Στις 13 Σεπτεμβρίου του
1950 (νέο ημερολόγιο), έφθασε ο Χαράλαμπος στο Άγιον Όρος και την επομένη ήρθε
να επισκεφθή τον Γερο-Αρσένιο, που ήταν θείος και νονός του. Όπως είδαμε στην
αρχή, η οικογένεια του Χαράλαμπου καταγόταν από τον ευλογημένο Πόντο. Με τις
Τουρκικές πιέσεις όμως του 1880, ολόκληρη η οικογένειά του, μαζί με χιλιάδες
άλλους Ποντίους, πέρασαν απέναντι στην νότιο Ρωσία. Έτσι, ο Χαράλαμπος
γεννήθηκε στην Ορθόδοξη Ρωσία το 1910, και βαπτίσθηκε από τον θείο του, τον
μετέπειτα μοναχό Αρσένιο. Αλλά εξ αιτίας της κομμουνιστικής επαναστάσεως η
οικογένειά του μετώκησε. Ενώ λοιπόν ήταν ήδη δώδεκα ετών, το 1922, η οικογένειά
του έφθασε στο Αρκαδικό της Δράμας. Ο Χαράλαμπος γράφτηκε στο Δημοτικό σχολείο
και ήταν πολύ καλός μαθητής. Έκανε και δύο χρόνια στο Γυμνάσιο με εξαιρετικές
επιδόσεις, αλλά τα χρόνια ήταν δύσκολα και χρειάσθηκε να σταματήση τις σπουδές
του, για να βοηθήση τον πατέρα του. Λέγεται όμως, ότι και ο πατήρ Αρσένιος είχε
γράψει στον Λεωνίδα να βγάλη τον Χαράλαμπο από το σχολείο, διότι από το Άγιον
Όρος είχε «δει» πως κάτι παρέες στο σχολείο πολύ θα τον ζημίωναν πνευματικά.
Στις αρχές της νεότητάς του ο Χαράλαμπος ήταν πολύ κοινωνικός νέος, άφθαστος σε
χορούς και αθλήματα.
Αλλά η καρδιά του ποθούσε τα υψηλότερα, τα αιώνια. Έτσι, κατά θεία νεύσι, γνωρίσθηκε με κάποιον ευλαβέστατο Ρώσο που διέφυγε την κομμουνιστική σφαγή, ονομαζόμενον Ηλία, ο οποίος και τον δίδαξε να αγωνίζεται με την ευχούλα. Ο κυρ-Ηλίας χρημάτισε κάτι σαν Γέροντας του κοσμικού Χαράλαμπου. Ο Χαράλαμπος υπηρέτησε στον στρατό και πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο εναντίον των Ιταλών με τον βαθμό του δεκανέα. Γνώρισε, δηλαδή, από κοντά το ηρωϊκό έπος του 1940. Η απρόσμενη εξέλιξις ανάγκασε τον Χίτλερ να αποσπάση δυνάμεις από το δυτικό μέτωπο, για να σώση το κύρος των συμμάχων του Ιταλών. Έτσι την Κυριακή της 6ης Απριλίου το 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν αστραπιαίως στην Ελλάδα, έχοντας για εφεδρείες τις Βουλγαρικές δυνάμεις. Το μέτωπο έσπασε, ο στρατός διαλύθηκε και άρχισαν οι μαύρες σελίδες της Γερμανικής Κατοχής. Η ανατολική Μακεδονία (μέχρι τον Στρυμόνα) και η Θράκη, δόθηκαν στους Βουλγάρους. Οι τελευταίοι, στην προσπάθειά τους να οικειοποιηθούν ολόκληρη την Μακεδονία, φόνευσαν πολλούς Ελληνες, ακόμα και κληρικούς. Μόνο στον νομό της Δράμας σφαγιάσθηκαν τότε δεκατέσσερεις ιερείς και χιλιάδες λαϊκοί (η τρομακτική αυτή σφαγή άρχισε στις 29 Σεπτεμβρίου 1941). Στις χαλεπές αυτές ημέρες συνελήφθη και ο Χαράλαμπος μαζί με άλλους συμπατριώτες του και ωδηγήθηκαν από τους Βουλγάρους για εκτέλεσι. Τότε επικαλέσθηκε σε βοήθεια τον «αιχμαλώτων ελευθερωτή», Μεγαλομάρτυρα άγιο Γεώργιο, κάνοντας τάμα πως εάν τον σώση θα γίνη μοναχός. Πράγματι, με άμεση θαυματουργική και οφθαλμοφανή επέμβασι του αγίου Γεωργίου σύντομα αφέθηκε ελεύθερος αυτός και οι άλλοι. Από τότε η καρδιά του πλέον δόθηκε εξ ολοκλήρου στον Χριστό μας. Μα ένα σωρό εμπόδια ξεφύτρωσαν στον δρόμο του. Κατ΄ αρχάς, με την προτροπή του δασκάλου του Γερο-Ηλία, παρέμεινε στον κόσμο μέχρι να περάσουν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, προς στηριγμό των συμπολιτών του. Κατά το 1944, όταν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής απεχώρησαν, θεία βουλήσει, συνέβη ένα άλλο θλιβερό περιστατικό. Πέθανε ο πατέρας του σε σχετικά νεαρή ηλικία κι΄ έτσι ο Χαράλαμπος αναγκάσθηκε να παραμείνη στον κόσμο ως προστάτης της οικογενείας του μέχρι τα 41 του χρόνια. Παρά ταύτα όμως ζούσε πολύ ασκητικά. Η ζωή του κυλούσε με σκληρή εργασία κατά την ημέρα, για να συντηρήση την οικογένειά του και με πολύωρες αγρυπνίες προσευχής κάθε βράδυ. Με τον τίμιο ιδρώτα του σπούδασε τα μικρά του αδελφάκια και με τα πύρινα δάκρυά του διατηρούσε άσβεστη την φλόγα της πλήρους αφιερώσεως στον Θεό. Παράλληλα, ένθερμος ζηλωτής όπως ήταν ο Χαράλαμπος, ηγήθηκε τοπικά του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος. Όταν λοιπόν ενηλικιώθηκαν και σπούδασαν τα αδέλφια του, θέλησε πλέον να εκπληρώση την υπόσχεσί του και να γίνη μοναχός. Αλλά δεν τον άφηναν οι συμπατριώτες του, διότι οι ομόφρονές του ζηλωτές έλεγαν πως τον είχαν ανάγκη.
–Βρε καταλαβαίνετε; Έδωσα υπόσχεσι στον Θεόν, έλεγε.
–Όχι, απαντούσαν εκείνοι, έχεις καθήκον χάριν του αγώνος να παραμείνης στον κόσμο. Κι΄ εδώ αφιερωμένος είσαι.
Έτσι, λοιπόν, και πάλι εμποδιζόταν από το να εκπληρώση την κλίσι της καρδιάς του. Ο Χαράλαμπος ήταν θερμός ζηλωτής μεν, ωστόσον όμως είχε και την διάκρισι να γνωρίζη τα όρια. Η στάσις του ήταν στάσι διαμαρτυρίας και όχι αποστασίας. Όμως , ανέλπιστα, η παλαιοημερολογίτικη ηγεσία το 1950 εξέδωσε την διαβόητο εγκύκλιο, με την οποία κατεδίκαζε σύμπασα την τοπική Εκκλησία της Ελλάδος. «Μόλις έπεσε στα χέρια μου αυτό το χαρτί (η εγκύκλιος), διηγείτο αργότερα, τόσο πολύ στενοχωρέθηκα, τόσον έκλαυσα, τόσον απογοητεύθηκα, ώστε έλεγα μόνος μου: Αχ ταλαίπωρε, ο Θεός σε εκάλεσε για την αγγελική ζωή και συ έκατσες να σώσης τον κόσμο. Να και τα αποτελέσματα. Όσο λοιπόν πιο γρήγορα μπορείς, τρέξε στον προορισμό σου, μη τυχόν σε βρη απότομα κανένας θάνατος και φανής ασυνεπής στην υπόσχεσιν που έδωκες στον Θεό». Τελικά την Τρίτη της 13ης Σεπτεμβρίου του 1950, έφθασε ο μεσήλικας πλέον Χαράλαμπος στο Άγιον Όρος, με τελικό σκοπό να μονάση κοντά στον θείο και νονό του, πατέρα Αρσένιο. Την άλλη μέρα κιόλας της αφίξεώς του, την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, κίνησε για την Αγία Άννα, να βρη τον θείο του. Ο ίδιος διηγείται τις πρώτες ημέρες του ως εξής: «Μπέρδεψα τον δρόμο και αντί να πάρω το ανήφορον προς τα πάνω, βγήκα στα Καρούλια. Μετά ξαναγύρισα πίσω, είχα και φορτίο, και έως ότου ανέβω ο ήλιος βασίλευε. Ανεβαίνοντας και όλο πλησιάζοντας την περιοχή δεν διέκρινα τίποτ΄ άλλο από βράχια. Γι΄ αυτό αναγκάσθηκα κάθε τόσο να φωνάζω: «πάτερ Ιωσήφ, πάτερ Αρσένιε» Τίποτα. Ύστερα ακούω μια γλυκιά φωνή: «Έλα εδώ, εδώ έξω». Πλησιάζω, λοιπόν, και βλέπω έναν μεσήλικα, ρακένδυτο μοναχό, ξυπόλητο, ξεσκέπαστο και μ΄ ένα ράσο ξεσχισμένο. Με πέρασε στην σπηλιά του, και τι να δω! Μια στενή σπηλιά, μισοσκότεινη, ανεπιμέλητη, γεμάτη αράχνες και σκουπίδια. Πάνω σ΄ ένα τσουβέλι κοιμόταν! Μόλις, λοιπόν, έμαθα πως ο εν λόγω μοναχός ήταν ο πατήρ Αθανάσιος από την συνοδεία του Γέροντος Ιωσήφ, ξαφνιάσθηκα. «Τι καλόγεροι είναι αυτοί;» Τα ΄χασα. «Τέτοια καλογερική θα κάνω;» άρχισα να διερωτώμαι. «Βρε την άσκησι δεν την φοβάμαι, όμως με τέτοιες συνθήκες δεν μπορώ να ζήσω. Η μάνα μου μ΄ έπλενε, με σκούπιζε, με σιδέρωνε. Καλογερική είναι αυτή εδώ ή γυφταριό και κάτι χειρότερο;» Και ενώ σκεπτόμουν απελπισμένος αυτά, μου λέει με πολλή ευγένεια ο πατήρ Αθανάσιος: --Έλα, έλα. Έλα να σε πάω. Τον Γέροντα θέλεις; Τον πατέρα Αρσένιο; Εγώ, βλέποντάς τον έτσι ξυπόλητον, απελπίσθηκα». Μ΄ αυτές τις εντυπώσεις, λοιπόν, κίνησε για τον Γέροντα. Και συνέχισε την διήγησι ο παπα-Χαράλαμπος: «Μετά με πήγε στον Γέροντα. Προκατειλημμένος από την εντύπωσι της πρώτης εικόνας δεν ήθελα να μπω μέσα. Μόλις λοιπόν μπήκα μέσα, όλως παραδόξως, εδώ η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική. Ναι μεν κελλί μικρό και στενόχωρο, αλλά όμως περιποιημένο, καθαρό, συμμαζεμένο. Ε, τότε ανάσανα! Δεν πέρασε πολύ χρόνος και το σήμα έφθασε και στον πατέρα Αρσένιο, ο οποίος με υποδέχτηκε με πολλή χαρά. Δεν συζήτησα πολύ. Ήμουν και πολύ κουρασμένος και νηστικός.
–Δεν έφαγες;με ρώτησε.
–Όχι, δεν έφαγα, απήντησα. Σήμερα δεν τρώω. Ενάτη θα έκανα. Ξεκίνησα από το πρωϊ, αλλά έχασα τον δρόμο. Μέχρι το βασίλεμα του ηλίου δεν έφαγα. Είχα την τακτική αυτή: Τετάρτη και Παρασκευή να μην τρώω. Ο Γέροντας έφτιαξε κάτι και φάγαμε. Στην συζήτησι επάνω λέγει ο Γέροντας:
--Εις τον κόσμο τι έκανες;
--Δεν ξέρω τι έκανα. Προσπαθούσα κάτι να κάνω, έκανα όλα τα καθήκοντά μου. Μετά δύο χρόνια γνώρισα ένα γεροντάκι, τον Γερο-Ηλία, και αυτός με έσωσε. Αυτός με έβαλε με το κομποσχοίνι να κάνω όλες τις ακολουθίες, Εσπερινόν, Απόδειπνο…, είτε στο χωράφι είτε στο σπίτι μου ήμουν. Αυτός ήταν από την Ρωσία φευγάτος. Ήταν σ΄ ένα μοναστήρι, που το κατέστρεψαν, το έκαψαν και σκότωσαν τους μοναχούς.
–Αυτός είχε την Νοερά προσευχή; Ρωτάει ο Γέροντας.
–Εγώ δεν ξέρω αν είχε Νοερά προσευχή, απαντώ, αλλά έλεγε νύχτα-μέρα μέσα του την ευχή. Μάλιστα μου έλεγε ο Γερο-Ηλίας ότι, όταν ήταν στο μοναστήρι, από δύο ώρες μακρυά, όποιος ερχόταν τον έβλεπε κι΄ έλεγε στον Γέροντά του: «Γέροντα, έρχονται οι τάδε γι΄ αυτήν την υπόθεσι». Ρωτούσε ο ηγούμενος: «Πως το ξέρεις;» «Να, Γέροντα, έλεγε ο Γερο-Ηλίας, σαν να τους βλέπω μπροστά μου, είναι ένας ξανθός κι΄ ένας μελαχρινός».
–Αυτός σε έσωσε, ξαναείπε ο Γέροντας, και αυτή η προσευχή που έκανες εκεί. Λέγω εις τον Γέροντα:
--Εγώ, Γέροντα, ήρθα να σας δω, εσάς και τον Γερο-Αρσένιο. Θα μείνω λίγο κοντά σας και κατόπιν θα πάω στην Αθήνα και απ΄ εκεί στην Αίγινα.
–Δεν πας πουθενά, λέγει ο Γέροντας Ιωσήφ.
–Όχι Γέροντα, λέγω, θα καθίσω είκοσι ημέρες, έστω ένα μήνα και κατόπιν θα πάω στην Αθήνα.
–Καλά, καλά, θα δούμε, ξαναλέγει ο Γέροντας. Μ΄ αυτά τα λόγια χωρίσθηκαν και ο Χαράλαμπος πήγε να ξεκουρασθή. Ο Γέροντας Ιωσήφ όμως είχε άλλα σχέδια. Και συνεχίζει την διήγησι ο παπα-Χαράλαμπος: «Την πρώτη βραδυά με είχε αφήσει και κοιμήθηκα. Την δεύτερη βραδυά, αφού κοιμηθήκαμε και κατόπιν ξυπνήσαμε, λέγει ο Γέροντας, για να με δοκιμάση:
--Εμείς εδώ ζούμε πολύ σκληρά, εσύ δεν φαντάζομαι να μπορέσης.
–Θα δοκιμάσω, Γέροντα.
–Ο θείος σου κάνει τρεις χιλιαδες μετάνοιες κάθε βράδυ, εσύ μπορείς;
--Να δοκιμάσω, Γέροντα.
–Πάτερ Αρσένιε, πάρ΄ τον και πηγαίνετε να κάνετε από 3000 μετάνοιες. Να δούμε πόσες μετάνοιες θα κάνη. Αρχίσαμε λοιπόν, να κάνουμε μετάνοιες και τελειώνει πρώτος ο Γερο-Αρσένιος. Εμένα μου έμειναν ακόμα άλλες πενήντα μετάνοιες. Αλλά η αλήθεια είναι ότι του Γερο-Αρσενίου το έδαφος ήταν λίγο ανηφορικό, ενώ εμένα ίσιο. Τελείωσα και με φώναξε ο Γέροντας.
–Πως βλέπεις, Χαράλαμπε, τα πράγματα; Θ΄ αντέξης;
--Έτσι θα πάμε; ρωτώ.
–Τι είναι; Ρωτά ο Γέροντας.
–Προς το παρόν δεν δυσκολεύθηκα. Στο μέλλον δεν ξέρω.
–Λοιπόν, θέλεις να δοκιμάσης;
--Ναι Γέροντα, γι΄ αυτό ήλθα. Μόνο που προγραμμάτισα να πάω κάπου και μετά να γυρίσω οριστκά.
–Που θα πας;
--Θα πάω στην Αίγινα να δω την θεία μου την καλογριά, την αδελφή του Γερο-Αρσενίου, την Ευπραξίαν, να την αποχαιρετήσω και να λάβω την ευχήν της.
–Άκουσε ΄δω, αν ήλθες σ΄ εμάς για καλόγερος, την θεία σου την Ευπραξίαν ξέχασέ την. Αν πάλι θέλεις να πας στην θεία σου, κανείς δεν σε εμποδίζει. Μόνο σ΄ εμάς δεν θα ξαναγυρίσης.
–Μα, Γέροντα, εγώ εδώ αναπαύθηκα, εδώ θέλω να μονάσω.
–Αν θέλεις εδώ να μονάσης, κάθισε, είσαι δεκτός, αν όμως φύγης τώρα, εδώ η πόρτα έκλεισε.
–Βρε τι έπαθα! Μα, Γέροντα, εγώ ήλθα εδώ με πρόγραμμα.
–Προοόγραμμα; Καλόγηρος και πρόγραμμα; Που βρήκες τέτοιαν καλογερική με θελήματα και προγράμματα;»
Ο Γέροντας ως διορατικός που ήταν, με τους πνευματικούς του οφθαλμούς είχε δει όλη την μελλοντική εξέλιξι και προκοπή του υποψηφίου και δεν τον άφηνε να φύγη από κοντά του. Έτσι, πάλαιψε αρκετά και τελικά ο Χαράλαμπος «έχασε» την μάχη, είπε το «ναι» και έμεινε έκτοτε κοντά στον Γέροντά μας μέχρι την οσιακή κοίμησί του. Πολύ σύντομα, ο νεαρός Χαράλαμπος κατενόησε πως τα ασκητικά αγωνίσματα στον κόσμο είναι πολύ πιο εύκολα απ΄ ότι στην μοναχική ζωή, μιας και στην τελευταία έρχεσαι αντιμέτωπος στήθος με στήθος με τους δαίμονες. Και συνέχισε ο πατήρ Χαράλαμπος την διήγησί του ως εξής: «Τις πρώτες δύο-τρεις βραδυές που ήρθα και έμεινα εις το ασκητήριο του Γέροντος Ιωσήφ, ως κοσμικός ε, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε που δεν μ΄ άφησε να κοιμηθώ, δεν μ΄ άφηνε να κάνω προσευχή: Πάω να κοιμηθώ, και να, ο διάβολος επάνω μου ολόκληρος. Πότε σαν σκύλος, πότε σαν άνθρωπος, πότε σαν λιοντάρι. Εγώ από τον φόβον μου, σηκωνόμουν και έκανα προσευχή. Έτσι άϋπνος τελείως την ημέρα, δεν μπορούσα να κάνω τα καθήκοντά μου και να προσευχηθώ. Όταν με ρώτησε ο Γέροντας πως πηγαίνω, του περιέγραψα τι συμβαίνει.
–Τι έκανες, ερωτά ο Γέροντας, μήπως σηκώθηκες και έκανες προσευχή από τον φόβο σου;
--Ναι, Γέροντα απαντώ.
–Έτσι, όμως, δεν σ΄ άφησε να κοιμηθής και τώρα δεν μπορείς να κάνης τα καθήκοντά σου και να προσευχηθής. Αν έρχεται από το ένα μέρος, εσύ να γυρίζης από το άλλο κάνοντας τον σταυρό σου και θα φύγη. Να μη δίνης σημασία. Θα μάθης να τον πολεμάς και κατόπιν ούτε σημασία θα του δίνης. Έτσι πράγματι κι΄ έγινε. Μετά την δεύτερη βραδυά, άρχισε να με καθοδηγή. Σε μια εβδομάδα τόση παρηγοριά βρήκα, που ευωδίαζε όλος ο τόπος, όπου κι΄ αν πήγαινα». Επειδή για χρόνια ολόκληρα στον κόσμο ο Χαράλαμπος ήταν ηγετικό στέλεχος των παλαιοημερολογιτών, ο Γέροντας έκρινε αναγκαίο να του μιλήση, για να τον βοηθήση να καταλάβη την στάσι μας. Διότι από την αρχή ήμασταν με τους ζηλωτάς και μόλις λίγους μήνες πριν φθάση κοντά μας ο Χαράλαμπος, γυρίσαμε με τα μοναστήρια. Τον πήρε, λοιπόν, ιδιαιτέρως ο Γέροντας κι΄ άρχισε με τρόπον να τον κατατοπίζη για την πλάνη των Ματθαιϊκών. Του εξήγησε ότι με το να υποστηρίζουν ότι τα Μυστήρια της επίσημης Εκκλησίας είναι άκυρα, βλασφημούν κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι ανήγαγον ένα θέμα Λατρείας (το ημερολόγιο) σε θέμα πίστεως. Του τόνισε επίσης ότι δεν φθάνει μόνο η ασκητική ζωή, αλλά χρειάζεται και η ορθόδοξος πίστις. Όπως είχαμε προαναφέρει, ο Χαράλαμπος από τον κόσμο είχε μόνος του κατανοήσει πως οι ζηλωτές είχαν πέσει έξω. Αλλά με την διδασκαλία του Γέροντος άρχισε κι΄ αυτός λίγο-λίγο να αντιλαμβάνεται τα πράγματα πολύ καλύτερα. Μας είπε ο παπα-Χαράλαμπος: «Σκέφθηκα τότε πρώτον ότι εγώ την Χάρι του Θεού την γνώρισα με το νέο ημερολόγιο σαν κοσμικός. Θυμήθηκα και την Χάρι που είχαν άλλοι γνωστοί μου και φίλοι, όντες με το νέο ημερολόγιο. Δεύτερον θυμήθηκα τότε κι΄ ένα περιστατικό της κοσμικής ζωής μου, όταν ήμουν σφόδρα φανατικός παλαιοημερολογίτης. Ήρθε ένας ιερέας (με το νέο ημερολόγιο), για να κάνη αγιασμόν στο σπίτι μας. κι΄ εγώ φανατικός όπως ήμουν, και πιστεύοντας ότι δεν έχουν Χάρι τα Μυστήρια των νεοημερολογιτών, τον έδιωξα. «Μα, παιδί μου, μου έλεγε ο ιερεύς, ο ίδιος Σταυρός είναι, όλα ίδια είναι, έγκυρα είναι τα Μυστήρια». Εγώ όμως τον έδιωξα, αυτό όμως ήταν πλάνη αφού όλην την ημέρα εκείνη, είχα μια δαιμονική ταραχή, τρεμούλα και θλίψι μέσα μου, αλλά κοσμικός ων, δεν μπόρεσα να εξηγήσω και να καταλάβω, την αιτία όλης αυτής της καταστάσεως». Εκτός από τις δυσκολίες προσαρμογής, ο νεαρός Χαράλαμπος έπρεπε να περάση και από τις εξετάσεις του Γέροντος. Μάλιστα η πρώτη εξέτασις ήρθε πολύ σύντομα. Μας διηγήθηκε κάποτε: «Θα είχε περάσει μια εβδομάδα από την ημέρα που ήρθα και μου λέγει ο Γέροντας:
--Θα πας εκεί πάνω στο υψωματάκι, που έχει ένα θαυμάσιο καλυβάκι. Θα χαίρεσαι να κάθεσαι μέσα. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσης εκεί και θα μείνης μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;
--Να ΄ναι ευλογημένο Γέροντα.
Έβαλα μετάνοια και αμέσως σκαρφάλωσα τα βράχια. Εγώ νόμισα ότι θα είναι κανένα περιποιημένο καλυβάκι. Μόλις όμως πήγα εκεί, τι να ιδω; Έναν βράχο από την μια μεριά, μία ξύλινη πόρτα από την άλλη, που ένα-δύο βήματα να έκανες μέσα στο κελλί, το κεφάλι σου θα χτυπούσε πάνω στον βράχο. Ένα ξύλινο παλιό κρεββάτι, με μια κουβέρτα πάνω. Χώματα δεξιά κι΄ αριστερά, ένα μαξιλάρι με άχυρα, και πολλές τρύπες, που μπορούσαν να μπουν φίδια μέσα. Άρχισα να μονολογώ: «Τι μου λέγει ο Γέροντας καλό και καλό! Τι καλύβι είναι αυτό;» Μπορεί να το είπα αυτό πέντε – έξι φορές. Αλλά τι να κάνω, αφού το είπε ο Γέροντας; Κάτω δεν το βάζω, έστω και να πεθάνω, αν δεν με φωνάξη ο Γέροντας, πίσω δεν γυρνάω. Ας πεθάνω στην υπακοή, παρά να λιποτακτήσω. Μετά, δωσ΄ του προσευχή, δωσ΄ του προσευχή, έξι ώρες συνέχεια. Ύστερα με ΄πιασαν τα κλάμματα, μία ώρα έκλαιγα. Παρακαλούσα και ευχαριστούσα τον Θεό. Τον παρακαλούσα να συγχωρέση και τον τελευταίο άνθρωπο πάνω στην γη. Κι΄ εγώ που νόμιζα ότι κάτι έκανα στον κόσμο, τι πλανεμένος που ήμουν! Όταν έλεγα ότι κάτι κάνω τρέχοντας από ΄δω και από ΄κει! Και τώρα εδώ νύχτα-ημέρα πολεμώ και δεν μπορώ να βάλω τον εαυτό μου σε μια σειρά. Κι΄ ευχαριστούσα τον Θεό που με έφερε ΄δω. Ύστερα μου ήρθε μία αλλοίωσις! Πω-πω –πω! Έβλεπα εκείνο το κελλί σαν παλάτι και δεν ήθελα να φύγω! Τόσο ωραίο και καλό μου φαινόταν. Το βράδυ έβλεπα τον ουρανό, την θάλασσα και δεν μπορούσα να βαστάξω τα δάκρυά μου. Δεν ήθελα πλέον να φύγω από ΄κει! Και μετά από 2-3 ημέρες ακούω μία φωνή:
--Χαράλαμπε, είπε ο Γέροντας να κατέβης κάτω.
Πιστέψτε με, με βαριά καρδιά κατέβηκα. Με πήρε στο κελλί του ο Γέροντας και με ερωτά:
--Χαράλαμπε, θέλω να μου πης την αλήθεια. Πως πήγες;
--Καλά Γέροντα, πολύ καλά! Αρχικώς μόλις είδα το καλυβάκι με τα χώματα και τις τρύπες, μπορεί να είπα πέντε-έξι φορές: «Μα, τι μου λέγει ο Γέροντας καλό, καλό! Κελλί είναι αυτό; Εδώ τα φίδια μπαίνουν μέσα!» αλλά κατόπιν, άρχισα να προσεύχομαι. Θεέ μου! Μία παρηγοριά, μία ανέκφραστος ειρήνη, χαρά και δάκρυα. Άρχισα να προσεύχωμαι για όλους τους εχθρούς μου. Τελευταία μου φάνηκε ότι δεν ήθελα να φύγω. Όπως μου είπες, έτσι κι΄ έγινε.
–Παιδί μου, άρχισε να λέγη ο Γέροντας, να, αυτό είναι ο μοναχισμός. Άμα έρχεται ο Θεός μέσα σου, όλα είναι καλά και όμορφα! Άμα λείπη ο Θεός, όλα είναι στραβά. Ο νεαρός Χαράλαμπος έμελλε να μάθη κι΄ άλλα για την γλυκύτητα της ησυχαστικής ζωής. Και συνέχισε την διήγησί του: «Έτσι, λοιπόν, μέσα σε οκτώ περίπου ημέρες που έμεινα, πέταξα τα κοσμικά ρούχα και φόρεσα τα καλογερικά. Δεν θα πέρασαν δέκα ημέρες και ήταν η πανήγυρις της Αγίας Άννης. Όταν πήγαμε στην πανήγυρι και άκουσα τις ψαλμωδίες, νόμισα ότι από τον ουρανό κατέβηκαν. Δεν είχα ακούσει στον κόσμο τέτοιες ψαλμωδίες. Όταν γύρισα λέω στον Γέροντα: -
-Εγώ, αν δεν μάθω να ψάλλω, θα τα πετάξω, δεν μπορώ να γίνω καλόγερος. Πρέπει να ψάλλω! Του λέω με εγωϊσμό.
–Θα σε μάθω να ψάλλης, λέει ο Γέροντας, μην στενοχωριέσαι.
Τέσσερεις ώρες τραβούσα κομποσχοίνι, και κατόπιν διάβαζα για να ψέλνω. Μετά από έναν μήνα του λέω:
--Γέροντα πήρα φωτιά από την προσευχή, και ούτε ψάλσιμο θέλω ούτε τίποτε.
Παρέμεινε, λοιπόν, ο Χαράλαμπος κοντά στον Γέροντά μας περίπου έναν μήνα για δοκιμή και ο Γέροντας άρχισε την συνηθισμένη εν σοφία και γνώσει παιδεία, δηλαδή το συνηθισμένο του σφυροκόπημα. Άρχισε, λοιπόν, να προσφωνή και τον Χαράλαμπο με διάφορα επίθετα. Για παράδειγμα, συνήθιζε να του λέη: «Έλα δω ρε». Ο δόκιμος Χαράλαμπος στις αρχές έλεγε μέσα του: «Ρε; Τι ρε! Όνομα δεν έχω; Δούλευα με κοσμικούς στη Νομαρχία και ποτέ δεν άκουσα να μιλούν μ΄ αυτόν τον τρόπο. Πάντα στον πληθυντικό μου απευθύνονταν: «Τι γίνεστε κύριε Γαλανόπουλε; Ή σας ευχαριστώ, σας παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ούτε ένα ευχαριστώ ή ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι!» μετά όμως την εξαγόρευσι των λογισμών του τον περίλαβε ο Γέροντας και του φανέρωσε όλη την εσωτερική του κατάστασι.
Αλλά η καρδιά του ποθούσε τα υψηλότερα, τα αιώνια. Έτσι, κατά θεία νεύσι, γνωρίσθηκε με κάποιον ευλαβέστατο Ρώσο που διέφυγε την κομμουνιστική σφαγή, ονομαζόμενον Ηλία, ο οποίος και τον δίδαξε να αγωνίζεται με την ευχούλα. Ο κυρ-Ηλίας χρημάτισε κάτι σαν Γέροντας του κοσμικού Χαράλαμπου. Ο Χαράλαμπος υπηρέτησε στον στρατό και πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο εναντίον των Ιταλών με τον βαθμό του δεκανέα. Γνώρισε, δηλαδή, από κοντά το ηρωϊκό έπος του 1940. Η απρόσμενη εξέλιξις ανάγκασε τον Χίτλερ να αποσπάση δυνάμεις από το δυτικό μέτωπο, για να σώση το κύρος των συμμάχων του Ιταλών. Έτσι την Κυριακή της 6ης Απριλίου το 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν αστραπιαίως στην Ελλάδα, έχοντας για εφεδρείες τις Βουλγαρικές δυνάμεις. Το μέτωπο έσπασε, ο στρατός διαλύθηκε και άρχισαν οι μαύρες σελίδες της Γερμανικής Κατοχής. Η ανατολική Μακεδονία (μέχρι τον Στρυμόνα) και η Θράκη, δόθηκαν στους Βουλγάρους. Οι τελευταίοι, στην προσπάθειά τους να οικειοποιηθούν ολόκληρη την Μακεδονία, φόνευσαν πολλούς Ελληνες, ακόμα και κληρικούς. Μόνο στον νομό της Δράμας σφαγιάσθηκαν τότε δεκατέσσερεις ιερείς και χιλιάδες λαϊκοί (η τρομακτική αυτή σφαγή άρχισε στις 29 Σεπτεμβρίου 1941). Στις χαλεπές αυτές ημέρες συνελήφθη και ο Χαράλαμπος μαζί με άλλους συμπατριώτες του και ωδηγήθηκαν από τους Βουλγάρους για εκτέλεσι. Τότε επικαλέσθηκε σε βοήθεια τον «αιχμαλώτων ελευθερωτή», Μεγαλομάρτυρα άγιο Γεώργιο, κάνοντας τάμα πως εάν τον σώση θα γίνη μοναχός. Πράγματι, με άμεση θαυματουργική και οφθαλμοφανή επέμβασι του αγίου Γεωργίου σύντομα αφέθηκε ελεύθερος αυτός και οι άλλοι. Από τότε η καρδιά του πλέον δόθηκε εξ ολοκλήρου στον Χριστό μας. Μα ένα σωρό εμπόδια ξεφύτρωσαν στον δρόμο του. Κατ΄ αρχάς, με την προτροπή του δασκάλου του Γερο-Ηλία, παρέμεινε στον κόσμο μέχρι να περάσουν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, προς στηριγμό των συμπολιτών του. Κατά το 1944, όταν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής απεχώρησαν, θεία βουλήσει, συνέβη ένα άλλο θλιβερό περιστατικό. Πέθανε ο πατέρας του σε σχετικά νεαρή ηλικία κι΄ έτσι ο Χαράλαμπος αναγκάσθηκε να παραμείνη στον κόσμο ως προστάτης της οικογενείας του μέχρι τα 41 του χρόνια. Παρά ταύτα όμως ζούσε πολύ ασκητικά. Η ζωή του κυλούσε με σκληρή εργασία κατά την ημέρα, για να συντηρήση την οικογένειά του και με πολύωρες αγρυπνίες προσευχής κάθε βράδυ. Με τον τίμιο ιδρώτα του σπούδασε τα μικρά του αδελφάκια και με τα πύρινα δάκρυά του διατηρούσε άσβεστη την φλόγα της πλήρους αφιερώσεως στον Θεό. Παράλληλα, ένθερμος ζηλωτής όπως ήταν ο Χαράλαμπος, ηγήθηκε τοπικά του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος. Όταν λοιπόν ενηλικιώθηκαν και σπούδασαν τα αδέλφια του, θέλησε πλέον να εκπληρώση την υπόσχεσί του και να γίνη μοναχός. Αλλά δεν τον άφηναν οι συμπατριώτες του, διότι οι ομόφρονές του ζηλωτές έλεγαν πως τον είχαν ανάγκη.
–Βρε καταλαβαίνετε; Έδωσα υπόσχεσι στον Θεόν, έλεγε.
–Όχι, απαντούσαν εκείνοι, έχεις καθήκον χάριν του αγώνος να παραμείνης στον κόσμο. Κι΄ εδώ αφιερωμένος είσαι.
Έτσι, λοιπόν, και πάλι εμποδιζόταν από το να εκπληρώση την κλίσι της καρδιάς του. Ο Χαράλαμπος ήταν θερμός ζηλωτής μεν, ωστόσον όμως είχε και την διάκρισι να γνωρίζη τα όρια. Η στάσις του ήταν στάσι διαμαρτυρίας και όχι αποστασίας. Όμως , ανέλπιστα, η παλαιοημερολογίτικη ηγεσία το 1950 εξέδωσε την διαβόητο εγκύκλιο, με την οποία κατεδίκαζε σύμπασα την τοπική Εκκλησία της Ελλάδος. «Μόλις έπεσε στα χέρια μου αυτό το χαρτί (η εγκύκλιος), διηγείτο αργότερα, τόσο πολύ στενοχωρέθηκα, τόσον έκλαυσα, τόσον απογοητεύθηκα, ώστε έλεγα μόνος μου: Αχ ταλαίπωρε, ο Θεός σε εκάλεσε για την αγγελική ζωή και συ έκατσες να σώσης τον κόσμο. Να και τα αποτελέσματα. Όσο λοιπόν πιο γρήγορα μπορείς, τρέξε στον προορισμό σου, μη τυχόν σε βρη απότομα κανένας θάνατος και φανής ασυνεπής στην υπόσχεσιν που έδωκες στον Θεό». Τελικά την Τρίτη της 13ης Σεπτεμβρίου του 1950, έφθασε ο μεσήλικας πλέον Χαράλαμπος στο Άγιον Όρος, με τελικό σκοπό να μονάση κοντά στον θείο και νονό του, πατέρα Αρσένιο. Την άλλη μέρα κιόλας της αφίξεώς του, την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, κίνησε για την Αγία Άννα, να βρη τον θείο του. Ο ίδιος διηγείται τις πρώτες ημέρες του ως εξής: «Μπέρδεψα τον δρόμο και αντί να πάρω το ανήφορον προς τα πάνω, βγήκα στα Καρούλια. Μετά ξαναγύρισα πίσω, είχα και φορτίο, και έως ότου ανέβω ο ήλιος βασίλευε. Ανεβαίνοντας και όλο πλησιάζοντας την περιοχή δεν διέκρινα τίποτ΄ άλλο από βράχια. Γι΄ αυτό αναγκάσθηκα κάθε τόσο να φωνάζω: «πάτερ Ιωσήφ, πάτερ Αρσένιε» Τίποτα. Ύστερα ακούω μια γλυκιά φωνή: «Έλα εδώ, εδώ έξω». Πλησιάζω, λοιπόν, και βλέπω έναν μεσήλικα, ρακένδυτο μοναχό, ξυπόλητο, ξεσκέπαστο και μ΄ ένα ράσο ξεσχισμένο. Με πέρασε στην σπηλιά του, και τι να δω! Μια στενή σπηλιά, μισοσκότεινη, ανεπιμέλητη, γεμάτη αράχνες και σκουπίδια. Πάνω σ΄ ένα τσουβέλι κοιμόταν! Μόλις, λοιπόν, έμαθα πως ο εν λόγω μοναχός ήταν ο πατήρ Αθανάσιος από την συνοδεία του Γέροντος Ιωσήφ, ξαφνιάσθηκα. «Τι καλόγεροι είναι αυτοί;» Τα ΄χασα. «Τέτοια καλογερική θα κάνω;» άρχισα να διερωτώμαι. «Βρε την άσκησι δεν την φοβάμαι, όμως με τέτοιες συνθήκες δεν μπορώ να ζήσω. Η μάνα μου μ΄ έπλενε, με σκούπιζε, με σιδέρωνε. Καλογερική είναι αυτή εδώ ή γυφταριό και κάτι χειρότερο;» Και ενώ σκεπτόμουν απελπισμένος αυτά, μου λέει με πολλή ευγένεια ο πατήρ Αθανάσιος: --Έλα, έλα. Έλα να σε πάω. Τον Γέροντα θέλεις; Τον πατέρα Αρσένιο; Εγώ, βλέποντάς τον έτσι ξυπόλητον, απελπίσθηκα». Μ΄ αυτές τις εντυπώσεις, λοιπόν, κίνησε για τον Γέροντα. Και συνέχισε την διήγησι ο παπα-Χαράλαμπος: «Μετά με πήγε στον Γέροντα. Προκατειλημμένος από την εντύπωσι της πρώτης εικόνας δεν ήθελα να μπω μέσα. Μόλις λοιπόν μπήκα μέσα, όλως παραδόξως, εδώ η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική. Ναι μεν κελλί μικρό και στενόχωρο, αλλά όμως περιποιημένο, καθαρό, συμμαζεμένο. Ε, τότε ανάσανα! Δεν πέρασε πολύ χρόνος και το σήμα έφθασε και στον πατέρα Αρσένιο, ο οποίος με υποδέχτηκε με πολλή χαρά. Δεν συζήτησα πολύ. Ήμουν και πολύ κουρασμένος και νηστικός.
–Δεν έφαγες;με ρώτησε.
–Όχι, δεν έφαγα, απήντησα. Σήμερα δεν τρώω. Ενάτη θα έκανα. Ξεκίνησα από το πρωϊ, αλλά έχασα τον δρόμο. Μέχρι το βασίλεμα του ηλίου δεν έφαγα. Είχα την τακτική αυτή: Τετάρτη και Παρασκευή να μην τρώω. Ο Γέροντας έφτιαξε κάτι και φάγαμε. Στην συζήτησι επάνω λέγει ο Γέροντας:
--Εις τον κόσμο τι έκανες;
--Δεν ξέρω τι έκανα. Προσπαθούσα κάτι να κάνω, έκανα όλα τα καθήκοντά μου. Μετά δύο χρόνια γνώρισα ένα γεροντάκι, τον Γερο-Ηλία, και αυτός με έσωσε. Αυτός με έβαλε με το κομποσχοίνι να κάνω όλες τις ακολουθίες, Εσπερινόν, Απόδειπνο…, είτε στο χωράφι είτε στο σπίτι μου ήμουν. Αυτός ήταν από την Ρωσία φευγάτος. Ήταν σ΄ ένα μοναστήρι, που το κατέστρεψαν, το έκαψαν και σκότωσαν τους μοναχούς.
–Αυτός είχε την Νοερά προσευχή; Ρωτάει ο Γέροντας.
–Εγώ δεν ξέρω αν είχε Νοερά προσευχή, απαντώ, αλλά έλεγε νύχτα-μέρα μέσα του την ευχή. Μάλιστα μου έλεγε ο Γερο-Ηλίας ότι, όταν ήταν στο μοναστήρι, από δύο ώρες μακρυά, όποιος ερχόταν τον έβλεπε κι΄ έλεγε στον Γέροντά του: «Γέροντα, έρχονται οι τάδε γι΄ αυτήν την υπόθεσι». Ρωτούσε ο ηγούμενος: «Πως το ξέρεις;» «Να, Γέροντα, έλεγε ο Γερο-Ηλίας, σαν να τους βλέπω μπροστά μου, είναι ένας ξανθός κι΄ ένας μελαχρινός».
–Αυτός σε έσωσε, ξαναείπε ο Γέροντας, και αυτή η προσευχή που έκανες εκεί. Λέγω εις τον Γέροντα:
--Εγώ, Γέροντα, ήρθα να σας δω, εσάς και τον Γερο-Αρσένιο. Θα μείνω λίγο κοντά σας και κατόπιν θα πάω στην Αθήνα και απ΄ εκεί στην Αίγινα.
–Δεν πας πουθενά, λέγει ο Γέροντας Ιωσήφ.
–Όχι Γέροντα, λέγω, θα καθίσω είκοσι ημέρες, έστω ένα μήνα και κατόπιν θα πάω στην Αθήνα.
–Καλά, καλά, θα δούμε, ξαναλέγει ο Γέροντας. Μ΄ αυτά τα λόγια χωρίσθηκαν και ο Χαράλαμπος πήγε να ξεκουρασθή. Ο Γέροντας Ιωσήφ όμως είχε άλλα σχέδια. Και συνεχίζει την διήγησι ο παπα-Χαράλαμπος: «Την πρώτη βραδυά με είχε αφήσει και κοιμήθηκα. Την δεύτερη βραδυά, αφού κοιμηθήκαμε και κατόπιν ξυπνήσαμε, λέγει ο Γέροντας, για να με δοκιμάση:
--Εμείς εδώ ζούμε πολύ σκληρά, εσύ δεν φαντάζομαι να μπορέσης.
–Θα δοκιμάσω, Γέροντα.
–Ο θείος σου κάνει τρεις χιλιαδες μετάνοιες κάθε βράδυ, εσύ μπορείς;
--Να δοκιμάσω, Γέροντα.
–Πάτερ Αρσένιε, πάρ΄ τον και πηγαίνετε να κάνετε από 3000 μετάνοιες. Να δούμε πόσες μετάνοιες θα κάνη. Αρχίσαμε λοιπόν, να κάνουμε μετάνοιες και τελειώνει πρώτος ο Γερο-Αρσένιος. Εμένα μου έμειναν ακόμα άλλες πενήντα μετάνοιες. Αλλά η αλήθεια είναι ότι του Γερο-Αρσενίου το έδαφος ήταν λίγο ανηφορικό, ενώ εμένα ίσιο. Τελείωσα και με φώναξε ο Γέροντας.
–Πως βλέπεις, Χαράλαμπε, τα πράγματα; Θ΄ αντέξης;
--Έτσι θα πάμε; ρωτώ.
–Τι είναι; Ρωτά ο Γέροντας.
–Προς το παρόν δεν δυσκολεύθηκα. Στο μέλλον δεν ξέρω.
–Λοιπόν, θέλεις να δοκιμάσης;
--Ναι Γέροντα, γι΄ αυτό ήλθα. Μόνο που προγραμμάτισα να πάω κάπου και μετά να γυρίσω οριστκά.
–Που θα πας;
--Θα πάω στην Αίγινα να δω την θεία μου την καλογριά, την αδελφή του Γερο-Αρσενίου, την Ευπραξίαν, να την αποχαιρετήσω και να λάβω την ευχήν της.
–Άκουσε ΄δω, αν ήλθες σ΄ εμάς για καλόγερος, την θεία σου την Ευπραξίαν ξέχασέ την. Αν πάλι θέλεις να πας στην θεία σου, κανείς δεν σε εμποδίζει. Μόνο σ΄ εμάς δεν θα ξαναγυρίσης.
–Μα, Γέροντα, εγώ εδώ αναπαύθηκα, εδώ θέλω να μονάσω.
–Αν θέλεις εδώ να μονάσης, κάθισε, είσαι δεκτός, αν όμως φύγης τώρα, εδώ η πόρτα έκλεισε.
–Βρε τι έπαθα! Μα, Γέροντα, εγώ ήλθα εδώ με πρόγραμμα.
–Προοόγραμμα; Καλόγηρος και πρόγραμμα; Που βρήκες τέτοιαν καλογερική με θελήματα και προγράμματα;»
Ο Γέροντας ως διορατικός που ήταν, με τους πνευματικούς του οφθαλμούς είχε δει όλη την μελλοντική εξέλιξι και προκοπή του υποψηφίου και δεν τον άφηνε να φύγη από κοντά του. Έτσι, πάλαιψε αρκετά και τελικά ο Χαράλαμπος «έχασε» την μάχη, είπε το «ναι» και έμεινε έκτοτε κοντά στον Γέροντά μας μέχρι την οσιακή κοίμησί του. Πολύ σύντομα, ο νεαρός Χαράλαμπος κατενόησε πως τα ασκητικά αγωνίσματα στον κόσμο είναι πολύ πιο εύκολα απ΄ ότι στην μοναχική ζωή, μιας και στην τελευταία έρχεσαι αντιμέτωπος στήθος με στήθος με τους δαίμονες. Και συνέχισε ο πατήρ Χαράλαμπος την διήγησί του ως εξής: «Τις πρώτες δύο-τρεις βραδυές που ήρθα και έμεινα εις το ασκητήριο του Γέροντος Ιωσήφ, ως κοσμικός ε, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε που δεν μ΄ άφησε να κοιμηθώ, δεν μ΄ άφηνε να κάνω προσευχή: Πάω να κοιμηθώ, και να, ο διάβολος επάνω μου ολόκληρος. Πότε σαν σκύλος, πότε σαν άνθρωπος, πότε σαν λιοντάρι. Εγώ από τον φόβον μου, σηκωνόμουν και έκανα προσευχή. Έτσι άϋπνος τελείως την ημέρα, δεν μπορούσα να κάνω τα καθήκοντά μου και να προσευχηθώ. Όταν με ρώτησε ο Γέροντας πως πηγαίνω, του περιέγραψα τι συμβαίνει.
–Τι έκανες, ερωτά ο Γέροντας, μήπως σηκώθηκες και έκανες προσευχή από τον φόβο σου;
--Ναι, Γέροντα απαντώ.
–Έτσι, όμως, δεν σ΄ άφησε να κοιμηθής και τώρα δεν μπορείς να κάνης τα καθήκοντά σου και να προσευχηθής. Αν έρχεται από το ένα μέρος, εσύ να γυρίζης από το άλλο κάνοντας τον σταυρό σου και θα φύγη. Να μη δίνης σημασία. Θα μάθης να τον πολεμάς και κατόπιν ούτε σημασία θα του δίνης. Έτσι πράγματι κι΄ έγινε. Μετά την δεύτερη βραδυά, άρχισε να με καθοδηγή. Σε μια εβδομάδα τόση παρηγοριά βρήκα, που ευωδίαζε όλος ο τόπος, όπου κι΄ αν πήγαινα». Επειδή για χρόνια ολόκληρα στον κόσμο ο Χαράλαμπος ήταν ηγετικό στέλεχος των παλαιοημερολογιτών, ο Γέροντας έκρινε αναγκαίο να του μιλήση, για να τον βοηθήση να καταλάβη την στάσι μας. Διότι από την αρχή ήμασταν με τους ζηλωτάς και μόλις λίγους μήνες πριν φθάση κοντά μας ο Χαράλαμπος, γυρίσαμε με τα μοναστήρια. Τον πήρε, λοιπόν, ιδιαιτέρως ο Γέροντας κι΄ άρχισε με τρόπον να τον κατατοπίζη για την πλάνη των Ματθαιϊκών. Του εξήγησε ότι με το να υποστηρίζουν ότι τα Μυστήρια της επίσημης Εκκλησίας είναι άκυρα, βλασφημούν κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι ανήγαγον ένα θέμα Λατρείας (το ημερολόγιο) σε θέμα πίστεως. Του τόνισε επίσης ότι δεν φθάνει μόνο η ασκητική ζωή, αλλά χρειάζεται και η ορθόδοξος πίστις. Όπως είχαμε προαναφέρει, ο Χαράλαμπος από τον κόσμο είχε μόνος του κατανοήσει πως οι ζηλωτές είχαν πέσει έξω. Αλλά με την διδασκαλία του Γέροντος άρχισε κι΄ αυτός λίγο-λίγο να αντιλαμβάνεται τα πράγματα πολύ καλύτερα. Μας είπε ο παπα-Χαράλαμπος: «Σκέφθηκα τότε πρώτον ότι εγώ την Χάρι του Θεού την γνώρισα με το νέο ημερολόγιο σαν κοσμικός. Θυμήθηκα και την Χάρι που είχαν άλλοι γνωστοί μου και φίλοι, όντες με το νέο ημερολόγιο. Δεύτερον θυμήθηκα τότε κι΄ ένα περιστατικό της κοσμικής ζωής μου, όταν ήμουν σφόδρα φανατικός παλαιοημερολογίτης. Ήρθε ένας ιερέας (με το νέο ημερολόγιο), για να κάνη αγιασμόν στο σπίτι μας. κι΄ εγώ φανατικός όπως ήμουν, και πιστεύοντας ότι δεν έχουν Χάρι τα Μυστήρια των νεοημερολογιτών, τον έδιωξα. «Μα, παιδί μου, μου έλεγε ο ιερεύς, ο ίδιος Σταυρός είναι, όλα ίδια είναι, έγκυρα είναι τα Μυστήρια». Εγώ όμως τον έδιωξα, αυτό όμως ήταν πλάνη αφού όλην την ημέρα εκείνη, είχα μια δαιμονική ταραχή, τρεμούλα και θλίψι μέσα μου, αλλά κοσμικός ων, δεν μπόρεσα να εξηγήσω και να καταλάβω, την αιτία όλης αυτής της καταστάσεως». Εκτός από τις δυσκολίες προσαρμογής, ο νεαρός Χαράλαμπος έπρεπε να περάση και από τις εξετάσεις του Γέροντος. Μάλιστα η πρώτη εξέτασις ήρθε πολύ σύντομα. Μας διηγήθηκε κάποτε: «Θα είχε περάσει μια εβδομάδα από την ημέρα που ήρθα και μου λέγει ο Γέροντας:
--Θα πας εκεί πάνω στο υψωματάκι, που έχει ένα θαυμάσιο καλυβάκι. Θα χαίρεσαι να κάθεσαι μέσα. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσης εκεί και θα μείνης μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;
--Να ΄ναι ευλογημένο Γέροντα.
Έβαλα μετάνοια και αμέσως σκαρφάλωσα τα βράχια. Εγώ νόμισα ότι θα είναι κανένα περιποιημένο καλυβάκι. Μόλις όμως πήγα εκεί, τι να ιδω; Έναν βράχο από την μια μεριά, μία ξύλινη πόρτα από την άλλη, που ένα-δύο βήματα να έκανες μέσα στο κελλί, το κεφάλι σου θα χτυπούσε πάνω στον βράχο. Ένα ξύλινο παλιό κρεββάτι, με μια κουβέρτα πάνω. Χώματα δεξιά κι΄ αριστερά, ένα μαξιλάρι με άχυρα, και πολλές τρύπες, που μπορούσαν να μπουν φίδια μέσα. Άρχισα να μονολογώ: «Τι μου λέγει ο Γέροντας καλό και καλό! Τι καλύβι είναι αυτό;» Μπορεί να το είπα αυτό πέντε – έξι φορές. Αλλά τι να κάνω, αφού το είπε ο Γέροντας; Κάτω δεν το βάζω, έστω και να πεθάνω, αν δεν με φωνάξη ο Γέροντας, πίσω δεν γυρνάω. Ας πεθάνω στην υπακοή, παρά να λιποτακτήσω. Μετά, δωσ΄ του προσευχή, δωσ΄ του προσευχή, έξι ώρες συνέχεια. Ύστερα με ΄πιασαν τα κλάμματα, μία ώρα έκλαιγα. Παρακαλούσα και ευχαριστούσα τον Θεό. Τον παρακαλούσα να συγχωρέση και τον τελευταίο άνθρωπο πάνω στην γη. Κι΄ εγώ που νόμιζα ότι κάτι έκανα στον κόσμο, τι πλανεμένος που ήμουν! Όταν έλεγα ότι κάτι κάνω τρέχοντας από ΄δω και από ΄κει! Και τώρα εδώ νύχτα-ημέρα πολεμώ και δεν μπορώ να βάλω τον εαυτό μου σε μια σειρά. Κι΄ ευχαριστούσα τον Θεό που με έφερε ΄δω. Ύστερα μου ήρθε μία αλλοίωσις! Πω-πω –πω! Έβλεπα εκείνο το κελλί σαν παλάτι και δεν ήθελα να φύγω! Τόσο ωραίο και καλό μου φαινόταν. Το βράδυ έβλεπα τον ουρανό, την θάλασσα και δεν μπορούσα να βαστάξω τα δάκρυά μου. Δεν ήθελα πλέον να φύγω από ΄κει! Και μετά από 2-3 ημέρες ακούω μία φωνή:
--Χαράλαμπε, είπε ο Γέροντας να κατέβης κάτω.
Πιστέψτε με, με βαριά καρδιά κατέβηκα. Με πήρε στο κελλί του ο Γέροντας και με ερωτά:
--Χαράλαμπε, θέλω να μου πης την αλήθεια. Πως πήγες;
--Καλά Γέροντα, πολύ καλά! Αρχικώς μόλις είδα το καλυβάκι με τα χώματα και τις τρύπες, μπορεί να είπα πέντε-έξι φορές: «Μα, τι μου λέγει ο Γέροντας καλό, καλό! Κελλί είναι αυτό; Εδώ τα φίδια μπαίνουν μέσα!» αλλά κατόπιν, άρχισα να προσεύχομαι. Θεέ μου! Μία παρηγοριά, μία ανέκφραστος ειρήνη, χαρά και δάκρυα. Άρχισα να προσεύχωμαι για όλους τους εχθρούς μου. Τελευταία μου φάνηκε ότι δεν ήθελα να φύγω. Όπως μου είπες, έτσι κι΄ έγινε.
–Παιδί μου, άρχισε να λέγη ο Γέροντας, να, αυτό είναι ο μοναχισμός. Άμα έρχεται ο Θεός μέσα σου, όλα είναι καλά και όμορφα! Άμα λείπη ο Θεός, όλα είναι στραβά. Ο νεαρός Χαράλαμπος έμελλε να μάθη κι΄ άλλα για την γλυκύτητα της ησυχαστικής ζωής. Και συνέχισε την διήγησί του: «Έτσι, λοιπόν, μέσα σε οκτώ περίπου ημέρες που έμεινα, πέταξα τα κοσμικά ρούχα και φόρεσα τα καλογερικά. Δεν θα πέρασαν δέκα ημέρες και ήταν η πανήγυρις της Αγίας Άννης. Όταν πήγαμε στην πανήγυρι και άκουσα τις ψαλμωδίες, νόμισα ότι από τον ουρανό κατέβηκαν. Δεν είχα ακούσει στον κόσμο τέτοιες ψαλμωδίες. Όταν γύρισα λέω στον Γέροντα: -
-Εγώ, αν δεν μάθω να ψάλλω, θα τα πετάξω, δεν μπορώ να γίνω καλόγερος. Πρέπει να ψάλλω! Του λέω με εγωϊσμό.
–Θα σε μάθω να ψάλλης, λέει ο Γέροντας, μην στενοχωριέσαι.
Τέσσερεις ώρες τραβούσα κομποσχοίνι, και κατόπιν διάβαζα για να ψέλνω. Μετά από έναν μήνα του λέω:
--Γέροντα πήρα φωτιά από την προσευχή, και ούτε ψάλσιμο θέλω ούτε τίποτε.
Παρέμεινε, λοιπόν, ο Χαράλαμπος κοντά στον Γέροντά μας περίπου έναν μήνα για δοκιμή και ο Γέροντας άρχισε την συνηθισμένη εν σοφία και γνώσει παιδεία, δηλαδή το συνηθισμένο του σφυροκόπημα. Άρχισε, λοιπόν, να προσφωνή και τον Χαράλαμπο με διάφορα επίθετα. Για παράδειγμα, συνήθιζε να του λέη: «Έλα δω ρε». Ο δόκιμος Χαράλαμπος στις αρχές έλεγε μέσα του: «Ρε; Τι ρε! Όνομα δεν έχω; Δούλευα με κοσμικούς στη Νομαρχία και ποτέ δεν άκουσα να μιλούν μ΄ αυτόν τον τρόπο. Πάντα στον πληθυντικό μου απευθύνονταν: «Τι γίνεστε κύριε Γαλανόπουλε; Ή σας ευχαριστώ, σας παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ούτε ένα ευχαριστώ ή ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι!» μετά όμως την εξαγόρευσι των λογισμών του τον περίλαβε ο Γέροντας και του φανέρωσε όλη την εσωτερική του κατάστασι.
–Ώστε
στον κόσμο ήσουν αγωνιστής ε; Ενήστευες, αγρυπνούσες, ασκήτευες, ήσουν έξυπνος,
εργατικός, τίμιος! Και από όλα αυτά τι κατάφερες; Να μας κουβαλήσης εδώ ένα
σωρό κενοδοξία, εγωϊσμό και αυτοπεποίθησι. Τώρα που κόπηκαν οι έπαινοι δεν
είναι καλά, ε;
Ο αγωνιστής Χαράλαμπος,
υποβοηθούμενος και από την απλή και ταπεινή φύσι του, έπιασε το μάθημα αμέσως.
Κατάλαβε πόση ζημιά κάνουν στην ψυχή οι έπαινοι και άλλαξε πορεία στον λογισμό
του. Στην αρχή έκανε αγώνα να νικήση την αγάπη της μητέρας του, που της είχε
τρομερή αδυναμία και που ήταν και άρρωστη. Του είπε ο Γέροντας: «Μην
στεναχωριέσαι. Άγγελο θα στείλη ο Θεός, για να την φροντίζη». Στο τέλος, την
έκανε μοναχή, και την ωνόμασε Μάρθα. Όλοι της συνοδείας κάναμε μοναχές τις
μητέρες μας. Ο Χαράλαμπος ήταν πολύ υγιής και δούλευε σκληρά. Ευλογημένος
άνθρωπος. Εξυπηρέτησε με σκληρές δουλειές τον Γέροντα. Και έζησε 91 χρόνια σ΄
αυτή την ζωή πριν την μακαρία κοίμησί του το 2001.
1 σχόλιο:
Πολύ καλό!!!
Δημοσίευση σχολίου