Ὁ Θεόπνευστος ὑμνογράφος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἰς ἕν
ἀναστάσιμον στιχηρόν του ὀνομάζει τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ «Πάσχα καινὸν» καὶ
«Πάσχα μέγα». Ἡ λέξις ὅμως Πάσχα εἶναι Ἑβραϊκὴ καὶ σημαίνει διάβασις καὶ διαβατήριον.
Ἀλλὰ διατὶ ἐπεκράτησεν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν; Αὐτὸ θὰ φανῇ ἀπὸ τὴν σύγκρισιν τῶν τριῶν
Πάσχα ποὺ ὑπάρχουν: τοῦ Ἑβραϊκοῦ, τοῦ Χριστιανικοῦ καὶ τοῦ Οὐρανίου. Τὸ ἀρχαιότερον
εἶναι τὸ Ἑβραϊκὸν Πάσχα. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ὠνομάσθη Πάσχα, ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι ἐπρόκειτο
κατ᾽ εὐδοκίαν Θεοῦ νὰ διαβοῦν τὰ σύνορα τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἐπὶ τετρακοσίους
χρόνους ἦσαν σκλάβοι τῶν Αἰγυπτίων, καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν πατρίδα των. Τὸ
δὲ Πάσχα αὐτὸ κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ τὸ ἑορτάσουν, προτοῦ νὰ φύγουν ἀπ᾽
ἐκεῖ, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον· κάθε Ἑβραῖος οἰκογενειάρχης ἔπρεπε νὰ σφάξῃ ἕνα ἀμνὸν
ἑνὸς ἔτους ἢ ἕν ἐρίφιον, χωρὶς κανένα ἐλάττωμα, κατὰ τὰς τρεῖς μετὰ μεσημβρίαν τῆς
14ης ἡμέρας τοῦ Ἑβραϊκοῦ μηνὸς Νισάν, καί, ἀφοῦ τὸν ψήσουν, νὰ τὸν φάγουν μὲ ἄζυμον
ἄρτον καὶ πικρὰ χόρτα, διὰ νὰ ἐνθυμοῦνται τὴν πίκραν τῆς δουλείας των, ἀλλὰ καὶ
χωρὶς νὰ σπάσουν κανένα ἀπὸ τὰ ὀστᾶ του.
Ἐπίσης ἔπρεπε μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀμνοῦ νὰ χαράξουν ἕνα σταυρὸν εἰς τὸ ἀνώφλιον καὶ εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας τῆς οἰκίας των. Κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμερομηνίαν καὶ κατὰ παρόμοιον τρόπον ἑορτάζουν τὸ Πάσχα των, καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἑβραίους δὲν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ προφητευθεὶς καὶ ἀναμενόμενος Λυτρωτὴς καὶ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ μὲ τὸ Πάσχα ἑορτάζουν τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν προγόνων των ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους. Τὸ ἑορτάζουν ὅμως κατὰ τρόπον ἀξιοθαύμαστον. Δηλαδή, προτοῦ νὰ φάγουν τὸ πασχαλινὸν ἀμνόν, ὁ ἀρχηγὸς κάθε Ἑβραϊκῆς οἰκογενείας διαβάζει ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν τὸ τμῆμα ἐκεῖνο, ποὺ περιγράφει λεπτομερῶς τὸ πρῶτον Πάσχα τῆς αἰχμαλωσίας (Ἐξοδ. ΙΒ´ 7–8), καὶ μετὰ ἀρχίζουν νὰ τρώγουν καὶ συγχρόνως νὰ ψάλουν ὅλοι μαζὶ μερικοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ Ἑβραϊκὸν Πάχα, τὸ ὁποῖον ὅμως προεικονίζει προφητικῶς τὸ Χριστιανικὸν Πάσχα. Τὸ Χριστιανικὸν Πάσχα, ἂν καὶ ἔχῃ μερικὰς ἐξωτερικὰς ὁμοιότητας μὲ τὸ Ἑβραϊκὸν Πάσχα, διαφέρει ἀπ᾽ αὐτὸ τόσον πολύ, ὅσον διαφέρει ἡ σκιὰ κάποιου σώματος ἀπὸ τὸ σῶμα. Δηλαδὴ ὁ σφαγιαζόμενος ἀμνὸς κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν Πάσχα ἐσυμβόλιζε προφητικῶς τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν, «τὸν ὁποῖον μᾶς ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ θυσιασθῇ ὡς ἀρνίον καὶ νὰ σηκώσῃ μὲ τὴν σφαγὴν καὶ τὴν θυσίαν Του ὁλόκληρον τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἐνοχὴν τοῦ κόσμου ἐξαλείφων αὐτὴν» (Ἰωάν. α´ 29). Ὁ Θεὸς παρήγγειλε τότε εἰς τοὺς Ἑβραίους μὲ τὸν Μωϋσῆ νὰ μὴ σπάσουν κανένα ὀστοῦν τοῦ σφαγιασθέντος ἀμνοῦ (Ἐξοδ. ΙΒ´10)· τὸ ἴδιον δὲ ἔπραξαν καὶ οἱ στρατιῶται, δηλαδὴ κατὰ θείαν ἔμπνευσιν «δὲν ἔσπασαν τὰ σκέλη τοῦ Χριστοῦ» (Ἰωάν. ΙΘ´33), διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ τὸ χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «δὲν θὰ συντιβῇ κανέν ἀπὸ τὰ ὀστᾶ Του» (ἐ.ἀ. 36)· ἄλλη προφητικὴ ὁμοιότης εἶναι ὅτι κατὰ τὸ πρῶτον Ἑβραϊκὸν Πάσχα ὁ ἀμνὸς ἔπρεπε νὰ σφαγῇ εἰς τὰς τρεῖς μετὰ μεσημβρίαν, διότι κατὰ τὴν ὥραν αὐτὴν θὰ παρέδιδε τὸ πνεῦμα του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ὁ Χριστός, τοῦ ὁποίου ὁ ἀμνὸς τοῦ πρώτου Ἑβραϊκοῦ Πάσχα ἀποτελεῖ τὴν ὁλοζώντανην εἰκόνα Του. Ἀλλὰ ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονὸς ἀσύγκριτον μὲ τὰ γεγονότα τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα, διότι εἶναι ἡ ὁλοκλήρωσις τοῦ ἀπ᾽ αἰώνων Θεϊκοῦ σχεδίου διὰ τὴν σωτηρίαν ὅλων τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν ἄξονα: πτῶσις καὶ ἔξωσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισον, προαιώνιον Θεϊκὸν σχέδιον σωτηρίας του, ἐνανθρώπησις τοῦ Χριστοῦ, ἐξιλαστήριος σταυρικὴ θυσία Του, Ἀνάστασις καὶ συνανάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἔχει κι ἄλλας σωτηρίους διαστάσεις· δηλαδὴ δι᾽ αὐτῆς ἐπιβεβαιώνεται ἡ Θεότης τοῦ Χριστοῦ· ἀποδεικνύεται ἡ ἐγκυρότης τῆς οὐρανίου διδασκαλίας Του· ἐξασφαλίζεται δὲ καὶ ἡ ἀξιοπιστία τῶν θαυμάτων, ποὺ ἔκανε· ἀκόμη δὲ εἰς τὴν Ἀνάστασιν στηρίζεται καὶ ὁλόκληρον τὸ οἰκοδόμημα τῆς ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως, ὅπως διεκήρυξεν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη, εἶναι ματαία καὶ κούφια ἀπὸ περιεχόμενον ἡ πίστις σας» (Α´ Κορ. ΙΕ 17)· ἐκτὸς ὅμως ἀπ᾽ αὐτά, ἡ Ἀνάστασις εἶναι καὶ ἀπόλυτος βεβαιότης ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει μόνον ἀρχὴν καὶ οὐδέποτε τέλος, ὅπως ἔγραψε καὶ εἰς τοὺς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ Χριστὸς ἀνέστη πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασίν του ὅτι θὰ ἀκολουθήσῃ ἔπειτα ἡ ἀνάστασις καὶ τῶν ἄλλων ἀποθαμένων» (ἐ.ἀ. 20) κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν. Τὸ τελειότερον ὅμως Πάσχα εἶναι τὸ Οὐράνιον. Αὐτὸ τὸ ἑορτάζουν κατὰ τρόπον ἀπολύτως πνευματικὸν μόνον οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ σεσωσμένοι μέσα εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ὅπου καὶ τὸν βλέπουν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, δηλαδὴ «ὅπως εἶναι, εἰς τὴν κατάστασιν τῆς θείας δόξης» (Α´ Ἰωάν, γ´2). Δι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος εὔχεται νὰ ἑορτάζῃ ἐκεῖ κάθε ἄνθρωπος τὸ Οὐράνιον Πάσχα, ὅταν θὰ διαβῇ κάποτε τὰ ὅρια τοῦ παρόντος κόσμου: «ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον Χριστέ· ὦ σοφία καὶ λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις· δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον (ζωηρότερα) σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου» (Θ´ ᾠδὴ κανόνος τοῦ Πάσχα). Ἀλλὰ διὰ νὰ ἑορτάσῃ θεαρέστως κάθε Χριστιανὸς τὸ Πάσχα, πρέπει νὰ ἔχῃ Θεογνωσίαν, ἀλλὰ καὶ νὰ πράττῃ τὸ χριστιανικῶς ὀρθόν. Ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑπὲρ λόγον πραγματικότης. Εἶναι τὸ μεγαλύτερον ἐπὶ τῆς γῆς γεγονὸς ὅλων τῶν αἰώνων, τὸ ὁποῖον ἔχει κοσμογονικὰς συνεπείας διὰ κάθε ἄνθρωπον· αὐτός, δηλαδή, ποὺ πιστεύει εἰς τὴν Ἀνάστασιν, ζεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ τὴν ἰδικήν του, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἀπιστεῖ, ἤδη ἔχει ἀποθάνει, διότι ἔχει ἀποχωρισθῆ αὐτεξουσίως ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ὁ θεάρεστος ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα εἶναι διάβασις ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦ πνευματικοῦ θανάτου εἰς τὸν τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ· εἶναι πνευμετικὴ πανήγυρις τῆς ψυχῆς· εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Χριστιανοῦ πρὸς βαθυτέραν κατανόησιν ὅλων τῶν γεγονότων τοῦ Γολγοθᾶ· εἶναι ἡ χωρὶς ἐπιφύλαξιν πίστις καὶ πεποίθησις ὅτι ὄντως ἀνέστη ὁ Χριστός· εἶναι ἡ γλυκεῖα ἐλπὶς εἰς ἐκεῖνα τὰ μέλλοντα ἀγαθά, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Χριστός, δηλαδὴ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν καὶ τὴν μακαριότητα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του· πρὸ πάντων εἶναι ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν συνάνθρωπον. Οἱ σημερινοὶ ὅμως ἀντίχριστοι ἀγωνίζονται νὰ διαψεύσουν τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἐντελῶς διαφορετικόν, ποὺ αἰσθάνεται ἡ καρδιὰ τοῦ Χριστιανοῦ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, εἶναι ἡ πλέον φανερὰ ἀπόδειξις ὅτι ὁπωσδήποτε ἀνέστη ὁ Χριστός.
Ἐπίσης ἔπρεπε μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀμνοῦ νὰ χαράξουν ἕνα σταυρὸν εἰς τὸ ἀνώφλιον καὶ εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας τῆς οἰκίας των. Κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμερομηνίαν καὶ κατὰ παρόμοιον τρόπον ἑορτάζουν τὸ Πάσχα των, καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἑβραίους δὲν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ προφητευθεὶς καὶ ἀναμενόμενος Λυτρωτὴς καὶ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ μὲ τὸ Πάσχα ἑορτάζουν τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν προγόνων των ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους. Τὸ ἑορτάζουν ὅμως κατὰ τρόπον ἀξιοθαύμαστον. Δηλαδή, προτοῦ νὰ φάγουν τὸ πασχαλινὸν ἀμνόν, ὁ ἀρχηγὸς κάθε Ἑβραϊκῆς οἰκογενείας διαβάζει ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν τὸ τμῆμα ἐκεῖνο, ποὺ περιγράφει λεπτομερῶς τὸ πρῶτον Πάσχα τῆς αἰχμαλωσίας (Ἐξοδ. ΙΒ´ 7–8), καὶ μετὰ ἀρχίζουν νὰ τρώγουν καὶ συγχρόνως νὰ ψάλουν ὅλοι μαζὶ μερικοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ Ἑβραϊκὸν Πάχα, τὸ ὁποῖον ὅμως προεικονίζει προφητικῶς τὸ Χριστιανικὸν Πάσχα. Τὸ Χριστιανικὸν Πάσχα, ἂν καὶ ἔχῃ μερικὰς ἐξωτερικὰς ὁμοιότητας μὲ τὸ Ἑβραϊκὸν Πάσχα, διαφέρει ἀπ᾽ αὐτὸ τόσον πολύ, ὅσον διαφέρει ἡ σκιὰ κάποιου σώματος ἀπὸ τὸ σῶμα. Δηλαδὴ ὁ σφαγιαζόμενος ἀμνὸς κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν Πάσχα ἐσυμβόλιζε προφητικῶς τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν, «τὸν ὁποῖον μᾶς ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ θυσιασθῇ ὡς ἀρνίον καὶ νὰ σηκώσῃ μὲ τὴν σφαγὴν καὶ τὴν θυσίαν Του ὁλόκληρον τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἐνοχὴν τοῦ κόσμου ἐξαλείφων αὐτὴν» (Ἰωάν. α´ 29). Ὁ Θεὸς παρήγγειλε τότε εἰς τοὺς Ἑβραίους μὲ τὸν Μωϋσῆ νὰ μὴ σπάσουν κανένα ὀστοῦν τοῦ σφαγιασθέντος ἀμνοῦ (Ἐξοδ. ΙΒ´10)· τὸ ἴδιον δὲ ἔπραξαν καὶ οἱ στρατιῶται, δηλαδὴ κατὰ θείαν ἔμπνευσιν «δὲν ἔσπασαν τὰ σκέλη τοῦ Χριστοῦ» (Ἰωάν. ΙΘ´33), διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ τὸ χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «δὲν θὰ συντιβῇ κανέν ἀπὸ τὰ ὀστᾶ Του» (ἐ.ἀ. 36)· ἄλλη προφητικὴ ὁμοιότης εἶναι ὅτι κατὰ τὸ πρῶτον Ἑβραϊκὸν Πάσχα ὁ ἀμνὸς ἔπρεπε νὰ σφαγῇ εἰς τὰς τρεῖς μετὰ μεσημβρίαν, διότι κατὰ τὴν ὥραν αὐτὴν θὰ παρέδιδε τὸ πνεῦμα του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ὁ Χριστός, τοῦ ὁποίου ὁ ἀμνὸς τοῦ πρώτου Ἑβραϊκοῦ Πάσχα ἀποτελεῖ τὴν ὁλοζώντανην εἰκόνα Του. Ἀλλὰ ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονὸς ἀσύγκριτον μὲ τὰ γεγονότα τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα, διότι εἶναι ἡ ὁλοκλήρωσις τοῦ ἀπ᾽ αἰώνων Θεϊκοῦ σχεδίου διὰ τὴν σωτηρίαν ὅλων τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν ἄξονα: πτῶσις καὶ ἔξωσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισον, προαιώνιον Θεϊκὸν σχέδιον σωτηρίας του, ἐνανθρώπησις τοῦ Χριστοῦ, ἐξιλαστήριος σταυρικὴ θυσία Του, Ἀνάστασις καὶ συνανάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἔχει κι ἄλλας σωτηρίους διαστάσεις· δηλαδὴ δι᾽ αὐτῆς ἐπιβεβαιώνεται ἡ Θεότης τοῦ Χριστοῦ· ἀποδεικνύεται ἡ ἐγκυρότης τῆς οὐρανίου διδασκαλίας Του· ἐξασφαλίζεται δὲ καὶ ἡ ἀξιοπιστία τῶν θαυμάτων, ποὺ ἔκανε· ἀκόμη δὲ εἰς τὴν Ἀνάστασιν στηρίζεται καὶ ὁλόκληρον τὸ οἰκοδόμημα τῆς ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως, ὅπως διεκήρυξεν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη, εἶναι ματαία καὶ κούφια ἀπὸ περιεχόμενον ἡ πίστις σας» (Α´ Κορ. ΙΕ 17)· ἐκτὸς ὅμως ἀπ᾽ αὐτά, ἡ Ἀνάστασις εἶναι καὶ ἀπόλυτος βεβαιότης ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει μόνον ἀρχὴν καὶ οὐδέποτε τέλος, ὅπως ἔγραψε καὶ εἰς τοὺς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ Χριστὸς ἀνέστη πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασίν του ὅτι θὰ ἀκολουθήσῃ ἔπειτα ἡ ἀνάστασις καὶ τῶν ἄλλων ἀποθαμένων» (ἐ.ἀ. 20) κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν. Τὸ τελειότερον ὅμως Πάσχα εἶναι τὸ Οὐράνιον. Αὐτὸ τὸ ἑορτάζουν κατὰ τρόπον ἀπολύτως πνευματικὸν μόνον οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ σεσωσμένοι μέσα εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ὅπου καὶ τὸν βλέπουν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, δηλαδὴ «ὅπως εἶναι, εἰς τὴν κατάστασιν τῆς θείας δόξης» (Α´ Ἰωάν, γ´2). Δι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος εὔχεται νὰ ἑορτάζῃ ἐκεῖ κάθε ἄνθρωπος τὸ Οὐράνιον Πάσχα, ὅταν θὰ διαβῇ κάποτε τὰ ὅρια τοῦ παρόντος κόσμου: «ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον Χριστέ· ὦ σοφία καὶ λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις· δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον (ζωηρότερα) σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου» (Θ´ ᾠδὴ κανόνος τοῦ Πάσχα). Ἀλλὰ διὰ νὰ ἑορτάσῃ θεαρέστως κάθε Χριστιανὸς τὸ Πάσχα, πρέπει νὰ ἔχῃ Θεογνωσίαν, ἀλλὰ καὶ νὰ πράττῃ τὸ χριστιανικῶς ὀρθόν. Ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑπὲρ λόγον πραγματικότης. Εἶναι τὸ μεγαλύτερον ἐπὶ τῆς γῆς γεγονὸς ὅλων τῶν αἰώνων, τὸ ὁποῖον ἔχει κοσμογονικὰς συνεπείας διὰ κάθε ἄνθρωπον· αὐτός, δηλαδή, ποὺ πιστεύει εἰς τὴν Ἀνάστασιν, ζεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ τὴν ἰδικήν του, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἀπιστεῖ, ἤδη ἔχει ἀποθάνει, διότι ἔχει ἀποχωρισθῆ αὐτεξουσίως ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ὁ θεάρεστος ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα εἶναι διάβασις ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦ πνευματικοῦ θανάτου εἰς τὸν τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ· εἶναι πνευμετικὴ πανήγυρις τῆς ψυχῆς· εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Χριστιανοῦ πρὸς βαθυτέραν κατανόησιν ὅλων τῶν γεγονότων τοῦ Γολγοθᾶ· εἶναι ἡ χωρὶς ἐπιφύλαξιν πίστις καὶ πεποίθησις ὅτι ὄντως ἀνέστη ὁ Χριστός· εἶναι ἡ γλυκεῖα ἐλπὶς εἰς ἐκεῖνα τὰ μέλλοντα ἀγαθά, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Χριστός, δηλαδὴ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν καὶ τὴν μακαριότητα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του· πρὸ πάντων εἶναι ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν συνάνθρωπον. Οἱ σημερινοὶ ὅμως ἀντίχριστοι ἀγωνίζονται νὰ διαψεύσουν τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἐντελῶς διαφορετικόν, ποὺ αἰσθάνεται ἡ καρδιὰ τοῦ Χριστιανοῦ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, εἶναι ἡ πλέον φανερὰ ἀπόδειξις ὅτι ὁπωσδήποτε ἀνέστη ὁ Χριστός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου