1ον
Ό,τι ξέρετε από τη ζωή μου κράτησε λίγες στιγμές. Για
ό,τι προηγήθηκε κάνετε απλές υποθέσεις. Το τι ακολούθησε μοιάζει συχνά να μη
σας ενδιαφέρει καν. Μοιάζετε σαν τα μικρά εκείνα παιδιά που κρατιούνται σ΄ όλη
τη διάρκεια του παραμυθιού από τη βεβαιότητα του “έζησαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα”. Σ' όλες τις δυσκολίες του ήρωα, σ' όλα τα βάσανα και τις κακοτυχιές
του, σ' όλα τα λάθη και τις πτώσεις του σφιχταγκαλιάζετε την σιγουριά του καλού
τέλους των πραγμάτων (κατόρθωμα κάθε καλού παραμυθά) και διώχνετε σαν
ενοχλητική λεπτομέρεια όσα έγιναν πριν από εκείνο. Μακάρι να μπορούσα να κάνω
κι εγώ το ίδιο. Μα ό,τι είχα ζήσει ως τα τότε ήταν αδύνατο να με κάνει να
πιστέψω πως θα είχε καλό τέλος η ζωή μου.
Στην κοινωνία μας το να είσαι πόρνη σε έκανε υποχρεωτικά
να συμβιβαστείς με το αναπόφευκτο κακό τέλος σε τούτη τη ζωή και στην άλλη. Η
παρουσία των ρωμαίων κατακτητών πρόσφερε βέβαια μια μικρή ανακούφιση τη
σύγκρισή σου με τα δικά τους ήθη. Και
κείνη όμως χανόταν αμέσως μόλις συνειδητοποιούσα πως εγώ δεν ανήκα σε εκείνους.
Δεν θα κρινόμουν ούτε από τους ανθρώπους ούτε από το Θεό όμοια μ’ εκείνους.
Είχα το “χάρισμα” και την κατάρα να ανήκω στον εκλεκτό λαό του Θεού. Χάρισμα
και κατάρα σαν δύο όψεις του κήνσου που άφηναν οι πελάτες μου φεύγοντας από
κοντά μου.
Συχνά σκεφτόμουν πόσο γρήγορα τα χαρίσματά μας μεταμορφώνονται σε
κατάρες και πλήθος παραδείγματα τριβέλιζαν τις νύχτες το μυαλό μου: το χρήμα, ο
έρωτας, το έθνος, ο λαός ο εκλεκτός. Ποια μεγαλύτερη κατάρα από το να μη
μπορείς να φανείς ξεκάθαρα και χωρίς καμιά αμφιβολία αντάξιος του ρόλου του
εκλεκτού;
Κάποιες άλλες νύχτες σκεφτόμουν το αντίθετο. Ήμουν πόρνη.
Είχα λοιπόν μια κατάρα που γινόταν άξαφνα χάρισμα. Το επάγγελμά μου σκότωνε την
όποια μου ψευδαίσθηση περί του ποιού μου. Εμείς οι πόρνες μαζί με τους τελώνες
έχουμε το «προσόν» να σαρκώνουμε μέσα στην κοινωνία την αμαρτία. Εκείνοι με την
παμφάγα, ακόρεστη πλεονεξία τους, εμείς με τη σωματική ηδονή. Εκείνοι με τα
χέρια, εμείς με το υπόλοιπο κορμί. Εκείνοι πουλώντας την ψυχή για το χρήμα.
Εμείς πουλώντας το κορμί και την ψυχή με το ίδιο αντίτιμο. Όλοι βέβαια μπαίνουν
σ’ αυτό το αλισβερίσι. Άλλος πολύ, άλλος λίγο. Μα εμείς το ασκούμε επισήμως. Κι
έτσι εκτός από τις άλλες ανάγκες του λαού ικανοποιούμε και μια μέγιστη.
Φορτωνόμαστε τον τίτλο του αμαρτωλού κι αφήνουμε τους άλλους να ζουν στην ψευδαίσθηση της βεβαιότητας της
αναμαρτησίας τους.
Δεν αξίζει να μιλήσω για το τι προηγήθηκε, για το πώς
έγινα πόρνη. Η ιστορία δεν θα είχε τίποτε συγκλονιστικό, τίποτα το πρωτόγνωρο
ενώ κάθε φορά που τη διηγούμαι θα πρέπει
να ακροβατώ στο πώς θα πω, πώς θα
παρουσιάσω ή πώς θα εξηγήσω όλα όσα με οδήγησαν ως εκεί. Κείνος που λέει μια
ιστορία κρατάει ένα κλειδί. Όποια πόρτα θέλει ανοίγει κι όσο θέλει την αφήνει
ανοιχτή. Μπορεί να σου την πει όπως θέλει έτσι που να φανεί το δικό του
φταίξιμο ή να λάμψει σαν αθώο περιστέρι βασανισμένο. Μα και πάλι ποιος ξέρει
πόσο φταίει ο καθείς; Πέστε μου, εσείς που σκέφτεστε την δική σας ιστορία τη
βλέπετε σήμερα όπως πριν από μερικά χρόνια; Οι κουβέντες με τις συναδέλφους μου
τις ώρες που περιμέναμε πελάτη ή όταν δυο-δυο μοιραζόμασταν τον πόνο μας μαζί
με το φαγί μας με έπεισαν πως αν και πάντα υπάρχουν μικροδιαφορές, ωστόσο
πάνω-κάτω οι ιστορίες είναι ίδιες. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια μπορώ άνετα να
παραδεχτώ πως η συνταγή που με οδήγησε στο κρεββάτι του πληρωμένου έρωτα είχε
κι απ΄ τα δυο συστατικά: και δικό μου φταίξιμο και πράγματα που με ξεπέρναγαν.
Ήταν πολύς ο καιρός μετά τη συνάντηση μαζί Του που δεν
μπορούσα να εξηγήσω το «γιατί». Το γιατί πήρα την τρελή απόφαση να πάω να Τον
συναντήσω. Οι δάσκαλοι σε τούτον τον τόπο, σε τούτο το λαό πιάνουν τα άκρα. Τα
άκρα της απόλυτης αυστηρότητας. Μα για αυτόν λέγαν πως ήταν γλυκύς και πράος.
Και πράμα πρωτάκουστο για όλους τους ραββί λέγανε πως μιλούσε καλά για μας, τις
πόρνες. Το σχολίαζαν κοροϊδευτικά δύο πελάτες μου που περίμεναν στην αίθουσα
αναμονής. (Συνήθως οι πελάτες μου περιμένουν αμίλητοι και νευρικοί σαν τύχει να
συναντηθούν. Μα εκείνοι, με χαμένη κάθε αίσθηση ηθικής, ξένοιαστοι για το τι
περίμεναν να κάνουν σχολίαζαν τη φράση του: ”Οι τελώνες κι οι πόρνες τραβάνε
πρώτοι, οδηγοί για τη βασιλεία των Ουρανών”. Πέταξαν ένα-δυό υπονοούμενα για το
ποιόν ενός τέτοιου δασκάλου. Ο ένας έκοβε κι ο άλλος έραβε. Μίλησαν και για έναν
τελώνη που ο δάσκαλος πήγε σπίτι του κι έφαγε. “΄Ωρα να τον δούμε και σε
δημόσιο χώρο με καμιά πόρνη ” απάντησε ο άλλος. Τούτη τη φράση την άκουσα
καθαρά μιας κι εκείνη ακριβώς την ώρα άνοιξα την πόρτα μου για να δεχθώ τον
έναν απ΄ αυτούς.)
Έτσι μου μπήκε η ιδέα. Είχα σκοπό να μετρήσω την αντοχή
του. Εννοούσε όσα έλεγε ή ήταν απλώς λόγια; Η “δουλειά” μου με είχε κάνει να
μην πιστεύω τα λόγια των ανθρώπων. Άκουσα πως θα έτρωγε στο σπίτι ενός
Φαρισαίου. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί απέξω. Άλλοι έβλεπαν στο πρόσωπό του το
βασιλιά που θα διώξει τους μισητούς Ρωμαίους, άλλοι τον γιατρό που νικά τον
ανίκητο εχθρό, το θάνατο. Ζωηρές συζητήσεις είχαν ανάψει στον περίβολο. Εγώ
περπατούσα βιαστικά και ταυτόχρονα προσεκτικά. Κρατούσα στα χέρια μου το δώρο
μου.
Η αλήθεια ήταν πως η ιδέα γι αυτό δεν ήταν δική μου. Πριν
τέσσερις ημέρες η Μαρία, η αδελφή του αναστημένου Λαζάρου αγόρασε μύρο και του
το έχυσε στο κεφάλι. Σκέφτηκα να κάνω κι εγώ το ίδιο. Βέβαια εκείνη ήταν η
αδελφή του φίλου του. Μια καθωσπρέπει γυναίκα με άμεμπτη συμπεριφορά που
μάλιστα καθώς άκουσα την είχε ο ίδιος επαινέσει. Ενώ εγώ; Θα δεχόταν μύρο από
εμένα; Εγώ ήμουν πόρνη.
Πώς μπορείς και συγκρίνεις τον εαυτό σου με τη
Μαρία; άκουγα μια φωνή μέσα μου.
Τι κοινό έχετε εσείς οι δυο;
Εκείνη είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει. Στο κάτω-κάτω
ανέστησε τον αδερφό της.
Εσύ τι δικαιολογία έχεις;
Για ποιο λόγο να του προσφέρεις μύρο;
Ύστερα λες πως τον
εκτιμάς. Δεν καταλαβαίνεις σε τι δύσκολη θέση θα τον φέρεις;
Τον εκθέτεις. Τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Θα σας θεωρήσουν...
Κάποιοι το λένε κιόλας ανοικτά πως έχει παρέες μαζί σας.
Μην πας! δε χωράς εκεί.
Κι έπειτα … τι θα κάνεις αν σε αποπάρει; Αν σου φερθεί
σκληρά; Θα το αντέξεις;
Σε μια Χαναναία γυναίκα μίλησε πολύ σκληρά κάποτε.
Κι εκείνη τι ζητούσε; Τη γιατρειά της κόρης της. Ενώ εσύ
...
Αλήθεια, τι ζητάς εσύ;
Τι ακριβώς θέλεις από το Ραββί;”
Τούτη η τελευταία ερώτηση με ζάλισε περισσότερο από όλες.
Τι θέλω; Γιατί πηγαίνω εκεί;
Παραλίγο να με σταματήσει. Μα τότε ήταν που την έκανα
στην άκρη και όρμησα. Σαν τρελή πήρα το κομπόδεμά μου, το χρήμα που μάζευα όλα
τα χρόνια για τα γερατειά μου, το χρήμα που μάζεψα με αγωνία και αμαρτία, το
χρήμα που εισέπραττα πουλώντας το κορμί και την ψυχή μου και όρμηξα στον
μυρεψό. Είχα ξαναμπεί εκεί πολλές φορές μα τούτη τη φορά πήγα στο μέρος που
είχε τα ακριβά αρώματα, στο βάθος του μαγαζιού. Προσπέρασα τα φτηνά αρώματα που
συνήθως ψώνιζα για τις καθημερινές μου ανάγκες οι άνθρωποι -οι πελάτες μου
θέλουν να μυρίζω ωραία για να ξεχνούν την κάθε είδους δυσωδία της ψυχής τους-
και πλησίασα στο άρωμα της νάρδου. Έπειτα έκανα μεταβολή και γύρισα στη βιτρίνα
του μαγαζιού. Εκεί βρίσκονταν δοχεία, αληθινά κομψοτεχνήματα. Τα έβαζαν στη
βιτρίνα οι μυρεψοί για να τραβούν το μάτι. Τα αρώματα δεν ελκύουν σ' όποια
βιτρίνα κι αν τα τοποθετήσεις. Τα μάτια αρπάζουν από μακριά. Η οσμή συχνά σε
κρατά δεμένο για πάντα. Διάλεξα το ωραιότερο, αλάβαστρο. Πέρναγε από μέσα του
το φως κι άφηνε τις ραβδώσεις του να αντιφεγγίζουν. Ο μυρεψός κόντεψε να
πεθάνει από το φόβο του όταν με είδε να το πιάνω. Του το δωσα και του 'πα να το
γεμίσει νάρδο ολοκάθαρη. Με κοίταξε με το βλέμμα που κοιτούν έναν τρελό. Έμεινε
για λίγο ακίνητος κι αμίλητος κι ύστερα είπε:
“Σ' όλες τις δουλειές ο έρωτας τυφλώνει, μα στη δική σου
είναι ολέθριος”.
Με κοίταξε ξανά σαν να ήθελε να με αποτρέψει. Μέσα του
πάλευαν το εμπορικό του δαιμόνιο με τη λύπηση για κάποιον που σε μια στιγμή
ξεπούλαγε τη ζωή του. Το δικό μου βλέμμα ήταν τόσο αποφασιστικό που ξανάγινε ο
απλός έμπορος.
“΄Εχεις να το πληρώσεις” ρώτησε, με στεγνή φωνή τώρα.
“Κοστίζει μια περιουσία”.
Τράβηξα το πουγγί μου και το άνοιξα. Το άδειασα επάνω
στον μαρμάρινο πάγκο του. Τα χρυσά νομίσματα κάνουν ένα μουντό θόρυβο, καθόλου
χαρούμενο ή καμπανιστό. Ίσως να φταίει το αίμα που 'χει χυθεί για το χρυσάφι.
Δεν τα άγγιξε. Τα μέτρησε με τα μάτια. Γιατί άραγε; Τα λεφτά τα χρειαζόταν, σε
δυο μέρες ήταν Πάσχα.
Μου γέμισε το δοχείο κι έφυγα. Τα ρέστα τού τα χάρισα. Σε
μια τέτοια σπατάλη, το να πάρει κανείς ρέστα καταντούσε σχεδόν αναίδεια. Τα
ρέστα της ζωής μου.
Μπήκα αμίλητη στο σπίτι. Ένιωσα όλα τα βλέμματα να με
καρφώνουν. Δεν έλειψαν ούτε τα βλέμματα των μαθητών του. Είχαν καθίσει δεξιά
και αριστερά του και με κοιτούσαν.
Δεν σήκωσα τα μάτια παρά για να κοιτάξω Εκείνον. Τον είχα
ξαναδεί πίσω από το μισόκλειστο παράθυρό μου, καιρό πριν, να περπατά στο δρόμο.
Μα τώρα τον έβλεπα πρόσωπο με πρόσωπο. Ήθελα να κατεβάσω το βλέμμα γρήγορα, μην
πάρει το βλέμμα μου για αναίδεια, μα κάτι μέσα στο δικό του με εμψύχωσε. Ένιωσα
ότι το να κοιτάζω εκείνο το σταθερό, ήρεμο βλέμμα θα μπορούσε να αποτελέσει το
ευτυχές υπόλοιπο της ζωής μου. Τι λέω; το να τον κοιτάζω έφτανε για να γεμίσει
μια αιωνιότητα.
Ένας σεισμός με συντάραξε. Μέσα σε μια στιγμή μονάχα
ένιωσα να περνάει εμπρός στα μάτια μου όλη η ζωή μου. Ένιωσα πως εκεί μπροστά
του μπορούσα να την ξαναπαίξω. Να την ξανακερδίσω ή να την χάσω για πάντα. Δεν
ήξερα γιατί, δεν ήξερα πώς, ήξερα μόνο ότι γινόταν.
Τα όσα ακολούθησαν τα ξέρετε. Τα ξέρουν όλοι εδώ στα
Ιεροσόλυμα. Φορές-φορές νιώθω πως τα ξέρει όλος ο κόσμος. Σαν να
πραγματοποιήθηκαν τα λόγια του πως τούτη η πράξη μου θα μολογιέται στους
αιώνες. Τα πόδια μου λύγισαν, τα δάχτυλά μου έλυσαν τα μαλλιά μου, με ένα απαλό
ήχο, σαν το αυγό που σπάει, ο αλάβαστρος άνοιξε και γέμισε το σπίτι από τη
μυρωδιά. Δεν ξέρω αν ήταν η μυρωδιά που έκανε το κορμί μου να θέλει να
λιποθυμήσει. Δεν τόλμησα να αγγίξω σαν τη Μαρία την κεφαλή του. Στα πόδια του
το χυσα ..........
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου