Λαυρέντιος,
Ξύστος και Ιππόλυτος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως
Δεκίου εν έτει σν΄ (250). Εκ τούτων ο μεν Άγιος Ξύστος κατήγετο εξ Αθηνών, εις
τας οποίας εδιδάχθη τα μαθήματα της φιλοσοφίας· μεταβάς δε εις Ρώμην εχειροτονήθη
Επίσκοπος, αφού εμαρτύρησεν ο Άγιος Στέφανος ο Πάπας της Ρώμης. Επειδή δε τότε
προητοιμάζετο ο κατά των Χριστιανών διωγμός, διέταξεν ο Άγιος Ξύστος τον
Αρχιδιάκονόν του Άγιον Λαυρέντιον να οικονομήση τα σκεύη της Εκκλησίας της
Ρώμης, ο δε θείος Λαυρέντιος διεμοίρασε ταύτα εις τους πτωχούς.
Όταν λοιπόν επανήλθεν εκ της Περσίας ο Δέκιος, ωδηγήθη έμπροσθεν αυτού ο Άγιος Ξύστος, και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλ’ ωμολόγησε παρρησία αυτόν Θεόν αληθινόν και δημιουργόν του παντός, απεκεφαλίσθη και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Είτα προσήχθη έμπροσθεν του βασιλέως και ο Αρχιδιάκονος Λαυρέντιος, παρά του οποίου εζήτει ο Δέκιος επιβλητικώς να λάβη τα σκεύη και τα χρήματα της Εκκλησίας. Όθεν ο Άγιος, ζητήσας αμάξας, επεβίβασεν επ’ αυτών τους πτωχούς και χωλούς και ταπεινούς εκείνους εις τους οποίους διεμοίρασε τα χρήματα, και έφερεν αυτούς εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς, ιδών αυτούς και οργισθείς, προσέταξε να μαστιγώσωσι τον Άγιον ισχυρώς, και έπειτα να ρίψωσιν αυτόν εις την φυλακήν. Εκεί δε ο Άγιος ευρισκόμενος ιάτρευεν όλους τους ασθενείς, τους προς αυτόν ερχομένους· βλέπων δε τας ιατρείας ταύτας ο τριβούνος Καλλίνικος, ο οποίος ήτο επιστάτης της φυλακής, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη. Μετά ταύτα παρέστη πάλιν εις τον βασιλέα ο Άγιος Λαυρέντιος, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, εξήπλωσαν αυτόν επί εσχάρας πεπυρακτωμένης, υπό την οποίαν ευρίσκετο ανημμένον πυρ. Απλωθείς λοιπόν ο Άγιος εις αυτήν και ευχαριστήσας τω Θεώ παρέδωκε το πνεύμα, λαβών τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον, παραλαβών δε ο μακάριος Ιππόλυτος το άγιον αυτού λείψανον ενεταφίασεν εντίμως. Τούτο μαθών ο ασεβής βασιλεύς έστειλε και έφερε τον Άγιον Ιππόλυτον και προσέταξε να μαστιγώσωσι και αυτόν με σιδηράς κινάρας, και έπειτα να δέσωσιν εις ίππους αγρίους, υπό των οποίων συρόμενος με βίαν ο του Χριστού αθλητής εις πολύ διάστημα τόπου παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Η δε σύναξις τούτων και εορτή τελείται εις τόπον καλούμενον Τρίκογχον, παρά το Καπιτώλιον της Ρώμης. Λέγουσι δε, ότι μετά επτά ημέρας από του μαρτυρίου του Αγίου Ιππολύτου ο βασιλεύς Δέκιος και ο Ουαλεριανός μετέβησαν έφιπποι εις το θέατρον, ένθα απώλεσαν τας μιαράς των ψυχάς· και ο μεν Δέκιος εν τη ώρα του θανάτου του είπεν· «Ο Ιππόλυτος με έδεσε με πυρίνας αλύσεις και με σύρει». Ούτοι δε οι λόγοι εφανερώθησαν εις όλην την Ρώμην, δια δε της Ρώμης έμαθεν αυτούς άπασα η οικουμένη· όθεν και όλοι εστερεώθησαν εις την πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Όταν λοιπόν επανήλθεν εκ της Περσίας ο Δέκιος, ωδηγήθη έμπροσθεν αυτού ο Άγιος Ξύστος, και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλ’ ωμολόγησε παρρησία αυτόν Θεόν αληθινόν και δημιουργόν του παντός, απεκεφαλίσθη και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Είτα προσήχθη έμπροσθεν του βασιλέως και ο Αρχιδιάκονος Λαυρέντιος, παρά του οποίου εζήτει ο Δέκιος επιβλητικώς να λάβη τα σκεύη και τα χρήματα της Εκκλησίας. Όθεν ο Άγιος, ζητήσας αμάξας, επεβίβασεν επ’ αυτών τους πτωχούς και χωλούς και ταπεινούς εκείνους εις τους οποίους διεμοίρασε τα χρήματα, και έφερεν αυτούς εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς, ιδών αυτούς και οργισθείς, προσέταξε να μαστιγώσωσι τον Άγιον ισχυρώς, και έπειτα να ρίψωσιν αυτόν εις την φυλακήν. Εκεί δε ο Άγιος ευρισκόμενος ιάτρευεν όλους τους ασθενείς, τους προς αυτόν ερχομένους· βλέπων δε τας ιατρείας ταύτας ο τριβούνος Καλλίνικος, ο οποίος ήτο επιστάτης της φυλακής, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη. Μετά ταύτα παρέστη πάλιν εις τον βασιλέα ο Άγιος Λαυρέντιος, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, εξήπλωσαν αυτόν επί εσχάρας πεπυρακτωμένης, υπό την οποίαν ευρίσκετο ανημμένον πυρ. Απλωθείς λοιπόν ο Άγιος εις αυτήν και ευχαριστήσας τω Θεώ παρέδωκε το πνεύμα, λαβών τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον, παραλαβών δε ο μακάριος Ιππόλυτος το άγιον αυτού λείψανον ενεταφίασεν εντίμως. Τούτο μαθών ο ασεβής βασιλεύς έστειλε και έφερε τον Άγιον Ιππόλυτον και προσέταξε να μαστιγώσωσι και αυτόν με σιδηράς κινάρας, και έπειτα να δέσωσιν εις ίππους αγρίους, υπό των οποίων συρόμενος με βίαν ο του Χριστού αθλητής εις πολύ διάστημα τόπου παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Η δε σύναξις τούτων και εορτή τελείται εις τόπον καλούμενον Τρίκογχον, παρά το Καπιτώλιον της Ρώμης. Λέγουσι δε, ότι μετά επτά ημέρας από του μαρτυρίου του Αγίου Ιππολύτου ο βασιλεύς Δέκιος και ο Ουαλεριανός μετέβησαν έφιπποι εις το θέατρον, ένθα απώλεσαν τας μιαράς των ψυχάς· και ο μεν Δέκιος εν τη ώρα του θανάτου του είπεν· «Ο Ιππόλυτος με έδεσε με πυρίνας αλύσεις και με σύρει». Ούτοι δε οι λόγοι εφανερώθησαν εις όλην την Ρώμην, δια δε της Ρώμης έμαθεν αυτούς άπασα η οικουμένη· όθεν και όλοι εστερεώθησαν εις την πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου