Διονύσιος
ο ουρανομύστης και πάνσοφος εγεννήθη από γονείς ευγενείς και άρχοντας εις την
περίφημον πόλιν των Αθηνών, εις την οποίαν οι άνθρωποι ήσαν θερμοί λάτρεις των
ειδώλων και σοφώτεροι από τους ανθρώπους όλων των πόλεων του καιρού εκείνου.
Εις τας Αθήνας ευρίσκοντο τότε πολλοί φιλόσοφοι, εις από τους οποίους, ο
συνετώτερος, ήτο και ο θαυμάσιος Διονύσιος. Ούτος εκ νεότητος εδόθη εις την
σπουδήν των γραμμάτων και έμαθεν όλας τας επιστήμας καλώς και όλοι δια την
σοφίαν του τον εθαύμαζον, διότι ήτο μάλιστα εκ φύσεως φρόνιμος.
Δια τας γνώσεις του λοιπόν ταύτας και δια την σύνεσίν του ως και δια την ευγένειαν του γένους του τον εψήφισαν πρώτιστον κριτήν και δημοκράτην της πόλεως· διότι δεν είχον ένα αρχηγόν οι Αθηναίοι, ούτε εις άλλον ηγεμόνα υπετάσσοντο, αλλ’ είχον πολίτευμα δημοκρατικόν. Διότι λοιπόν ο Διονύσιος ήτο εύγλωττος εις την Αττικήν διάλεκτον και ρητορικώτατος και υπερέβαινεν εις την σοφίαν όλους τους επικουρείους και στωϊκούς φιλοσόφους, έτι δε και διότι ήτο άνθρωπος δίκαιος και ενάρετος, δια ταύτα του έδωσαν πρωτεύουσαν θέσιν και ήτο εις από τους εννέα βουλευτάς του εν Αθήναις δικαιοτάτου κριτηρίου του καλουμένου Άρειος Πάγος· και όντως έκρινε τόσον δίκαια, ώστε όλοι τον εθαύμαζον· διότι ούτε πλουσίους ησχύνετο, ούτε δώρα ποσώς εδέχετο, αλλά τους μεν αυθάδεις αδικητάς αυστηρώς ετιμώρει, εις δε τους πτωχούς και ηδικημένους απέδιδε το δίκαιον και τους εβοήθει όσον ηδύνατο. Προ της εποχής ταύτης και ότε ο Άγιος Διονύσιος ήτο ακόμη νέος, είχε μεταβή μετ’ άλλων σοφών συμπατριωτών του εις την Ηλιούπολιν της Αιγύπτου. Ήτο δε τότε η εποχή, κατά την οποίαν οι αχάριστοι Ιουδαίοι εσταύρωσαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο δε ήλιος, μη υποφέρων κατά την ημέραν εκείνην της Μεγάλης Παρασκευής να βλέπη τον Ποιητήν και Δημιουργόν αυτού πάσχοντα, απέκρυψε τας ακτίνας του και εσκοτίσθη εν πλήρει μεσημβρία. Ο δε Διονύσιος, βλέπων τοιαύτην υπερφυσικήν και θαυμάσιον έκλειψιν, εξεπλήττετο λέγων· «Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται». Ταύτα είπε, διότι η έκλειψις του ηλίου γίνεται όταν η σελήνη είναι εις την τελευταίαν ημέραν της ή εις την 28ην ή και 27ην σπανίως· αλλ’ εις την 14ην, κατά την οποίαν έγινεν η Σταύρωσις του Χριστού, δεν ήτο δυνατόν ποτέ να σκοτισθή ο ήλιος. Εκ τούτου όθεν ηννόησεν ο Διονύσιος, ως πάνσοφος και καλοπροαίρετος όπου ήτο, ότι το μέγα εκείνο σκότος εσήμαινε μεγάλην τινά υπόθεσιν· έγραψε δε την ημέραν, την ώραν και τον χρόνον, κατά τον οποίον συνέβη ο φοβερός εκείνος σκοτισμός και το εσκέπτετο πάντοτε, αναμένων και επιποθών να μάθη κάποτε την σημασίαν του φαινομένου εκείνου. Αφού λοιπόν επέστρεψεν εις τας Αθήνας και ότε ευρίσκετο εις την του Αρείου Πάγου επίζηλον θέσιν του, απονέμων εις έκαστον την δικαιοσύνην επιμελέστατα, έφθασεν εις αυτάς ο μέγας Απόστολος Παύλος, δια να κηρύξη το σωτήριον Ευαγγέλιον και κατά πολύ εμόχθησε να επιστρέψη τους Αθηναίους εις την ευσέβειαν· όθεν καθ’ εκάστην διελέγετο εις τας συναγωγάς με τους φιλοσόφους, λέγων ότι έμελλε να αναστηθούν ποτε άπαντες οι άνθρωποι, να απολαύση έκαστος κατά τα έργα του, οι μεν δίκαιοι ζωήν αιώνιον, οι δε αμαρτωλοί ατελεύτητον κόλασιν. Τινές λοιπόν από τους φιλοσόφους ενέπαιζον αυτόν και τον ωνόμαζον σπερμολόγον και φλύαρον· διότι εκήρυττε Θεόν νεώτερον και νεκρών εξανάστασιν. Άλλοι δε πάλιν συνετώτεροι έλεγον, ότι οι λόγοι του ήσαν εύλογοι και έπρεπε να συλλογισθούν ημέρας τινάς, δια να του δώσουν απόκρισιν. Λαβόντες λοιπόν αυτόν παρέστησαν εις τον Άρειον Πάγον, εις το ανώτερον κριτήριον, εις το οποίον εκάθηντο οι προεστώτες της πόλεως, οίτινες είπον προς τον Απόστολον· «Έχομεν μεγάλον πόθον να ακούσωμεν την διδασκαλίαν σου· επειδή μας είπον, ότι αναγγέλλεις ασυνήθη τινά και διδάσκεις νέαν θρησκείαν». Ο δε πάνσοφος Παύλος, ως εις αλιεύς έμπειρος, τους εσαγήνευσε με γλυκυτάτην διδασκαλίαν και με τρόπον επιδεξιώτατον. Δεν είπεν εις αυτούς εξ αρχής ότι ήσαν πεπλανημένοι και ασύνετοι, προσκυνούντες αναίσθητα είδωλα, δια να μη σκανδαλισθούν ότι τους ήλεγξεν ως ανοήτους και άφρονας, επειδή ήσαν περίφημοι εις όλον τον κόσμον δια την σοφίαν των. Αλλά με ταπεινήν λαλιάν, σχήμα εύτακτον και τρόπον ευάρμοστον είπε ταύτα· «Ω άνδρες Αθηναίοι, εγνώρισα ότι είσθε θεοσεβέστεροι και ευλαβέστεροι από τους άλλους ανθρώπους, διότι διερχόμενος από ταύτην την πόλιν σας, και βλέπων τα σεβάσματά σας, εύρον βωμόν, εις τον οποίον δεν έχετε κανένα είδωλον, αλλ’ έχετε αναγράψει επ’ αυτού· ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Αυτόν λοιπόν τον αληθή Θεόν, τον οποίον αγνοούντες ευσεβείτε, εκείνον κηρύττω και αυτόν σας αναγγέλλω, ότι αυτός όλον τον κόσμον εποίησεν, ορατόν τε και αόρατον. Ο αληθής ούτος Θεός είναι ανενδεής και δεν χρειάζεται τίποτε από ημάς, αλλ’ αυτός μας δίδει την πνοήν και την ζωήν και όλα όσα χρειαζόμεθα, ως ελεήμων και εύσπλαγχνος· αυτόν όθεν τον όντως αληθή Θεόν έχω πόθον να σας καταστήσω γνωστόν, να τον εννοήσητε και να τον εύρητε ψηλαφώντες, αν και δεν είναι μακράν από ημάς, αλλά, καθώς είπε και κάποιος εκ των υμετέρων φιλοσόφων «εν αυτώ ζώμεν» (Πραξ. ιζ: 28) και δι’ αυτού κινούμεθα και εις αυτόν ευρισκόμεθα. Λοιπόν επειδή είμεθα γένος του Θεού, δεν είναι πρέπον να νομίζωμεν τον χρυσόν και τον άργυρον και πάσαν άλλην ύλην, ότι είναι όμοια του Θεού, αλλά ας μετανοήσωμεν δια τα εξ αγνοίας ημών ανομήματα, ίνα και ο Θεός συγχωρήση ημάς ως συμπαθέστατος». Αυτοί οι ολίγοι και κάρπιμοι λόγοι, τους οποίους είπεν ο θείος Απόστολος, ήσαν πλήρεις μεγάλων μυστηρίων, ώστε έμειναν άλαλοι οι φιλόσοφοι και τον εθαύμαζον, μη γνωρίζοντες να του δώσουν απόκρισιν τινα. Ο δε σοφώτατος Διονύσιος παρέλαβε τον Παύλον εις την οικίαν του, και ερωτήσας αυτόν δια τον Χριστόν, του διηγήθη εκείνος καταλεπτώς την θείαν οικονομίαν άπασαν, ήτοι την σάρκωσιν του Θεού, το Πάθος, την Ανάστασιν και την εις ουρανούς Ανάληψιν αυτού. Όταν δε έλεγε περί του σκότους, όπερ εκάλυψεν όλον τον κόσμον κατά την Σταύρωσιν του Χριστού, ακούσας τον λόγον ο Διονύσιος, όστις είχε γεγραμμένην την ημέραν εκείνην, δια να μάθη του σκότους το αίτιον, παρετήρησε το ημερολόγιόν του, όπου είχε σημειώσει το γεγονός εκείνο, και εγνώρισεν ότι αυτός είναι Θεός αληθέστατος, επειδή εις το Πάθος του έγινε τοιαύτη θαυμάσιος έκλειψις. Βεβαιωθείς λοιπόν ο σοφός Διονύσιος την αλήθειαν, επίστευσεν ευθύς εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη με όλον τον οίκον του, κατά το πεντηκοστόν δεύτερον έτος από Χριστού, όπερ έπραξαν και άλλοι πολλοί, βλέποντες ότι ο προεστώς και σοφώτερος αυτών απηρνήθη τα είδωλα. Ο δε μέγας Παύλος εχειροτόνησε τότε Αρχιερέα της πόλεως των Αθηνών τον θείον και θαυμαστόν Ιερόθεον, όστις πάλιν εδίδαξε τον Διονύσιον και άλλα απόκρυφα τινα και θεία Μυστήρια, καθώς και εκείνος ήκουσεν άλλοτε από τον μέγαν Παύλον. Μετά δε τον θάνατον του Ιεροθέου εχειροτονήθη Επίσκοπος ο θείος Διονύσιος και κατηξιώθη, ως αυτός τούτο λέγει ο αοίδιμος, της ιδίας εκείνης Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν είχε και ο Ιερόθεος. Όθεν, επειδή και όλον τον νουν ανεβίβασεν ο θειότατος ούτος Ιεράρχης εις τα άνω και τα ουράνια, δια τούτο φιλοσοφεί ομού και λογογραφεί «Περί Ουρανίου Ιεραρχίας των Υπερκοσμίων Αγγέλων», «Περί Καταφατικής και Αποφατικής Θεολογίας» και περί άλλων πραγμάτων ουρανίων και μυστηρίων· όθεν αφήκε συγγράμματα εις την Εκκλησίαν μας πολλά υψηλά και παράδοξα, από τα οποία ας γράψωμεν ολίγα τινά προς ενθύμησιν. «Αφού μετέβην εις την Κρήτην (λέγει εις ένα από τα συγγράμματά του ο ίδιος ο σοφός Διονύσιος) με εφιλοξένησεν ο Ιερεύς Κάρπος, όστις ήτο τόσον ενάρετος άνθρωπος και εις τον νουν καθαρώτατος, ώστε δεν ήρχιζε ποτέ την θείαν Λειτουργίαν, εάν δεν έβλεπεν οπτασίαν τινά και όρασιν πρότερον. Ούτος ο θαυμάσιος Ιερεύς μου έλεγεν, ότι εις άπιστος τον παρεπίκρανε, διότι εχώρισεν ένα πιστόν Χριστιανόν από την Εκκλησίαν και τον έσυρεν εις την αθεϊαν. Ενώ δε είχε τοιαύτην πικρίαν, δεν έκαμεν, ως έπρεπε, προς τον Θεόν ευχήν αγαθοπρεπώς δια να τον βοηθήση να επαναφέρη και τους δύο με νουθεσίαν και καλωσύνην εις την ευσέβειαν, αλλά (δεν γνωρίζω πως) έμεινεν η έχθρα εις την ψυχήν του, και εκοιμήθη με την αγανάκτησιν κατ’ αυτών οργιζόμενος· εγερθείς δε το μεσονύκτιον να αναγνώση τους θείους ύμνους, κατά την συνήθειάν του, καθώς ίστατο εις την προσευχήν ελυπείτο απρεπώς και εδυσχέραινε, λέγων ότι δεν ήτο δίκαιον να ζουν άνδρες άθεοι, οι οποίοι διαστέφουσι τας ορθάς και αγίας οδούς του Κυρίου· ταύτα λέγων παρεκάλει τον Θεόν να στείλη από τους ουρανούς κεραυνόν, και να κατακαύση αμφοτέρους χωρίς κανένα οίκτον. Τοιαύτα συλλογιζόμενος, του εφάνη αίφνης ότι εσείσθη όλος ο οίκος εκείνος εις τον οποίον ευρίσκετο· έπειτα διηρέθη εις δύο, από την στέγην έως κάτω εις τα θεμέλια, φλοξ δε πυρός κατέβαινεν εκ του ουρανού μέχρις αυτού. Ο δε ουρανός ήτο ανοικτός, και επάνω εις αυτόν εκάθητο ο Ιησούς, πέριξ δε αυτού παρίσταντο εις σχήμα ανθρώπων αναρίθμητοι Άγγελοι. Ταύτα μεν βλέπων άνωθεν εθαύμαζε, κύπτων δε εις το κάτω μέρος είδε το έδαφος της γης εσχισμένον, εις την άκραν δε του σκοτεινού εκείνου χάσματος έβλεπε τους δύο εκείνους ανθρώπους, τους οποίους κατηράτο, οίτινες ίσταντο εκεί ελεεινοί και περίτρομοι τόσον, ώστε εκινδύνευον να κρημνισθούν από τον τρόμον των ποδών των. Κάτωθεν του χάσματος εξήρχοντο όφεις συρόμενοι εις τους πόδας αυτών και ποτέ μεν εσφύριζον, ποτέ δε τους εκτύπων με τας ουράς των, και προσεπάθουν να τους ρίψουν εις τον κατήφορον, ώστε ευρίσκοντο εις μέγαν κίνδυνον. Ο δε Κάρπος βλέπων αυτούς ελυπείτο, ότι δεν έπεσον κάτω το συντομώτερον. Μετά ταύτα υψώσας προς το άνω μέρος τα όμματα βλέπει πάλιν τον ουρανόν και τον Δεσπότην Χριστόν ως πρότερον, όστις ηγέρθη από το θρόνον του και κατέβη με τους Αγγέλους, οίτινες εβοήθουν εκείνους του δύο, άλλοι τον ένα και άλλοι τον άλλον, και τους έδιδον χείρα βοηθείας, δια να μη πέσωσιν· ο δε Ιησούς απλώσας την χείρα λέγει προς τον Κάρπον· «Κρούε λοιπόν εναντίον μου, επειδή δεν λυπείσαι τους αδελφούς σου, ότι εγώ είμαι πάλιν έτοιμος να πάθω και άλλας πολλάς φοράς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και χαίρω εις τούτο μόνον, άλλοι να μη αμαρτήσωσι· πλην ιδέ και στοχάσου επιμελώς, εάν νομίζης καλόν να ανταλλάξης την μετά του Θεού και των αγαθών και φιλανθρώπων Αγγέλων διαγωγήν, δια της συγκατοικίσεως μετά των όφεων εις αυτήν την σκοτεινήν φάραγγα». Αυτός λοιπόν ο σοφός Διονύσιος ηρμήνευσε τον τύπον της Εκκλησιαστικής καταστάσεως, και άλλας βίβλους ψυχωφελείς συνέθεσε και εδήλωσε δια τας Ταξιαρχίας των Ασωμάτων Δυνάμεων, διηγούμενος τους τρόπους και τας ευταξίας αυτών, πως διηνεκώς δοξάζουσι και ακαταπαύστως υμνολογούσι τον Κύριον· δια τας οποίας χοροστασίας των Αγγέλων αφήκε τόσον ακριβή και σοφώτατα συγγράμματα, ώστε όσοι διδάσκαλοι τα αναγνώσουν θαυμάζουν πως έμαθε τοιαύτα μυστήρια, και λέγουν, ότι ή από θείαν αποκάλυψιν τα εγνώρισεν ή ο μέγας Παύλος τα ηρμήνευσε προς τούτον και τον Ιερόθεον, επειδή μόνος ο Παύλος τα εγνώριζεν, αφ’ ότου ηρπάγη εις τον Παράδεισον. Ούτος ο θείος θύτης και θύμα Θεού Διονύσιος, από την πολλήν αγάπην όπου είχε προς τον Δεσπότην Χριστόν, ακούσας ότι έζη ακόμη σωματικώς εις την Ιερουσαλήμ η πανάμωμος Μήτηρ αυτού και Αειπάρθενος Δέσποινα, επήγε να την επισκεφθή· και βλέπων την θείαν θέαν αυτής και θαυμάσιον ωραιότητα, και την συνοδείαν των Αγίων Αγγέλων, οίτινες την εφύλαττον, και ακούσας εκείνα τα ουράνια λόγια εξέστη και έφριξεν ομολογήσας, ότι και το είδος και οι χαρακτήρες της την εμαρτύρουν Θεού Μητέρα κατά αλήθειαν. Και αφ’ ου έμεινεν ικανάς ημέρας και εχάρη την παρουσίαν της και ωφελήθη πολλά από Αυτήν, επήγεν εις διαφόρους χώρας και πόλεις αποστολικώς, κηρύττων το σωτήριον Ευαγγέλιον· επιστρέψας δε εις Αθήνας εποίμαινε καλώς το ποίμνιον αυτού. Ότε δε η Κυρία Θεοτόκος εκοιμήθη και προς τον Υιόν αυτής εξεδήμησε, τότε και ο μέγας ούτος Διονύσιος παραδόξως επέστη εις την κοίμησιν Αυτής, αρπαγείς εν νεφέλη μετά των ιερών Αποστόλων και θείων Ιεραρχών. Επιστρέψας πάλιν εις την πατρίδα του, τας Αθήνας, εκυβέρνα καλώς και θεαρέστως τον θρόνον του και πολλούς ειδωλολάτρας ωδήγησεν εις την ευσέβειαν με την διδασκαλίαν και πολιτείαν αυτού την θαυμάσιον. Κατά δε τους τελευταίους χρόνους του Νέρωνος επήγεν εις την Ρώμην, δια να αποχαιρετήση τον διδάσκαλόν του Παύλον, όταν τον απεκεφάλισαν και ήτο παρών εις το μαρτήριον αυτού, καθώς το μαρτυρεί μόνος του εις την επιστολήν, την οποίαν γράφει προς τον συμμαθητήν αυτού και Συναπόστολον Τιμόθεον· μετά δε τον θάνατον του Αποστόλου Παύλου επέστρεψεν εις τας Αθήνας. Έπειτα μετέβη πάλιν εις Ρώμην, εξαπλώνων πανταχού της ευσεβείας το κήρυγμα, συναντηθείς δε εκεί μετά του Αγίου Κλήμεντος, του της Ρώμης Επισκόπου, κατά παρακίνησιν εκείνου επήγεν εις τους δυτικούς Γαλάτας, ήτοι εις την Γαλλίαν, ομού με τους δύο μαθητάς του Ρουστικόν και Ελευθέριον. Αφ’ ου λοιπόν ο Άγιος περιήλθε διαφόρους τόπους μετά των μαθητών του, διδάσκων και κηρύττων πανταχού τον λόγον της Πίστεως, επήγε και εις Παρισίους, την νυν πρωτεύουσαν της Γαλλίας, όπου εθαύμασαν το κάλλος αυτής, τον πλούτον και την παραγωγικότητα της γης, την ευκαρπίαν αυτής, την ευκρασίαν του αέρος, και τα λοιπά της πόλεως ταύτης αξιοθαύμαστα πράγματα και εξόχως των πολιτών την ευγένειαν. Όθεν ο πάνσοφος Διονύσιος, κτίσας εις εν μέρος οίκον ευκτήριον και Εκκλησίαν μικράν, ευρίσκετο εκεί διδάσκων και ελκύων εις την ευσέβειαν, κηρύττων το Ιερόν Ευαγγέλιον και συνοδεύων με τα έργα τους λόγους του, εφώτιζε τυφλούς, ιάτρευε κωφούς και αλάλους, παραλύτους ανώρθωνε, νεκρούς ανίστα, και πάσαν άλλην ασθένειαν εθεράπευεν· όθεν εις ολίγον καιρόν εφύτευσε πολλά δένδρα εύκαρπα και επλήθυνεν ο σπόρος της πίστεως ουχί μόνον εκεί, εις Παρισίους, αλλά και εις την Ισπανίαν και εις την Βρετανίαν και εις άλλους τόπους έπεμπε τους μαθητάς αυτού· και του Θεού συνεργούντος επλήθυνε καθ’ ημέραν η ευσέβεια και οι προσερχόμενοι πιστοί, κατεδαφίζοντες εκ θεμελίων τα ειδωλεία, έκτιζον ιεράς Εκκλησίας, εις τας οποίας ο πανάγαθος Θεός εδοξάζετο. Ο δε πονηρός και αποστάτης δαίμων ωργίζετο κατά του Διονυσίου βλέπων ότι αυτός ήτο η αιτία της εκείνου καταφρονήσεως· όθεν παρεκίνησε τινάς να διαβάλουν αυτόν ως παραβάτην εις τον τότε βασιλέα Δομετιανόν, τον βασιλεύσαντα εν έτει πβ΄ (82), ότι κατεφρόνει τους παλαιούς θεούς, κηρύττων ένα νεώτερον. Ο δε Δομετιανός εθυμώθη και έστειλεν επίτροπόν του εις Παρισίους να εξετάση δια τον Άγιον, και όσους άλλους εύρη Χριστιανούς να τους τιμωρήση, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα· έκαμε λοιπόν ο τύραννος μεγάλην διάλεξιν με τον Άγιον, προσπαθών με τινας ψευδοσυλλογισμούς να πείση τον Άγιον ότι πρέπει να προσκυνώνται οι παλαιοί θεοί, τους οποίους επίστευεν όλος ο κόσμος, και όχι εις νεώτερος και κακοθάνατος, εις τον οποίον ολίγοι πιστεύουσιν. Ο δε Άγιος απεκρίθη αφόβως λέγων· «Μεγάλη σας αγνωσία είναι, κατά αλήθειαν, να προσκυνήτε λίθους και ξύλα και άλλας ύλας αναισθήτους, και να λέγετε ότι ήσαν θεοί οι πόρνοι και φονείς και φιλήδονοι, οίτινες έκαμαν τόσας αισχρουργίας, ώστε αισχύνομαι να τας αναφέρω, δια να μη μολύνω τα χείλη μου». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη αμέτρως, και εγερθείς του θρόνου εφώναξε λέγων· «Ω αναισχυντία μεγάλη, την οποίαν βλέπω εις τούτον τον άνθρωπον! Τους θεούς υβρίζει, εις τους βασιλείς δεν υποτάσσεται, και τον όχλον πλανά με μαντείας και πανουργεύματα, λέγων ότι είναι αι φαντασίαι του θαύματα». Ταύτα λέγων ο άκριτος κριτής προσέταξε να κόψουν τας κεφαλάς και των τριών Αγίων, ήτοι του Διονυσίου και των δύο μαθητών του Ρουστικού και Ελευθερίου· οίτινες ακούσαντες την απόφασιν του κριτού, δια να μη νομισθή ότι εφοβούντο τον θάνατον, εβόησαν ταύτα αγαλλιώμενοι· «Όσοι προσκυνούσι τα είδωλα, να γίνουν όμοιοι τούτων και χείρονες ως ανόητοι· ημείς δε προσκυνούντες Θεόν παντοδύναμον, δυνάμεθα να τελώμεν θαυμάσια με την Χάριν αυτού και βοήθειαν, και όχι με μαγείας, καθώς μας κατακρίνετε ψευδώς· ας κάμουν και οι ιερείς των ανοσίων θεών σας τοιαύτα θαυμάσια, να φωτίσουν τυφλούς, να αναστήσουν νεκρούς και να θεραπεύσουν πάσαν ασθένειαν· αλλά δεν δύνανται ως ανισχύρων και αναισθήτων θεών υπηρέται να πράξουν καλόν οι άφρονες». Ταύτα εξώργισαν τους ασεβείς περισσότερον, αρπάσαντες δε τους Αγίους οι δήμιοι έτρεχον σπουδαίως εις τον τόπον της τελειώσεως· και φθάσαντες εις υψηλόν τι όρος έξω της πόλεως, τους απεκεφάλισαν τη γ΄ (3η) Οκτωβρίου του 96ου έτους από Χριστού, τελευταίου δε της του Δομετιανού βασιλείας. Έγινε δε εις τον μέγαν Διονύσιον θαύμα παράδοξον ομού και εξαίσιον· όταν δηλαδή ο Άγιος απεκεφαλίσθη, λαβών την αγίαν κεφαλήν του εις τας χείρας του περιεπάτησεν έως δύο μίλλια και δεν αφήκεν αυτήν, έως ου απήντησε γυναίκα τινά ενάρετον, Κατούλαν ονόματι, και σταθείς κατά θείαν Πρόνοιαν απέθεσεν αυτήν ως θησαυρόν εις τας παλάμας εκείνης. Αυτή δε η μακαρία γυνή λαβούσα πολλήν αγαλλίασιν δια τον πλούτον, όστις της ήλθε κατά θείαν οικονομίαν και πρόνοιαν, ηγόρασεν από τους δημίους κρυφίως τα άγια των Μαρτύρων λείψανα· διότι ο μεν τύραννος προσέταξε να τα φάγωσι τα θηρία, η δε ευγενής εκείνη γυνή επήρε την νύκτα τους φύλακας και τους έκαμε δείπνον πλούσιον, μεθυσθέντες δε εκείνοι της έδωσαν τα άγια λείψανα με αργύρια, και τα ενεταφίασεν εις τόπον έντιμον έξω των Παρισίων. Ύστερον δε οι Χριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Εκκλησίαν εις το όνομα των Αγίων, όστις έως την σήμερον φαίνεται. Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτο ο Άγιος Διονύσιος μέσος κατά το ύψος, λεπτός, λευκός μεν κατά το χρώμα, αλλά ολίγον κίτρινος, ολίγον κοντήν έχων την ρίνα, συνεσπασμένας τας οφρύς, κοίλους ήτοι βαθουλούς τους οφθαλμούς, μεγάλα τα ώτα. Λευκήν μεν έχων κόμην, μακράν δε, ομοίως και το γένειον μακρόν μεν, μετρίως δε αραιόν. Τελείται δε η αυτού σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία, εν τω εν Αθήναις Ναώ του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και εις πάντας τους Ιερούς Ναούς των Ορθοδόξων Χριστιανών.
ΛΟΓΟΣ Εις τον Μέγαν Ιεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τον Αρεοπαγίτην
(Του εν Αγίοις Πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β΄ του Κυπρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως).
Η πρόθεσίς μου να ομιλήσω είναι δικαιολογημένη· το έργον όμως της ομιλίας τολμηρόν, διότι έχει σκοπόν να επαινέση τον εκλεκτόν Διονύσιον· και πόσον πράγματι είναι μεγάλον το μέγεθος της υποθέσεως της ομιλίας, είναι αρκετόν να καταδείξη ευθύς εξ αρχής το ίδιον το όνομα του σήμερον ευφημουμένου, ενδόξου και σεβαστού από τους πρώτους χρόνους Αγίου. Αλλ’ ο λόγος φοβηθείς περισσότερον τας συνεπείας της αμελείας περί την εκτέλεσιν του καθήκοντος, παρά την δυσκολίαν των οφειλομένων εις τον Άγιον επαίνων, και επικαλούμενος τον Θεόν ηγεμόνα και βοηθόν του, προχωρεί ήδη, δια της φωνής του ομιλούντος, εις την εξύμνησιν και έξαρσιν του δικαίου Διονυσίου. Και τούτο διότι ήθελε θεωρηθή αισχρόν και τελείως ξένον προς τα αισθήματα του ανθρωπισμού, εάν, δια μεν τους φυσικούς μας πατέρας υπάρχη νόμος, όστις επιβάλλει να αποδίδωμεν εις αυτούς πάσαν δυνατήν τιμήν και ευγνωμοσύνην πάντοτε, ενώ δια τους αρχηγούς της ευσεβείας, οι οποίοι εφρόντισαν να μας αφήσουν προς μελέτην και ωφέλειαν ουράνια και ζωογόνα συγγράμματα, να μη εσπεύδομεν ούτε δια λόγου να εκδηλώσωμεν την ευγνωμοσύνην μας, εξυμνούντες ούτω την εις ημάς γενομένην παρ’ εκείνων χάριν· η τοιαύτη μάλιστα έκφρασις της εξυμνούσης την χάριν ευγνωμοσύνης συνιστά σημαντικώτερον καθήκον παρ’ ό,τι η έκτισις του οφειλομένου σεβασμού προς τους φυσικούς πατέρας. Και τα δύο καθήκοντα, προς τε τους φυσικούς πατέρας και τους αρχηγούς της ευσεβείας, είναι ανώτερα της εκείνων προς ημάς ευεργεσίας. Εάν δε κανείς ισχυρισθή δικαιολογούμενος, ότι παραιτείται τελείως του καθήκοντος, διότι δεν είναι δυνατόν να το εκπληρώση κατ’ αξίαν, ανάλογον της ευεργεσίας, ας γνωρίζη ο τοιούτος ότι δεν σκέπτεται λογικά, ούτε δε και εις ορθόν συμπέρασμα φέρει αυτός ο λογισμός. Διότι πρώτον μεν όσον το προκείμενον καθήκον, που επιβάλλει η ανάγκη, φαίνεται δυσκολοκατόρθωτον, ή ότι είναι ανώτερον από την δύναμιν του λόγου, επί τοσούτον και εκείνος, που θα το επιχειρούσε, θα εκρίνετο άξιος πολλής συγγνώμης, εφ’ όσον δεν θα προσήγγιζε την αξίαν των τιμωμένων προσώπων· εξ αντιθέτου, η αμέλεια δια την εκτέλεσιν αυτών των υποχρεώσεων αποτελεί καθαρόν σφάλμα της προαιρέσεως, εξ αιτίας του οποίου και κατηγορία, ουχί αναξία λόγου, θα διατυπωθή από τον καθένα. Πρέπει λοιπόν να μη πολυσυζητώμεν δια το ανεύθυνον, δια να μη παρουσιασθή κανείς να κατηγορήση σφροδρότερον δι’ αμέλειαν του ορθού. Εκτός του ανωτέρω επιχειρήματος, που δικαιολογεί απόδοσιν, μετριωτέραν της αξίας του τιμωμένου, υπάρχει και δεύτερον· εις τας τοιαύτας δηλαδή τιμητικάς, εξ ευγνωμοσύνης, εκδηλώσεις παρίσταται ανάγκη αύται να μη είναι πενιχρότεραι μόνον κατά την αξίαν, αλλά ακόμη και οι τιμώντες δια των εκδηλώσεων αυτών να ασκούν την αρετήν και να εργάζωνται την εντολήν· διότι άλλος ολιγώτερον, άλλος περισσότερον ενασχολείται με αυτά, πλην όμως, δια να είπωμεν συντόμως, άνθρωπος, όστις να κατώρθωσε ιδανικήν και τελείαν ενάσκησιν της αρετής, ως και απολύτως επιτυχή εργασίαν των εντολών, δν υπάρχει. Και όπως ακριβώς δεν ευρίσκεται κανείς εκ των επιδιωκόντων την αρετήν, που δεν θέλει να μετέλθη ούτε μίαν αρετήν, επειδή δεν δύναται να επιτύχη την πραγματοποίησιν όλων ή να εκτελέση ένα θεϊκόν πρόσταγμα, επειδή δεν κατώρθωσεν αμέσως και συγχρόνως να εκπληρώση όλας τας εντολάς του Θεού, τοιουτοτρόπως δεν πρέπει να παραιτηθή κανείς και μιάς οιασδήποτε τιμητικής εκδηλώσεως, επειδή δεν έχει την δύναμιν να εκδηλώση εις τον εμπρέποντα βαθμόν όλον τον οφειλόμενον σεβασμόν και την επιβαλλομένην τιμήν. Προς απόδειξιν των ανωτέρω σκέψεών μου υπενθυμίζω και το αναφερόμενον εις το Ευαγγέλιον, ότι κάποτε μία χήρα γυνή είχε προσφέρει δύο λεπτά εις τον Θεόν, και ότι η χήρα αυτή επηνέθη υπό του Χριστού περισσότερον από εκείνους, που είχον προσφέρει μυριάδας χρυσίου. «Αμήν λέγω υμίν ότι η χήρα η πτωχή αύτη πλείον πάντων έβαλε» (Μάρκ. ιβ:43). Επίσης, προ αυτού του περιστατικού, μανθάνομεν εκ της Παλαιάς Διαθήκης, ότι την ορμήν του Ισραήλ να προσφέρη μεγαλοπρεπείς θυσίας εις τον Θεόν ημπόδιζεν η αυστηρά απαγόρευσις του Θεού, δηλούντος, ότι δεν θα προσεδέχετο τοιαύτας θυσίας. Τι συμπέρασμα δυνάμεθα να εξαγάγωμεν από τα δύο αυτά παραδείγματα; Νομίζω τίποτε άλλο, παρ’ ότι ο Θεός και οι γνήσιοι Αυτού υπηρέται δεν ευχαριστούνται από το πλήθος και το μέγεθος των προσαγομένων τιμών και θυσιών, αλλά από την καθαρότητα της γνώμης και το περιεχόμενον της αγαθής προαιρέσεως. Δι’ αυτό λοιπόν και εγώ δεν διστάζω δια το ασήμαντον της παρούσης μου προσφοράς· αλλ’ επειδή δεν είμαι ικανός δια τα μεγαλύτερα, προσέφερα τα μικρά, χωρίς να υπολογίσω τίποτε, αν ημπορώ να προσφέρω και μικρά· ευχόμενος μόνον όπως αι πενιχραί μου αυταί προσφοραί καταξιωθώσι δια της δυνάμεως του Θεού, ώστε δι’ αυτών των πενιχροτήτων να καταστή αξιόλογος και σημαντική η προς τον Άγιον οφειλομένη εκδήλωσις της τιμής και του σεβασμού. Από αυτά λοιπόν και τα τοιαύτα προτρέπομαι και επικαλούμαι και πάλιν την βοήθειαν του Θεού, να βάλη την χείρα Του εις την ομιλίαν μου αυτήν, ώστε να μη παρασυρθώ από την ορμήν του λόγου και αποπλανηθώ από του πρέποντος· έχω υπ’ όψιν μου, ότι δεν πρέπει τον οφειλόμενον προς τον Άγιον έπαινον να τον στηρίξω εις εξωτερικά στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν τον κύκλον της υλικής υπάρξεως· δι’ αυτό και δεν θα αναμνησθώ εις τον λόγον αυτόν ούτε επιφανούς πατρίδος, ούτε ευγενείας προγόνων, ούτε λαμπρότητος βίου, ούτε οιουδήποτε άλλου γνωρίσματος, δια τα οποία μεγαλοφρονούσιν οι άνθρωποι, και τα οποία θεωρούν περισπούδαστα οι πολλοί, διότι, κατά την γνώμην μου, δεν έχουν που αλλού να στηριχθούν, δια να εξάρουν τα κατορθώματά τους. Διότι προκειμένου περί πνευματικού και λογίου ανδρός, του οποίου ο έπαινος ευρίσκεται εις το Ευαγγέλιον και έγινεν αξιοθαύμαστος λόγω της αρετής του, τα κοσμικά και εφήμερα αυτά γνωρίσματα μιάς φευγαλέας δόξης και αξίας είναι τελείως περιττόν και να το αναφέρη κανείς. Απ’ εναντίας θα εξάρω εις την ομιλίαν μου την ευγένειαν της ψυχής του, τον ζήλον του υπέρ της ευσεβείας, και τους αγώνας του, ώστε, όσον το δυνατόν, να θαυμάσωμεν το ύψος του Αγίου, και ούτω να καταστήσω γνωστόν λεπτομερώς, εις όσους ενδεχομένως δεν γνωρίζουν τα κατά τον Άγιον, πως ανήλθεν εις θέωσιν και ποίων πραγμάτων δύναται να απολαύση ο άνθρωπος, όταν παρίδη τα επίγεια και με ειλικρίνειαν ακολουθήση τον Θεόν. Αι Αθήναι υπήρξεν η πατρίς του Μεγάλου Διονυσίου. Και ποίος δεν γνωρίζει πόσον η πόλις αυτή έχει εξυμνηθή και πόσον υφ’ όλων έχει διακηρυχθή, ότι υπερέχει όχι μόνον από όλας τας άλλας βαρβαρικάς πόλεις αλλά και από αυτάς τας ελληνικάς, τόσον πολύ, όσον οι Έλληνες από τους άλλους ανθρώπους, και πόσον από όλους πάλιν τους Έλληνας υπερτερούν οι κάτοικοι της λαμπράς αυτής πόλεως. Εάν δε ευρεθή κανείς και ζητήση απόδειξιν του ισχυρισμού αυτού, θα τον παραπέμψωμεν εις τους ποιητάς και τους λογογράφους, οι οποίοι κατήγοντο από την πόλιν αυτήν, και οι οποίοι τον πνευματικόν χώρον της πόλεως αυτής επέλεξαν ως περιοχήν και πηγήν της εμπνεύσεώς των. Όλοι παραδέχονται, ότι δι’ αυτήν την πόλιν δύνανται να είπουν συγχρόνως και πολλά και τίποτε· αφ’ ενός μεν διότι από παντού δύναταί τις να λάβη πολλάς τας αφορμάς των εγκωμίων, αφ’ ετέρου δε διότι δεν θα ευρεθή κανείς που να μη απορήση πως οι λόγοι των εγκωμίων του θα είναι ανάλογοι προς την πραγματικότητα. Αλλά και η οικογένεια του Αγίου, εάν κανείς και αυτό επιθυμή να εξετάση, δεν φαίνεται κατωτέρα της αξίας της πόλεως. Ποία δε ήτο η κοινωνική του θέσις εις μίαν τοιαύτην πόλιν, διακρινομένην δια την αρτιωτέραν και τελειοτέραν οργάνωσιν της πολιτείας της, φανερώνει η επωνυμία του Αρεοπαγίτης, εκ του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου και η εν αυτώ ιδιότης του ως δικαστού. Ως γνωστόν δε, ο Άρειος Πάγος υπήρξεν το ανώτατον και δικαιότατον Δικαστήριον των Αθηνών· ως τοιούτον δε ακριβώς εχρησιμοποίει δια την αποστολήν του ως δικαστάς τους πλέον σώφρονας πολίτας, τους διακρινομένους δια την καταγωγήν των. Αυτό ακριβώς, όπως νομίζω, υπαινίσσεται και ο θείος συγγραφεύς των Πράξεων των Αποστόλων, αναφέρων το κύριον όνομα του ανδρός και αμέσως προσθέτων την ιδιότητά του ως Αρεοπαγίτου. Με αυτήν την υπόμνησιν ηθέλησεν ο ιερός συγγραφεύς των Πράξεων να δηλώση ένα λαμπρότατον γνώρισμα της ευγενείας του Διονυσίου. Όλα όμως αυτά και τα ομότιμα με αυτά εξωτερικά στοιχεία της κατά κόσμον λαμπρότητος θα τα αφήσωμεν εις την φιλοπράγμονα φροντίδα άλλων. Διότι πως θα εδικαιολογείτο η ενέργειά μας να αναφέρωμεν αυτά, ομιλούντες περί εκείνου, και να επιθυμήσωμεν να παρουσιάσωμεν εξ αυτών μέγαν μετά την εντεύθεν προς τα υπερκόσμια μετάβασιν και την απόλαυσιν της αγγελικής ζωής, αντί της ματαίας ταύτης, άνθρωπον, όστις, όταν έζη επί της γης, τα περιφρόνησε και έπειθε και τους άλλους να μη φροντίζουν δι’ αυτά, εφ’ όσον η αξία του ανθρώπου δεν περιορίζεται εις αυτά τα πρόσκαιρα αγαθά; (όπως είναι γνωστόν υπάρχει μία άλλη κατάστασις, υπερτέρα της κοσμικής ματαιότητος, η οποία ουδέποτε καταστρέφεται, πάντοτε διαρκεί, είναι σταθερά και αμετάβλητος, προς την οποίαν πρέπει να οδηγή και ο πρόσκαιρος επίγειος αγών δια την αρετήν· διότι περιεχόμενον της παρούσης ζωής είναι μόνον ο αγών, εις εκείνην δε την ζωήν οι αγωνισθέντες λαμβάνουν τα κατ’ αξίαν έπαθλα). Ώστε λοιπόν, δια να επανέλθωμεν, μόνον όσα είναι λογικά και προσφιλή προ παντός εις τον διακριθέντα δια την αρετήν του και ευχάριστα εις εκείνον να λεχθούν, μόνον εκείνα θα λεχθούν. Εκείνος ο Μακάριος Διονύσιος, αν και ανετράφη εις το ειδωλολατρικόν περιβάλλον του αρχαίου Ελληνισμού, εν τούτοις δεν ευρίσκετο μακράν της περί τον βίον ακριβείας ημών· μόνον δε κατά τας θρησκευτικάς δοξασίας ήτο διάφορος από ημάς, ενώ εις τον τρόπον ζωής, εις τα έργα, ωμοίαζε με ημάς, επειδή βεβαίως και πριν να ακούση την εντολήν του Χριστού, ως ειδωλολάτρης κατά το θρήσκευμα, εν τούτοις, εκ φύσεως, εξετέλει τα προσταζόμενα υπό της εντολής. Και μη κατέχων τον γραπτόν νόμον να τον μυσταγωγή εις την κατά Χριστόν αρετήν, εγένετο ο ίδιος νόμος εις τον εαυτόν του· και μυσταγωγείται καλώς και μετά συνέσεως προς την αρετήν, ασκούμενος εξ ιδίας προαιρέσεως προς παν αγαθόν, ώστε να θεωρήται η πολιτεία του εκείνη ως προκάθαρσις δια το βάπτισμα· και προετοιμάζεται ψυχικώς δια του τρόπου της ζωής του εις την υψηλήν φιλοσοφίαν των Χριστιανών. Εγώ τουλάχιστον θεωρώ ως βραβείον, δια την προηγουμένην σώφρονα ζωήν του και ως αρραβώνα της υιοθεσίας, που επηκολούθησε, το γεγονός, κατά το οποίον ο Άγιος Διονύσιος ηξιώθη, κατά τον καιρόν του σωτηρίου Πάθους, να γίνη αυτόπτης της καταπληκτικής θεοσημείας, όπου, ως γνωστόν, ο ήλιος, συμπάσχων μετά της υπολοίπου κτίσεως δια την Σταύρωσιν του Δεσπότου, εθεάθη παραδόξως σκοτισθείς, δια να αποδείξη, ότι ο σαρκί σταυρούμενος ήτο Θεός και ελέγξη ούτω σφοδρώς την εγκληματικήν απερισκεψίαν των θεομαχούντων. Εάν θέλης να συλλάβης το πνευματικόν ύψος του Διονυσίου, εγώ, αντιπαρερχόμενος τα άλλα, θα θέσω ενώπιόν σου μίαν σύντομον και συγχρόνως άλυτον, υπό της κοινής λογικής, απόδειξιν. Πρόσεξε πόσον καλλιεργημένη πνευματικώς ήτο η ψυχή του και ευπρόσδεκτος εις ευσέβειαν· αυταί δε ακριβώς αι προϋποθέσεις τον εκίνησαν ταχύτατα δια να δεχθή τον θείον λόγον, αναδειχθείς τοιουτοτρόπως καλός αγρός που δέχεται τα σπέρματα του αγαθού και τα γεωργεί εις το εκατονταπλάσιον. Εάν θέλης, η ψυχή του ωμοίαζε με σπινθήρα, που εκρύπτετο μέχρι της στιγμής εκείνης υπό την πέτραν της ασεβείας και, εξαίφνης, μόλις ο λόγος εκτύπησε την εύφλεκτον ψυχήν, ήναψεν ένας πυρσός, περίβλεπτος και αιθέριος, ο οποίος, κατά τρόπον υπέροχον, μετέδιδεν εις όλους τον φωτισμόν και την θαλπωρήν. Επειδή λοιπόν εις τους Αθηναίους επρόκειτο να γνωστοποιηθή το θείον κήρυγμα, το εγνωστοποίει δε, ως γνωστόν, ο Παύλος, το σκεύος της εκλογής, μετά την επίγνωσιν της αληθείας, και αφού πλέον ο ζήλος του μετεκινήθη από το νεκρόν γράμμα του Μωσαϊκού Νόμου εις το ζωογόνον κήρυγμα, αρκετοί φιλόσοφοι, με επί κεφαλής την σχολήν του Επικούρου και την στοάν του Χρυσίππου, προσήρχοντο καθ’ ομάδας πλησίον του Παύλου και θορυβωδώς συνεζήτουν μαζί του, αφού άλλωστε δεν είχον τίποτε άλλο να κάμουν, παρά να ακούουν και να λέγουν διαφόρους νέας αντιλήψεις και θεωρίας· νομίζοντες δε τους λόγους της Χριστιανικής διδασκαλίας ως περίεργα, εγέλων και ειρωνεύοντο τον θείον κήρυκα, κατονομάζοντες τούτον σπερμολόγον. Προεκάλει δε εις τας ψυχάς των τοιούτων ακροατών τας αντιδράσεις αυτάς ο λόγος του Σταυρού, διότι από αυτούς, που, εκουσίως, προορίζονται δια την απώλειαν, θεωρείται ως μωρία· δεν είναι δε ποτέ δυνατόν ψυχή πονηρά να ανεχθή το υψηλόν μεγαλείον της ευαγγελικής διδασκαλίας και γηράσασα τελείως εις την πλάνην να απωθήση το ψεύδος, με το οποίον τον περισσότερον χρόνον έζησε μαζί, και να μάθη, μετά ταύτα, την αλήθειαν. Άλλωστε η δυσκολία, δια την μεταστροφήν της τοιαύτης ψυχής, θίγει πράγματι τα όρια του αδυνάτου, όταν αύτη ζη εις ένα κόσμον όπου η απάτη έχει πολλούς επαινέτας, και θεωρείται ότι κάτι είναι εις εκείνους που δυναμώνει το ψεύδος, και πράγμα, που είναι και από αυτό ακόμη φοβερώτερον, όταν θεωρή την ηδονήν ως θεόν και την τοποθετή ως σκοπόν της ζωής και όταν, ακόμη, πρεσβεύη ότι η ψυχή καταστρέφεται μαζί με το σώμα, εφ’ όσον δεν παραδέχεται επιβίωσιν της ψυχής μετά την νέκρωσιν του σώματος· όλα αυτά, που λέγω, ως γνωστόν, είναι κεφάλαια της ανοησίας των Επικουρείων (διότι δεν δύναμαι αυτά τα πράγματα να τα χαρακτηρίσω ως Φιλοσοφίαν). Τοιουτοτρόπως φρονούντων των εν Αθήναις φιλοσόφων, και σπαρασσόντων τον λόγον και διαστερόντων τας ευθείας οδούς του Κυρίου, μόνον ένας μεταξύ όλων των άλλων ευρέθη να σωφρονή· ο Διονύσιος! Ούτος πολύ καλώς επέστησε την προσοχήν του εις τα κηρυσσόμενα υπό του Παύλου και δεν διετέθη ψυχικώς με υπερηφάνειαν και θράσος απέναντι του κήρυκος, ούτε πάλιν, όπως εκείνοι, ελογομάχει με τον κήρυκα, επί ψυχική καταστροφή των ακροατών, διότι δεν εζήλευεν αυτούς που ήσαν πονηροί· απεναντίας, όσα εκείνοι εχρησιμοποίουν ως όπλα ανομίας, αυτός τα εχρησιμοποίησεν ως όπλα δικαιοσύνης· δι’ αυτό αφού παρέτρεξε το φλυαρούμενον παρ’ εκείνων «ξενίζοντά τινα φέρεις εις τας ακοάς ημών», χωρίς καν να επιχειρήση να δικαιολογήση με την λογικήν του τα ακουόμενα, έτρεχεν οπίσω από τον λόγον ως να του ήτο από πολύν καιρόν γνωστός και αγαπητός. Πριν όμως προχωρήσω θεωρώ καθήκον μου να επαινέσω το θείον κήρυγμα, το οποίον έχει εν εαυτώ δύναμιν Θεού ενισχύουσαν αυτούς, που θέλουν να σωθούν και ενεργούσαν όλα τα προς σωτηρίαν περιστατικά μετ’ ευκολίας· δι’ αυτό και η ψυχική εκείνου ευγένεια και η ενυπάρχουσα πραγματική προς την σοφίαν αγάπη δεν είχον ανάγκην από πολλούς αποδεικτικούς λόγους, δια να δυνηθή η ψυχή του να φθάση εις την επίγνωσιν της αληθείας. Δι’ αυτό και μόλις ελάλει ο κήρυξ, αμέσως και αυτός, ως να είχε κατανοήσει προηγουμένως το Ευαγγέλιον (και να ήκουε γνωστά) κατεδίκαζε τον ελληνισμόν και ησθάνετο ισχυρόν τον πόθον, ως άσβεστον δίψαν, να φύγη από το περιβάλλον του ελληνισμού (της ειδωλολατρίας) και να αρπάση ως ανέλπιστον εύρημα την ευκαιρίαν και γίνεται αμέσως πιστός, αφού, όπως φαίνεται, πολύ ενωρίτερον ελάφρυνε την ψυχήν του από πάσαν αμφιβολίαν. Και όπως ακριβώς δεν είναι δυνατόν κανείς να ανεχθή να παραμένη εις την νύκτα και να προσέχη το σκότος, όταν πλέον έχη φανή ο ήλιος, τοιουτοτρόπως ούτε και αυτός επροτίμησε να μη απαλλαγή, όσον το δυνατόν, γρηγορώτερα από το βάρος της απάτης, εφ’ όσον τον ήγγισεν η αλήθεια. Και τοιαύτη μεν υπήρξεν ευθύς εξ αρχής η καλή έναρξις των έργων που ηκολούθησαν, και η οποία μόνον εις τον Διονύσιον, υπήρξεν η δι’ ολίγων βεβαιότης· εννοώ την ταχύτητα της μεταθέσεώς του από την πλάνην εις την αλήθειαν. Αυτό δηλαδή που δεν παρετηρήθη ούτε εις τον Μέγαν Πέτρον, ούτε εις τον Ιωάννην, ούτε εις τον αδελφόθεον Ιάκωβον, οι οποίοι αναδείχθησαν σπουδαιότεροι των άλλων, αλλ’ ούτε εις αυτόν τον Παύλον· είναι δε γνωστόν, ότι οι μεν πρώτοι, αν και συνέζων επί πολύ μετά του Χριστού και είδον με τους οφθαλμούς των αναρίθμητα θαύματα, εν τούτοις εδίσταζον ακόμη και δεν είχον απαλλαγή τελείως των αμφιβολιών των· ο Παύλος πάλιν προσήλθε μεν εις τον Θεόν, πλην αργά και αφού εδίωξε πολύ τους Χριστιανούς και κατέθλιψε την Εκκλησίαν του Χριστού. Απ’ αυτά όμως ο Διονύσιος παρουσίασε λαμπράν εξαίρεσιν, διότι προσέτρεξε γρήγορα και επίστευσεν αμέσως εις τον λόγον, ώστε να μη μεσολαβήση καθόλου διάστημα μεταξύ της ακοής του κηρύγματος και της πίστεως εις τον Χριστόν. Αυτή η ταχύτης, κατά την γνώμην μου, είναι η μεγίστη απόδειξις της αγαθής του γνώμης και της καλής του προαιρέσεως, πόσον δηλαδή ευκόλως και συντόμως απεδέχετο το καλόν, διότι η ψυχή του είχε την κλίσιν προς αυτό. Εξ αιτίας αυτού εκλήθη αμέσως από τον Σώζοντα και ανεδείχθη η πίστις λαμπρόν κατόρθωμα, από το οποίον ήρχισε μία σώφρων και αγαθή ζωή και συμπεριφορά. Διότι το φως και η φωτιά δεν ευθύνονται εάν ωρισμένα σώματα δεν φωτίζωνται ή δεν θερμαίνωνται· φωτίζονται ή θερμαίνονται μόνον τα ευθερμαγωγά και εύφωτα. Κατ’ ανάλογον τρόπον και ο Θεός οικονομεί ώστε ψυχή της οποίας η προαίρεσις κείται επιμελώς προς το αγαθόν και την αρετήν, να Τον γνωρίση συντόμως. Δι’ αυτό λοιπόν και ο θείος Παύλος εκρίθη άξιος να κληθή ως Απόστολος, και ηλεήθη από τον Χριστόν, και ήλθε πλησίον του Χριστού, και ανεδείχθη σκεύος εκλογής και έφερε το όνομα του Χριστού ενώπιον βασιλέων και εθνών, επειδή είχεν ζήλον Χριστού, έστω και χωρίς επίγνωσιν. Δι’ αυτό και ο Μέγας Διονύσιος ηξιώθη της τιμής να έλθη πλησίον του Χριστού, επειδή είχε προγνωσθή υπό του Χριστού, συμφώνως προς την βούλησίν Του, και είχεν εκλεγή δια την υπηρεσίαν του κηρύγματος, ώστε να γίνη κήρυξ και εις τους άλλους, και να διακηρύξη το αγαθόν, και όσον ηδύνατο να πείση τους ανθρώπους να μετουσιώσουν το αγαθόν εις ζωήν και καθ’ ημέραν εμπειρίαν. Πως δε εκήρυξε και ανεδείχθη χειραγωγός εις τους πολλούς προς το αγαθόν, θα το καταστήσω γνωστόν κατά την πορείαν της ομιλίας. Αφού λοιπόν εδέχθη το θείον μήνυμα ως εξής επολιτεύθη· εγκαταλείπει την πόλιν, εγκαταλείπει δήμους, δικαστήρια, περιφανή κοινωνικήν θέσιν, πλούτον, λαμπράν ζωήν, το να είναι μεγάλος και σπουδαίος μεταξύ των ισχυρών, και πάσαν την εξ αυτών των στοιχείων απορρέουσαν αγάπην προς τας τιμάς. Αφού εσήκωσε δε με μεγάλην και ανέκφραστον προθυμίαν ψυχής τον Σταυρόν του Κυρίου ακολουθεί τον Παύλον ή, δια να είπω καλύτερα, τον ίδιον τον Χριστόν έχων ως διδάσκαλον τον Παύλον· και δεν το εθεώρει ως αισχύνην του υποτασσόμενος υπό παιδαγωγόν τόσον απλοϊκόν και άγευστον φιλοσοφίας, αυτός που ήτο μεταξύ των πρώτων που είχον φιλοσοφικήν κατάρτισιν και εκαυχάτο και δια την κοινωνικήν του θέσιν, αλλά και δια την φιλοσοφικήν του κατάρτισιν. Μαζί δε με όλα τα κατά κόσμον τίμια και ένδοξα άφησε και την φιλοσοφίαν, η οποία δεν καταλήγει εις ουδέν ωφέλιμον· δι’ αυτής όμως ωδηγήθη εις την αληθινήν φιλοσοφίαν, την οποίαν χρησιμοποιούντες ημείς, καθιστάμεθα Θεοί κατά χάριν. Τοιαύτη λοιπόν ήτο η αληθής και βαθεία γνώσις του Παύλου και τοιαύτης υψηλής γνώσεως πείραν έλαβεν ο Διονύσιος. Δια μέσου αυτής εύρε τον Θεόν και ο ίδιος εγένετο Θεός κατά χάριν. Κατόπιν αυτών των πνευματικών αγαθών, τα οποία απήλαυσε δια της τοιαύτης αληθούς και βαθείας γνώσεως, τίποτε δεν ήτο ικανόν να τον χωρίση από την νέαν κατάστασιν, μεθ’ ης συνεδέθη η ψυχή του, ούτε η απειλή του θανάτου, ούτε η υπόσχεσις μιάς κατά κόσμον ευτυχισμένης ζωής, ούτε τίποτε άλλο, ή φοβερόν ή ευχάριστον, ούτε παρόν, ούτε αναμενόμενον. Απεδείχθη δε ο Διονύσιος ακριβής εικών του Παύλου, επί πλέον δε διετήρησε απαραχάρακτον την διδασκαλίαν του Παύλου. Όπως ακριβώς η επιτυχία των αθλητών προκαλεί τον έπαινον εκείνων που τους εγύμνασαν, τοιουτοτρόπως και η πρόοδος των μαθητών επιφέρει εις τους διδασκάλους δόξαν και καλόν όνομα. Κατ’ αναλογίαν και ο Διονύσιος είναι λίαν αξιέπαινος, όχι μόνον διότι εχρημάτισε μαθητής του Παύλου, αλλά και διότι απεμιμήθη σφοδρώς την αρετήν του και κατέκτησε την τελειότητα της κατά Χριστόν μυστικής γνώσεως. Αλλά και δια τον Παύλον δεν είναι ολιγωτέρα η τιμή, ότι διετέλεσε καθηγητής ενός τοιούτου ανδρός εκλεκτού κατά τα άλλα, αλλά και πεπαιδευμένου και εναρέτου, ικανού ως εκ τούτου να προσελκύη πολλούς προς το καλλίτερον. Διότι ο Διονύσιος, όπως μετά προθυμίας απέρριψεν όλα, όσα μεθ’ εαυτού έφερε, πριν γίνη Χριστιανός, μετά της αυτής προθυμίας, αφού έγινε Χριστιανός, κατέστησε τον Παύλον οδηγόν του και πρότυπον της ζωής του, εις ό,τι έλεγε και έπραττε, ώστε να πλουτίση μεν το βάθος της γνώσεως, να κατανοήση ακριβώς την Θεολογίαν, να επιτύχη την ανάβασιν του νοός και την θέωσιν· παραλλήλως δε να πλουτίση εις χριστιανικόν ήθος και τέλειον τρόπον ζωής, όστις είναι πάντοτε ακριβής συνέπεια μιας τοιαύτης καθάρσεως της ψυχής. Ούτω κατώρθωσε και εις την υψηλήν θεωρίαν να διαβή και να αναδειχθή τελειότατος εις την πράξιν, με λαμπράν και παραδειγματικήν ζωήν. Συνέδραμον δε εις την ψυχήν του Διονυσίου συγχρόνως και πράξις και λόγος, τα οποία, μετά τον Θεόν, αποτελούν τους τελικούς πλέον πόθους πάσης επιθυμίας και είναι πράγματι μορφαί μοναδικής ευτυχίας. Πάντα δε τα άλλα, εκτός από την πράξιν και τον λόγον, αποτελούν δια τας φιλοθέους ψυχάς ανάξια λόγου παιγνίδια. Εάν ένα εκ των δύο λείψη, δεν δύναται να θεωρηθή κανείς τέλειος, ούτε ευτυχής, ούτε θα έχη την δύναμιν να πείθη ευκόλως εις το αγαθόν αυτούς που θέλει, διότι το πλέον ακατανίκητον όπλον δια να πείθη κανείς τον άλλον είναι η αρμονική συζυγία εις την ψυχήν του ανθρώπου του λόγου και της αρετής· τίποτε δε άλλο, εκτός της συζυγίας αυτής, δεν ταιριάζει εις τον διδάσκαλον της ευσεβείας. Διότι αυτοί που είναι γενναίοι κατά τον λόγον, εφ’ όσον τα έργα των δεν είναι σύμφωνα με όσα λέγουν, όταν σπεύσωσι να διδάξωσι τον άλλον, ματαιοπονούν· και εις όσους μεν δεν είναι γνωστοί οι λόγοι των θεωρούνται θαύμα, λόγω της εντέχνου κομψότητός των· εις εκείνους όμως, οι οποίοι εξήτασαν την ζωήν των και έμαθαν την αλήθειαν, δεν θεωρούν θαύμα τους τοιούτους λόγους, αλλά γελούν πολύ, διότι ο τοιούτος επιχειρεί να τους διδάξη πράγματα αντίθετα προς όσα κάμνει· οι άνευ έργων αρετολόγοι εξυμνούν μεν με λόγους την αρετήν, παντοιοτρόπως όμως την καταδιώκουν και την εξορίζουν. Αυτοί πάλιν που μετέρχοντα εμπράκτως την αρετήν, και εάν ακόμη δεν είναι ικανοί να εγκωμιάσουν αυτήν δια λόγων, αναδεικνύονται δια του παραδείγματός των οδηγοί των άλλων, ωφελούντες τοιουτοτρόπως πνευματικώς τους εαυτούς των· είναι δε ούτοι κατά πολύ καλλίτεροι της άλλης τάξεως, αυτών δηλαδή που περιορίζονται μόνον εις λόγους, χωρίς να ασκούν εμπράκτως την αρετήν, και οι οποίοι δεν κατέβαλον εισέτι ουδεμίαν αρχήν προς πραγματοποίησιν αυτής. Εκ των πραγμάτων λοιπόν καθίσταται φανερόν, ότι η συζυγία μεταξύ λόγων και πράξεως δεν είναι τυχαίον πράγμα, αλλά πάρα πολύ αναγκαίον· εκείνος που επιθυμεί να είναι οδηγός των άλλων εις την αρετήν και προστάτης ψυχών, πρέπει να συνδυάζη αρμονικώς και τας δύο ικανότητας της πράξεως και του λόγου. Αυτάς λοιπόν τας δύο ουσιώδεις προϋποθέσεις και ούτος, περί του οποίου ομιλούμεν, περισσότερον παντός άλλου είχε και αφού προηγουμένως καλώς εγένετο κυρίαρχος του εαυτού του, δια της ασκήσεως εφ’ εαυτού αυστηρού ελέγχου και επιμόνου προσπαθείας, ανεδείχθη ικανός να κατευθύνη και τους άλλους προς το καλλίτερον. Διότι είναι γνώρισμα αρίστης και επωφελεστάτης τάξεως το να λαμβάνη κανείς την δύναμιν να καθαίρη τους άλλους, από τον επίμονον αυτοκαθαρμόν του, όπως ακριβώς και τα μη αυτοθερμαντικά σώματα, θερμαίνονται αφού προηγουμένως, δια μεταγγίσεως, δεχθούν την φύσιν του πυρός. Κατόπιν της προπαρασκευής αυτής και της πνευματικής ανατάσεως, ο μακάριος Διονύσιος αναδεικνύεται Επίσκοπος της Εκκλησίας των Αθηνών. Νομίζω δε ότι εις αυτό το σημείον είναι αξιοθαύμαστος η πόλις των Αθηνών· όχι δηλαδή εξ αιτίας των πολλών και ενδόξων περί αυτής ιστοριών, ούτε διότι πάντοτε ανεδείχθη νικήτρια εις πολέμους εναντίον Ελλήνων και βαρβάρων, στήσασα πολλά τρόπαια, αλλ’ ότι, αφ’ ενός μεν ανεδείχθη πατρίς τοιούτου ανδρός, αφ’ ετέρου δε ηυτύχησε να έχη τούτον τροφέα δια την παροχήν υψηλοτέρας πνευματικής τροφής, και πολιούχον και προς ευσέβειαν χειραγωγόν. Και δια να μη καταστρέφωμεν την αλήθειαν, χαριζόμενοι μόνον εις μίαν πόλιν τους μακαρισμούς ημών, και να περιορίζωμεν εις αυτήν μόνον ό,τι ανήκει και εις άλλους, λέγομεν, ότι όχι μόνον δια τας Αθήνας, αλλά δι’ ολόκληρον την οικουμένην, την οποίαν επεσκέφθη και επισκέπτεται, δια των λόγων του, ανεδείχθη διδάσκαλος και πνευματικός οδηγός. Διότι ποίον βάθος Αιγύπτου, ή κοίλη Συρία, ποία περιοχή της Λιβύης, ή των απομεμακρυσμένων Γαδείρων, ποία Βρεττανική νήσος, αν θέλης, ακόμη, ποίος Βόσπορος και λίμνη Μαιώτις, δεν γνωρίζουν, ή δεν έχουν ακούσει δια την αρετήν του Διονυσίου; Μήπως εις όλα αυτά τα μέρη δεν διεδόθη η φήμη του Διονυσίου μεγαλοπρεπέστερον και από αυτόν ακόμη τον ήχον της βροντής; Ή τώρα σκέψου τους κατοίκους της Αραβίας, και εάν θέλεις και Γερμανούς και Ρωμαίους και Έλληνας και θα εύρης εις όλους κοινόν το τοιούτον θαύμα, όπως εις όλους είναι γνωστά τα στοιχεία του σύμπαντος, ο ουρανός, η γη, το πυρ, ο αήρ, και το ύδωρ. Έργον εκείνου είναι αι εκκλησιαστικαί διατάξεις και οι τύποι των Μυστηρίων· εκείνου και το έργον περί των ουρανίων συνταγμάτων, τα οποία παρεδόθησαν μεν προφορικώς υπό του ιδίου προς τον Τιμόθεον, ωφελούν δε πρακτικώς όλους τους ανθρώπους. Έργα εκείνου είναι και αι σωτήριοι επιστολαί, αι οποίαι προτρέπουν ευκόλως τους αναγνώστας προς αρετήν. Όλα δε αυτά τα έργα αποδεικνύουν, δια να είπω συντόμως, τα κάλλιστα. Ποία δε κάλλιστα λέγω και εννοώ; Την ουράνιον επιστήμην και την θέωσιν αυτού του ανδρός! Όλα αυτά αποτελούν εκδήλωσιν της προςτους Χριστιανούς όλων των αιώνων προνοίας του Θεού, αλλά και θείαν διδασκαλίαν προςτην, δια παντός τρόπου, καταστροφήν της πλάνης, ώστε να μη παρασύρεται κανείς ουδέποτε υπό του εχθρού. Φέρε τώρα εις τον νουν σου και το λαμπρόν εκείνο απαύγασμα της θεοειδούς διανοίας του (εκφαντορίαν) «Περί των Θείων Ονομάτων»· από αυτό το έργον θα διδαχθής ποία λέγονται ως προσδιοριστικά του Θεού και ποία η δύναμις εκείνων των ονομάτων. Πως δε πρέπει να εννοώμεν αυτά και πως να τα λέγωμεν. Και ότι τα νοήματα αυτά ή αι λέξεις δεν είναι ο Θεός, αλλά τα εκφραστικά μέσα, δια των οποίων φανερώνεται εις ημάς το υπεράνω πάσης ονοματιστικής και νοητικής δυνατότητος μυστήριον της Υπερουσίου Τριάδος. Μελέτησε και το περί της «Ουρανίου Ιεραρχίας» σύνταγμα, όπου θα ιδής να γίνεται πολύς λόγος περί της θείας ελλάμψεως. Εκεί θα διαπιστώσης πως αύτη μεν κατά την ουσίαν είναι απλή, αλλά και πως ποικιλοτρόπως κατέρχεται εις τα προνοούμενα, χωρίς η απλότης να καταστρέφεται και να μεταβάλλεται εις πολλότητα, αλλά και πως επιτυγχάνει να φέρη εις ενότητα ένα έκαστον των προνοουμένων. Εκεί θα γνωρίσης ικανοποιητικώς τα αναφερόμενα εις τας ουρανίους παρατάξεις, και την πρώτην αυτών τάξιν και την μέσην και την τελευταίαν, κατά την οποίαν αποσαφηνίζεται το όνομα ενός εκάστου Αγγελικού Τάγματος, και πως ενεργεί· προς τούτοις τι σημαίνει ο όρος Ιεραρχία, και ποία η εξ αυτής ωφέλεια, ήτις συνίσταται εις την μετά του Θεού ένωσιν και κατά το δυνατόν ομοίωσιν. Αφού δε διεξέλθης όλα αυτά τα περισπούδαστα έργα, θα γνωρίσης σαφώς, πόσον μέγας είναι ο πλούτος της σοφίας του Διονυσίου, πόση η θέωσις, αλλά και πόση η υπερβαίνουσα ημάς επιστήμη του. Εάν δε από εκεί μεταβής, δια της μελέτης, προθύμως και εξετάσης όσα έχει γράψει και περί της «Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας», τότε θα πληροφορηθής και την ερμηνείαν της δυνάμεως εκάστου των Μυστηρίων, και την θεωρίαν αυτών, η οποία δεν ίσταται εις την περιοχήντων ορωμένων μόνον, αλλ’ εισάγει δια των εξωτερικών συμβόλων εις την βαθυτέραν έννοιαν, η οποία παραμένει εις τους πολλούς απλησίαστος. Και τότε πως δεν θα ομολογήσης, ότι τα Συγράμματα αυτά είναι απόδειξις σαφής της υπεράνω πάσης επιστήμης ευρισκομένης επιστήμης του Διονυσίου και της υψηλής αυτού αναβάσεως, αλλά και της δι’ αυτών επιδειχθείσης προνοίας του Θεού προς ημάς, δηλαδή της άκρας Αυτού φιλανθρωπίας; Δια του τρόπου αυτού ο Θεός θέλει να μη μας αφήση μέχρι μόνων των ορωμένων, αλλά εκκινούντες από αυτών, μας προτρέπει να εισερχώμεθα εις τας εσωτερικωτέρας εννοίας και να βλέπωμεν, με τα όμματα της ψυχής, βαθύτερον από το φαινόμενον. Και εγώ τουλάχιστον βλέπω αυτόν, με αυτά και τα άλλα συγγράμματά του να πνέη εναντίον της πολυθεϊας και της Ιουδαϊκής σκιάς, χρησιμοποιών εναντίον αυτών τα δόγματα και των δύο, του Ελληνισμού και του Ιουδαϊσμού. Ως πιθανήν δε εξήγησιν του τρόπου αυτής της πολεμικής του Διονυσίου θεωρώ τούτο, επειδή δηλαδή έκαστος άνθρωπος ακολουθεί ευκόλως και κατανοεί τας απόψεις γνωστών του, ενώ, εκ φύσεως, υποπτεύεται το ξένον· εις αυτό το σημείον ο Διονύσιος μιμείται γενναίον οπλίτην, ο οποίος καίτοι ευρίσκεται εις υπεροχήν έναντι των αντιπάλων του, εν τούτοις καταβάλλει αυτούς, όχι με τα όπλα του, αλλά με τα όπλα εκείνων. Εξ αιτίας όλων αυτών εγώ ονομάζω τον Διονύσιον και καθαιρέτην της πλάνης και προνοητήν της σωτηρίας μας, δογματίζοντα την αλήθειαν, χωρίς να δύναται κανείς να έχη αντιρρήσεις εις όσα λέγει, και ο οποίος έχει καθαράν καρδίαν, αγαπά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Ως τοιούτος ο Διονύσιος δεν έχει προσωποληψίας, άλλους μεν να προσκαλή εις σωτηρίαν, και εις άλλους να αρνήται αυτήν· απ’ εναντίας, προβάλλει τα πνευματικά του κεφάλαια εις όλους ανεξαιρέτως και με απλότητα καρδίας, εις οιανδήποτε στιγμήν του χρόνου, προς κοινήν ωφέλειαν. Εάν δε η πρόγνωσις του μέλλοντος και το να γνωρίζη κανείς όσα πρόκειται να συμβούν, όπως ακριβώς και τα παρόντα, είναι καθαρά απόδειξις προφητείας, τότε και ο Διονύσιος δεν ευρίσκεται μακράν των Προφητών. Ο Διονύσιος προλέγει μεν εις τον Μεγάλον Ιωάννην (τον Θεολόγον και Ευαγγελιστήν) την απελευθέρωσίν του από τα δεσμά και την φυλακήν, προλέγει δε και την επιστροφήν του πάλιν εις την Ασίαν, την επακολουθήσασαν, δια της Ευαγγελικής διδασκαλίας, φανέρωσιν, υπό του Ιωάννου, του Λόγου, και την διάδοσιν του Ευαγγελίου. Εγώ πάντως δεν θα έλεγον, ότι ο Διονύσιος είναι γεμάτος από το χάρισμα της προφητείας, εξ αιτίας αυτής και μόνον της προρρήσεως, παρά εάν δεν είχον προγνωσθή υπ’ αυτού, πάρα πολύ καλώς, τα αναφερόμενα εις την σωτηρίαν ημών. Ποία δε είναι αυτά; Ότι τα ζιζάνια του πονηρού, δηλαδή αι παντοίαι αιρέσεις, που παρεισέφρησαν μετά από πολλά χρόνια εις τον σίτον της Ορθοδοξίας, (και μάλιστα όχι εις ένα χρόνον μέσα, αλλ’ εις διαφόρους χρόνους, επειδή ο σπορεύς του κακού δεν εξετόξευσε δια μιάς την κακουργίαν του, ή διότι εφοβήθη την απόπειραν αθρόας καταργήσεως της ευσεβείας, ή διότι αδυνατούσε να εξεύρη όλας συγχρόνως τας αιρέσεις, πράγμα με το οποίον και εγώ μάλλον συμφωνώ, επειδή βεβαίως δεν συλλαμβάνει πλέον την πραγματικότητα αμερίστως, νοών αυτήν εν τω συνόλω της αδιαιρέτως ως αποβαλών το θεοειδές των νόων, και ως επί πολύ της απλότητος απομακρυνθείς). Αυτά λοιπόν τα ζιζάνια του πονηρού, τας αιρέσεις, καίτοι ακόμη δεν είχον εκδηλωθή, εν τούτοις αυτό που επρόκειτο να γίνη, ως να το έβγαζε εις την δημοσιότητα εκ των προτέρων, ηρχισε να το ανατρέπη, πάρα πολύ σοφώς, και κατά τρόπον άξιον του εαυτού του, όχι μόνον εκβάλλων τον καταβληθέντα και ριζωθέντα σπόρον του πονηρού και καταστρέφων αυτόν, πράγμα που απετέλεσεν έργον των μετέπειτα διδασκάλων, αλλά ούτε καν την αρχήν επιτρέπων εις τον πονηρόν, ήτοι την απόπειραν καταβολής των ζιζανίων. Τοιουτοτρόπως ο Διονύσιος επλούτει εις σύνεσιν και επιστήμην, καθάρας πρώτον τον εαυτόν του, ώστε να είναι δεκτικός θείας δυνάμεως, και καταστήσας αυτόν ναόν Θεού, εις τον οποίον οι θησαυροί της γνώσεως και της σοφίας, και ως τολμώ να είπω, εξ αιτίας της καθάρσεως αυτής, και τα επτά πνεύματα, τα οποία προεφητεύθησαν δια τον Σωτήρα Χριστόν, επανεπαύθησαν και εις αυτόν. Επειδή ο λόγος θεωρεί ως Χριστούς και συγκληρονόμους Χριστού αυτούς που αναγεννήθησαν κατά Χριστόν και κατηξιώθησαν της υιοθεσίας, δι’ αυτό και ο Διονύσιος δια του ενεργούντος εν αυτώ πνεύματος ετύπωσε το ηγεμονικόν και έβλεπε προφητικώς και επεκοινώνει νοερώς με τα μέλλοντα να συμβώσιν. Αλλ’ αυτά όλα όσα ανέφερα είναι μέτριαι αποδείξεις της φιλοσοφικής του καταρτίσεως και της προς θεωρίαν ικανότητός του· πρέπει τώρα να ενθυμηθώμεν επ’ ολίγον της πρακτικής του μορφώσεως, της συμπεριφοράς του δηλάδή, ώστε να έχωμεν ωλοκληρωμένην την εικόνα της τελειότητός του, επειδή ούτε κατά την πράξιν υστέρει. Διότι δεν είχε φθάσει μόνον εις ύψη ρητορικής ικανότητος, ούτε μόνον παρέκυπτε σιωπηλώς εις τα Μυστήρια του Θεού, εις δε τους πολλούς δεν ηδύνατο να γίνεται αντιληπτός. Αλλ’ ομού μετά της υψηλής θεωρίας και των θείων αναβάσεων εις τας οποίας αυτός ανήρχετο, ηδύνατο συγχρόνως και εις τους άλλους να γίνεται ωφέλιμος, συναναστρεφόμενος μεν μετά των πολλών, ίνα τας αρετάς του μεταδώση και εις τους άλλους, αυτός όμως μηδόλως μετέχων από τας κακίας εκείνων. Ότι βλέπομεν να συμβαίνη ενταύθα με το πυρ, το ίδιον συνέβαινε και με τον ευλογημένον Διονύσιον· διότι εκείνο, εξ αιτίας της καυσίμου ύλης, που το συντηρεί, φαίνεται να υπάρχει εδώ, ενώπιόν μας· αυτό όμως διαρκώς αναβαίνει υψηλά και φθάνει εις υψηλότερα επίπεδα, λόγω ακριβώς της εντεύθεν ελαφρότητός του. Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με τον Άγιον· ούτος δια λόγους οικονομίας ψυχών συνανεστρέφετο με τους πολλούς, ο νους του όμως υπήρχε πλησίον των Αγγέλων, χωρίς αυτός, εξ αφορμής αυτής της συναναστροφής, να εκπίπτη από την θεοειδή κατάστασιν του νοός, αλλά, απ’ εναντίας, αναβίβαζεν υπεράνω της ύλης τους υλικά και γήϊνα φρονούντας, έχοντας δε ταπεινόν φρόνημα, και ετοποθέτει αυτούς νοερώς υπεράνω των ορωμένων. Μάλιστα ο Άγιος Διονύσιος εξετέλει το έργον των ηλιακών ακτίνων αι οποίαι θωπεύουν και επικοινωνούν αδιακρίτως με ρυπαρούς και αρρυπάντους, και με δυσώδεις και με καθαρούς, χωρίς, εξ αιτίας της επαφής αυτής, να προσλαμβάνουν οιανδήποτε ιδιότητα εκ των εις α προσπίπτουν αντικειμένων, αλλ’ απεναντίας έχουν την δύναμιν να απαλλάσουν της αηδίας όσα βεβαίως αντικείμενα είναι δεκτικά τοιαύτης απαλλαγής. Εάν δε δεν είναι τολμηρόν να το είπω, ο Άγιος Διονύσιος κατέστη μιμητής του Χριστού μου, όστις, όταν παρέστη ανάγκη να αναγάγη τους καταπεσόντας από την αμαρτίαν, κατήλθε μεν εις την γην, κενώσας εαυτόν δια της ταπεινώσεως, και ανήγαγε τον πεσόντα, χωρίς όμως να εξέλθη των όρων της θεότητός του. Φθάσας εις το μέρος αυτό της ομιλίας μου απορώ τι να είπω πρώτον και τι τελευταίον· μάλλον μη τυχόν δι’ όσων είπω πέσω μακράν της πραγματικότητος και με τους πτωχούς μου λόγους περιορίσω το πλήθος των καλών του. Τι να επαινέσω προηγουμένως; Την φιλανθρωπίαν, όταν ωμίλει προς τα πλήθη και ήτο πρόθυμος να γίνη τοις πάσι τα πάντα δια να επιτύχη την πνευματικήν των οικοδομήν; Εμιμείτο τους καλυτέρους των ιατρών, μη θεραπεύων μόνον σώματα και επουλώνων πληγάς της σαρκός, αλλά φροντίζων και δια την θεραπείαν των ψυχών, δι’ αυτό και ο ίδιος ηνωχλείτο, όταν εκείνοι εσκανδαλίζοντο, και ελυπείτο από τα πάθη των άλλων. Μήπως δεν είναι άξιον εξάρσεως το επιστημονικόν, πράγματι, προτέρημα του ανδρός περί την προστασίαν, και άγρυπνον, και οξύ, και δραστήριον; Ή η υπερβάλλουσα κάθε μέτρον καλωσύνη και το αόργητον της συμπεριφοράς του; Ή ο ζήλος και όλα τα άλλα προτερήματα, δια των οποίων ανεδείχθη άριστος οικονόμος των ψυχών και πραγματικός θεράπων Θεού, και θείος Ιεράρχης, προσαρμοζόμενος και ο ίδιος προς το πρώτον καλόν και άλλους προσαρμόζων, ώστε να αποκτήσουν δύναμιν; Αλλ’ επειδή και εδώ ευρίσκομαι εις απορίαν προ των αναριθμήτων προσόντων του ανδρός, επικαλούμαι και πάλιν οδηγόν του λόγου και βοηθόν τον Θεόν, δια να προευτρεπίση και υποδείξη εις ημάς την οδόν του περαιτέρω λόγου. Το έργον του ευσεβούς διδασκάλου δεν είναι τόσον απλούν και εύκολον· απ’ εναντίας το θεωρώ πολύ δύσκολον και αρκετά σύνθετον, εφ’ όσον πρέπει πρώτον μεν να εκβάλη την ασέβειαν και την αμαρτίαν από τας ανθρωπίνους ψυχάς, αφού δε τας ελευθερώση, να εισαγάγη εντός αυτών την ευσέβειαν και την αρετήν, όπως ακριβώς συνηθίζουν να κάμουν και οι γεωργοί. Διότι και εις εκείνους, τους γεωργούς, πρώτη φροντίς δεν είναι να εμπιστεύωνται τον καλόν σπόρον εις την γην· προηγουμένως πρέπει να αποσπάσουν την πονηράν ρίζαν από τον αγρόν και μετά να ασχοληθούν με την σποράν. Και αυτός λοιπόν ψυχάς, αι οποίαι κάποτε είχον νεκρωθή, διότι δεν είχον γνωρίσει κατά βάθος τον Θεόν (πράγμα το οποίον συνιστά συγκεκριμένον θάνατον ψυχής, επειδή την πίστιν και το να γνωρίζη κανείς τον Θεόν εγώ, τουλάχιστον, τα θεωρώ ψυχήν της ψυχής), αφού προηγουμένως τας εκαθάριζεν, αποδιώκων εξ αυτών την απιστίαν, την ασέβειαν και παν φρόνημα αθεϊας, τας ψυχάς αυτάς τας εζωογόνει. Εάν δε επιθυμής να μάθης και την πράξιν της τοιαύτης ζωογονήσεως, σε πληροφορώ τα εξής· προηγουμένως η αναζωογόνησις αυτή εγίνετο με την δύναμιν του πνεύματος, με την οποίαν δύναμιν ο Θεός ανασταίνει και νεκρούς εκ των τάφων. Εν συνεχεία δε με τον λόγον της διδασκαλίας του, ο οποίος έρρεε με φροντισμένην γλαφυρότητα και συνεκέντρωνε πολλάς από παντού αποδείξεις, άλλας μεν από κοινάς εννοίας, άλλας δε από διαφόρους συλλογισμούς, ως επίσης και ισχυρά παραδείγματα και παρατηρήσεις φαινομένων· όλων δε αυτών των αποδεικτικών μέσων και συλλογισμών περίληψις και συμπέρασμα ήτο ότι ο Θεός είναι ένας, θεωρούμενος εις τρεις υποστάσεις· μία δε αρχή και αιτία του παντός αυτός ο Θεός, όστις εκ του μη όντος εδημιούργησε πάσαν ύπαρξιν, είτε την αισθητήν, είτε την υπέρ αίσθησιν, προσδώσας εις αυτήν μορφήν και υπόστασιν και κινήσας αυτήν, ώστε να υπάρχη· μετά δε την δημιουργίαν προνοεί αδιαλείπτως δια το δημιουργικόν του έργον, ώστε τίποτε να μη παραμένη έξω της προνοίας και ουδόλως να εκπίπτη. Διότι το να ενυπάρχη ο Θεός εις όλα και να περιλαμβάνη όλα, όπως ακριβώς το πυρ ενυπάρχει εις μίαν πυρακτωθείσαν χαλκίνην ή σιδηράν σφαίραν, δια να μεταχειρισθώμεν ένα παράδειγμα από την καθημερινήν ζωήν προκειμένου να κατανοήσωμεν τα υπέρ αίσθησιν, δεν εμποδίζεται ούτε από τον χρόνον, ούτε από τον τόπον, ούτε από τίποτε εκ των διαφόρων όντων και από όσα υπάρχουν γύρω από τα όντα· αυτή η αλήθεια είναι τελείως αναμφισβήτητος και αυτοφανής, εξαγομένη εκ των υποθέσεων, που εσχηματίσαμεν. Ουδεμία δε αντιλογία χωρεί εις αυτό· διότι κανείς δεν θα ευρίσκετο, που θα προτιμούσε να απαρνηθή τα ολοφάνερα, εάν δεν ήτο από χαρακτήρος φιλόνεικος και εραστής της ανθρωπίνης δόξης. Ο τοιούτος εντρεπόμενος τους ανθρώπους δεν μετατίθεται εις την αλήθειαν προτιμών να παραμένη δούλος εις όλην του την ζωήν και αναίσχυντα εφαρμόζει την παροιμίαν «με γυμνό το κεφάλι προχωρεί να ορκισθή εις την αλήθειαν». Και εις εκείνους, οι οποίοι ήσαν τελείως άπιστοι, συμπεριεφέρετο με τον ακόλουθον τρόπον ο σοφός θεραπευτής και ικανός οικονόμος των ψυχών· εκτός από τα άλλα φάρμακα μετεχειρίζετο και δεήσεις προς τον Θεόν, δια να τους φωτίση ο Θεός, και αγρυπνίας, και νηστείας, και σωματικάς ταλαιπωρίας, δια των οποίων βλέπομεν, ότι κάμπτεται ο Θεός, μέχρις ότου ο Θεός στείλει το έλεός του και αυτών μεν τας ψυχάς καταστήση επιδεκτικάς προς ευσέβειαν, αυτόν δε ενισχύση με την δύναμίν του, ώστε να δύναται να την διοχετεύη και εις αυτούς. Επειδή πλέον μετά από εκεί, από τον υπό του Θεού φωτισμόν, το παν εξαρτάται από την ανθρωπίνην δραστηριότητα· εις τους διδασκάλους απόκειται η δραστηριότης να πείθουν και εις τους διδασκομένους η εκουσία δυνατότης να πείθωνται· και με ένα λόγον όλη η δύναμις προς το καλόν ή προς το κακόν. Και αυτά μεν απετέλουν τον τρόπον ενεργείας του Αγίου, καθ’ όσον αφορά τους τελείως απίστους. Άλλοι πάλιν, ευρισκόμενοι εις την περιοχήν της ομολογίας, εκινδύνευον κατ’ άλλον τρόπον να περιπέσουν εις την δικαιοδοσίαν του πονηρού, είτε διότι εδειλιούσαν βλέποντες υπερβολικά απότομον και δυσκολοβάδιστον την κατά Θεόν οδόν, είτε διότι αποβλέποντες προς το κράτος των απίστων εσκανδαλίζοντο από την ευημερίαν εκείνων, επειδή βεβαίως όσοι είναι αφελείς και δεν σκέπτονται κατά βάθος, σκανδαλίζονται όταν κατευθύνουν αμαρτωλοί και δεν ημπορούν να βλέπουν τους ασεβείς να ειρηνεύουν, μη γνωρίζοντες το Μυστήριον των κριμάτων του Θεού. Το δε σπουδαιότερον είναι αυτό, και προ παντός δύσκολον να το αποφύγουν οι πολλοί· ότι δηλαδή οι περισσότεροι προσκολλώνται εις τα βλεπόμενα και αμφιβάλλουν ως προς τας ουρανίους ελπίδας, επειδή βεβαίως τα απαρτίζοντα την ελπίδα αυτήν στοιχεία κρύπτονται αθεάτως εις το μέλλον, και δι’ αυτό προτιμούν να στηρίζωνται εις τα αισθητά, παρά να κατευθύνουν το βλέμμα της ψυχής των προς τα μη ορώμενα. Η τοιαύτη τοποθέτησις των ανθρώπων αυτών έχει ως συνέπειαν να αγαπούν κατ’ ανάγκην τας υλικάς ηδονάς, να περιποιούνται την σάρκα και να συμμαχούν κατά του πνεύματος. Αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους, που ευρίσκοντο μεν εις την περιοχήν της ομολογίας, δεν είχον όμως σταθεράν και βαθείαν πίστιν, και ως εκ τούτου εκινδύνευον, πως να εκφράση κανείς με λόγους πόσον εφρόντιζε να τους διατηρή ασαλεύτους, σαλευομένους και από τον πλέον ανεπαίσθητον αέρα της ύλης και του πονηρού ευκολώτερον και από το ευκολολύγιστον καλάμι, ώστε να μη εκριζωθούν από το έδαφος της Χάριτος, και εκριφθούν και παραδοθούν και πάλιν εις την δυναστείαν του πονηρού; Η άγρυπνος δε φροντίς και το ανύστακτον αυτό ενδιαφέρον του ωφείλετο εις το ότι εθεώρει φοβερόν πράγμα να αποθάνη ένας άνθρωπος εις την πλάνην και την δεισιδαιμονίαν και να μη αξιωθή ποτέ να ολοκληρωθή εις πνευματικώς τέλειον δια της αληθείας. Ακόμη φρικτότερον εθεώρει εάν ένας, που ηξιώθη να γίνη λογικόν πρόβατον εις την μάνδραν του Χριστού και συγκατηριθμήθη μεταξύ των πιστών, μετά απεσκίρτα θεληματικώς, επανερχόμενος ως σκύλος εις τον εμετόν του και ως χοίρος εις τον βόρβορον, επιστρέφων και αυτός εις την προηγουμένην του ασέβειαν. Διότι δεν είναι τόσον αξιοθρήνητον το να μη κάνη κανείς καθόλου αρχήν εις την ευσέβειαν, όσον είναι το να αποκτήση την ευσέβειαν και μετά να την χάση. Δι’ αυτό έκλαιε και εφρόντιζε νύκτα και ημέραν δια την σωτηρίαν του ποιμνίου του, πράγμα που είναι το ισχυρότερον εξ όλων δια να τιθασεύση τον όγκον της σαρκός και τας παχύτητας. Ελεεινολογούσε τον εαυτόν του ενώπιον του Θεού, παρεκάλει μετά θερμότητος, εβόα γοερώς, εκάλει εις βοήθειαν τον Θεόν. Εις αυτά δε τα μέσα προσέθετε και την προσωπικήν του δραστηριότητα εις το αγαθόν και την διδασκαλίαν· διότι πρέπει μαζί με την βοήθειαν του Θεού να κινούμεθα και ημείς προθύμως και να θεωρώμεν την μεν προσπάθειαν και την επιθυμίαν να κατορθώσωμεν κάτι καλόν, ως ιδικά μας, ως έργον δε του Θεού το να φέρη εις αίσιον πέρας το έργον. Δι’ αυτό και ακούομεν, ότι ο Παύλος φυτεύει, ο Απολλώ ποτίζει την φυτείαν, η επιτυχία όμως του έργου και η προκοπή προς τελειότητα είναι αποτέλεσμα της ευδοκίας του Θεού. Επεχείρει λοιπόν και αυτός να διατηρήση τους ανθρώπους εις την περιοχήν της ομολογίας κατ’ αυτόν τον τρόπον, προβάλλων δηλαδή προς αυτούς την καλήν ελπίδα· και τούτο βεβαίως, διότι μερικοί από τους ανθρώπους δεν εγγίζουν την αρετήν κατ’ άλλον τρόπον, παρά μόνον με υποσχέσεις αγαθών, διότι θεληματικώς παρατρέχω την πρώτην μοίραν των ανθρώπων, αυτούς δηλαδή, που εκτελούν την αρετήν εκ μόνης και καθαράς αγάπης προς το αγαθόν· οι περισσότεροι όμως δεν σκέπτονται κατ’ αυτόν τον τρόπον, όσοι είναι ευτελείς και χαμαίζηλοι, που έχουν την σκέψιν των εις τα γήϊνα και διαρκώς με τα κάτω ασχολούνται· αυτοί λοιπόν οι τύποι έχουν ανάγκην από σκληροτέρους λόγους, όπως και ο οκνηρός ίππος, που δεν βαδίζει, έχει ανάγκην κεντρισμάτων και μάστιγος. Πως λοιπόν ο Άγιος Διονύσιος ενήργει επί του προκειμένου; Εποίκιλλεν αναλόγως των ψυχικών καταστάσεων και κλίσεων των ακροατών του την διδασκαλίαν και την ομιλίαν του· ούτω άλλοτε μεν εξυμνούσε την αρετήν και την δόξαν της αρετής, λέγων, ότι δεν είναι αυτά καταληπτά από το ανθρώπινον λογικόν, επειδή βεβαίως και ανθρωπίνη καρδία είναι αδύνατον να τα κατανοήση εν τω συνόλω των. Άλλοτε πάλιν, δια της ομιλίας του, ετόνιζε την σημασίαν της αμαρτίας, μαζί δε με αυτήν την τέχνην του πονηρού και τα δολώματά του δια να αγγιστρεύη τας ψυχάς, όπως είναι αι ηδοναί, δια των οποίων κυριεύεται ο άνθρωπος και απομακρύνεται από το καλόν· των ηδονών αυτών, έλεγε, καρπός είναι η γέεννα του πυρός, που καίεται χωρίς διακοπήν, το σκότος το εξώτερον, καθώς και όλα εν γένει τα στοιχεία της κολάσεως, που προκαλούν φρίκην, και όσα περιλαμβάνει η μέλλουσα να αποκαλυφθή οργή του Θεού, την οποίαν εξεκαύσαμεν με την απείθειάν μας. Συνεβούλευε δε να έχουν οι άνθρωποι υπομονήν, καρτερίαν εις τας θλίψεις, τονίζων ότι η υπομονή και η καρτερία είναι αναγκαίαι εις όλας τας περιπτώσεις, διότι χωρίς αυτάς δεν δύναται κανείς να επιτύχη ούτε το πλέον ασήμαντον, πολύ δε περισσότερον πράγμα τόσον σπουδαίον όσον η αρετή. Και την άποψίν του αυτήν απεδείκνυεν ως αξιόπιστον, όχι μόνον με συλλογισμούς, και με όλων σχεδόν των ανθρώπων τας μαρτυρίας, αλλά πολύ περισσότερον με παραδείγματα. Ανέφερε τον Νώε, τον Αβραάμ και τον Ιακώβ, που εδικαιώθησαν με την υπομονήν. Εν συνεχεία προέβαλλε τον πολύαθλον Ιώβ από την Αυσίτιδα, ο οποίος με την αδάμαστον καρτερίαν του εις τας πληγάς και τους πειρασμούς υπερέβαλε και αυτήν την φύσιν· ακόμη εμνημονεύετο, εκτός από αυτούς, ο Μωϋσής, ο Σαμουήλ, ο Δαβίδ και όλος ο κατάλογος των Δικαίων, υπεράνω δε αυτών και πρώτον μεταξύ των παρουσίαζε τον Παύλον τον μέγαν, τους Μαθητάς του Χριστού, αλλά και τον ίδιον τον Χριστόν, διότι οι Απόστολοι όχι μόνον δεν δυσανασχετούσαν, όταν εβλασφημούντο και εκολαφίζοντο και καθ’ εκάστην εθανατώνοντο από τους επηρεάζοντας αυτούς, αλλά και πάρα πολύ εκαυχώντο εις τας θλίψεις και τας ασθενείας, και με χαράν προσήρχοντο ενώπιον των διωκτών των, διότι ηξιώθησαν να πάθουν υπέρ του Χριστού. Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός βλασφημούμενος και εμπτυόμενος και δεχόμενος ράπισμα εις το πρόσωπον και αποθνήσκων επάνω εις τον Σταυρόν, ενώ διέθετε μυριάδας Αγγέλων, τας οποίας ηδύνατο να χρησιμοποιήση εις εκδίκησιν των βασανιστών του, εν τούτοις ηνείχετο την αχαρακτήριστον καταφροσύνην των σταυρωτών του· δια της ανεκτικής του αυτής στάσεως απεδείκνυε την έμφυτον φιλανθρωπίαν του και ότι η Θεία Αυτού φύσις δεν ηλλοιούτο από το πάθος της οργής ή τι άλλο, αλλά και έδιδε τύπον υπομονής και μακροθυμίας εις όλας τας κακώσεις και τους πειρασμούς. Εκτός δε όλων αυτών, δια των οποίων εδίδασκε και συνεβούλευεν ο μακάριος Διονύσιος και των διαφόρων παραδειγμάτων, δια των οποίων εβεβαίωνε την αλήθειαν των λόγων του, έδιδεν ακόμη και τον ίδιον τον εαυτόν του ως παράδειγμα υπομονής και καρτερίας, μετερχόμενος εμπράκτως όσα δια του λόγου εθαύμαζε. Και πρόσεξε από ένα σημείον να αντιληφθής την αξίαν του ανδρός και ασφαλώς δεν θα έχης ουδεμίαν αντίρρησιν. Αμέσως μόλις προσήλθεν εις τον Χριστόν, περιεφρόνησεν όλα τα υλικά αγαθά, προετίμησε την πτωχείαν αντί του πλούτου, την κατά την κρίσιν των ανθρώπων ατιμίαν αντί της φαινομενικής δόξης, και εθεώρησε όλας τας ηδονάς ως την τελευταίαν πικρίαν. Εχλευάζετο υπό των Ελλήνων (πολλοί πράγματι του συμπεριεφέροντο κατ’ αυτόν τον τρόπον), όπως ακριβώς και ο Απολλοφάνης τον περιέπαιζε, ο άλλοτε συμφοιτητής και φίλος του· και όμως δια τους χλευασμούς αυτούς δεν αγανακτούσε, ούτε αηδίαζε, αλλ’ υπέμενε με γενναιότητα, και μετ’ ειλικρινούς αγάπης προς τους ανθρώπους εσήκωνε τους διαφόρους πειρασμούς, διότι είχε προετοιμασθή, με την βοήθειαν του Θεού, να υπομένη μέχρι θανάτου, επειδή είχε πεισθή, ότι αι δόξαι του κόσμου τούτου είναι μικραί και περιφρονητέαι και από αυτά τα νήπια, αλλά και τα παθήματα πάλιν της παρούσης ζωής δεν είναι τίποτε προς την μέλλουσαν να αποκαλυφθή εις ημάς δόξαν. Επίσης ο Διονύσιος υπεστήριζε, και δια τον εαυτόν του και τους άλλους, ότι όλαι αι θλίψεις, όλαι αι επήρειαι, όλαι αι επαναστάσεις των συμφορών, από οπουδήποτε και εάν προέρχωνται, επισυμβαίνουν ένεκα δύο ωφελιμωτάτων σκοπών· ή ένεκα πυρώσεως, της διαθέσεως ημών προς το καλόν, δηλαδή δοκιμασίας, όπως συνέβη και με τα πάθη του μακαρίου Ιώβ, και όπως ο ίδιος ο Θεός επιβεβαιώνει λέγων· «οίει δε με λέγων άλλως σοι κεχρηματικέναι, ή ίνα αναφανής δίκαιος»; (Ιώβ μ, 3), οπόταν ακολουθεί την τοιαύτην δοκιμασίαν η μεγαλυτέρα ευεργεσία και η απόλαυσις των τελειοτέρων αγαθών· ή προς απαλλαγήν εξ αμαρτιών και ψυχικήν κάθαρσιν. Την δευτέραν αυτήν άποψιν φανερώνει ο Μέγας Παύλος, όστις παρέδωσε τον πορνεύοντα της Κορίνθου εις τον Σατανάν, δια να τιμωρηθή κατά την σάρκα, ώστε να μη δεχθή το πνεύμα του αιωνίαν τιμωρίαν. Δι’ αυτά λοιπόν τα δύο, δια την κάθαρσιν και την απόλαυσιν μεγαλυτέρων στεφάνων, ανεκήρυττεν εκείνος ο Μέγας Διονύσιος την υπομονήν ως την μεγαλυτέραν μεταξύ των αρετών· έλεγε δε, ότι χωρίς την αρετήν τίποτε δεν είναι μέγα και αξιόλογον δια τον Χριστόν, όστις επέδειξεν εις ημάς τοιαύτην συγκατάβασιν, ώστε κατεδέχθη να λάβη δούλου μορφήν, και να υπομείνη θάνατον· χωρίς λοιπόν την θεμελιώδη αυτήν αρετήν ο άνθρωπος λησμονεί την πνευματικήν του φύσιν και αναισθητεί προς άπαντα τα επερχόμενα. Αν και τοιουτοτρόπως, μετ’ ανδρείας και γενναιότητος ανθίστατο ο μακάριος Διονύσιος προς πάσαν επερχομένην δυσκολίαν, εν τούτοις όμως διεκρίνετο δια την μεγάλην του καλωσύνην, την οποίαν έδειχνε, όχι μόνον απέναντι των από μακρού Χριστιανών, αλλά και απέναντι των ασεβών, κατορθώνων να εξορίζη τελείως από την συμπεριφοράν του κάθε αυστηρότητα και να χρησιμοποιή μίαν γλυκύτητα και απλότητα τρόπων· η δε τοιαύτη καλοκάγαθος συμπεριφορά του Διονυσίου προς τους αντιθέτους, τους ειδωλολάτρας, ας μη είπη κανείς, ότι ωφείλετο εις τον φόβον των καιρών, επειδή βεβαίως τότε οι ειδωλολάτραι ευρίσκοντο εις υπεροχήν, και ηδύναντο να πραγματοποιήσουν μεγάλα πράγματα, επιδιώκων υπό το πρόσχημα της καλωσύνης να πολιτεύεται κατά τας περιστάσεις. Όχι· η τοιαύτη καλοκάγαθος συμπεριφορά και καλωσύνη ήσαν κατ’ αρχήν δώρα της φύσεως, όπως βλέπομεν εις άλλους άλλα πλεονεκτήματα, με τα οποία γεννώνται· εις άλλους, π.χ., υπάρχουν ως έμφυτα προσόντα η ευφυϊα προς εκμάθησιν επιστημών, εις άλλους η δύναμις και το κάλλος του σώματος, εις άλλους διαθέσεις προς υποστήριξιν συγγενών και εις άλλους, τέλος, άλλα προσόντα. Εκτός όμως τούτου η καλοκάγαθος συμπεριφορά, την οποίαν επεδείκνυεν ο Άγιος Διονύσιος, ωφείλετο εις την πρόθεσίν του να πειθαρχήση εις την εντολήν· έπρεπεν άλλωστε την επιείκειαν, με την οποίαν εστολίζετο, να την γνωρίσουν και άλλοι, ώστε να δυνηθή να ελκύση κοντά του τους πολλούς, νικημένους από το ήθος του αυτό και αποβλέποντας εις την καλωσύνην του· διότι η βιαιότης του χαρακτήρος και το να ενεργή κανείς εξουσιαστικά, πλησιάζει την τυραννίαν και γεννά έχθραν, αντί να ελκύση τον άλλον να πειθαρχήση με την θέλησίν του. Εις τους Χριστιανούς δε, και τους μαθητάς του Χριστού, και τους διδασκάλους των Χριστιανών, δεν αρμόζει τίποτε τόσον πολύ, όσον η προς πάντας επιεικής εκδήλωσις, η απηλλαγμένη πάσης βιαιότητος. Έχω την γνώμην ότι αυτό το ήθος κατεκόσμει τον Διονύσιον εξ εμφύτου καταβολής, εγεννήθη δηλαδή με αυτό το προτέρημα. Εάν κανείς δεν παραδέχεται την άποψιν αυτήν, αλλά θεωρεί την ευσέβειαν ως αιτίαν, που εμόρφωσεν εις τον Διονύσιον το ήθος αυτό, η γνώμη του δεν διαφέρει από την ιδικήν μας, διότι και εκείνος σκέπτεται όπως και εμείς· επειδή πράγματι και ημείς πιστεύομεν, ότι εκ του Θεού μόνον φθάνει εις τους ευσεβείς κάθε δώρημα τέλειον· εάν δε αναφέρωμεν την φύσιν ως αιτίαν των προσόντων εις τους τοιούτους προσοντούχους ανθρώπους, εννοούμεν τον Δημιουργόν της φύσεως. Διότι η πρώτη αιτία της κινήσεως είναι ο Θεός, ενώ η φύσις εξ Εκείνου κινουμένη κινεί· επί του προκειμένου η θέσις της φύσεως είναι όπως τα όργανα εις τους ασχολουμένους με την τέχνην. Εκτός εκείνου και άλλο πλεονέκτημα υπάρχει εις την ψυχήν του Διονυσίου· και άλλα βεβαίως πολλά, εκ των οποίων όμως περισσότερον ολοκάθαρον από όλα τα άλλα φαίνεται εις την προς Δημόφιλον ένθεον επιστολήν αυτού. Εις την επιστολήν αυτήν υπάρχει πλουσία η διδασκαλία της καθ’ ημάς φιλισοφίας, αλλά και πολλή επιτίμησις δια τους παραβαίνοντας την ιεράν και ένθεσμον τάξιν, και νομίζοντας ότι κάτι είναι, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε, εις τους οποίους, ως τόσον, επετράπη να πράττουν κάτι υπέρτερον από την αξίαν των. Αλλά δεν είναι δυνατόν εδώ να εκθέσωμεν δια μακρών ούτε την πράξιν του Δημοφίλου, ούτε την πρόφασιν της επιστολής. Αυτός ο Δημόφιλος ήτο θεραπευτής· οι δε θεραπευταί ήσαν εκκλησιαστικόν τάγμα, ευρισκόμενον υψηλότερον του λαϊκού πληρώματος και ταπεινότερον των εντός του βήματος Κληρικών. Αυτό δε το τάγμα είχεν ως υπηρεσίαν να φρουρή τας ιεράς θύρας ιστάμενον προ αυτών. Τι λοιπόν συνέβει; Ένας εξ εκείνων που ενεδύθησαν τον Χριστόν και ηξιώθησαν του Θείου Βαπτίσματος ασθενεί, κατά τον λογισμόν, μετά το λουτρόν της παλιγγενεσίας, το άγιον Βάπτισμα, αποβλέπει δε πάλιν προς την χειροτέραν κατάστασιν και καταπολεμηθείς από χαυνότητα λογισμού, όπως συμβαίνει εξ αιτίας του ευκολομεταβλήτου των ανθρώπων, γλυστρά και πίπτει πτώμα ελεεινόν και τρισάθλιον, θύμα της αμαρτίας κατασταθείς. Εξ αιτίας της πτώσεως αυτής προσκρούει προς τον καθαρώτατον και λαμπρότατον Θεόν, όστις απαιτεί από ημάς μοναδικήν, προ παντός άλλου, θυσίαν, την κάθαρσιν. Κατόπιν αυτού τι συνέβει; Το κέντρισμα της συνειδήσεως κατέστη δριμύτερον και η πληγή βαρυτέρα· δι’ αυτό και ήρχισε να αισθάνεται δραματικήν την ανάγκην της μετανοίας ο πληγωμένος από τον Διάβολον, να αναστενάζη συνεχώς δια τα σφάλματά του και να θρηνή ακαταπαύστως. Και επειδή είχε υπ’ όψιν του, ότι ο Θεός κρίνει με επιείκειαν πλέον, τον αμαρτωλόν, εφ’ όσον δι’ αυτόν τον σκοπόν, δια να σώση τους αμαρτωλούς, εφάνη εις τον κόσμον εν σαρκί, και δια να καλέση αυτούς εις μετάνοιαν κατεδέχθη την ακατανόητον και από τους Αγγέλους κένωσιν, τι κάμνει; Προσέρχεται εις τον Ιεράρχην δια να ζητήση συγγνώμην και δια του Ιεράρχου από τον Θεόν. Και προσέρχεται εις μίαν κατάστασιν ελεεινήν κατά την θέαν και δραματικήν να την περιγράψης. Η ψυχή του ήτο πονεμένη και θλιμμένη, το πρόσωπόν του στυγνόν και αδυνατισμένον, σκελετωμένος, επάνω εις το πρόσωπόν του υπήρχον ευδιάκριτα τα σημάδια της εσωτερικής φλόγας. Όταν λοιπόν ο αμαρτήσας προσήλθεν εις την κατάστασιν αυτήν και ανέμενε την εμφάνισιν του Ιεράρχου, όστις επρόκειτο από στιγμής εις στιγμήν να προσέλθη, παρουσιάζεται εις αυτόν ο Δημόφιλος, εγείρεται από την θέσιν του και πλησιάζει το θύμα της αμαρτίας. Ενώ δε έπρεπε να κλαύση μαζί του και να επικοινωνήση με το πένθος δια την αμαρτίαν, εν τούτοις συμπεριφέρεται με σκληρότητα απέναντι της συντριβής αυτού, εξοργίζεται ως μανιακός, ως να εφθόνει δια την μετάνοιαν και σωτηρίαν εκείνου. Από την στιγμήν αυτήν δημιουργείται μία σφοδρά φιλονεικία· ο μεν αμαρτήσας επεθύμει να συναντήση τον Ιεράρχην, ο Δημόφιλος ημπόδιζεν· εκείνος επιχειρούσε με βίαν να εισέλθη, διότι εδιψούσε την σωτηρίαν του, ενώ ο Δημόφιλος τον έσπρωχνε και με τας δύο του χείρας, εκείνος δεν απεμακρύνετο, ο δε άλλος ωργίζετο. Τέλος δε επειδή εξεκαύθη κυριολεκτικώς από τον πόθον της μετανοίας και ερρίφθη εις το έδαφος από του οποίου θα διήρχετο ο Ιεράρχης, ήναψε ο θεραπευτής από τον θυμόν του και ως να είχε παραφρονήσει τον ελάκτισε και εν συνεχεία δια των γρόνθων του κατεξέσχισε το πρόσωπον και δεν εσταμάτησε, παρά μόνον αφού τον έκαμεν αγνώριστον από τον ξυλοδαρμόν. Αυτό ήτο το κατόρθωμα του Δημοφίλου. Μετά εκαμάρωνε ως να έκαμε μεγάλο κατόρθωμα και γρήγορα-γρήγορα σπεύδει να το αναγγείλη εις τον Διονύσιον· αυτό το έκαμε με επιστολήν, εις την οποίαν, εκτός των άλλων γνωστών από την αφήγησιν, εξαίρει την γενναιότητά του, την οποίαν τάχα επέδειξε, εκθειάζων λαμπρώς ένα προς ένα τα περιστατικά. Ωνόμαζε τον εαυτόν του εις την επιστολήν αυτήν ως εκδικητήν της αμαρτίας, εκ μέρους του Θεού ενεργούντα, αυτοεχαρακτηρίζετο ως Ηλίας και Φινεές, αποπνέοντα πολύν τον υπέρ της ευσεβείας ζήλον και ακριβολόγον φύλακα των ιερών. Ευθύς ως επληροφορήθη αυτά ο Διονύσιος αισθάνεται πόνον εις την ψυχήν του· και πως να μη αισθανθή πόνον από μίαν τοιαύτην απερίσκεπτον συμπεριφοράν; Η πρώτη του απόφασις ήτο να συμπεριφερθή με αυστηρότητα απέναντι του τολμητίου· νικάται όμως και εδώ από την καλωσύνην του. Πλην όμως, επειδή ήτο καιρός όχι άλλου, αλλά μόνον τοιούτου φαρμάκου, και έπρεπε, σύμφωνα με την παροιμίαν «ο πάσσαλος μόνον με πάσσαλον βγαίνει», να χρησιμοποιήση αυστηρότητα εναντίον της ανοησίας, και αλάτι, όχι καταπραϋντικόν έλαιον, επάνω εις το πονηρόν οίδημα (πρήξιμον) της ψυχής, και την σάπια πληγή να εξαφανίση με καυτό σίδηρο, δια να μη καταστή αθάνατον το κακόν, οπόταν με τίποτε δεν θα ανακόπτεται και να μη παραμείνη θρασύς ο Δημόφιλος, αλλά και όποιος σκέπτεται, όπως ο Δημόφιλος, νεανικώς εκεί που δεν πρέπει. Διότι εάν η ηπιότης του χαρακτήρος είναι το πλέον εκλεκτόν προτέρημα του ανθρώπου και εκείνο που προ παντός ταιριάζει εις την ψυχήν, δεν συνιστάται όμως, ως τρόπος συμπεριφοράς, αδιακρίτως προς όλους, ούτε πάντοτε ημπορεί να χρησιμοποιήται, επειδή έχομεν πλασθή τοιουτοτρόπως εκ φύσεως, ώστε να μη σωφρονιζώμεθα όλοι με τα ίδια μέσα, αλλ’ άλλοι με τα μεν, άλλοι με τα δε, όπως ακριβώς και όλοι οι ασθενείς δεν θεραπεύονται με τα ίδια φάρμακα. Και πως λοιπόν το κατορθώνει αυτό; Εδώ παρατηρήσατε και θαυμάσατε σοφίαν ανδρός, αξίου της διακονίας του Ευαγγελίου· εφ’ όσον μεν είχε την ευχέρειαν να παραθέτη εις την επιστολήν προσωπικάς του απόψεις εχρησιμοποίει τον ατομικόν του τύπον, τον συνιστάμενον από καλωσύνην και μετριοπάθειαν, δια να μη προκαλέση δυσάρεστα συναισθήματα εις τον υπό του διαβόλου πολεμηθέντα· όταν όμως παρίστατο ανάγκη, δια τον έλεγχον του σφάλματος, να χρησιμοποιήση την αυστηρότητα και το πικράζον, αντέγραφεν εκ της Αγίας Γραφής αυτούσια τα χωρία, όσα ήτο δυνατόν να φοβίσουν εκείνην την αναιδεστάτην και αγρίαν ψυχήν. Εις το τέλος δε όλων αυτών των αυστηρών περικοπών και χωρίων, αναφέρει και το θαυμάσιον και φοβερόν πράγματι όραμα του Κάρπου, το οποίον είδεν εκείνος και το ήκουσεν ο Διονύσιος διηγούμενον από τον ίδιον, και το υπενθύμισεν επικαίρως εις τον Δημόφιλον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Διονύσιος, εις όλας τας περιπτώσεις, ήτο γεμάτος από αισθήματα φιλανθρωπίας και ημερότητα τρόπων και εάν κάποτε προέκυπτεν ανάγκη και του αντιθέτου, το έπραττε μεν και αυτό, αλλά με ιλαρότητα· ανεμίγνυε σοφώς τα αντίθετα και ωργίζετο κατά της αμαρτίας χωρίς να οργίζεται κατά του αμαρτωλού [«Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» (Εφεσ. δ: 26)] · ωμίλει δε προς μερικούς αυστηρότερον, παραμένων όμως επιεικής, και προ παντός καλός, ενθυμούμενος εις όλην του την ζωήν την εντολήν εκείνην, που μας διατάσσει να ειρηνεύωμεν με τους εαυτούς μας και με όλους. Δια της ψυχικής του αυτής καταστάσεως εξησφάλιζε και την ανεξικακίαν και την προς τον Δεσπότην ευχήν, χάριν των φονευτών, πράγματα βεβαίως τα οποία εδικαίωσαν τον στέφανον, τον οποίον έλαβε κατά την ομολογίαν της πίστεώς του, ως και το Μαρτύριον, το οποίον υπέστη, και τα οποία υπήρξαν εξαίρετα δια τον Διονύσιον, όχι μόνον εις το τέλος του βίου και τον συντομώτατον χρόνον της εντεύθεν εκδημίας, αλλά και καθ’ όλον το διάστημα της ζωής του. Εξ αιτίας αυτών ήτο προς όλους γλυκύς και υφ’ όλων εθαυμάζετο, και δια την δύναμιν των λόγων, δια των οποίων επεβάλλετο εις όλους, όχι δε ολιγώτερον και δια τον τρόπον της ζωής, όσον ήτο συνδεδεμένος με την αγαθότητα του ανδρός, αλλά και προκαλούσε την αγάπην, όχι μόνον των Αθηναίων, οι οποίοι και προηγουμένως συνεκινούντο από αυτόν, αλλά και όλων των άλλων Ελλήνων. Εάν δε μερικοί εδυσφόρουν πολύ από την καινούργιαν διδασκαλία, την οποίαν ησπάσθη ο Διονύσιος, και εδυσκολεύοντο να εγκαταλείψουν τας πατρικάς των παραδόσεις (διότι περισσότερον παντός άλλου είναι λυπηρά η μετάβασις εκ της συνήθους καθημερινότητος εις αγνώστους τρόπους ζωής και δεν ανέχεται κανείς να βλέπη με αδιαφορίαν να διασύρωνται και να περιφρονούνται όσα ετίμα εις όλην του την ζωήν, από μικρόν παιδίον), εν τούτοις η αναμφισβήτητος αλήθεια, την οποίαν διεκήρυσσεν ο Διονύσιος, και η φιλόσοφος συμπεριφορά του και τρίτον, εκτός από αυτά, η πειστική δύναμις του λόγου του, προκαλούσαν τον θαυμασμόν των Αθηναίων προς τον άνδρα και τον καθίστων αξιοσέβαστον μεταξύ των πρώτων. Και επειδή πρέπει να λέγωμεν την αλήθειαν, περισσότερον όλων των άλλων ανθρώπων οι Έλληνες γνωρίζουν να θαυμάζουν την αρετήν και υπέρ τους άλλους, τούτο το γένος πείθεται εις τον λόγον και την αλήθειαν, δεν υπάρχει δε άλλο που να το προτιμά περισσότερον ο Έλλην από το να ανέχεται ευχαρίστως τον καλόν και ισχυρόν ρήτορα. Ίσως θεωρήσουν μερικοί, ότι ο υπέρ της ευσεβείας ζήλος του ανδρός εγένετο πλέον ολοφάνερος, εφ’ όσον, χάριν του ζήλου αυτού, απεστάτησε από τα πάτρια και από τον καθιερωμένον εις Αθηναίον τρόπον ζωής· ο ίδιος όμως δεν ηρκέσθη να περιορίση έως εκεί την δραστηριότητά του, αλλ’ εις την τολμηράν, χάριν της ευσεβείας, αποστασίαν του από το παρελθόν, προσέθεσε τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Αυτό δε το οποίον προσέθεσε πρέπει και ημείς να προθυμοποιηθώμεν να διεξέλθωμεν. Εκείνος λοιπόν, επειδή δεν ενόμιζεν ως σπουδαίον πράγμα, ή τελείως ανάλογον προς την προθυμίαν του, εάν μόνον την Ελλάδα, ή ένα μικρό μέρος της οικουμένης, ή ωρισμένους μόνον εκ των ανθρώπων ήθελε γεμίσει την ψυχήν των με τον λόγον της αληθείας, και δεν κατώρθωνε να φέρη μέσα εις την Θείαν αυλήν των σωζομένων όλους, εσκόπευε, κατά την θείαν πρόρρησιν, να εξέλθη ο φθόγγος της διδασκαλίας του εις ολόκληρον την γην και οι λόγοι του να ακουσθούν εις τα πέρατα της οικουμένης. [«Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη: 5)] · και τούτο διότι αυτό που ελέχθη γενικώς δια τους Αποστόλους, ενόμιζεν, ότι ειδικώς περί αυτού είχε λεχθή· και εάν επληροφορείτο, ότι κάπου υστερούσεν η διάδοσις του κηρύγματος, ενόμιζεν ότι υστερούσε καθ’ όσον αφορά την περιοχήν του και δι’ αυτό εθεώρει τον εαυτόν του ως κυρίως υπεύθυνον της παραλείψεως αυτής. Δια τούτο νοερώς περιέτρεχε την οικουμένην και ενόμιζεν, ότι ο κύκλος της γης έπρεπε να γίνη, δι’ αυτόν, ο κύκλος του Ευαγγελίου. Ούτως είχον λοιπόν ο ζήλος του και η προθυμία του δια την διάδοσιν του Ευαγγελίου, η δε φροντίς του σύμφωνος με την πρόθεσίν του· αυτά δε όλα δεν είναι υπερβολαί, αλλά κρίνονται από τα έργα του. Επειδή λοιπόν τα εκκλησιαστικά ζητήματα της πατρίδος του ευρίσκοντο εις καλήν κατάστασιν (πατρίδα δε θεωρώ την Εκκλησίαν των Αθηνών), διότι και η διδασκαλία διεδόθη εις όλους και η πίστις απέδωκε, με την δύναμιν του Πνεύματος, έφυγε από τας Αθήνας και μεταβαίνει προς τα μέρη της Δύσεως. Και πως εξέλεξε τα μέρη της Δύσεως; Δεν εξέλεξε μόνος του αυτόν τον χώρον, ούτε είχεν εις τον νουν του να φθάση εκεί· ο Θεός τον επληροφόρησεν, επ’ αυτού, άνωθεν. Ώστε η επιθυμία και η βούλησις να διατρανώση παντού τον λόγον του Ευαγγελίου υπήρξεν απαύγασμα της ψυχής του Διονυσίου· εις ποίους όμως ανθρώπους θα μετέβαινε δια να εκπληρώση αυτήν την αγίαν επιθυμίαν, θα το υπεδείκνυεν εις αυτόν ο συνευδοκών εις την πρόθεσίν του Θεός. Τώρα όμως, την επιείκειαν του Αγίου ανδρός, την οποίαν μόλις προ ολίγου εσταμάτησα να εξυμνώ, επιβάλλεται, αφού από κοινού προσβλέψωμεν την δράσιν του, να θαυμάσωμεν. Ο χρησμός, τον οποίον εδέχθη από τον Θεόν, ως προς την πόλιν που θα μετέβαινεν, ήτο αρκετός δια να καταληφθή από αναιδές θάρρος και υπερηφάνειαν· διότι η πόλις αύτη, η οποία του υπεδείχθη υπό του Θεού, έεκα της εκτάσεώς της και του πληθυσμού της, του εδαφικού και γεωργικού της πλούτου, ήτο μητρόπολις της Εσπερίας. Ο δε Διονύσιος, αν και επεθύμει σφοδρώς να αρχίση το ιεραποστολικόν του έργον, όμως προτιμά άλλην επωφελεστέραν οδόν. Ποία δε ήτο αυτή η οδός; Εκείνη που τον έφερε προς την πόλιν των Ρωμαίων και τον Μέγαν Κλήμεντα, τον οποίον αναφέρουν τα βιβλία και η μνήμη των ευσεβών, και τον θεωρούν εφάμιλλον του Πέτρου κατά την αρετήν, αξιοθαύμαστον της Εκκλησίας προστάτην, και ικανώτατον οικονόμων ψυχών. Πραγματοποιεί δε αυτήν την πορείαν ουχί χωρίς λόγον, ούτε τελείως παρέργως· αλλά, αφ’ ενός μεν δια να φανερώση εις εκείνον την γνώμην του, από διάκρισιν, ως προεξάρχοντα και των υψηλοτέρων θρόνων και να μη θεωρηθή ότι τον αγνοεί· όχι ότι δεν εγνώριζε τι να πράξη· διότι πως ήτο δυνατόν να συμβή τούτο εις άνθρωπον, όστις δια την αποστολήν του εκινείτο υπό του Θεού; Το έκαμε δε αυτό, διότι επεθύμει να διατηρή παντού την μετριότητα και να υποκύπτη εκ σεβασμού εις πνευματικούς άνδρας. Διότι πρέπει, όπως ακριβώς τα πνεύματα των Προφητών υποτάσσονται εις τους Προφήτας, ούτω και τα πνεύματα των διδασκάλων εις τους διδασκάλους. Αφ’ ετέρου δε πραγματοποιεί την πορείαν αυτήν, δια να επικοινωνήση με την γνώμην του Κλήμεντος, ώστε να έχη τούτον συνευδοκούντα και σύμψηφον· ενήργησε δε ούτω απομιμούμενος τον Μέγαν Παύλον, όστις καίτοι εκλήθη υπό του Θεού και ηξιώθη της υιοθεσίας, εν τούτοις δεν ώρμησε προηγουμένως εις το κήρυγμα, παρά αφού εδέχθη το πνεύμα του την εντολήν, καθ’ όσον αφορά την περιοχήν της αποστολής, αλλά και τας επί τούτω προτροπάς των Μαθητών. Αλλά και ο Βαρνάβας κατ’ αυτόν τον τρόπον εξήλθεν εις το κήρυγμα· αλλά και οιοσδήποτε άλλος ησχολήθη με αυτήν την διακονίαν, κατ’ αυτόν τον τρόπον ήρχισε. Δι’ αυτό λοιπόν και ο Μέγας Διονύσιος, αποβλέπων εις την αποστολικήν ακρίβειαν, ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπον. Ο Κλήμης λοιπόν επήνεσε την γνώμην του Διονυσίου, ενέκρινε τας προθέσεις, και η Εσπερία απήλαυσε τον Διονύσιον. Ούτω διεδίδετο η διδασκαλία, και ηυξάνοντο πολύ οι πιστοί, ενεργούσης της Χάριτος του Θεού εις όλα. Χάριν δε συντομίας παραλείπω την ανάπτυξιν αυτών των επί μέρους. Αλλά το κήρυγμα εγγίζει την υπερηφάνειαν της πόλεως και με την δύναμιν του Πνεύματος την νικά· ωστόσον αυτό κατορθούται όχι ευκόλως, ούτε χωρίς να κοπιάση πολύ ο κήρυξ της αληθείας. Διότι ο λαός, που κατοικούσε εις την πόλιν εκείνην, ήσαν, επιεικώς κρινόμενοι, πονηροί και απάνθρωποι, ώστε η ωμότης των θηρίων να υστερή. Αντιλαμβάνεται δε κανείς ποία τρομερά συμμαχία αγριότητος συγκροτείται, όταν τοιούτοι εκ φύσεως πονηροί και άγριοι άνθρωποι κατοικούν πόλιν κατ’ εξοχήν πλουσίαν και ευτυχισμένην. Εάν δε οι άνθρωποι αυτοί νέμωνται και πολλήν περιοχήν πέριξ της πόλεως, απολαμβάνοντες πλουσιοπαρόχως όσα εξασφαλίζουν πλουσίαν διατροφήν εις τους ανθρώπους, πόσον εύκολον είναι να οδηγήση, το τοιούτον, εις ασέβειαν τους ανθρώπους και να τους αποξενώση από τον αληθινόν Θεόν; Διότι το να έχη κανείς ανάγκην από τα μέσα δια να ζήση, και από όσα εν γένει συγκρατούν τον άνθρωπον εις την υλικήν ζωήν, το τοιούτον συντρίβει την υπερηφάνειαν και καθιστά τους ανθρώπους ημερωτέρους κατά τα ήθη· όπως δε ακριβώς ο απόλυτος χορτασμός, ο κορεσμός, γεννά την υπερηφάνειαν, τοιουτοτρόπως και το άδειο στομάχι έχει ως συνέπειαν την ταπείνωσιν της επάρσεως και ανθρωπίνης αλαζονείας· δι’ αυτό και βλέπομεν άγρια θηρία να τιθασεύωνται με την έλλειψιν τροφής, να χάνουν το μεγαλύτερον μέρος της ορμής των και πλέον να εξημερώνωνται, διότι το κάθε ένα, που έχει ανάγκην, ευκόλως γυρίζει προς εκείνον, που είναι εις θέσιν να του προσφέρη. Εάν δε κανείς ζη εις αφθονίαν όλων των αγαθών, και καμμία στέρησις ή ανάγκη δεν τον πιέζη από πουθενά, ούτε πείνα, ούτε εχθρός, ούτε επήρεια εχθρών, ούτε ασθένεια, και δια να είπω συντόμως, δεν τον απασχολεί ουδεμία σωτήριος σκέψις ή άλλη περίστασις, δια της οποίας μαλακώνει ο άνθρωπος, ποτέ ο άνθρωπος αυτός δεν είναι δυνατόν να μάθη καλά την καλωσύνην. Από όλα πλέον ωφέλιμον δια να πείθης άνθρωπον να μένη σταθερός και να σωφρονή, είναι να λάβη ο τοιούτος άνθρωπος πείραν των συμφορών· όπως ακριβώς, αντιθέτως, μεγάλη αφορμή προς υπερήφανον αναίδειαν είναι το να μη δοκιμάση ποτέ ο άνθρωπος τοιαύτας θλίψεις. Την αλήθειαν αυτήν δύναται κανείς να την μάθη καλώς και εκ της αρχαίας τραγωδίας, της οποίας δίδαγμα ήτο «σκληρόκαρδος λαός ο μη δοκιμάσας τα κακά». Αυτό το πράγμα συνέβαινε και εις τον Ισραήλ, όταν έδρα ή μάλλον όταν έπασχεν· όταν δηλαδή ελύγιζεν από τας συμφοράς, τότε αναζητούσε τον Θεόν, όπως μας υπενθυμίζουν και αι σχετικαί φράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, όπως παραδείγματος χάριν «όταν απέκτεινεν αυτούς, εξεζήτουν Αυτόν» (Ψαλμ. οζ: 34), και «ο λαός ουκ απεστράφη, έως επλήγη» (Ησ. θ: 13). Οσάκις δε επετύγχανε ποιάν τινα ευτυχίαν, διερρήγνυε την κοιλίαν του από την μέθην, και παρέπαιε και εσηκώνετο δια να παίζη, και, εν γένει, προέβαινεν εις όλας τας εκδηλώσεις και ενεργείας, αι οποίαι είναι γεννήματα και αποτελέσματα της μέθης. Και δια να τελειώνω· εκείνο που ξεπερνά κάθε παραφροσύνην ήτο, ότι οσάκις ευημέρουν, απένεμον την προσκύνησίν των εις κάποιον κωφόν και αναίσθητον Βεελφεγώρ και εις άλλα δαιμόνια, αντί να λατρεύουν τον αληθινόν Θεόν. Ώστε λοιπόν το να απολαμβάνη κανείς μιας υλικής ευτυχίας είναι η εχθρικωτέρα προϋπόθεσις δια την ευσέβειαν. Δι’ αυτό λοιπόν και εις την πόλιν Παρισίας υπήρχον πολλά εμπόδια δια το κήρυγμα. Εξ αιτίας αυτών των εμποδίων και ο κόπος του διδασκάλου δια το κήρυγμα υπήρξε μέγας, διότι ετέλει εις διαρκή κατάστασιν πολέμου εναντίον της απιστίας των ανθρώπων, εναντίον της εμφύτου εις τους κατοίκους εκείνους κακίας, εναντίον των εκ δαιμόνων επιβουλών, εναντίον των αφανών συμμάχων της ασεβείας, εναντίον των αγρύπνων στρατηγών, και, εν γένει, εναντίον πάσης τυραννικής δυνάμεως του εχθρού, του διαβόλου. Ο εχθρός, όπως ανέφερα και ανωτέρω, αντηγωνίζετο σθεναρώς κατά του Διονυσίου, δια να ενισχύση τα οχυρά του, και διεκδικούσε, μετά πολλού ενδιαφέροντος, την εξουσίαν της πόλεως, πολεμών ποικιλοτρόπως και από παντού τον Άγιον, τοσούτον μάλλον καθ’ όσον είναι αρκετά επινοητικός δια να εξευρίσκη μεθόδους κατά της αληθείας. Ούτος δε, ο Άγιος Διονύσιος, ανθίστατο μετά λαμπράς γενναιότητος υπομένων καρτερικώς όλας τας επιθέσεις. Τούτο δε το έκαμεν επ’ αρκετόν χρόνον. Αλλ’ επειδή όμως έπρεπε να νικήση ο Θεός και να καταβληθή κάποτε το πονηρόν κράτος του Διαβόλου, ενισχύεται υπό της θείας Χάριτος ακόμη περισσότερον ο Διονύσιος και ούτω εγείρει λαμπρόν το τρόπαιον κατά της πλάνης. Κατόπιν αυτού εκείνη η πόλις, που προηγουμένως ήτο ακρόπολις όλων των κακών, γίνεται πιστή, αναδεικνύεται Μητρόπολις και μεταβάλλεται εις οχύρωμα ευσεβείας. Αφού συνετελέσθη αυτό και το κήρυγμα πλέον, ωσάν να εξώρμησεν από ακρόπολιν, κατέκτησε πρώτον μεν τας πλησιεστέρας περιοχάς, έπειτα τας εις απόστασιν ευρισκομένας, μετά τας γειτονικάς με αυτάς, και ούτω βαδίζον έφθασε μέχρι και των τελευταίων σημείων της χώρας, όπως ακριβώς η φλόγα, που ανάβει εις ένα δάσος και την φυσά ο άνεμος, γρήγορα μεταβαίνει και εις κάθε γειτονικόν μέρος. Δεν υπήρξε πόλις, δεν υπήρξε χωρίον, δεν υπήρξεν άλλος συνοικισμός ανθρώπων, που να μη ήκουσε την διδασκαλίαν του Διονυσίου· τοιουτοτρόπως εγοργότρεχε το κήρυγμα και ανεζητείτο επιμελώς να ακουσθή υπό των ανθρώπων. Αλλ’ άραγε μόνον αυτό το έργον υπήρξεν ο καρπός της εν τη Δύσει παραμονής και ιεραποστολικής δράσεως του Αγ. Διονυσίου, και περί αυτού μόνον δυνάμεθα να ομιλώμεν; Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει κινδυνεύομεν να αρνηθώμεν εις τον Άγιον Διονύσιον πολλά και μεγαλύτερα κατορθώματα, όπως την αποστασίαν της Γερμανίας εκ της λατρείας των δαιμόνων και τον εκχριστιανισμόν των Γερμανών· και το κατόρθωμα αυτό είναι τοσούτον σπουδαίον, καθ’ όσον η Γερμανική χώρα δεν κατοικείται από ένα μικρόν έθνος, αλλά από πολλά και μεγάλα. Έγινε δε αυτουργός πολλών θαυμάτων και σημείων, όσα δεν θα ηδύνατο να ενθυμηθή κανείς ευκόλως δι’ άλλον τινά· κατ’ αρχήν απολυτρώνει τους ανθρώπους, που κατώκουν εις την περιοχήν αυτήν, από τα ψυχικά πάθη, εκ των οποίων το σπουδαιότερον ήτο το να προσεύχωνται εις τους δαίμονας και να λατρεύουν την κτίσιν αντί του Κτίστου· αλλά και από σωματικά πάθη τους σώζει. Ήσαν δε αυτά τυφλότης οφθαλμών, ακρωτηριασμοί χειρών και ποδών, εμπόδισμα γλώσσης και ακοής, ώστε να μη δύνανται να ομιλούν και να ακούουν, παράλυσις μελών, χρόνια νοσήματα, το τελευταίον δε και φοβερώτερον όλων, η επήρεια των δαιμόνων, ήτις ηνώχλει τους ανθρώπους εκείνους κατ’ εξουσίαν, ως ανήκοντας, δια της ειδωλολατρίας, εις τους δαίμονας, και η οποία επήρεια συνήθως τους κατέστρεφεν. Αυτών των παθών και μέχρι τώρα υπάρχει θεραπευτής ο Διονύσιος· όπως δε τότε ούτω και τώρα η θεία Χάρις ενήργει πάντοτε δι’ αυτού· κανείς δε ας μη αμφιβάλλη δι’ αυτό, εφ’ όσον ήτο ικανός δια τας ενεργείας αυτάς και πριν ακόμη επικοινωνήση με τους Γερμανούς ή τους κατοικούντας την Παρισίαν. Εκείνοι λοιπόν, επειδή απήλαυον των καλών του διαρκώς, αναδεικνύονται και οι πλέον λαμπροί κήρυκες της ευεργεσίας του Αγίου προς όλους τους ανθρώπους. Αλλ’ εγώ τουλάχιστον ενόμιζα, ότι έπρεπε να δοκιμάσω, όπως διεξέλθω, δια της ομιλίας μου, όλα αυτά τα κατορθώματά του· τώρα όμως αισθάνομαι, ότι επεθύμησα να πράξω πράγμα εξ ίσου απερίσκεπτον και αδύνατον με την παράτολμον απόπειραν να ανοιχθώ εις το έξω των Γαδείρων πέλαγος με μια μικρή βαρκούλα· ή με την παράλογον προσπάθειαν να μετρήση κανείς με ένα δάκτυλον την απέραντον, και ως εκ τούτου σχεδόν ανεξερεύνητον, έκτασιν του ουρανού. Διότι τόσον μικρά και ελαχίστη είναι η προς λόγους ικανότης ημών, δια να συγκριθή με τα πλεονεκτήματα εκείνου και να τα εξυμνήση· δι’ αυτό βεβαίως λοιπόν και κουράζομαι πριν, έστω και κατ’ ελάχιστον, ανυψωθώ εκ της γης, επιθυμών να ακολουθήσω την προς ουρανούς άνοδον και ενώ απεφάσισα να προσφέρω λόγον, τίποτε άλλο δεν προσεφέρθη, παρά η εκδήλωσις της προθέσεώς μου να προσφέρω. Και έχω πάθει ακριβώς το ίδιον με εκείνους που έχουν μεν υποσχεθή να αγωνισθούν, αλλά απέκαμον πριν ακόμη αρχίσουν την αγωνιστικήν προσπάθειαν. Παραιτούμαι λοιπόν της αποπείρας, δια να μη κακομεταχειρισθώ, με την ατελή υπόσχεσίν μου, το θείον εκείνου μεγαλείον. Αλλ’ έχω δια τούτο συγγνώμην, αφ’ ενός μεν διότι είναι αδύνατον να δυνηθώ να εκπληρώσω τόσον επακριβώς το ζήτημα αυτό, πολύ δε περισσότερον διότι είναι τελείως αδύνατον η υπόθεσις του εγκωμιαζομένου Αγίου να συμπεριληφθή εις μίαν ομιλίαν· πως να εξυμνηθή πρεπόντως ένας τοιούτος ανήρ, και πρώτος, δια να είπω συντόμως, όστις κατώρθωσε να συνδυάση εις μίαν ενότητα την σοφίαν των Χριστιανών και την ελληνικήν φιλοσοφίαν και ο οποίος, κατά την κρίσιν των αρίστων ειδικών, ενηρμόνισε δια της αναμίξεως των αντιθέτων την ωραιοτέραν συμφωνίαν; Εάν δε επιθυμής να χρησιμοποιήσω μίαν εικόνα, ο Άγιος Διονύσιος εμιμήθη τους καλλιτέρους των ιατρών, οι οποίοι, δια της τοιαύτης αναμίξεως και αρμονίας, εξησφάλισαν υγείαν όχι εις τα σώματα, αλλ’ εις τας ψυχάς. Αυτή η εναρμόνισις και σύγκρασις ετερογενών στοιχείων εις μίαν συμφωνίαν είναι έργον της φύσεως, μάλλον δε του Θεού, όστις συνέστησεν όλον τον αισθητόν κόσμον εξ αντιθέτων στοιχείων και δι’ αυτών συγκρατεί αυτόν, προς επιτυχίαν του τελικού σκοπού. Εις αυτό δε και αυτός εκαινοτόμησε και αναμίξας την τέχνην του λόγου με την αλήθειαν των Χριστιανικών δογμάτων, κατέστησε το όνομά του εις όλους τους ανθρώπους περίδοξον και σπουδαίον. Ο Διονύσιος εφύλαξεν ως μυστικόν εις την σκέψιν του ό,τι σεμνόν είχον να επιδείξουν, εις την φιλοσοφίαν των, οι έξω του Χριστιανισμού φιλόσοφοι, όσοι έζησαν προ αυτού· εις τους μεταγενεστέρους του πάλιν εγένετο διδάσκαλος και ζώσα μαρτυρία. Μεταξύ άλλων θαυμαστών του, ο πλέον ενθουσιώδης ανεδείχθη ο Πρόκλος ο Λύκιος ανήρ σπουδαίος μεταξύ των Ελλήνων δια το όνομά του ως φιλοσόφου. Αυτός λοιπόν ο Πρόκλος παρέλαβεν αρκετά από τα μεγάλα έργα του Διονυσίου, και χωρίς να προσθέση ή να αφαιρέση ή να μεταποιήση τίποτε από τα ονόματα και τας εννοίας, τα συμπαρέθεσεν αυτούσια εις τα ιδικά του έργα. Τούτο δε υπήρξεν αξιόλογον έργον προνοίας, επειδή επρόκειτο να λησμονηθή τελείως, εφ’ όσον οι ιδικοί μας έχουν συνηθίσει να μη προσέχουν καθόλου εις τα έργα των ημετέρων Πατέρων, ή διότι φοβούνται τους ελέγχους της ασεβείας, από τους οποίους είναι γεμάτα τα έργα της γραμματολογίας μας, ή διότι ασχολούνται, καθ’ όλην την ζωήν των, περί τα μάταια, χωρίς να θέλουν να προσέξουν εις τους λόγους των Χριστιανών, οι οποίοι δια τίποτε άλλο δεν φροντίζουν παρά να μας προτρέπουν εις την αρετήν και την ευσέβειαν. Και τώρα ο Πρόκλος θαυμάζεται και δια τα άλλα του προσόντα, αλλά και διότι εχρησιμοποίησε τον Διονύσιον εις τα συγγράμματά του, διότι δεν είναι εξ άλλης αιτίας τόσον σεμνόν το όνομα του εν λόγω φιλοσόφου, όσον εκ της κοινωνίας προς το όνομα του Διονυσίου. Εις τους Χριστιανούς το όνομα του Διονυσίου είναι όρος Θεολογίας, και κλίμαξ, που φέρει προς τον Θεόν· αι δε φωναί του, η διδασκαλία του, είναι σημαντικαί, διότι καθαίρουν την διάνοιαν και αναβιβάζουν τον νουν από την κατ’ αίσθησιν πραγματικότητα εις τα υψηλά. Εάν δε κανείς ήθελεν αναζητήσει ακρίβειαν δογμάτων και της ορθής πίστεως σύντομον και πληρεστάτην παράδοσιν, όπως επίσης και λύσεις αποριών και ερμηνείας ιερών συμβόλων, δεν δύναται απ’ ουδενός άλλου να τα λάβη, παρά εκ του Διονυσίου. Δύνασαι δε να είπης τον ίδιον, εκλέγων τας ονομασίας εξ αυτής ταύτης της πραγματικότητος, και κανόνα αρετής, και ικανόν γυμναστήν εις ευσέβειαν, και ζηλωτήν υπέρ της ευσεβείας και αληθείας, και εξολοθρευτήν της πλάνης, και όργανον του πνεύματος, και Ναόν του Θεού, και χείρα, η οποία συντρίβει τους εχθρούς και αντιθέτους. Εγώ όμως θα αφήσω τώρα όσα λέγονται περί εκείνου, ευρισκόμενος εις απορίαν τι να προτοειπώ και πρωτοεξάρω, επειδή έχει συγχρόνως προκαταλάβει τας διανοίας όλων, και δύναται ο καθείς εκ των ακροατών να λέγη, περί του Διονυσίου, περισσότερα από όσα ακούει ή διδάσκεται από την ομιλίαν, δια να βαδίσω πλέον εις το ιερόν εκείνου τέλος, με την κορωνίδα δε αυτήν των πράξεών του, ως το τέρμα του δρόμου, που εβάδισε, θα κατακλείσω και την ομιλίαν. Τελειώνει η ζωή του Τίτου (Τίτος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων 79-81 μ.Χ.). Ο δε Δομετιανός, (αδελφός και διάδοχος του Τίτου 81-96 μ. χ.), άνθρωπος που έσταζαν αι χείρες του αίμα και η καρδία του ήτο γεμάτη από δολιότητα, αδελφός του Τίτου, αναλαμβάνει κακός κακού την διοίκησιν του Ρωμαϊκού κράτους. Τούτου τα γνωρίσματα της παραφροσύνης υπήρξαν πολλά και άλλα, ιδίως δε η παρανομία, η ωμότης, η ακολασία, ο θυμός, που τον έκανε όμοιον με τον όφιν, πλεονεξίαι, κλοπαί, δολοφονίαι, και πλήθος άλλων συμφορών, τας οποίας εχρησιμοποίησε κατά των υπηκόων του· επάνω όμως εις όλα αυτά και υπεράνω αυτών τοποθετείται η κατά των Χριστιανών μανία του, από την οποίαν ενόσησε περισσότερον από κάθε άλλον διώκτην. Υπό το κράτος της μανίας αυτής εθεώρει ως μικρόν κατόρθωμα και ευτελή φιλοδοξίαν, εάν κατώρθωνε να κυριεύση όλας τας πόλεις, να βασιλεύση όλων των εθνών· ακόμη έφθασε να θεωρή ως μικράν συμφοράν, εάν ένα άλλο βαρβαρικόν έθνος υπέτασσε και εκυρίευε την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν. Ένα δε μόνον αγώνισμα, αντί όλων αυτών, εθεώρει σπουδαίον και περισπούδαστον, το να ονομάζεται και να είναι διώκτης των Χριστιανών· νίκην δε πάσης άλλης μεγαλυτέραν, το να επιβληθή κατά της ευσεβείας, όπως ακριβώς και ήτταν επαίσχυντον εθεώρει, πράγματι, το να μη νικήση, κατά τον πόλεμον αυτόν, τους Χριστιανούς. Αυτός λοιπόν ο φοβερός διώκτης λυσσών δεινώς και φερόμενος εναντίον των Χριστιανών, επληροφορήθη την φήμην του Διονυσίου· ότι δηλαδή είναι ανήρ σπουδαίος εις τον λόγον και πολύς εις την σύνεσιν, και προ παντός εξακουστός δια τα θαύματά του και ότι φροντίζει δια δύο πράγματα: πως να καταστρέψη την πατρικήν πλάνην των Ρωμαίων και των Ελλήνων, και πως να ενισχύση και να αυξήση την ευσέβειαν των Χριστιανών. Από αυτήν δε την φροντίδα – επληροφορήθη ο Δομετιανός – δεν είναι δυνατόν να τον αποτρέψη ούτε φόβος, ούτε κολακεία, ούτε φοβερά βασανιστήρια, ούτε άλλο απάνθρωπον μέσον, από τον οποίον συνήθως κατανικάται ο άνθρωπος. Αυτή ήτο η φήμη περί του Διονυσίου. Εις αυτήν θεμελιούται και η συμφορά του Δομετιανού, η έντασις του θυμού, αι συνεχείς κραυγαί, ο πολύς θόρυβος, δια του οποίου εγέμιζε τα ανάκτορα, οι νευρικοί και άσκοποι βηματισμοί του παρανομωτάτου άρχοντος· όλαι αι εκδηλώσεις του και αι ενέργειαί του ήσαν μεσταί ταραχής. Αυτήν την φήμην, δια την δράσιν του Αγίου Διονυσίου, την εθεώρει ο Δομετιανός κατάστασιν οδυνηροτέραν και από αυτόν τον θάνατον των τέκνων του, σκληροτέραν από την αφαίρεσιν της βασιλείας, φρικτοτέραν και από αυτήν την στέρησιν της ζωής. Αλλ’ ενώ ευρίσκετο υπό το κράτος των συναισθημάτων αυτών, του ήλθε μια σκέψις, τελείως ξένη προς τα προηγούμενα· εσκέφθη, δηλαδή, εδώ να χρησιμοποιήση άλλην μέθοδον και να αλλάξη τρόπον ενεργείας· ήτο συνηθισμένος να μη χρησιμοποιή ούτε την κολακείαν, ούτε την πειθώ δια την προσπάθειαν μεταπείσεως των Χριστιανών εις την ειδωλολατρίαν, διότι εθεώρει ως αρκετά τα όπλα και τους φόνους με τα οποία ήτο γεμάτη η δεξιά του. Τότε όμως σκέπτεται, εάν δυνάμεθα να είπωμεν ότι εσκέφθη, να μη αποφασίση αμέσως την θανάτωσιν του Αγίου, διότι ούτω ήθελε ζημιώσει και τον εαυτόν του αρκετά, επειδή πολλοί εξ εκείνων, οίτινες επίστευσαν εις τον Χριστόν δια μέσου του Διονυσίου, εκ ζήλου θα απεφάσιζαν να συναποθάνουν μετά του διδασκάλου των. Προς ολίγον λοιπόν συγκρατεί το απότομον με την ελπίδα της μεταβολής των Χριστιανών. Διότι, έλεγεν ο Δομετιανός, ο καθένας έχει την γνώμην, ότι αφ’ εαυτού είναι γενναίος, δια να αντισταθή, εφ’ όσον ευρίσκεται μακράν των φοβερών βασανιστηρίων. Όταν όμως ιδή με τους οφθαλμούς του τα βασανιστήρια, τότε χαλαρώνεται ο προηγούμενος τόνος της αυτοπεποιθήσεως, και εκείνος, που εδημιούργει την εντύπωσιν του ανδρείου, από την θέαν των φοβερών μαλακώνει και υποχωρεί. Εξ αιτίας λοιπόν αυτών των φοβερών είναι φυσικόν να υπαναχωρήση και ο Διονύσιος – εφλυάρει εις την σκέψιν του ο Δομετιανός – και αφού τραγουδήση το αντίθετον τραγούδι της αρνήσεως, να πείση και πάλιν με τον τρόπον του να επανέλθουν εις την λατρείαν των ειδώλων αυτοί, που με την διδασκαλίαν του απεσκίρτησαν απ’ αυτών. Αυτά όμως του εφαίνοντο αδύνατα και ως σκέψεις ακόμη, αλλά και τελείως παράλογα προς τον σκοπόν, που επεδίωκε· δι’ αυτό ανακατεύει το δόρυ με το κηρύκειον και στέλλει τα ίδια πρόσωπα και δια να πείσουν προς αποστασίαν τους Χριστιανούς, αλλά και δια να αποκτείνουν αυτούς, εφ’ όσον επιμείνουν· δια να πείσουν μεν, εάν ήτο δυνατόν, εκείνον να ενδώση δια της πειθούς, δια να φονεύσουν δε, εάν δεν μεταστραφούν οι Χριστιανοί πειθόμενοι. Αυτά εγένοντο· και παρευρέθησαν οι υπηρέται, κατά την διαταγήν, πλησίον του Διονυσίου και ήρχισαν αι διάφοροι και πολλαί προτάσεις των διωκτών προς εκείνον, αι διάφοροι προσβολαί. Οι διώκται ειρωνεύοντο, εκολάκευον, ύβριζον και πάλιν ηπείλουν· εν συνεχεία εχρησιμοποίουν άμετρον ταπεινήν κολακείαν, ανάμεικτον με λαμπράς υποσχέσεις και ανέμενον, συσκευάζοντες ποικιλοτρόπως εκ των αντιθέτων την πείραν, δια να καταλήξουν με ένα, εκ των δύο, τρόπον εις το επιδιωκόμενον αποτέλεσμα· ή να φοβηθή τας απειλάς ή να αιχμαλωτισθή από τας υποσχέσεις και να αρνηθή ούτω τον Χριστόν. Πραγματικώς μάταιαι αι σκέψεις των, αλλά και οι ίδιοι καταγέλαστοι δια την επιπολαιότητά των, και περισσότερον από αυτούς μάταιος και καταγέλαστος εκείνος, που εισηγήθη τα μέτρα αυτά και διέταξε ταύτα. Διότι πως ήτο δυνατόν να καυχηθούν οι τόσον μικροί αυτοί, κατά του Διονυσίου, όστις υπήρξε τόσον μέγας κατά την αρετήν; Πως ήτο δυνατόν να παρασύρουν με καλοπιάσματα, ή απειλάς, ως να ήτο δούλος της ηδονής, τον μέγαν αγωνιστήν της αληθείας; Ήτο ευλολώτερον πράγμα να κυριευθή με ανθρωπίνους χείρας ο ουρανός, παρά να καταβληθή από ανθρώπινον πρόσταγμα αυτός, ο Μέγας Διονύσιος! Ως τόσον οι διώκται αυτά εσκέπτοντο, και αυτά προσέφερον εις αυτόν. Εκείνος δε, ο Άγιος Διονύσιος, καταφρονούσε τας απειλάς, εμυκτήριζε τας κολακείας, περιεγέλα τας υποσχέσεις. Το επαπειλούμενον πυρ, και το ξίφος, και το πλήθος των βασανιστηρίων οργάνων ίσως φοβίζουν και καταπλήσσουν μόνον τους αγενεστέρους, δια τους οποίους μαζί με την πρόσκαιρον ζωήν χάνεται και κάθε ελπίς· τρομάζουν αυτούς, που πολιτεύονται κατά σάρκα και οδηγούνται από τας ηδονάς. Ο Άγιος Διονύσιος όμως εθεώρει την εξορίαν δια τον Χριστόν ως αξιόλογον γύμνασιν, την πείναν ως εκλεκτήν τροφήν, τα βασανιστήρια επιθυμητά και τον θάνατον γλυκύτερον απ’ όλα τ’ άλλα, εφ’ όσον αποστέλλει σύντομα τον άνθρωπον προς τον καλόν Δεσπότην, προς τον οποίον από μακρού χρόνου εβιάζετο να μεταβή. Ένα μόνον ήτο δι’ αυτόν φοβερόν, το οποίον δια της καθημερινής του προσευχής απηύχετο· μήπως μεσολαβήση τίποτε και τον εμποδίση του μαρτυρικού θανάτου, υπολειπόμενος ούτω επί τοσούτον του μακαρίου Παύλου. Ενίστατο λοιπόν επιμόνως και στερρώς και παρέμενον ανένδοτος εις οιανδήποτε πρότασιν των διωκτών. Οι διώκται τότε πλέον άφησαν τους λόγους, αφού άπαξ και δις έλαβον πείραν, ότι είναι ανίσχυροι, δια να πείσουν τον Διονύσιον, όθεν τελειώνουν δι’ αίματος. Πως δε το επέτυχον αυτό; Αποκόψαντες δια ξίφους, από το υπόλοιπον σώμα, την ιεράν εκείνην και σεβαστήν εις τους Αγγέλους κεφαλήν. Αλλά και εδώ ο των τεραστίων Θεός, ο δοξάζων τους δοξάζοντας Αυτόν, παραζηλών τας παραζηλούντας, ποιών δε και μετασκευάζων τα πάντα δια μόνης της βουλής του, κάμνει το θαύμα Του. Ούτω γίνεται θαύμα, που δεν είχεν εισέτι ακουσθή, και πιστευτόν μόνον εις τους ευσεβείς, που γνωρίζουν καλώς την δύναμιν του Θεού, και οι οποίοι έλαβον και προηγουμένως πείραν της θείας ισχύος, και δι’ αυτό δεν εξεπλήσσοντο από αυτό το καινοφανές θαύμα. Διότι εκείνος που βαδίζει επάνω εις την θάλασσαν, δια να παρατρέξω τα παλαιά, και με μόνον τον λόγον ανασταίνων τους νεκρούς, και σφίγγων τους παραλύτους, και θεραπεύων τους εκ γενετής τυφλούς, και θαυματουργήσας επί του Σταυρού, δια της εν τω πάθει ασθενείας, ο σείων την γην, ο σχίζων τας πέτρας, και μεταβάλλων εις σκότος το φως, δια να γίνω εγώ νέα κτίσις και υιός φωτός και ημέρας, αφού, με την δύναμίν του, αποτινάξω το σκοτάδι της αμαρτίας, τι το περίεργον, εάν και εις την δια μαρτυρικού θανάτου τελείωσιν του Διονυσίου, τόσον εξαισίως θαυματουργεί, ως ακριβώς να ήτο ζων, ο υπέρ ου εθαυματούργει Άγιος, δια να πιστευθή η αλήθεια και το κύρος των όσων εδίδασκεν εκείνος που εμαρτύρησε δια την δόξαν Του; Θαυματουργεί λοιπόν και εκείνο το θαύμα, που από όλους διακηρύττεται, και είναι το εξής· μετά την αποκεφάλισίν του ο Μέγας Διονύσιος, μη ανεχόμενος να κυλισθή εις την σκόνιν η ιερά του κεφαλή (και δεν έπρεπε, διότι ήτο αξία των επουρανίων), αφού έβαλε τας χείρας του, ως να ανέπνεεν ακόμη και να είχεν όλας τας αισθήσεις του ενεργούς, εδέχθη άνωθεν την αγίαν του κεφαλήν και την μετέφερε. Και το ακόμη θαυμασιώτερον τούτου· ότι αφού εκράτει την αποτμηθείσαν κεφαλήν εις τας παλάμας του, εβάδιζε με τους πόδας και διήνυσεν απόστασιν όχι ολιγωτέραν των δύο σταδίων· δια της προεκτάσεως του θαύματος αυτού εστήριξε μεν τους πιστούς, κατέπληξε δε τους απίστους, ενώπιον των οποίων δια πολλών θαυματουργεί ο Θεός, μετατοπίζων την αξίαν εις αυτούς κόλασιν ή δια να τους ελκύση δια της μακροθυμίας του, επειδή βεβαίως αναβάλλει την τιμωρίαν προσδεχόμενος την επιστροφήν, ή δια να κολάση δικαιότερον, όταν επιστή η στιγμή, τους απειθείς, ως πληρώσαντας όλον το μέτρον της ανομίας. Τοιουτοτρόπως λοιπόν τον δρόμον εκπληροί ο Μέγας Διονύσιος και εις τον προηγούμενον ενέρετον βίον προσθέτει και τον κατάλληλον θάνατον, αφού, μετά από κάθε άλλην αφιέρωσιν, την οποίαν καθιέρωσεν εις τον Θεόν, προσέφερε και τον εαυτόν του θυσίαν ζώσαν ευάρεστον εις τον Θεόν, δεκτήν από Αυτόν, τιμιωτέραν κατά πολύ πάσης άλλης προσαγωγής, ώστε να μη νικηθή εις ένα εκ των δύο άκρων της κατά Χριστόν τελειότητος, εφ’ όσον όλα τα άλλα κατορθώματα σφοδρώς τα επεπόθησε και εις το έπακρον τα κατώρθωσεν. Εζήλωσε το φιλόθεον του Αβραάμ, αφού εγκαταλείπει ως πεπλανημένην την πατρικήν θρησκείαν, και αναδεικνύεται, δια της πίστεως, πατήρ πολλών εθνών· προσφέρει ως ιερόν σφάγιον όχι τον μονογενή του υιόν, φιλοσοφών δια την καρτερίαν επάνω εις άλλο σώμα, αλλά τον ίδιον τον εαυτόν του, τον οποίον προηγουμένως εσταύρωσε δια τον κόσμον· εφ’ όσον κάθε κίνημά του, κάθε πράξιν και σκέψιν του τα υπέταξεν εις τον Χριστόν, επιτυχών τούτο δι’ επιπόνου ασκήσεως και τελειοποιηθείς ύστερον δια της αθλήσεως. Απέκτησεν ο μακάριος Διονύσιος το απονήρευτον και την επιείκειαν του Ιακώβ, εφ’ όσον εις όλην του την ζωήν παρέμεινε καλός και ήμερος προς όλα τα επερχόμενα· και ουδαμού μεν δεν βλέπει κλίμακα να εγγίζη τον ουρανόν· διαμορφώνει όμως εις την καρδίαν του πνευματικάς αναβάσεις, και αφού επέτυχε να εξαρθή υπεράνω πάσης σαρκός, βλέπει καθαρώς τα επουράνια· γίνεται, ως εκ τούτου, θεόπτης, μαζί με τον Μωϋσήν και διαχωρίζων κάθε εμπόδιον, ως νεφέλην, ευρίσκεται εντός της θεϊκής κρυφιότητος. Από εκείνο δε το μυστικόν και υπερφυσικόν περιβάλλον δέχεται την Θεολογίαν και Ιεραρχίαν, όπως ο Μωϋσής εδέχθη την Νομοθεσίαν· ούτω δε αξιούται και οδηγεί λαόν εκλεκτόν, κατά την νύκτα και την ημέραν, με τον λόγον του και τον βίον του, όπως ακριβώς ο Μωϋσής εχρησιμοποίει τον πύρινον στύλον και την νεφέλην, φέρων αυτόν εις τον ουρανόν. Αποπνέει και ο Μέγας αυτός Άγιος ζήλον Θεού όπως ο Ηλιού και πυρ καταβιβάζει εκ του ουρανού, πραγματικήν θεϊκήν επίβλεψιν (με το οποίον κατακαίει όλην την παράταξιν του εχθρού, και τους ιερείς της αισχύνης, δηλαδή τους προστάτας της ασεβείας), κατασφάττει με τον θεόπνευστον λόγον του, με την μάχαιραν του Πνεύματος. Και δια να μη μακρηγορώ αναφέρων ένα έκαστον, προς τους οποίους αναλογεί η δράσις του Διονυσίου, εμιμήθη τον βίον των Προφητών και ηξιώθη της Χάριτος εκείνων. Ηκολούθησε τους Αποστόλους και εχρημάτισεν Απόστολος, διδάξας τον λόγον του Ευαγγελίου εις το μεγαλύτερον μέρος της γης, εκτελών θαύματα, ενεργών δυνάμεις, και δι’ όλων αυτών επιστρέφων τα πλήθη των εθνών προς την αλήθειαν. Εδιδάχθη και αυτός, πράγματι, όπως ο Πέτρος, κατ’ ευθείαν από τον Θεόν, δεχθείς την Αποκάλυψιν όχι από άνθρωπον, αλλά από τον Πατέρα των φώτων· ανηρπάγη εις τον ουρανόν, όπως ο Παύλος, αποχωρίσας τον νουν του από τα κάτω και τα αισθητά· ήκουσεν άρρητα ρήματα, έγινε συμπολίτης Αγγέλων, διήλθε δι’ όλων των θείων ταγμάτων, εμυήθη εις εκείνα που δεν κατανοούνται από το λογικόν. Δια τούτο και αναγνωρίζεται από ημάς ως Διδάσκαλος των επουρανίων, και ερμηνευτής Μυστηρίων, αναβιβάζων εις ύψος θεωρίας, και πληρών ημάς γνώσεως, της οποίας απήλαυσε και αυτός. Το δε σπουδαιότερον, όπερ ορίζεται ως τελικός σκοπός πάσης Ιεραρχίας; Ότι έγινε, κατά το δυνατόν εις άνθρωπον, Θεός, και υπέδειξε και εις τους άλλους τον τρόπον να δυνηθούν και αυτοί να γίνουν. Τοιουτοτρόπως ωμοίασεν εξ ολοκλήρου προς τον Παύλον, και κατά τον τρόπον, και κατά τον λόγον, και κατά τον υπέρ Χριστού ζήλον, και εις το ό,τι ήθελεν είπει κανείς. Και δι’ αυτό και των ιδλιων στεφάνων, όπως εκείνος, και των ιδίων βραβείων επιτυγχάνει της αρετής. Και τώρα, ω θεία και ιερά κεφαλή, αυλιζόμενος με όλους τους Αγίους εις τους Ουρανούς, και ευρισκόμενος πλησίον του θρόνου της μεγαλωσύνης, είθε να γίνης δι’ ημάς μεσίτης προς τον Θεόν και πρεσβευτής, παρακλήτωρ και συμφιλιωτής, εξιλεώνων τον Θεόν, δια τα καθημερινά μας ατοπήματα και εξαιτούμενος απ’ εκεί το συμφέρον των ψυχών μας. Είθε ακόμη να τηρήσης ημάς εντός των όρων της ομολογίας σου, ώστε να μη ευρεθώμεν παραβάται ευσεβείας, μέχρι νόθου και ανωφελούς νοήματος· είθε να μας πείσης να μείνωμεν σταθεροί εις το αγαθόν, χωρίς απ’ ουδενός να εκτρεπώμεθα από εκεί, ούτε από επιβουλεύοντας εκ του αφανούς, όπως ο σοφιστής της κακίας και άγρυπνος εχθρός και τύραννος των ψυχών μας, ούτε εκ των επιτιθεμένων φανερώς, εννοώ ανθρώπων, τους οποίους ο διάβολος χρησιμοποιεί ως υπηρέτας εις τον πόλεμόν του εναντίον ημών. Εάν δε, ω Άγιε του Θεού, ως άνθρωποι παρασυρώμεθα, ως μη ώφελε (και καθημερινώς πράγματι παρασυρόμεθα), να μας επαναφέρης, και πάλιν να μας επιστρέψης, πρεσβεύων θερμότερον, δια να μη αποθάνη κανείς εξ ημών εις την αμαρτίαν, και να μη κατακρημνισθή κανείς εις Άδην εξ ολισθήματος, απ’ όπου δεν είναι δυνατή η επάνοδος. Αλλ’ όπως ακριβώς όλοι εκλήθημεν δια μιας ελπίδος κλήσεως, είθε ούτω να φανώμεν και όλοι εκλεκτοί του Θεού, χωρίς να εκπέση κανείς από την Θείαν λαμπρότητα, της οποίας είθε να τύχωμεν άπαντες δια της δυνάμεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον πρέπει κάθε δόξα, μαζί με τον άναρχον Πατέρα και το Πανάγιον και αγαθόν και ζωοποιόν Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δια τας γνώσεις του λοιπόν ταύτας και δια την σύνεσίν του ως και δια την ευγένειαν του γένους του τον εψήφισαν πρώτιστον κριτήν και δημοκράτην της πόλεως· διότι δεν είχον ένα αρχηγόν οι Αθηναίοι, ούτε εις άλλον ηγεμόνα υπετάσσοντο, αλλ’ είχον πολίτευμα δημοκρατικόν. Διότι λοιπόν ο Διονύσιος ήτο εύγλωττος εις την Αττικήν διάλεκτον και ρητορικώτατος και υπερέβαινεν εις την σοφίαν όλους τους επικουρείους και στωϊκούς φιλοσόφους, έτι δε και διότι ήτο άνθρωπος δίκαιος και ενάρετος, δια ταύτα του έδωσαν πρωτεύουσαν θέσιν και ήτο εις από τους εννέα βουλευτάς του εν Αθήναις δικαιοτάτου κριτηρίου του καλουμένου Άρειος Πάγος· και όντως έκρινε τόσον δίκαια, ώστε όλοι τον εθαύμαζον· διότι ούτε πλουσίους ησχύνετο, ούτε δώρα ποσώς εδέχετο, αλλά τους μεν αυθάδεις αδικητάς αυστηρώς ετιμώρει, εις δε τους πτωχούς και ηδικημένους απέδιδε το δίκαιον και τους εβοήθει όσον ηδύνατο. Προ της εποχής ταύτης και ότε ο Άγιος Διονύσιος ήτο ακόμη νέος, είχε μεταβή μετ’ άλλων σοφών συμπατριωτών του εις την Ηλιούπολιν της Αιγύπτου. Ήτο δε τότε η εποχή, κατά την οποίαν οι αχάριστοι Ιουδαίοι εσταύρωσαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο δε ήλιος, μη υποφέρων κατά την ημέραν εκείνην της Μεγάλης Παρασκευής να βλέπη τον Ποιητήν και Δημιουργόν αυτού πάσχοντα, απέκρυψε τας ακτίνας του και εσκοτίσθη εν πλήρει μεσημβρία. Ο δε Διονύσιος, βλέπων τοιαύτην υπερφυσικήν και θαυμάσιον έκλειψιν, εξεπλήττετο λέγων· «Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται». Ταύτα είπε, διότι η έκλειψις του ηλίου γίνεται όταν η σελήνη είναι εις την τελευταίαν ημέραν της ή εις την 28ην ή και 27ην σπανίως· αλλ’ εις την 14ην, κατά την οποίαν έγινεν η Σταύρωσις του Χριστού, δεν ήτο δυνατόν ποτέ να σκοτισθή ο ήλιος. Εκ τούτου όθεν ηννόησεν ο Διονύσιος, ως πάνσοφος και καλοπροαίρετος όπου ήτο, ότι το μέγα εκείνο σκότος εσήμαινε μεγάλην τινά υπόθεσιν· έγραψε δε την ημέραν, την ώραν και τον χρόνον, κατά τον οποίον συνέβη ο φοβερός εκείνος σκοτισμός και το εσκέπτετο πάντοτε, αναμένων και επιποθών να μάθη κάποτε την σημασίαν του φαινομένου εκείνου. Αφού λοιπόν επέστρεψεν εις τας Αθήνας και ότε ευρίσκετο εις την του Αρείου Πάγου επίζηλον θέσιν του, απονέμων εις έκαστον την δικαιοσύνην επιμελέστατα, έφθασεν εις αυτάς ο μέγας Απόστολος Παύλος, δια να κηρύξη το σωτήριον Ευαγγέλιον και κατά πολύ εμόχθησε να επιστρέψη τους Αθηναίους εις την ευσέβειαν· όθεν καθ’ εκάστην διελέγετο εις τας συναγωγάς με τους φιλοσόφους, λέγων ότι έμελλε να αναστηθούν ποτε άπαντες οι άνθρωποι, να απολαύση έκαστος κατά τα έργα του, οι μεν δίκαιοι ζωήν αιώνιον, οι δε αμαρτωλοί ατελεύτητον κόλασιν. Τινές λοιπόν από τους φιλοσόφους ενέπαιζον αυτόν και τον ωνόμαζον σπερμολόγον και φλύαρον· διότι εκήρυττε Θεόν νεώτερον και νεκρών εξανάστασιν. Άλλοι δε πάλιν συνετώτεροι έλεγον, ότι οι λόγοι του ήσαν εύλογοι και έπρεπε να συλλογισθούν ημέρας τινάς, δια να του δώσουν απόκρισιν. Λαβόντες λοιπόν αυτόν παρέστησαν εις τον Άρειον Πάγον, εις το ανώτερον κριτήριον, εις το οποίον εκάθηντο οι προεστώτες της πόλεως, οίτινες είπον προς τον Απόστολον· «Έχομεν μεγάλον πόθον να ακούσωμεν την διδασκαλίαν σου· επειδή μας είπον, ότι αναγγέλλεις ασυνήθη τινά και διδάσκεις νέαν θρησκείαν». Ο δε πάνσοφος Παύλος, ως εις αλιεύς έμπειρος, τους εσαγήνευσε με γλυκυτάτην διδασκαλίαν και με τρόπον επιδεξιώτατον. Δεν είπεν εις αυτούς εξ αρχής ότι ήσαν πεπλανημένοι και ασύνετοι, προσκυνούντες αναίσθητα είδωλα, δια να μη σκανδαλισθούν ότι τους ήλεγξεν ως ανοήτους και άφρονας, επειδή ήσαν περίφημοι εις όλον τον κόσμον δια την σοφίαν των. Αλλά με ταπεινήν λαλιάν, σχήμα εύτακτον και τρόπον ευάρμοστον είπε ταύτα· «Ω άνδρες Αθηναίοι, εγνώρισα ότι είσθε θεοσεβέστεροι και ευλαβέστεροι από τους άλλους ανθρώπους, διότι διερχόμενος από ταύτην την πόλιν σας, και βλέπων τα σεβάσματά σας, εύρον βωμόν, εις τον οποίον δεν έχετε κανένα είδωλον, αλλ’ έχετε αναγράψει επ’ αυτού· ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Αυτόν λοιπόν τον αληθή Θεόν, τον οποίον αγνοούντες ευσεβείτε, εκείνον κηρύττω και αυτόν σας αναγγέλλω, ότι αυτός όλον τον κόσμον εποίησεν, ορατόν τε και αόρατον. Ο αληθής ούτος Θεός είναι ανενδεής και δεν χρειάζεται τίποτε από ημάς, αλλ’ αυτός μας δίδει την πνοήν και την ζωήν και όλα όσα χρειαζόμεθα, ως ελεήμων και εύσπλαγχνος· αυτόν όθεν τον όντως αληθή Θεόν έχω πόθον να σας καταστήσω γνωστόν, να τον εννοήσητε και να τον εύρητε ψηλαφώντες, αν και δεν είναι μακράν από ημάς, αλλά, καθώς είπε και κάποιος εκ των υμετέρων φιλοσόφων «εν αυτώ ζώμεν» (Πραξ. ιζ: 28) και δι’ αυτού κινούμεθα και εις αυτόν ευρισκόμεθα. Λοιπόν επειδή είμεθα γένος του Θεού, δεν είναι πρέπον να νομίζωμεν τον χρυσόν και τον άργυρον και πάσαν άλλην ύλην, ότι είναι όμοια του Θεού, αλλά ας μετανοήσωμεν δια τα εξ αγνοίας ημών ανομήματα, ίνα και ο Θεός συγχωρήση ημάς ως συμπαθέστατος». Αυτοί οι ολίγοι και κάρπιμοι λόγοι, τους οποίους είπεν ο θείος Απόστολος, ήσαν πλήρεις μεγάλων μυστηρίων, ώστε έμειναν άλαλοι οι φιλόσοφοι και τον εθαύμαζον, μη γνωρίζοντες να του δώσουν απόκρισιν τινα. Ο δε σοφώτατος Διονύσιος παρέλαβε τον Παύλον εις την οικίαν του, και ερωτήσας αυτόν δια τον Χριστόν, του διηγήθη εκείνος καταλεπτώς την θείαν οικονομίαν άπασαν, ήτοι την σάρκωσιν του Θεού, το Πάθος, την Ανάστασιν και την εις ουρανούς Ανάληψιν αυτού. Όταν δε έλεγε περί του σκότους, όπερ εκάλυψεν όλον τον κόσμον κατά την Σταύρωσιν του Χριστού, ακούσας τον λόγον ο Διονύσιος, όστις είχε γεγραμμένην την ημέραν εκείνην, δια να μάθη του σκότους το αίτιον, παρετήρησε το ημερολόγιόν του, όπου είχε σημειώσει το γεγονός εκείνο, και εγνώρισεν ότι αυτός είναι Θεός αληθέστατος, επειδή εις το Πάθος του έγινε τοιαύτη θαυμάσιος έκλειψις. Βεβαιωθείς λοιπόν ο σοφός Διονύσιος την αλήθειαν, επίστευσεν ευθύς εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη με όλον τον οίκον του, κατά το πεντηκοστόν δεύτερον έτος από Χριστού, όπερ έπραξαν και άλλοι πολλοί, βλέποντες ότι ο προεστώς και σοφώτερος αυτών απηρνήθη τα είδωλα. Ο δε μέγας Παύλος εχειροτόνησε τότε Αρχιερέα της πόλεως των Αθηνών τον θείον και θαυμαστόν Ιερόθεον, όστις πάλιν εδίδαξε τον Διονύσιον και άλλα απόκρυφα τινα και θεία Μυστήρια, καθώς και εκείνος ήκουσεν άλλοτε από τον μέγαν Παύλον. Μετά δε τον θάνατον του Ιεροθέου εχειροτονήθη Επίσκοπος ο θείος Διονύσιος και κατηξιώθη, ως αυτός τούτο λέγει ο αοίδιμος, της ιδίας εκείνης Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν είχε και ο Ιερόθεος. Όθεν, επειδή και όλον τον νουν ανεβίβασεν ο θειότατος ούτος Ιεράρχης εις τα άνω και τα ουράνια, δια τούτο φιλοσοφεί ομού και λογογραφεί «Περί Ουρανίου Ιεραρχίας των Υπερκοσμίων Αγγέλων», «Περί Καταφατικής και Αποφατικής Θεολογίας» και περί άλλων πραγμάτων ουρανίων και μυστηρίων· όθεν αφήκε συγγράμματα εις την Εκκλησίαν μας πολλά υψηλά και παράδοξα, από τα οποία ας γράψωμεν ολίγα τινά προς ενθύμησιν. «Αφού μετέβην εις την Κρήτην (λέγει εις ένα από τα συγγράμματά του ο ίδιος ο σοφός Διονύσιος) με εφιλοξένησεν ο Ιερεύς Κάρπος, όστις ήτο τόσον ενάρετος άνθρωπος και εις τον νουν καθαρώτατος, ώστε δεν ήρχιζε ποτέ την θείαν Λειτουργίαν, εάν δεν έβλεπεν οπτασίαν τινά και όρασιν πρότερον. Ούτος ο θαυμάσιος Ιερεύς μου έλεγεν, ότι εις άπιστος τον παρεπίκρανε, διότι εχώρισεν ένα πιστόν Χριστιανόν από την Εκκλησίαν και τον έσυρεν εις την αθεϊαν. Ενώ δε είχε τοιαύτην πικρίαν, δεν έκαμεν, ως έπρεπε, προς τον Θεόν ευχήν αγαθοπρεπώς δια να τον βοηθήση να επαναφέρη και τους δύο με νουθεσίαν και καλωσύνην εις την ευσέβειαν, αλλά (δεν γνωρίζω πως) έμεινεν η έχθρα εις την ψυχήν του, και εκοιμήθη με την αγανάκτησιν κατ’ αυτών οργιζόμενος· εγερθείς δε το μεσονύκτιον να αναγνώση τους θείους ύμνους, κατά την συνήθειάν του, καθώς ίστατο εις την προσευχήν ελυπείτο απρεπώς και εδυσχέραινε, λέγων ότι δεν ήτο δίκαιον να ζουν άνδρες άθεοι, οι οποίοι διαστέφουσι τας ορθάς και αγίας οδούς του Κυρίου· ταύτα λέγων παρεκάλει τον Θεόν να στείλη από τους ουρανούς κεραυνόν, και να κατακαύση αμφοτέρους χωρίς κανένα οίκτον. Τοιαύτα συλλογιζόμενος, του εφάνη αίφνης ότι εσείσθη όλος ο οίκος εκείνος εις τον οποίον ευρίσκετο· έπειτα διηρέθη εις δύο, από την στέγην έως κάτω εις τα θεμέλια, φλοξ δε πυρός κατέβαινεν εκ του ουρανού μέχρις αυτού. Ο δε ουρανός ήτο ανοικτός, και επάνω εις αυτόν εκάθητο ο Ιησούς, πέριξ δε αυτού παρίσταντο εις σχήμα ανθρώπων αναρίθμητοι Άγγελοι. Ταύτα μεν βλέπων άνωθεν εθαύμαζε, κύπτων δε εις το κάτω μέρος είδε το έδαφος της γης εσχισμένον, εις την άκραν δε του σκοτεινού εκείνου χάσματος έβλεπε τους δύο εκείνους ανθρώπους, τους οποίους κατηράτο, οίτινες ίσταντο εκεί ελεεινοί και περίτρομοι τόσον, ώστε εκινδύνευον να κρημνισθούν από τον τρόμον των ποδών των. Κάτωθεν του χάσματος εξήρχοντο όφεις συρόμενοι εις τους πόδας αυτών και ποτέ μεν εσφύριζον, ποτέ δε τους εκτύπων με τας ουράς των, και προσεπάθουν να τους ρίψουν εις τον κατήφορον, ώστε ευρίσκοντο εις μέγαν κίνδυνον. Ο δε Κάρπος βλέπων αυτούς ελυπείτο, ότι δεν έπεσον κάτω το συντομώτερον. Μετά ταύτα υψώσας προς το άνω μέρος τα όμματα βλέπει πάλιν τον ουρανόν και τον Δεσπότην Χριστόν ως πρότερον, όστις ηγέρθη από το θρόνον του και κατέβη με τους Αγγέλους, οίτινες εβοήθουν εκείνους του δύο, άλλοι τον ένα και άλλοι τον άλλον, και τους έδιδον χείρα βοηθείας, δια να μη πέσωσιν· ο δε Ιησούς απλώσας την χείρα λέγει προς τον Κάρπον· «Κρούε λοιπόν εναντίον μου, επειδή δεν λυπείσαι τους αδελφούς σου, ότι εγώ είμαι πάλιν έτοιμος να πάθω και άλλας πολλάς φοράς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και χαίρω εις τούτο μόνον, άλλοι να μη αμαρτήσωσι· πλην ιδέ και στοχάσου επιμελώς, εάν νομίζης καλόν να ανταλλάξης την μετά του Θεού και των αγαθών και φιλανθρώπων Αγγέλων διαγωγήν, δια της συγκατοικίσεως μετά των όφεων εις αυτήν την σκοτεινήν φάραγγα». Αυτός λοιπόν ο σοφός Διονύσιος ηρμήνευσε τον τύπον της Εκκλησιαστικής καταστάσεως, και άλλας βίβλους ψυχωφελείς συνέθεσε και εδήλωσε δια τας Ταξιαρχίας των Ασωμάτων Δυνάμεων, διηγούμενος τους τρόπους και τας ευταξίας αυτών, πως διηνεκώς δοξάζουσι και ακαταπαύστως υμνολογούσι τον Κύριον· δια τας οποίας χοροστασίας των Αγγέλων αφήκε τόσον ακριβή και σοφώτατα συγγράμματα, ώστε όσοι διδάσκαλοι τα αναγνώσουν θαυμάζουν πως έμαθε τοιαύτα μυστήρια, και λέγουν, ότι ή από θείαν αποκάλυψιν τα εγνώρισεν ή ο μέγας Παύλος τα ηρμήνευσε προς τούτον και τον Ιερόθεον, επειδή μόνος ο Παύλος τα εγνώριζεν, αφ’ ότου ηρπάγη εις τον Παράδεισον. Ούτος ο θείος θύτης και θύμα Θεού Διονύσιος, από την πολλήν αγάπην όπου είχε προς τον Δεσπότην Χριστόν, ακούσας ότι έζη ακόμη σωματικώς εις την Ιερουσαλήμ η πανάμωμος Μήτηρ αυτού και Αειπάρθενος Δέσποινα, επήγε να την επισκεφθή· και βλέπων την θείαν θέαν αυτής και θαυμάσιον ωραιότητα, και την συνοδείαν των Αγίων Αγγέλων, οίτινες την εφύλαττον, και ακούσας εκείνα τα ουράνια λόγια εξέστη και έφριξεν ομολογήσας, ότι και το είδος και οι χαρακτήρες της την εμαρτύρουν Θεού Μητέρα κατά αλήθειαν. Και αφ’ ου έμεινεν ικανάς ημέρας και εχάρη την παρουσίαν της και ωφελήθη πολλά από Αυτήν, επήγεν εις διαφόρους χώρας και πόλεις αποστολικώς, κηρύττων το σωτήριον Ευαγγέλιον· επιστρέψας δε εις Αθήνας εποίμαινε καλώς το ποίμνιον αυτού. Ότε δε η Κυρία Θεοτόκος εκοιμήθη και προς τον Υιόν αυτής εξεδήμησε, τότε και ο μέγας ούτος Διονύσιος παραδόξως επέστη εις την κοίμησιν Αυτής, αρπαγείς εν νεφέλη μετά των ιερών Αποστόλων και θείων Ιεραρχών. Επιστρέψας πάλιν εις την πατρίδα του, τας Αθήνας, εκυβέρνα καλώς και θεαρέστως τον θρόνον του και πολλούς ειδωλολάτρας ωδήγησεν εις την ευσέβειαν με την διδασκαλίαν και πολιτείαν αυτού την θαυμάσιον. Κατά δε τους τελευταίους χρόνους του Νέρωνος επήγεν εις την Ρώμην, δια να αποχαιρετήση τον διδάσκαλόν του Παύλον, όταν τον απεκεφάλισαν και ήτο παρών εις το μαρτήριον αυτού, καθώς το μαρτυρεί μόνος του εις την επιστολήν, την οποίαν γράφει προς τον συμμαθητήν αυτού και Συναπόστολον Τιμόθεον· μετά δε τον θάνατον του Αποστόλου Παύλου επέστρεψεν εις τας Αθήνας. Έπειτα μετέβη πάλιν εις Ρώμην, εξαπλώνων πανταχού της ευσεβείας το κήρυγμα, συναντηθείς δε εκεί μετά του Αγίου Κλήμεντος, του της Ρώμης Επισκόπου, κατά παρακίνησιν εκείνου επήγεν εις τους δυτικούς Γαλάτας, ήτοι εις την Γαλλίαν, ομού με τους δύο μαθητάς του Ρουστικόν και Ελευθέριον. Αφ’ ου λοιπόν ο Άγιος περιήλθε διαφόρους τόπους μετά των μαθητών του, διδάσκων και κηρύττων πανταχού τον λόγον της Πίστεως, επήγε και εις Παρισίους, την νυν πρωτεύουσαν της Γαλλίας, όπου εθαύμασαν το κάλλος αυτής, τον πλούτον και την παραγωγικότητα της γης, την ευκαρπίαν αυτής, την ευκρασίαν του αέρος, και τα λοιπά της πόλεως ταύτης αξιοθαύμαστα πράγματα και εξόχως των πολιτών την ευγένειαν. Όθεν ο πάνσοφος Διονύσιος, κτίσας εις εν μέρος οίκον ευκτήριον και Εκκλησίαν μικράν, ευρίσκετο εκεί διδάσκων και ελκύων εις την ευσέβειαν, κηρύττων το Ιερόν Ευαγγέλιον και συνοδεύων με τα έργα τους λόγους του, εφώτιζε τυφλούς, ιάτρευε κωφούς και αλάλους, παραλύτους ανώρθωνε, νεκρούς ανίστα, και πάσαν άλλην ασθένειαν εθεράπευεν· όθεν εις ολίγον καιρόν εφύτευσε πολλά δένδρα εύκαρπα και επλήθυνεν ο σπόρος της πίστεως ουχί μόνον εκεί, εις Παρισίους, αλλά και εις την Ισπανίαν και εις την Βρετανίαν και εις άλλους τόπους έπεμπε τους μαθητάς αυτού· και του Θεού συνεργούντος επλήθυνε καθ’ ημέραν η ευσέβεια και οι προσερχόμενοι πιστοί, κατεδαφίζοντες εκ θεμελίων τα ειδωλεία, έκτιζον ιεράς Εκκλησίας, εις τας οποίας ο πανάγαθος Θεός εδοξάζετο. Ο δε πονηρός και αποστάτης δαίμων ωργίζετο κατά του Διονυσίου βλέπων ότι αυτός ήτο η αιτία της εκείνου καταφρονήσεως· όθεν παρεκίνησε τινάς να διαβάλουν αυτόν ως παραβάτην εις τον τότε βασιλέα Δομετιανόν, τον βασιλεύσαντα εν έτει πβ΄ (82), ότι κατεφρόνει τους παλαιούς θεούς, κηρύττων ένα νεώτερον. Ο δε Δομετιανός εθυμώθη και έστειλεν επίτροπόν του εις Παρισίους να εξετάση δια τον Άγιον, και όσους άλλους εύρη Χριστιανούς να τους τιμωρήση, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα· έκαμε λοιπόν ο τύραννος μεγάλην διάλεξιν με τον Άγιον, προσπαθών με τινας ψευδοσυλλογισμούς να πείση τον Άγιον ότι πρέπει να προσκυνώνται οι παλαιοί θεοί, τους οποίους επίστευεν όλος ο κόσμος, και όχι εις νεώτερος και κακοθάνατος, εις τον οποίον ολίγοι πιστεύουσιν. Ο δε Άγιος απεκρίθη αφόβως λέγων· «Μεγάλη σας αγνωσία είναι, κατά αλήθειαν, να προσκυνήτε λίθους και ξύλα και άλλας ύλας αναισθήτους, και να λέγετε ότι ήσαν θεοί οι πόρνοι και φονείς και φιλήδονοι, οίτινες έκαμαν τόσας αισχρουργίας, ώστε αισχύνομαι να τας αναφέρω, δια να μη μολύνω τα χείλη μου». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη αμέτρως, και εγερθείς του θρόνου εφώναξε λέγων· «Ω αναισχυντία μεγάλη, την οποίαν βλέπω εις τούτον τον άνθρωπον! Τους θεούς υβρίζει, εις τους βασιλείς δεν υποτάσσεται, και τον όχλον πλανά με μαντείας και πανουργεύματα, λέγων ότι είναι αι φαντασίαι του θαύματα». Ταύτα λέγων ο άκριτος κριτής προσέταξε να κόψουν τας κεφαλάς και των τριών Αγίων, ήτοι του Διονυσίου και των δύο μαθητών του Ρουστικού και Ελευθερίου· οίτινες ακούσαντες την απόφασιν του κριτού, δια να μη νομισθή ότι εφοβούντο τον θάνατον, εβόησαν ταύτα αγαλλιώμενοι· «Όσοι προσκυνούσι τα είδωλα, να γίνουν όμοιοι τούτων και χείρονες ως ανόητοι· ημείς δε προσκυνούντες Θεόν παντοδύναμον, δυνάμεθα να τελώμεν θαυμάσια με την Χάριν αυτού και βοήθειαν, και όχι με μαγείας, καθώς μας κατακρίνετε ψευδώς· ας κάμουν και οι ιερείς των ανοσίων θεών σας τοιαύτα θαυμάσια, να φωτίσουν τυφλούς, να αναστήσουν νεκρούς και να θεραπεύσουν πάσαν ασθένειαν· αλλά δεν δύνανται ως ανισχύρων και αναισθήτων θεών υπηρέται να πράξουν καλόν οι άφρονες». Ταύτα εξώργισαν τους ασεβείς περισσότερον, αρπάσαντες δε τους Αγίους οι δήμιοι έτρεχον σπουδαίως εις τον τόπον της τελειώσεως· και φθάσαντες εις υψηλόν τι όρος έξω της πόλεως, τους απεκεφάλισαν τη γ΄ (3η) Οκτωβρίου του 96ου έτους από Χριστού, τελευταίου δε της του Δομετιανού βασιλείας. Έγινε δε εις τον μέγαν Διονύσιον θαύμα παράδοξον ομού και εξαίσιον· όταν δηλαδή ο Άγιος απεκεφαλίσθη, λαβών την αγίαν κεφαλήν του εις τας χείρας του περιεπάτησεν έως δύο μίλλια και δεν αφήκεν αυτήν, έως ου απήντησε γυναίκα τινά ενάρετον, Κατούλαν ονόματι, και σταθείς κατά θείαν Πρόνοιαν απέθεσεν αυτήν ως θησαυρόν εις τας παλάμας εκείνης. Αυτή δε η μακαρία γυνή λαβούσα πολλήν αγαλλίασιν δια τον πλούτον, όστις της ήλθε κατά θείαν οικονομίαν και πρόνοιαν, ηγόρασεν από τους δημίους κρυφίως τα άγια των Μαρτύρων λείψανα· διότι ο μεν τύραννος προσέταξε να τα φάγωσι τα θηρία, η δε ευγενής εκείνη γυνή επήρε την νύκτα τους φύλακας και τους έκαμε δείπνον πλούσιον, μεθυσθέντες δε εκείνοι της έδωσαν τα άγια λείψανα με αργύρια, και τα ενεταφίασεν εις τόπον έντιμον έξω των Παρισίων. Ύστερον δε οι Χριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Εκκλησίαν εις το όνομα των Αγίων, όστις έως την σήμερον φαίνεται. Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτο ο Άγιος Διονύσιος μέσος κατά το ύψος, λεπτός, λευκός μεν κατά το χρώμα, αλλά ολίγον κίτρινος, ολίγον κοντήν έχων την ρίνα, συνεσπασμένας τας οφρύς, κοίλους ήτοι βαθουλούς τους οφθαλμούς, μεγάλα τα ώτα. Λευκήν μεν έχων κόμην, μακράν δε, ομοίως και το γένειον μακρόν μεν, μετρίως δε αραιόν. Τελείται δε η αυτού σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία, εν τω εν Αθήναις Ναώ του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και εις πάντας τους Ιερούς Ναούς των Ορθοδόξων Χριστιανών.
ΛΟΓΟΣ Εις τον Μέγαν Ιεράρχην ΔΙΟΝΥΣΙΟΝ τον Αρεοπαγίτην
(Του εν Αγίοις Πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Β΄ του Κυπρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως).
Άγιος Γρηγόριος Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Μέγας ούτος της Ορθοδόξου
Εκκλησίας αστήρ διεκρίθη δια τους αγώνας του εναντίον των λατινοφρόνων και
λατινοφίλων ενωτικών της εποχής του, υπήρξε δε ο σφοδρότερος αντίπαλος του
λατινόφρονος Πατριάρχου Ιωάννου ΙΑ΄ του Βέκκου. Πριν εισέτι χειροτονηθή Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, κατά το 1283, επί Ανδρονίκου Παλαιολόγου, διηύθυνε λίαν
επιτυχώς τας Πατριαρχικάς υποθέσεις ως λόγιος Γεώργιος εκ Κύπρου. Εκλεγείς
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από λαϊκών, ηρνήθη να δεχθή χειροτονίαν από
λατινόφρονας ή λατινοφίλους Επισκόπους, ή έστω και απλώς επικοινωνήσαντας μετά
των λατινοφρόνων. Επειδή δε όλοι σχεδόν οι Επίσκοποι του κλίματος του
Πατριαρχείου της εποχής εκείνης είχον οπωσδήποτε επικοινωνήσει μετά του
προκατόχου του Πατριάρχου Ιωάννου ΙΑ΄ του Βέκκου, παρέμεινεν επ’ αρκετόν
εψηφισμένος μεν Πατριάρχης, αλλ’ άνευ χειροτονίας εκτελών μόνον όσα εκ των
πατριαρχικών καθηκόντων δεν απήτουν ιερωσύνην. Ελθόντων ακολούθως εις
Κωνσταντινούπολιν των μη λατινισάντων Επισκόπων Κοζύλης και Δεβρών (πόλεων
Αιτωλίας και Μακεδονίας), εδέχθη την χειροτονίαν αφού προηγουμένως
εχειροτόνησαν ούτοι τον Ηρακλείας Γερμανόν, όστις, κατά την τάξιν, εγκαθίστα
τον Κωνσταντινουπόλεως.
Η πρόθεσίς μου να ομιλήσω είναι δικαιολογημένη· το έργον όμως της ομιλίας τολμηρόν, διότι έχει σκοπόν να επαινέση τον εκλεκτόν Διονύσιον· και πόσον πράγματι είναι μεγάλον το μέγεθος της υποθέσεως της ομιλίας, είναι αρκετόν να καταδείξη ευθύς εξ αρχής το ίδιον το όνομα του σήμερον ευφημουμένου, ενδόξου και σεβαστού από τους πρώτους χρόνους Αγίου. Αλλ’ ο λόγος φοβηθείς περισσότερον τας συνεπείας της αμελείας περί την εκτέλεσιν του καθήκοντος, παρά την δυσκολίαν των οφειλομένων εις τον Άγιον επαίνων, και επικαλούμενος τον Θεόν ηγεμόνα και βοηθόν του, προχωρεί ήδη, δια της φωνής του ομιλούντος, εις την εξύμνησιν και έξαρσιν του δικαίου Διονυσίου. Και τούτο διότι ήθελε θεωρηθή αισχρόν και τελείως ξένον προς τα αισθήματα του ανθρωπισμού, εάν, δια μεν τους φυσικούς μας πατέρας υπάρχη νόμος, όστις επιβάλλει να αποδίδωμεν εις αυτούς πάσαν δυνατήν τιμήν και ευγνωμοσύνην πάντοτε, ενώ δια τους αρχηγούς της ευσεβείας, οι οποίοι εφρόντισαν να μας αφήσουν προς μελέτην και ωφέλειαν ουράνια και ζωογόνα συγγράμματα, να μη εσπεύδομεν ούτε δια λόγου να εκδηλώσωμεν την ευγνωμοσύνην μας, εξυμνούντες ούτω την εις ημάς γενομένην παρ’ εκείνων χάριν· η τοιαύτη μάλιστα έκφρασις της εξυμνούσης την χάριν ευγνωμοσύνης συνιστά σημαντικώτερον καθήκον παρ’ ό,τι η έκτισις του οφειλομένου σεβασμού προς τους φυσικούς πατέρας. Και τα δύο καθήκοντα, προς τε τους φυσικούς πατέρας και τους αρχηγούς της ευσεβείας, είναι ανώτερα της εκείνων προς ημάς ευεργεσίας. Εάν δε κανείς ισχυρισθή δικαιολογούμενος, ότι παραιτείται τελείως του καθήκοντος, διότι δεν είναι δυνατόν να το εκπληρώση κατ’ αξίαν, ανάλογον της ευεργεσίας, ας γνωρίζη ο τοιούτος ότι δεν σκέπτεται λογικά, ούτε δε και εις ορθόν συμπέρασμα φέρει αυτός ο λογισμός. Διότι πρώτον μεν όσον το προκείμενον καθήκον, που επιβάλλει η ανάγκη, φαίνεται δυσκολοκατόρθωτον, ή ότι είναι ανώτερον από την δύναμιν του λόγου, επί τοσούτον και εκείνος, που θα το επιχειρούσε, θα εκρίνετο άξιος πολλής συγγνώμης, εφ’ όσον δεν θα προσήγγιζε την αξίαν των τιμωμένων προσώπων· εξ αντιθέτου, η αμέλεια δια την εκτέλεσιν αυτών των υποχρεώσεων αποτελεί καθαρόν σφάλμα της προαιρέσεως, εξ αιτίας του οποίου και κατηγορία, ουχί αναξία λόγου, θα διατυπωθή από τον καθένα. Πρέπει λοιπόν να μη πολυσυζητώμεν δια το ανεύθυνον, δια να μη παρουσιασθή κανείς να κατηγορήση σφροδρότερον δι’ αμέλειαν του ορθού. Εκτός του ανωτέρω επιχειρήματος, που δικαιολογεί απόδοσιν, μετριωτέραν της αξίας του τιμωμένου, υπάρχει και δεύτερον· εις τας τοιαύτας δηλαδή τιμητικάς, εξ ευγνωμοσύνης, εκδηλώσεις παρίσταται ανάγκη αύται να μη είναι πενιχρότεραι μόνον κατά την αξίαν, αλλά ακόμη και οι τιμώντες δια των εκδηλώσεων αυτών να ασκούν την αρετήν και να εργάζωνται την εντολήν· διότι άλλος ολιγώτερον, άλλος περισσότερον ενασχολείται με αυτά, πλην όμως, δια να είπωμεν συντόμως, άνθρωπος, όστις να κατώρθωσε ιδανικήν και τελείαν ενάσκησιν της αρετής, ως και απολύτως επιτυχή εργασίαν των εντολών, δν υπάρχει. Και όπως ακριβώς δεν ευρίσκεται κανείς εκ των επιδιωκόντων την αρετήν, που δεν θέλει να μετέλθη ούτε μίαν αρετήν, επειδή δεν δύναται να επιτύχη την πραγματοποίησιν όλων ή να εκτελέση ένα θεϊκόν πρόσταγμα, επειδή δεν κατώρθωσεν αμέσως και συγχρόνως να εκπληρώση όλας τας εντολάς του Θεού, τοιουτοτρόπως δεν πρέπει να παραιτηθή κανείς και μιάς οιασδήποτε τιμητικής εκδηλώσεως, επειδή δεν έχει την δύναμιν να εκδηλώση εις τον εμπρέποντα βαθμόν όλον τον οφειλόμενον σεβασμόν και την επιβαλλομένην τιμήν. Προς απόδειξιν των ανωτέρω σκέψεών μου υπενθυμίζω και το αναφερόμενον εις το Ευαγγέλιον, ότι κάποτε μία χήρα γυνή είχε προσφέρει δύο λεπτά εις τον Θεόν, και ότι η χήρα αυτή επηνέθη υπό του Χριστού περισσότερον από εκείνους, που είχον προσφέρει μυριάδας χρυσίου. «Αμήν λέγω υμίν ότι η χήρα η πτωχή αύτη πλείον πάντων έβαλε» (Μάρκ. ιβ:43). Επίσης, προ αυτού του περιστατικού, μανθάνομεν εκ της Παλαιάς Διαθήκης, ότι την ορμήν του Ισραήλ να προσφέρη μεγαλοπρεπείς θυσίας εις τον Θεόν ημπόδιζεν η αυστηρά απαγόρευσις του Θεού, δηλούντος, ότι δεν θα προσεδέχετο τοιαύτας θυσίας. Τι συμπέρασμα δυνάμεθα να εξαγάγωμεν από τα δύο αυτά παραδείγματα; Νομίζω τίποτε άλλο, παρ’ ότι ο Θεός και οι γνήσιοι Αυτού υπηρέται δεν ευχαριστούνται από το πλήθος και το μέγεθος των προσαγομένων τιμών και θυσιών, αλλά από την καθαρότητα της γνώμης και το περιεχόμενον της αγαθής προαιρέσεως. Δι’ αυτό λοιπόν και εγώ δεν διστάζω δια το ασήμαντον της παρούσης μου προσφοράς· αλλ’ επειδή δεν είμαι ικανός δια τα μεγαλύτερα, προσέφερα τα μικρά, χωρίς να υπολογίσω τίποτε, αν ημπορώ να προσφέρω και μικρά· ευχόμενος μόνον όπως αι πενιχραί μου αυταί προσφοραί καταξιωθώσι δια της δυνάμεως του Θεού, ώστε δι’ αυτών των πενιχροτήτων να καταστή αξιόλογος και σημαντική η προς τον Άγιον οφειλομένη εκδήλωσις της τιμής και του σεβασμού. Από αυτά λοιπόν και τα τοιαύτα προτρέπομαι και επικαλούμαι και πάλιν την βοήθειαν του Θεού, να βάλη την χείρα Του εις την ομιλίαν μου αυτήν, ώστε να μη παρασυρθώ από την ορμήν του λόγου και αποπλανηθώ από του πρέποντος· έχω υπ’ όψιν μου, ότι δεν πρέπει τον οφειλόμενον προς τον Άγιον έπαινον να τον στηρίξω εις εξωτερικά στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν τον κύκλον της υλικής υπάρξεως· δι’ αυτό και δεν θα αναμνησθώ εις τον λόγον αυτόν ούτε επιφανούς πατρίδος, ούτε ευγενείας προγόνων, ούτε λαμπρότητος βίου, ούτε οιουδήποτε άλλου γνωρίσματος, δια τα οποία μεγαλοφρονούσιν οι άνθρωποι, και τα οποία θεωρούν περισπούδαστα οι πολλοί, διότι, κατά την γνώμην μου, δεν έχουν που αλλού να στηριχθούν, δια να εξάρουν τα κατορθώματά τους. Διότι προκειμένου περί πνευματικού και λογίου ανδρός, του οποίου ο έπαινος ευρίσκεται εις το Ευαγγέλιον και έγινεν αξιοθαύμαστος λόγω της αρετής του, τα κοσμικά και εφήμερα αυτά γνωρίσματα μιάς φευγαλέας δόξης και αξίας είναι τελείως περιττόν και να το αναφέρη κανείς. Απ’ εναντίας θα εξάρω εις την ομιλίαν μου την ευγένειαν της ψυχής του, τον ζήλον του υπέρ της ευσεβείας, και τους αγώνας του, ώστε, όσον το δυνατόν, να θαυμάσωμεν το ύψος του Αγίου, και ούτω να καταστήσω γνωστόν λεπτομερώς, εις όσους ενδεχομένως δεν γνωρίζουν τα κατά τον Άγιον, πως ανήλθεν εις θέωσιν και ποίων πραγμάτων δύναται να απολαύση ο άνθρωπος, όταν παρίδη τα επίγεια και με ειλικρίνειαν ακολουθήση τον Θεόν. Αι Αθήναι υπήρξεν η πατρίς του Μεγάλου Διονυσίου. Και ποίος δεν γνωρίζει πόσον η πόλις αυτή έχει εξυμνηθή και πόσον υφ’ όλων έχει διακηρυχθή, ότι υπερέχει όχι μόνον από όλας τας άλλας βαρβαρικάς πόλεις αλλά και από αυτάς τας ελληνικάς, τόσον πολύ, όσον οι Έλληνες από τους άλλους ανθρώπους, και πόσον από όλους πάλιν τους Έλληνας υπερτερούν οι κάτοικοι της λαμπράς αυτής πόλεως. Εάν δε ευρεθή κανείς και ζητήση απόδειξιν του ισχυρισμού αυτού, θα τον παραπέμψωμεν εις τους ποιητάς και τους λογογράφους, οι οποίοι κατήγοντο από την πόλιν αυτήν, και οι οποίοι τον πνευματικόν χώρον της πόλεως αυτής επέλεξαν ως περιοχήν και πηγήν της εμπνεύσεώς των. Όλοι παραδέχονται, ότι δι’ αυτήν την πόλιν δύνανται να είπουν συγχρόνως και πολλά και τίποτε· αφ’ ενός μεν διότι από παντού δύναταί τις να λάβη πολλάς τας αφορμάς των εγκωμίων, αφ’ ετέρου δε διότι δεν θα ευρεθή κανείς που να μη απορήση πως οι λόγοι των εγκωμίων του θα είναι ανάλογοι προς την πραγματικότητα. Αλλά και η οικογένεια του Αγίου, εάν κανείς και αυτό επιθυμή να εξετάση, δεν φαίνεται κατωτέρα της αξίας της πόλεως. Ποία δε ήτο η κοινωνική του θέσις εις μίαν τοιαύτην πόλιν, διακρινομένην δια την αρτιωτέραν και τελειοτέραν οργάνωσιν της πολιτείας της, φανερώνει η επωνυμία του Αρεοπαγίτης, εκ του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου και η εν αυτώ ιδιότης του ως δικαστού. Ως γνωστόν δε, ο Άρειος Πάγος υπήρξεν το ανώτατον και δικαιότατον Δικαστήριον των Αθηνών· ως τοιούτον δε ακριβώς εχρησιμοποίει δια την αποστολήν του ως δικαστάς τους πλέον σώφρονας πολίτας, τους διακρινομένους δια την καταγωγήν των. Αυτό ακριβώς, όπως νομίζω, υπαινίσσεται και ο θείος συγγραφεύς των Πράξεων των Αποστόλων, αναφέρων το κύριον όνομα του ανδρός και αμέσως προσθέτων την ιδιότητά του ως Αρεοπαγίτου. Με αυτήν την υπόμνησιν ηθέλησεν ο ιερός συγγραφεύς των Πράξεων να δηλώση ένα λαμπρότατον γνώρισμα της ευγενείας του Διονυσίου. Όλα όμως αυτά και τα ομότιμα με αυτά εξωτερικά στοιχεία της κατά κόσμον λαμπρότητος θα τα αφήσωμεν εις την φιλοπράγμονα φροντίδα άλλων. Διότι πως θα εδικαιολογείτο η ενέργειά μας να αναφέρωμεν αυτά, ομιλούντες περί εκείνου, και να επιθυμήσωμεν να παρουσιάσωμεν εξ αυτών μέγαν μετά την εντεύθεν προς τα υπερκόσμια μετάβασιν και την απόλαυσιν της αγγελικής ζωής, αντί της ματαίας ταύτης, άνθρωπον, όστις, όταν έζη επί της γης, τα περιφρόνησε και έπειθε και τους άλλους να μη φροντίζουν δι’ αυτά, εφ’ όσον η αξία του ανθρώπου δεν περιορίζεται εις αυτά τα πρόσκαιρα αγαθά; (όπως είναι γνωστόν υπάρχει μία άλλη κατάστασις, υπερτέρα της κοσμικής ματαιότητος, η οποία ουδέποτε καταστρέφεται, πάντοτε διαρκεί, είναι σταθερά και αμετάβλητος, προς την οποίαν πρέπει να οδηγή και ο πρόσκαιρος επίγειος αγών δια την αρετήν· διότι περιεχόμενον της παρούσης ζωής είναι μόνον ο αγών, εις εκείνην δε την ζωήν οι αγωνισθέντες λαμβάνουν τα κατ’ αξίαν έπαθλα). Ώστε λοιπόν, δια να επανέλθωμεν, μόνον όσα είναι λογικά και προσφιλή προ παντός εις τον διακριθέντα δια την αρετήν του και ευχάριστα εις εκείνον να λεχθούν, μόνον εκείνα θα λεχθούν. Εκείνος ο Μακάριος Διονύσιος, αν και ανετράφη εις το ειδωλολατρικόν περιβάλλον του αρχαίου Ελληνισμού, εν τούτοις δεν ευρίσκετο μακράν της περί τον βίον ακριβείας ημών· μόνον δε κατά τας θρησκευτικάς δοξασίας ήτο διάφορος από ημάς, ενώ εις τον τρόπον ζωής, εις τα έργα, ωμοίαζε με ημάς, επειδή βεβαίως και πριν να ακούση την εντολήν του Χριστού, ως ειδωλολάτρης κατά το θρήσκευμα, εν τούτοις, εκ φύσεως, εξετέλει τα προσταζόμενα υπό της εντολής. Και μη κατέχων τον γραπτόν νόμον να τον μυσταγωγή εις την κατά Χριστόν αρετήν, εγένετο ο ίδιος νόμος εις τον εαυτόν του· και μυσταγωγείται καλώς και μετά συνέσεως προς την αρετήν, ασκούμενος εξ ιδίας προαιρέσεως προς παν αγαθόν, ώστε να θεωρήται η πολιτεία του εκείνη ως προκάθαρσις δια το βάπτισμα· και προετοιμάζεται ψυχικώς δια του τρόπου της ζωής του εις την υψηλήν φιλοσοφίαν των Χριστιανών. Εγώ τουλάχιστον θεωρώ ως βραβείον, δια την προηγουμένην σώφρονα ζωήν του και ως αρραβώνα της υιοθεσίας, που επηκολούθησε, το γεγονός, κατά το οποίον ο Άγιος Διονύσιος ηξιώθη, κατά τον καιρόν του σωτηρίου Πάθους, να γίνη αυτόπτης της καταπληκτικής θεοσημείας, όπου, ως γνωστόν, ο ήλιος, συμπάσχων μετά της υπολοίπου κτίσεως δια την Σταύρωσιν του Δεσπότου, εθεάθη παραδόξως σκοτισθείς, δια να αποδείξη, ότι ο σαρκί σταυρούμενος ήτο Θεός και ελέγξη ούτω σφοδρώς την εγκληματικήν απερισκεψίαν των θεομαχούντων. Εάν θέλης να συλλάβης το πνευματικόν ύψος του Διονυσίου, εγώ, αντιπαρερχόμενος τα άλλα, θα θέσω ενώπιόν σου μίαν σύντομον και συγχρόνως άλυτον, υπό της κοινής λογικής, απόδειξιν. Πρόσεξε πόσον καλλιεργημένη πνευματικώς ήτο η ψυχή του και ευπρόσδεκτος εις ευσέβειαν· αυταί δε ακριβώς αι προϋποθέσεις τον εκίνησαν ταχύτατα δια να δεχθή τον θείον λόγον, αναδειχθείς τοιουτοτρόπως καλός αγρός που δέχεται τα σπέρματα του αγαθού και τα γεωργεί εις το εκατονταπλάσιον. Εάν θέλης, η ψυχή του ωμοίαζε με σπινθήρα, που εκρύπτετο μέχρι της στιγμής εκείνης υπό την πέτραν της ασεβείας και, εξαίφνης, μόλις ο λόγος εκτύπησε την εύφλεκτον ψυχήν, ήναψεν ένας πυρσός, περίβλεπτος και αιθέριος, ο οποίος, κατά τρόπον υπέροχον, μετέδιδεν εις όλους τον φωτισμόν και την θαλπωρήν. Επειδή λοιπόν εις τους Αθηναίους επρόκειτο να γνωστοποιηθή το θείον κήρυγμα, το εγνωστοποίει δε, ως γνωστόν, ο Παύλος, το σκεύος της εκλογής, μετά την επίγνωσιν της αληθείας, και αφού πλέον ο ζήλος του μετεκινήθη από το νεκρόν γράμμα του Μωσαϊκού Νόμου εις το ζωογόνον κήρυγμα, αρκετοί φιλόσοφοι, με επί κεφαλής την σχολήν του Επικούρου και την στοάν του Χρυσίππου, προσήρχοντο καθ’ ομάδας πλησίον του Παύλου και θορυβωδώς συνεζήτουν μαζί του, αφού άλλωστε δεν είχον τίποτε άλλο να κάμουν, παρά να ακούουν και να λέγουν διαφόρους νέας αντιλήψεις και θεωρίας· νομίζοντες δε τους λόγους της Χριστιανικής διδασκαλίας ως περίεργα, εγέλων και ειρωνεύοντο τον θείον κήρυκα, κατονομάζοντες τούτον σπερμολόγον. Προεκάλει δε εις τας ψυχάς των τοιούτων ακροατών τας αντιδράσεις αυτάς ο λόγος του Σταυρού, διότι από αυτούς, που, εκουσίως, προορίζονται δια την απώλειαν, θεωρείται ως μωρία· δεν είναι δε ποτέ δυνατόν ψυχή πονηρά να ανεχθή το υψηλόν μεγαλείον της ευαγγελικής διδασκαλίας και γηράσασα τελείως εις την πλάνην να απωθήση το ψεύδος, με το οποίον τον περισσότερον χρόνον έζησε μαζί, και να μάθη, μετά ταύτα, την αλήθειαν. Άλλωστε η δυσκολία, δια την μεταστροφήν της τοιαύτης ψυχής, θίγει πράγματι τα όρια του αδυνάτου, όταν αύτη ζη εις ένα κόσμον όπου η απάτη έχει πολλούς επαινέτας, και θεωρείται ότι κάτι είναι εις εκείνους που δυναμώνει το ψεύδος, και πράγμα, που είναι και από αυτό ακόμη φοβερώτερον, όταν θεωρή την ηδονήν ως θεόν και την τοποθετή ως σκοπόν της ζωής και όταν, ακόμη, πρεσβεύη ότι η ψυχή καταστρέφεται μαζί με το σώμα, εφ’ όσον δεν παραδέχεται επιβίωσιν της ψυχής μετά την νέκρωσιν του σώματος· όλα αυτά, που λέγω, ως γνωστόν, είναι κεφάλαια της ανοησίας των Επικουρείων (διότι δεν δύναμαι αυτά τα πράγματα να τα χαρακτηρίσω ως Φιλοσοφίαν). Τοιουτοτρόπως φρονούντων των εν Αθήναις φιλοσόφων, και σπαρασσόντων τον λόγον και διαστερόντων τας ευθείας οδούς του Κυρίου, μόνον ένας μεταξύ όλων των άλλων ευρέθη να σωφρονή· ο Διονύσιος! Ούτος πολύ καλώς επέστησε την προσοχήν του εις τα κηρυσσόμενα υπό του Παύλου και δεν διετέθη ψυχικώς με υπερηφάνειαν και θράσος απέναντι του κήρυκος, ούτε πάλιν, όπως εκείνοι, ελογομάχει με τον κήρυκα, επί ψυχική καταστροφή των ακροατών, διότι δεν εζήλευεν αυτούς που ήσαν πονηροί· απεναντίας, όσα εκείνοι εχρησιμοποίουν ως όπλα ανομίας, αυτός τα εχρησιμοποίησεν ως όπλα δικαιοσύνης· δι’ αυτό αφού παρέτρεξε το φλυαρούμενον παρ’ εκείνων «ξενίζοντά τινα φέρεις εις τας ακοάς ημών», χωρίς καν να επιχειρήση να δικαιολογήση με την λογικήν του τα ακουόμενα, έτρεχεν οπίσω από τον λόγον ως να του ήτο από πολύν καιρόν γνωστός και αγαπητός. Πριν όμως προχωρήσω θεωρώ καθήκον μου να επαινέσω το θείον κήρυγμα, το οποίον έχει εν εαυτώ δύναμιν Θεού ενισχύουσαν αυτούς, που θέλουν να σωθούν και ενεργούσαν όλα τα προς σωτηρίαν περιστατικά μετ’ ευκολίας· δι’ αυτό και η ψυχική εκείνου ευγένεια και η ενυπάρχουσα πραγματική προς την σοφίαν αγάπη δεν είχον ανάγκην από πολλούς αποδεικτικούς λόγους, δια να δυνηθή η ψυχή του να φθάση εις την επίγνωσιν της αληθείας. Δι’ αυτό και μόλις ελάλει ο κήρυξ, αμέσως και αυτός, ως να είχε κατανοήσει προηγουμένως το Ευαγγέλιον (και να ήκουε γνωστά) κατεδίκαζε τον ελληνισμόν και ησθάνετο ισχυρόν τον πόθον, ως άσβεστον δίψαν, να φύγη από το περιβάλλον του ελληνισμού (της ειδωλολατρίας) και να αρπάση ως ανέλπιστον εύρημα την ευκαιρίαν και γίνεται αμέσως πιστός, αφού, όπως φαίνεται, πολύ ενωρίτερον ελάφρυνε την ψυχήν του από πάσαν αμφιβολίαν. Και όπως ακριβώς δεν είναι δυνατόν κανείς να ανεχθή να παραμένη εις την νύκτα και να προσέχη το σκότος, όταν πλέον έχη φανή ο ήλιος, τοιουτοτρόπως ούτε και αυτός επροτίμησε να μη απαλλαγή, όσον το δυνατόν, γρηγορώτερα από το βάρος της απάτης, εφ’ όσον τον ήγγισεν η αλήθεια. Και τοιαύτη μεν υπήρξεν ευθύς εξ αρχής η καλή έναρξις των έργων που ηκολούθησαν, και η οποία μόνον εις τον Διονύσιον, υπήρξεν η δι’ ολίγων βεβαιότης· εννοώ την ταχύτητα της μεταθέσεώς του από την πλάνην εις την αλήθειαν. Αυτό δηλαδή που δεν παρετηρήθη ούτε εις τον Μέγαν Πέτρον, ούτε εις τον Ιωάννην, ούτε εις τον αδελφόθεον Ιάκωβον, οι οποίοι αναδείχθησαν σπουδαιότεροι των άλλων, αλλ’ ούτε εις αυτόν τον Παύλον· είναι δε γνωστόν, ότι οι μεν πρώτοι, αν και συνέζων επί πολύ μετά του Χριστού και είδον με τους οφθαλμούς των αναρίθμητα θαύματα, εν τούτοις εδίσταζον ακόμη και δεν είχον απαλλαγή τελείως των αμφιβολιών των· ο Παύλος πάλιν προσήλθε μεν εις τον Θεόν, πλην αργά και αφού εδίωξε πολύ τους Χριστιανούς και κατέθλιψε την Εκκλησίαν του Χριστού. Απ’ αυτά όμως ο Διονύσιος παρουσίασε λαμπράν εξαίρεσιν, διότι προσέτρεξε γρήγορα και επίστευσεν αμέσως εις τον λόγον, ώστε να μη μεσολαβήση καθόλου διάστημα μεταξύ της ακοής του κηρύγματος και της πίστεως εις τον Χριστόν. Αυτή η ταχύτης, κατά την γνώμην μου, είναι η μεγίστη απόδειξις της αγαθής του γνώμης και της καλής του προαιρέσεως, πόσον δηλαδή ευκόλως και συντόμως απεδέχετο το καλόν, διότι η ψυχή του είχε την κλίσιν προς αυτό. Εξ αιτίας αυτού εκλήθη αμέσως από τον Σώζοντα και ανεδείχθη η πίστις λαμπρόν κατόρθωμα, από το οποίον ήρχισε μία σώφρων και αγαθή ζωή και συμπεριφορά. Διότι το φως και η φωτιά δεν ευθύνονται εάν ωρισμένα σώματα δεν φωτίζωνται ή δεν θερμαίνωνται· φωτίζονται ή θερμαίνονται μόνον τα ευθερμαγωγά και εύφωτα. Κατ’ ανάλογον τρόπον και ο Θεός οικονομεί ώστε ψυχή της οποίας η προαίρεσις κείται επιμελώς προς το αγαθόν και την αρετήν, να Τον γνωρίση συντόμως. Δι’ αυτό λοιπόν και ο θείος Παύλος εκρίθη άξιος να κληθή ως Απόστολος, και ηλεήθη από τον Χριστόν, και ήλθε πλησίον του Χριστού, και ανεδείχθη σκεύος εκλογής και έφερε το όνομα του Χριστού ενώπιον βασιλέων και εθνών, επειδή είχεν ζήλον Χριστού, έστω και χωρίς επίγνωσιν. Δι’ αυτό και ο Μέγας Διονύσιος ηξιώθη της τιμής να έλθη πλησίον του Χριστού, επειδή είχε προγνωσθή υπό του Χριστού, συμφώνως προς την βούλησίν Του, και είχεν εκλεγή δια την υπηρεσίαν του κηρύγματος, ώστε να γίνη κήρυξ και εις τους άλλους, και να διακηρύξη το αγαθόν, και όσον ηδύνατο να πείση τους ανθρώπους να μετουσιώσουν το αγαθόν εις ζωήν και καθ’ ημέραν εμπειρίαν. Πως δε εκήρυξε και ανεδείχθη χειραγωγός εις τους πολλούς προς το αγαθόν, θα το καταστήσω γνωστόν κατά την πορείαν της ομιλίας. Αφού λοιπόν εδέχθη το θείον μήνυμα ως εξής επολιτεύθη· εγκαταλείπει την πόλιν, εγκαταλείπει δήμους, δικαστήρια, περιφανή κοινωνικήν θέσιν, πλούτον, λαμπράν ζωήν, το να είναι μεγάλος και σπουδαίος μεταξύ των ισχυρών, και πάσαν την εξ αυτών των στοιχείων απορρέουσαν αγάπην προς τας τιμάς. Αφού εσήκωσε δε με μεγάλην και ανέκφραστον προθυμίαν ψυχής τον Σταυρόν του Κυρίου ακολουθεί τον Παύλον ή, δια να είπω καλύτερα, τον ίδιον τον Χριστόν έχων ως διδάσκαλον τον Παύλον· και δεν το εθεώρει ως αισχύνην του υποτασσόμενος υπό παιδαγωγόν τόσον απλοϊκόν και άγευστον φιλοσοφίας, αυτός που ήτο μεταξύ των πρώτων που είχον φιλοσοφικήν κατάρτισιν και εκαυχάτο και δια την κοινωνικήν του θέσιν, αλλά και δια την φιλοσοφικήν του κατάρτισιν. Μαζί δε με όλα τα κατά κόσμον τίμια και ένδοξα άφησε και την φιλοσοφίαν, η οποία δεν καταλήγει εις ουδέν ωφέλιμον· δι’ αυτής όμως ωδηγήθη εις την αληθινήν φιλοσοφίαν, την οποίαν χρησιμοποιούντες ημείς, καθιστάμεθα Θεοί κατά χάριν. Τοιαύτη λοιπόν ήτο η αληθής και βαθεία γνώσις του Παύλου και τοιαύτης υψηλής γνώσεως πείραν έλαβεν ο Διονύσιος. Δια μέσου αυτής εύρε τον Θεόν και ο ίδιος εγένετο Θεός κατά χάριν. Κατόπιν αυτών των πνευματικών αγαθών, τα οποία απήλαυσε δια της τοιαύτης αληθούς και βαθείας γνώσεως, τίποτε δεν ήτο ικανόν να τον χωρίση από την νέαν κατάστασιν, μεθ’ ης συνεδέθη η ψυχή του, ούτε η απειλή του θανάτου, ούτε η υπόσχεσις μιάς κατά κόσμον ευτυχισμένης ζωής, ούτε τίποτε άλλο, ή φοβερόν ή ευχάριστον, ούτε παρόν, ούτε αναμενόμενον. Απεδείχθη δε ο Διονύσιος ακριβής εικών του Παύλου, επί πλέον δε διετήρησε απαραχάρακτον την διδασκαλίαν του Παύλου. Όπως ακριβώς η επιτυχία των αθλητών προκαλεί τον έπαινον εκείνων που τους εγύμνασαν, τοιουτοτρόπως και η πρόοδος των μαθητών επιφέρει εις τους διδασκάλους δόξαν και καλόν όνομα. Κατ’ αναλογίαν και ο Διονύσιος είναι λίαν αξιέπαινος, όχι μόνον διότι εχρημάτισε μαθητής του Παύλου, αλλά και διότι απεμιμήθη σφοδρώς την αρετήν του και κατέκτησε την τελειότητα της κατά Χριστόν μυστικής γνώσεως. Αλλά και δια τον Παύλον δεν είναι ολιγωτέρα η τιμή, ότι διετέλεσε καθηγητής ενός τοιούτου ανδρός εκλεκτού κατά τα άλλα, αλλά και πεπαιδευμένου και εναρέτου, ικανού ως εκ τούτου να προσελκύη πολλούς προς το καλλίτερον. Διότι ο Διονύσιος, όπως μετά προθυμίας απέρριψεν όλα, όσα μεθ’ εαυτού έφερε, πριν γίνη Χριστιανός, μετά της αυτής προθυμίας, αφού έγινε Χριστιανός, κατέστησε τον Παύλον οδηγόν του και πρότυπον της ζωής του, εις ό,τι έλεγε και έπραττε, ώστε να πλουτίση μεν το βάθος της γνώσεως, να κατανοήση ακριβώς την Θεολογίαν, να επιτύχη την ανάβασιν του νοός και την θέωσιν· παραλλήλως δε να πλουτίση εις χριστιανικόν ήθος και τέλειον τρόπον ζωής, όστις είναι πάντοτε ακριβής συνέπεια μιας τοιαύτης καθάρσεως της ψυχής. Ούτω κατώρθωσε και εις την υψηλήν θεωρίαν να διαβή και να αναδειχθή τελειότατος εις την πράξιν, με λαμπράν και παραδειγματικήν ζωήν. Συνέδραμον δε εις την ψυχήν του Διονυσίου συγχρόνως και πράξις και λόγος, τα οποία, μετά τον Θεόν, αποτελούν τους τελικούς πλέον πόθους πάσης επιθυμίας και είναι πράγματι μορφαί μοναδικής ευτυχίας. Πάντα δε τα άλλα, εκτός από την πράξιν και τον λόγον, αποτελούν δια τας φιλοθέους ψυχάς ανάξια λόγου παιγνίδια. Εάν ένα εκ των δύο λείψη, δεν δύναται να θεωρηθή κανείς τέλειος, ούτε ευτυχής, ούτε θα έχη την δύναμιν να πείθη ευκόλως εις το αγαθόν αυτούς που θέλει, διότι το πλέον ακατανίκητον όπλον δια να πείθη κανείς τον άλλον είναι η αρμονική συζυγία εις την ψυχήν του ανθρώπου του λόγου και της αρετής· τίποτε δε άλλο, εκτός της συζυγίας αυτής, δεν ταιριάζει εις τον διδάσκαλον της ευσεβείας. Διότι αυτοί που είναι γενναίοι κατά τον λόγον, εφ’ όσον τα έργα των δεν είναι σύμφωνα με όσα λέγουν, όταν σπεύσωσι να διδάξωσι τον άλλον, ματαιοπονούν· και εις όσους μεν δεν είναι γνωστοί οι λόγοι των θεωρούνται θαύμα, λόγω της εντέχνου κομψότητός των· εις εκείνους όμως, οι οποίοι εξήτασαν την ζωήν των και έμαθαν την αλήθειαν, δεν θεωρούν θαύμα τους τοιούτους λόγους, αλλά γελούν πολύ, διότι ο τοιούτος επιχειρεί να τους διδάξη πράγματα αντίθετα προς όσα κάμνει· οι άνευ έργων αρετολόγοι εξυμνούν μεν με λόγους την αρετήν, παντοιοτρόπως όμως την καταδιώκουν και την εξορίζουν. Αυτοί πάλιν που μετέρχοντα εμπράκτως την αρετήν, και εάν ακόμη δεν είναι ικανοί να εγκωμιάσουν αυτήν δια λόγων, αναδεικνύονται δια του παραδείγματός των οδηγοί των άλλων, ωφελούντες τοιουτοτρόπως πνευματικώς τους εαυτούς των· είναι δε ούτοι κατά πολύ καλλίτεροι της άλλης τάξεως, αυτών δηλαδή που περιορίζονται μόνον εις λόγους, χωρίς να ασκούν εμπράκτως την αρετήν, και οι οποίοι δεν κατέβαλον εισέτι ουδεμίαν αρχήν προς πραγματοποίησιν αυτής. Εκ των πραγμάτων λοιπόν καθίσταται φανερόν, ότι η συζυγία μεταξύ λόγων και πράξεως δεν είναι τυχαίον πράγμα, αλλά πάρα πολύ αναγκαίον· εκείνος που επιθυμεί να είναι οδηγός των άλλων εις την αρετήν και προστάτης ψυχών, πρέπει να συνδυάζη αρμονικώς και τας δύο ικανότητας της πράξεως και του λόγου. Αυτάς λοιπόν τας δύο ουσιώδεις προϋποθέσεις και ούτος, περί του οποίου ομιλούμεν, περισσότερον παντός άλλου είχε και αφού προηγουμένως καλώς εγένετο κυρίαρχος του εαυτού του, δια της ασκήσεως εφ’ εαυτού αυστηρού ελέγχου και επιμόνου προσπαθείας, ανεδείχθη ικανός να κατευθύνη και τους άλλους προς το καλλίτερον. Διότι είναι γνώρισμα αρίστης και επωφελεστάτης τάξεως το να λαμβάνη κανείς την δύναμιν να καθαίρη τους άλλους, από τον επίμονον αυτοκαθαρμόν του, όπως ακριβώς και τα μη αυτοθερμαντικά σώματα, θερμαίνονται αφού προηγουμένως, δια μεταγγίσεως, δεχθούν την φύσιν του πυρός. Κατόπιν της προπαρασκευής αυτής και της πνευματικής ανατάσεως, ο μακάριος Διονύσιος αναδεικνύεται Επίσκοπος της Εκκλησίας των Αθηνών. Νομίζω δε ότι εις αυτό το σημείον είναι αξιοθαύμαστος η πόλις των Αθηνών· όχι δηλαδή εξ αιτίας των πολλών και ενδόξων περί αυτής ιστοριών, ούτε διότι πάντοτε ανεδείχθη νικήτρια εις πολέμους εναντίον Ελλήνων και βαρβάρων, στήσασα πολλά τρόπαια, αλλ’ ότι, αφ’ ενός μεν ανεδείχθη πατρίς τοιούτου ανδρός, αφ’ ετέρου δε ηυτύχησε να έχη τούτον τροφέα δια την παροχήν υψηλοτέρας πνευματικής τροφής, και πολιούχον και προς ευσέβειαν χειραγωγόν. Και δια να μη καταστρέφωμεν την αλήθειαν, χαριζόμενοι μόνον εις μίαν πόλιν τους μακαρισμούς ημών, και να περιορίζωμεν εις αυτήν μόνον ό,τι ανήκει και εις άλλους, λέγομεν, ότι όχι μόνον δια τας Αθήνας, αλλά δι’ ολόκληρον την οικουμένην, την οποίαν επεσκέφθη και επισκέπτεται, δια των λόγων του, ανεδείχθη διδάσκαλος και πνευματικός οδηγός. Διότι ποίον βάθος Αιγύπτου, ή κοίλη Συρία, ποία περιοχή της Λιβύης, ή των απομεμακρυσμένων Γαδείρων, ποία Βρεττανική νήσος, αν θέλης, ακόμη, ποίος Βόσπορος και λίμνη Μαιώτις, δεν γνωρίζουν, ή δεν έχουν ακούσει δια την αρετήν του Διονυσίου; Μήπως εις όλα αυτά τα μέρη δεν διεδόθη η φήμη του Διονυσίου μεγαλοπρεπέστερον και από αυτόν ακόμη τον ήχον της βροντής; Ή τώρα σκέψου τους κατοίκους της Αραβίας, και εάν θέλεις και Γερμανούς και Ρωμαίους και Έλληνας και θα εύρης εις όλους κοινόν το τοιούτον θαύμα, όπως εις όλους είναι γνωστά τα στοιχεία του σύμπαντος, ο ουρανός, η γη, το πυρ, ο αήρ, και το ύδωρ. Έργον εκείνου είναι αι εκκλησιαστικαί διατάξεις και οι τύποι των Μυστηρίων· εκείνου και το έργον περί των ουρανίων συνταγμάτων, τα οποία παρεδόθησαν μεν προφορικώς υπό του ιδίου προς τον Τιμόθεον, ωφελούν δε πρακτικώς όλους τους ανθρώπους. Έργα εκείνου είναι και αι σωτήριοι επιστολαί, αι οποίαι προτρέπουν ευκόλως τους αναγνώστας προς αρετήν. Όλα δε αυτά τα έργα αποδεικνύουν, δια να είπω συντόμως, τα κάλλιστα. Ποία δε κάλλιστα λέγω και εννοώ; Την ουράνιον επιστήμην και την θέωσιν αυτού του ανδρός! Όλα αυτά αποτελούν εκδήλωσιν της προςτους Χριστιανούς όλων των αιώνων προνοίας του Θεού, αλλά και θείαν διδασκαλίαν προςτην, δια παντός τρόπου, καταστροφήν της πλάνης, ώστε να μη παρασύρεται κανείς ουδέποτε υπό του εχθρού. Φέρε τώρα εις τον νουν σου και το λαμπρόν εκείνο απαύγασμα της θεοειδούς διανοίας του (εκφαντορίαν) «Περί των Θείων Ονομάτων»· από αυτό το έργον θα διδαχθής ποία λέγονται ως προσδιοριστικά του Θεού και ποία η δύναμις εκείνων των ονομάτων. Πως δε πρέπει να εννοώμεν αυτά και πως να τα λέγωμεν. Και ότι τα νοήματα αυτά ή αι λέξεις δεν είναι ο Θεός, αλλά τα εκφραστικά μέσα, δια των οποίων φανερώνεται εις ημάς το υπεράνω πάσης ονοματιστικής και νοητικής δυνατότητος μυστήριον της Υπερουσίου Τριάδος. Μελέτησε και το περί της «Ουρανίου Ιεραρχίας» σύνταγμα, όπου θα ιδής να γίνεται πολύς λόγος περί της θείας ελλάμψεως. Εκεί θα διαπιστώσης πως αύτη μεν κατά την ουσίαν είναι απλή, αλλά και πως ποικιλοτρόπως κατέρχεται εις τα προνοούμενα, χωρίς η απλότης να καταστρέφεται και να μεταβάλλεται εις πολλότητα, αλλά και πως επιτυγχάνει να φέρη εις ενότητα ένα έκαστον των προνοουμένων. Εκεί θα γνωρίσης ικανοποιητικώς τα αναφερόμενα εις τας ουρανίους παρατάξεις, και την πρώτην αυτών τάξιν και την μέσην και την τελευταίαν, κατά την οποίαν αποσαφηνίζεται το όνομα ενός εκάστου Αγγελικού Τάγματος, και πως ενεργεί· προς τούτοις τι σημαίνει ο όρος Ιεραρχία, και ποία η εξ αυτής ωφέλεια, ήτις συνίσταται εις την μετά του Θεού ένωσιν και κατά το δυνατόν ομοίωσιν. Αφού δε διεξέλθης όλα αυτά τα περισπούδαστα έργα, θα γνωρίσης σαφώς, πόσον μέγας είναι ο πλούτος της σοφίας του Διονυσίου, πόση η θέωσις, αλλά και πόση η υπερβαίνουσα ημάς επιστήμη του. Εάν δε από εκεί μεταβής, δια της μελέτης, προθύμως και εξετάσης όσα έχει γράψει και περί της «Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας», τότε θα πληροφορηθής και την ερμηνείαν της δυνάμεως εκάστου των Μυστηρίων, και την θεωρίαν αυτών, η οποία δεν ίσταται εις την περιοχήντων ορωμένων μόνον, αλλ’ εισάγει δια των εξωτερικών συμβόλων εις την βαθυτέραν έννοιαν, η οποία παραμένει εις τους πολλούς απλησίαστος. Και τότε πως δεν θα ομολογήσης, ότι τα Συγράμματα αυτά είναι απόδειξις σαφής της υπεράνω πάσης επιστήμης ευρισκομένης επιστήμης του Διονυσίου και της υψηλής αυτού αναβάσεως, αλλά και της δι’ αυτών επιδειχθείσης προνοίας του Θεού προς ημάς, δηλαδή της άκρας Αυτού φιλανθρωπίας; Δια του τρόπου αυτού ο Θεός θέλει να μη μας αφήση μέχρι μόνων των ορωμένων, αλλά εκκινούντες από αυτών, μας προτρέπει να εισερχώμεθα εις τας εσωτερικωτέρας εννοίας και να βλέπωμεν, με τα όμματα της ψυχής, βαθύτερον από το φαινόμενον. Και εγώ τουλάχιστον βλέπω αυτόν, με αυτά και τα άλλα συγγράμματά του να πνέη εναντίον της πολυθεϊας και της Ιουδαϊκής σκιάς, χρησιμοποιών εναντίον αυτών τα δόγματα και των δύο, του Ελληνισμού και του Ιουδαϊσμού. Ως πιθανήν δε εξήγησιν του τρόπου αυτής της πολεμικής του Διονυσίου θεωρώ τούτο, επειδή δηλαδή έκαστος άνθρωπος ακολουθεί ευκόλως και κατανοεί τας απόψεις γνωστών του, ενώ, εκ φύσεως, υποπτεύεται το ξένον· εις αυτό το σημείον ο Διονύσιος μιμείται γενναίον οπλίτην, ο οποίος καίτοι ευρίσκεται εις υπεροχήν έναντι των αντιπάλων του, εν τούτοις καταβάλλει αυτούς, όχι με τα όπλα του, αλλά με τα όπλα εκείνων. Εξ αιτίας όλων αυτών εγώ ονομάζω τον Διονύσιον και καθαιρέτην της πλάνης και προνοητήν της σωτηρίας μας, δογματίζοντα την αλήθειαν, χωρίς να δύναται κανείς να έχη αντιρρήσεις εις όσα λέγει, και ο οποίος έχει καθαράν καρδίαν, αγαπά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Ως τοιούτος ο Διονύσιος δεν έχει προσωποληψίας, άλλους μεν να προσκαλή εις σωτηρίαν, και εις άλλους να αρνήται αυτήν· απ’ εναντίας, προβάλλει τα πνευματικά του κεφάλαια εις όλους ανεξαιρέτως και με απλότητα καρδίας, εις οιανδήποτε στιγμήν του χρόνου, προς κοινήν ωφέλειαν. Εάν δε η πρόγνωσις του μέλλοντος και το να γνωρίζη κανείς όσα πρόκειται να συμβούν, όπως ακριβώς και τα παρόντα, είναι καθαρά απόδειξις προφητείας, τότε και ο Διονύσιος δεν ευρίσκεται μακράν των Προφητών. Ο Διονύσιος προλέγει μεν εις τον Μεγάλον Ιωάννην (τον Θεολόγον και Ευαγγελιστήν) την απελευθέρωσίν του από τα δεσμά και την φυλακήν, προλέγει δε και την επιστροφήν του πάλιν εις την Ασίαν, την επακολουθήσασαν, δια της Ευαγγελικής διδασκαλίας, φανέρωσιν, υπό του Ιωάννου, του Λόγου, και την διάδοσιν του Ευαγγελίου. Εγώ πάντως δεν θα έλεγον, ότι ο Διονύσιος είναι γεμάτος από το χάρισμα της προφητείας, εξ αιτίας αυτής και μόνον της προρρήσεως, παρά εάν δεν είχον προγνωσθή υπ’ αυτού, πάρα πολύ καλώς, τα αναφερόμενα εις την σωτηρίαν ημών. Ποία δε είναι αυτά; Ότι τα ζιζάνια του πονηρού, δηλαδή αι παντοίαι αιρέσεις, που παρεισέφρησαν μετά από πολλά χρόνια εις τον σίτον της Ορθοδοξίας, (και μάλιστα όχι εις ένα χρόνον μέσα, αλλ’ εις διαφόρους χρόνους, επειδή ο σπορεύς του κακού δεν εξετόξευσε δια μιάς την κακουργίαν του, ή διότι εφοβήθη την απόπειραν αθρόας καταργήσεως της ευσεβείας, ή διότι αδυνατούσε να εξεύρη όλας συγχρόνως τας αιρέσεις, πράγμα με το οποίον και εγώ μάλλον συμφωνώ, επειδή βεβαίως δεν συλλαμβάνει πλέον την πραγματικότητα αμερίστως, νοών αυτήν εν τω συνόλω της αδιαιρέτως ως αποβαλών το θεοειδές των νόων, και ως επί πολύ της απλότητος απομακρυνθείς). Αυτά λοιπόν τα ζιζάνια του πονηρού, τας αιρέσεις, καίτοι ακόμη δεν είχον εκδηλωθή, εν τούτοις αυτό που επρόκειτο να γίνη, ως να το έβγαζε εις την δημοσιότητα εκ των προτέρων, ηρχισε να το ανατρέπη, πάρα πολύ σοφώς, και κατά τρόπον άξιον του εαυτού του, όχι μόνον εκβάλλων τον καταβληθέντα και ριζωθέντα σπόρον του πονηρού και καταστρέφων αυτόν, πράγμα που απετέλεσεν έργον των μετέπειτα διδασκάλων, αλλά ούτε καν την αρχήν επιτρέπων εις τον πονηρόν, ήτοι την απόπειραν καταβολής των ζιζανίων. Τοιουτοτρόπως ο Διονύσιος επλούτει εις σύνεσιν και επιστήμην, καθάρας πρώτον τον εαυτόν του, ώστε να είναι δεκτικός θείας δυνάμεως, και καταστήσας αυτόν ναόν Θεού, εις τον οποίον οι θησαυροί της γνώσεως και της σοφίας, και ως τολμώ να είπω, εξ αιτίας της καθάρσεως αυτής, και τα επτά πνεύματα, τα οποία προεφητεύθησαν δια τον Σωτήρα Χριστόν, επανεπαύθησαν και εις αυτόν. Επειδή ο λόγος θεωρεί ως Χριστούς και συγκληρονόμους Χριστού αυτούς που αναγεννήθησαν κατά Χριστόν και κατηξιώθησαν της υιοθεσίας, δι’ αυτό και ο Διονύσιος δια του ενεργούντος εν αυτώ πνεύματος ετύπωσε το ηγεμονικόν και έβλεπε προφητικώς και επεκοινώνει νοερώς με τα μέλλοντα να συμβώσιν. Αλλ’ αυτά όλα όσα ανέφερα είναι μέτριαι αποδείξεις της φιλοσοφικής του καταρτίσεως και της προς θεωρίαν ικανότητός του· πρέπει τώρα να ενθυμηθώμεν επ’ ολίγον της πρακτικής του μορφώσεως, της συμπεριφοράς του δηλάδή, ώστε να έχωμεν ωλοκληρωμένην την εικόνα της τελειότητός του, επειδή ούτε κατά την πράξιν υστέρει. Διότι δεν είχε φθάσει μόνον εις ύψη ρητορικής ικανότητος, ούτε μόνον παρέκυπτε σιωπηλώς εις τα Μυστήρια του Θεού, εις δε τους πολλούς δεν ηδύνατο να γίνεται αντιληπτός. Αλλ’ ομού μετά της υψηλής θεωρίας και των θείων αναβάσεων εις τας οποίας αυτός ανήρχετο, ηδύνατο συγχρόνως και εις τους άλλους να γίνεται ωφέλιμος, συναναστρεφόμενος μεν μετά των πολλών, ίνα τας αρετάς του μεταδώση και εις τους άλλους, αυτός όμως μηδόλως μετέχων από τας κακίας εκείνων. Ότι βλέπομεν να συμβαίνη ενταύθα με το πυρ, το ίδιον συνέβαινε και με τον ευλογημένον Διονύσιον· διότι εκείνο, εξ αιτίας της καυσίμου ύλης, που το συντηρεί, φαίνεται να υπάρχει εδώ, ενώπιόν μας· αυτό όμως διαρκώς αναβαίνει υψηλά και φθάνει εις υψηλότερα επίπεδα, λόγω ακριβώς της εντεύθεν ελαφρότητός του. Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με τον Άγιον· ούτος δια λόγους οικονομίας ψυχών συνανεστρέφετο με τους πολλούς, ο νους του όμως υπήρχε πλησίον των Αγγέλων, χωρίς αυτός, εξ αφορμής αυτής της συναναστροφής, να εκπίπτη από την θεοειδή κατάστασιν του νοός, αλλά, απ’ εναντίας, αναβίβαζεν υπεράνω της ύλης τους υλικά και γήϊνα φρονούντας, έχοντας δε ταπεινόν φρόνημα, και ετοποθέτει αυτούς νοερώς υπεράνω των ορωμένων. Μάλιστα ο Άγιος Διονύσιος εξετέλει το έργον των ηλιακών ακτίνων αι οποίαι θωπεύουν και επικοινωνούν αδιακρίτως με ρυπαρούς και αρρυπάντους, και με δυσώδεις και με καθαρούς, χωρίς, εξ αιτίας της επαφής αυτής, να προσλαμβάνουν οιανδήποτε ιδιότητα εκ των εις α προσπίπτουν αντικειμένων, αλλ’ απεναντίας έχουν την δύναμιν να απαλλάσουν της αηδίας όσα βεβαίως αντικείμενα είναι δεκτικά τοιαύτης απαλλαγής. Εάν δε δεν είναι τολμηρόν να το είπω, ο Άγιος Διονύσιος κατέστη μιμητής του Χριστού μου, όστις, όταν παρέστη ανάγκη να αναγάγη τους καταπεσόντας από την αμαρτίαν, κατήλθε μεν εις την γην, κενώσας εαυτόν δια της ταπεινώσεως, και ανήγαγε τον πεσόντα, χωρίς όμως να εξέλθη των όρων της θεότητός του. Φθάσας εις το μέρος αυτό της ομιλίας μου απορώ τι να είπω πρώτον και τι τελευταίον· μάλλον μη τυχόν δι’ όσων είπω πέσω μακράν της πραγματικότητος και με τους πτωχούς μου λόγους περιορίσω το πλήθος των καλών του. Τι να επαινέσω προηγουμένως; Την φιλανθρωπίαν, όταν ωμίλει προς τα πλήθη και ήτο πρόθυμος να γίνη τοις πάσι τα πάντα δια να επιτύχη την πνευματικήν των οικοδομήν; Εμιμείτο τους καλυτέρους των ιατρών, μη θεραπεύων μόνον σώματα και επουλώνων πληγάς της σαρκός, αλλά φροντίζων και δια την θεραπείαν των ψυχών, δι’ αυτό και ο ίδιος ηνωχλείτο, όταν εκείνοι εσκανδαλίζοντο, και ελυπείτο από τα πάθη των άλλων. Μήπως δεν είναι άξιον εξάρσεως το επιστημονικόν, πράγματι, προτέρημα του ανδρός περί την προστασίαν, και άγρυπνον, και οξύ, και δραστήριον; Ή η υπερβάλλουσα κάθε μέτρον καλωσύνη και το αόργητον της συμπεριφοράς του; Ή ο ζήλος και όλα τα άλλα προτερήματα, δια των οποίων ανεδείχθη άριστος οικονόμος των ψυχών και πραγματικός θεράπων Θεού, και θείος Ιεράρχης, προσαρμοζόμενος και ο ίδιος προς το πρώτον καλόν και άλλους προσαρμόζων, ώστε να αποκτήσουν δύναμιν; Αλλ’ επειδή και εδώ ευρίσκομαι εις απορίαν προ των αναριθμήτων προσόντων του ανδρός, επικαλούμαι και πάλιν οδηγόν του λόγου και βοηθόν τον Θεόν, δια να προευτρεπίση και υποδείξη εις ημάς την οδόν του περαιτέρω λόγου. Το έργον του ευσεβούς διδασκάλου δεν είναι τόσον απλούν και εύκολον· απ’ εναντίας το θεωρώ πολύ δύσκολον και αρκετά σύνθετον, εφ’ όσον πρέπει πρώτον μεν να εκβάλη την ασέβειαν και την αμαρτίαν από τας ανθρωπίνους ψυχάς, αφού δε τας ελευθερώση, να εισαγάγη εντός αυτών την ευσέβειαν και την αρετήν, όπως ακριβώς συνηθίζουν να κάμουν και οι γεωργοί. Διότι και εις εκείνους, τους γεωργούς, πρώτη φροντίς δεν είναι να εμπιστεύωνται τον καλόν σπόρον εις την γην· προηγουμένως πρέπει να αποσπάσουν την πονηράν ρίζαν από τον αγρόν και μετά να ασχοληθούν με την σποράν. Και αυτός λοιπόν ψυχάς, αι οποίαι κάποτε είχον νεκρωθή, διότι δεν είχον γνωρίσει κατά βάθος τον Θεόν (πράγμα το οποίον συνιστά συγκεκριμένον θάνατον ψυχής, επειδή την πίστιν και το να γνωρίζη κανείς τον Θεόν εγώ, τουλάχιστον, τα θεωρώ ψυχήν της ψυχής), αφού προηγουμένως τας εκαθάριζεν, αποδιώκων εξ αυτών την απιστίαν, την ασέβειαν και παν φρόνημα αθεϊας, τας ψυχάς αυτάς τας εζωογόνει. Εάν δε επιθυμής να μάθης και την πράξιν της τοιαύτης ζωογονήσεως, σε πληροφορώ τα εξής· προηγουμένως η αναζωογόνησις αυτή εγίνετο με την δύναμιν του πνεύματος, με την οποίαν δύναμιν ο Θεός ανασταίνει και νεκρούς εκ των τάφων. Εν συνεχεία δε με τον λόγον της διδασκαλίας του, ο οποίος έρρεε με φροντισμένην γλαφυρότητα και συνεκέντρωνε πολλάς από παντού αποδείξεις, άλλας μεν από κοινάς εννοίας, άλλας δε από διαφόρους συλλογισμούς, ως επίσης και ισχυρά παραδείγματα και παρατηρήσεις φαινομένων· όλων δε αυτών των αποδεικτικών μέσων και συλλογισμών περίληψις και συμπέρασμα ήτο ότι ο Θεός είναι ένας, θεωρούμενος εις τρεις υποστάσεις· μία δε αρχή και αιτία του παντός αυτός ο Θεός, όστις εκ του μη όντος εδημιούργησε πάσαν ύπαρξιν, είτε την αισθητήν, είτε την υπέρ αίσθησιν, προσδώσας εις αυτήν μορφήν και υπόστασιν και κινήσας αυτήν, ώστε να υπάρχη· μετά δε την δημιουργίαν προνοεί αδιαλείπτως δια το δημιουργικόν του έργον, ώστε τίποτε να μη παραμένη έξω της προνοίας και ουδόλως να εκπίπτη. Διότι το να ενυπάρχη ο Θεός εις όλα και να περιλαμβάνη όλα, όπως ακριβώς το πυρ ενυπάρχει εις μίαν πυρακτωθείσαν χαλκίνην ή σιδηράν σφαίραν, δια να μεταχειρισθώμεν ένα παράδειγμα από την καθημερινήν ζωήν προκειμένου να κατανοήσωμεν τα υπέρ αίσθησιν, δεν εμποδίζεται ούτε από τον χρόνον, ούτε από τον τόπον, ούτε από τίποτε εκ των διαφόρων όντων και από όσα υπάρχουν γύρω από τα όντα· αυτή η αλήθεια είναι τελείως αναμφισβήτητος και αυτοφανής, εξαγομένη εκ των υποθέσεων, που εσχηματίσαμεν. Ουδεμία δε αντιλογία χωρεί εις αυτό· διότι κανείς δεν θα ευρίσκετο, που θα προτιμούσε να απαρνηθή τα ολοφάνερα, εάν δεν ήτο από χαρακτήρος φιλόνεικος και εραστής της ανθρωπίνης δόξης. Ο τοιούτος εντρεπόμενος τους ανθρώπους δεν μετατίθεται εις την αλήθειαν προτιμών να παραμένη δούλος εις όλην του την ζωήν και αναίσχυντα εφαρμόζει την παροιμίαν «με γυμνό το κεφάλι προχωρεί να ορκισθή εις την αλήθειαν». Και εις εκείνους, οι οποίοι ήσαν τελείως άπιστοι, συμπεριεφέρετο με τον ακόλουθον τρόπον ο σοφός θεραπευτής και ικανός οικονόμος των ψυχών· εκτός από τα άλλα φάρμακα μετεχειρίζετο και δεήσεις προς τον Θεόν, δια να τους φωτίση ο Θεός, και αγρυπνίας, και νηστείας, και σωματικάς ταλαιπωρίας, δια των οποίων βλέπομεν, ότι κάμπτεται ο Θεός, μέχρις ότου ο Θεός στείλει το έλεός του και αυτών μεν τας ψυχάς καταστήση επιδεκτικάς προς ευσέβειαν, αυτόν δε ενισχύση με την δύναμίν του, ώστε να δύναται να την διοχετεύη και εις αυτούς. Επειδή πλέον μετά από εκεί, από τον υπό του Θεού φωτισμόν, το παν εξαρτάται από την ανθρωπίνην δραστηριότητα· εις τους διδασκάλους απόκειται η δραστηριότης να πείθουν και εις τους διδασκομένους η εκουσία δυνατότης να πείθωνται· και με ένα λόγον όλη η δύναμις προς το καλόν ή προς το κακόν. Και αυτά μεν απετέλουν τον τρόπον ενεργείας του Αγίου, καθ’ όσον αφορά τους τελείως απίστους. Άλλοι πάλιν, ευρισκόμενοι εις την περιοχήν της ομολογίας, εκινδύνευον κατ’ άλλον τρόπον να περιπέσουν εις την δικαιοδοσίαν του πονηρού, είτε διότι εδειλιούσαν βλέποντες υπερβολικά απότομον και δυσκολοβάδιστον την κατά Θεόν οδόν, είτε διότι αποβλέποντες προς το κράτος των απίστων εσκανδαλίζοντο από την ευημερίαν εκείνων, επειδή βεβαίως όσοι είναι αφελείς και δεν σκέπτονται κατά βάθος, σκανδαλίζονται όταν κατευθύνουν αμαρτωλοί και δεν ημπορούν να βλέπουν τους ασεβείς να ειρηνεύουν, μη γνωρίζοντες το Μυστήριον των κριμάτων του Θεού. Το δε σπουδαιότερον είναι αυτό, και προ παντός δύσκολον να το αποφύγουν οι πολλοί· ότι δηλαδή οι περισσότεροι προσκολλώνται εις τα βλεπόμενα και αμφιβάλλουν ως προς τας ουρανίους ελπίδας, επειδή βεβαίως τα απαρτίζοντα την ελπίδα αυτήν στοιχεία κρύπτονται αθεάτως εις το μέλλον, και δι’ αυτό προτιμούν να στηρίζωνται εις τα αισθητά, παρά να κατευθύνουν το βλέμμα της ψυχής των προς τα μη ορώμενα. Η τοιαύτη τοποθέτησις των ανθρώπων αυτών έχει ως συνέπειαν να αγαπούν κατ’ ανάγκην τας υλικάς ηδονάς, να περιποιούνται την σάρκα και να συμμαχούν κατά του πνεύματος. Αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους, που ευρίσκοντο μεν εις την περιοχήν της ομολογίας, δεν είχον όμως σταθεράν και βαθείαν πίστιν, και ως εκ τούτου εκινδύνευον, πως να εκφράση κανείς με λόγους πόσον εφρόντιζε να τους διατηρή ασαλεύτους, σαλευομένους και από τον πλέον ανεπαίσθητον αέρα της ύλης και του πονηρού ευκολώτερον και από το ευκολολύγιστον καλάμι, ώστε να μη εκριζωθούν από το έδαφος της Χάριτος, και εκριφθούν και παραδοθούν και πάλιν εις την δυναστείαν του πονηρού; Η άγρυπνος δε φροντίς και το ανύστακτον αυτό ενδιαφέρον του ωφείλετο εις το ότι εθεώρει φοβερόν πράγμα να αποθάνη ένας άνθρωπος εις την πλάνην και την δεισιδαιμονίαν και να μη αξιωθή ποτέ να ολοκληρωθή εις πνευματικώς τέλειον δια της αληθείας. Ακόμη φρικτότερον εθεώρει εάν ένας, που ηξιώθη να γίνη λογικόν πρόβατον εις την μάνδραν του Χριστού και συγκατηριθμήθη μεταξύ των πιστών, μετά απεσκίρτα θεληματικώς, επανερχόμενος ως σκύλος εις τον εμετόν του και ως χοίρος εις τον βόρβορον, επιστρέφων και αυτός εις την προηγουμένην του ασέβειαν. Διότι δεν είναι τόσον αξιοθρήνητον το να μη κάνη κανείς καθόλου αρχήν εις την ευσέβειαν, όσον είναι το να αποκτήση την ευσέβειαν και μετά να την χάση. Δι’ αυτό έκλαιε και εφρόντιζε νύκτα και ημέραν δια την σωτηρίαν του ποιμνίου του, πράγμα που είναι το ισχυρότερον εξ όλων δια να τιθασεύση τον όγκον της σαρκός και τας παχύτητας. Ελεεινολογούσε τον εαυτόν του ενώπιον του Θεού, παρεκάλει μετά θερμότητος, εβόα γοερώς, εκάλει εις βοήθειαν τον Θεόν. Εις αυτά δε τα μέσα προσέθετε και την προσωπικήν του δραστηριότητα εις το αγαθόν και την διδασκαλίαν· διότι πρέπει μαζί με την βοήθειαν του Θεού να κινούμεθα και ημείς προθύμως και να θεωρώμεν την μεν προσπάθειαν και την επιθυμίαν να κατορθώσωμεν κάτι καλόν, ως ιδικά μας, ως έργον δε του Θεού το να φέρη εις αίσιον πέρας το έργον. Δι’ αυτό και ακούομεν, ότι ο Παύλος φυτεύει, ο Απολλώ ποτίζει την φυτείαν, η επιτυχία όμως του έργου και η προκοπή προς τελειότητα είναι αποτέλεσμα της ευδοκίας του Θεού. Επεχείρει λοιπόν και αυτός να διατηρήση τους ανθρώπους εις την περιοχήν της ομολογίας κατ’ αυτόν τον τρόπον, προβάλλων δηλαδή προς αυτούς την καλήν ελπίδα· και τούτο βεβαίως, διότι μερικοί από τους ανθρώπους δεν εγγίζουν την αρετήν κατ’ άλλον τρόπον, παρά μόνον με υποσχέσεις αγαθών, διότι θεληματικώς παρατρέχω την πρώτην μοίραν των ανθρώπων, αυτούς δηλαδή, που εκτελούν την αρετήν εκ μόνης και καθαράς αγάπης προς το αγαθόν· οι περισσότεροι όμως δεν σκέπτονται κατ’ αυτόν τον τρόπον, όσοι είναι ευτελείς και χαμαίζηλοι, που έχουν την σκέψιν των εις τα γήϊνα και διαρκώς με τα κάτω ασχολούνται· αυτοί λοιπόν οι τύποι έχουν ανάγκην από σκληροτέρους λόγους, όπως και ο οκνηρός ίππος, που δεν βαδίζει, έχει ανάγκην κεντρισμάτων και μάστιγος. Πως λοιπόν ο Άγιος Διονύσιος ενήργει επί του προκειμένου; Εποίκιλλεν αναλόγως των ψυχικών καταστάσεων και κλίσεων των ακροατών του την διδασκαλίαν και την ομιλίαν του· ούτω άλλοτε μεν εξυμνούσε την αρετήν και την δόξαν της αρετής, λέγων, ότι δεν είναι αυτά καταληπτά από το ανθρώπινον λογικόν, επειδή βεβαίως και ανθρωπίνη καρδία είναι αδύνατον να τα κατανοήση εν τω συνόλω των. Άλλοτε πάλιν, δια της ομιλίας του, ετόνιζε την σημασίαν της αμαρτίας, μαζί δε με αυτήν την τέχνην του πονηρού και τα δολώματά του δια να αγγιστρεύη τας ψυχάς, όπως είναι αι ηδοναί, δια των οποίων κυριεύεται ο άνθρωπος και απομακρύνεται από το καλόν· των ηδονών αυτών, έλεγε, καρπός είναι η γέεννα του πυρός, που καίεται χωρίς διακοπήν, το σκότος το εξώτερον, καθώς και όλα εν γένει τα στοιχεία της κολάσεως, που προκαλούν φρίκην, και όσα περιλαμβάνει η μέλλουσα να αποκαλυφθή οργή του Θεού, την οποίαν εξεκαύσαμεν με την απείθειάν μας. Συνεβούλευε δε να έχουν οι άνθρωποι υπομονήν, καρτερίαν εις τας θλίψεις, τονίζων ότι η υπομονή και η καρτερία είναι αναγκαίαι εις όλας τας περιπτώσεις, διότι χωρίς αυτάς δεν δύναται κανείς να επιτύχη ούτε το πλέον ασήμαντον, πολύ δε περισσότερον πράγμα τόσον σπουδαίον όσον η αρετή. Και την άποψίν του αυτήν απεδείκνυεν ως αξιόπιστον, όχι μόνον με συλλογισμούς, και με όλων σχεδόν των ανθρώπων τας μαρτυρίας, αλλά πολύ περισσότερον με παραδείγματα. Ανέφερε τον Νώε, τον Αβραάμ και τον Ιακώβ, που εδικαιώθησαν με την υπομονήν. Εν συνεχεία προέβαλλε τον πολύαθλον Ιώβ από την Αυσίτιδα, ο οποίος με την αδάμαστον καρτερίαν του εις τας πληγάς και τους πειρασμούς υπερέβαλε και αυτήν την φύσιν· ακόμη εμνημονεύετο, εκτός από αυτούς, ο Μωϋσής, ο Σαμουήλ, ο Δαβίδ και όλος ο κατάλογος των Δικαίων, υπεράνω δε αυτών και πρώτον μεταξύ των παρουσίαζε τον Παύλον τον μέγαν, τους Μαθητάς του Χριστού, αλλά και τον ίδιον τον Χριστόν, διότι οι Απόστολοι όχι μόνον δεν δυσανασχετούσαν, όταν εβλασφημούντο και εκολαφίζοντο και καθ’ εκάστην εθανατώνοντο από τους επηρεάζοντας αυτούς, αλλά και πάρα πολύ εκαυχώντο εις τας θλίψεις και τας ασθενείας, και με χαράν προσήρχοντο ενώπιον των διωκτών των, διότι ηξιώθησαν να πάθουν υπέρ του Χριστού. Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός βλασφημούμενος και εμπτυόμενος και δεχόμενος ράπισμα εις το πρόσωπον και αποθνήσκων επάνω εις τον Σταυρόν, ενώ διέθετε μυριάδας Αγγέλων, τας οποίας ηδύνατο να χρησιμοποιήση εις εκδίκησιν των βασανιστών του, εν τούτοις ηνείχετο την αχαρακτήριστον καταφροσύνην των σταυρωτών του· δια της ανεκτικής του αυτής στάσεως απεδείκνυε την έμφυτον φιλανθρωπίαν του και ότι η Θεία Αυτού φύσις δεν ηλλοιούτο από το πάθος της οργής ή τι άλλο, αλλά και έδιδε τύπον υπομονής και μακροθυμίας εις όλας τας κακώσεις και τους πειρασμούς. Εκτός δε όλων αυτών, δια των οποίων εδίδασκε και συνεβούλευεν ο μακάριος Διονύσιος και των διαφόρων παραδειγμάτων, δια των οποίων εβεβαίωνε την αλήθειαν των λόγων του, έδιδεν ακόμη και τον ίδιον τον εαυτόν του ως παράδειγμα υπομονής και καρτερίας, μετερχόμενος εμπράκτως όσα δια του λόγου εθαύμαζε. Και πρόσεξε από ένα σημείον να αντιληφθής την αξίαν του ανδρός και ασφαλώς δεν θα έχης ουδεμίαν αντίρρησιν. Αμέσως μόλις προσήλθεν εις τον Χριστόν, περιεφρόνησεν όλα τα υλικά αγαθά, προετίμησε την πτωχείαν αντί του πλούτου, την κατά την κρίσιν των ανθρώπων ατιμίαν αντί της φαινομενικής δόξης, και εθεώρησε όλας τας ηδονάς ως την τελευταίαν πικρίαν. Εχλευάζετο υπό των Ελλήνων (πολλοί πράγματι του συμπεριεφέροντο κατ’ αυτόν τον τρόπον), όπως ακριβώς και ο Απολλοφάνης τον περιέπαιζε, ο άλλοτε συμφοιτητής και φίλος του· και όμως δια τους χλευασμούς αυτούς δεν αγανακτούσε, ούτε αηδίαζε, αλλ’ υπέμενε με γενναιότητα, και μετ’ ειλικρινούς αγάπης προς τους ανθρώπους εσήκωνε τους διαφόρους πειρασμούς, διότι είχε προετοιμασθή, με την βοήθειαν του Θεού, να υπομένη μέχρι θανάτου, επειδή είχε πεισθή, ότι αι δόξαι του κόσμου τούτου είναι μικραί και περιφρονητέαι και από αυτά τα νήπια, αλλά και τα παθήματα πάλιν της παρούσης ζωής δεν είναι τίποτε προς την μέλλουσαν να αποκαλυφθή εις ημάς δόξαν. Επίσης ο Διονύσιος υπεστήριζε, και δια τον εαυτόν του και τους άλλους, ότι όλαι αι θλίψεις, όλαι αι επήρειαι, όλαι αι επαναστάσεις των συμφορών, από οπουδήποτε και εάν προέρχωνται, επισυμβαίνουν ένεκα δύο ωφελιμωτάτων σκοπών· ή ένεκα πυρώσεως, της διαθέσεως ημών προς το καλόν, δηλαδή δοκιμασίας, όπως συνέβη και με τα πάθη του μακαρίου Ιώβ, και όπως ο ίδιος ο Θεός επιβεβαιώνει λέγων· «οίει δε με λέγων άλλως σοι κεχρηματικέναι, ή ίνα αναφανής δίκαιος»; (Ιώβ μ, 3), οπόταν ακολουθεί την τοιαύτην δοκιμασίαν η μεγαλυτέρα ευεργεσία και η απόλαυσις των τελειοτέρων αγαθών· ή προς απαλλαγήν εξ αμαρτιών και ψυχικήν κάθαρσιν. Την δευτέραν αυτήν άποψιν φανερώνει ο Μέγας Παύλος, όστις παρέδωσε τον πορνεύοντα της Κορίνθου εις τον Σατανάν, δια να τιμωρηθή κατά την σάρκα, ώστε να μη δεχθή το πνεύμα του αιωνίαν τιμωρίαν. Δι’ αυτά λοιπόν τα δύο, δια την κάθαρσιν και την απόλαυσιν μεγαλυτέρων στεφάνων, ανεκήρυττεν εκείνος ο Μέγας Διονύσιος την υπομονήν ως την μεγαλυτέραν μεταξύ των αρετών· έλεγε δε, ότι χωρίς την αρετήν τίποτε δεν είναι μέγα και αξιόλογον δια τον Χριστόν, όστις επέδειξεν εις ημάς τοιαύτην συγκατάβασιν, ώστε κατεδέχθη να λάβη δούλου μορφήν, και να υπομείνη θάνατον· χωρίς λοιπόν την θεμελιώδη αυτήν αρετήν ο άνθρωπος λησμονεί την πνευματικήν του φύσιν και αναισθητεί προς άπαντα τα επερχόμενα. Αν και τοιουτοτρόπως, μετ’ ανδρείας και γενναιότητος ανθίστατο ο μακάριος Διονύσιος προς πάσαν επερχομένην δυσκολίαν, εν τούτοις όμως διεκρίνετο δια την μεγάλην του καλωσύνην, την οποίαν έδειχνε, όχι μόνον απέναντι των από μακρού Χριστιανών, αλλά και απέναντι των ασεβών, κατορθώνων να εξορίζη τελείως από την συμπεριφοράν του κάθε αυστηρότητα και να χρησιμοποιή μίαν γλυκύτητα και απλότητα τρόπων· η δε τοιαύτη καλοκάγαθος συμπεριφορά του Διονυσίου προς τους αντιθέτους, τους ειδωλολάτρας, ας μη είπη κανείς, ότι ωφείλετο εις τον φόβον των καιρών, επειδή βεβαίως τότε οι ειδωλολάτραι ευρίσκοντο εις υπεροχήν, και ηδύναντο να πραγματοποιήσουν μεγάλα πράγματα, επιδιώκων υπό το πρόσχημα της καλωσύνης να πολιτεύεται κατά τας περιστάσεις. Όχι· η τοιαύτη καλοκάγαθος συμπεριφορά και καλωσύνη ήσαν κατ’ αρχήν δώρα της φύσεως, όπως βλέπομεν εις άλλους άλλα πλεονεκτήματα, με τα οποία γεννώνται· εις άλλους, π.χ., υπάρχουν ως έμφυτα προσόντα η ευφυϊα προς εκμάθησιν επιστημών, εις άλλους η δύναμις και το κάλλος του σώματος, εις άλλους διαθέσεις προς υποστήριξιν συγγενών και εις άλλους, τέλος, άλλα προσόντα. Εκτός όμως τούτου η καλοκάγαθος συμπεριφορά, την οποίαν επεδείκνυεν ο Άγιος Διονύσιος, ωφείλετο εις την πρόθεσίν του να πειθαρχήση εις την εντολήν· έπρεπεν άλλωστε την επιείκειαν, με την οποίαν εστολίζετο, να την γνωρίσουν και άλλοι, ώστε να δυνηθή να ελκύση κοντά του τους πολλούς, νικημένους από το ήθος του αυτό και αποβλέποντας εις την καλωσύνην του· διότι η βιαιότης του χαρακτήρος και το να ενεργή κανείς εξουσιαστικά, πλησιάζει την τυραννίαν και γεννά έχθραν, αντί να ελκύση τον άλλον να πειθαρχήση με την θέλησίν του. Εις τους Χριστιανούς δε, και τους μαθητάς του Χριστού, και τους διδασκάλους των Χριστιανών, δεν αρμόζει τίποτε τόσον πολύ, όσον η προς πάντας επιεικής εκδήλωσις, η απηλλαγμένη πάσης βιαιότητος. Έχω την γνώμην ότι αυτό το ήθος κατεκόσμει τον Διονύσιον εξ εμφύτου καταβολής, εγεννήθη δηλαδή με αυτό το προτέρημα. Εάν κανείς δεν παραδέχεται την άποψιν αυτήν, αλλά θεωρεί την ευσέβειαν ως αιτίαν, που εμόρφωσεν εις τον Διονύσιον το ήθος αυτό, η γνώμη του δεν διαφέρει από την ιδικήν μας, διότι και εκείνος σκέπτεται όπως και εμείς· επειδή πράγματι και ημείς πιστεύομεν, ότι εκ του Θεού μόνον φθάνει εις τους ευσεβείς κάθε δώρημα τέλειον· εάν δε αναφέρωμεν την φύσιν ως αιτίαν των προσόντων εις τους τοιούτους προσοντούχους ανθρώπους, εννοούμεν τον Δημιουργόν της φύσεως. Διότι η πρώτη αιτία της κινήσεως είναι ο Θεός, ενώ η φύσις εξ Εκείνου κινουμένη κινεί· επί του προκειμένου η θέσις της φύσεως είναι όπως τα όργανα εις τους ασχολουμένους με την τέχνην. Εκτός εκείνου και άλλο πλεονέκτημα υπάρχει εις την ψυχήν του Διονυσίου· και άλλα βεβαίως πολλά, εκ των οποίων όμως περισσότερον ολοκάθαρον από όλα τα άλλα φαίνεται εις την προς Δημόφιλον ένθεον επιστολήν αυτού. Εις την επιστολήν αυτήν υπάρχει πλουσία η διδασκαλία της καθ’ ημάς φιλισοφίας, αλλά και πολλή επιτίμησις δια τους παραβαίνοντας την ιεράν και ένθεσμον τάξιν, και νομίζοντας ότι κάτι είναι, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε, εις τους οποίους, ως τόσον, επετράπη να πράττουν κάτι υπέρτερον από την αξίαν των. Αλλά δεν είναι δυνατόν εδώ να εκθέσωμεν δια μακρών ούτε την πράξιν του Δημοφίλου, ούτε την πρόφασιν της επιστολής. Αυτός ο Δημόφιλος ήτο θεραπευτής· οι δε θεραπευταί ήσαν εκκλησιαστικόν τάγμα, ευρισκόμενον υψηλότερον του λαϊκού πληρώματος και ταπεινότερον των εντός του βήματος Κληρικών. Αυτό δε το τάγμα είχεν ως υπηρεσίαν να φρουρή τας ιεράς θύρας ιστάμενον προ αυτών. Τι λοιπόν συνέβει; Ένας εξ εκείνων που ενεδύθησαν τον Χριστόν και ηξιώθησαν του Θείου Βαπτίσματος ασθενεί, κατά τον λογισμόν, μετά το λουτρόν της παλιγγενεσίας, το άγιον Βάπτισμα, αποβλέπει δε πάλιν προς την χειροτέραν κατάστασιν και καταπολεμηθείς από χαυνότητα λογισμού, όπως συμβαίνει εξ αιτίας του ευκολομεταβλήτου των ανθρώπων, γλυστρά και πίπτει πτώμα ελεεινόν και τρισάθλιον, θύμα της αμαρτίας κατασταθείς. Εξ αιτίας της πτώσεως αυτής προσκρούει προς τον καθαρώτατον και λαμπρότατον Θεόν, όστις απαιτεί από ημάς μοναδικήν, προ παντός άλλου, θυσίαν, την κάθαρσιν. Κατόπιν αυτού τι συνέβει; Το κέντρισμα της συνειδήσεως κατέστη δριμύτερον και η πληγή βαρυτέρα· δι’ αυτό και ήρχισε να αισθάνεται δραματικήν την ανάγκην της μετανοίας ο πληγωμένος από τον Διάβολον, να αναστενάζη συνεχώς δια τα σφάλματά του και να θρηνή ακαταπαύστως. Και επειδή είχε υπ’ όψιν του, ότι ο Θεός κρίνει με επιείκειαν πλέον, τον αμαρτωλόν, εφ’ όσον δι’ αυτόν τον σκοπόν, δια να σώση τους αμαρτωλούς, εφάνη εις τον κόσμον εν σαρκί, και δια να καλέση αυτούς εις μετάνοιαν κατεδέχθη την ακατανόητον και από τους Αγγέλους κένωσιν, τι κάμνει; Προσέρχεται εις τον Ιεράρχην δια να ζητήση συγγνώμην και δια του Ιεράρχου από τον Θεόν. Και προσέρχεται εις μίαν κατάστασιν ελεεινήν κατά την θέαν και δραματικήν να την περιγράψης. Η ψυχή του ήτο πονεμένη και θλιμμένη, το πρόσωπόν του στυγνόν και αδυνατισμένον, σκελετωμένος, επάνω εις το πρόσωπόν του υπήρχον ευδιάκριτα τα σημάδια της εσωτερικής φλόγας. Όταν λοιπόν ο αμαρτήσας προσήλθεν εις την κατάστασιν αυτήν και ανέμενε την εμφάνισιν του Ιεράρχου, όστις επρόκειτο από στιγμής εις στιγμήν να προσέλθη, παρουσιάζεται εις αυτόν ο Δημόφιλος, εγείρεται από την θέσιν του και πλησιάζει το θύμα της αμαρτίας. Ενώ δε έπρεπε να κλαύση μαζί του και να επικοινωνήση με το πένθος δια την αμαρτίαν, εν τούτοις συμπεριφέρεται με σκληρότητα απέναντι της συντριβής αυτού, εξοργίζεται ως μανιακός, ως να εφθόνει δια την μετάνοιαν και σωτηρίαν εκείνου. Από την στιγμήν αυτήν δημιουργείται μία σφοδρά φιλονεικία· ο μεν αμαρτήσας επεθύμει να συναντήση τον Ιεράρχην, ο Δημόφιλος ημπόδιζεν· εκείνος επιχειρούσε με βίαν να εισέλθη, διότι εδιψούσε την σωτηρίαν του, ενώ ο Δημόφιλος τον έσπρωχνε και με τας δύο του χείρας, εκείνος δεν απεμακρύνετο, ο δε άλλος ωργίζετο. Τέλος δε επειδή εξεκαύθη κυριολεκτικώς από τον πόθον της μετανοίας και ερρίφθη εις το έδαφος από του οποίου θα διήρχετο ο Ιεράρχης, ήναψε ο θεραπευτής από τον θυμόν του και ως να είχε παραφρονήσει τον ελάκτισε και εν συνεχεία δια των γρόνθων του κατεξέσχισε το πρόσωπον και δεν εσταμάτησε, παρά μόνον αφού τον έκαμεν αγνώριστον από τον ξυλοδαρμόν. Αυτό ήτο το κατόρθωμα του Δημοφίλου. Μετά εκαμάρωνε ως να έκαμε μεγάλο κατόρθωμα και γρήγορα-γρήγορα σπεύδει να το αναγγείλη εις τον Διονύσιον· αυτό το έκαμε με επιστολήν, εις την οποίαν, εκτός των άλλων γνωστών από την αφήγησιν, εξαίρει την γενναιότητά του, την οποίαν τάχα επέδειξε, εκθειάζων λαμπρώς ένα προς ένα τα περιστατικά. Ωνόμαζε τον εαυτόν του εις την επιστολήν αυτήν ως εκδικητήν της αμαρτίας, εκ μέρους του Θεού ενεργούντα, αυτοεχαρακτηρίζετο ως Ηλίας και Φινεές, αποπνέοντα πολύν τον υπέρ της ευσεβείας ζήλον και ακριβολόγον φύλακα των ιερών. Ευθύς ως επληροφορήθη αυτά ο Διονύσιος αισθάνεται πόνον εις την ψυχήν του· και πως να μη αισθανθή πόνον από μίαν τοιαύτην απερίσκεπτον συμπεριφοράν; Η πρώτη του απόφασις ήτο να συμπεριφερθή με αυστηρότητα απέναντι του τολμητίου· νικάται όμως και εδώ από την καλωσύνην του. Πλην όμως, επειδή ήτο καιρός όχι άλλου, αλλά μόνον τοιούτου φαρμάκου, και έπρεπε, σύμφωνα με την παροιμίαν «ο πάσσαλος μόνον με πάσσαλον βγαίνει», να χρησιμοποιήση αυστηρότητα εναντίον της ανοησίας, και αλάτι, όχι καταπραϋντικόν έλαιον, επάνω εις το πονηρόν οίδημα (πρήξιμον) της ψυχής, και την σάπια πληγή να εξαφανίση με καυτό σίδηρο, δια να μη καταστή αθάνατον το κακόν, οπόταν με τίποτε δεν θα ανακόπτεται και να μη παραμείνη θρασύς ο Δημόφιλος, αλλά και όποιος σκέπτεται, όπως ο Δημόφιλος, νεανικώς εκεί που δεν πρέπει. Διότι εάν η ηπιότης του χαρακτήρος είναι το πλέον εκλεκτόν προτέρημα του ανθρώπου και εκείνο που προ παντός ταιριάζει εις την ψυχήν, δεν συνιστάται όμως, ως τρόπος συμπεριφοράς, αδιακρίτως προς όλους, ούτε πάντοτε ημπορεί να χρησιμοποιήται, επειδή έχομεν πλασθή τοιουτοτρόπως εκ φύσεως, ώστε να μη σωφρονιζώμεθα όλοι με τα ίδια μέσα, αλλ’ άλλοι με τα μεν, άλλοι με τα δε, όπως ακριβώς και όλοι οι ασθενείς δεν θεραπεύονται με τα ίδια φάρμακα. Και πως λοιπόν το κατορθώνει αυτό; Εδώ παρατηρήσατε και θαυμάσατε σοφίαν ανδρός, αξίου της διακονίας του Ευαγγελίου· εφ’ όσον μεν είχε την ευχέρειαν να παραθέτη εις την επιστολήν προσωπικάς του απόψεις εχρησιμοποίει τον ατομικόν του τύπον, τον συνιστάμενον από καλωσύνην και μετριοπάθειαν, δια να μη προκαλέση δυσάρεστα συναισθήματα εις τον υπό του διαβόλου πολεμηθέντα· όταν όμως παρίστατο ανάγκη, δια τον έλεγχον του σφάλματος, να χρησιμοποιήση την αυστηρότητα και το πικράζον, αντέγραφεν εκ της Αγίας Γραφής αυτούσια τα χωρία, όσα ήτο δυνατόν να φοβίσουν εκείνην την αναιδεστάτην και αγρίαν ψυχήν. Εις το τέλος δε όλων αυτών των αυστηρών περικοπών και χωρίων, αναφέρει και το θαυμάσιον και φοβερόν πράγματι όραμα του Κάρπου, το οποίον είδεν εκείνος και το ήκουσεν ο Διονύσιος διηγούμενον από τον ίδιον, και το υπενθύμισεν επικαίρως εις τον Δημόφιλον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Διονύσιος, εις όλας τας περιπτώσεις, ήτο γεμάτος από αισθήματα φιλανθρωπίας και ημερότητα τρόπων και εάν κάποτε προέκυπτεν ανάγκη και του αντιθέτου, το έπραττε μεν και αυτό, αλλά με ιλαρότητα· ανεμίγνυε σοφώς τα αντίθετα και ωργίζετο κατά της αμαρτίας χωρίς να οργίζεται κατά του αμαρτωλού [«Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» (Εφεσ. δ: 26)] · ωμίλει δε προς μερικούς αυστηρότερον, παραμένων όμως επιεικής, και προ παντός καλός, ενθυμούμενος εις όλην του την ζωήν την εντολήν εκείνην, που μας διατάσσει να ειρηνεύωμεν με τους εαυτούς μας και με όλους. Δια της ψυχικής του αυτής καταστάσεως εξησφάλιζε και την ανεξικακίαν και την προς τον Δεσπότην ευχήν, χάριν των φονευτών, πράγματα βεβαίως τα οποία εδικαίωσαν τον στέφανον, τον οποίον έλαβε κατά την ομολογίαν της πίστεώς του, ως και το Μαρτύριον, το οποίον υπέστη, και τα οποία υπήρξαν εξαίρετα δια τον Διονύσιον, όχι μόνον εις το τέλος του βίου και τον συντομώτατον χρόνον της εντεύθεν εκδημίας, αλλά και καθ’ όλον το διάστημα της ζωής του. Εξ αιτίας αυτών ήτο προς όλους γλυκύς και υφ’ όλων εθαυμάζετο, και δια την δύναμιν των λόγων, δια των οποίων επεβάλλετο εις όλους, όχι δε ολιγώτερον και δια τον τρόπον της ζωής, όσον ήτο συνδεδεμένος με την αγαθότητα του ανδρός, αλλά και προκαλούσε την αγάπην, όχι μόνον των Αθηναίων, οι οποίοι και προηγουμένως συνεκινούντο από αυτόν, αλλά και όλων των άλλων Ελλήνων. Εάν δε μερικοί εδυσφόρουν πολύ από την καινούργιαν διδασκαλία, την οποίαν ησπάσθη ο Διονύσιος, και εδυσκολεύοντο να εγκαταλείψουν τας πατρικάς των παραδόσεις (διότι περισσότερον παντός άλλου είναι λυπηρά η μετάβασις εκ της συνήθους καθημερινότητος εις αγνώστους τρόπους ζωής και δεν ανέχεται κανείς να βλέπη με αδιαφορίαν να διασύρωνται και να περιφρονούνται όσα ετίμα εις όλην του την ζωήν, από μικρόν παιδίον), εν τούτοις η αναμφισβήτητος αλήθεια, την οποίαν διεκήρυσσεν ο Διονύσιος, και η φιλόσοφος συμπεριφορά του και τρίτον, εκτός από αυτά, η πειστική δύναμις του λόγου του, προκαλούσαν τον θαυμασμόν των Αθηναίων προς τον άνδρα και τον καθίστων αξιοσέβαστον μεταξύ των πρώτων. Και επειδή πρέπει να λέγωμεν την αλήθειαν, περισσότερον όλων των άλλων ανθρώπων οι Έλληνες γνωρίζουν να θαυμάζουν την αρετήν και υπέρ τους άλλους, τούτο το γένος πείθεται εις τον λόγον και την αλήθειαν, δεν υπάρχει δε άλλο που να το προτιμά περισσότερον ο Έλλην από το να ανέχεται ευχαρίστως τον καλόν και ισχυρόν ρήτορα. Ίσως θεωρήσουν μερικοί, ότι ο υπέρ της ευσεβείας ζήλος του ανδρός εγένετο πλέον ολοφάνερος, εφ’ όσον, χάριν του ζήλου αυτού, απεστάτησε από τα πάτρια και από τον καθιερωμένον εις Αθηναίον τρόπον ζωής· ο ίδιος όμως δεν ηρκέσθη να περιορίση έως εκεί την δραστηριότητά του, αλλ’ εις την τολμηράν, χάριν της ευσεβείας, αποστασίαν του από το παρελθόν, προσέθεσε τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Αυτό δε το οποίον προσέθεσε πρέπει και ημείς να προθυμοποιηθώμεν να διεξέλθωμεν. Εκείνος λοιπόν, επειδή δεν ενόμιζεν ως σπουδαίον πράγμα, ή τελείως ανάλογον προς την προθυμίαν του, εάν μόνον την Ελλάδα, ή ένα μικρό μέρος της οικουμένης, ή ωρισμένους μόνον εκ των ανθρώπων ήθελε γεμίσει την ψυχήν των με τον λόγον της αληθείας, και δεν κατώρθωνε να φέρη μέσα εις την Θείαν αυλήν των σωζομένων όλους, εσκόπευε, κατά την θείαν πρόρρησιν, να εξέλθη ο φθόγγος της διδασκαλίας του εις ολόκληρον την γην και οι λόγοι του να ακουσθούν εις τα πέρατα της οικουμένης. [«Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη: 5)] · και τούτο διότι αυτό που ελέχθη γενικώς δια τους Αποστόλους, ενόμιζεν, ότι ειδικώς περί αυτού είχε λεχθή· και εάν επληροφορείτο, ότι κάπου υστερούσεν η διάδοσις του κηρύγματος, ενόμιζεν ότι υστερούσε καθ’ όσον αφορά την περιοχήν του και δι’ αυτό εθεώρει τον εαυτόν του ως κυρίως υπεύθυνον της παραλείψεως αυτής. Δια τούτο νοερώς περιέτρεχε την οικουμένην και ενόμιζεν, ότι ο κύκλος της γης έπρεπε να γίνη, δι’ αυτόν, ο κύκλος του Ευαγγελίου. Ούτως είχον λοιπόν ο ζήλος του και η προθυμία του δια την διάδοσιν του Ευαγγελίου, η δε φροντίς του σύμφωνος με την πρόθεσίν του· αυτά δε όλα δεν είναι υπερβολαί, αλλά κρίνονται από τα έργα του. Επειδή λοιπόν τα εκκλησιαστικά ζητήματα της πατρίδος του ευρίσκοντο εις καλήν κατάστασιν (πατρίδα δε θεωρώ την Εκκλησίαν των Αθηνών), διότι και η διδασκαλία διεδόθη εις όλους και η πίστις απέδωκε, με την δύναμιν του Πνεύματος, έφυγε από τας Αθήνας και μεταβαίνει προς τα μέρη της Δύσεως. Και πως εξέλεξε τα μέρη της Δύσεως; Δεν εξέλεξε μόνος του αυτόν τον χώρον, ούτε είχεν εις τον νουν του να φθάση εκεί· ο Θεός τον επληροφόρησεν, επ’ αυτού, άνωθεν. Ώστε η επιθυμία και η βούλησις να διατρανώση παντού τον λόγον του Ευαγγελίου υπήρξεν απαύγασμα της ψυχής του Διονυσίου· εις ποίους όμως ανθρώπους θα μετέβαινε δια να εκπληρώση αυτήν την αγίαν επιθυμίαν, θα το υπεδείκνυεν εις αυτόν ο συνευδοκών εις την πρόθεσίν του Θεός. Τώρα όμως, την επιείκειαν του Αγίου ανδρός, την οποίαν μόλις προ ολίγου εσταμάτησα να εξυμνώ, επιβάλλεται, αφού από κοινού προσβλέψωμεν την δράσιν του, να θαυμάσωμεν. Ο χρησμός, τον οποίον εδέχθη από τον Θεόν, ως προς την πόλιν που θα μετέβαινεν, ήτο αρκετός δια να καταληφθή από αναιδές θάρρος και υπερηφάνειαν· διότι η πόλις αύτη, η οποία του υπεδείχθη υπό του Θεού, έεκα της εκτάσεώς της και του πληθυσμού της, του εδαφικού και γεωργικού της πλούτου, ήτο μητρόπολις της Εσπερίας. Ο δε Διονύσιος, αν και επεθύμει σφοδρώς να αρχίση το ιεραποστολικόν του έργον, όμως προτιμά άλλην επωφελεστέραν οδόν. Ποία δε ήτο αυτή η οδός; Εκείνη που τον έφερε προς την πόλιν των Ρωμαίων και τον Μέγαν Κλήμεντα, τον οποίον αναφέρουν τα βιβλία και η μνήμη των ευσεβών, και τον θεωρούν εφάμιλλον του Πέτρου κατά την αρετήν, αξιοθαύμαστον της Εκκλησίας προστάτην, και ικανώτατον οικονόμων ψυχών. Πραγματοποιεί δε αυτήν την πορείαν ουχί χωρίς λόγον, ούτε τελείως παρέργως· αλλά, αφ’ ενός μεν δια να φανερώση εις εκείνον την γνώμην του, από διάκρισιν, ως προεξάρχοντα και των υψηλοτέρων θρόνων και να μη θεωρηθή ότι τον αγνοεί· όχι ότι δεν εγνώριζε τι να πράξη· διότι πως ήτο δυνατόν να συμβή τούτο εις άνθρωπον, όστις δια την αποστολήν του εκινείτο υπό του Θεού; Το έκαμε δε αυτό, διότι επεθύμει να διατηρή παντού την μετριότητα και να υποκύπτη εκ σεβασμού εις πνευματικούς άνδρας. Διότι πρέπει, όπως ακριβώς τα πνεύματα των Προφητών υποτάσσονται εις τους Προφήτας, ούτω και τα πνεύματα των διδασκάλων εις τους διδασκάλους. Αφ’ ετέρου δε πραγματοποιεί την πορείαν αυτήν, δια να επικοινωνήση με την γνώμην του Κλήμεντος, ώστε να έχη τούτον συνευδοκούντα και σύμψηφον· ενήργησε δε ούτω απομιμούμενος τον Μέγαν Παύλον, όστις καίτοι εκλήθη υπό του Θεού και ηξιώθη της υιοθεσίας, εν τούτοις δεν ώρμησε προηγουμένως εις το κήρυγμα, παρά αφού εδέχθη το πνεύμα του την εντολήν, καθ’ όσον αφορά την περιοχήν της αποστολής, αλλά και τας επί τούτω προτροπάς των Μαθητών. Αλλά και ο Βαρνάβας κατ’ αυτόν τον τρόπον εξήλθεν εις το κήρυγμα· αλλά και οιοσδήποτε άλλος ησχολήθη με αυτήν την διακονίαν, κατ’ αυτόν τον τρόπον ήρχισε. Δι’ αυτό λοιπόν και ο Μέγας Διονύσιος, αποβλέπων εις την αποστολικήν ακρίβειαν, ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπον. Ο Κλήμης λοιπόν επήνεσε την γνώμην του Διονυσίου, ενέκρινε τας προθέσεις, και η Εσπερία απήλαυσε τον Διονύσιον. Ούτω διεδίδετο η διδασκαλία, και ηυξάνοντο πολύ οι πιστοί, ενεργούσης της Χάριτος του Θεού εις όλα. Χάριν δε συντομίας παραλείπω την ανάπτυξιν αυτών των επί μέρους. Αλλά το κήρυγμα εγγίζει την υπερηφάνειαν της πόλεως και με την δύναμιν του Πνεύματος την νικά· ωστόσον αυτό κατορθούται όχι ευκόλως, ούτε χωρίς να κοπιάση πολύ ο κήρυξ της αληθείας. Διότι ο λαός, που κατοικούσε εις την πόλιν εκείνην, ήσαν, επιεικώς κρινόμενοι, πονηροί και απάνθρωποι, ώστε η ωμότης των θηρίων να υστερή. Αντιλαμβάνεται δε κανείς ποία τρομερά συμμαχία αγριότητος συγκροτείται, όταν τοιούτοι εκ φύσεως πονηροί και άγριοι άνθρωποι κατοικούν πόλιν κατ’ εξοχήν πλουσίαν και ευτυχισμένην. Εάν δε οι άνθρωποι αυτοί νέμωνται και πολλήν περιοχήν πέριξ της πόλεως, απολαμβάνοντες πλουσιοπαρόχως όσα εξασφαλίζουν πλουσίαν διατροφήν εις τους ανθρώπους, πόσον εύκολον είναι να οδηγήση, το τοιούτον, εις ασέβειαν τους ανθρώπους και να τους αποξενώση από τον αληθινόν Θεόν; Διότι το να έχη κανείς ανάγκην από τα μέσα δια να ζήση, και από όσα εν γένει συγκρατούν τον άνθρωπον εις την υλικήν ζωήν, το τοιούτον συντρίβει την υπερηφάνειαν και καθιστά τους ανθρώπους ημερωτέρους κατά τα ήθη· όπως δε ακριβώς ο απόλυτος χορτασμός, ο κορεσμός, γεννά την υπερηφάνειαν, τοιουτοτρόπως και το άδειο στομάχι έχει ως συνέπειαν την ταπείνωσιν της επάρσεως και ανθρωπίνης αλαζονείας· δι’ αυτό και βλέπομεν άγρια θηρία να τιθασεύωνται με την έλλειψιν τροφής, να χάνουν το μεγαλύτερον μέρος της ορμής των και πλέον να εξημερώνωνται, διότι το κάθε ένα, που έχει ανάγκην, ευκόλως γυρίζει προς εκείνον, που είναι εις θέσιν να του προσφέρη. Εάν δε κανείς ζη εις αφθονίαν όλων των αγαθών, και καμμία στέρησις ή ανάγκη δεν τον πιέζη από πουθενά, ούτε πείνα, ούτε εχθρός, ούτε επήρεια εχθρών, ούτε ασθένεια, και δια να είπω συντόμως, δεν τον απασχολεί ουδεμία σωτήριος σκέψις ή άλλη περίστασις, δια της οποίας μαλακώνει ο άνθρωπος, ποτέ ο άνθρωπος αυτός δεν είναι δυνατόν να μάθη καλά την καλωσύνην. Από όλα πλέον ωφέλιμον δια να πείθης άνθρωπον να μένη σταθερός και να σωφρονή, είναι να λάβη ο τοιούτος άνθρωπος πείραν των συμφορών· όπως ακριβώς, αντιθέτως, μεγάλη αφορμή προς υπερήφανον αναίδειαν είναι το να μη δοκιμάση ποτέ ο άνθρωπος τοιαύτας θλίψεις. Την αλήθειαν αυτήν δύναται κανείς να την μάθη καλώς και εκ της αρχαίας τραγωδίας, της οποίας δίδαγμα ήτο «σκληρόκαρδος λαός ο μη δοκιμάσας τα κακά». Αυτό το πράγμα συνέβαινε και εις τον Ισραήλ, όταν έδρα ή μάλλον όταν έπασχεν· όταν δηλαδή ελύγιζεν από τας συμφοράς, τότε αναζητούσε τον Θεόν, όπως μας υπενθυμίζουν και αι σχετικαί φράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, όπως παραδείγματος χάριν «όταν απέκτεινεν αυτούς, εξεζήτουν Αυτόν» (Ψαλμ. οζ: 34), και «ο λαός ουκ απεστράφη, έως επλήγη» (Ησ. θ: 13). Οσάκις δε επετύγχανε ποιάν τινα ευτυχίαν, διερρήγνυε την κοιλίαν του από την μέθην, και παρέπαιε και εσηκώνετο δια να παίζη, και, εν γένει, προέβαινεν εις όλας τας εκδηλώσεις και ενεργείας, αι οποίαι είναι γεννήματα και αποτελέσματα της μέθης. Και δια να τελειώνω· εκείνο που ξεπερνά κάθε παραφροσύνην ήτο, ότι οσάκις ευημέρουν, απένεμον την προσκύνησίν των εις κάποιον κωφόν και αναίσθητον Βεελφεγώρ και εις άλλα δαιμόνια, αντί να λατρεύουν τον αληθινόν Θεόν. Ώστε λοιπόν το να απολαμβάνη κανείς μιας υλικής ευτυχίας είναι η εχθρικωτέρα προϋπόθεσις δια την ευσέβειαν. Δι’ αυτό λοιπόν και εις την πόλιν Παρισίας υπήρχον πολλά εμπόδια δια το κήρυγμα. Εξ αιτίας αυτών των εμποδίων και ο κόπος του διδασκάλου δια το κήρυγμα υπήρξε μέγας, διότι ετέλει εις διαρκή κατάστασιν πολέμου εναντίον της απιστίας των ανθρώπων, εναντίον της εμφύτου εις τους κατοίκους εκείνους κακίας, εναντίον των εκ δαιμόνων επιβουλών, εναντίον των αφανών συμμάχων της ασεβείας, εναντίον των αγρύπνων στρατηγών, και, εν γένει, εναντίον πάσης τυραννικής δυνάμεως του εχθρού, του διαβόλου. Ο εχθρός, όπως ανέφερα και ανωτέρω, αντηγωνίζετο σθεναρώς κατά του Διονυσίου, δια να ενισχύση τα οχυρά του, και διεκδικούσε, μετά πολλού ενδιαφέροντος, την εξουσίαν της πόλεως, πολεμών ποικιλοτρόπως και από παντού τον Άγιον, τοσούτον μάλλον καθ’ όσον είναι αρκετά επινοητικός δια να εξευρίσκη μεθόδους κατά της αληθείας. Ούτος δε, ο Άγιος Διονύσιος, ανθίστατο μετά λαμπράς γενναιότητος υπομένων καρτερικώς όλας τας επιθέσεις. Τούτο δε το έκαμεν επ’ αρκετόν χρόνον. Αλλ’ επειδή όμως έπρεπε να νικήση ο Θεός και να καταβληθή κάποτε το πονηρόν κράτος του Διαβόλου, ενισχύεται υπό της θείας Χάριτος ακόμη περισσότερον ο Διονύσιος και ούτω εγείρει λαμπρόν το τρόπαιον κατά της πλάνης. Κατόπιν αυτού εκείνη η πόλις, που προηγουμένως ήτο ακρόπολις όλων των κακών, γίνεται πιστή, αναδεικνύεται Μητρόπολις και μεταβάλλεται εις οχύρωμα ευσεβείας. Αφού συνετελέσθη αυτό και το κήρυγμα πλέον, ωσάν να εξώρμησεν από ακρόπολιν, κατέκτησε πρώτον μεν τας πλησιεστέρας περιοχάς, έπειτα τας εις απόστασιν ευρισκομένας, μετά τας γειτονικάς με αυτάς, και ούτω βαδίζον έφθασε μέχρι και των τελευταίων σημείων της χώρας, όπως ακριβώς η φλόγα, που ανάβει εις ένα δάσος και την φυσά ο άνεμος, γρήγορα μεταβαίνει και εις κάθε γειτονικόν μέρος. Δεν υπήρξε πόλις, δεν υπήρξε χωρίον, δεν υπήρξεν άλλος συνοικισμός ανθρώπων, που να μη ήκουσε την διδασκαλίαν του Διονυσίου· τοιουτοτρόπως εγοργότρεχε το κήρυγμα και ανεζητείτο επιμελώς να ακουσθή υπό των ανθρώπων. Αλλ’ άραγε μόνον αυτό το έργον υπήρξεν ο καρπός της εν τη Δύσει παραμονής και ιεραποστολικής δράσεως του Αγ. Διονυσίου, και περί αυτού μόνον δυνάμεθα να ομιλώμεν; Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει κινδυνεύομεν να αρνηθώμεν εις τον Άγιον Διονύσιον πολλά και μεγαλύτερα κατορθώματα, όπως την αποστασίαν της Γερμανίας εκ της λατρείας των δαιμόνων και τον εκχριστιανισμόν των Γερμανών· και το κατόρθωμα αυτό είναι τοσούτον σπουδαίον, καθ’ όσον η Γερμανική χώρα δεν κατοικείται από ένα μικρόν έθνος, αλλά από πολλά και μεγάλα. Έγινε δε αυτουργός πολλών θαυμάτων και σημείων, όσα δεν θα ηδύνατο να ενθυμηθή κανείς ευκόλως δι’ άλλον τινά· κατ’ αρχήν απολυτρώνει τους ανθρώπους, που κατώκουν εις την περιοχήν αυτήν, από τα ψυχικά πάθη, εκ των οποίων το σπουδαιότερον ήτο το να προσεύχωνται εις τους δαίμονας και να λατρεύουν την κτίσιν αντί του Κτίστου· αλλά και από σωματικά πάθη τους σώζει. Ήσαν δε αυτά τυφλότης οφθαλμών, ακρωτηριασμοί χειρών και ποδών, εμπόδισμα γλώσσης και ακοής, ώστε να μη δύνανται να ομιλούν και να ακούουν, παράλυσις μελών, χρόνια νοσήματα, το τελευταίον δε και φοβερώτερον όλων, η επήρεια των δαιμόνων, ήτις ηνώχλει τους ανθρώπους εκείνους κατ’ εξουσίαν, ως ανήκοντας, δια της ειδωλολατρίας, εις τους δαίμονας, και η οποία επήρεια συνήθως τους κατέστρεφεν. Αυτών των παθών και μέχρι τώρα υπάρχει θεραπευτής ο Διονύσιος· όπως δε τότε ούτω και τώρα η θεία Χάρις ενήργει πάντοτε δι’ αυτού· κανείς δε ας μη αμφιβάλλη δι’ αυτό, εφ’ όσον ήτο ικανός δια τας ενεργείας αυτάς και πριν ακόμη επικοινωνήση με τους Γερμανούς ή τους κατοικούντας την Παρισίαν. Εκείνοι λοιπόν, επειδή απήλαυον των καλών του διαρκώς, αναδεικνύονται και οι πλέον λαμπροί κήρυκες της ευεργεσίας του Αγίου προς όλους τους ανθρώπους. Αλλ’ εγώ τουλάχιστον ενόμιζα, ότι έπρεπε να δοκιμάσω, όπως διεξέλθω, δια της ομιλίας μου, όλα αυτά τα κατορθώματά του· τώρα όμως αισθάνομαι, ότι επεθύμησα να πράξω πράγμα εξ ίσου απερίσκεπτον και αδύνατον με την παράτολμον απόπειραν να ανοιχθώ εις το έξω των Γαδείρων πέλαγος με μια μικρή βαρκούλα· ή με την παράλογον προσπάθειαν να μετρήση κανείς με ένα δάκτυλον την απέραντον, και ως εκ τούτου σχεδόν ανεξερεύνητον, έκτασιν του ουρανού. Διότι τόσον μικρά και ελαχίστη είναι η προς λόγους ικανότης ημών, δια να συγκριθή με τα πλεονεκτήματα εκείνου και να τα εξυμνήση· δι’ αυτό βεβαίως λοιπόν και κουράζομαι πριν, έστω και κατ’ ελάχιστον, ανυψωθώ εκ της γης, επιθυμών να ακολουθήσω την προς ουρανούς άνοδον και ενώ απεφάσισα να προσφέρω λόγον, τίποτε άλλο δεν προσεφέρθη, παρά η εκδήλωσις της προθέσεώς μου να προσφέρω. Και έχω πάθει ακριβώς το ίδιον με εκείνους που έχουν μεν υποσχεθή να αγωνισθούν, αλλά απέκαμον πριν ακόμη αρχίσουν την αγωνιστικήν προσπάθειαν. Παραιτούμαι λοιπόν της αποπείρας, δια να μη κακομεταχειρισθώ, με την ατελή υπόσχεσίν μου, το θείον εκείνου μεγαλείον. Αλλ’ έχω δια τούτο συγγνώμην, αφ’ ενός μεν διότι είναι αδύνατον να δυνηθώ να εκπληρώσω τόσον επακριβώς το ζήτημα αυτό, πολύ δε περισσότερον διότι είναι τελείως αδύνατον η υπόθεσις του εγκωμιαζομένου Αγίου να συμπεριληφθή εις μίαν ομιλίαν· πως να εξυμνηθή πρεπόντως ένας τοιούτος ανήρ, και πρώτος, δια να είπω συντόμως, όστις κατώρθωσε να συνδυάση εις μίαν ενότητα την σοφίαν των Χριστιανών και την ελληνικήν φιλοσοφίαν και ο οποίος, κατά την κρίσιν των αρίστων ειδικών, ενηρμόνισε δια της αναμίξεως των αντιθέτων την ωραιοτέραν συμφωνίαν; Εάν δε επιθυμής να χρησιμοποιήσω μίαν εικόνα, ο Άγιος Διονύσιος εμιμήθη τους καλλιτέρους των ιατρών, οι οποίοι, δια της τοιαύτης αναμίξεως και αρμονίας, εξησφάλισαν υγείαν όχι εις τα σώματα, αλλ’ εις τας ψυχάς. Αυτή η εναρμόνισις και σύγκρασις ετερογενών στοιχείων εις μίαν συμφωνίαν είναι έργον της φύσεως, μάλλον δε του Θεού, όστις συνέστησεν όλον τον αισθητόν κόσμον εξ αντιθέτων στοιχείων και δι’ αυτών συγκρατεί αυτόν, προς επιτυχίαν του τελικού σκοπού. Εις αυτό δε και αυτός εκαινοτόμησε και αναμίξας την τέχνην του λόγου με την αλήθειαν των Χριστιανικών δογμάτων, κατέστησε το όνομά του εις όλους τους ανθρώπους περίδοξον και σπουδαίον. Ο Διονύσιος εφύλαξεν ως μυστικόν εις την σκέψιν του ό,τι σεμνόν είχον να επιδείξουν, εις την φιλοσοφίαν των, οι έξω του Χριστιανισμού φιλόσοφοι, όσοι έζησαν προ αυτού· εις τους μεταγενεστέρους του πάλιν εγένετο διδάσκαλος και ζώσα μαρτυρία. Μεταξύ άλλων θαυμαστών του, ο πλέον ενθουσιώδης ανεδείχθη ο Πρόκλος ο Λύκιος ανήρ σπουδαίος μεταξύ των Ελλήνων δια το όνομά του ως φιλοσόφου. Αυτός λοιπόν ο Πρόκλος παρέλαβεν αρκετά από τα μεγάλα έργα του Διονυσίου, και χωρίς να προσθέση ή να αφαιρέση ή να μεταποιήση τίποτε από τα ονόματα και τας εννοίας, τα συμπαρέθεσεν αυτούσια εις τα ιδικά του έργα. Τούτο δε υπήρξεν αξιόλογον έργον προνοίας, επειδή επρόκειτο να λησμονηθή τελείως, εφ’ όσον οι ιδικοί μας έχουν συνηθίσει να μη προσέχουν καθόλου εις τα έργα των ημετέρων Πατέρων, ή διότι φοβούνται τους ελέγχους της ασεβείας, από τους οποίους είναι γεμάτα τα έργα της γραμματολογίας μας, ή διότι ασχολούνται, καθ’ όλην την ζωήν των, περί τα μάταια, χωρίς να θέλουν να προσέξουν εις τους λόγους των Χριστιανών, οι οποίοι δια τίποτε άλλο δεν φροντίζουν παρά να μας προτρέπουν εις την αρετήν και την ευσέβειαν. Και τώρα ο Πρόκλος θαυμάζεται και δια τα άλλα του προσόντα, αλλά και διότι εχρησιμοποίησε τον Διονύσιον εις τα συγγράμματά του, διότι δεν είναι εξ άλλης αιτίας τόσον σεμνόν το όνομα του εν λόγω φιλοσόφου, όσον εκ της κοινωνίας προς το όνομα του Διονυσίου. Εις τους Χριστιανούς το όνομα του Διονυσίου είναι όρος Θεολογίας, και κλίμαξ, που φέρει προς τον Θεόν· αι δε φωναί του, η διδασκαλία του, είναι σημαντικαί, διότι καθαίρουν την διάνοιαν και αναβιβάζουν τον νουν από την κατ’ αίσθησιν πραγματικότητα εις τα υψηλά. Εάν δε κανείς ήθελεν αναζητήσει ακρίβειαν δογμάτων και της ορθής πίστεως σύντομον και πληρεστάτην παράδοσιν, όπως επίσης και λύσεις αποριών και ερμηνείας ιερών συμβόλων, δεν δύναται απ’ ουδενός άλλου να τα λάβη, παρά εκ του Διονυσίου. Δύνασαι δε να είπης τον ίδιον, εκλέγων τας ονομασίας εξ αυτής ταύτης της πραγματικότητος, και κανόνα αρετής, και ικανόν γυμναστήν εις ευσέβειαν, και ζηλωτήν υπέρ της ευσεβείας και αληθείας, και εξολοθρευτήν της πλάνης, και όργανον του πνεύματος, και Ναόν του Θεού, και χείρα, η οποία συντρίβει τους εχθρούς και αντιθέτους. Εγώ όμως θα αφήσω τώρα όσα λέγονται περί εκείνου, ευρισκόμενος εις απορίαν τι να προτοειπώ και πρωτοεξάρω, επειδή έχει συγχρόνως προκαταλάβει τας διανοίας όλων, και δύναται ο καθείς εκ των ακροατών να λέγη, περί του Διονυσίου, περισσότερα από όσα ακούει ή διδάσκεται από την ομιλίαν, δια να βαδίσω πλέον εις το ιερόν εκείνου τέλος, με την κορωνίδα δε αυτήν των πράξεών του, ως το τέρμα του δρόμου, που εβάδισε, θα κατακλείσω και την ομιλίαν. Τελειώνει η ζωή του Τίτου (Τίτος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων 79-81 μ.Χ.). Ο δε Δομετιανός, (αδελφός και διάδοχος του Τίτου 81-96 μ. χ.), άνθρωπος που έσταζαν αι χείρες του αίμα και η καρδία του ήτο γεμάτη από δολιότητα, αδελφός του Τίτου, αναλαμβάνει κακός κακού την διοίκησιν του Ρωμαϊκού κράτους. Τούτου τα γνωρίσματα της παραφροσύνης υπήρξαν πολλά και άλλα, ιδίως δε η παρανομία, η ωμότης, η ακολασία, ο θυμός, που τον έκανε όμοιον με τον όφιν, πλεονεξίαι, κλοπαί, δολοφονίαι, και πλήθος άλλων συμφορών, τας οποίας εχρησιμοποίησε κατά των υπηκόων του· επάνω όμως εις όλα αυτά και υπεράνω αυτών τοποθετείται η κατά των Χριστιανών μανία του, από την οποίαν ενόσησε περισσότερον από κάθε άλλον διώκτην. Υπό το κράτος της μανίας αυτής εθεώρει ως μικρόν κατόρθωμα και ευτελή φιλοδοξίαν, εάν κατώρθωνε να κυριεύση όλας τας πόλεις, να βασιλεύση όλων των εθνών· ακόμη έφθασε να θεωρή ως μικράν συμφοράν, εάν ένα άλλο βαρβαρικόν έθνος υπέτασσε και εκυρίευε την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν. Ένα δε μόνον αγώνισμα, αντί όλων αυτών, εθεώρει σπουδαίον και περισπούδαστον, το να ονομάζεται και να είναι διώκτης των Χριστιανών· νίκην δε πάσης άλλης μεγαλυτέραν, το να επιβληθή κατά της ευσεβείας, όπως ακριβώς και ήτταν επαίσχυντον εθεώρει, πράγματι, το να μη νικήση, κατά τον πόλεμον αυτόν, τους Χριστιανούς. Αυτός λοιπόν ο φοβερός διώκτης λυσσών δεινώς και φερόμενος εναντίον των Χριστιανών, επληροφορήθη την φήμην του Διονυσίου· ότι δηλαδή είναι ανήρ σπουδαίος εις τον λόγον και πολύς εις την σύνεσιν, και προ παντός εξακουστός δια τα θαύματά του και ότι φροντίζει δια δύο πράγματα: πως να καταστρέψη την πατρικήν πλάνην των Ρωμαίων και των Ελλήνων, και πως να ενισχύση και να αυξήση την ευσέβειαν των Χριστιανών. Από αυτήν δε την φροντίδα – επληροφορήθη ο Δομετιανός – δεν είναι δυνατόν να τον αποτρέψη ούτε φόβος, ούτε κολακεία, ούτε φοβερά βασανιστήρια, ούτε άλλο απάνθρωπον μέσον, από τον οποίον συνήθως κατανικάται ο άνθρωπος. Αυτή ήτο η φήμη περί του Διονυσίου. Εις αυτήν θεμελιούται και η συμφορά του Δομετιανού, η έντασις του θυμού, αι συνεχείς κραυγαί, ο πολύς θόρυβος, δια του οποίου εγέμιζε τα ανάκτορα, οι νευρικοί και άσκοποι βηματισμοί του παρανομωτάτου άρχοντος· όλαι αι εκδηλώσεις του και αι ενέργειαί του ήσαν μεσταί ταραχής. Αυτήν την φήμην, δια την δράσιν του Αγίου Διονυσίου, την εθεώρει ο Δομετιανός κατάστασιν οδυνηροτέραν και από αυτόν τον θάνατον των τέκνων του, σκληροτέραν από την αφαίρεσιν της βασιλείας, φρικτοτέραν και από αυτήν την στέρησιν της ζωής. Αλλ’ ενώ ευρίσκετο υπό το κράτος των συναισθημάτων αυτών, του ήλθε μια σκέψις, τελείως ξένη προς τα προηγούμενα· εσκέφθη, δηλαδή, εδώ να χρησιμοποιήση άλλην μέθοδον και να αλλάξη τρόπον ενεργείας· ήτο συνηθισμένος να μη χρησιμοποιή ούτε την κολακείαν, ούτε την πειθώ δια την προσπάθειαν μεταπείσεως των Χριστιανών εις την ειδωλολατρίαν, διότι εθεώρει ως αρκετά τα όπλα και τους φόνους με τα οποία ήτο γεμάτη η δεξιά του. Τότε όμως σκέπτεται, εάν δυνάμεθα να είπωμεν ότι εσκέφθη, να μη αποφασίση αμέσως την θανάτωσιν του Αγίου, διότι ούτω ήθελε ζημιώσει και τον εαυτόν του αρκετά, επειδή πολλοί εξ εκείνων, οίτινες επίστευσαν εις τον Χριστόν δια μέσου του Διονυσίου, εκ ζήλου θα απεφάσιζαν να συναποθάνουν μετά του διδασκάλου των. Προς ολίγον λοιπόν συγκρατεί το απότομον με την ελπίδα της μεταβολής των Χριστιανών. Διότι, έλεγεν ο Δομετιανός, ο καθένας έχει την γνώμην, ότι αφ’ εαυτού είναι γενναίος, δια να αντισταθή, εφ’ όσον ευρίσκεται μακράν των φοβερών βασανιστηρίων. Όταν όμως ιδή με τους οφθαλμούς του τα βασανιστήρια, τότε χαλαρώνεται ο προηγούμενος τόνος της αυτοπεποιθήσεως, και εκείνος, που εδημιούργει την εντύπωσιν του ανδρείου, από την θέαν των φοβερών μαλακώνει και υποχωρεί. Εξ αιτίας λοιπόν αυτών των φοβερών είναι φυσικόν να υπαναχωρήση και ο Διονύσιος – εφλυάρει εις την σκέψιν του ο Δομετιανός – και αφού τραγουδήση το αντίθετον τραγούδι της αρνήσεως, να πείση και πάλιν με τον τρόπον του να επανέλθουν εις την λατρείαν των ειδώλων αυτοί, που με την διδασκαλίαν του απεσκίρτησαν απ’ αυτών. Αυτά όμως του εφαίνοντο αδύνατα και ως σκέψεις ακόμη, αλλά και τελείως παράλογα προς τον σκοπόν, που επεδίωκε· δι’ αυτό ανακατεύει το δόρυ με το κηρύκειον και στέλλει τα ίδια πρόσωπα και δια να πείσουν προς αποστασίαν τους Χριστιανούς, αλλά και δια να αποκτείνουν αυτούς, εφ’ όσον επιμείνουν· δια να πείσουν μεν, εάν ήτο δυνατόν, εκείνον να ενδώση δια της πειθούς, δια να φονεύσουν δε, εάν δεν μεταστραφούν οι Χριστιανοί πειθόμενοι. Αυτά εγένοντο· και παρευρέθησαν οι υπηρέται, κατά την διαταγήν, πλησίον του Διονυσίου και ήρχισαν αι διάφοροι και πολλαί προτάσεις των διωκτών προς εκείνον, αι διάφοροι προσβολαί. Οι διώκται ειρωνεύοντο, εκολάκευον, ύβριζον και πάλιν ηπείλουν· εν συνεχεία εχρησιμοποίουν άμετρον ταπεινήν κολακείαν, ανάμεικτον με λαμπράς υποσχέσεις και ανέμενον, συσκευάζοντες ποικιλοτρόπως εκ των αντιθέτων την πείραν, δια να καταλήξουν με ένα, εκ των δύο, τρόπον εις το επιδιωκόμενον αποτέλεσμα· ή να φοβηθή τας απειλάς ή να αιχμαλωτισθή από τας υποσχέσεις και να αρνηθή ούτω τον Χριστόν. Πραγματικώς μάταιαι αι σκέψεις των, αλλά και οι ίδιοι καταγέλαστοι δια την επιπολαιότητά των, και περισσότερον από αυτούς μάταιος και καταγέλαστος εκείνος, που εισηγήθη τα μέτρα αυτά και διέταξε ταύτα. Διότι πως ήτο δυνατόν να καυχηθούν οι τόσον μικροί αυτοί, κατά του Διονυσίου, όστις υπήρξε τόσον μέγας κατά την αρετήν; Πως ήτο δυνατόν να παρασύρουν με καλοπιάσματα, ή απειλάς, ως να ήτο δούλος της ηδονής, τον μέγαν αγωνιστήν της αληθείας; Ήτο ευλολώτερον πράγμα να κυριευθή με ανθρωπίνους χείρας ο ουρανός, παρά να καταβληθή από ανθρώπινον πρόσταγμα αυτός, ο Μέγας Διονύσιος! Ως τόσον οι διώκται αυτά εσκέπτοντο, και αυτά προσέφερον εις αυτόν. Εκείνος δε, ο Άγιος Διονύσιος, καταφρονούσε τας απειλάς, εμυκτήριζε τας κολακείας, περιεγέλα τας υποσχέσεις. Το επαπειλούμενον πυρ, και το ξίφος, και το πλήθος των βασανιστηρίων οργάνων ίσως φοβίζουν και καταπλήσσουν μόνον τους αγενεστέρους, δια τους οποίους μαζί με την πρόσκαιρον ζωήν χάνεται και κάθε ελπίς· τρομάζουν αυτούς, που πολιτεύονται κατά σάρκα και οδηγούνται από τας ηδονάς. Ο Άγιος Διονύσιος όμως εθεώρει την εξορίαν δια τον Χριστόν ως αξιόλογον γύμνασιν, την πείναν ως εκλεκτήν τροφήν, τα βασανιστήρια επιθυμητά και τον θάνατον γλυκύτερον απ’ όλα τ’ άλλα, εφ’ όσον αποστέλλει σύντομα τον άνθρωπον προς τον καλόν Δεσπότην, προς τον οποίον από μακρού χρόνου εβιάζετο να μεταβή. Ένα μόνον ήτο δι’ αυτόν φοβερόν, το οποίον δια της καθημερινής του προσευχής απηύχετο· μήπως μεσολαβήση τίποτε και τον εμποδίση του μαρτυρικού θανάτου, υπολειπόμενος ούτω επί τοσούτον του μακαρίου Παύλου. Ενίστατο λοιπόν επιμόνως και στερρώς και παρέμενον ανένδοτος εις οιανδήποτε πρότασιν των διωκτών. Οι διώκται τότε πλέον άφησαν τους λόγους, αφού άπαξ και δις έλαβον πείραν, ότι είναι ανίσχυροι, δια να πείσουν τον Διονύσιον, όθεν τελειώνουν δι’ αίματος. Πως δε το επέτυχον αυτό; Αποκόψαντες δια ξίφους, από το υπόλοιπον σώμα, την ιεράν εκείνην και σεβαστήν εις τους Αγγέλους κεφαλήν. Αλλά και εδώ ο των τεραστίων Θεός, ο δοξάζων τους δοξάζοντας Αυτόν, παραζηλών τας παραζηλούντας, ποιών δε και μετασκευάζων τα πάντα δια μόνης της βουλής του, κάμνει το θαύμα Του. Ούτω γίνεται θαύμα, που δεν είχεν εισέτι ακουσθή, και πιστευτόν μόνον εις τους ευσεβείς, που γνωρίζουν καλώς την δύναμιν του Θεού, και οι οποίοι έλαβον και προηγουμένως πείραν της θείας ισχύος, και δι’ αυτό δεν εξεπλήσσοντο από αυτό το καινοφανές θαύμα. Διότι εκείνος που βαδίζει επάνω εις την θάλασσαν, δια να παρατρέξω τα παλαιά, και με μόνον τον λόγον ανασταίνων τους νεκρούς, και σφίγγων τους παραλύτους, και θεραπεύων τους εκ γενετής τυφλούς, και θαυματουργήσας επί του Σταυρού, δια της εν τω πάθει ασθενείας, ο σείων την γην, ο σχίζων τας πέτρας, και μεταβάλλων εις σκότος το φως, δια να γίνω εγώ νέα κτίσις και υιός φωτός και ημέρας, αφού, με την δύναμίν του, αποτινάξω το σκοτάδι της αμαρτίας, τι το περίεργον, εάν και εις την δια μαρτυρικού θανάτου τελείωσιν του Διονυσίου, τόσον εξαισίως θαυματουργεί, ως ακριβώς να ήτο ζων, ο υπέρ ου εθαυματούργει Άγιος, δια να πιστευθή η αλήθεια και το κύρος των όσων εδίδασκεν εκείνος που εμαρτύρησε δια την δόξαν Του; Θαυματουργεί λοιπόν και εκείνο το θαύμα, που από όλους διακηρύττεται, και είναι το εξής· μετά την αποκεφάλισίν του ο Μέγας Διονύσιος, μη ανεχόμενος να κυλισθή εις την σκόνιν η ιερά του κεφαλή (και δεν έπρεπε, διότι ήτο αξία των επουρανίων), αφού έβαλε τας χείρας του, ως να ανέπνεεν ακόμη και να είχεν όλας τας αισθήσεις του ενεργούς, εδέχθη άνωθεν την αγίαν του κεφαλήν και την μετέφερε. Και το ακόμη θαυμασιώτερον τούτου· ότι αφού εκράτει την αποτμηθείσαν κεφαλήν εις τας παλάμας του, εβάδιζε με τους πόδας και διήνυσεν απόστασιν όχι ολιγωτέραν των δύο σταδίων· δια της προεκτάσεως του θαύματος αυτού εστήριξε μεν τους πιστούς, κατέπληξε δε τους απίστους, ενώπιον των οποίων δια πολλών θαυματουργεί ο Θεός, μετατοπίζων την αξίαν εις αυτούς κόλασιν ή δια να τους ελκύση δια της μακροθυμίας του, επειδή βεβαίως αναβάλλει την τιμωρίαν προσδεχόμενος την επιστροφήν, ή δια να κολάση δικαιότερον, όταν επιστή η στιγμή, τους απειθείς, ως πληρώσαντας όλον το μέτρον της ανομίας. Τοιουτοτρόπως λοιπόν τον δρόμον εκπληροί ο Μέγας Διονύσιος και εις τον προηγούμενον ενέρετον βίον προσθέτει και τον κατάλληλον θάνατον, αφού, μετά από κάθε άλλην αφιέρωσιν, την οποίαν καθιέρωσεν εις τον Θεόν, προσέφερε και τον εαυτόν του θυσίαν ζώσαν ευάρεστον εις τον Θεόν, δεκτήν από Αυτόν, τιμιωτέραν κατά πολύ πάσης άλλης προσαγωγής, ώστε να μη νικηθή εις ένα εκ των δύο άκρων της κατά Χριστόν τελειότητος, εφ’ όσον όλα τα άλλα κατορθώματα σφοδρώς τα επεπόθησε και εις το έπακρον τα κατώρθωσεν. Εζήλωσε το φιλόθεον του Αβραάμ, αφού εγκαταλείπει ως πεπλανημένην την πατρικήν θρησκείαν, και αναδεικνύεται, δια της πίστεως, πατήρ πολλών εθνών· προσφέρει ως ιερόν σφάγιον όχι τον μονογενή του υιόν, φιλοσοφών δια την καρτερίαν επάνω εις άλλο σώμα, αλλά τον ίδιον τον εαυτόν του, τον οποίον προηγουμένως εσταύρωσε δια τον κόσμον· εφ’ όσον κάθε κίνημά του, κάθε πράξιν και σκέψιν του τα υπέταξεν εις τον Χριστόν, επιτυχών τούτο δι’ επιπόνου ασκήσεως και τελειοποιηθείς ύστερον δια της αθλήσεως. Απέκτησεν ο μακάριος Διονύσιος το απονήρευτον και την επιείκειαν του Ιακώβ, εφ’ όσον εις όλην του την ζωήν παρέμεινε καλός και ήμερος προς όλα τα επερχόμενα· και ουδαμού μεν δεν βλέπει κλίμακα να εγγίζη τον ουρανόν· διαμορφώνει όμως εις την καρδίαν του πνευματικάς αναβάσεις, και αφού επέτυχε να εξαρθή υπεράνω πάσης σαρκός, βλέπει καθαρώς τα επουράνια· γίνεται, ως εκ τούτου, θεόπτης, μαζί με τον Μωϋσήν και διαχωρίζων κάθε εμπόδιον, ως νεφέλην, ευρίσκεται εντός της θεϊκής κρυφιότητος. Από εκείνο δε το μυστικόν και υπερφυσικόν περιβάλλον δέχεται την Θεολογίαν και Ιεραρχίαν, όπως ο Μωϋσής εδέχθη την Νομοθεσίαν· ούτω δε αξιούται και οδηγεί λαόν εκλεκτόν, κατά την νύκτα και την ημέραν, με τον λόγον του και τον βίον του, όπως ακριβώς ο Μωϋσής εχρησιμοποίει τον πύρινον στύλον και την νεφέλην, φέρων αυτόν εις τον ουρανόν. Αποπνέει και ο Μέγας αυτός Άγιος ζήλον Θεού όπως ο Ηλιού και πυρ καταβιβάζει εκ του ουρανού, πραγματικήν θεϊκήν επίβλεψιν (με το οποίον κατακαίει όλην την παράταξιν του εχθρού, και τους ιερείς της αισχύνης, δηλαδή τους προστάτας της ασεβείας), κατασφάττει με τον θεόπνευστον λόγον του, με την μάχαιραν του Πνεύματος. Και δια να μη μακρηγορώ αναφέρων ένα έκαστον, προς τους οποίους αναλογεί η δράσις του Διονυσίου, εμιμήθη τον βίον των Προφητών και ηξιώθη της Χάριτος εκείνων. Ηκολούθησε τους Αποστόλους και εχρημάτισεν Απόστολος, διδάξας τον λόγον του Ευαγγελίου εις το μεγαλύτερον μέρος της γης, εκτελών θαύματα, ενεργών δυνάμεις, και δι’ όλων αυτών επιστρέφων τα πλήθη των εθνών προς την αλήθειαν. Εδιδάχθη και αυτός, πράγματι, όπως ο Πέτρος, κατ’ ευθείαν από τον Θεόν, δεχθείς την Αποκάλυψιν όχι από άνθρωπον, αλλά από τον Πατέρα των φώτων· ανηρπάγη εις τον ουρανόν, όπως ο Παύλος, αποχωρίσας τον νουν του από τα κάτω και τα αισθητά· ήκουσεν άρρητα ρήματα, έγινε συμπολίτης Αγγέλων, διήλθε δι’ όλων των θείων ταγμάτων, εμυήθη εις εκείνα που δεν κατανοούνται από το λογικόν. Δια τούτο και αναγνωρίζεται από ημάς ως Διδάσκαλος των επουρανίων, και ερμηνευτής Μυστηρίων, αναβιβάζων εις ύψος θεωρίας, και πληρών ημάς γνώσεως, της οποίας απήλαυσε και αυτός. Το δε σπουδαιότερον, όπερ ορίζεται ως τελικός σκοπός πάσης Ιεραρχίας; Ότι έγινε, κατά το δυνατόν εις άνθρωπον, Θεός, και υπέδειξε και εις τους άλλους τον τρόπον να δυνηθούν και αυτοί να γίνουν. Τοιουτοτρόπως ωμοίασεν εξ ολοκλήρου προς τον Παύλον, και κατά τον τρόπον, και κατά τον λόγον, και κατά τον υπέρ Χριστού ζήλον, και εις το ό,τι ήθελεν είπει κανείς. Και δι’ αυτό και των ιδλιων στεφάνων, όπως εκείνος, και των ιδίων βραβείων επιτυγχάνει της αρετής. Και τώρα, ω θεία και ιερά κεφαλή, αυλιζόμενος με όλους τους Αγίους εις τους Ουρανούς, και ευρισκόμενος πλησίον του θρόνου της μεγαλωσύνης, είθε να γίνης δι’ ημάς μεσίτης προς τον Θεόν και πρεσβευτής, παρακλήτωρ και συμφιλιωτής, εξιλεώνων τον Θεόν, δια τα καθημερινά μας ατοπήματα και εξαιτούμενος απ’ εκεί το συμφέρον των ψυχών μας. Είθε ακόμη να τηρήσης ημάς εντός των όρων της ομολογίας σου, ώστε να μη ευρεθώμεν παραβάται ευσεβείας, μέχρι νόθου και ανωφελούς νοήματος· είθε να μας πείσης να μείνωμεν σταθεροί εις το αγαθόν, χωρίς απ’ ουδενός να εκτρεπώμεθα από εκεί, ούτε από επιβουλεύοντας εκ του αφανούς, όπως ο σοφιστής της κακίας και άγρυπνος εχθρός και τύραννος των ψυχών μας, ούτε εκ των επιτιθεμένων φανερώς, εννοώ ανθρώπων, τους οποίους ο διάβολος χρησιμοποιεί ως υπηρέτας εις τον πόλεμόν του εναντίον ημών. Εάν δε, ω Άγιε του Θεού, ως άνθρωποι παρασυρώμεθα, ως μη ώφελε (και καθημερινώς πράγματι παρασυρόμεθα), να μας επαναφέρης, και πάλιν να μας επιστρέψης, πρεσβεύων θερμότερον, δια να μη αποθάνη κανείς εξ ημών εις την αμαρτίαν, και να μη κατακρημνισθή κανείς εις Άδην εξ ολισθήματος, απ’ όπου δεν είναι δυνατή η επάνοδος. Αλλ’ όπως ακριβώς όλοι εκλήθημεν δια μιας ελπίδος κλήσεως, είθε ούτω να φανώμεν και όλοι εκλεκτοί του Θεού, χωρίς να εκπέση κανείς από την Θείαν λαμπρότητα, της οποίας είθε να τύχωμεν άπαντες δια της δυνάμεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον πρέπει κάθε δόξα, μαζί με τον άναρχον Πατέρα και το Πανάγιον και αγαθόν και ζωοποιόν Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου