Ανίκητος
και Φώτιος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως
Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ (288), του Φωτίου όντος ανεψιού του Αγίου Ανικήτου.
Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν εδημηγόρησε κατά των Χριστιανών,
παρούσης εκεί και της Συγκλήτου Βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον πολλά είδη
βασανιστηρίων οργάνων, απειλήσας ο ασεβέστατος ότι θέλει εξαφανίσει
παντοιοτρόπως, και εξ αυτών των άκρων της Οικουμένης, εκείνους, όσοι
επικαλούνται το όνομα του Χριστού· όταν, λέγω, ο αλιτήριος εκείνος τύραννος
εβλασφήμησε κατά της Θεότητος και δόξης του Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε
παρών και ο Μάρτυς του Χριστού Ανίκητος δεν εφοβήθη τας απειλάς του τυράννου,
αλλά παρρησία ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν.
Ήλεγξε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα είναι κωφοί και αναίσθητοι. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους οι των ειδώλων λάτραι τόσον πολύ τον έδειραν τον Άγιον, ώστε εκ των ραβδισμών έγιναν πληγαί και σχισίματα εις όλον το σώμα του, δια των οποίων εφαίνοντο τα οστά του. Έπειτα αφήκαν λέοντα κατ’ αυτού, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη, επειδή εκτός του ότι ο λέων ήτο μεγαλόσωμος και ώρμησε με λύσσαν και μανίαν, εβρυχήθη προς τούτοις και με φοβερόν και καταπληκτικόν βρυχηθμόν. Όταν όμως το θηρίον επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερον προβάτου, και λυπούμενον τον Μάρτυρα εσπόγγισε με τον δεξιόν του πόδα τον ιδρώτα, όστις έρρευσεν εις το πρόσωπόν του εκ του φόβου. Αφού λοιπόν ηυχαρίστησε τον Θεόν ο Άγιος, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, εκ του οποίου κατέπεσε το είδωλον του Ηρακλέους και έγινεν ως κονιορτός, αλλά και μέρος τι της πόλεως Νικομηδείας εκρημνίσθη και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν. Όθεν προσέταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσωσι τον Μάρτυρα. Επειδή δε ο επί τούτω στρατιώτης, επιχειρών να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διότι εκρατήθη η χειρ του και δεν ηδύνατο να καταβιβάση το ξίφος, μετέβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν και δέσας τον Άγιον εις τροχόν, έστρωσε πυρ υποκάτω. Κοπτομένων λοιπόν των μελών του αθλητού υπό του τροχού, και υπό του πυρός καιομένων, προσηυχήθη ούτος εις τον Θεόν· προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! Ελύθησαν τα δεσμά, ο τροχός εστάθη και το πυρ εσβέσθη. Τότε ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε πλησίον του Αγίου, και εναγκαλισάμενος αυτόν ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Εδέθη λοιπόν και αυτός μετά του θείου του με αλύσεις σιδηράς και ερρίφθησαν αμφότεροι εν τη φυλακή, έπειτα εξεσχίσθησαν, εκάησαν και υπό του δήμου ελιθοβολήθησαν εν τω θεάτρω. Εις όλας δε τας βασάνους ταύτας αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Χριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα εκ των ποδών και εσύρθησαν υπό ίππων αγρίων· μετά ταύτα πάλιν τους έδειραν δυνατά και με άλας και όξος έτριψαν τα πεπληγωμένα μέλη των, και ούτω ριφθέντες εν τη φυλακή, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρία ολόκληρα έτη. Αφού λοιπόν κατεξηράνθησαν ως εκ της πολυχρονίου κακοπαθείας της φυλακής, τότε ήναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Αντωνίνου και εκεί ενέκλεισε τους Αγίους, προσευχηθέντων δε των Μαρτύρων εσχίσθη η βάσις του λουτρού, και ανέβλυσε κάτωθεν πολύ ύδωρ, οι δε Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι όχι εντός λουτρού πεπυρακτωμένου, αλλά εις δροσερόν περιβόλιον. Ύστερον εσκέφθη ο ασεβής Διοκλητιανός και κατεσκεύασε κάμινον εις είδος χωνίου, εστερεωμένην επί σιδηρών στηλών. Εις ταύτην λοιπόν βληθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε ότι, αφού ερρίφθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας, τα δε σώματα αυτών συρθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα ήσαν σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη το πυρ ούτε καν τρίχα της κεφαλής των. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον.
Ήλεγξε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα είναι κωφοί και αναίσθητοι. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους οι των ειδώλων λάτραι τόσον πολύ τον έδειραν τον Άγιον, ώστε εκ των ραβδισμών έγιναν πληγαί και σχισίματα εις όλον το σώμα του, δια των οποίων εφαίνοντο τα οστά του. Έπειτα αφήκαν λέοντα κατ’ αυτού, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη, επειδή εκτός του ότι ο λέων ήτο μεγαλόσωμος και ώρμησε με λύσσαν και μανίαν, εβρυχήθη προς τούτοις και με φοβερόν και καταπληκτικόν βρυχηθμόν. Όταν όμως το θηρίον επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερον προβάτου, και λυπούμενον τον Μάρτυρα εσπόγγισε με τον δεξιόν του πόδα τον ιδρώτα, όστις έρρευσεν εις το πρόσωπόν του εκ του φόβου. Αφού λοιπόν ηυχαρίστησε τον Θεόν ο Άγιος, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, εκ του οποίου κατέπεσε το είδωλον του Ηρακλέους και έγινεν ως κονιορτός, αλλά και μέρος τι της πόλεως Νικομηδείας εκρημνίσθη και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν. Όθεν προσέταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσωσι τον Μάρτυρα. Επειδή δε ο επί τούτω στρατιώτης, επιχειρών να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διότι εκρατήθη η χειρ του και δεν ηδύνατο να καταβιβάση το ξίφος, μετέβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν και δέσας τον Άγιον εις τροχόν, έστρωσε πυρ υποκάτω. Κοπτομένων λοιπόν των μελών του αθλητού υπό του τροχού, και υπό του πυρός καιομένων, προσηυχήθη ούτος εις τον Θεόν· προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! Ελύθησαν τα δεσμά, ο τροχός εστάθη και το πυρ εσβέσθη. Τότε ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε πλησίον του Αγίου, και εναγκαλισάμενος αυτόν ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Εδέθη λοιπόν και αυτός μετά του θείου του με αλύσεις σιδηράς και ερρίφθησαν αμφότεροι εν τη φυλακή, έπειτα εξεσχίσθησαν, εκάησαν και υπό του δήμου ελιθοβολήθησαν εν τω θεάτρω. Εις όλας δε τας βασάνους ταύτας αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Χριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα εκ των ποδών και εσύρθησαν υπό ίππων αγρίων· μετά ταύτα πάλιν τους έδειραν δυνατά και με άλας και όξος έτριψαν τα πεπληγωμένα μέλη των, και ούτω ριφθέντες εν τη φυλακή, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρία ολόκληρα έτη. Αφού λοιπόν κατεξηράνθησαν ως εκ της πολυχρονίου κακοπαθείας της φυλακής, τότε ήναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Αντωνίνου και εκεί ενέκλεισε τους Αγίους, προσευχηθέντων δε των Μαρτύρων εσχίσθη η βάσις του λουτρού, και ανέβλυσε κάτωθεν πολύ ύδωρ, οι δε Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι όχι εντός λουτρού πεπυρακτωμένου, αλλά εις δροσερόν περιβόλιον. Ύστερον εσκέφθη ο ασεβής Διοκλητιανός και κατεσκεύασε κάμινον εις είδος χωνίου, εστερεωμένην επί σιδηρών στηλών. Εις ταύτην λοιπόν βληθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε ότι, αφού ερρίφθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας, τα δε σώματα αυτών συρθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα ήσαν σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη το πυρ ούτε καν τρίχα της κεφαλής των. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου