Τη ΙΒ΄ (12η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΔΑΝΙΗΛ του εν τω Θασίω, εν ειρήνη τελειωθέντος.

Δανιήλ ο Όσιος και αείμνηστος πατήρ ημών εγεννήθη κατά τους χρόνους των εικονομάχων, πιθανώς επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 741 – 775, σύγχρονος γενόμενος του Μεγάλου Ιωαννικίου, του οποίου και ακόλουθος ύστερον εγένετο και τον οποίον ηκολούθησεν, όταν ο θείος Ιωαννίκιος ήλθεν εις την Θάσον και εδίωξε τους όφεις, οίτινες έδακνον τους κατοίκους της νήσου, ως εις τον Βίον εκείνου φαίνεται. Γεννηθείς λοιπόν από γονείς ευσεβείς και περί τα θεία ευλαβεστάτους, εδιδάσκετο τον νόμον του Κυρίου και εδείκνυεν ως το φυτόν το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, κατά τον Προφητάνακτα Δαβίδ, οπόσον έμελλε να προκόψη και να καρποφορήση.
Όθεν και με τον καιρόν απέδωκε τον καρπόν καλόν εις βρώσιν και ωραιότατον. Παιδιόθεν λοιπόν έβαλε πρώτον θεμέλιον την εγκράτειαν και σωφροσύνην, νηστεύων και δαμάζων την σάρκα, σβεννύων τας ορμάς και τα κινήματα της σαρκός με την αντίδικον εγκράτειαν, τον δε θυμόν ενίκα με την ταπείνωσιν· ομοίως και τα επίλοιπα πάθη εκυρίευε με τας εναντίας αρετάς και τα έκαμνε της ψυχής υπήκοα. Επιθυμών δε να απαρνηθή τον κόσμον και τα εν τω κόσμω αγαθά και να σηκώση τον ελαφρόν ζυγόν του Κυρίου ευαγγελικώς, περιήρχετο τας ερή,ους της νήσου, ζητών τόπον επιτήδειον ησυχίας. Και ευρών σπήλαιον απόκρυφον εισήλθεν εν αυτώ μόνος, μόνω τω Θεώ διαλεγόμενος και αδιαλείπτως προσευχόμενος και τρεφόμενος με άγρια βότανα και των δένδρων τα ακρόδρυα. Αλλ’ επειδή ο λύχνος δεν είναι δίκαιον να κρύπτηται υπό τον μόδιον, αλλά να τίθεται επί την λυχνίαν, ίνα φέγγη εις όλους, ούτω και η αρετή του θεοφόρου πατρός ημών Δανιήλ δεν ήτο δυνατόν να κρυφθή μέχρι τέλους. Μαθόντες όθεν την ισάγγελον αυτού πολιτείαν και την υπεράνθρωπον εν τοιαύτη ερήμω διαγωγήν πολλοί των Θασίων, προσήλθον εις αυτόν δεόμενοι να τους δεχθή και να τους έχη μαθητάς και συναγωνιστάς των πόνων του. Όθεν ο Όσιος, υπακούων εις το θείον κέλευσμα, το λέγον «τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω»,  υπεδέχθη αυτούς μετά μεγάλης χαράς. Είτα συναχθέντων και ετέρων, έγινεν η έρημος ως άλλη πόλις εγκατοικουμένη, και με την συνδρομήν των φιλοχρίστων ευπατριδών έκτισε Μοναστήριον επάνω εις εν νησίδιον πλησίον της Θάσου, απέναντι του χωρίου Ποταμιάς, το οποίον ονομάζεται Κραμπούσα μέχρι της σήμερον, όπου φαίνονται και διακρίνονται εισέτι της Εκκλησίας τα θεμέλια και πολλά άλλα κτίρια και μάρμαρα του Μοναστηρίου. Και έγινεν ιερόν Κοινόβιον, ψυχών φροντιστήριον, και συνήχθησαν αδελφοί όχι μόνον από την Θάσον, αλλά και από άλλους τόπους της απέναντι στερεάς ακούοντες την φήμην και την μεγάλην αρετήν του Οσίου. Τούτους πάντας εποίμαινεν ο Όσιος διδάσκων και νουθετών αυτούς με το υπόδειγμα της ασκητικής του διαγωγής μάλλον παρά με τους λόγους, ώστε έγινε πολλών ψυχών σωτηρίας αίτιος. Κατώκησαν δε και εις τα πέριξ μικρότερα νησίδια πολλοί άλλοι Μοναχοί έχοντες σύμβουλον και οδηγόν τον Όσιον, προτιμώντες την στενήν και τεθλιμμένην οδόν υπέρ πάσαν άλλην σωματικήν ηδυπάθειαν, οίτινες δια της προσκαίρου κακοπαθείας και της πνευματικής και πατρικής καθοδηγήσεως του Αγίου ηξιώθησαν οι μακάριοι της επουρανίου και αϊδίου απολαύσεως και συνευφραίνονται μετά πάντων των λοιπών Οσίων εις τα ουράνια. Επάνω δε εις αυτά τα μικρά νησίδια φαίνονται μέχρι της σήμερον και τα ίχνη άλλων Εκκλησιών και διαφόρων κελλίων, μαρτυρούντα την ιστορικήν ταύτην αλήθειαν. Επειδή δε κατ’ εκείνον τον καιρόν ο Μέγας Ιωαννίκιος μετέβη εις την Βουλγαρίαν και δια της προσευχής του ηλευθέρωσε τους αιχμαλώτους Χριστιανούς από τα δεσμά και την φυλακήν, εις την επιστροφήν δια της Μακεδονίας, έχων εγκάρδιον πόθον να υπάγη εις τα Μουντανία, ένθα ο Μέγας Αγρός και η Συγριανή, δια να προσκυνήση και ν’ ασπασθή το άγιον λείψανον του Αγίου Θεοφάνους της Συγριανής, όπου και ο Άγιος Ευβίοτος ησκήτευσε, καθώς εις τον κατά πλάτος Βίον του φαίνεται, διέβη επί πλοιαρίου εις την νήσον Θάσον, ούσαν τότε πλήρη ιοβόλων όφεων, οίτινες έβλαπτον τα μέγιστα τους κατοίκους αυτής. Οι δε Θάσιοι, ακούσαντες ότι ήλθεν ο Μέγας Ιωαννίκιος ο παμφήμιστος, συνήχθησαν όλοι από όλα τα χωρία και προσπίπτοντες εις τους πόδας του παρεκάλεσαν αυτόν μετά θερμών δακρύων να τους βοηθήση και να τους λυτρώση δια τον Κύριον από της επηρείας των όφεων. Ευσπλαγχνισθείς αυτούς ο μέγας Ιωαννίκιος έκαμε προσευχήν προς Κύριον και παρευθύς (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύς!) τρέχοντες από τας φωλεάς των οι όφεις μετεπήδησαν αγεληδόν εις την θάλασσαν και πλέον ποσώς δεν εφάνησαν. Τοιούτον τεράστιον ιδόντες οι Θάσιοι ηυχαρίστησαν τον Όσιον ως έπρεπε και ως Άγγελον Θεού ετίμησαν και εσεβάσθησαν. Και μάλιστα ο Όσιος πατήρ ημών Δανιήλ, ων τότε, ως είπομεν, Ηγούμενος όλων των εκεί Μοναχών, δεν εξεχώρισε πλέον από τον μέγαν Ιωαννίκιον, αλλ’ ηκολούθησεν αυτόν μετ’ αυταπαρνήσεως. Θέλων δε να λάβη και ένα αδελφόν υποτακτικόν του, ως καθ’ όλα υπήκοον και αγαπητόν του, το όνομα Ευθύμιον, είπε προς εκείνον ο μέγας Ιωαννίκιος· «Μη κοπιάζης να έλθης μεθ’ ημών, αδελφέ Ευθύμιε, αλλά διόρθωσε την ψυχήν σου, διότι μετ’ ολίγας ημέρας υπάγεις προς τον Κύριον», όπερ και εγένετο. Ανεπαύθη δε εν Κυρίω ο καλός υποτακτικός Ευθύμιος και εκληρονόμησε την αϊδιον του Χριστού Βασιλείαν. Ο δε Όσιος πατήρ ημών Δανιήλ απήλθε με τον μέγαν Ιωαννίκιον προς κατοικίαν εις εν σπήλαιον, εις το οποίον εφώλευε πονηρός δαίμων, μαύρος την όψιν και φοβερός σφόδρα. Οι Όσιοι όμως ιδόντες αυτόν έμειναν άφοβοι παντελώς και εις ουδέν τας απειλάς του δαίμονος ελογίσαντο. Βλέπων όθεν ο φθονερός, ότι δεν έφευγον, μετεσχηματίσθη εις όφιν φοβερώτατον και ετυλίχθη εις τους πόδας του Οσίου Δανιήλ, τον δε μέγαν Ιωαννίκιον επλήγωσεν εις την πλευράν και τόσον πόνον του έδωκεν, ώστε εκοίτετο μίαν εβδομάδα άφωνος. Και είτα ο μεν δαίμων έγινεν αφανής, οι δε Όσιοι έμειναν ανεπηρέαστοι νε την χάριν και βοήθειαν του Θεού. Μετά ταύτα ο μεν μέγας Ιωαννίκιος επέστρεψεν εις το όρος του Τριχάλικος, τον δε Όσιον πατέρα ημών Δανιήλ παρεκίνησε να επιστρέψη εις το ποίμνιόν του, όπου ήτο ανάγκη να καθοδηγή και να ποιμαίνη τα πνευματικά του τέκνα, ως Ηγούμενος και πνευματικός πατήρ των. Όθεν υπακούσας επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, όπου ιδόντες οι αδελφοί εχάρησαν χαράν μεγάλην, διότι τους εδίδασκε πάντοτε να ζώσιν εναρέτως, να έχωσι την κατά Θεόν αγάπην προς αλλήλους και ομόνοιαν, να ευλαβώνται και να σέβωνται τον Αρχιερέα του τόπου, καθότι τότε η νήσος Θάσος ήκμαζε με ευδαιμονίαν, έχουσα και πόλιν λαμπράν και Αρχιερέα κάτοικον, ένθα και ο περίφημος λιμήν με πύργους και τείχη στερεά. Είχε δε και χρυσωρυχεία, και μάρμαρα εξήγεν εκλεκτά, ποικίλα και διάλευκα, καθώς μέχρι σήμερον φαίνονται τα ωραία λατομεία των. Αλλ’ ύστερον, μετά τας επιδρομάς των βαρβάρων ερημωθείσα, έμεινεν ως σώμα νεκρόν και πτώμα ακαλλέστατον. Ευρίσκοντο δε και πολλοί Μοναχοί εις διεσπαρμένα Μονύδρια της νήσου, οίτινες είχον τον Όσιον Δανιήλ γνήσιον ποιμένα και διδάσκαλον, καθοδηγούντα αυτούς και ενεργώς διδάσκοντα τηρείν πάσας τας εντολάς του Κυρίου, και φυλάττειν σπουδαίως και ασφαλώς πάντα τα αρμόζοντα εις την μοναχικήν πολιτείαν. Επειδή δε η Εκκλησία χάριτι Χριστού έλαβε την ειρήνην και την πρώτην της καλλονήν και ευπρέπειαν, βασιλευούσης της Αγίας Θεοδώρας και του υιού αυτής Μιχαήλ του ορθοδοξοτάτου, τότε και ο μέγας Ιωαννίκιος δι’ αποκαλύψεως απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν με τον Όσιον και θαυμαστόν εκείνον Άγιον Αρσάκιον εις στερέωσιν της ευσεβείας και της των αγίων εικόνων αναστυλώσεως. Ο δε Όσιος πατήρ ημών Δανιήλ, φθάσας εις γήρας ανεπαύθη εν Κυρίω, τον οποίον ενεταφίασαν οι μαθηταί αυτού κατ’ εντολήν του εις το ίδιον νησίδιον. Όθεν έλαβε και την επωνυμίαν να λέγηται ο Όσιος Δανιήλ ο εν τω Θασίω, ήτοι ο εις το της νήσου Θάσου νησίδιον, εις δόξαν Θεού. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: