Ψηφιδωτόν
αποτελεί το Άγιον Όρος, από χρονικής απόψεως, ως μία εξαισία σύνθεσις ιστορίας,
παραδόσεως και θρύλων. Οι θρύλοι του αρχίζουν από τον πρώτον αιώνα και
σταματούν εις τον όγδοον, απ΄ όπου έχει αφετηρίαν η παράδοσις, η οποία λήγει
εις τον ένατον, ακριβώς με ένα τεκμήριον ιστορικόν· με την εμφάνισιν της
Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας εις τον μετέπειτα ησυχαστήν και πρώτον οικιστήν του
Αγίου Όρους, Όσιον Πέτρον, τον αποκληθέντα αθωνίτην, εις τον οποίον είπε τα
εξής: «Έστιν Όρος επ΄ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην
τετραμμένον, επιπολύ της θαλάσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης απολεξαμένη,
τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον, προσκληρώσαι διέγνων έγωγε… Και άγιον τουντεύθεν
κεκλήσεται και των επ΄ αυτού δε τον προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα
επαναιρουμένων, προπολεμήσω δια βίου παντός και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος
σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής· κηδεμών, ιατρός,
τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και
τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και
μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ΄ άρα τω υιώ και Θεώ μου, οις αν
γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον, των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν
εξαιτησαμένη παρ΄ αυτού την άφεσιν». Αλλ΄ ας δώσωμεν τον λόγον εις τον Άγιον
Νικόδημον τον Αγιορείτην.
«Ταύτην λοιπόν την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη δηλαδή το Όρος τούτο ως ιδικόν της και να υπερασπίζεται, όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον, πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ· τούτο, λέγω, ακούσαντες και οι Θείοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον κόσμον και τα εν κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν και ηδονάς και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες, μετά Θεόν, εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους…». Έτσι λοιπόν αρχίζει να γράφεται η ιστορική ζωή του Αγίου ΄Ορους δια του πλήθους των Αγίων Ασκητών. Το πώς δε εβίωσαν και προς τίνα σκοπόν «εσταύρωσαν την σάρκα συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις», το γράφει ο άγ. Νικόδημος, όστις και εξέδωκε και τον βίον των. «Κατά το παράδειγμα του Κυρίου, λέγει, πρώτον μεν έδειξαν, ότι αγαπώσι τον Θεόν εξ όλης των της καρδίας· δεύτερον δε, ότι αγαπώσι και τον πλησίον των ως τον εαυτόν των· διότι ησυχάσαντες πρότερον εις τας οπάς και τρώγλας, και σπήλαια… επολέμησαν με σώμα υλικόν τας αϋλους αρχάς και τας εξουσίας και τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου· και τούτους κατά κράτος θριαβεύσαντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, ενίκησαν την μεν φιληδονίαν με την νηστείαν, με την εγκράτειαν, με την αγρυπνίαν, με την αένναον προσευχήν, με την άστεγον σκέπην, με την χαμαικοιτίαν και ξηροκοιτίαν, με τα συνεχή δάκρυα και με πάσαν σκληραγωγίαν του σώματος· την δε φιλοδοξίαν ενίκησαν με την ταπεινοφροσύνη, με την υπακοήν, με την τελείαν εκκοπήν του θελήματος, με το συντετριμμένον φρόνημα του νοός και με την πτωχείαν του πνεύματος· την δε φιλαργυρίαν, με την τελείαν ακτημοσύνην, με την πτωχείαν και των αναγκαίων την στέρησιν· και ούτως εκαθάρισαν τον εαυτόν των από όλα τα πάθη, δια μέσου της ησυχίας και της εν ησυχία πράξεώς τε και θεωρίας… Τοιουτοτρόπως λοιπόν, με το μέσον της σωματικής, ψυχικής και νοεράς απαθείας ταύτης, ηξιώθησαν οι μακάριοι να γενώσιν έσοπτρα διαφανέστατα του Αγίου Πνεύματος και όργανα δεκτικά της εκείνου ενεργείας και του φωτισμού και της χάριτος, διακρίνοντες μεν τα δύσληπτα και απόρρητα, διορώντες δε τα πόρρω και μακράν γενόμενα και προορώντες τα μήπω γενόμενα… Έφθασαν στην τελειότητα της προς Θεόν αγάπης, ήτις είναι η ακρότης όλων των αρετών· αγαπώντες τον Θεόν εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της δυνάμεως αυτών, και μόνοι μόνω τω Θεώ τοσούτον ενούμενοι, εις τρόπον ώστε, άλλο τι δεν ευρίσκετο μεταξύ αυτών των αγαπώντων και του υπ΄ αυτών αγαπωμένου Θεού· και μόνοι μόνον τον Θεόν, τοσούτον γινώσκοντες, ως κατά χάριν θεοί, τον κατά φύσιν Θεόν, ώστε καθώς εγίνωσκεν αυτούς ο Θεός, ούτω και αυτοί αντιστρόφως εγίνωσκον τον Θεόν, όπως υψηγορεί ο Θεολόγος Γρηγόριος· «τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις ήδη προσομιλεί (τολμά τι νεανικόν ο λόγος·) Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος· και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους». Και συνεχίζει, ο άγιος Νικόδημος· «Αφού δε τοιουτοτρόπως εφάνησαν τέλειοι φύλακες της πρώτης εντολής, ήτοι της προς Θεόν αγάπης, τότε ηθέλησαν να φυλάξωσιν ή μάλλον ειπείν να αποδείξουν, ότι φυλάττουσι και την δευτέραν εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. Και δη, αφέντες την ησυχίαν, εκινήθησαν άλλος από ένα θεϊκόν και ουράνιον σημείον όπερ είδεν· άλλος δε από άλλο. Και όλοι ομού εθερμάνθησαν από μίαν θείαν έμπνευσιν και από ένα θεοφιλή σκοπόν της των αδελφών αγάπης, εις το να κτίσωσι Λαύρας, ιερά Μοναστήρια, μονήδρια, Σκήτας και Κελλία…».
«Ταύτην λοιπόν την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη δηλαδή το Όρος τούτο ως ιδικόν της και να υπερασπίζεται, όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον, πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ· τούτο, λέγω, ακούσαντες και οι Θείοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον κόσμον και τα εν κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν και ηδονάς και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες, μετά Θεόν, εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους…». Έτσι λοιπόν αρχίζει να γράφεται η ιστορική ζωή του Αγίου ΄Ορους δια του πλήθους των Αγίων Ασκητών. Το πώς δε εβίωσαν και προς τίνα σκοπόν «εσταύρωσαν την σάρκα συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις», το γράφει ο άγ. Νικόδημος, όστις και εξέδωκε και τον βίον των. «Κατά το παράδειγμα του Κυρίου, λέγει, πρώτον μεν έδειξαν, ότι αγαπώσι τον Θεόν εξ όλης των της καρδίας· δεύτερον δε, ότι αγαπώσι και τον πλησίον των ως τον εαυτόν των· διότι ησυχάσαντες πρότερον εις τας οπάς και τρώγλας, και σπήλαια… επολέμησαν με σώμα υλικόν τας αϋλους αρχάς και τας εξουσίας και τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου· και τούτους κατά κράτος θριαβεύσαντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, ενίκησαν την μεν φιληδονίαν με την νηστείαν, με την εγκράτειαν, με την αγρυπνίαν, με την αένναον προσευχήν, με την άστεγον σκέπην, με την χαμαικοιτίαν και ξηροκοιτίαν, με τα συνεχή δάκρυα και με πάσαν σκληραγωγίαν του σώματος· την δε φιλοδοξίαν ενίκησαν με την ταπεινοφροσύνη, με την υπακοήν, με την τελείαν εκκοπήν του θελήματος, με το συντετριμμένον φρόνημα του νοός και με την πτωχείαν του πνεύματος· την δε φιλαργυρίαν, με την τελείαν ακτημοσύνην, με την πτωχείαν και των αναγκαίων την στέρησιν· και ούτως εκαθάρισαν τον εαυτόν των από όλα τα πάθη, δια μέσου της ησυχίας και της εν ησυχία πράξεώς τε και θεωρίας… Τοιουτοτρόπως λοιπόν, με το μέσον της σωματικής, ψυχικής και νοεράς απαθείας ταύτης, ηξιώθησαν οι μακάριοι να γενώσιν έσοπτρα διαφανέστατα του Αγίου Πνεύματος και όργανα δεκτικά της εκείνου ενεργείας και του φωτισμού και της χάριτος, διακρίνοντες μεν τα δύσληπτα και απόρρητα, διορώντες δε τα πόρρω και μακράν γενόμενα και προορώντες τα μήπω γενόμενα… Έφθασαν στην τελειότητα της προς Θεόν αγάπης, ήτις είναι η ακρότης όλων των αρετών· αγαπώντες τον Θεόν εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της δυνάμεως αυτών, και μόνοι μόνω τω Θεώ τοσούτον ενούμενοι, εις τρόπον ώστε, άλλο τι δεν ευρίσκετο μεταξύ αυτών των αγαπώντων και του υπ΄ αυτών αγαπωμένου Θεού· και μόνοι μόνον τον Θεόν, τοσούτον γινώσκοντες, ως κατά χάριν θεοί, τον κατά φύσιν Θεόν, ώστε καθώς εγίνωσκεν αυτούς ο Θεός, ούτω και αυτοί αντιστρόφως εγίνωσκον τον Θεόν, όπως υψηγορεί ο Θεολόγος Γρηγόριος· «τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις ήδη προσομιλεί (τολμά τι νεανικόν ο λόγος·) Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος· και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους». Και συνεχίζει, ο άγιος Νικόδημος· «Αφού δε τοιουτοτρόπως εφάνησαν τέλειοι φύλακες της πρώτης εντολής, ήτοι της προς Θεόν αγάπης, τότε ηθέλησαν να φυλάξωσιν ή μάλλον ειπείν να αποδείξουν, ότι φυλάττουσι και την δευτέραν εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. Και δη, αφέντες την ησυχίαν, εκινήθησαν άλλος από ένα θεϊκόν και ουράνιον σημείον όπερ είδεν· άλλος δε από άλλο. Και όλοι ομού εθερμάνθησαν από μίαν θείαν έμπνευσιν και από ένα θεοφιλή σκοπόν της των αδελφών αγάπης, εις το να κτίσωσι Λαύρας, ιερά Μοναστήρια, μονήδρια, Σκήτας και Κελλία…».
***
Αλλά τα
πλήθη των αγίων Αγιορειτών Πατέρων έμεναν αγέραστα και ανεόρταστα μέχρι τα τέλη
σχεδόν του 18ου αιώνος. «Δια τούτο, κοινή ψήφω πάντων ημών, των εν
τω Αγίω Όρει ευρισκομένων πατέρων και αδελφών, εις τους υστέρους τούτους
χρόνους εδιωρίσθη να εορτάζεται από όλους τους αγιορείτας απαραβάτως και
χρεωστικώς κατ΄ ενιαυτόν, η κοινή αύτη πάντων των του Όρους αγίων Πατέρων
πανήγυρις», γράφει ο άγιος Νικόδημος. Πράγματι, ανετέθη εις τον άγιον Νικόδημον
η σύνταξις ασματικής Ακολουθίας, των γνωστών εις αυτόν αναριθμήτων αγίων
Αγιορειτών Πατέρων, «επωνύμων τε και ανωνύμων», τους οποίους ύμνησε με την
μουσουργικήν του κιθάραν και με τρεις εγκωμιαστικούς λόγους. Η παναγιορειτική
πανήγυρις έκτοτε τελείται ετησίως με πάσαν λαμπρότητα εις όλας τας ι. Μονάς,
τας Σκήτας, τας Καλύβας και εις τας Ερήμους του Αγίου Όρους, μετά την εορτήν
των Αγίων Πάντων. Ο άγιος Νικόδημος ήτο το καταλληλότερον υμνητικόν όργανον,
δια να αποδώση όλας τας φάσεις του οσιακού βίου των θείων Πατέρων. Οσίως βιών
και ο ίδιος, με τας αδιαλείπτους προσευχάς του, τας νηστείας του, τα αείρροα
δάκρυά του, τας αγρυπνίας του, την βαθείαν ταπείνωσίν του, το χαροποιόν πένθος
του, την προς Θεόν και τον πλησίον αγάπην του, και συγγράψας, εκτός από τους
κατά πλάτος βίους πολλών αγίων, τον Μέγαν Συναξαριστήν, ήτο μοναδικώς εις θέσιν
να αξιολογήση την πνευματικήν των ζωήν εις όλας τας διαστάσεις της. Όντως,
μύστης ο ίδιος εγνώριζε με πάσαν λεπτομέρειαν τους ασκητικούς αγώνας των Οσίων
Πατέρων, τους πολέμους των προς τας πανουργίας των δαιμόνων και προς τα
πολύμορφα πάθη, ως και όλην την κλίμακα αναβάσεως της εν Χριστώ ζωής. Δια
τούτο, τόσον εις τα πεζά εγκώμια προς τους αγιορείτας αγίους, όσον και εις τους
ύμνους, που πλέκει «συντόνως τεθηγμένους», ο θείος Νικόδημος, ευρίσκεται
πάντοτε μέσα εις τα πλαίσια της ιεραρχημένης ασκητικής και πνευματικής
μεθοδολογίας, γνωστής ως πνευματικής παραδόσεως.
***
Εις την
ασματικήν Ακολουθίαν, ο θείος υμνητής, εκχέει κυριολεκτικώς την ψυχήν του. Η
αγάπη του προς τα πλήθη των αγίων Αγιορειτών, τον μεταμορφώνει, ώστε να
φαίνεται «όλος εξιστάμενος, έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ», και «πάσχων προς τα
υμνούμενα». Και άλλοτε καλεί «άπαντα τα στίφη των μοναζόντων, το μυριοπλάσιον
άρμα του Δαβίδ, το χιλιάσιν αρετών ευθηνούμενον», που είναι οι εν Άθω Πατέρες,
δια να τους υμνήσουν, αφού «έργοις και λόγοις και τω πολυειδεί και ισαγγέλω της
ασκήσεως και ταις εκ Θεού χάρισιν, ανεδείχθησαν άγιοι» και των οποίων «τας
σορούς, ο Θεός, θαύμασι και ευωδίαις και μύροις εδόξασεν».΄Αλλοτε δε απευθύνει
μακαρισμόν προς τους Αγίους, τους οποίους προσφωνεί, ως εν σαρκί αγγέλους, οι
οποίοι ενίκησαν τους ασάρκους δαίμονας και εμιμήθησαν εις την γην τον βίον των
αγγέλων και ότι ανεδείχθησαν, ως οικισταί του Άθω και πολιούχοι, όλου του
κόσμου πρεσβευταί και προστάται προς τον Θεόν και ευεργέται των αγιορειτών
Μοναχών, ύστερα από την Θεοτόκον Μαρίαν. Κατόπιν προσωποποιών τον Άθω, ο
άγιος Νικόδημος, τον καλεί να ευρανθή εν Κυρίω, διότι κατέστη αγιώνυμος, νοητός
και ωραίος Παράδεισος της Παναγίας, εις τας υπωρείας του οποίου εξήνθησαν κρίνα
αειθαλή και πανεύοσμα – οι Όσιοι – και εις τας κοιλάδας και τας παραλίας του
ανεβλάστησαν ευσκιόφυλλα και ουρανομήκη δένδρα με καρπούς αθανάτους του Αγίου
Πνεύματος, – τα πλήθη των Αγιορειτών αγίων.
***
Αλλ΄ εκεί,
όπου ο Όσιος υμνογράφος, εν έρωτι θείω εκχέει την ψυχήν του και γίνεται έξω των
εγκοσμίων όρων, είναι το Δοξαστικόν των Αίνων, ένθα αναφέρει πως «των Οσίων
Πατέρων ο χορός», ορμηθείς από διαφόρους πατρίδας και οικήσας το Όρος του Άθω,
διέφυγε την παραφυσικήν κατάστασιν, έφθασεν εις την καθαρότητα της φύσεως και
ηξιώθη υπερφυσικών χαρισμάτων. Κατόπιν δε της πνευματικής των πείρας, οι Όσιοι,
εδίδαξαν δι΄ έργων και λόγων την οδόν της ασκήσεως. Εις μίαν δε πλήρη αγάπης
και θαυμασμού αποστροφήν προς τους Αγίους Πατέρας, λέγει· ω πληθύς Οσίων
ηγιασμένη και πεποθημένη από τον Θεόν· Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, όστις, μέσα εις
τας οπάς της γης και τα σπήλαια του Αγίου Όρους, εκηροπλάστησες, ωσάν σε
κηρήθρας νοητάς, το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας. Σεις είσθε της Αγίας Τριάδος
τα ηδύσματα, της Θεοτόκου τα εντρυφήματα, του Άθω τα καυχήματα και της
Οικουμένης τα σεμνολογήματα. Σας ικετεύομεν να πρεσβεύετε εις τον Θεόν όπως
ελεήση τας ψυχάς μας.
***
Εις τους
τρείς εμπνευσμένους εγκωμιαστικούς λόγους του, ο άγιος Νικόδημος, αφού
απαριθμεί τα τάγματα των αγιορειτών Οσίων, εκ των οποίων ανεδείχθησαν «άγγελοι
εν σώματι, ομολογηταί και όσιοι, ιεράρχαι και μάρτυρες», λέγει· «ούτοι όλοι
είναι οι πύρινοι εκείνοι και υψηλοί πύργοι, ους είδεν εις θείαν οπτασίαν ο
όσιος Μάρκος ο μαθητής Γρηγορίου του Σιναϊτου, ότι ήσαν τριγύρω εις όλον το
Άγιον Όρος· ούτοι είναι το πλήθος εκείνο των μοναχών, ους είδεν ο αυτός Μάρκος,
ότι ίσταντο ομού με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους τριγύρω εις την Θεοτόκον,
δοξολογούντες και προσκυνούντες αυτήν· ήτις έχουσα παλάτια χρυσά και υψηλά,
κατά το μέρος της Βίγλας – Έρημος Ν. Δ. της Λαύρας – εκάθητο επί θρόνου ως Βασίλισσα,
καθώς την οπτασίαν ταύτην αναφέρει ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης. Και δια να
είπω με συντομίαν, ούτοι οι σήμερον εορταζόμενοι άγιοι έδειξαν αληθή την
προφητείαν της Θεοτόκου, ην είπεν, ότι θέλει ονομασθή άγιον τούτο το Όρος.
Ούτοι γαρ είναι οίτινες το ηγίασαν, το εθαυμάστωσαν, το εδόξασαν και το έκαμαν
ονομαστόν εις όλον τον κόσμον…».
***
Κατόπιν
στρέφων τον λόγον προς τους συγχρόνους του μοναχούς και κατ΄ επέκτασιν προς
όλους τους μέλλοντας να μονάσουν, ο άγιος Νικόδημος, λέγει: «Ημείς δε οι τούτων
των αγίων Πατέρων ευτελείς υιοί και διάδοχοι με ποίον τρόπον δυνάμεθα να
ευαρεστήσωμεν τω Θεώ και να επιτύχωμεν της ποθουμένης σωτηρίας, δια την οποίαν
αφήσαμεν τον κόσμον και ήλθομεν εδώ εις το Όρος τούτο; Εγώ να σας ειπώ· ανίσως
και ακολουθώμεν το παράδειγμα της εναρέτου ζωής και πολιτείας των Οσίων τούτων·
και ανίσως φυλάττομεν απαρασάλευτα τους νόμους και κανόνας και τύπους της
μοναδικής πολιτείας, όσας παρέδωκαν εγγράφως εις ημάς οι τρισμακάριοι ούτοι
όσιοι. Και λοιπόν, όσοι μεν είναι ηγούμενοι και προεστώτες των ιερών
Μοναστηρίων ή Σκήτεων ή Κελλίων, ας μιμώνται τους αγίους τούτους εις την
πραότητα και την ταπείνωσιν. Όσοι δε είναι υποτακτικοί, ας μιμώνται τους αγίους
τούτους εις την αληθινήν υποταγήν…
Και απλώς ειπείν, όλοι από μικρού έως μεγάλου, ας μιμώμεθα τους οσίους τούτους
εις την φύλαξιν των εντολών του Χριστού· εις την υπομονήν των πειρασμών και των
κόπων της ασκήσεως· εις την φιλαδελφίαν· εις την αγάπην· εξαιρέτως δε μάλιστα
εις την ακτημοσύνην και παρθενίαν. Εις τούτο δε βοηθεί ημίν η εν καρδία νοερά
και αδιάλειπτος προσευχή τού «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου