλίμακας και εμάχοντο με τον Όσιον· αλλά αφού παρετήρησαν επιμελώς από τινα σχισμήν και δεν είδον ουδένα, εγνώρισαν ότι ήσαν δαίμονες, και φοβηθέντες εκάλουν τον Άγιον, όστις πλησιάσας εις την θύραν είπεν εις αυτούς. «Μη φοβείσθε, αγαπητοί, καθότι ταύτα είναι δαιμόνων φαντάσματα· μόνον κάμετε τον σταυρόν σας και υπάγετε εις την οδόν σας, αυτοί δε ας παίζουν μετ’ αλλήλων». Ανεχώρησαν λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι υπό του Τιμίου Σταυρού φυλαττόμενοι, ο δε Όσιος έμενεν εκεί χωρίς να δύνανται να τον βλάψουν οι δαίμονες, ούτε εκουράζετο τοσούτον αγωνιζόμενος, διότι αι οπτασίαι, τας οποίας, ως είπομεν άνωθεν, έβλεπε και η ασθένεια των εχθρών του έδιδον μεγάλην ανάπαυσιν εις τους κόπους και εδιπλασίαζον την προθυμίαν του, πολλάκις δε οι γνώριμοι αυτού, νομίζοντες ότι θα τον εύρουν νεκρόν, τον ήκουον ψάλλοντα· «Αναστήτω ο Θεός» και τα υπόλοιπα του ψαλμού και πάλιν «Πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς» και άλλα παρόμοια. Διέμεινε λοιπόν εις το φρούριον εκείνο ο Άγιος χρόνους είκοσι χωρίς να εξέρχεται ούτε να βλέπεται υπ’ ουδενός. Μετά ταύτα όμως συνήχθησαν πολλοί, θέλοντες να μιμηθούν την άσκησιν αυτού και χαλάσαντες βιαίως την θύραν, εύρον τον Όσιον και εθαύμασαν ιδόντες ότι ούτε παχύτερος ήτο, ούτε αδυνατώτερος, αλλά καθώς ήτο πρότερον. Επίσης η ψυχική του διάθεσις και η όψις του ούτε λύπην ή σκυθρωπότητα εδείκνυεν, ούτε χαράν και γέλωτα, αλλ’ ήτο ακέραιος εις όλα αφ’ εαυτού κυβερνώμενος. Πολλούς δε από τους παρευρεθέντας τότε ασθενείς εθεράπευσε και πολλούς από ενοχλήσεις δαιμόνων ηλευθέρωσε. Τοσαύτην δε χάριν είχεν από τον Θεόν ο λόγος του Αγίου, ώστε τους θλιβομένους παρηγόρει, τους εχθρευομένους ειρήνευε και πάντας εδίδασκε να προκρίνουν την αγάπην του Χριστού περισσότερον από όλα τα πράγματα, επειδή και αυτός ο πολυέλεος δι’ αγάπην μας εσταυρώθη. Με τας ψυχωφελείς λοιπόν νουθεσίας αυτού έκαμε πολλούς και εμόνασαν· όθεν έκτισαν εις τα όρη εκείνα Μοναστήρια και έγινεν από τους Μοναχούς πόλις η έρημος. Ένα καιρόν ήτο ανάγκη να περάση τον ποταμόν Νείλον δια να επισκεφθή τινας αδελφούς, ποιήσας δε την προσευχήν του ανέβη αυτός και η συνοδεία του επάνω εις τους κροκοδείλους, καθότι πλοιάριον εκεί δεν υπήρχε και διεπέρασαν αβλαβείς. Επιστρέψας δε πάλιν εις το Μοναστήριον αυτού, ηγωνίζετο ως το πρότερον, και διαλεγόμενος συνεχώς ηύξανε την προθυμίαν των Μοναχών, παρεκίνει δε και άλλους εις τον έρωτα της ασκήσεως· όθεν εις ολίγον καιρόν έγιναν πολλά Μοναστήρια, των οποίων πάντων ήτο ο Άγιος Πατήρ και Ηγούμενος. Εν μια δε των ημερών συναχθέντες πάντες οι Μοναχοί παρεκάλεσαν τον Άγιον να τους είπη λόγον σωτηρίας, ο δε μέγας ούτος Πατήρ εδίδαξεν αυτούς ούτω με αιγυπτίαν διάλεκτον. «Αρκούσιν αι Γραφαί προς διδασκαλίαν μας, αλλά καλόν είναι να στερεώνη και ο εις τον άλλον με λόγους ψυχωφελείς. Σεις λοιπόν, ως τέκνα, λέγετε προς με όσα γνωρίζετε, εγώ δε πάλιν ως γεροντότερος θα σας είπω όσα με πείραν και δοκιμήν εγνώρισα». Η πρώτη σας σπουδή, τέκνα μου, πρέπει να είναι η επιμέλεια της ασκήσεως, την οποίαν δεν πρέπει ποτέ να βαρύνεσθε ή να αμελήτε όσον και αν εις αυτήν επί μακράν κοπιάσητε, αλλά καθ’ εκάστην να έχητε ίσην την προθυμίαν και μάλιστα όσον δύνασθε περισσοτέραν, ότι η ζωή μας είναι πολύ ολίγη συγκρινομένη με την μέλλουσαν. Εάν δε κοπιάσωμεν ολίγους χρόνους εδώ πρόσκαιρα, θέλομεν βασιλεύσει εκεί έχοτες ανάπαυσιν και δόξαν αιώνιον. Φθαρτόν σώμα αφήνομεν και άφθαρτον απολαμβάνομεν. Λοιπόν μη δυστροπούμεν, μήτε να θαρρώμεν ότι κάμνομεν μέγα τι, καθότι δεν είναι άξια τα παθήματα και οι αγώνες του καιρού τούτου προς την μέλλουσαν δόξαν. Ούτε να φρονώμεν μεγάλα, δια μικρά πράγματα τα οποία αφήκαμεν· διότι και η γη ολόκληρος είναι ελαχίστη εν σχέσει προς τον ουρανόν και εις την ποσότητα και εις την ποιότητα. Εάν λοιπόν είμεθα και κύριοι απάσης της γης και αφήκαμεν αυτήν δια τον Χριστόν, και πάλιν δεν είναι αύτη ανταξία της ουρανίου μακαριότητος. Καθώς δε κερδίζει εκείνος, όστις δίδων εν νόμισμα χαλκούν λαμβάνει εκατόν χρυσά νομίσματα, ούτω και εκείνος ο άρχων, όστις καταφρονήση όλην την γην, ολίγον αφήνει και απολαμβάνει μυριοπλάσια. Λοιπόν όστις αφήκεν οικίαν ή χρυσόν ή άλλο όμοιον, δεν πρέπει να καυχάται, ούτε να αμελή· αλλά να συλλογιζώμεθα πάντες, ότι εάν δεν αφήσωμεν τώρα θεληματικώς τα υπάρχοντά μας δι’ αρετήν, θέλομεν αφήσει αυτά και χωρίς την θέλησίν μας και μάλιστα εκεί όπου δεν θέλομεν, όταν αποθάνωμεν. Δια τούτο μη έχη τις επιθυμίαν να αποκτήση πράγματα, τα οποία δεν λαμβάνει μετ’ αυτού, αλλ’ όσα δύναται να πάρη εις την ζωήν την αιώνιον, ήτοι φρόνησιν, δικαιοσύνην και άλλας αρετάς, τας οποίας θέλομεν εύρει ύστερον εις την γην των Πραέων να μας φιλοξενώσιν αιώνια. Όταν τις κάμνη το αγαθόν, ας μη υψηλοφρονή, επειδή δούλοι του Κυρίου είμεθα και ποιούμεν το χρέος μας, καθώς κάμνει καθ’ ημέραν ο ηγορασμένος δούλος το θέλημα του κυρίου αυτού, εάν δε παρακούση αυτόν, έστω και μίαν ημέραν, κινδυνεύει προς θάνατον. Ούτω λοιπόν και ημείς, εάν έστω και μίαν ημέραν αμελήσωμεν, παροξύνομεν τον Δεσπότην και λαμβάνομεν μεγάλην ζημίαν. Λοιπόν ας είμεθα πρόθυμοι και ο Θεός συνεργεί και μας βοηθεί. Ας μελετώμεν καθ’ εκάστην τον θάνατον κατά τον Απόστολον. Το πρωϊ εγειρόμενοι, ας βάλλωμεν εις τον νουν μας, ότι δεν προφθάνομεν την εσπέραν και τότε πάλιν, ότι δεν θέλομεν προφθάσει την αύριον. Εάν δε ούτω ζώμεν, δεν θέλομεν αμαρτήσει ουδέποτε ούτε θέλομεν θησαυρίσει ή ποθήσει τίποτε, αναμένοντες καθ’ ώραν τον θάνατον. Επιθυμία δε γυναικός μη εισέλθη εις την καρδίαν μας, αλλ’ ας μισώμεν πάσας τας ψυχοφθόρους ηδονάς, αποβλέποντες εις την ημέραν της κρίσεως, καθότι ο φόβος της κολάσεως αφανίζει το σκάνδαλον της σαρκός και μαραίνει πάσαν άτοπον και κακήν επιθυμίαν. Αυτά και έτερα πλείονα έλεγεν ο μακάριος Αντώνιος προς τους μαθητάς αυτού, διηγούμενος εις αυτούς και πάσας τας πανουργίας των δαιμόνων μίαν προς μίαν, ως έμπειρος και δόκιμος εις ταύτας, τας οποίας αφήνω δια βραχύτητα και μόνον γράφω τα χρησιμώτερα. Εις δε το τέλος είπε και ταύτα προς τους ακροατάς δια νουθεσίαν των. Φυλάττεσθε λοιπόν ακριβώς από τας πανουργίας των δαιμόνων και ει τι σας είπωσι, μη τους δίδητε ποσώς ακρόασιν· ότι πολλάκις τους ήκουσα και με εμακάριζαν, εγώ δε τους κατηρώμην. Άλλοτε μου προεφήτευον μέλλοντα πράγματα, δια το ύδωρ του ποταμού και έτερα, εγώ δε τους έλεγον· τι σας μέλει δι’ αυτό; Υπάγετε. Ποτέ δε ήρχοντο και με περιεκύκλουν ώσπερ στρατιώται με όπλα και ίππους, ποτέ δε ως θηρία και ερπετά φοβερίζοντες. Εγώ δε έψαλλον· «Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα»· και με τας ευχάς έφευγον. Άλλην φοράν εφάνησαν την νύκτα με φως λέγοντες· «Ήλθομεν να σου φέγγωμεν, Αντώνιε»· εγώ δε έκλεισα τους οφθαλμούς μου και προσηυχόμην, ευθύς δε εσβέσθη το φως των ασεβών. Άλλοτε πάλιν έψαλλον από τας Γραφάς «και εγώ ωσεί κωφός ουκ ήκουον. Ποτέ δε έσεισαν το Μοναστήριον και μετά ταύτα εφάνη εις δαίμων πολύ μεγάλος, όστις ετόλμησε να είπη· «Εγώ είμαι η δύναμις του Θεού, τι θέλεις να σου χαρίσω, Αντώνιε;» εγώ δε εφύσησα κατ’ αυτού, λέγων το όνομα του Χριστού και ευθύς ηφανίσθη. Άλλοτε πάλιν, ενώ ενήστευσα ημέρας τινάς, ήλθε ως Μοναχός ο δόλιος και μου έδιδεν άρτους λέγων μοι· «Φάγε, μη νηστεύης πολύ, ίνα μη ασθενήσης ως άνθρωπος». Εγώ δε αναστάς προσηυχόμην και αυτός ωσεί καπνός εξέλιπεν. Άλλην φοράν πάλιν έκρουσέ τις την θύραν και εξερχόμενος είδον ένα μέγαν και υψηλόν, ερωτήσας δε αυτόν τις ήτο, μου απεκρίνατο· «Εγώ ειμί ο σατανάς· διατί με κατακρίνουσιν άδικα οι Μοναχοί και όλοι οι Χριστιανοί καθ’ ώραν και με καταρώνται;» Εγώ δε είπον· «Διατί τους πειράζεις;» Και λέγει μοι· «Αυτοί ταράττονται και πειράζονται μοναχοί των, εγώ δε ησθένησα και δεν έχω πλέον τόπον ούτε χώραν που, αλλά πανταχού εξέλιπον οι ρομφαίαι μου· λοιπόν ας μη μου καταρώνται μάταια». Τότε θαυμάσας εγώ του Κυρίου την χάριν, είπον εις τον δαίμονα· «Πάντα είσαι ψεύστης, αλλά τώρα είπες αλήθειαν, ότι σαρκωθείς ο Χριστός σε εγύμνωσε πάσης δυνάμεως». Ταύτα ακούσας εκείνος ηφανίσθη. Αφού λοιπόν αυτός μόνος ομολογή την ασθένειάν του, δεν πρέπει ημείς να τον φοβώμεθα, αλλά να θαρρώμεν εις την δύναμιν του Χριστού, όστις είναι μεθ’ ημών και μας φυλάττει, ότι εάν εύρωσιν ημάς δειλιώντας και φοβουμένους, αυξάνουσι και αυτοί την δειλίαν εις την φαντασίαν μαςκαι μας φοβερίζουν· όταν δε μας βλέπωσι χαίροντας και ευφραινομένους εις Κύριον και λογιζομένους τα μέλλοντα αγαθά, δεν δύνανται ποσώς να μας βλάψωσιν, αλλά βλέποντες την ψυχήν ησφαλισμένην με τοιούτους αγαθούς λογισμούς, στρέφουσι κατησχυμμένοι και άπρακτοι». Αυτά και έτερα πλείονα έλεγεν ο Μέγας Αντώνιος εις τους Μοναχούς. Οι δε θαυμάζοντες την χάριν, την οποίαν έδωκεν εις αυτόν ο Κύριος, να διακρίνη τα πνεύματα, προέκοπτον εις την αρετήν περισσότερον. Ενήστευον, προσηύχοντο, είχον προς αλλήλους αγάπην μεγάλην και συμπάθειαν, επλήθαινον τα Μοναστήρια, και ήτο μεν μέγα το πλήθος των Ασκητών, πλην ήτο εις όλους μία γνώμη και εν φρόνημα, χωρίς φιλονεικίαν ή άλλην προστριβήν. Ο δε Άγιος ησύχαζεν εις το οικητήριον αυτού, ενθυμούμενος καθ’ εκάστην τας ουρανίους Μονάς, έχων δε εις αυτάς τον πόθον του, εστέναζε καθημερινώς βλέπων την πολιτείαν, την οποίαν διάγομεν και ησχύνετο να φάγη ή να κοιμηθή, το νοερόν της ψυχής ενθυμούμενος, πολλάκις δε θέλων να φάγη με άλλους Μοναχούς, στοχαζόμενος την πνευματικήν τροφήν, άφηνε την σωματικήν και ανεχώρει, έχων δε δι’ εντροπήν να τον βλέπουν τρώγοντα, ήσθιε κατά μόνας. Άλλοτε πάλιν έτρωγε με τους άλλους Μοναχούς δια να τους διδάσκη τα χρειαζόμενα, λέγων· «Όλον τον χρόνον της ζωής μας και την σπουδήν πάσαν και σχολήν πρέπει να δαπανώμεν εις ωφέλειαν της ψυχής, δια να μη αιχμαλωτίζεται αυτή η δέσποινα από τας ηδονάς και ορέξεις του υποκειμένου σώματος, αλλά μάλλον το σώμα, όπερ είναι δούλος, να κάμνη της κυρίας ψυχής το θέλημα· διότι τούτο προστάσσει ο Κύριος λέγων· «Να μη μεριμνώμεν δια βρώματα, ενδύματα και τα λοιπά». Τον καιρόν εκείνον ήτο διωγμός μέγας εις την Εκκλησίαν, Μαξιμίνου του δυσσεβούς βασιλεύοντος. Έχων δε πόθον να μαρτυρήση δια τον Χριστόν ο Μέγας Αντώνιος επήγε μετά τινων μαθητών του και εστερέωνε τους Αγίους Μάρτυρας με ωφελίμους λόγους και υποδείγματα, εισερχόμενος εις τας φυλακάς και εις τα δικαστήρια αφόβως και συνοδεύων αυτούς έως και εις αυτήν την τελείωσιν. Ο δε δικαστής, ιδών την σπουδήν αυτού και το άφοβον, προσέταξε να μη παρευρίσκεται πλέον τις Μοναχός εις το δικαστήριον, ούτε να φανή ποσώς τοιούτος εις όλην την Αλεξάνδρειαν. Όθεν εκρύβησαν άπαντες έμφοβοι. Ο δε Άγιος έπλυνε και τον μανδύαν αυτού, και ίστατο εις υψηλόν τόπον λαμπροφορεμένος και άφοβος, δεικνύων την προθυμίαν των Χριστιανών και ευχόμενος μυστικά να αξιωθή της αθλήσεως. Αλλ’ ο Κύριος τον εφύλαξεν εις πολλών ωφέλειαν. Έμεινε λοιπόν συγκοπιών με τους Ομολογητάς και υπηρετών αυτούς, έως ου έπαυσεν ο διωγμός, και τότε έστρεψεν εις το Μοναστήριον, γενόμενος εις την προαίρεσιν Μάρτυς. Αλλά και εκεί εις το κελλίον του καθ’ εκάστην επέρνα μαρτύριον με την τοσαύτην σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, φορών ένδοθεν εν χονδρόν τρίχινον ιμάτιον, έξωθεν δε εν δερμάτινον, το οποίον διετήρησεν εις όλην του την ζωήν. Ποτέ δεν έπλυνε την σάρκα, ούτε την κεφαλήν, ούτε τους πόδαςτου, ούτε καν είδεν αυτόν τις γυμνόν, εκτός μόνον εκείνου του Μοναχού, όστις τον έπλυνεν όταν πλέον εκοιμήθη. Εν ω λοιπόν ούτως ησύχαζεν εις το κελλίον του χρόνον πολύν, ήλθε τις άρχων στρατιωτών, Μαρτινιανός ονόματι, έχων θυγατέρα ενοχλουμένην υπό του δαίμονος και κρούων την θύραν ώραν πολλήν, τον παρεκάλει να δεηθή του Θεού δι’ αυτήν. Ο δε απεκρίνατο έσωθεν· «Άνθρωπε, τι με φωνάζεις; Αμαρτωλός είμαι και εγώ ως του λόγου σου· αλλά εάν πιστεύης εις τον Χριστόν, ύπαγε, κάμε προσευχήν προς τον Θεόν, και κατά την πίστιν σου γίνεται». Εκείνος δε πιστεύσας και επικαλεσάμενος τον Χριστόν ευθύς εθεραπεύθη το κοράσιόν του. Πολλά δε και άλλα θαυμάσια ετέλεσε δια του Αγίου Αντωνίου ο Κύριος, καθώς εν τω ιερώ αυτού Ευαγγελίω λέγει· «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν». Όθεν πολλοί ασθενείς ερχόμενοι εκάθηντο έξωθεν του Μοναστηρίου και ευχόμενοι με πίστιν, εθεραπεύοντο. Βλέπων δε ο Όσιος ότι ήρχοντο πολλοί και δεν είχεν ησυχίαν καθώς επεθύμει, ηθέλησε να υπάγη εις την άνω Θηβαϊδα, εις την οποίαν δεν τον εγνώριζον. Διότι εφοβείτο μήπως και υπερηφανευθή εκ των θαυμάτων, τα οποία εποίει δι’ αυτού ο Κύριος, να φύγη δε και τον ανθρώπινον έπαινον. Λαβών λοιπόν άρτους από τους αδελφούς, εκάθητο εις το χείλος του ποταμού, αναμένων την τυχόν διέλευσιν εκείθεν λέμβου δια να περάση αντίπερα. Εκεί δε ευρισκόμενος ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Που υπάγεις, Αντώνιε;» Ο δε απεκρίνατο· «Οι όχλοι με πειράζουσι και μου ζητούσιν υπέρ την δύναμίν μου θαυμάσια· λοιπόν απέρχομαι εις την άνω Θηβαϊδα να ησυχάσω». Του λάγει πάλιν η φωνή· «Καν εις Θηβαϊδα απέλθης, καν εις τα Βουκόλια κατέλθης, έρχονται να σου δίδουν περισσοτέραν ενόχλησιν· ει δε και θέλης να ησυχάσης, πήγαινε εις την εσωτέραν έρημον». Λέγει ο Όσιος· «Και ποίος θα με καθοδηγήση εις την οδόν, εφ’ όσον εγώ δεν την γνωρίζω;» Τότε του υπέδειξεν η φωνή εκείνη Σαρακηνούς τινάς, οίτινες επήγαινον εις αυτήν την οδόν, αυτοί δε μετά χαράς τον εδέχθησαν και περιπατήσας μετ’ αυτών τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ήλθεν εις εν όρος πολύ υψηλόν, κάτωθεν δε τούτου ήτο ύδωρ ψυχρόν και γλυκύτατον, υπήρχε δε παρ’ αυτό και τόπος ισόπεδος με φοίνικας ακαλλιεργήτους. Ο δε Όσιος, τοιούτον τόπον ωραιότατον ορεγόμενος, εγνώρισεν ότι εκεί τον απέστειλεν ο Κύριος. Λαβών λοιπόν άρτους από τους Σαρακηνούς έμεινεν εις το όρος μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος. Οι δε Σαρακηνοί, ιδόντες αυτού το πρόθυμον, διέβαινον εκείθεν επίτηδες και του εκόμιζον άρτους. Είχε δε ολίγην παραμυθίαν από τους φοίνικας και διήλθε πολύν καιρόν εις την ησυχίαν, καθώς ηγάπα. Ύστερον δε μαθόντες οι μαθηταί αυτού τον τόπον, εφρόντιζον να του στέλλουν τα απαιτούμενα. Ο δε Άγιος ελυπήθη τον πολύν αυτών κόπον, τον οποίον ελάμβανον δια το μέγεθος της αποστάσεως και της οδού την δυσχέρειαν και εζήτησε να του φέρουν αξίνην, δίκελλαν και ολίγον σίτον δια να σπέρνη και να τρέφεται εξ αυτού. Αφού του έφερον λοιπόν αυτά εκαθάρισε τον τόπον και εγεώργησε, ποτίζων τα σπέρματα με το ύδωρ, το οποίον έτρεχεν. Όθεν έκαμνε καρπόν πολυπλάσιον, καθότι η γη ήτο καλή και κατ’ έτος εξησφάλιζε την ζωοτροφίαν του χαίρων, επειδή δεν ηνώχλει τινά αλλά με τον κόπον του επορεύετο. Μετά ταύτα ιδών ο Άγιος, ότι ήρχοντο και εκεί τινες δια να τον βλέπωσιν, εγεώργησε και λάχανα, δια να έχουν ολίγην παραμυθίαν της τοιαύτης οδοιπορίας οι προσερχόμενοι· τα δε θηρία, ερχόμενα εις την βρύσιν να ποτισθούν, εζημίωναν το σπαρτόν πολλάκις· όθεν ο Όσιος, κρατήσας εν εξ αυτών, είπε ταύτα προς τα επίλοιπα. «Διατί με ζημιώνετε, εν όσω εγώ δεν σας έβλαψα; Υπάγετε εις το όνομα του Κυρίου και πλέον εδώ μη πλησιάσητε»· και απ’ εκείνης της ώρας, ω του θαύματος! ώσπερ να εφοβήθησαν την παραγγελίαν, πλέον ποσώς δεν εφάνησαν. Έμεινε λοιπόν εις το όρος εκείνο σχολάζων εις τας ευχάς και την άσκησιν. Οι δε αδελφοί παρεκάλεσαν αυτόν όπως τους επιτρέψη να του φέρωσιν ελαίας και όσπρια και ολίγον έλαιον δια το γήρας του. πόσους δε πολέμους να έκαμε και εκεί με τους δαίμονας, περιττόν είναι να γράψωμεν. Πολλάκις ήκουον εκείνοι, οίτινες μετέβαινον προς αυτόν χάριν ευλαβείας, φωνάς πολλάς, θορύβους, κτύπους αρμάτων και όλον το όρος εφαίνετο πλήρες εξ αυτών, τον δε Όσιον έβλεπον μαχόμενον και κατ’ αυτών προσευχόμενον. Κατ’ αλήθειαν δε, θαύματος άξιον ήτο να κατοική μοναχός του εις τοιαύτην άβατον έρημον, να μη φοβήται την πληθύν των θηρίων και την αγριότητα αυτών, ούτε των δαιμόνων την μισανθρωπίαν και χαλεπότητα, αλλ’ ήτο ως όρος Σιών, πεποιθώς εις τον Κύριον, ασάλευτον έχων τον νουν και τόσον ατάραχον, ώστε οι δαίμονες τον εφοβούντο μάλλον και έφευγον, τα δε θηρία εις αυτόν ημερώνοντο. Ο φθονερός διάβολος έτριζε κατ’ αυτού τους οδόντας και καθώς ηγρύπνει μίαν νύκτα, συνήθροισε τους λέοντας όλους της ερήμου εκείνης και περιεκύκλωσαν τον Όσιον χάσκοντες, ορυόμενοι και απειλούντες να τον φάγωσιν. Ο δε, γνωρίσας την τέχνην του εχθρού, είπε προς αυτούς· «Εάν ελάβετε από τον Θεόν εξουσίαν κατ’ εμού, έτοιμος είμαι και φάγετέ με· ει δε οι δαίμονες σας ηναγκασαν, ταχέως αναχωρήσατε, καθότι δούλος είμαι Χριστού του Δεσπότου της κτίσεως». Μόλις ο Όσιος είπε ταύτα, έφυγον οι λέοντες ώσπερ υπό μάστιγος διωκόμενοι. Εις ολίγας ημέρας πάλιν, ενώ έκαμνε το εργόχειρον, καθώς είχε συνήθειαν να κάμη σπυρίδας και τας έδιδεν εις εκείνον, όστις του έφερε τα προς την χρείαν, δια να μη τρώγη τον άρτον δωρεάν, έσυρε τιςτο σειρίδιον της θύρας έξωθεν και εγερθείς είδε τινά έχοντα από την κοιλίαν και ένω σχήμα ανθρώπου, τα δε σκέλη και οι πόδες αυτού εφαίνοντο ως οναρίου. Ο δε Άγιος ιδών αυτόν είπε· «Χριστού δούλος είμαι και αν σε έστειλε να μου κάμης κακόν, ως θέλεις ποίησον». Ο δε φανείς και όλοι οι συν αυτώ δαίμονες ευθύς εξηφανίσθησαν, όλη δε η σπουδή αυτών ήτο να διώξωσιν εκείθεν τον Όσιον, αλλ’ υπ’ αυτού νικηθέντες δεν ηδυνήθησαν. Μοναχοί δε τινές από τα έξωθεν Μοναστήρια ήλθον παρακαλούντες αυτόν να υπάγη εις τον τόπον των δια να τον απολαύσουν και εκείνοι ολίγας ημέρας και να ωφεληθώσιν εκ της παρουσίας του. Ο δε ιδών την ευλάβειαν αυτών απήλθε δια ψυχικήν ωφέλειαν. Είχον λοιπόν εις μίαν κάμηλον φορτωμένα τα χρειαζόμενα και πριν τελειώσουν τον δρόμον των, ετελείωσε το ύδωρ, όπερ εβάσταζον, και εις ουδέν μέρος εύρισκον, καθότι η έρημος εκείνη είναι πανταχού άνυδρος, εκτός από το ρηθέν όρος, εις το οποίον κατώκησεν ο Όσιος. Μη δυνάμενοι λοιπόν να περιπατώσι πλέον, σφοδρώς εκ της δίψης οδυνώμενοι και εκ του καύσωνος του ηλίου καταφλεγόμενοι, έπεσον κατά γης, αφήνοντες την κάμηλον έρημον. Ο δε Όσιος, βλέπων αυτούς κινδυνεύοντας, ελυπήθη πολύ και στενάξας ολίγον παρεμέρισε, κλίνας δε τα γόνατα και εκτείνας τας χείρας προσηύχετο, ευθύς δε (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα!) εξήλθεν ύδωρ πολύ και ηδύτατον, εις τον τόπον εις τον οποίον προσηύχετο και πιόντες ανέπνευσαν, ευρόντες δε την κάμηλον, επειδή ήτο περιπεπλεγμένον το σχοινίον εις τινα λίθον, ενέπλησαν τους ασκούς και ποτίσαντες αυτήν ανεχώρησαν χαίροντες. Αφού έφθασαν εις το Μοναστήριον, έλαβον όλοι μεγάλην αγαλλίασιν ιδόντες τον Όσιον και ηυφράνθησαν απολαβόντες της γλυκυτάτης διδασκαλίας του, αυτός δε ομοίως έχαιρε, βλέπων την διαγωγήν των την ένθεον, είδε δε τότε και την αδελφήν αυτού, ήτις ήτο γηραιά παρθένος και είχε γίνει Καθηγουμένη εις το γυναικείον Μοναστήριον. Μετά δε ημέρας τινάς έστρεψε πάλιν εις το όρος. Από τότε έμαθον τον τόπον πολλοί Μοναχοί και ήρχοντο εις αυτόν χάριν ωφελείας. Ο δε Άγιος τους ενουθέτει συνεχώς λέγων· «Πιστεύετε εις τον Κύριον και αγαπάτε Αυτόν εξ όλης ψυχής και δυνάμεως. Φυλάττεσθε από ρυπαρούς λογισμούς και σαρκικάς ηδονάς. Μη απατάσθε χορτασία κοιλίας· φεύγετε την κενοδοξίαν και συνεχώς εύχεσθε». Αυτά και έτερα πλείονα έλεγεν εις αυτούς, τους δε ασθενείς, τους οποίους έφερον, παρηγόρει, συμπάσχων μετ’ αυτών, ηύχετο δε εις τον Θεόν να τους ιατρεύση ως Παντοδύναμος. Ούτως ενουθέτει άπαντας δια να μη τον δοξάζουν εις τας θαυματουργίας, αίτινες υπ’ αυτού καθ’ εκάστην ετελούντο. Εις δε άρχων από το παλάτιον του βασιλέως, Φρόντων καλούμενος, είχεν τοσούτον δεινήν ασθένειαν, ώστε έτρωγε την γλώσσαν του. Ομοίως και εις τους οφθαλμούς είχεν ασθένειαν, ήτις έμελλεν εις ολίγον καιρόν να τον καταστήση ολότυφλον. Ακούσας λοιπόν ούτος τας θαυματουργίας του Μεγάλου Αντωνίου, επήγε και παρεκάλει αυτόν να τον ιατρεύση. Ο δε ποιήσας ευχήν του έλεγεν· «Ύπαγε και θεραπεύεσαι». Αυτός όμως δε ήθελε να αναχωρήση, αλλά παρέμενεν εκεί ημέρας τινάς αναμένων βοήθειαν. Λέγει πάλιν εις αυτόν ο Άγιος· «Έως ότου κάθεσαι εδώ, δεν ωφελείσαι· λοιπόν άπελθε και όταν φθάσης εις την Αίγυπτον, θέλεις ίδει το θαυμάσιον». Πιστεύσας λοιπόν ο άνθρωπος εκείνος ανεχώρησεν, ευθύς δε ως είδεν από μακρόθεν την Αίγυπτον, έγινεν όλος υγιής, καθώς του είπεν ο Όσιος Αντώνιος. Γυνή δε τις παρθένος, από την χώραν Βούσυριν της Τριπόλεως, είχε πάθος πολλά φοβερόν και σικχαμερώτατον, διότι τα δάκρυά της, η βλέννα της και τα υγρά των ώτων αυτής έπιπτον χαμαί και ευθύς εγίνοντο σκώληκες. Ήτο δε και καθ’ όλον το σώμα παράλυτος και οι οφθαλμοί της έτρεμον. Μαθόντες δε οι γονείς αυτής, ότι επήγαινον Μοναχοί τινες προς τον Μέγαν Αντώνιον και πιστεύοντες εις τον Κύριον ότι θέλει την θεραπεύσει, καθώς και την αιμορροούσαν ιάτρευσεν, εσήκωσαν αυτήν και επήγαν με τους Μοναχούς, βαδίσαντες μετά μεγάλου κόπου και πολλών βασάνων. Έμειναν λοιπόν έξωθεν του όρους με την κόρην εις ένα Άγιον Γέροντα, όστις ήτο ο Ομολογητής Παφνούτιος. Οι δε Μοναχοί εισήλθον εις τον Όσιον Αντώνιον και προτού να είπωσι λόγον αυτοί, τους είπεν εκείνος δια την δεινήν της κόρης ασθένειαν και ότι την ωδήγουν προς αυτόν οι γονείς της και τα λοιπά άπαντα. Οι δε ακούσαντες έφριξαν· όθεν ηρώτησαν εάν ήθελε να του την φέρωσιν ενώπιόν του. Ο δε απεκρίνατο· «Υπάγετε και εάν δεν απέθανεν, θα την εύρητε τεθεραπευμένην, δεν είναι δε το κατόρθωμα τούτο ιδικόν μου, επειδή ήλθεν αύτη προς εμέ τον ελεεινόν άνθρωπον, αλλά του Σωτήρος Χριστού, όστις εθαράπευσεν αυτήν και όστις πέμπει το έλεός του εις όσους τον επικαλεσθούν μετά πίστεως, καθώς επήκουσε και την δέησιν αυτής· εφανέρωσε δε και εις εμέ η φιλανθρωπία του, ότι το πάθος αυτής θέλει το θεραπεύσει εκεί όπου τώρα αύτη ευρίσκεται». Απελθόντες λοιπόν οι Μοναχοί εύρον την παρθένον τεθεραπευμένην και επέστρεψαν με τους γονείς αυτής εις την πατρίδα των αγαλλιώμενοι. Καιρόν δε τινά ήρχοντο εις το όρος δύο Μοναχοί δια να ίδουν τον Άγιον, καθ’ οδόν δε τους έλειψε το ύδωρ και ο μεν εις τελείως απέθανεν από την δίψαν, ο δε άλλος, μη δυνάμενος να περιπατή, εκείτετο και αυτός εις την γην, αναμένων τον θάνατον. Ο δε Άγιος, καλέσας δύο ετέρους Μοναχούς, οίτινες έτυχον παρ’ αυτώ, είπεν εις αυτούς· «Λάβετε εν σταμνίον ύδωρ και δράμετε εις την οδόν της Αιγύπτου, επειδή δύο αδελφοί ερχόμενοι προς ημάς εστερήθησαν ύδατος και ως εκ τούτου ο μεν εις ετελεύτησεν, ο δε έτερος, εάν δεν προφθάσητε γρήγορα, κινδυνεύει, καθώς τώρα ο Κύριος μου εφανέρωσε». Βαδίσαντες λοιπόν εις την οδόν επί μίαν ημέραν ολόκληρον, εύρον τον μεν ένα νεκρόν και τον έθαψαν, τον δε έτερον κινδυνεύοντα και αναζωογονήσαντες αυτόν με το ύδωρ τον έφεραν εις τον Άγιον. Εάν δε ερωτήση τις λέγων· «Διατί δεν το είπεν ο Άγιος πριν αποθάνη ο έτερος;» τούτο δεν το λέγει καλώς, επειδή δεν είναι του Αγίου Αντωνίου η κρίσις του θανάτου, αλλά του Θεού, όστις έκρινε δια μεν τον ένα να αποθάνη, δια δε τον άλλον απεκάλυψεν εις τον Άγιον. Του δε Οσίου είναι το θαυμάσιον, ότι καθήμενος εις το όρος είχε την καρδίαν καθαράν και άγρυπνον, όθεν ο Θεός του εφανέρωνε και τα μακράν γινόμενα. Άλλην φοράν πάλιν εις το όρος καθήμενος και αναβλέψας είδε ψυχήν αναφερομένην εις τους ουρανούς, εχαίροντο δε οι Άγιοι Άγγελοι, οίτινες την επήγαινον. Όθεν θαυμάζων και μακαρίζων τον άνθρωπον εκείνον, παρεκάλει τον Θεόν να του αποκαλύψη τις ήτο. Ευθύς δε ήλθε φωνή λέγουσα· «Αύτη είναι η ψυχή του Αμμούν». Ούτος δε ήτο Ασκητής εις την Νιτρίαν, ήτις ευρίσκεται εις απόστασιν δεκατριών ημερών πορείας από το όρος του Αγίου Αντωνίου, βλέποντες δε αυτόν οι μαθηταί του θαυμάζοντα, ηρώτησαν τούτου το αίτιον. Ο δε είπε· «Την ώραν αυτήν ετελεύτησεν ο Αμμούν, ο συνασκητής και φίλος μου». Ούτος ο Αμμούν ήτο Ασκητής ενάρετος, διέβη δε ποτέ τον ποταμόν αβρόχοις ποσί, περιπατών ως ο Απόστολος Πέτρος επάνω εις τα ύδατα, αλλά και άλλας θαυματουργίας ετέλεσεν. Οι δε μαθηταί τού Αγίου Αντωνίου έγραψαν την ημέραν, καθ’ ην είδε την όρασιν ταύτην ο Άγιος και μετά ημέρας τριάκοντα ήλθον Αδελφοί τινες από την Νιτρίαν και ερωτήσαντες εγνώρισαν ότι ο μακάριος Αμμούν ετελεύτησε την ώραν εκείνην κατά την οποίαν έβλεπε την ψυχήν αυτού ανερχομένην εις τους ουρανούς ο Άγιος Αντώνιος και εθαύμαζον, ότι εγνώριζε τα μακράν γινόμενα. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και παρθένον τινά, ήτις είχεν εις τον στόμαχον και εις το πλευρόν ασθένειαν, δια την οποίαν τον παρεκάλεσε κόμης τις, Αρχέλαος τούνομα, να την ιατρεύση, δια προσευχής εθεράπευσε. Πολλάκις δε προέλεγε τινών τον ερχομόν ένα μήνα πρότερον, και την αιτίαν, δια την οποίαν επήγαινον, καθότι πολλοί ήρχοντο μόνον να τον ίδουν, άλλοι δε δι’ ασθένειαν· αλλά πάντες επέστρεφον με μεγάλην ωφέλειαν, είτε ψυχικήν, είτε σωματικήν. Κατελθών δε ποτε πάλιν εις τα έξω Μοναστήρια με λέμβον, ησθάνετο δυσωδίαν μεγάλην μόνον ο Άγιος και ερωτήσας τις ήτο η αιτία, δεν εγνώριζεν ουδείς, μόνον έλεγον, μήπως και του εβρώμει ιχθύς τις εξ εκείνων τους οποίους είχον. Ο δε είπεν· «Άλλην δυσωδίαν αισθάνομαι». Ευθύς δε ως είπε ταύτα, εφώναξε τις νέος, όστις ήτο εκεί εις το πλοίον κεκρυμμένος, έχων δαιμόνιον. Τότε ο Άγιος, επιτιμήσας τον δαίμονα, τον απεδίωξεν· ο δε νέος έμεινεν υγιής και έγνωσαν πάντες, ότι η δυσωδία εκείνη ήτο του δαίμονος. Άλλος δε τις επιφανής νεανίας είχε δαιμόνιον δεινόν τοσούτον, ώστε και τας σάρκας του έτρωγε. Τούτον έφερον εις τον Όσιον, όστις ελυπήθη τον νέον και κάμνων αγρυπνίαν μετ’ αυτών, προσηύχετο δι’ αυτόν όλην την νύκτα, το δε πρωϊ ωθήσας ο ασθενής τον Άγιον τον έρριψε κάτω. Οι δε συγγενείς του πάσχοντος επικράνθησαν και ελυπήθησαν κατ’ αυτού. Ο δε Όσιος τους είπε· «Μη ονειδίζεται τον νέον, διότι δεν είναι αυτός η αιτία, αλλ’ ο δαίμων και διότι τον προσέταξεν ο Θεός να εξέλθη, εξεμάνη και έκαμε το τοιούτον· αλλά δοξάσατε τον Κύριον, επειδή αυτό είναι σημείον ότι εξεβλήθη το δαιμόνιον». Ταύτα είπε και ευθύς ο νέος έγινεν υγιής και γνωρίσας τον Άγιον κατησπάζετο αυτόν και ηυχαρίστει τον Κύριον. Πολλά ωσαύτως θαυμάσια όμοια τούτου εποίησεν ο Όσιος, τα οποία αφήνομεν, δια να αποφύγωμεν την πολυλογίαν και μόνον να είπωμεν τα αναγκαιότερα. Μίαν ημέραν, όταν κατά την ενάτην ώραν ήθελε να παξιμαδίση κατά το σύνηθες, του εφάνη ότι τον ήρπασαν οι Άγγελοι και τον ανέβασαν εις τον αέρα, εκεί δε είδε τινάς δεινούς και ζοφερούς δαίμονας, οίτινες τον ημπόδιζον και δεν τον άφηναν να αναβή υψηλότερον. Οι δε οδηγούντες αυτόν αντεμάχοντο με τους δαίμονας, οίτινες εζήτουν απολογίαν δια τας πράξεις, τας οποίας έκαμεν από της γεννήσεως. Οι δε Άγγελοι έλεγον· «Όσας αμαρτίας εποίησεν από βρέφους έως την ώραν καθ’ ην έγινε Μοναχός, ο Κύριος τας εξήλειψε και συνεπώς περί αυτών δεν έχετε λόγον. Έχετε όμως την εξουσίαν να εξετάσητε αν ετήρησε τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωκεν, όταν έλαβε το άγιον σχήμα, ότε υπεσχέθη να φυλάττη σωφροσύνην, πτωχείαν και τας λοιπάς αρετάς, τας οποίας και έπραξε· περί τούτων λοιπόν εξετάσατε». Οι δε κατηγόρουν αυτόν ψευδώς δια τινας παραβάσεις και μη δυνάμενοι να τας αποδείξουν, αφήκαν αυτόν ανεμπόδιστον. Εις εαυτόν δε γενόμενος και συλλογιζόμενος τα οραθέντα, ελησμόνησε να φάγη, αλλά στενάζων προσηύχετο και εθαύμαζε σκεπτόμενος πόσους πολέμους και κόπους έχει να περάση η ψυχή από τα τελώνια του αέρος. Ταύτα και ο Απόστολος Παύλος γινώσκων έγραφε προς νουθεσίαν μας, λέγων· ¨Δια τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν του Θεού, ίνα δυνηθήτε αντιστήναι εν τη ημέρα τη πονηρά και άπαντα κατεργασάμενοι στήναι…» (Εφ. στ:13), όπως καταισχυνθή ο δαίμων, μη έχων να μας κατηγορήση εις κανένα αμάρτημα. Αλλ’ ο μεν Απόστολος έως τρίτον ουρανόν ηρπάγη και ήκουσεν άρρητα ρήματα· ο δε Όσιος Αντώνιος έως του αέρος και ηγωνίσθη έως ου εφάνη ελεύθερος. Είχε δε και τούτο το χάρισμα· εάν είχεν απορίαν τινά και επόθει να μάθη τι, το οποίον δεν εγνώριζε, του το εφανέρωνεν ο Θεός εκεί εις το όρος, εις το οποίον κατά μόνας ησκήτευε και ούτως ήτο λοιπόν θεοδίδακτος. Ηρώτησαν ποτέ τινες τον Άγιον περίτης διαγωγής της ψυχής, που υπάγει αφού χωρίση του σώματος, και την ερχομένην νύκτα τον εκάλεσε τις άνωθεν, λέγων· «Αντώνιε, έξελθε έξω να ίδης το ποθούμενον». Γνωρίζων δε ότι η φωνή ήτο από Θεού, εξήλθε και βλέπει μέγαν τινά και φοβερόν γίγαντα, απαίσιον την όψιν, του οποίου το ύψος έφθανεν έως των νεφών, είδε δε και τινας άλλους, οίτινες εφαίνοντο να έχουν πτερά και ανέβαινον. Ο δε μέγας εκείνος ήπλωνε τας χείρας του και άλλους μεν ήρπαζε και δεν τους άφηνε να ανέλθουν, έτεροι δε επέτων και δεν τους έφθανεν. Όθεν έτριζε κατ’ αυτών τους οδόντας, εις δε τους άλλους, οίτινες έπιπτον εις τας χείρας του, έχαιρε. Τότε πάλιν έγινε φωνή προς τον Άγιον Αντώνιον λέγουσα· «Νόει και στοχάσου το βλεπόμενον». Με το να εφωτίσθη λοιπόν η διάνοιά του, εγνώρισεν ότι εκείνος ο μέγας ήτο ο εχθρός των ψυχών και δι’ αυτό δεν άφηνεν αυτάς να περάσουν, όσοι όμως ήσαν δίκαιοι επέτων ανεμποδίστως. Οι δε αμαρτωλοί ημποδίζοντο. Ταύτα πάλιν ιδών ο μακάριος προέκοπτε καθ’ εκάστην εις την αρετήν περισσότερον. Αυτά δεν τα ωμολόγησε θεληματικώς, αλλ’ οι μαθηταί αυτού, όταν τον έβλεπον να κάμνη ώραν πολλήν εις την προσευχήν, θαυμάζοντες τον ηρώτων δεόμενοι να τους ομολογήση την όρασιν, ώστε ως Πατήρ μη δυνάμενος να το κρύπτη το ωμολόγει αναγκαζόμενος. Ήτο δε και εις το ήθος ο Άγιος πραότατος και εις την ψυχήν ταπεινόφρων. Ετίμα πολύ τους εκκλησιαστικούς· έκλινε την κεφαλήν και προσεκύνει τους Επισκόπους και Ιερείς με πολλήν ταπείνωσιν, αλλά και Διάκονος εάν επήγαινε προς αυτόν χάριν ωφελείας, τα μεν προς νουθεσίαν διελέγετο προθύμως ο Άγιος, εις δε την ευχήν έδιδε τα πρωτεία εις τον Διάκονον, έστω και εάν ήτο ο ευτελέστερος. Πολλάκις δε ηρώτα και αυτός να του λέγουν λόγους ψυχωφελείς και χρησίμους, τους οποίους ηκροάζετο με ταπείνωσιν. Ήτο δε και το πρόσωπον αυτού ιλαρώτατον έχον από τον Σωτήρα Χριστόν χάριν μεγάλην και παράδοξον τόσον, ώστε και εάν τις, όστις δεν τον είχεν άλλην φοράν ίδει και δεν τον εγνώριζε, τον έβλεπεν εν μέσω πολλών Μοναχών, ευθύς θα αντελαμβάνετο ότι αυτός ήτο ο Άγιος Αντώνιος, όχι με το να ήτο υψηλότερος από τους άλλους ή πλατύτερος, αλλά από την κατάστασιν των ηθών και την της ψυχής καθαρότητα, ήτις ήτο αθόρυβος· όθεν είχεν αταράχους και τας έξωθεν αισθήσεις του σώματος και τα κινήματα αυτού. Ήτο δε και εις την πίστιν ευσεβέστατος και της ακραιφνούς Ορθοδοξίας τηρητής ακριβέστατος τόσον, ώστε δεν ήθελε ποτέ να συνομιλήση φιλικά με αιρετικόν τινα, αλλά πολύ τους εχθρεύετο και μάλιστα τους Μανιχαίους και τους Αρειανούς, παρήγγελλε δε εις όλους τους πιστούς να μη τους πλησιάζωσι, καθότι η φιλία των είναι βλάβη ψυχής και απώλεια. Ήλθον δε ποτέ τινές Επίσκοποι και άλλοι πιστοί και παρεκάλεσαν τον Άγιον να υπάγη μέχρι της Αλεξανδρείας δια να στηρίξη τους πιστούς από τους κινδύνους των αιρετικών· όθεν απελθών εκήρυξε την ευσέβειαν κατά των Αρειανών τω τλε΄ (335) έτει, διδάσκων τον λαόν, ότι ο Υιός είναι ομοούσιος τω Πατρί και Αϊδιος· εκείνοι δε είναι όμοιοι των εθνών, λατρεύοντες την κτίσιν παρά τον Κτίσαντα. Οι μεν λοιπόν πιστοί πάντες έχαιρον, ακούοντες από τον Άγιον αναθεματιζομένην την χριστομάχον αίρεσιν. Οι δε της πόλεως άπαντες συνέτρεχον ουχί μόνον ο κοινός λαός, αλλά και οι ιερείς των Ελλήνων, παρακαλούντες να ίδωσι τον άνθρωπον του Θεού, καθότι ούτως ωνόμαζον τον Όσιον, όστις έκαμε και εκεί πολλά θαυμάσια. Όθεν πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν εκείνας τας ολίγας ημέρας, τας οποίας διέτριψεν εκεί εις την πόλιν και εβαπτίσθησαν, βλέποντες τας αρετάς αυτού και εξόχως την μεγάλην γνώσιν και σύνεσιν αυτού την οποίαν είχε, χωρίς να μάθη γράμματα. Όταν δε ήθελε να αναχωρήση, τον προέφθασεν εις την πύλην της πόλεως γυνή κλαίουσα και βοώσα ταύτα: «Άνθρωπε του Θεού, απόμεινον ολίγον δια τον Κύριον, να μη έλθω εις το κελλίον σου με κίνδυνον της ζωής μου, ότι η θυγάτηρ μου βασανίζεται δεινώς υπό δαίμονος». Έφεραν λοιπόν έμπροσθέν του την παίδα, ήτις βλέπουσα αυτόν έπεσε χαμαί, ο δε Άγιος προσηυχήθη και επικαλεσθείς τον Χριστόν ήγειρεν υγιές το κοράσιον. Οι δε παρόντες ηυλόγουν τον Κύριον θαυμάζοντες. Απερχόμενος δε εις το κελλίον του συνήντησεν εις το έξω όρος τους φιλοσόφους Έλληνας, οίτινες ενόμιζον ότι θα χλευάσουν αυτόν επειδή δεν εγνώριζε γράμματα. Ο δε είπεν εις αυτούς· «Τι είναι πρώτον και αίτιον του ετέρου; Ο νους των γραμμάτων ή τούτου τα γράμματα;» Οι δε απεκρίθησαν· «Ο νους είναι πρωτύτερος, επειδή αυτός εύρε τα γράμματα». Λέγει εις αυτούς ο Άγιος· «Όστις λοιπόν έχει υγιά τον νουν δεν χρειάζεται γράμματα». Όθεν εθαύμασαν εκείνοι βλέποντες εις ένα ιδιώτην τοσαύτην σύνεσιν. Ελθόντες δε μετά ταύτα και έτεροι φιλόσοφοι ή μάλλον ειπείν μωρολόγοι και άσοφοι, εδοκίμαζαν με συλλογισμούς να τον νικήσωσι περί πίστεως. Ο δε μάλλον ενίκησεν αυτούς, και δημηγορήσας σοφώτατα άπασαν την θείαν οικονομίαν, εστηλίτευσε την των ειδώλων αυτών ματαιότητα, διότι εγίνωσκε τας μυθολογίας των και τόσον τους ήλεγξεν εις τας αθέσμους πράξεις αυτών, ώστε ίσταντο εκπληττόμενοι, μη έχοντες τι να αποκριθώσιν. Ο δε Άγιος ηρώτησεν αυτούς και πάλιν λέγων· «Ειπέτε μοι, η περί του Θεού γνώσις πως γινώσκεται καλλίτερα και πως αποδεικνύεται βεβαιότερα, με τον λόγον ή με τα έργα; Ποία είναι προτιμοτέρα, η απόδειξις της αληθούς πίστεως με την πράξιν και την ενέργειαν ή η απόδειξις με μόνους τους λόγους;» Οι δε είπον ότι προτιμοτέρα και βεβαιοτέρα είναι η απόδειξις με την πράξιν και τα έργα. Τότε ο Όσιος λέγει εις αυτούς· «Καλώς είπατε· ιδού λοιπόν· εδώ είναι τινές δαιμονιζόμενοι και ιατρεύσατε αυτούς με τους συλλογισμούς σας ή με μαγείαν και άλλην τέχνην, ως βούλεσθε, επικαλούμενοι τα αναίσθητά σας είδωλα· ει δε και δεν δύνασθε, εγώ να τους θεραπεύσω, δια να γνωρίσετε του Εσταυρωμένου Χριστού, τον οποίον χλευάζετε, την άμαχον δύναμιν». Οι δε είπον ότι δεν ηδύναντο να πράξουν τοιούτον θαυμάσιον. Επικαλεσάμενος τότε τον Χριστόν ο Άγιος, εσφράγισε τρισώς τους ασθενείς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού και εθεραπεύθησαν, σωφρονισθέντες δε ηυχαρίστουν τον Κύριον. Οι δε φιλόσοφοι, ιδόντες τοιούτον σημείον, εξεπλάγησαν. Λέγει τότε προς αυτούς ο Άγιος· «Τι θαυμάζετε; Δεν είμαι εγώ εκείνος όστις έκαμε το θαύμα, αλλ’ ο Χριστός, εις τον οποίον, εάν πιστεύετε και σεις, δεν χρειάζεσθε πλέον με λόγους απόδειξιν, αλλά η προς Χριστόν πίστις και αγάπη θα ενεργή ομοίως και εις εσάς». Οι δε φιλόσοφοι θαυμάζοντες εις την σοφίαν των λόγων του και κατασπαζόμενοι αυτόν, ανεχώρησαν ομολογούντες ότι πολλά ωφελήθησαν. Έφθασε δε και εις τους βασιλείς η φήμη του Αγίου και του έγραφον επιστολάς ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι υιοί του Κώνστας τε και Κωνστάντιος, παρακαλούντες αυτόν να τους ανταπαντήση και αυτός ως πατήρ προς τέκνα· όμως ο Άγιος δεν εκενοδόξει ποσώς, ότι του έγραφον οι βασιλείς, αλλά μετά πάσης ταπεινότητος συνεβούλευεν αυτούς τα ψυχωφελή και σωτήρια, λέγων να μη μεγαλοφρονώσιν εις την παρούσαν δόξαν, αλλά να ενθυμούνται την μέλλουσαν ανταπόδοσιν, και ότι ο Χριστός είναι μόνος βασιλεύς αληθής και αιώνιος, τον οποίον πρέπει να μιμώνται και οι επίγειοι βασιλείς, να είναι φιλάνθρωποι, να φροντίζουν δια τους πτωχούς και να κρίνωσι δίκαια. Ήτο λοιπόν εις όλους προσφιλής και αιδέσιμος και πάντες παρεκάλουν πολύ και εδέοντο θερμώς να τον έχωσι πατέρα και διδάσκαλον. Ήτο δε κατά την εποχήν εκείνην ο Άγιος ετών ενενήκοντα, τότε δε εύρεν, ως λέγουσι, κατά θείαν αποκάλυψιν, εις την βαθυτάτην έρημον και τον Όσιον Παύλον τον Θηβαίον και ενεταφίασεν αυτόν κοιμηθέντα. Καθεζόμενος ποτέ δε ο Όσιος είδε φοβεράν και θαυμάσιον έκστασιν, έντρομος δε γενόμενος εστέναξεν. Αναστάς δε και κλίνας τα γόνατα προσηύχετο μετά δακρύων. Έντρομοι όθεν γενόμενοι οι παρόντες παρεκάλουν αυτόν να τους είπη τα ορώμενα. Ο δε Όσιος, στενάξας μεγάλως, απεκρίθη μετά βίας πολλής· «Μεγάλη οργή μέλλει να καταλάβη την Εκκλησίαν μας, διότι θα παραδοθή αύτη εις ανθρώπους ομοίους με τα άλογα κτήνη, ότι είδον την Αγίαν Τράπεζαν του Κυριακού περιτριγυριζομένην από ημιόνους αγρίους, οίτινες ελάκτιζον ατάκτως τους πιστούς, τους εντός του Ναού ισταμένους. Ήκουσα δε και φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Βδελυχθήσεται το θυσιαστήριόν μου». Ταύτα είδεν ο Όσιος και μετά δύο χρόνους εξουσίασαν οι Αρειανοί τας Εκκλησίας, οίτινες αρπάσαντες τα ιερά σκεύη, ωδήγουν μετά βίας εις αυτάς τους εθνικούς από τα εργαστήρια και τους έβαλλον εις την Αγίαν Τράπεζαν, έκαμναν δε εκεί οι αναιδέστατοι όσας ανομίας εβούλοντο. Ότε δε εγένοντο ταύτα, τότε και οι μαθηταί του Οσίου Αντωνίου εγνώρισαν, ότι οι ημίονοι και τα λακτίσματα αυτών προεμήνυον εις τον Άγιον εκείνα τα ανοσιουργήματα, άτινα οι Αρειανοί έπραττον· αλλά και τότε πάλιν ο οξύτατος οφθαλμός του Οσίου, βλέπων ως ενεστώτα τα μέλλοντα, παρηγόρει τους αδελφούς λέγων· «Μη λυπείσθε, τέκνα μου, καθότι ταχέως πάλιν η Εκκλησία απολαμβάνει τον στολισμόν αυτής, διότι εντός ολίγου θα αφανισθή η ασέβεια, και θα λάμψη η ευσέβεια ως πρότερον· σεις δε προσέχετε μη μιανθήτε με τους Αρειανούς, διότι η διδασκαλία των δεν είναι των Αποστόλων, αλλά του δαίμονος». Ταύτα του Οσίου Αντωνίου τα κατορθώματα, και ας μη απιστήση τις εις τόσα θαυμάσια, καθότι ο Σωτήρ είπεν ότι «εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται και ουδέν αδυνατήσει υμίν». Ούτω λοιπόν εποίει και ο Όσιος Πατήρ ημών Αντώνιος και ούτως εθεράπευε πάσαν ασθένειαν ανεμποδίστως με την εκείνου βοήθειαν. Έφθασε δε η φήμη αυτού πανταχού και προσήρχοντο δια να τον ίδουν ουχί μόνον ιδιώται, αλλά και αυτοί οι δικασταί και οι άρχοντες με το πολύ πλήθος των δούλων ίσταντο εις το έξω όρος, επειδή δεν ηδύναντο να υπάγουν δια το πλήθος εις το εσώτερον όρος, εις το οποίον είχε το κελλίον του ο Όσιος, εκείθεν δε του εμήνυον μετά δεήσεως να καταβαίνη προς αυτούς δια να τον απολαύσουν. Αυτός δε προυφασίζετο διαφόρως, φεύγων την τούτων ενόχλησιν. Οι δε δικασταί και οι άρχοντες, έχοντες πόθον να τον ίδωσι και να συνομιλήσωσιν, έστελλον καταδίκους, τους οποίους έσυρον οι δήμιοι δια να λυπηθή καν αυτούς να κατέλθη. Ο δε, ως εύσπλαγχνος όπου ήτο και συμπαθέστατος, εξήρχετο και τους μεν δικαστάς ωφέλει, συμβουλεύων αυτούς να προκρίνουν την δικαιοσύνην από όλα τα πράγματα, εις δε το κελλίον του επέστρεφε τάχιστα. Παρακαλών δε ποτε αυτόν ο δουξ της Αλεξανδρείας, όστις είχε μεταβή εκεί προς επίσκεψίν του, να παραμείνη ολίγον περισσότερον δια να συνευφρανθώσι και να συνομιλήσωσιν, είπεν εις αυτόν και εις τους άλλους το εξής παράδειγμα· «Καθώς οι ιχθύες, εάν παραμείνουν πολλήν ώραν εις την ξηράν, αποθνήσκουσιν, ούτω και οι Μοναχοί, εάν βραδύνωσι μεθ’ υμών των κοσμικών, πολλά ζημιώνονται». Ταύτα εκείνος ακούσας ανεχώρησεν, ομολογών ότι όντως κατά αλήθειαν δούλος ήτο του Χριστού ο Αντώνιος. Στρατηλάτης δε τις, Βαλάκιος τούνομα, εδίωκε κατά πολλά τους Ορθοδόξους δια την αγάπην των δυσωνύμων Αρειανών και επειδή ήτο τόσον ωμός και απάνθρωπος, ώστε και τας παρθένους έδερε και τους Μοναχούς εγύμνωνε και εμαστίγωνεν, έγραψε ταύτα προς αυτόν ο Άγιος· «Βλέπω οργήν, ήτις έρχεται κατά σου. Λοιπόν παύσαι διώκων τους Χριστιανούς, εάν ποθής την υγείαν σου, πριν σε καταλάβη η Θεία Δίκη και τότε θα οδύρεσαι ανωφέλευτα». Ο δε Βαλάκιος, γελάσας, έπτυσε την επιστολήν και την απέρριψεν· εκείνους δε, οίτινες την έφεραν, ύβρισε, παραγγείλας εις αυτούς να είπωσι του Οσίου· «Επειδή φροντίζεις δια τους Μοναχούς, εντός ολίγου θέλω έλθει και προς σε». Εις ολίγας ημέρας εξήλθεν ο Βαλάκιος με τον έπαρχον της Αιγύπτου Νεστόριον, έφιπποι εις δύο ήμερα άλογα, αίφνης όμως εξηγριώθη ο ίππος του επάρχου και δαγκάνει τον Βαλάκιον, ρίψας δε αυτόν εις την γην, τον εσπάραξεν εις τον μηρόν δυνατά τόσον, ώστε εντός τριών ημερών εξέψυξεν· όθεν πάντες εθαύμασαν εις το προορατικόν του Οσίου. Ούτω λοιπόν ο Όσιος τους μεν ατακτούντας ενουθέτει, τους δε αδικουμένους υπερήσπιζε και καθολικά ήτο εις ιατρός πεμφθείς από τον Θεόν εις όλην την Αίγυπτον. Όσοι δε ήρχοντο εις αυτόν λυπούμενοι και θρηνούντες δια τους τεθνηκότας αυτών η δι’ άλλην τινά ζημίαν, επέστρεφον παρηγορούμενοι. Οι πένητες παρεμυθούντο, έκαμνον αγάπην οι οργιζόμενοι, εσωφρόνουν οι ακόλαστοι, οι υπό δαιμόνων και ετέρων λογισμών ενοχλούμενοι θαυμασίως εθεραπεύοντο και με ένα λόγον ουδείς συνήντησε τον Όσιον χωρίς να λάβη παρ’ αυτού μεγάλην ωφέλειαν· όθεν και εις την κοίμησιν αυτού πάντες την ορφανίαν ωδύροντο. Ταύτην προγνωρίσας ο Άγιος, επήγεν εις το έξω όρος και λέγει εις τους αδελφούς· «Αύτη είναι η προς υμάς τελευταία μου επίσκεψις, ήλθον δε να σας αποχαιρετήσω, επειδή είμαι εκατόν πέντε χρόνων και μέλλει εις ολίγας ημέρας να υπάγω προς τον ποθούμενον». Οι δε ακούσαντες έκλαιον, ενηγκαλίζοντο και κατεφίλουν τον γέροντα. Ο δε μάλλον έχαιρε, καθότι ανεχώρει από γην αλλοτρίαν και προς την πατρίδα απήρχετο, νουθετών δε αυτούς έλεγε· «Μη αμελείτε εις την άσκησιν, αλλ’ ώσπερ να ήτο η τελευταία ημέρα σας, ούτω καθ’ εκάστην να αγωνίζεσθε. Φυλάττεσθε από ρυπαρούς λογισμούς· μη συγκοινωνείτε με τους αιρετικούς· τηρείτε την των Πατέρων παράδοσιν προ πάντων δε την ευσέβειαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, καθώς και από τας Γραφάς εμάθετε». Οι αδελφοί λοιπόν, ταύτα ακούοντες, πολλά τον παρεβίαζον να παραμείνη πλησίον των δια να τελευτήση εκεί, αλλά δεν ηθέλησε, διότι οι Αιγύπτιοι είχον συνήθειαν να μη θάπτουν εις την γην των εναρέτων ανδρών και μάλιστα των Αγίων Μαρτύρων τα σώματα, αλλά τα εφύλαττον εις τους κραββάτους εσμυρνισμένα δι’ ευλάβειαν. Ο δε μακάριος Αντώνιος πολλά τους ημπόδιζεν από την κακήν ταύτην συνήθειαν, ενθυμίζων εις αυτούς, ότι και των πάντων Αγιώτερον Δεσποτικόν Σώμα ετάφη. Πολλοί δε ακούοντες ταύτα διωρθώθησαν. Δια να μη κάμουν λοιπόν και εις το λείψανον αυτού τα ίδια, δεν έμεινεν εις την Αίγυπτον, αλλ’ αποχαιρετήσας αυτούς, επέστρεψε ταχέως εις το κελλίον του. Εις ολίγον καιρόν ησθένησε και καλέσας τους ως άνω ειρημένους δύο μαθητάς, οίτινες τον υπηρέτησαν εις το έσω όρος χρόνους δεκαπέντε και ήσαν αγωνισταί ενάρετοι, είπεν εις αυτούς· «Εγώ μεν υπάγω προς τον Δεσπότην μου, σεις δε νήφετε και προσέχετε ακριβώς, να μη αποκάμητε από την πολυχρόνιον άσκησιν· αλλ’ ώσπερ να αρχίζετε τώρα, ούτω σπουδάζετε να φυλάσσητε την προθυμίαν σας πάντοτε, τας επιβουλάς των δαιμόνων γινώσκοντες, οίτινες είναι μεν άγριοι, αλλ’ ασθενείς εις την δύναμιν και μη τους φοβείσθε. Ζήσετε δε πιστεύοντες και ανανεύοντες αεί προς τον Κύριον, ως καθ’ ημέραν αποθνήσκοντες, πάντοτε ενθυμείσθε δε τας παραγγελίας, τας οποίας σας έδωσα». Είπε δε πάλιν προς αυτούς ο Όσιος· «Μη έχετε τινα κοινωνίαν προς αιρετικούς, αλλά μάλλον σπουδάζετε να ευρίσκεσθε πάντοτε με τον Κύριον και τους Αγίους αυτού, δια να σας υποδεχθούν και αυτοί εις τας αιωνίους σκηνάς μετά θάνατον. Εάν δε ενδιαφέρεσθε και δι’ εμέ, μνημονεύετέ με ώσπερ Πατέρα σας. Μη αφήτε δε τινά να λάβη το σώμα μου εις την Αίγυπτον, αλλά θάψετε αυτό εις τόπον απόκρυφον, δια να το λάβω εις την ανάστασιν των νεκρών παράτου Σωτήρος σώον και άφθαρτον. Μοιράσετε τα ενδύματά μου, δότε του Επισκόπου Αθανασίου την μίαν μηλωτήν και το παλαιόν ιμάτιον, όπερ έβαλλον υπό την στρώσιν μου, το οποίον αυτός καινόν μού εχάρισε· την δε ετέραν νηλωτήν δότε του Επισκόπου Σεραπίωνος, σεις δε έχετε το τρίχινόν μου ένδυμα, και σώζεσθε εν Κυρίω, ότι ο Αντώνιος δεν ευρίσκεται πλέον μεταξύ σας, αλλά μεταβαίνει προς τον ποθούμενον». Αφού δε είπε ταύτα, οι μεν κατεφίλησαν αυτόν δακρυρροούντες, ο δε ήπλωσε τους πόδας και βλέπων ώσπερ φίλους τους Αγίους Αγγέλους ελθόντας επ’ αυτόν και περιχαρής γενόμενος, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, εν έτει τνστ΄ (356). Οι δε μαθηταί αυτού αόκνως ετέλεσαν όσα τους παρήγγειλεν ο Όσιος, λαβόντες δε αυτού τα ιμάτια, τα είχον ως θησαυρόν πολύτιμον. Από ταύτα τα ολίγα, τα οποία εγράψαμεν, ημπορείτε να καταλάβητε οποίος ήτο ο θείος Αντώνιος. Ετήρησεν από την νεότητα έως το γήρας ίσην την προθυμίαν της ασκήσεως και μήτε δια το γήρας ενικήθη να φάγη τροφήν παχυτέραν, μήτε δια την αδυναμίαν του σώματος ήλλαξεν ένδυμα, ούτε καν τους πόδας του ένιψε, και πάλιν έμεινεν αβλαβής εις όλα τα μέλη του, βλέπων καλώς και υπηρετών προθυμότερα απ’ εκείνους, οίτινες φορούν εις τον κόσμον διάφορα ενδύματα, εσθίουν ποικίλα βρώματα, λούονται και άλλας πολλάς ιατρείας μετέρχονται, οίτινες ασθενούσι πολλάκις και κινδυνεύουσιν, αυτός δε καν ένα οδόντα δεν έβγαλεν, ούτε ποτέ η κεφαλή του επόνεσε, μόνον οπόταν ετελεύτησεν. Το δε θαυμασιώτερον, ότι, αν και δεν έμαθε γράμματα, ούτε επαιδεύθη ποσώς την έξω σοφίαν, ούτε τέχνην τινά, εν τούτοις από μόνην την έσω θεοσέβειαν της θεοφιλούς αυτού ψυχής κατέστη περιώνυμος ουχί μόνον εις την Αίγυπτον αλλά και εις τας έξω χώρας, Αφρικήν, Ισπανίαν, Ευρώπην, Ασίαν και εις όλον τον κόσμον, ως άλλος ουδείς, ώστε όλοι τον επόθουν, τον ετίμων και τον εθαύμαζον. Τούτο ήτο όλως δώρον Θεού, όστις προστάσσει τους Αγγέλους αυτού και ευφημίζουν τους δούλους του πανταχού, όσον αυτοί μισούσι την δόξαν ως ταπεινόφρονες. Ταύτα αναγνώσατε εις τους αδελφούς, δια να μάθωσι ποία πρέπει να είναι η πολιτεία του Μοναχού και να πιστωθούν ότι ο Δεσπότης Χριστός δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντος. Εκείνους δε οίτινες του δουλεύουν έως τέλους ουχί μόνο τους κάμνει μετόχους της ουρανίου Βασιλείας του, αλλά και εις τον κόσμον τούτον, όσοι αυτοί σπουδάζουν να κρύπτουν την αρετήν των, τόσον τους κάμνει πανταχού διαβοήτους και ευφημίζει αυτούς εις απάντων ωφέλειαν και εις δόξαν αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και Ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ποτέ δεν εζήτησε καλά φαγητά ή ωραία ενδύματα ή άλλα θελήματα άκαιρα κατά την των νέων συνήθειαν, αλλ’ επορεύετο ως ήθελεν εύρει εις τον οίκον των. Μετά τον θάνατον των γονέων αυτού έμεινε με την αδελφήν του και εφρόντιζε τας υπηρεσίας της οικίας εις όλα με την εμπρέπουσαν επιμέλειαν. Ήτο δε τότε χρόνων δέκα οκτώ ή και είκοσι και ποτέ δεν έλειπεν από την ακολουθίαν, πάντοτε δε διελογίζετο τα κατορθώματα των Αγίων, πως αφήκαν όλον τον βίον των και ηκολούθησαν τον Χριστόν, Απόστολοι, Μάρτυρες και οι λοιποί άπαντες. Ταύτα ενθυμούμενος εισήλθε ποτε εις την Εκκλησίαν και ήκουσε τον λόγον, τον οποίον είπεν ο Κύριος εις τον πλούσιον εκείνον· «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι». (Ματθ. ιθ: 21). Ταύτα ακούσας ο Άγιος έκρινεν, ότι αποκλειστικά δι’ αυτόν τα έλεγε το Ιερόν Ευαγγέλιον, εξελθών δε από την Εκκλησίαν εχάρισεν εις τους γείτονάς του, οίτινες ήσαν πτωχοί, όλα του τα κτήματα, τον αριθμόν τριακόσια, άτινα ήσαν εξαιρετικώς εύφορα, δια να μη εμποδίσουν αι φροντίδες αυτόν και την αδελφήν του εις τους πνευματικούς αγώνας. Τα δε αργύρια, τα οποία επήρεν, έδωκε τα περισσότερα εις τους πτωχούς, τα δε υπόλοιπα εκράτησε δια την αδελφήν του. Μετά ταύτα, μεταβάς και πάλιν εις τον Ναον, ήκουσε του Ευαγγελίου λέγοντος· «Μη μεριμνήσητε περί την αύριον». Όθεν έδωκε και τα υπόλοιπα εις τους πτωχούς, την δε αδελφήν παρέδωσεν εις παρθενώνα να ανατρέφεται, αυτός δε ησκήτευε πλησίον εις τον οίκον του, ότι ακόμη δεν ήσαν Μοναστήρια εις την Αίγυπτον, αλλ’ όστις ήθελε να αγωνισθή, έκτιζε κελλίον εις απόκεντρον μέρος πλησίον του χωριού του και ησύχαζεν. Ήτο δε εις τι χωρίον, πλησίον του χωρίου του Αγίου, εις Μοναχός γέρων, τον οποίον εζήλευεν εις την αρετήν ο θαυμάσιος. Ουχί δε μόνον αυτόν, αλλά και δι’ όποιον άλλον ήθελε ακούσει ότι ήτο τις σπουδαίος, επήγαινεν ως η σοφή μέλισσα να συνάξη τα άνθη δια τον εαυτόν του και δεν επέστρεφεν εις το κελλίον του χωρίς όφελος. Είχεν όθεν τον πόθον του όλον και την σπουδήν προς τον τόνον της ασκήσεως, έκαμνε δε και εργόχειρον, από το οποίον έδιδε και έπαιρνε τα χρειαζόμενα και τα επίλοιπα εχάριζεν εις τους πτωχούς. Προσηύχετο δε συνεχώς, ακούων, ότι ο ησυχαστής πρέπει να προσεύχεται πάντοτε και τόσον επρόσεχεν εις την ανάγνωσιν, ώστε δεν ελησμόνει τίποτε από όσα ήθελεν ακούσει, αλλά τα εφύλαττεν ώσπερ βιβλίον εις την ενθύμησιν. Ήτο δε από όλους αγαπητός και αυτός ομοίως ηγάπα άπαντας και εμιμείτο τας αρετάς αυτών, αποσπών από τον ένα την αγρυπνίαν και προσευχήν, από τον άλλον την νηστείαν και κακοπάθειαν, από έτερον την φιλανθρωπίαν και την πραότητα, από όλους δε ομού την εις Χριστόν ευσέβειαν και την προς αλλήλους αγάπην. Ούτω δε θεαρέστως αγωνιζόμενος να συνάξη εις εαυτόν τας αρετάς πάντων εκείνων των Αγίων, ποτέ δεν υπερηφανεύθη κατά τινος ούτε εφιλονίκησε με κανένα ούτε τινά ελύπησεν· όθεν όσοι τον εγνώριζον είχον αυτόν ως αδελφόν και υιόν των και θεοφιλή αυτόν επωνόμαζον. Μη υποφέρων όμως ο μισόκαλος και φθονερός διάβολος να βλέπη τόσην προθυμίαν εις ένα νεώτερον, ήρχισε να πολεμή και να πειράζη τον Άγιον. Και πρώτον μεν, δια να τον εμποδίση από την άσκησιν, του ενεθύμιζε την φροντίδα της αδελφής, φιλαργυρίαν, φιλοδοξίαν, τρυφήν και τας λοιπάς αναπαύσεις του σώματος, της αρετής τον κόπον και την τραχύτητα αυτής, το μάκρος του χρόνου, του σώματος την ασθένειαν και άλλα παρόμοια, ενσπείρων εις την διάνοιαν αυτού πολλούς λογισμούς δια να ανακόψη την προθυμίαν του. Βλέπων όμως ο δαίμων εαυτόν νικώμενον από την μεγάλην πίστιν του Οσίου και τας συνεχείς αυτού προσευχάς ως και από την σταθερότητα της γνώμης του, έδωκεν εις αυτόν άλλον πόλεμον χαλεπώτερον, ήτοι τον της σαρκός, με τον οποίον πολεμεί τους νεωτέρους ο δόλιος πάντοτε· ουχί δε μόνον την νύκτα τον εβασάνιζεν, αλλά και την ημέραν του έδιδε τοιαύτην ενόχλησιν, ώστε αντελαμβάνοντο και οι βλέποντες τον Άγιον την πάλην, την οποίαν είχο αμφότεροι. Και ο μεν δαίμων του ενέσπειρε ρυπαρούς λογισμούς, ο δε Όσιος ανέτρεπε αυτούς με την προσευχήν. Πολλάκις δε ενεφανίζετο και ως γυνή ο τρισάθλιος και τον επείραζε την νύκτα, δοκιμάζων με κάθε τρόπον να νικήση τον αήττητον· αλλ’ ο Άγιος, τον Χριστόν επικαλούμενος και το νοερόν της ψυχής λογιζόμενος ως και την ευγένειαν αυτής, έσβυνε της πλάνης τον άνθρακα, αφανίζων τας επαναστάσεις της σαρκός με την του αιωνίου πυρός ενθύμησιν. Ταύτα όμως πάντα ήσαν προς αισχύνην του δαίμονος, διότι ενικάτο και ενεπαίζετο υπό νεανίσκου, φέροντος σάρκα· ότι ο Κύριος δίδει την βοήθειαν εις τους αγωνιζομένους, δια να λέγη έκαστος εξ αυτών· «Εγώ δεν ενίκησα, αλλ’ η χάρις του Θεού, ήτις με ενίσχυσεν». Ιδών λοιπόν ο δράκων, ότι με τους λογισμούς μόνον δεν ηδύνατο να νικήση, ενεφανίσθη έμπροσθεν του Οσίου ως παιδίον μελανόν και λέγει προς αυτόν· «Πολλούς επλάνησα και πολλούς κατέβαλον και ενίκησα, αλλά σε πολεμών ησθένησα». Ο δε Όσιος ερωτήσας αυτόν τις ήτο, απεκρίνατο· «Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους εις ταύτην την πύρωσιν. Πολλούς σώφρονας ηπάτησα και πολλάκις ετάραξα και σε, αλλά συ με ενίκησες». Ο δε Όσιος ευχαριστήσας τον Κύριον είπε προς τον δαίμονα· «Δεν σε φοβούμαι πλέον, ούτε σε υπολογίζω ποσώς, επειδή είσαι μαύρος εις τον νουν και ως παιδίον αδύνατος και ευκαταφρόνητος». Ταύτα ακούσας ο μέλας εκείνος έφυγε και δεν ετόλμησε πλέον να τον πλησιάση. Τούτο ήτο ο πρώτος άθλος του Αγίου ή μάλλον ειπείν του Σωτήρος Χριστού κατά του δαίμονος. Γινώσκων δε ο Όσιος από τας Γραφάς, ότι αι μεθοδείαι του εχθρού ήσαν πολλαί και διάφοροι, δεν ώκνευεν, αλλά καθωπλίζετο με νηστείας, αγρυπνίας και άλλας σκληραγωγίας, δια να είναι έτοιμος, εάν έλθη ο πειράζων από άλλο μέρος, να δώση τον πόλεμον. Όθεν πάντες εθαύμαζον τον μέγαν αγώνα, τον οποίον ετέλει ο Άγιος, αυτός όμως εν ευκολία τον πόνον υπέμενε και συνήθιζεν εις την αρετήν. Δια την μεγάλην προθυμίαν του εις την αγρυπνίαν ήτο θαυμασιώτατος, επειδή ηγρύπνει όλην την νύκτα, ουχί δε μόνον άπαξ ή δις, αλλά και πολλάκις. Έτρωγεν άπαξ της ημέρας μετά την δύσιν του ηλίου ή και κάθε δύο ημέρας ή τέσσαρας, ήτο δε η τροφή του άρτος μόνον και άλας, πόσιμον δε μόνον ύδωρ έπινεν, οίνον δε και έλαιον ποσώς δεν εφεύετο. Εκοιμάτο εις μίαν ψάθην, πολλάκις δε και εις την γην μόνον, λέγων ότι πρέπει οι νέοι να βασανίζουν την σάρκα όσον δύνανται· διότι, όταν αι ηδοναί του σώματος ασθενήσωσι, τότε ενδυναμούται η ψυχή κατά τον Απόστολον. Αν δε και επί τοσούτον ηγωνίζετο εις την άσκησιν, εν τούτοις ποτέ δεν ενεθυμείτο τον παρεληλυθότα χρόνον, αλλά καθ’ ημέραν είχε τόσην προθυμίαν, ώσπερ να ήτο αρχή της ασκήσεως, λέγων το ρητόν του Αποστόλου Παύλου· «Των όπισθεν επιλανθανόμενοι, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενοι». Μετέβαινε δε ο Άγιος και εις τινα μνήματα, άτινα ήσαν μακράν από το χωρίον, εις τα οποία εισερχόμενος ηγωνίζετο· παραγγείλας δε ποτέ γνωρίμου του τινός να του φέρη ανά τόσας ημέρας άρτον και εισελθών εις τινα τάφον, έκλεισε την θύραν ο υπηρέτης, καθώς του είπεν ο Άγιος και ανεχώρησεν. Ο δε Όσιος έμεινε μόνος έσω και ηύχετο· αλλ’ ο δαίμων, μη υποφέρων ταύτα και φοβούμενος μήπως και γεμίση Ασκητάς η έρημος, επήγε νύκτα τινά μετά πλήθους δαιμόνων και τόσον δαρμόν του έδωσαν, ώστε εκείτετο από τας πληγάς ημιθανής. Τη επαύριον, προνοία Θεού, επήγε τον άρτον ο υπηρέτης και ανοίξας την θύραν βλέπει τον Άγιον κείμενον ως νεκρόν· όθεν τον ήγειρε και λαβών αυτόν τον επήγεν εις το Κυριακόν, συναχθέντες δε οι συγγενείς του και οι γνώριμοι τον παρέστεκον ως νεκρόν. Το μεσονύκτιον συνήλθεν εις εαυτόν ο Άγιος και εγερθείς είδεν, ότι εκοιμώντο όλοι και μόνον ο υπηρέτης του ήτο έξυπνος. Όθεν κάμνει νεύμα εις αυτόν να τον εγείρη και να τον υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον τον εύρεν. Ο δε υπακούσας υπεβάστασεν αυτόν και ελθόντες εις τον τάφον έκλεισε και πάλιν εις αυτόν τον Άγιον ως και πρότερον. Εκείτετο λοιπόν προσευχόμενος και μη δυνάμενος να σηκωθή από τας πληγάς των δαιμόνων, μετά δε την ευχήν εβόα ταύτα· «Εδώ είμαι, δεν φεύγω τας μάστιγας, εάν και περισσότερα κακά μου κάμετε, δεν με χωρίζετε από την αγάπην του Δεσπότου Χριστού και Σωτήρος μου». Οι δε δαίμονες ηγριώθησαν περισσότερον, ιδόντες ότι και ούτω πληγωμένος τους εφοβέριζε και έκαμαν θόρυβον τοσούτον μέγαν, ώστε του εφάνη ότι εσείσθη όλος ο τόπος και εσχίσθησαν οι τέσσαρες τοίχοι. Οι δε δαίμονες κατά φαντασίαν σχηματισθέντες εις ερπετά και θηρία εγέμισαν τον τόπον από λέοντες, άρκτους, λεοπαρδάλεις, ταύρους, όφεις, λύκους, ασπίδας και άλλα παρόμοια, έκαστον δε από τα θηρία αυτά κατά το ίδιον σχήμα τον επολέμει. Ο λέων εβρυχάτο και ώρμα να τον φάγη, ο ταύρος να τον κερατίση, ο σκορπιός να τον κεντρίση και ούτω καθ’ εξής έπραττον όλα εκείνα τα φαινόμενα θηρία, ώστε οι κτύποι ήσαν δεινοί και οι θυμοί αυτών χαλεποί. Ο δε Όσιος, συνθλιβόμενος υπ’ αυτών και κεντούμενος, ησθάνετο μεν πόνον εις το σώμα δεινότατον, εις την ψυχήν όμως ήτο άφοβος και εγρήγορος. Και εστέναζε μεν δια τον πόνον του σώματος, νήφων δε εις την διάνοιαν, περιεγέλα τους δαίμονας, λέγων· «Εάν είχετε δύναμιν, εις και μόνον από σας έφθανε να με πολεμήση· αλλ’ επειδή ο Δεσπότης σάς εξενεύρωσε, δια τούτο προσπαθείτε με το πλήθος και την υποκρισίαν να με φοβίσετε, σχηματιζόμενοι εις μορφάς θηρίων. Εάν ελάβετε κατ’ εμού εξουσίαν άνωθεν, μη αμελήτε· ει δε και δεν ελάβετε, τι μάτην ταράσσεσθε;» Πολλά λοιπόν επιχειρήσαντες, έτριζον κατ’ αυτού τους οδόντας ως εμπαιζόμενοι. Ο δε Κύριος δεν ελησμόνησε της του Οσίου αθλήσεως, αλλ’ ήλθεν εις αντίληψιν αυτού και βοήθειαν. Αναβλέψας δε ο Άγιος είδε την στέγην ώσπερ διανοιγομένην και ακτίνα φωτός κατερχομένην προς αυτόν. Τότε οι δαίμονες εξαίφνης έγιναν άφαντοι, ο πόνος του σώματος έπαυσεν, ο οίκος ευρέθη πάλιν αβλαβής και δεν έμεινε σημείον πληγής εις τον Άγιον, όστις γνωρίσας την επίσκεψιν, εδέετο της φανείσης οπτασίας λέγων· «Που ήσουν, Ιησού μου γλυκύτατε, και δεν εφάνης εξ αρχής να παύσης τας οδύνας των πόνων μου;» Εγένετο δε φωνή προς αυτόν λέγουσα· «Αντώνιε, εδώ ήμην, αλλ’ εκαρτέρουν να ίδω τον αγώνα σου. Επειδή λοιπόν υπέμεινες και δεν ενικήθης, θέλω είμαι βοηθός σου πάντοτε και θέλω δε κάμει ονομαστόν εις τον κόσμον άπαντα». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και εγερθείς ηύχετο, ησθάνετο δε περισσοτέραν δύναμιν εις εαυτόν παρά ποτέ εις όλον τον βίον του. Ήτο δε τότε χρόνων τριάκοντα πέντε. Γενόμενος λοιπόν προθυμότερος ο Άγιος εις την θεοσέβειαν, απήλθε προς εκείνον τον παλαιόν γέροντα και τον παρεκάλει να υπάγουν ομού εις το όρος· αλλ’ όμως ο γέρων ούτος δεν ηθέλησε δια το γήρας και διότι δεν ήτο ακόμη τοιαύτη συνήθεια. Ο μεν λοιπόν Αντώνιος εκίνησε μόνος να υπάγη εις το όρος. Ο δε εχθρός, δια να εμποδίση και τότε την σπουδήν αυτού, έρριψεν εις τον δρόμον ένα δίσκον αργυρούν μέγαν. Τούτον ιδών ο Όσιος και γνωρίσας την απάτην του δαίμονος έλεγε· «Πόθεν ευρέθη ο δίσκος εις την έρημον; Εδώ ίχνη διαβάσεως δεν φαίνονται· αλλά εάν έπεσε και τίνος, ήθελεν ακούσει τον κτύπον ή θα επέστρεφε δια να τον εύρη ύστερον. Τούτο είναι, διάβολε, τέχνη σου, δια να εμπαίξης την προθυμίαν μου· αλλά τούτο ας είναι μετά σου εις την απώλειαν». Αφού δε είπε ταύτα ο Όσιος, ο δίσκος έγινεν άφαντος. Παρεμπρός πάλιν εύρεν εν τη οδώ χρυσίον πολύ ερριμμένον ουχί κατά φαντασίαν, αλλά κατά αλήθειαν· όμως δεν γνωρίζομεν εάν ο δαίμων το έφερεν εκεί δια να τον δοκιμάση ή τούτο ήτο από θείας δυνάμεως, δια να δείξη ο Θεός εις τον διάβολον, ότι ο Άγιος δεν εφρόντιζεν ούτε ποσώς υπελόγιζε τα χρήματα. Ο δε Άγιος εθαύμασε μεν το πλήθος του χρυσίου, πλην ώσπερ να επρόκειτο περί πυρός, το οποίον θα τον έκαιε, ούτως επέρασε δρομαίως τρέχων και φεύγων απ’ αυτού. Ελθών λοιπόν εις το όρος και ευρών εκεί εν παλαιόν φρούριον έρημον, γεμάτον ερπετά, εις το πέραν του ποταμού, κατώκησεν εις αυτό. Τα δε ερπετά, ώσπερ να τα εδίωκέ τις, ευθύς ανεχώρησαν, ο δε Άγιος έφραξε την είσοδον και έμεινεν εντός του τειχικάστρου μόνος, δεχόμενος κάθε έξ μήνας άρτους. Εκεί ουδείς ηδύνατο να εισέλθη να τον ίδη, ούτε εκείνος εξήρχετο, καθ’ ότι εύρεν εντός αυτού ύδωρ, με το οποίον επορεύετο. Τινές δε γνώριμοι, ερχόμενοι ποτε εις αυτόν και μείναντες έξωθεν του φρουρίου, ήκουον από το εσωτερικόν αυτού φωνάς πολλάς με κτύπους και έκραζον· «Φύγε από τον τόπον μας, τι θέλεις εδώ εις την έρημον, δεν θα δυνηθής να υποφέρης τας επιβουλάς και τας ενέδρας μας». Εις την αρχήν λοιπόν ενόμιζον οι έξωθεν, ότι άνθρωποι ήσαν οι φωνάζοντες, οίτινες ανέβησαν με κλίμακας και εμάχοντο με τον Όσιον· αλλά αφού παρετήρησαν επιμελώς από τινα σχισμήν και δεν είδον ουδένα, εγνώρισαν ότι ήσαν δαίμονες, και φοβηθέντες εκάλουν τον Άγιον, όστις πλησιάσας εις την θύραν είπεν εις αυτούς. «Μη φοβείσθε, αγαπητοί, καθότι ταύτα είναι δαιμόνων φαντάσματα· μόνον κάμετε τον σταυρόν σας και υπάγετε εις την οδόν σας, αυτοί δε ας παίζουν μετ’ αλλήλων». Ανεχώρησαν λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι υπό του Τιμίου Σταυρού φυλαττόμενοι, ο δε Όσιος έμενεν εκεί χωρίς να δύνανται να τον βλάψουν οι δαίμονες, ούτε εκουράζετο τοσούτον αγωνιζόμενος, διότι αι οπτασίαι, τας οποίας, ως είπομεν άνωθεν, έβλεπε και η ασθένεια των εχθρών του έδιδον μεγάλην ανάπαυσιν εις τους κόπους και εδιπλασίαζον την προθυμίαν του, πολλάκις δε οι γνώριμοι αυτού, νομίζοντες ότι θα τον εύρουν νεκρόν, τον ήκουον ψάλλοντα· «Αναστήτω ο Θεός» και τα υπόλοιπα του ψαλμού και πάλιν «Πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς» και άλλα παρόμοια. Διέμεινε λοιπόν εις το φρούριον εκείνο ο Άγιος χρόνους είκοσι χωρίς να εξέρχεται ούτε να βλέπεται υπ’ ουδενός. Μετά ταύτα όμως συνήχθησαν πολλοί, θέλοντες να μιμηθούν την άσκησιν αυτού και χαλάσαντες βιαίως την θύραν, εύρον τον Όσιον και εθαύμασαν ιδόντες ότι ούτε παχύτερος ήτο, ούτε αδυνατώτερος, αλλά καθώς ήτο πρότερον. Επίσης η ψυχική του διάθεσις και η όψις του ούτε λύπην ή σκυθρωπότητα εδείκνυεν, ούτε χαράν και γέλωτα, αλλ’ ήτο ακέραιος εις όλα αφ’ εαυτού κυβερνώμενος. Πολλούς δε από τους παρευρεθέντας τότε ασθενείς εθεράπευσε και πολλούς από ενοχλήσεις δαιμόνων ηλευθέρωσε. Τοσαύτην δε χάριν είχεν από τον Θεόν ο λόγος του Αγίου, ώστε τους θλιβομένους παρηγόρει, τους εχθρευομένους ειρήνευε και πάντας εδίδασκε να προκρίνουν την αγάπην του Χριστού περισσότερον από όλα τα πράγματα, επειδή και αυτός ο πολυέλεος δι’ αγάπην μας εσταυρώθη. Με τας ψυχωφελείς λοιπόν νουθεσίας αυτού έκαμε πολλούς και εμόνασαν· όθεν έκτισαν εις τα όρη εκείνα Μοναστήρια και έγινεν από τους Μοναχούς πόλις η έρημος. Ένα καιρόν ήτο ανάγκη να περάση τον ποταμόν Νείλον δια να επισκεφθή τινας αδελφούς, ποιήσας δε την προσευχήν του ανέβη αυτός και η συνοδεία του επάνω εις τους κροκοδείλους, καθότι πλοιάριον εκεί δεν υπήρχε και διεπέρασαν αβλαβείς. Επιστρέψας δε πάλιν εις το Μοναστήριον αυτού, ηγωνίζετο ως το πρότερον, και διαλεγόμενος συνεχώς ηύξανε την προθυμίαν των Μοναχών, παρεκίνει δε και άλλους εις τον έρωτα της ασκήσεως· όθεν εις ολίγον καιρόν έγιναν πολλά Μοναστήρια, των οποίων πάντων ήτο ο Άγιος Πατήρ και Ηγούμενος. Εν μια δε των ημερών συναχθέντες πάντες οι Μοναχοί παρεκάλεσαν τον Άγιον να τους είπη λόγον σωτηρίας, ο δε μέγας ούτος Πατήρ εδίδαξεν αυτούς ούτω με αιγυπτίαν διάλεκτον. «Αρκούσιν αι Γραφαί προς διδασκαλίαν μας, αλλά καλόν είναι να στερεώνη και ο εις τον άλλον με λόγους ψυχωφελείς. Σεις λοιπόν, ως τέκνα, λέγετε προς με όσα γνωρίζετε, εγώ δε πάλιν ως γεροντότερος θα σας είπω όσα με πείραν και δοκιμήν εγνώρισα». Η πρώτη σας σπουδή, τέκνα μου, πρέπει να είναι η επιμέλεια της ασκήσεως, την οποίαν δεν πρέπει ποτέ να βαρύνεσθε ή να αμελήτε όσον και αν εις αυτήν επί μακράν κοπιάσητε, αλλά καθ’ εκάστην να έχητε ίσην την προθυμίαν και μάλιστα όσον δύνασθε περισσοτέραν, ότι η ζωή μας είναι πολύ ολίγη συγκρινομένη με την μέλλουσαν. Εάν δε κοπιάσωμεν ολίγους χρόνους εδώ πρόσκαιρα, θέλομεν βασιλεύσει εκεί έχοτες ανάπαυσιν και δόξαν αιώνιον. Φθαρτόν σώμα αφήνομεν και άφθαρτον απολαμβάνομεν. Λοιπόν μη δυστροπούμεν, μήτε να θαρρώμεν ότι κάμνομεν μέγα τι, καθότι δεν είναι άξια τα παθήματα και οι αγώνες του καιρού τούτου προς την μέλλουσαν δόξαν. Ούτε να φρονώμεν μεγάλα, δια μικρά πράγματα τα οποία αφήκαμεν· διότι και η γη ολόκληρος είναι ελαχίστη εν σχέσει προς τον ουρανόν και εις την ποσότητα και εις την ποιότητα. Εάν λοιπόν είμεθα και κύριοι απάσης της γης και αφήκαμεν αυτήν δια τον Χριστόν, και πάλιν δεν είναι αύτη ανταξία της ουρανίου μακαριότητος. Καθώς δε κερδίζει εκείνος, όστις δίδων εν νόμισμα χαλκούν λαμβάνει εκατόν χρυσά νομίσματα, ούτω και εκείνος ο άρχων, όστις καταφρονήση όλην την γην, ολίγον αφήνει και απολαμβάνει μυριοπλάσια. Λοιπόν όστις αφήκεν οικίαν ή χρυσόν ή άλλο όμοιον, δεν πρέπει να καυχάται, ούτε να αμελή· αλλά να συλλογιζώμεθα πάντες, ότι εάν δεν αφήσωμεν τώρα θεληματικώς τα υπάρχοντά μας δι’ αρετήν, θέλομεν αφήσει αυτά και χωρίς την θέλησίν μας και μάλιστα εκεί όπου δεν θέλομεν, όταν αποθάνωμεν. Δια τούτο μη έχη τις επιθυμίαν να αποκτήση πράγματα, τα οποία δεν λαμβάνει μετ’ αυτού, αλλ’ όσα δύναται να πάρη εις την ζωήν την αιώνιον, ήτοι φρόνησιν, δικαιοσύνην και άλλας αρετάς, τας οποίας θέλομεν εύρει ύστερον εις την γην των Πραέων να μας φιλοξενώσιν αιώνια. Όταν τις κάμνη το αγαθόν, ας μη υψηλοφρονή, επειδή δούλοι του Κυρίου είμεθα και ποιούμεν το χρέος μας, καθώς κάμνει καθ’ ημέραν ο ηγορασμένος δούλος το θέλημα του κυρίου αυτού, εάν δε παρακούση αυτόν, έστω και μίαν ημέραν, κινδυνεύει προς θάνατον. Ούτω λοιπόν και ημείς, εάν έστω και μίαν ημέραν αμελήσωμεν, παροξύνομεν τον Δεσπότην και λαμβάνομεν μεγάλην ζημίαν. Λοιπόν ας είμεθα πρόθυμοι και ο Θεός συνεργεί και μας βοηθεί. Ας μελετώμεν καθ’ εκάστην τον θάνατον κατά τον Απόστολον. Το πρωϊ εγειρόμενοι, ας βάλλωμεν εις τον νουν μας, ότι δεν προφθάνομεν την εσπέραν και τότε πάλιν, ότι δεν θέλομεν προφθάσει την αύριον. Εάν δε ούτω ζώμεν, δεν θέλομεν αμαρτήσει ουδέποτε ούτε θέλομεν θησαυρίσει ή ποθήσει τίποτε, αναμένοντες καθ’ ώραν τον θάνατον. Επιθυμία δε γυναικός μη εισέλθη εις την καρδίαν μας, αλλ’ ας μισώμεν πάσας τας ψυχοφθόρους ηδονάς, αποβλέποντες εις την ημέραν της κρίσεως, καθότι ο φόβος της κολάσεως αφανίζει το σκάνδαλον της σαρκός και μαραίνει πάσαν άτοπον και κακήν επιθυμίαν. Αυτά και έτερα πλείονα έλεγεν ο μακάριος Αντώνιος προς τους μαθητάς αυτού, διηγούμενος εις αυτούς και πάσας τας πανουργίας των δαιμόνων μίαν προς μίαν, ως έμπειρος και δόκιμος εις ταύτας, τας οποίας αφήνω δια βραχύτητα και μόνον γράφω τα χρησιμώτερα. Εις δε το τέλος είπε και ταύτα προς τους ακροατάς δια νουθεσίαν των. Φυλάττεσθε λοιπόν ακριβώς από τας πανουργίας των δαιμόνων και ει τι σας είπωσι, μη τους δίδητε ποσώς ακρόασιν· ότι πολλάκις τους ήκουσα και με εμακάριζαν, εγώ δε τους κατηρώμην. Άλλοτε μου προεφήτευον μέλλοντα πράγματα, δια το ύδωρ του ποταμού και έτερα, εγώ δε τους έλεγον· τι σας μέλει δι’ αυτό; Υπάγετε. Ποτέ δε ήρχοντο και με περιεκύκλουν ώσπερ στρατιώται με όπλα και ίππους, ποτέ δε ως θηρία και ερπετά φοβερίζοντες. Εγώ δε έψαλλον· «Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα»· και με τας ευχάς έφευγον. Άλλην φοράν εφάνησαν την νύκτα με φως λέγοντες· «Ήλθομεν να σου φέγγωμεν, Αντώνιε»· εγώ δε έκλεισα τους οφθαλμούς μου και προσηυχόμην, ευθύς δε εσβέσθη το φως των ασεβών. Άλλοτε πάλιν έψαλλον από τας Γραφάς «και εγώ ωσεί κωφός ουκ ήκουον. Ποτέ δε έσεισαν το Μοναστήριον και μετά ταύτα εφάνη εις δαίμων πολύ μεγάλος, όστις ετόλμησε να είπη· «Εγώ είμαι η δύναμις του Θεού, τι θέλεις να σου χαρίσω, Αντώνιε;» εγώ δε εφύσησα κατ’ αυτού, λέγων το όνομα του Χριστού και ευθύς ηφανίσθη. Άλλοτε πάλιν, ενώ ενήστευσα ημέρας τινάς, ήλθε ως Μοναχός ο δόλιος και μου έδιδεν άρτους λέγων μοι· «Φάγε, μη νηστεύης πολύ, ίνα μη ασθενήσης ως άνθρωπος». Εγώ δε αναστάς προσηυχόμην και αυτός ωσεί καπνός εξέλιπεν. Άλλην φοράν πάλιν έκρουσέ τις την θύραν και εξερχόμενος είδον ένα μέγαν και υψηλόν, ερωτήσας δε αυτόν τις ήτο, μου απεκρίνατο· «Εγώ ειμί ο σατανάς· διατί με κατακρίνουσιν άδικα οι Μοναχοί και όλοι οι Χριστιανοί καθ’ ώραν και με καταρώνται;» Εγώ δε είπον· «Διατί τους πειράζεις;» Και λέγει μοι· «Αυτοί ταράττονται και πειράζονται μοναχοί των, εγώ δε ησθένησα και δεν έχω πλέον τόπον ούτε χώραν που, αλλά πανταχού εξέλιπον οι ρομφαίαι μου· λοιπόν ας μη μου καταρώνται μάταια». Τότε θαυμάσας εγώ του Κυρίου την χάριν, είπον εις τον δαίμονα· «Πάντα είσαι ψεύστης, αλλά τώρα είπες αλήθειαν, ότι σαρκωθείς ο Χριστός σε εγύμνωσε πάσης δυνάμεως». Ταύτα ακούσας εκείνος ηφανίσθη. Αφού λοιπόν αυτός μόνος ομολογή την ασθένειάν του, δεν πρέπει ημείς να τον φοβώμεθα, αλλά να θαρρώμεν εις την δύναμιν του Χριστού, όστις είναι μεθ’ ημών και μας φυλάττει, ότι εάν εύρωσιν ημάς δειλιώντας και φοβουμένους, αυξάνουσι και αυτοί την δειλίαν εις την φαντασίαν μαςκαι μας φοβερίζουν· όταν δε μας βλέπωσι χαίροντας και ευφραινομένους εις Κύριον και λογιζομένους τα μέλλοντα αγαθά, δεν δύνανται ποσώς να μας βλάψωσιν, αλλά βλέποντες την ψυχήν ησφαλισμένην με τοιούτους αγαθούς λογισμούς, στρέφουσι κατησχυμμένοι και άπρακτοι». Αυτά και έτερα πλείονα έλεγεν ο Μέγας Αντώνιος εις τους Μοναχούς. Οι δε θαυμάζοντες την χάριν, την οποίαν έδωκεν εις αυτόν ο Κύριος, να διακρίνη τα πνεύματα, προέκοπτον εις την αρετήν περισσότερον. Ενήστευον, προσηύχοντο, είχον προς αλλήλους αγάπην μεγάλην και συμπάθειαν, επλήθαινον τα Μοναστήρια, και ήτο μεν μέγα το πλήθος των Ασκητών, πλην ήτο εις όλους μία γνώμη και εν φρόνημα, χωρίς φιλονεικίαν ή άλλην προστριβήν. Ο δε Άγιος ησύχαζεν εις το οικητήριον αυτού, ενθυμούμενος καθ’ εκάστην τας ουρανίους Μονάς, έχων δε εις αυτάς τον πόθον του, εστέναζε καθημερινώς βλέπων την πολιτείαν, την οποίαν διάγομεν και ησχύνετο να φάγη ή να κοιμηθή, το νοερόν της ψυχής ενθυμούμενος, πολλάκις δε θέλων να φάγη με άλλους Μοναχούς, στοχαζόμενος την πνευματικήν τροφήν, άφηνε την σωματικήν και ανεχώρει, έχων δε δι’ εντροπήν να τον βλέπουν τρώγοντα, ήσθιε κατά μόνας. Άλλοτε πάλιν έτρωγε με τους άλλους Μοναχούς δια να τους διδάσκη τα χρειαζόμενα, λέγων· «Όλον τον χρόνον της ζωής μας και την σπουδήν πάσαν και σχολήν πρέπει να δαπανώμεν εις ωφέλειαν της ψυχής, δια να μη αιχμαλωτίζεται αυτή η δέσποινα από τας ηδονάς και ορέξεις του υποκειμένου σώματος, αλλά μάλλον το σώμα, όπερ είναι δούλος, να κάμνη της κυρίας ψυχής το θέλημα· διότι τούτο προστάσσει ο Κύριος λέγων· «Να μη μεριμνώμεν δια βρώματα, ενδύματα και τα λοιπά». Τον καιρόν εκείνον ήτο διωγμός μέγας εις την Εκκλησίαν, Μαξιμίνου του δυσσεβούς βασιλεύοντος. Έχων δε πόθον να μαρτυρήση δια τον Χριστόν ο Μέγας Αντώνιος επήγε μετά τινων μαθητών του και εστερέωνε τους Αγίους Μάρτυρας με ωφελίμους λόγους και υποδείγματα, εισερχόμενος εις τας φυλακάς και εις τα δικαστήρια αφόβως και συνοδεύων αυτούς έως και εις αυτήν την τελείωσιν. Ο δε δικαστής, ιδών την σπουδήν αυτού και το άφοβον, προσέταξε να μη παρευρίσκεται πλέον τις Μοναχός εις το δικαστήριον, ούτε να φανή ποσώς τοιούτος εις όλην την Αλεξάνδρειαν. Όθεν εκρύβησαν άπαντες έμφοβοι. Ο δε Άγιος έπλυνε και τον μανδύαν αυτού, και ίστατο εις υψηλόν τόπον λαμπροφορεμένος και άφοβος, δεικνύων την προθυμίαν των Χριστιανών και ευχόμενος μυστικά να αξιωθή της αθλήσεως. Αλλ’ ο Κύριος τον εφύλαξεν εις πολλών ωφέλειαν. Έμεινε λοιπόν συγκοπιών με τους Ομολογητάς και υπηρετών αυτούς, έως ου έπαυσεν ο διωγμός, και τότε έστρεψεν εις το Μοναστήριον, γενόμενος εις την προαίρεσιν Μάρτυς. Αλλά και εκεί εις το κελλίον του καθ’ εκάστην επέρνα μαρτύριον με την τοσαύτην σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, φορών ένδοθεν εν χονδρόν τρίχινον ιμάτιον, έξωθεν δε εν δερμάτινον, το οποίον διετήρησεν εις όλην του την ζωήν. Ποτέ δεν έπλυνε την σάρκα, ούτε την κεφαλήν, ούτε τους πόδαςτου, ούτε καν είδεν αυτόν τις γυμνόν, εκτός μόνον εκείνου του Μοναχού, όστις τον έπλυνεν όταν πλέον εκοιμήθη. Εν ω λοιπόν ούτως ησύχαζεν εις το κελλίον του χρόνον πολύν, ήλθε τις άρχων στρατιωτών, Μαρτινιανός ονόματι, έχων θυγατέρα ενοχλουμένην υπό του δαίμονος και κρούων την θύραν ώραν πολλήν, τον παρεκάλει να δεηθή του Θεού δι’ αυτήν. Ο δε απεκρίνατο έσωθεν· «Άνθρωπε, τι με φωνάζεις; Αμαρτωλός είμαι και εγώ ως του λόγου σου· αλλά εάν πιστεύης εις τον Χριστόν, ύπαγε, κάμε προσευχήν προς τον Θεόν, και κατά την πίστιν σου γίνεται». Εκείνος δε πιστεύσας και επικαλεσάμενος τον Χριστόν ευθύς εθεραπεύθη το κοράσιόν του. Πολλά δε και άλλα θαυμάσια ετέλεσε δια του Αγίου Αντωνίου ο Κύριος, καθώς εν τω ιερώ αυτού Ευαγγελίω λέγει· «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν». Όθεν πολλοί ασθενείς ερχόμενοι εκάθηντο έξωθεν του Μοναστηρίου και ευχόμενοι με πίστιν, εθεραπεύοντο. Βλέπων δε ο Όσιος ότι ήρχοντο πολλοί και δεν είχεν ησυχίαν καθώς επεθύμει, ηθέλησε να υπάγη εις την άνω Θηβαϊδα, εις την οποίαν δεν τον εγνώριζον. Διότι εφοβείτο μήπως και υπερηφανευθή εκ των θαυμάτων, τα οποία εποίει δι’ αυτού ο Κύριος, να φύγη δε και τον ανθρώπινον έπαινον. Λαβών λοιπόν άρτους από τους αδελφούς, εκάθητο εις το χείλος του ποταμού, αναμένων την τυχόν διέλευσιν εκείθεν λέμβου δια να περάση αντίπερα. Εκεί δε ευρισκόμενος ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Που υπάγεις, Αντώνιε;» Ο δε απεκρίνατο· «Οι όχλοι με πειράζουσι και μου ζητούσιν υπέρ την δύναμίν μου θαυμάσια· λοιπόν απέρχομαι εις την άνω Θηβαϊδα να ησυχάσω». Του λάγει πάλιν η φωνή· «Καν εις Θηβαϊδα απέλθης, καν εις τα Βουκόλια κατέλθης, έρχονται να σου δίδουν περισσοτέραν ενόχλησιν· ει δε και θέλης να ησυχάσης, πήγαινε εις την εσωτέραν έρημον». Λέγει ο Όσιος· «Και ποίος θα με καθοδηγήση εις την οδόν, εφ’ όσον εγώ δεν την γνωρίζω;» Τότε του υπέδειξεν η φωνή εκείνη Σαρακηνούς τινάς, οίτινες επήγαινον εις αυτήν την οδόν, αυτοί δε μετά χαράς τον εδέχθησαν και περιπατήσας μετ’ αυτών τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ήλθεν εις εν όρος πολύ υψηλόν, κάτωθεν δε τούτου ήτο ύδωρ ψυχρόν και γλυκύτατον, υπήρχε δε παρ’ αυτό και τόπος ισόπεδος με φοίνικας ακαλλιεργήτους. Ο δε Όσιος, τοιούτον τόπον ωραιότατον ορεγόμενος, εγνώρισεν ότι εκεί τον απέστειλεν ο Κύριος. Λαβών λοιπόν άρτους από τους Σαρακηνούς έμεινεν εις το όρος μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος. Οι δε Σαρακηνοί, ιδόντες αυτού το πρόθυμον, διέβαινον εκείθεν επίτηδες και του εκόμιζον άρτους. Είχε δε ολίγην παραμυθίαν από τους φοίνικας και διήλθε πολύν καιρόν εις την ησυχίαν, καθώς ηγάπα. Ύστερον δε μαθόντες οι μαθηταί αυτού τον τόπον, εφρόντιζον να του στέλλουν τα απαιτούμενα. Ο δε Άγιος ελυπήθη τον πολύν αυτών κόπον, τον οποίον ελάμβανον δια το μέγεθος της αποστάσεως και της οδού την δυσχέρειαν και εζήτησε να του φέρουν αξίνην, δίκελλαν και ολίγον σίτον δια να σπέρνη και να τρέφεται εξ αυτού. Αφού του έφερον λοιπόν αυτά εκαθάρισε τον τόπον και εγεώργησε, ποτίζων τα σπέρματα με το ύδωρ, το οποίον έτρεχεν. Όθεν έκαμνε καρπόν πολυπλάσιον, καθότι η γη ήτο καλή και κατ’ έτος εξησφάλιζε την ζωοτροφίαν του χαίρων, επειδή δεν ηνώχλει τινά αλλά με τον κόπον του επορεύετο. Μετά ταύτα ιδών ο Άγιος, ότι ήρχοντο και εκεί τινες δια να τον βλέπωσιν, εγεώργησε και λάχανα, δια να έχουν ολίγην παραμυθίαν της τοιαύτης οδοιπορίας οι προσερχόμενοι· τα δε θηρία, ερχόμενα εις την βρύσιν να ποτισθούν, εζημίωναν το σπαρτόν πολλάκις· όθεν ο Όσιος, κρατήσας εν εξ αυτών, είπε ταύτα προς τα επίλοιπα. «Διατί με ζημιώνετε, εν όσω εγώ δεν σας έβλαψα; Υπάγετε εις το όνομα του Κυρίου και πλέον εδώ μη πλησιάσητε»· και απ’ εκείνης της ώρας, ω του θαύματος! ώσπερ να εφοβήθησαν την παραγγελίαν, πλέον ποσώς δεν εφάνησαν. Έμεινε λοιπόν εις το όρος εκείνο σχολάζων εις τας ευχάς και την άσκησιν. Οι δε αδελφοί παρεκάλεσαν αυτόν όπως τους επιτρέψη να του φέρωσιν ελαίας και όσπρια και ολίγον έλαιον δια το γήρας του. πόσους δε πολέμους να έκαμε και εκεί με τους δαίμονας, περιττόν είναι να γράψωμεν. Πολλάκις ήκουον εκείνοι, οίτινες μετέβαινον προς αυτόν χάριν ευλαβείας, φωνάς πολλάς, θορύβους, κτύπους αρμάτων και όλον το όρος εφαίνετο πλήρες εξ αυτών, τον δε Όσιον έβλεπον μαχόμενον και κατ’ αυτών προσευχόμενον. Κατ’ αλήθειαν δε, θαύματος άξιον ήτο να κατοική μοναχός του εις τοιαύτην άβατον έρημον, να μη φοβήται την πληθύν των θηρίων και την αγριότητα αυτών, ούτε των δαιμόνων την μισανθρωπίαν και χαλεπότητα, αλλ’ ήτο ως όρος Σιών, πεποιθώς εις τον Κύριον, ασάλευτον έχων τον νουν και τόσον ατάραχον, ώστε οι δαίμονες τον εφοβούντο μάλλον και έφευγον, τα δε θηρία εις αυτόν ημερώνοντο. Ο φθονερός διάβολος έτριζε κατ’ αυτού τους οδόντας και καθώς ηγρύπνει μίαν νύκτα, συνήθροισε τους λέοντας όλους της ερήμου εκείνης και περιεκύκλωσαν τον Όσιον χάσκοντες, ορυόμενοι και απειλούντες να τον φάγωσιν. Ο δε, γνωρίσας την τέχνην του εχθρού, είπε προς αυτούς· «Εάν ελάβετε από τον Θεόν εξουσίαν κατ’ εμού, έτοιμος είμαι και φάγετέ με· ει δε οι δαίμονες σας ηναγκασαν, ταχέως αναχωρήσατε, καθότι δούλος είμαι Χριστού του Δεσπότου της κτίσεως». Μόλις ο Όσιος είπε ταύτα, έφυγον οι λέοντες ώσπερ υπό μάστιγος διωκόμενοι. Εις ολίγας ημέρας πάλιν, ενώ έκαμνε το εργόχειρον, καθώς είχε συνήθειαν να κάμη σπυρίδας και τας έδιδεν εις εκείνον, όστις του έφερε τα προς την χρείαν, δια να μη τρώγη τον άρτον δωρεάν, έσυρε τιςτο σειρίδιον της θύρας έξωθεν και εγερθείς είδε τινά έχοντα από την κοιλίαν και ένω σχήμα ανθρώπου, τα δε σκέλη και οι πόδες αυτού εφαίνοντο ως οναρίου. Ο δε Άγιος ιδών αυτόν είπε· «Χριστού δούλος είμαι και αν σε έστειλε να μου κάμης κακόν, ως θέλεις ποίησον». Ο δε φανείς και όλοι οι συν αυτώ δαίμονες ευθύς εξηφανίσθησαν, όλη δε η σπουδή αυτών ήτο να διώξωσιν εκείθεν τον Όσιον, αλλ’ υπ’ αυτού νικηθέντες δεν ηδυνήθησαν. Μοναχοί δε τινές από τα έξωθεν Μοναστήρια ήλθον παρακαλούντες αυτόν να υπάγη εις τον τόπον των δια να τον απολαύσουν και εκείνοι ολίγας ημέρας και να ωφεληθώσιν εκ της παρουσίας του. Ο δε ιδών την ευλάβειαν αυτών απήλθε δια ψυχικήν ωφέλειαν. Είχον λοιπόν εις μίαν κάμηλον φορτωμένα τα χρειαζόμενα και πριν τελειώσουν τον δρόμον των, ετελείωσε το ύδωρ, όπερ εβάσταζον, και εις ουδέν μέρος εύρισκον, καθότι η έρημος εκείνη είναι πανταχού άνυδρος, εκτός από το ρηθέν όρος, εις το οποίον κατώκησεν ο Όσιος. Μη δυνάμενοι λοιπόν να περιπατώσι πλέον, σφοδρώς εκ της δίψης οδυνώμενοι και εκ του καύσωνος του ηλίου καταφλεγόμενοι, έπεσον κατά γης, αφήνοντες την κάμηλον έρημον. Ο δε Όσιος, βλέπων αυτούς κινδυνεύοντας, ελυπήθη πολύ και στενάξας ολίγον παρεμέρισε, κλίνας δε τα γόνατα και εκτείνας τας χείρας προσηύχετο, ευθύς δε (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα!) εξήλθεν ύδωρ πολύ και ηδύτατον, εις τον τόπον εις τον οποίον προσηύχετο και πιόντες ανέπνευσαν, ευρόντες δε την κάμηλον, επειδή ήτο περιπεπλεγμένον το σχοινίον εις τινα λίθον, ενέπλησαν τους ασκούς και ποτίσαντες αυτήν ανεχώρησαν χαίροντες. Αφού έφθασαν εις το Μοναστήριον, έλαβον όλοι μεγάλην αγαλλίασιν ιδόντες τον Όσιον και ηυφράνθησαν απολαβόντες της γλυκυτάτης διδασκαλίας του, αυτός δε ομοίως έχαιρε, βλέπων την διαγωγήν των την ένθεον, είδε δε τότε και την αδελφήν αυτού, ήτις ήτο γηραιά παρθένος και είχε γίνει Καθηγουμένη εις το γυναικείον Μοναστήριον. Μετά δε ημέρας τινάς έστρεψε πάλιν εις το όρος. Από τότε έμαθον τον τόπον πολλοί Μοναχοί και ήρχοντο εις αυτόν χάριν ωφελείας. Ο δε Άγιος τους ενουθέτει συνεχώς λέγων· «Πιστεύετε εις τον Κύριον και αγαπάτε Αυτόν εξ όλης ψυχής και δυνάμεως. Φυλάττεσθε από ρυπαρούς λογισμούς και σαρκικάς ηδονάς. Μη απατάσθε χορτασία κοιλίας· φεύγετε την κενοδοξίαν και συνεχώς εύχεσθε». Αυτά και έτερα πλείονα έλεγεν εις αυτούς, τους δε ασθενείς, τους οποίους έφερον, παρηγόρει, συμπάσχων μετ’ αυτών, ηύχετο δε εις τον Θεόν να τους ιατρεύση ως Παντοδύναμος. Ούτως ενουθέτει άπαντας δια να μη τον δοξάζουν εις τας θαυματουργίας, αίτινες υπ’ αυτού καθ’ εκάστην ετελούντο. Εις δε άρχων από το παλάτιον του βασιλέως, Φρόντων καλούμενος, είχεν τοσούτον δεινήν ασθένειαν, ώστε έτρωγε την γλώσσαν του. Ομοίως και εις τους οφθαλμούς είχεν ασθένειαν, ήτις έμελλεν εις ολίγον καιρόν να τον καταστήση ολότυφλον. Ακούσας λοιπόν ούτος τας θαυματουργίας του Μεγάλου Αντωνίου, επήγε και παρεκάλει αυτόν να τον ιατρεύση. Ο δε ποιήσας ευχήν του έλεγεν· «Ύπαγε και θεραπεύεσαι». Αυτός όμως δε ήθελε να αναχωρήση, αλλά παρέμενεν εκεί ημέρας τινάς αναμένων βοήθειαν. Λέγει πάλιν εις αυτόν ο Άγιος· «Έως ότου κάθεσαι εδώ, δεν ωφελείσαι· λοιπόν άπελθε και όταν φθάσης εις την Αίγυπτον, θέλεις ίδει το θαυμάσιον». Πιστεύσας λοιπόν ο άνθρωπος εκείνος ανεχώρησεν, ευθύς δε ως είδεν από μακρόθεν την Αίγυπτον, έγινεν όλος υγιής, καθώς του είπεν ο Όσιος Αντώνιος. Γυνή δε τις παρθένος, από την χώραν Βούσυριν της Τριπόλεως, είχε πάθος πολλά φοβερόν και σικχαμερώτατον, διότι τα δάκρυά της, η βλέννα της και τα υγρά των ώτων αυτής έπιπτον χαμαί και ευθύς εγίνοντο σκώληκες. Ήτο δε και καθ’ όλον το σώμα παράλυτος και οι οφθαλμοί της έτρεμον. Μαθόντες δε οι γονείς αυτής, ότι επήγαινον Μοναχοί τινες προς τον Μέγαν Αντώνιον και πιστεύοντες εις τον Κύριον ότι θέλει την θεραπεύσει, καθώς και την αιμορροούσαν ιάτρευσεν, εσήκωσαν αυτήν και επήγαν με τους Μοναχούς, βαδίσαντες μετά μεγάλου κόπου και πολλών βασάνων. Έμειναν λοιπόν έξωθεν του όρους με την κόρην εις ένα Άγιον Γέροντα, όστις ήτο ο Ομολογητής Παφνούτιος. Οι δε Μοναχοί εισήλθον εις τον Όσιον Αντώνιον και προτού να είπωσι λόγον αυτοί, τους είπεν εκείνος δια την δεινήν της κόρης ασθένειαν και ότι την ωδήγουν προς αυτόν οι γονείς της και τα λοιπά άπαντα. Οι δε ακούσαντες έφριξαν· όθεν ηρώτησαν εάν ήθελε να του την φέρωσιν ενώπιόν του. Ο δε απεκρίνατο· «Υπάγετε και εάν δεν απέθανεν, θα την εύρητε τεθεραπευμένην, δεν είναι δε το κατόρθωμα τούτο ιδικόν μου, επειδή ήλθεν αύτη προς εμέ τον ελεεινόν άνθρωπον, αλλά του Σωτήρος Χριστού, όστις εθαράπευσεν αυτήν και όστις πέμπει το έλεός του εις όσους τον επικαλεσθούν μετά πίστεως, καθώς επήκουσε και την δέησιν αυτής· εφανέρωσε δε και εις εμέ η φιλανθρωπία του, ότι το πάθος αυτής θέλει το θεραπεύσει εκεί όπου τώρα αύτη ευρίσκεται». Απελθόντες λοιπόν οι Μοναχοί εύρον την παρθένον τεθεραπευμένην και επέστρεψαν με τους γονείς αυτής εις την πατρίδα των αγαλλιώμενοι. Καιρόν δε τινά ήρχοντο εις το όρος δύο Μοναχοί δια να ίδουν τον Άγιον, καθ’ οδόν δε τους έλειψε το ύδωρ και ο μεν εις τελείως απέθανεν από την δίψαν, ο δε άλλος, μη δυνάμενος να περιπατή, εκείτετο και αυτός εις την γην, αναμένων τον θάνατον. Ο δε Άγιος, καλέσας δύο ετέρους Μοναχούς, οίτινες έτυχον παρ’ αυτώ, είπεν εις αυτούς· «Λάβετε εν σταμνίον ύδωρ και δράμετε εις την οδόν της Αιγύπτου, επειδή δύο αδελφοί ερχόμενοι προς ημάς εστερήθησαν ύδατος και ως εκ τούτου ο μεν εις ετελεύτησεν, ο δε έτερος, εάν δεν προφθάσητε γρήγορα, κινδυνεύει, καθώς τώρα ο Κύριος μου εφανέρωσε». Βαδίσαντες λοιπόν εις την οδόν επί μίαν ημέραν ολόκληρον, εύρον τον μεν ένα νεκρόν και τον έθαψαν, τον δε έτερον κινδυνεύοντα και αναζωογονήσαντες αυτόν με το ύδωρ τον έφεραν εις τον Άγιον. Εάν δε ερωτήση τις λέγων· «Διατί δεν το είπεν ο Άγιος πριν αποθάνη ο έτερος;» τούτο δεν το λέγει καλώς, επειδή δεν είναι του Αγίου Αντωνίου η κρίσις του θανάτου, αλλά του Θεού, όστις έκρινε δια μεν τον ένα να αποθάνη, δια δε τον άλλον απεκάλυψεν εις τον Άγιον. Του δε Οσίου είναι το θαυμάσιον, ότι καθήμενος εις το όρος είχε την καρδίαν καθαράν και άγρυπνον, όθεν ο Θεός του εφανέρωνε και τα μακράν γινόμενα. Άλλην φοράν πάλιν εις το όρος καθήμενος και αναβλέψας είδε ψυχήν αναφερομένην εις τους ουρανούς, εχαίροντο δε οι Άγιοι Άγγελοι, οίτινες την επήγαινον. Όθεν θαυμάζων και μακαρίζων τον άνθρωπον εκείνον, παρεκάλει τον Θεόν να του αποκαλύψη τις ήτο. Ευθύς δε ήλθε φωνή λέγουσα· «Αύτη είναι η ψυχή του Αμμούν». Ούτος δε ήτο Ασκητής εις την Νιτρίαν, ήτις ευρίσκεται εις απόστασιν δεκατριών ημερών πορείας από το όρος του Αγίου Αντωνίου, βλέποντες δε αυτόν οι μαθηταί του θαυμάζοντα, ηρώτησαν τούτου το αίτιον. Ο δε είπε· «Την ώραν αυτήν ετελεύτησεν ο Αμμούν, ο συνασκητής και φίλος μου». Ούτος ο Αμμούν ήτο Ασκητής ενάρετος, διέβη δε ποτέ τον ποταμόν αβρόχοις ποσί, περιπατών ως ο Απόστολος Πέτρος επάνω εις τα ύδατα, αλλά και άλλας θαυματουργίας ετέλεσεν. Οι δε μαθηταί τού Αγίου Αντωνίου έγραψαν την ημέραν, καθ’ ην είδε την όρασιν ταύτην ο Άγιος και μετά ημέρας τριάκοντα ήλθον Αδελφοί τινες από την Νιτρίαν και ερωτήσαντες εγνώρισαν ότι ο μακάριος Αμμούν ετελεύτησε την ώραν εκείνην κατά την οποίαν έβλεπε την ψυχήν αυτού ανερχομένην εις τους ουρανούς ο Άγιος Αντώνιος και εθαύμαζον, ότι εγνώριζε τα μακράν γινόμενα. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και παρθένον τινά, ήτις είχεν εις τον στόμαχον και εις το πλευρόν ασθένειαν, δια την οποίαν τον παρεκάλεσε κόμης τις, Αρχέλαος τούνομα, να την ιατρεύση, δια προσευχής εθεράπευσε. Πολλάκις δε προέλεγε τινών τον ερχομόν ένα μήνα πρότερον, και την αιτίαν, δια την οποίαν επήγαινον, καθότι πολλοί ήρχοντο μόνον να τον ίδουν, άλλοι δε δι’ ασθένειαν· αλλά πάντες επέστρεφον με μεγάλην ωφέλειαν, είτε ψυχικήν, είτε σωματικήν. Κατελθών δε ποτε πάλιν εις τα έξω Μοναστήρια με λέμβον, ησθάνετο δυσωδίαν μεγάλην μόνον ο Άγιος και ερωτήσας τις ήτο η αιτία, δεν εγνώριζεν ουδείς, μόνον έλεγον, μήπως και του εβρώμει ιχθύς τις εξ εκείνων τους οποίους είχον. Ο δε είπεν· «Άλλην δυσωδίαν αισθάνομαι». Ευθύς δε ως είπε ταύτα, εφώναξε τις νέος, όστις ήτο εκεί εις το πλοίον κεκρυμμένος, έχων δαιμόνιον. Τότε ο Άγιος, επιτιμήσας τον δαίμονα, τον απεδίωξεν· ο δε νέος έμεινεν υγιής και έγνωσαν πάντες, ότι η δυσωδία εκείνη ήτο του δαίμονος. Άλλος δε τις επιφανής νεανίας είχε δαιμόνιον δεινόν τοσούτον, ώστε και τας σάρκας του έτρωγε. Τούτον έφερον εις τον Όσιον, όστις ελυπήθη τον νέον και κάμνων αγρυπνίαν μετ’ αυτών, προσηύχετο δι’ αυτόν όλην την νύκτα, το δε πρωϊ ωθήσας ο ασθενής τον Άγιον τον έρριψε κάτω. Οι δε συγγενείς του πάσχοντος επικράνθησαν και ελυπήθησαν κατ’ αυτού. Ο δε Όσιος τους είπε· «Μη ονειδίζεται τον νέον, διότι δεν είναι αυτός η αιτία, αλλ’ ο δαίμων και διότι τον προσέταξεν ο Θεός να εξέλθη, εξεμάνη και έκαμε το τοιούτον· αλλά δοξάσατε τον Κύριον, επειδή αυτό είναι σημείον ότι εξεβλήθη το δαιμόνιον». Ταύτα είπε και ευθύς ο νέος έγινεν υγιής και γνωρίσας τον Άγιον κατησπάζετο αυτόν και ηυχαρίστει τον Κύριον. Πολλά ωσαύτως θαυμάσια όμοια τούτου εποίησεν ο Όσιος, τα οποία αφήνομεν, δια να αποφύγωμεν την πολυλογίαν και μόνον να είπωμεν τα αναγκαιότερα. Μίαν ημέραν, όταν κατά την ενάτην ώραν ήθελε να παξιμαδίση κατά το σύνηθες, του εφάνη ότι τον ήρπασαν οι Άγγελοι και τον ανέβασαν εις τον αέρα, εκεί δε είδε τινάς δεινούς και ζοφερούς δαίμονας, οίτινες τον ημπόδιζον και δεν τον άφηναν να αναβή υψηλότερον. Οι δε οδηγούντες αυτόν αντεμάχοντο με τους δαίμονας, οίτινες εζήτουν απολογίαν δια τας πράξεις, τας οποίας έκαμεν από της γεννήσεως. Οι δε Άγγελοι έλεγον· «Όσας αμαρτίας εποίησεν από βρέφους έως την ώραν καθ’ ην έγινε Μοναχός, ο Κύριος τας εξήλειψε και συνεπώς περί αυτών δεν έχετε λόγον. Έχετε όμως την εξουσίαν να εξετάσητε αν ετήρησε τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωκεν, όταν έλαβε το άγιον σχήμα, ότε υπεσχέθη να φυλάττη σωφροσύνην, πτωχείαν και τας λοιπάς αρετάς, τας οποίας και έπραξε· περί τούτων λοιπόν εξετάσατε». Οι δε κατηγόρουν αυτόν ψευδώς δια τινας παραβάσεις και μη δυνάμενοι να τας αποδείξουν, αφήκαν αυτόν ανεμπόδιστον. Εις εαυτόν δε γενόμενος και συλλογιζόμενος τα οραθέντα, ελησμόνησε να φάγη, αλλά στενάζων προσηύχετο και εθαύμαζε σκεπτόμενος πόσους πολέμους και κόπους έχει να περάση η ψυχή από τα τελώνια του αέρος. Ταύτα και ο Απόστολος Παύλος γινώσκων έγραφε προς νουθεσίαν μας, λέγων· ¨Δια τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν του Θεού, ίνα δυνηθήτε αντιστήναι εν τη ημέρα τη πονηρά και άπαντα κατεργασάμενοι στήναι…» (Εφ. στ:13), όπως καταισχυνθή ο δαίμων, μη έχων να μας κατηγορήση εις κανένα αμάρτημα. Αλλ’ ο μεν Απόστολος έως τρίτον ουρανόν ηρπάγη και ήκουσεν άρρητα ρήματα· ο δε Όσιος Αντώνιος έως του αέρος και ηγωνίσθη έως ου εφάνη ελεύθερος. Είχε δε και τούτο το χάρισμα· εάν είχεν απορίαν τινά και επόθει να μάθη τι, το οποίον δεν εγνώριζε, του το εφανέρωνεν ο Θεός εκεί εις το όρος, εις το οποίον κατά μόνας ησκήτευε και ούτως ήτο λοιπόν θεοδίδακτος. Ηρώτησαν ποτέ τινες τον Άγιον περίτης διαγωγής της ψυχής, που υπάγει αφού χωρίση του σώματος, και την ερχομένην νύκτα τον εκάλεσε τις άνωθεν, λέγων· «Αντώνιε, έξελθε έξω να ίδης το ποθούμενον». Γνωρίζων δε ότι η φωνή ήτο από Θεού, εξήλθε και βλέπει μέγαν τινά και φοβερόν γίγαντα, απαίσιον την όψιν, του οποίου το ύψος έφθανεν έως των νεφών, είδε δε και τινας άλλους, οίτινες εφαίνοντο να έχουν πτερά και ανέβαινον. Ο δε μέγας εκείνος ήπλωνε τας χείρας του και άλλους μεν ήρπαζε και δεν τους άφηνε να ανέλθουν, έτεροι δε επέτων και δεν τους έφθανεν. Όθεν έτριζε κατ’ αυτών τους οδόντας, εις δε τους άλλους, οίτινες έπιπτον εις τας χείρας του, έχαιρε. Τότε πάλιν έγινε φωνή προς τον Άγιον Αντώνιον λέγουσα· «Νόει και στοχάσου το βλεπόμενον». Με το να εφωτίσθη λοιπόν η διάνοιά του, εγνώρισεν ότι εκείνος ο μέγας ήτο ο εχθρός των ψυχών και δι’ αυτό δεν άφηνεν αυτάς να περάσουν, όσοι όμως ήσαν δίκαιοι επέτων ανεμποδίστως. Οι δε αμαρτωλοί ημποδίζοντο. Ταύτα πάλιν ιδών ο μακάριος προέκοπτε καθ’ εκάστην εις την αρετήν περισσότερον. Αυτά δεν τα ωμολόγησε θεληματικώς, αλλ’ οι μαθηταί αυτού, όταν τον έβλεπον να κάμνη ώραν πολλήν εις την προσευχήν, θαυμάζοντες τον ηρώτων δεόμενοι να τους ομολογήση την όρασιν, ώστε ως Πατήρ μη δυνάμενος να το κρύπτη το ωμολόγει αναγκαζόμενος. Ήτο δε και εις το ήθος ο Άγιος πραότατος και εις την ψυχήν ταπεινόφρων. Ετίμα πολύ τους εκκλησιαστικούς· έκλινε την κεφαλήν και προσεκύνει τους Επισκόπους και Ιερείς με πολλήν ταπείνωσιν, αλλά και Διάκονος εάν επήγαινε προς αυτόν χάριν ωφελείας, τα μεν προς νουθεσίαν διελέγετο προθύμως ο Άγιος, εις δε την ευχήν έδιδε τα πρωτεία εις τον Διάκονον, έστω και εάν ήτο ο ευτελέστερος. Πολλάκις δε ηρώτα και αυτός να του λέγουν λόγους ψυχωφελείς και χρησίμους, τους οποίους ηκροάζετο με ταπείνωσιν. Ήτο δε και το πρόσωπον αυτού ιλαρώτατον έχον από τον Σωτήρα Χριστόν χάριν μεγάλην και παράδοξον τόσον, ώστε και εάν τις, όστις δεν τον είχεν άλλην φοράν ίδει και δεν τον εγνώριζε, τον έβλεπεν εν μέσω πολλών Μοναχών, ευθύς θα αντελαμβάνετο ότι αυτός ήτο ο Άγιος Αντώνιος, όχι με το να ήτο υψηλότερος από τους άλλους ή πλατύτερος, αλλά από την κατάστασιν των ηθών και την της ψυχής καθαρότητα, ήτις ήτο αθόρυβος· όθεν είχεν αταράχους και τας έξωθεν αισθήσεις του σώματος και τα κινήματα αυτού. Ήτο δε και εις την πίστιν ευσεβέστατος και της ακραιφνούς Ορθοδοξίας τηρητής ακριβέστατος τόσον, ώστε δεν ήθελε ποτέ να συνομιλήση φιλικά με αιρετικόν τινα, αλλά πολύ τους εχθρεύετο και μάλιστα τους Μανιχαίους και τους Αρειανούς, παρήγγελλε δε εις όλους τους πιστούς να μη τους πλησιάζωσι, καθότι η φιλία των είναι βλάβη ψυχής και απώλεια. Ήλθον δε ποτέ τινές Επίσκοποι και άλλοι πιστοί και παρεκάλεσαν τον Άγιον να υπάγη μέχρι της Αλεξανδρείας δια να στηρίξη τους πιστούς από τους κινδύνους των αιρετικών· όθεν απελθών εκήρυξε την ευσέβειαν κατά των Αρειανών τω τλε΄ (335) έτει, διδάσκων τον λαόν, ότι ο Υιός είναι ομοούσιος τω Πατρί και Αϊδιος· εκείνοι δε είναι όμοιοι των εθνών, λατρεύοντες την κτίσιν παρά τον Κτίσαντα. Οι μεν λοιπόν πιστοί πάντες έχαιρον, ακούοντες από τον Άγιον αναθεματιζομένην την χριστομάχον αίρεσιν. Οι δε της πόλεως άπαντες συνέτρεχον ουχί μόνον ο κοινός λαός, αλλά και οι ιερείς των Ελλήνων, παρακαλούντες να ίδωσι τον άνθρωπον του Θεού, καθότι ούτως ωνόμαζον τον Όσιον, όστις έκαμε και εκεί πολλά θαυμάσια. Όθεν πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν εκείνας τας ολίγας ημέρας, τας οποίας διέτριψεν εκεί εις την πόλιν και εβαπτίσθησαν, βλέποντες τας αρετάς αυτού και εξόχως την μεγάλην γνώσιν και σύνεσιν αυτού την οποίαν είχε, χωρίς να μάθη γράμματα. Όταν δε ήθελε να αναχωρήση, τον προέφθασεν εις την πύλην της πόλεως γυνή κλαίουσα και βοώσα ταύτα: «Άνθρωπε του Θεού, απόμεινον ολίγον δια τον Κύριον, να μη έλθω εις το κελλίον σου με κίνδυνον της ζωής μου, ότι η θυγάτηρ μου βασανίζεται δεινώς υπό δαίμονος». Έφεραν λοιπόν έμπροσθέν του την παίδα, ήτις βλέπουσα αυτόν έπεσε χαμαί, ο δε Άγιος προσηυχήθη και επικαλεσθείς τον Χριστόν ήγειρεν υγιές το κοράσιον. Οι δε παρόντες ηυλόγουν τον Κύριον θαυμάζοντες. Απερχόμενος δε εις το κελλίον του συνήντησεν εις το έξω όρος τους φιλοσόφους Έλληνας, οίτινες ενόμιζον ότι θα χλευάσουν αυτόν επειδή δεν εγνώριζε γράμματα. Ο δε είπεν εις αυτούς· «Τι είναι πρώτον και αίτιον του ετέρου; Ο νους των γραμμάτων ή τούτου τα γράμματα;» Οι δε απεκρίθησαν· «Ο νους είναι πρωτύτερος, επειδή αυτός εύρε τα γράμματα». Λέγει εις αυτούς ο Άγιος· «Όστις λοιπόν έχει υγιά τον νουν δεν χρειάζεται γράμματα». Όθεν εθαύμασαν εκείνοι βλέποντες εις ένα ιδιώτην τοσαύτην σύνεσιν. Ελθόντες δε μετά ταύτα και έτεροι φιλόσοφοι ή μάλλον ειπείν μωρολόγοι και άσοφοι, εδοκίμαζαν με συλλογισμούς να τον νικήσωσι περί πίστεως. Ο δε μάλλον ενίκησεν αυτούς, και δημηγορήσας σοφώτατα άπασαν την θείαν οικονομίαν, εστηλίτευσε την των ειδώλων αυτών ματαιότητα, διότι εγίνωσκε τας μυθολογίας των και τόσον τους ήλεγξεν εις τας αθέσμους πράξεις αυτών, ώστε ίσταντο εκπληττόμενοι, μη έχοντες τι να αποκριθώσιν. Ο δε Άγιος ηρώτησεν αυτούς και πάλιν λέγων· «Ειπέτε μοι, η περί του Θεού γνώσις πως γινώσκεται καλλίτερα και πως αποδεικνύεται βεβαιότερα, με τον λόγον ή με τα έργα; Ποία είναι προτιμοτέρα, η απόδειξις της αληθούς πίστεως με την πράξιν και την ενέργειαν ή η απόδειξις με μόνους τους λόγους;» Οι δε είπον ότι προτιμοτέρα και βεβαιοτέρα είναι η απόδειξις με την πράξιν και τα έργα. Τότε ο Όσιος λέγει εις αυτούς· «Καλώς είπατε· ιδού λοιπόν· εδώ είναι τινές δαιμονιζόμενοι και ιατρεύσατε αυτούς με τους συλλογισμούς σας ή με μαγείαν και άλλην τέχνην, ως βούλεσθε, επικαλούμενοι τα αναίσθητά σας είδωλα· ει δε και δεν δύνασθε, εγώ να τους θεραπεύσω, δια να γνωρίσετε του Εσταυρωμένου Χριστού, τον οποίον χλευάζετε, την άμαχον δύναμιν». Οι δε είπον ότι δεν ηδύναντο να πράξουν τοιούτον θαυμάσιον. Επικαλεσάμενος τότε τον Χριστόν ο Άγιος, εσφράγισε τρισώς τους ασθενείς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού και εθεραπεύθησαν, σωφρονισθέντες δε ηυχαρίστουν τον Κύριον. Οι δε φιλόσοφοι, ιδόντες τοιούτον σημείον, εξεπλάγησαν. Λέγει τότε προς αυτούς ο Άγιος· «Τι θαυμάζετε; Δεν είμαι εγώ εκείνος όστις έκαμε το θαύμα, αλλ’ ο Χριστός, εις τον οποίον, εάν πιστεύετε και σεις, δεν χρειάζεσθε πλέον με λόγους απόδειξιν, αλλά η προς Χριστόν πίστις και αγάπη θα ενεργή ομοίως και εις εσάς». Οι δε φιλόσοφοι θαυμάζοντες εις την σοφίαν των λόγων του και κατασπαζόμενοι αυτόν, ανεχώρησαν ομολογούντες ότι πολλά ωφελήθησαν. Έφθασε δε και εις τους βασιλείς η φήμη του Αγίου και του έγραφον επιστολάς ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι υιοί του Κώνστας τε και Κωνστάντιος, παρακαλούντες αυτόν να τους ανταπαντήση και αυτός ως πατήρ προς τέκνα· όμως ο Άγιος δεν εκενοδόξει ποσώς, ότι του έγραφον οι βασιλείς, αλλά μετά πάσης ταπεινότητος συνεβούλευεν αυτούς τα ψυχωφελή και σωτήρια, λέγων να μη μεγαλοφρονώσιν εις την παρούσαν δόξαν, αλλά να ενθυμούνται την μέλλουσαν ανταπόδοσιν, και ότι ο Χριστός είναι μόνος βασιλεύς αληθής και αιώνιος, τον οποίον πρέπει να μιμώνται και οι επίγειοι βασιλείς, να είναι φιλάνθρωποι, να φροντίζουν δια τους πτωχούς και να κρίνωσι δίκαια. Ήτο λοιπόν εις όλους προσφιλής και αιδέσιμος και πάντες παρεκάλουν πολύ και εδέοντο θερμώς να τον έχωσι πατέρα και διδάσκαλον. Ήτο δε κατά την εποχήν εκείνην ο Άγιος ετών ενενήκοντα, τότε δε εύρεν, ως λέγουσι, κατά θείαν αποκάλυψιν, εις την βαθυτάτην έρημον και τον Όσιον Παύλον τον Θηβαίον και ενεταφίασεν αυτόν κοιμηθέντα. Καθεζόμενος ποτέ δε ο Όσιος είδε φοβεράν και θαυμάσιον έκστασιν, έντρομος δε γενόμενος εστέναξεν. Αναστάς δε και κλίνας τα γόνατα προσηύχετο μετά δακρύων. Έντρομοι όθεν γενόμενοι οι παρόντες παρεκάλουν αυτόν να τους είπη τα ορώμενα. Ο δε Όσιος, στενάξας μεγάλως, απεκρίθη μετά βίας πολλής· «Μεγάλη οργή μέλλει να καταλάβη την Εκκλησίαν μας, διότι θα παραδοθή αύτη εις ανθρώπους ομοίους με τα άλογα κτήνη, ότι είδον την Αγίαν Τράπεζαν του Κυριακού περιτριγυριζομένην από ημιόνους αγρίους, οίτινες ελάκτιζον ατάκτως τους πιστούς, τους εντός του Ναού ισταμένους. Ήκουσα δε και φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Βδελυχθήσεται το θυσιαστήριόν μου». Ταύτα είδεν ο Όσιος και μετά δύο χρόνους εξουσίασαν οι Αρειανοί τας Εκκλησίας, οίτινες αρπάσαντες τα ιερά σκεύη, ωδήγουν μετά βίας εις αυτάς τους εθνικούς από τα εργαστήρια και τους έβαλλον εις την Αγίαν Τράπεζαν, έκαμναν δε εκεί οι αναιδέστατοι όσας ανομίας εβούλοντο. Ότε δε εγένοντο ταύτα, τότε και οι μαθηταί του Οσίου Αντωνίου εγνώρισαν, ότι οι ημίονοι και τα λακτίσματα αυτών προεμήνυον εις τον Άγιον εκείνα τα ανοσιουργήματα, άτινα οι Αρειανοί έπραττον· αλλά και τότε πάλιν ο οξύτατος οφθαλμός του Οσίου, βλέπων ως ενεστώτα τα μέλλοντα, παρηγόρει τους αδελφούς λέγων· «Μη λυπείσθε, τέκνα μου, καθότι ταχέως πάλιν η Εκκλησία απολαμβάνει τον στολισμόν αυτής, διότι εντός ολίγου θα αφανισθή η ασέβεια, και θα λάμψη η ευσέβεια ως πρότερον· σεις δε προσέχετε μη μιανθήτε με τους Αρειανούς, διότι η διδασκαλία των δεν είναι των Αποστόλων, αλλά του δαίμονος». Ταύτα του Οσίου Αντωνίου τα κατορθώματα, και ας μη απιστήση τις εις τόσα θαυμάσια, καθότι ο Σωτήρ είπεν ότι «εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται και ουδέν αδυνατήσει υμίν». Ούτω λοιπόν εποίει και ο Όσιος Πατήρ ημών Αντώνιος και ούτως εθεράπευε πάσαν ασθένειαν ανεμποδίστως με την εκείνου βοήθειαν. Έφθασε δε η φήμη αυτού πανταχού και προσήρχοντο δια να τον ίδουν ουχί μόνον ιδιώται, αλλά και αυτοί οι δικασταί και οι άρχοντες με το πολύ πλήθος των δούλων ίσταντο εις το έξω όρος, επειδή δεν ηδύναντο να υπάγουν δια το πλήθος εις το εσώτερον όρος, εις το οποίον είχε το κελλίον του ο Όσιος, εκείθεν δε του εμήνυον μετά δεήσεως να καταβαίνη προς αυτούς δια να τον απολαύσουν. Αυτός δε προυφασίζετο διαφόρως, φεύγων την τούτων ενόχλησιν. Οι δε δικασταί και οι άρχοντες, έχοντες πόθον να τον ίδωσι και να συνομιλήσωσιν, έστελλον καταδίκους, τους οποίους έσυρον οι δήμιοι δια να λυπηθή καν αυτούς να κατέλθη. Ο δε, ως εύσπλαγχνος όπου ήτο και συμπαθέστατος, εξήρχετο και τους μεν δικαστάς ωφέλει, συμβουλεύων αυτούς να προκρίνουν την δικαιοσύνην από όλα τα πράγματα, εις δε το κελλίον του επέστρεφε τάχιστα. Παρακαλών δε ποτε αυτόν ο δουξ της Αλεξανδρείας, όστις είχε μεταβή εκεί προς επίσκεψίν του, να παραμείνη ολίγον περισσότερον δια να συνευφρανθώσι και να συνομιλήσωσιν, είπεν εις αυτόν και εις τους άλλους το εξής παράδειγμα· «Καθώς οι ιχθύες, εάν παραμείνουν πολλήν ώραν εις την ξηράν, αποθνήσκουσιν, ούτω και οι Μοναχοί, εάν βραδύνωσι μεθ’ υμών των κοσμικών, πολλά ζημιώνονται». Ταύτα εκείνος ακούσας ανεχώρησεν, ομολογών ότι όντως κατά αλήθειαν δούλος ήτο του Χριστού ο Αντώνιος. Στρατηλάτης δε τις, Βαλάκιος τούνομα, εδίωκε κατά πολλά τους Ορθοδόξους δια την αγάπην των δυσωνύμων Αρειανών και επειδή ήτο τόσον ωμός και απάνθρωπος, ώστε και τας παρθένους έδερε και τους Μοναχούς εγύμνωνε και εμαστίγωνεν, έγραψε ταύτα προς αυτόν ο Άγιος· «Βλέπω οργήν, ήτις έρχεται κατά σου. Λοιπόν παύσαι διώκων τους Χριστιανούς, εάν ποθής την υγείαν σου, πριν σε καταλάβη η Θεία Δίκη και τότε θα οδύρεσαι ανωφέλευτα». Ο δε Βαλάκιος, γελάσας, έπτυσε την επιστολήν και την απέρριψεν· εκείνους δε, οίτινες την έφεραν, ύβρισε, παραγγείλας εις αυτούς να είπωσι του Οσίου· «Επειδή φροντίζεις δια τους Μοναχούς, εντός ολίγου θέλω έλθει και προς σε». Εις ολίγας ημέρας εξήλθεν ο Βαλάκιος με τον έπαρχον της Αιγύπτου Νεστόριον, έφιπποι εις δύο ήμερα άλογα, αίφνης όμως εξηγριώθη ο ίππος του επάρχου και δαγκάνει τον Βαλάκιον, ρίψας δε αυτόν εις την γην, τον εσπάραξεν εις τον μηρόν δυνατά τόσον, ώστε εντός τριών ημερών εξέψυξεν· όθεν πάντες εθαύμασαν εις το προορατικόν του Οσίου. Ούτω λοιπόν ο Όσιος τους μεν ατακτούντας ενουθέτει, τους δε αδικουμένους υπερήσπιζε και καθολικά ήτο εις ιατρός πεμφθείς από τον Θεόν εις όλην την Αίγυπτον. Όσοι δε ήρχοντο εις αυτόν λυπούμενοι και θρηνούντες δια τους τεθνηκότας αυτών η δι’ άλλην τινά ζημίαν, επέστρεφον παρηγορούμενοι. Οι πένητες παρεμυθούντο, έκαμνον αγάπην οι οργιζόμενοι, εσωφρόνουν οι ακόλαστοι, οι υπό δαιμόνων και ετέρων λογισμών ενοχλούμενοι θαυμασίως εθεραπεύοντο και με ένα λόγον ουδείς συνήντησε τον Όσιον χωρίς να λάβη παρ’ αυτού μεγάλην ωφέλειαν· όθεν και εις την κοίμησιν αυτού πάντες την ορφανίαν ωδύροντο. Ταύτην προγνωρίσας ο Άγιος, επήγεν εις το έξω όρος και λέγει εις τους αδελφούς· «Αύτη είναι η προς υμάς τελευταία μου επίσκεψις, ήλθον δε να σας αποχαιρετήσω, επειδή είμαι εκατόν πέντε χρόνων και μέλλει εις ολίγας ημέρας να υπάγω προς τον ποθούμενον». Οι δε ακούσαντες έκλαιον, ενηγκαλίζοντο και κατεφίλουν τον γέροντα. Ο δε μάλλον έχαιρε, καθότι ανεχώρει από γην αλλοτρίαν και προς την πατρίδα απήρχετο, νουθετών δε αυτούς έλεγε· «Μη αμελείτε εις την άσκησιν, αλλ’ ώσπερ να ήτο η τελευταία ημέρα σας, ούτω καθ’ εκάστην να αγωνίζεσθε. Φυλάττεσθε από ρυπαρούς λογισμούς· μη συγκοινωνείτε με τους αιρετικούς· τηρείτε την των Πατέρων παράδοσιν προ πάντων δε την ευσέβειαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, καθώς και από τας Γραφάς εμάθετε». Οι αδελφοί λοιπόν, ταύτα ακούοντες, πολλά τον παρεβίαζον να παραμείνη πλησίον των δια να τελευτήση εκεί, αλλά δεν ηθέλησε, διότι οι Αιγύπτιοι είχον συνήθειαν να μη θάπτουν εις την γην των εναρέτων ανδρών και μάλιστα των Αγίων Μαρτύρων τα σώματα, αλλά τα εφύλαττον εις τους κραββάτους εσμυρνισμένα δι’ ευλάβειαν. Ο δε μακάριος Αντώνιος πολλά τους ημπόδιζεν από την κακήν ταύτην συνήθειαν, ενθυμίζων εις αυτούς, ότι και των πάντων Αγιώτερον Δεσποτικόν Σώμα ετάφη. Πολλοί δε ακούοντες ταύτα διωρθώθησαν. Δια να μη κάμουν λοιπόν και εις το λείψανον αυτού τα ίδια, δεν έμεινεν εις την Αίγυπτον, αλλ’ αποχαιρετήσας αυτούς, επέστρεψε ταχέως εις το κελλίον του. Εις ολίγον καιρόν ησθένησε και καλέσας τους ως άνω ειρημένους δύο μαθητάς, οίτινες τον υπηρέτησαν εις το έσω όρος χρόνους δεκαπέντε και ήσαν αγωνισταί ενάρετοι, είπεν εις αυτούς· «Εγώ μεν υπάγω προς τον Δεσπότην μου, σεις δε νήφετε και προσέχετε ακριβώς, να μη αποκάμητε από την πολυχρόνιον άσκησιν· αλλ’ ώσπερ να αρχίζετε τώρα, ούτω σπουδάζετε να φυλάσσητε την προθυμίαν σας πάντοτε, τας επιβουλάς των δαιμόνων γινώσκοντες, οίτινες είναι μεν άγριοι, αλλ’ ασθενείς εις την δύναμιν και μη τους φοβείσθε. Ζήσετε δε πιστεύοντες και ανανεύοντες αεί προς τον Κύριον, ως καθ’ ημέραν αποθνήσκοντες, πάντοτε ενθυμείσθε δε τας παραγγελίας, τας οποίας σας έδωσα». Είπε δε πάλιν προς αυτούς ο Όσιος· «Μη έχετε τινα κοινωνίαν προς αιρετικούς, αλλά μάλλον σπουδάζετε να ευρίσκεσθε πάντοτε με τον Κύριον και τους Αγίους αυτού, δια να σας υποδεχθούν και αυτοί εις τας αιωνίους σκηνάς μετά θάνατον. Εάν δε ενδιαφέρεσθε και δι’ εμέ, μνημονεύετέ με ώσπερ Πατέρα σας. Μη αφήτε δε τινά να λάβη το σώμα μου εις την Αίγυπτον, αλλά θάψετε αυτό εις τόπον απόκρυφον, δια να το λάβω εις την ανάστασιν των νεκρών παράτου Σωτήρος σώον και άφθαρτον. Μοιράσετε τα ενδύματά μου, δότε του Επισκόπου Αθανασίου την μίαν μηλωτήν και το παλαιόν ιμάτιον, όπερ έβαλλον υπό την στρώσιν μου, το οποίον αυτός καινόν μού εχάρισε· την δε ετέραν νηλωτήν δότε του Επισκόπου Σεραπίωνος, σεις δε έχετε το τρίχινόν μου ένδυμα, και σώζεσθε εν Κυρίω, ότι ο Αντώνιος δεν ευρίσκεται πλέον μεταξύ σας, αλλά μεταβαίνει προς τον ποθούμενον». Αφού δε είπε ταύτα, οι μεν κατεφίλησαν αυτόν δακρυρροούντες, ο δε ήπλωσε τους πόδας και βλέπων ώσπερ φίλους τους Αγίους Αγγέλους ελθόντας επ’ αυτόν και περιχαρής γενόμενος, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, εν έτει τνστ΄ (356). Οι δε μαθηταί αυτού αόκνως ετέλεσαν όσα τους παρήγγειλεν ο Όσιος, λαβόντες δε αυτού τα ιμάτια, τα είχον ως θησαυρόν πολύτιμον. Από ταύτα τα ολίγα, τα οποία εγράψαμεν, ημπορείτε να καταλάβητε οποίος ήτο ο θείος Αντώνιος. Ετήρησεν από την νεότητα έως το γήρας ίσην την προθυμίαν της ασκήσεως και μήτε δια το γήρας ενικήθη να φάγη τροφήν παχυτέραν, μήτε δια την αδυναμίαν του σώματος ήλλαξεν ένδυμα, ούτε καν τους πόδας του ένιψε, και πάλιν έμεινεν αβλαβής εις όλα τα μέλη του, βλέπων καλώς και υπηρετών προθυμότερα απ’ εκείνους, οίτινες φορούν εις τον κόσμον διάφορα ενδύματα, εσθίουν ποικίλα βρώματα, λούονται και άλλας πολλάς ιατρείας μετέρχονται, οίτινες ασθενούσι πολλάκις και κινδυνεύουσιν, αυτός δε καν ένα οδόντα δεν έβγαλεν, ούτε ποτέ η κεφαλή του επόνεσε, μόνον οπόταν ετελεύτησεν. Το δε θαυμασιώτερον, ότι, αν και δεν έμαθε γράμματα, ούτε επαιδεύθη ποσώς την έξω σοφίαν, ούτε τέχνην τινά, εν τούτοις από μόνην την έσω θεοσέβειαν της θεοφιλούς αυτού ψυχής κατέστη περιώνυμος ουχί μόνον εις την Αίγυπτον αλλά και εις τας έξω χώρας, Αφρικήν, Ισπανίαν, Ευρώπην, Ασίαν και εις όλον τον κόσμον, ως άλλος ουδείς, ώστε όλοι τον επόθουν, τον ετίμων και τον εθαύμαζον. Τούτο ήτο όλως δώρον Θεού, όστις προστάσσει τους Αγγέλους αυτού και ευφημίζουν τους δούλους του πανταχού, όσον αυτοί μισούσι την δόξαν ως ταπεινόφρονες. Ταύτα αναγνώσατε εις τους αδελφούς, δια να μάθωσι ποία πρέπει να είναι η πολιτεία του Μοναχού και να πιστωθούν ότι ο Δεσπότης Χριστός δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντος. Εκείνους δε οίτινες του δουλεύουν έως τέλους ουχί μόνο τους κάμνει μετόχους της ουρανίου Βασιλείας του, αλλά και εις τον κόσμον τούτον, όσοι αυτοί σπουδάζουν να κρύπτουν την αρετήν των, τόσον τους κάμνει πανταχού διαβοήτους και ευφημίζει αυτούς εις απάντων ωφέλειαν και εις δόξαν αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και Ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου