Αγαπητοί
μου αδελφοί και πατέρες, βούλομαι να διηγηθώ εις υμάς την φαιδράν ταύτην και
θαυμαστήν μετάνοιαν της μακαρίας Ταϊσίας, την οποίαν τελέσασα αύτη, τοσούτον
μεγάλως εδοξάσθη, διότι τους αμαρτήσαντας και μετανοήσαντας γνησίως δοξάζει ο
Κύριος και υπερτιμά· διο και ωφέλιμος ο λόγος ούτος ων και παρηγορητικός,
παρέχει κατάνυξιν εις τους αγαπώντας τον Θεόν. Η μακαριωτάτη Ταϊσία ήτο καλή
την όψιν, χαριεστάτη και πολύ ωραία, ότε δε ήτο δέκα επτά περίπου χρόνων,
λαβούσα ταύτην η μήτηρ αυτής, η οποία από μικράν την εξώθει εις το κακόν, την
ωδήγησεν εις τον τόπον της απωλείας, ήτοι εις τόπον πορνείας· επειδή δε ήτο
ωραία, διέδραμε πανταχού η φήμη του κάλλους του προσώπου της, ως φλόγα δε
κατέκαιεν η μανία της αγάπης της τας καρδίας πάντων των βλεπόντων αυτήν ανδρών·
πλείστοι δε άλλοι ακούοντες περί αυτής επώλουν άπαντα τα υπάρχοντά των και
εβούλοντο να απέλθουν και να απολαύσουν του κάλλους αυτής· όθεν πωλούντες όσα
είχον, απώλεσαν και τα ενδύματα αυτών, δια να εκπληρώσουν την επιθυμίαν των.
Ακούσας ο Αββάς Σεραπίων περί αυτής, προσηυχήθη προς τον Θεόν υπέρ αυτής λέγων·
«Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο θέλων πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν· ούτω και νυν εμφύτευσον τον φόβον σου εν τη καρδία αυτής, ίνα επιστρέψη αύτη και μετανοήση και σωθή»· αφού δε συνεπλήρωσε την ευχήν ταύτην, ενεδύθη σχήμα κοσμικόν, έλαβε μεθ’ εαυτού εν νόμισμα και απήλθε προς αυτήν, ως δήθεν στρατιώτης. Ελθών δε εις τον τόπον εις τον οποίον διέμενεν αύτη, έδωκεν εις αυτήν το νόμισμα, το οποίον λαβούσα μετά χαράς η Ταϊσία είπε προς αυτόν· «Ας εισέλθωμεν εις τον κοιτώνα μου». Λέγει δε και ο Αββάς Σεραπίων· «Ας εισέλθωμεν». Εισελθών δε ο Όσιος βλέπει κλίνην εστρωμένην υψηλοτάτην, ανελθούσα δε η κόρη εις την κλίνην, εκάλει και τον γέροντα να ανέλθη εις αυτήν. Ο δε γέρων είπε προς αυτήν· «Δεν υπάρχει έτερον κελλίον έσωθεν τούτου»; Λέγει η κόρη· «Υπάρχει». Λέγει προς αυτήν ο Γέρων· «Ας υπάγωμεν να καθίσωμεν ολίγον εκεί». Λέγει η Ταϊσία· «Εφ’ όσον ουδείς άνθρωπος βλέπει ημάς εις τον τόπον τούτον, καλόν είναι να συνομιλήσωμεν και ποιήσωμεν εδώ την επιθυμίαν μας, διότι όπου και αν απέλθωμεν βλέπει ημάς ο Θεός». Ακούσας ο Γέρων τον λόγον τούτον είπε προς αυτήν· «Γνωρίζεις ότι υπάρχει Θεός, και κρίσις και ανταπόδοσις και Βασιλεία και κόλασις»; Λέγει εκείνη· «Ναι γνωρίζω». Έπειτα είπεν ο Γέρων προς αυτήν· «Εφ’ όσον λοιπόν γνωρίζεις ότι υπάρχουν ταύτα, διατί απολείς τους υιούς των ανθρώπων»; Ταύτα και άλλα πολλά λέγων ο Γέρων, έδειξεν εις αυτήν το μοναδικόν σχήμα το οποίον έφερεν έσωθεν, αποκαλύψας και την αιτίαν δια την οποίαν ήλθε προς αυτήν· η δε ρίψασα εαυτήν εις τους πόδας του Γέροντος, έλεγε μετά δακρύων· «Γνωρίζεις, τίμιε Πάτερ, εάν υπάρχη μετάνοια δια τους αμαρτήσαντας; Δέχεται και εμέ ο Θεός εάν μετανοήσω»; Λέγει ο Γέρων· «Εύσπλαγχνος είναι ο Θεός και μακρόθυμος και δέχεται πάντας τους μετανοήσαντας· και πολλή χαρά γίνεται «εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε, 7). Η δε λέγει προς αυτόν· «Ανάμεινόν με, Πάτερ, τρεις και μόνον ώρας, έπειτα δε πράξον εις εμέ ό,τι και αν βούλεσαι υπέρ των κακών, τα οποία έπραξα· διότι γνωρίζω ότι από Θεού απεστάλης προς εμέ». Ο δε ‘Οσιος, υποδείξας εις αυτήν το που θα εύρη αυτόν, απήλθεν απ’ αυτής. Η δε Αγία, παραλαβούσα όσα και αν είχε αποκτήσει από της πορνείας, έκαυσε ταύτα εις το μέσον της πόλεως, λέγουσα· «Ελάτε πάντες οι μετ’ εμού πορνεύσαντες και ίδετε κατά την ώραν ταύτην πως κατέκαυσα πάντα εκείνα τα οποία κακώς δια της πορνείας απέκτησα». Ήσαν δε τα καυθέντα υπό της Αγίας αξίας εξακοσίων λιτρών χρυσίου, εκτός του ιματισμού και των στολών. Αφού εποίησε ταύτα η Αγία απήλθε προς τον Γέροντα· παραλαβών δε αυτήν ο Γέρων την εισήγαγεν εις φροντιστήριον παρθένων και ενέκλεισεν αυτήν εις εν κελλίον, εσφράγισε δε την θύραν δια σφραγίδος μολυβδίνης, αφήσας μόνον μικράν θυρίδα, δια της οποίας θα ελάμβανεν η Αγία τα προς συντήρησιν. Παρήγγειλε δε ο Γέρων εις την Ηγουμένην του Μοναστηρίου να παρέχη εις αυτήν ανά δύο ημέρας άρτον ξηρόν ουγγίας δύο, και ολιγοστόν ύδωρ· είπε δε προς τον Γέροντα η μακαρία Ταϊσία, δια της θυρίδος· «Προσεύχου, τίμιε Πάτερ, εις τον Θεόν ίνα συγχωρήση τας αμαρτίας μου τας πολλάς, τας οποίας έπραξα η αθλία». Λέγει δε προς αυτήν ο Γέρων· «Δεν είσαι αξία ούτε να προσεύχεσαι συ εις τον Θεόν, ούτε και να ονομάζης το πολυϋμνητον Αυτού όνομα δια των χειλέων σου, ή να απλώνης τας χείρας σου προς Αυτόν, διότι τα χείλη σου είναι ρυπαρά και ακάθαρτα, αι δε χείρες σου μεμολυσμέναι υπό ανομιών και ασωτίας, αλλά τούτον μόνον ποίησον· έχε προς ανατολάς την διάνοιάν σου και προς τον Θεόν, άλλο τι ουδέν λέγουσα, πλην τούτον μόνον τον λόγον: «Κύριε ο Θεός μου, ο πλάσας με, ελέησόν με κατά το μέγα έλεός σου». Εποίησε λοιπόν ούτως η μακαρία Ταϊσία εις το κελλίον εκείνο έτη τρία· βλέπων δε την μετάνοιαν ταύτης ο Αββάς Σεραπίων ευσπλαγχνίσθη αυτήν, και μετέβη εις τον μέγαν Αντώνιον δια να μάθη παρ’ αυτού, εάν συνεχώρησεν ο Θεός τας αμαρτίας αυτής, ελθών δε διηγήθη προς αυτόν πάντα τα περί της Ταϊσίας· πάραυτα δε καλέσας ο Άγιος Αντώνιος τους μαθητάς αυτού, είπε προς αυτούς· «Κλείσατε εαυτούς έκαστος εις το κελλίον του όλην την νύκτα, και εύξασθε εκτενώς εις τον Θεόν ίνα γνωρίσωμεν τι θα αποκαλύψη εις ημάς ο Θεός περί του ζητήματος, δια το οποίον ήλθε προς ημάς ο Αββάς Σεραπίων». Εποίησαν δε έκαστος εξ αυτών καθώς προσετάχθησαν. Πολλής δε ώρας παρελθούσης, προσέχει ο Αββάς Παύλος, ο μεγαλύτερος των μαθητών του Αγίου Αντωνίου, και βλέπει εις τον ουρανόν κλίνην εστρωμένην, εν μεγάλη τιμή και δόξη, και τρεις παρθένους κρατούσας λαμπάδας έμπροσθεν της κλίνης, αίτινες εφύλαττον αυτήν, στέφανος δε αμάραντος έκειτο επάνω της κλίνης· είπε δε ο Αββάς Παύλος προς εαυτόν· «Ουδενός ετέρου θα είναι η δόξα της κλίνης ταύτης και ο στέφανος, ειμή μόνον Αντωνίου του Πατρός μου». Ταύτα αυτού διαλογιζομένου, ήλθε φωνή προς αυτόν λέγουσα· «Δεν είναι, Παύλε, του πατρός σου του Αντωνίου, αλλ’ είναι της Ταϊσίας της ποτέ πόρνης». Πρωϊας δε γενομένης, διηγήθη εις τους Πατέρας την οπτασίαν και επληροφορήθησαν άπαντες, ότι εδέχθη ο Θεός την μετάνοιαν της μακαρίας Ταϊσίας. Επιστρέψας ο Αββάς Σεραπίων από του Αββά Αντωνίου μετά χαράς μεγάλης εισήλθεν εις την Μονήν των παρθένων, και ήνοιξαν την θύραν της κέλλης, θέλων να εκβάλη αυτήν έξω· η δε Αγία μαθούσα τούτο παρεκάλει αυτόν λέγουσα· «Επίτρεψόν μοι, τίμιε Πάτερ, να μείνω έως θανάτου μου εις το κελλίον τούτο· διότι πολλαί είναι αι ανομίαι μου και δια να μου συγχωρήση αυτάς ο Θεός». Λέγει δε προς αυτήν ο Γέρων· «Ήδη ο Θεός σε ηυσπλαγχνίσθη δια την ταπείνωσίν σου, και σε ηλέησε και εδέχθη την μετάνοιάν σου». Είπε πάλιν προς αυτόν η μακαρία· «Πίστευσόν μοι, τίμιε Πάτερ, αφ’ ης ώρας ήλθον εις το κελλίον τούτο, ποιήσασα τας αμαρτίας μου φορτίον μέγα έστησα αυτό προ του προσώπου μου· και όπως η πνοή του νοός μου δεν απέστη απ’ εμού ούτω και αι αμαρτίαι μου δεν απέστησαν απ’ εμού μίαν ώραν, έως της ώρας ταύτης». Και λέγει προς αυτήν ο Γέρων· «Όχι δια την μετάνοιάν σου, αλλά δια τον λογισμόν τούτον τον οποίον έχεις, ως δώσασα εαυτήν όλην εις τον Χριστόν». Ούτω δε εξέβαλεν αυτήν ο Γέρων εκ του καλλίου και μετά την υπερβάλλουσαν ταύτην μετάνοιαν ήτο μετά των παρθένων μόνον δεκαπέντε ημέρας. Μετά δε την συμπλήρωσιν των δεκαπέντε ημερών μετέστη η μακαρία Ταϊσία προς Κύριον μετά δόξης και τιμής ανεκφράστου απολαβούσα την επουράνιον Βασιλείαν. Ταύτης και ημείς, ηγαπημένοι μου αδελφοί, ας ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, ίνα γίνωμεν μέτοχοι και των αιωνίων αγαθών, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου δόξα τω Πατρί, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
«Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο θέλων πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν· ούτω και νυν εμφύτευσον τον φόβον σου εν τη καρδία αυτής, ίνα επιστρέψη αύτη και μετανοήση και σωθή»· αφού δε συνεπλήρωσε την ευχήν ταύτην, ενεδύθη σχήμα κοσμικόν, έλαβε μεθ’ εαυτού εν νόμισμα και απήλθε προς αυτήν, ως δήθεν στρατιώτης. Ελθών δε εις τον τόπον εις τον οποίον διέμενεν αύτη, έδωκεν εις αυτήν το νόμισμα, το οποίον λαβούσα μετά χαράς η Ταϊσία είπε προς αυτόν· «Ας εισέλθωμεν εις τον κοιτώνα μου». Λέγει δε και ο Αββάς Σεραπίων· «Ας εισέλθωμεν». Εισελθών δε ο Όσιος βλέπει κλίνην εστρωμένην υψηλοτάτην, ανελθούσα δε η κόρη εις την κλίνην, εκάλει και τον γέροντα να ανέλθη εις αυτήν. Ο δε γέρων είπε προς αυτήν· «Δεν υπάρχει έτερον κελλίον έσωθεν τούτου»; Λέγει η κόρη· «Υπάρχει». Λέγει προς αυτήν ο Γέρων· «Ας υπάγωμεν να καθίσωμεν ολίγον εκεί». Λέγει η Ταϊσία· «Εφ’ όσον ουδείς άνθρωπος βλέπει ημάς εις τον τόπον τούτον, καλόν είναι να συνομιλήσωμεν και ποιήσωμεν εδώ την επιθυμίαν μας, διότι όπου και αν απέλθωμεν βλέπει ημάς ο Θεός». Ακούσας ο Γέρων τον λόγον τούτον είπε προς αυτήν· «Γνωρίζεις ότι υπάρχει Θεός, και κρίσις και ανταπόδοσις και Βασιλεία και κόλασις»; Λέγει εκείνη· «Ναι γνωρίζω». Έπειτα είπεν ο Γέρων προς αυτήν· «Εφ’ όσον λοιπόν γνωρίζεις ότι υπάρχουν ταύτα, διατί απολείς τους υιούς των ανθρώπων»; Ταύτα και άλλα πολλά λέγων ο Γέρων, έδειξεν εις αυτήν το μοναδικόν σχήμα το οποίον έφερεν έσωθεν, αποκαλύψας και την αιτίαν δια την οποίαν ήλθε προς αυτήν· η δε ρίψασα εαυτήν εις τους πόδας του Γέροντος, έλεγε μετά δακρύων· «Γνωρίζεις, τίμιε Πάτερ, εάν υπάρχη μετάνοια δια τους αμαρτήσαντας; Δέχεται και εμέ ο Θεός εάν μετανοήσω»; Λέγει ο Γέρων· «Εύσπλαγχνος είναι ο Θεός και μακρόθυμος και δέχεται πάντας τους μετανοήσαντας· και πολλή χαρά γίνεται «εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε, 7). Η δε λέγει προς αυτόν· «Ανάμεινόν με, Πάτερ, τρεις και μόνον ώρας, έπειτα δε πράξον εις εμέ ό,τι και αν βούλεσαι υπέρ των κακών, τα οποία έπραξα· διότι γνωρίζω ότι από Θεού απεστάλης προς εμέ». Ο δε ‘Οσιος, υποδείξας εις αυτήν το που θα εύρη αυτόν, απήλθεν απ’ αυτής. Η δε Αγία, παραλαβούσα όσα και αν είχε αποκτήσει από της πορνείας, έκαυσε ταύτα εις το μέσον της πόλεως, λέγουσα· «Ελάτε πάντες οι μετ’ εμού πορνεύσαντες και ίδετε κατά την ώραν ταύτην πως κατέκαυσα πάντα εκείνα τα οποία κακώς δια της πορνείας απέκτησα». Ήσαν δε τα καυθέντα υπό της Αγίας αξίας εξακοσίων λιτρών χρυσίου, εκτός του ιματισμού και των στολών. Αφού εποίησε ταύτα η Αγία απήλθε προς τον Γέροντα· παραλαβών δε αυτήν ο Γέρων την εισήγαγεν εις φροντιστήριον παρθένων και ενέκλεισεν αυτήν εις εν κελλίον, εσφράγισε δε την θύραν δια σφραγίδος μολυβδίνης, αφήσας μόνον μικράν θυρίδα, δια της οποίας θα ελάμβανεν η Αγία τα προς συντήρησιν. Παρήγγειλε δε ο Γέρων εις την Ηγουμένην του Μοναστηρίου να παρέχη εις αυτήν ανά δύο ημέρας άρτον ξηρόν ουγγίας δύο, και ολιγοστόν ύδωρ· είπε δε προς τον Γέροντα η μακαρία Ταϊσία, δια της θυρίδος· «Προσεύχου, τίμιε Πάτερ, εις τον Θεόν ίνα συγχωρήση τας αμαρτίας μου τας πολλάς, τας οποίας έπραξα η αθλία». Λέγει δε προς αυτήν ο Γέρων· «Δεν είσαι αξία ούτε να προσεύχεσαι συ εις τον Θεόν, ούτε και να ονομάζης το πολυϋμνητον Αυτού όνομα δια των χειλέων σου, ή να απλώνης τας χείρας σου προς Αυτόν, διότι τα χείλη σου είναι ρυπαρά και ακάθαρτα, αι δε χείρες σου μεμολυσμέναι υπό ανομιών και ασωτίας, αλλά τούτον μόνον ποίησον· έχε προς ανατολάς την διάνοιάν σου και προς τον Θεόν, άλλο τι ουδέν λέγουσα, πλην τούτον μόνον τον λόγον: «Κύριε ο Θεός μου, ο πλάσας με, ελέησόν με κατά το μέγα έλεός σου». Εποίησε λοιπόν ούτως η μακαρία Ταϊσία εις το κελλίον εκείνο έτη τρία· βλέπων δε την μετάνοιαν ταύτης ο Αββάς Σεραπίων ευσπλαγχνίσθη αυτήν, και μετέβη εις τον μέγαν Αντώνιον δια να μάθη παρ’ αυτού, εάν συνεχώρησεν ο Θεός τας αμαρτίας αυτής, ελθών δε διηγήθη προς αυτόν πάντα τα περί της Ταϊσίας· πάραυτα δε καλέσας ο Άγιος Αντώνιος τους μαθητάς αυτού, είπε προς αυτούς· «Κλείσατε εαυτούς έκαστος εις το κελλίον του όλην την νύκτα, και εύξασθε εκτενώς εις τον Θεόν ίνα γνωρίσωμεν τι θα αποκαλύψη εις ημάς ο Θεός περί του ζητήματος, δια το οποίον ήλθε προς ημάς ο Αββάς Σεραπίων». Εποίησαν δε έκαστος εξ αυτών καθώς προσετάχθησαν. Πολλής δε ώρας παρελθούσης, προσέχει ο Αββάς Παύλος, ο μεγαλύτερος των μαθητών του Αγίου Αντωνίου, και βλέπει εις τον ουρανόν κλίνην εστρωμένην, εν μεγάλη τιμή και δόξη, και τρεις παρθένους κρατούσας λαμπάδας έμπροσθεν της κλίνης, αίτινες εφύλαττον αυτήν, στέφανος δε αμάραντος έκειτο επάνω της κλίνης· είπε δε ο Αββάς Παύλος προς εαυτόν· «Ουδενός ετέρου θα είναι η δόξα της κλίνης ταύτης και ο στέφανος, ειμή μόνον Αντωνίου του Πατρός μου». Ταύτα αυτού διαλογιζομένου, ήλθε φωνή προς αυτόν λέγουσα· «Δεν είναι, Παύλε, του πατρός σου του Αντωνίου, αλλ’ είναι της Ταϊσίας της ποτέ πόρνης». Πρωϊας δε γενομένης, διηγήθη εις τους Πατέρας την οπτασίαν και επληροφορήθησαν άπαντες, ότι εδέχθη ο Θεός την μετάνοιαν της μακαρίας Ταϊσίας. Επιστρέψας ο Αββάς Σεραπίων από του Αββά Αντωνίου μετά χαράς μεγάλης εισήλθεν εις την Μονήν των παρθένων, και ήνοιξαν την θύραν της κέλλης, θέλων να εκβάλη αυτήν έξω· η δε Αγία μαθούσα τούτο παρεκάλει αυτόν λέγουσα· «Επίτρεψόν μοι, τίμιε Πάτερ, να μείνω έως θανάτου μου εις το κελλίον τούτο· διότι πολλαί είναι αι ανομίαι μου και δια να μου συγχωρήση αυτάς ο Θεός». Λέγει δε προς αυτήν ο Γέρων· «Ήδη ο Θεός σε ηυσπλαγχνίσθη δια την ταπείνωσίν σου, και σε ηλέησε και εδέχθη την μετάνοιάν σου». Είπε πάλιν προς αυτόν η μακαρία· «Πίστευσόν μοι, τίμιε Πάτερ, αφ’ ης ώρας ήλθον εις το κελλίον τούτο, ποιήσασα τας αμαρτίας μου φορτίον μέγα έστησα αυτό προ του προσώπου μου· και όπως η πνοή του νοός μου δεν απέστη απ’ εμού ούτω και αι αμαρτίαι μου δεν απέστησαν απ’ εμού μίαν ώραν, έως της ώρας ταύτης». Και λέγει προς αυτήν ο Γέρων· «Όχι δια την μετάνοιάν σου, αλλά δια τον λογισμόν τούτον τον οποίον έχεις, ως δώσασα εαυτήν όλην εις τον Χριστόν». Ούτω δε εξέβαλεν αυτήν ο Γέρων εκ του καλλίου και μετά την υπερβάλλουσαν ταύτην μετάνοιαν ήτο μετά των παρθένων μόνον δεκαπέντε ημέρας. Μετά δε την συμπλήρωσιν των δεκαπέντε ημερών μετέστη η μακαρία Ταϊσία προς Κύριον μετά δόξης και τιμής ανεκφράστου απολαβούσα την επουράνιον Βασιλείαν. Ταύτης και ημείς, ηγαπημένοι μου αδελφοί, ας ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, ίνα γίνωμεν μέτοχοι και των αιωνίων αγαθών, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου δόξα τω Πατρί, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου