Υπάρχουν διάφοροι
θέσεις, πολλαί «γωνίαι οπτικαί» και διάφορα όργανα θεωρήσεως των δύο
μεγαλυτέρων και συγκλονιστικωτέρων, των δύο μοναδικών και όντως ανεπαναλήπτων
γεγονότων εντός της ανθρωπίνης ιστορίας. Των γεγονότων της Σταυρώσεως και
Αναστάσεως του Χριστού. Δύο εξ αυτών των θέσεων και οπτικών γωνιών, των
περισσότερον χρησιμοποιουμένων, είναι η Ιστορία και η Πίστις. Δια της Ιστορίας
δαμάζεται ο νους και υποτάσσεται εις την φωνήν της. Και δια της Πίστεως,
καταφάσκει η καρδία εν αγάπη και εντεύθεν εισέρχεται μέσα εις το μυστήριον της
υπερφυσικής θείας γνώσεως… Αλλά τόσον η
Σταύρωσις, όσον και η Ανάστασις του Χριστού, ως ιστορικά και υπεριστορικά
γεγονότα, εισάγουν εις την σφαίραν της Θεολογίας, όπου ο ηγιασμένος και
φωτισμένος υπό των Μυστηρίων και της Πίστεως νους του Ορθοδόξου, πλατύνεται και
υψούται και θαμβούται και αγάλλεται και κινείται ερωτικώς και θαυμαστικώς και
υπέρ φύσιν «γνωστικώς»… Μόνον ο
ορθοδόξως πιστεύων γνωρίζει, κατά το μέτρον της ανθρωπίνης ασθενείας και κατά
το μέτρον της εκχυνομένης εις αυτόν Χάριτος, την σημασίαν, το βάθος, το
περιεχόμενον, τας πνευματικάς συνεπείας και τας φυσικάς και υπερφυσικάς
διαστάσεις της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως του Χριστού…
Η Πτώσις των Πρωτοπλάστων, και κατά κληρονομικήν αναδοχήν ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, και η αποκατάστασις εις το «αρχαίον κάλλος», δια της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως του Χριστού, είναι δύο πόλοι του ηθικού κόσμου. Άνευ της αποδοχής της Πτώσεως, εκτός του γεγονότος ότι ο άνθρωπος είναι ακατάληπτος, διότι είναι πλήρης αντιφάσεων και αντινομιών, αλλά και η Σταύρωσις και η Ανάστασις ουδέν νόημα θα είχον… Ευστόχως ελέχθη ότι ο άνθρωπος είναι αίνιγμα, του οποίου την πρώτην λέξιν παρέχει η προπατορική αμαρτία, η Πτώσις, την δε τελευταίαν η Εξαγορά. Διότι «εάν ο άνθρωπος επλάσθη δια τον Θεόν, διατί δεν συμφωνεί με τον Θεόν; Και εάν δεν επλάσθη δια τον Θεόν, διατί δεν δύναται να εύρη ανάπαυσιν, ειμή μόνον εν τω Θεώ»; Τούτο, ο «αντιστρατευόμενος νόμος εν τοις μέλεσι της σαρκός», δεν αποτελεί την πλέον απτήν απόδειξιν, ότι ο άνθρωπος δεν είναι εκείνος, όστις εξήλθεν εκ των χειρών του Πλάστου; Η αλήθεια του Προπατορικού αμαρτήματος θεμελιούται επί των δύο μεγάλων αληθειών: της υπάρξεως του Θεού αγαθού και καλού ως Αγάπης και της αξιοθρηνήτου αθλιότητος του πεπτωκότος ανθρώπου. Άλλωστε η Αποκάλυψις εν τω Σταυρωθέντι και Αναστάντι Χριστώ δεν θα ήτο αλήθεια, εάν δεν αντέφασκε προς τον υπερήφανον και διεφθαρμένον ανθρώπινον λόγον, εκ της ηθικής ανατροπής της Πτώσεως… Αλλά και εάν ηθέλαμεν ημείς να επινοήσωμεν την Χριστιανικήν θρησκείαν και την Αποκάλυψιν του Θεού, ουδέποτε θα τας ερρίπταμεν τόσον χαμηλά, ώστε να αρχίζουν με την γέννησιν ενός Παιδίου εν σπηλαίω και να καταλήγουν εις τον επί Σταυρού θάνατον αυτού και μάλιστα, εντός των κόλπων του λαού εκείνου, όστις τότε εθεωρείτο ο πλέον αξιοκαταφρόνητος… Να αποθάνη λοιπόν υπέρ του ανθρωπίνου γένους ο Ιησούς, υπό τας μαστιγώσεις του ανθρωπίνου γένους! Οποία μωρία ή οποία σοφία! Ο τότε κόσμος, ο εθνικός, ωνόμασε τας μαστιγώσεις και τον Σταυρόν μωρίαν, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Έπρεπε λοιπόν να ήτο βαθυτάτη σοφία, διότι ο τότε κόσμος ήτο μωρός… Ποίος δύναται να εννοήση το μέγα τούτο δράμα της Σταυρώσεως του Θεανθρώπου, και την πάμφωτον και ένδοξον Ανάστασίν του; Μόνον ο ορθοδόξως πιστεύων ότι «ο Ιησούς απέθανε και ανέστη», κατά τας Γραφάς, λαμβάνων ούτω την αμοιβήν της πίστεώς του. Μόνον η πίστις δύναται να κατοπτεύση τα μυστήρια του Θεού, δια μέσου του αραιουμένου γνόφου των υπερφυσικών πραγμάτων, τα οποία κρύπτονται από τους οφθαλμούς των υπερηφάνων διανοιών… Η Πτώσις λοιπόν αποτελεί τον λόγον, όστις εξηγεί την Σταύρωσιν και την Ανάστασιν και αντιστρόφως αύται πιστοποιούν την Πτώσιν… Εις την Σταύρωσιν, η Ορθόδοξος Εκκλησία είδε το μέσον της εξ αγάπης εξαγοράς του πεπτωκότος ανθρώπου και εις την Ανάστασιν του Ιησού την αποκατάστασιν, την επιστροφήν εις το «αρχαίον απλούν», εις την πρώτην μακαριότητα, εις την υιοθεσίαν… Η Ανάστασις του Χριστού είναι συνανάστασις του ανθρώπου. Είναι ο θρίαμβος της ηθικής ωραιότητος, ο ανακαινισμός της παλαιωθείσης φύσεως, η αφθάρτισις του θεωθέντος ανθρώπου, η νεοποίησις των πάντων… Ημείς δε, οι πιστεύοντες ορθοδόξως εις τον Αναστάντα Χριστόν, καινοποιούμεθα, αναγεννώμεθα και αποθανατιζόμεθα δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και ενδυόμεθα τον Χριστόν. Και γινόμεθα εν με τον Χριστόν δια της Μεταλήψεως του Αίματος και του τεθεωμένου Σώματός Του. Αυτός εν ημίν και ημείς εν Αυτώ… Δια τούτο και ψάλλομεν εις τους ιερούς Ναούς. «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν ουκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον, αλλ’ αφθαρσίας πηγήν, εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα». Αλλ’ «ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν και παντός του κόσμου καθάρσιον – δια να είπω μετά Γρηγορίου του Θεολόγου -- ,ως γαρ εμψύχω σοι διαλέξομαι, ω Λόγε Θεού και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις, χαίρω γαρ πάσί σου τοις ονόμασιν…». «Ω Πάσχα Θείον απ’ ουρανών οδεύσαν μέχρι γης – κατά Χρυσόστομον – και από γης πάλιν αναβαίνον εις ουρανούς. Ω καινόν των όλων εόρτασμα, κοσμικόν πανηγύρισμα. Ω του παντός χαρά και τιμή και τροφή και τρυφή, δι’ ης ο μεν σκοτεινός θάνατος κατελύθη, η δε ζωή τοις όλοις εφηπλώθη και ανεώχθησαν πύλαι ουρανών και Θεός άνθρωπος εφάνη και άνθρωπος Θεός ανέβη…». Και για να κλείσωμεν το άρθρον μας με τον θείον Νικόδημον τον Αγιορείτην, «Ω τι φωνή φιλτάτη ήτον εκείνη όπου ελάλησας εις τους φίλους σου μαθητάς! Και πως δεν ήτο φιλτάτη η τόσο άκρας φιλίας της προς ημάς ζωντανή ούσα απόδειξις; Ω τι γλυκυτάτη ήτον εκείνη η φωνή, ήτις προήλθεν από το γλυκύτατον και νεκταρώδες στόμα σου! Και πως δεν ήτο γλυκυτάτη και χαριεστάτη η τοσούτων αγαθών γενομένη πρόξενος;… «… Συ γαρ, ημέτερε Σωτήρ, υπεσχέθης αψευδέστατα να μένης πάντοτε με τους ιερούς Αποστόλους Σου, και δι’ αυτών να μένης και με ημάς τους εκείνων μεν μαθητάς, ιδικούς Σου δε δούλους, οίτινες πιστεύομεν και λατρεύομέν Σοι. Και το θαυμαστότερον, ότι υπεσχέθης να μη χωρισθής ουδέ εις ολίγον διάστημα καιρού, ούτε από αυτούς, ούτε από ημάς, έως της συντελείας του παρόντος αιώνος…». Ιδού διατί η Ορθόδοξος Εκκλησία ζη μέσα εις το άκτιστον φως της Αναστάσεως του Κυρίου και συνέχεται από αδιάλειπτον εσχατολογικόν πόθον. Ιδού διατί θεολογούμεν ορθοδόξως, ψάλλομεν ορθοδόξως, σκεπτόμεθα ορθοδόξως, λατρεύομεν ορθοδόξως και στήκομεν εις «των Αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα»…
Η Πτώσις των Πρωτοπλάστων, και κατά κληρονομικήν αναδοχήν ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, και η αποκατάστασις εις το «αρχαίον κάλλος», δια της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως του Χριστού, είναι δύο πόλοι του ηθικού κόσμου. Άνευ της αποδοχής της Πτώσεως, εκτός του γεγονότος ότι ο άνθρωπος είναι ακατάληπτος, διότι είναι πλήρης αντιφάσεων και αντινομιών, αλλά και η Σταύρωσις και η Ανάστασις ουδέν νόημα θα είχον… Ευστόχως ελέχθη ότι ο άνθρωπος είναι αίνιγμα, του οποίου την πρώτην λέξιν παρέχει η προπατορική αμαρτία, η Πτώσις, την δε τελευταίαν η Εξαγορά. Διότι «εάν ο άνθρωπος επλάσθη δια τον Θεόν, διατί δεν συμφωνεί με τον Θεόν; Και εάν δεν επλάσθη δια τον Θεόν, διατί δεν δύναται να εύρη ανάπαυσιν, ειμή μόνον εν τω Θεώ»; Τούτο, ο «αντιστρατευόμενος νόμος εν τοις μέλεσι της σαρκός», δεν αποτελεί την πλέον απτήν απόδειξιν, ότι ο άνθρωπος δεν είναι εκείνος, όστις εξήλθεν εκ των χειρών του Πλάστου; Η αλήθεια του Προπατορικού αμαρτήματος θεμελιούται επί των δύο μεγάλων αληθειών: της υπάρξεως του Θεού αγαθού και καλού ως Αγάπης και της αξιοθρηνήτου αθλιότητος του πεπτωκότος ανθρώπου. Άλλωστε η Αποκάλυψις εν τω Σταυρωθέντι και Αναστάντι Χριστώ δεν θα ήτο αλήθεια, εάν δεν αντέφασκε προς τον υπερήφανον και διεφθαρμένον ανθρώπινον λόγον, εκ της ηθικής ανατροπής της Πτώσεως… Αλλά και εάν ηθέλαμεν ημείς να επινοήσωμεν την Χριστιανικήν θρησκείαν και την Αποκάλυψιν του Θεού, ουδέποτε θα τας ερρίπταμεν τόσον χαμηλά, ώστε να αρχίζουν με την γέννησιν ενός Παιδίου εν σπηλαίω και να καταλήγουν εις τον επί Σταυρού θάνατον αυτού και μάλιστα, εντός των κόλπων του λαού εκείνου, όστις τότε εθεωρείτο ο πλέον αξιοκαταφρόνητος… Να αποθάνη λοιπόν υπέρ του ανθρωπίνου γένους ο Ιησούς, υπό τας μαστιγώσεις του ανθρωπίνου γένους! Οποία μωρία ή οποία σοφία! Ο τότε κόσμος, ο εθνικός, ωνόμασε τας μαστιγώσεις και τον Σταυρόν μωρίαν, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Έπρεπε λοιπόν να ήτο βαθυτάτη σοφία, διότι ο τότε κόσμος ήτο μωρός… Ποίος δύναται να εννοήση το μέγα τούτο δράμα της Σταυρώσεως του Θεανθρώπου, και την πάμφωτον και ένδοξον Ανάστασίν του; Μόνον ο ορθοδόξως πιστεύων ότι «ο Ιησούς απέθανε και ανέστη», κατά τας Γραφάς, λαμβάνων ούτω την αμοιβήν της πίστεώς του. Μόνον η πίστις δύναται να κατοπτεύση τα μυστήρια του Θεού, δια μέσου του αραιουμένου γνόφου των υπερφυσικών πραγμάτων, τα οποία κρύπτονται από τους οφθαλμούς των υπερηφάνων διανοιών… Η Πτώσις λοιπόν αποτελεί τον λόγον, όστις εξηγεί την Σταύρωσιν και την Ανάστασιν και αντιστρόφως αύται πιστοποιούν την Πτώσιν… Εις την Σταύρωσιν, η Ορθόδοξος Εκκλησία είδε το μέσον της εξ αγάπης εξαγοράς του πεπτωκότος ανθρώπου και εις την Ανάστασιν του Ιησού την αποκατάστασιν, την επιστροφήν εις το «αρχαίον απλούν», εις την πρώτην μακαριότητα, εις την υιοθεσίαν… Η Ανάστασις του Χριστού είναι συνανάστασις του ανθρώπου. Είναι ο θρίαμβος της ηθικής ωραιότητος, ο ανακαινισμός της παλαιωθείσης φύσεως, η αφθάρτισις του θεωθέντος ανθρώπου, η νεοποίησις των πάντων… Ημείς δε, οι πιστεύοντες ορθοδόξως εις τον Αναστάντα Χριστόν, καινοποιούμεθα, αναγεννώμεθα και αποθανατιζόμεθα δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και ενδυόμεθα τον Χριστόν. Και γινόμεθα εν με τον Χριστόν δια της Μεταλήψεως του Αίματος και του τεθεωμένου Σώματός Του. Αυτός εν ημίν και ημείς εν Αυτώ… Δια τούτο και ψάλλομεν εις τους ιερούς Ναούς. «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν ουκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον, αλλ’ αφθαρσίας πηγήν, εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα». Αλλ’ «ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν και παντός του κόσμου καθάρσιον – δια να είπω μετά Γρηγορίου του Θεολόγου -- ,ως γαρ εμψύχω σοι διαλέξομαι, ω Λόγε Θεού και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις, χαίρω γαρ πάσί σου τοις ονόμασιν…». «Ω Πάσχα Θείον απ’ ουρανών οδεύσαν μέχρι γης – κατά Χρυσόστομον – και από γης πάλιν αναβαίνον εις ουρανούς. Ω καινόν των όλων εόρτασμα, κοσμικόν πανηγύρισμα. Ω του παντός χαρά και τιμή και τροφή και τρυφή, δι’ ης ο μεν σκοτεινός θάνατος κατελύθη, η δε ζωή τοις όλοις εφηπλώθη και ανεώχθησαν πύλαι ουρανών και Θεός άνθρωπος εφάνη και άνθρωπος Θεός ανέβη…». Και για να κλείσωμεν το άρθρον μας με τον θείον Νικόδημον τον Αγιορείτην, «Ω τι φωνή φιλτάτη ήτον εκείνη όπου ελάλησας εις τους φίλους σου μαθητάς! Και πως δεν ήτο φιλτάτη η τόσο άκρας φιλίας της προς ημάς ζωντανή ούσα απόδειξις; Ω τι γλυκυτάτη ήτον εκείνη η φωνή, ήτις προήλθεν από το γλυκύτατον και νεκταρώδες στόμα σου! Και πως δεν ήτο γλυκυτάτη και χαριεστάτη η τοσούτων αγαθών γενομένη πρόξενος;… «… Συ γαρ, ημέτερε Σωτήρ, υπεσχέθης αψευδέστατα να μένης πάντοτε με τους ιερούς Αποστόλους Σου, και δι’ αυτών να μένης και με ημάς τους εκείνων μεν μαθητάς, ιδικούς Σου δε δούλους, οίτινες πιστεύομεν και λατρεύομέν Σοι. Και το θαυμαστότερον, ότι υπεσχέθης να μη χωρισθής ουδέ εις ολίγον διάστημα καιρού, ούτε από αυτούς, ούτε από ημάς, έως της συντελείας του παρόντος αιώνος…». Ιδού διατί η Ορθόδοξος Εκκλησία ζη μέσα εις το άκτιστον φως της Αναστάσεως του Κυρίου και συνέχεται από αδιάλειπτον εσχατολογικόν πόθον. Ιδού διατί θεολογούμεν ορθοδόξως, ψάλλομεν ορθοδόξως, σκεπτόμεθα ορθοδόξως, λατρεύομεν ορθοδόξως και στήκομεν εις «των Αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου