Παρασκευή, 11 Ιανουαρίου 2019
Τη ΙΑ΄ (11η)
Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ του Κοινοβιάρχου.
Θεοδόσιος
ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών, ο και Κοινοβιάρχης καλούμενος, ήκμασε κατά
τους χρόνους Λέοντος του μεγάλου εν έτει υν΄ (450), έφθασε δε και μέχρι των
χρόνων Αναστασίου του Δικόρου του εν έτει 491 βασιλεύσαντος, κατήγετο δε από
την ιδίαν χώραν, από την οποίαν κατήγετο και ο Μέγας Βασίλειος, δηλαδή την
Καππαδοκίαν, από χωρίον Μωγαρισός καλούμενον. Εις αυτόν τον ταπεινόν και
ευτελέστατον τόπον εγεννήθη ο υψηλός την αρετήν και θαυμάσιος Θεοδόσιος από
γονείς φιλοθέους και ευσεβείς.
Ο μεν πατήρ αυτού ωνομάζετο Προαιρέσιος και
Ευλογία η μήτηρ του, η οποία εγένετο Μοναχή ύστερον από τον υιόν αυτών, όστις
έγινεν ούτω πνευματικός της πατήρ. Και καθώς αυτή έδωκεν εις εκείνον το είναι
κατά την σάρκα, ούτω και αυτός της επροξένησε το κατά πνεύμα ευ είναι, και της
έδωκε πνευματικήν αναγέννησιν. Ανετράφη λοιπόν και ηύξησε κατά την σωματικήν
και πνευματικήν ηλικίαν τούτο το ευγενές και μακάριον φυτόν με πολιτείαν θαυμαστήν
εκ νεότητος δεικνύων οποίος έμελλε να κατασταθή εις το ύστερον. Επειδή δεν
επεθύμησε ουδεμίαν σωματικήν απόλαυσιν, ούτε κανένα θέλημα άπρεπον, αλλά μόνον
τους Αγίους Τόπους επόθησε να ιδή· και ο θείος ούτος έρως εις την καρδίαν αυτού
ερρίζωσε τόσον, ώστε άλλο δεν εσυλλογίζετο. Ήτο δε εις την ανάγνωσιν της θείας
Γραφής πολλά επιδέξιος, και αναγινώσκων εις την Γένεσιν ότι επρόσταξεν ο Κύριος
τον Αβραάμ να ξενιτευθή από τους συγγενείς και φίλους του, έτι δε και το Ιερόν
Ευαγγέλιον, όπου μας παραγγέλλει ο Δεσπότης να αφήνωμεν αδελφούς και γονείς,
και όλα τα πράγματα δια την αγάπην του, εάν θέλωμεν να αξιωθώμεν της αιωνίου
μακαριότητος, ανεφλέγετο μάλλον η καρδία του προς την στενήν οδόν, δια να εύρη
ευρυχωρίαν εις τον αιώνα τον μέλλοντα. Όθεν έκαμε προσευχήν εις τον Κύριον, να
τον οδηγήση προς σωτηρίαν, εκίνησε δε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, όταν ήτο εις
τα έσχατα της ζωής του ο βασιλεύς Μαρκιανός και συνηθροίζετο κατά του ασεβούς
Νεστορίου και των άλλων αιρετικών η Τετάρτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος. Φθάσας
λοιπόν εις την Αντιόχειαν ο καλός Θεοδόσιος, επήγε να προσκυνήση τον Άγιον
Συμεών τον Στυλίτην, να λάβη την ευλογίαν του και να τον συμβουλευθή τα
σωτήρια, όταν δε επλησίαζεν εις τον στύλον, πριν να χαιρετήση ποσώς ούτος,
εφώναξεν ο Συμεών από τον στύλον και του λέγει· «Καλώς ήλθες, άνθρωπε του Θεού
Θεοδόσιε». Θαυμάζων δε ο Θεοδόσιος έπεσε κατά γης και επροσκύνησε τον Όσιον με
ταπείνωσιν· έπειτα ανέβη εις τον στύλον, και εφίλησαν ο εις τον άλλον, και τότε
του επροφήτευσεν ο μέγας Συμεών όσα έμελλε να κατορθώση έως το ύστερον, ήτοι
πως είχε να εξουσιάση τόσα Κοινόβια, να αρπάση πολλάς ψυχάς από του διαβόλου
τον φάρυγγα και τ’ άλλα όσα του συνέβησαν. Λοιπόν πτερωθείς την διάνοιαν και
δυναμωθείς την ψυχήν με τας ιεράς ευχάς του Συμεώνος ο Θεοδόσιος, απήλθεν εις
τα Ιεροσόλυμα και προσκυνήσας αγίως τα Άγια, εσυλλογίζετο πως να αρχίση την
άσκησιν της θείας φιλοσοφίας· από την ερημιτικήν ζωήν, ή να κάμη με συνοδείαν
πρότερον· και έλεγε ταύτα κατά διάνοιαν ο πάνσοφος· «Εάν οι στρατιώται του
επιγείου βασιλέως δεν τολμώσι να υπάγουν κατά των εχθρών των εις τον πόλεμον,
εάν δεν γυμνασθούν από τους πεπαιδευμένους στρατηγούς αυτών, να μάθουν την
τέχνην της μάχης πρότερον, πως να υπάγω εγώ αμαθής και άπειρος, να προσπαλαίσω
με τους ασάρκους και πονηρούς δαίμονας; Λοιπόν ας υπάγω να εύρω πνευματικούς
Πατέρας, να διαγάγω αρκετόν καιρόν, να μάθω τας τάξεις και τότε θέλω κατοικήσει
εις την έρημον». Ταύτα διελογίζετο σοφώτατα, επειδή ήτο εκ φύσεως φρόνιμος,
γνωρίζων ότι αν δεν ασκηθή τις εις τον τεχνίτην και διδάσκαλον καλώς πρότερον,
δεν γίνεται τέλειος. Προσελθών λοιπόν εις ένα μακάριον γέροντα, Λογγίνον
ονόματι, όστις ήτο από τους άλλους Πατέρας εναρετώτερος τον καιρόν εκείνον και
δοκιμώτερος, έκαμε μετ’ εκείνου καιρόν πολύν ομοδίαιτος και συγκάτοικος, όστις
ήτο εις οίκον μικρόν, εις τον πύργον του Δαβίδ ησφαλισμένος, και εκεί ειργάζετο
το γλυκύ μέλι της αρετής ο θαυμάσιος. Ο δε Θεοδόσιος παιδευθείς επιμελώς την
διάκρισιν εις τοιούτον άκρον διδάσκαλον, επήγε και μόνος του εις ένα παλαιόν
κάθισμα καθώς ο γέρων τον επρόσταξε, και αφού έκαμεν εκεί ολίγον καιρόν ηκούσθη
πανταχού η φήμη του, επειδή η αρετή φανερώνει τον άνθρωπον καθώς η λαμπάς
δεικνύει εις όλους τον φέροντα αυτήν. Λοιπόν επειδή εσύχναζον πολλοί και τον
ηνώχλουν εμποδίζοντες την ποθουμένην εις αυτόν και γλυκυτάτην ησυχίαν, ανέβη
εις την κορυφήν του όρους και έμεινεν εις ένα σπήλαιον, εις το οποίον έως την
σήμερον ευρίσκεται το ιερόν αυτού λείψανον. Έχομεν δε και από τους παλαιούς
Πατέρας παράδοσιν, ότι εις αυτό το άγιον σπήλαιον διενυκτέρευσαν οι τρεις
μακάριοι Μάγοι, αφού επροσκύνησαν τον Κύριον και εκεί τους επρόσταξεν ο Άγγελος
να επιστρέψουν από άλλην οδόν εις την χώραν των· ούτω δε και εποίησαν αφέντες
τον Ηρώδην ως ληρώδη να θεομαχή αφρόνως ο ασυνείδητος. Εις τοιούτον λοιπόν
ιερόν τόπον κατοικήσας ο Όσιος έβαλεν εις την φιλοσοφίαν πρώτον θεμέλιον πασών
των αρετών το κεφάλαιον της μακαρίας αγάπης και ηγάπησε τον Κύριον με όλας τας
ψυχικάς δυνάμεις και με όλην την καρδίαν αυτού, και όλην την θέλησιν,
καταφρονήσας τα επίγεια άπαντα και μόνον αυτόν ποθήσας τον χορηγόν της ζωής και
Σωτήρα παγκόσμιον. Ταύτας λοιπόν τας νοεράς ενεργείας της ψυχής κινών εμπράκτως
ως πρακτικός της μουσικής εκυβέρνα το σώμα με πολλήν σοφίαν και σύνεσιν,
έκαμνεν όσα ήσαν αρμόδια, έχων μόνον ένα σκοπόν, να μη πράττη τίποτε, που να μη
είναι εις τον Θεόν ευάρεστον. Και ούτως εφάνη εις τους δια τον Θεόν κινδύνους
ανδρείος και γενναιότατος, και δεν ενικάτο από τας απειλάς, ούτε με τας
κολακείας κατεπείθετο, οπόταν δεν ήτο κατά Θεόν το προστασσόμενον. Διέκρινε δε
τους λογισμούς της καρδίας με ακριβή στάθμην της γνώσεως, γνωρίζων τας τέχνας
του κοσμοκράτορος του κόσμου τούτου με την σοφίαν του Παντοκράτορος Θεού.
Ηγρύπνει πολλάκις, προσηύχετο πάντοτε και έχυνεν ως ποταμούς τα δάκρυα,
διήρχετο πολλάς φοράς την νύκτα εις προσευχήν ιστάμενος, είχε πολλήν ταπείνωσιν
πνεύματος, πραότητα και όλα τα συνακόλουθα. Εις δε την εγκράτειαν της σαρκός
ήτο αυστηρότατος και άκαμπτος και ουδέποτε εχορτάσθη, αλλ’ έτρωγε τόσον μόνον
όσον να μη του φέρη η πολλή νηστεία ασθένειαν· και πάλιν εκείνη η ολίγη τροφή
δεν ήτο φαγητόν πλούσιον, αλλά μόνον φοίνικες ή κεράτια ή όσπρια βεβρεγμένα ή
άγρια λάχανα. Και όταν δεν είχεν από ταύτα δια την ανυδρίαν του τόπου και
στέρησιν, έβρεχε τους πυρήνας των φοινίκων και τους έτρωγε δια την ανάγκην και
επορεύετο ως ηδύνατο. Δεν εδοκίμασε δε άρτον ολοκλήρους χρόνους τριάκοντα· και
όσον ελιμοκτόνει το σώμα, τόσον έτρεφε την ψυχήν ημέραν και νύκτα μελετών τον
νόμον του Κυρίου. Όθεν και ως δένδρον πεφυτευμένον εις τα ύδατα απέδιδε κατά
καιρόν τον καρπόν αυτού πολύν και γλυκύτατον· και όχι μόνον κατά την νεότητα
έζη με τόσην σκληραγωγίαν, αλλά έως το γήρας εφύλαττε την εγκράτειαν και
έχαιρεν εις τους πόνους και κόπους, ως άλλοι εις τας ηδονάς του σώματος. Δια
ταύτας όθεν τας αρετάς και χάριτας αυτού έλαμπεν από μακράν και εφαίνετο ως η
πόλις που είναι κτισμένη εις την ακρώρειαν. Όθεν πολλοί συνήγοντο προς αυτόν,
δια να τρέφωνται από το μέλι της αρετής αυτού και να προκόπτωσι, τους οποίους
πρώτον μεν δεν ήθελε να δέχεται, δια να μη έχη εις την ησυχίαν ενόχλησιν,
ύστερον όμως, βλέπων την προθυμίαν και καλήν προαίρεσιν αυτών, τους υπεδέχετο
ηξεύρων πόσην κόλασιν έχει όστις αμελήση την προς τον πλησίον αγάπην και δεν
αγαπά και αυτόν ως εαυτόν. Ενουθέτει λοιπόν αυτούς με λόγους και υποδείγματα
ωφέλιμα, ίνα πολιτεύωνται θεάρεστα και ηξεύρων ότι η ενθύμησις του θανάτου
είναι η αληθής φιλοσοφία και δύναται να κάμη τον άνθρωπον να διάγη εναρέτως,
προσέταξε τους μαθητάς του να κτίσουν το κοιμητήριον, δια να βλέπη έκαστος τον
τάφον, εις τον οποίον μέλλει να τεθή, ίνα ετοιμάζεται πρότερον. Αφού λοιπόν το
ετελείωσαν, ηξεύρων ο Όσιος από θείαν χάριν το μέλλον, είπε προς τους μαθητάς·
«Ιδού ο μεν τάφος είναι έτοιμος, αλλά τις από ημάς θα ενταφιασθή πρότερον;»
Τότε εις Ιερομόναχος, ενάρετος πολλά και υποτακτικός τέλειος, την κλήσιν
Βασίλειος, απεκρίνατο· «Εγώ, Διδάσκαλέ μου, θα τον εγκαινιάσω, με την ευχήν της
αγιωσύνης σου». Ταύτα λέγων, επροσκύνησεν έως την γην, παρακαλών να τον
συγχωρήση να εισέλθη και ούτως εγένετο. Αφού δε εισήλθεν εις τον τάφον ο
Βασίλειος, επρόσταξεν ο Θεοδόσιος να του κάμνουν τα συνήθη μνημόσυνα και
λειτουργίας έως ημέρας τεσσαράκοντα, και ούτως εποίησαν. Όταν δε έφθασεν η
τελευταία ημέρα των τεσσαράκοντα (ω του θαύματος!) χωρίς καμμίαν ασθένειαν,
ούτε καν να πονέση η κεφαλή του παραμικρόν, παρέδωκε τω Θεώ την μακαρίαν ψυχήν
του ο Βασίλειος, τον οποίον έβλεπεν ο Άγιος ύστερον εις τον χορόν, ήτοι την
ψυχήν του, και έψαλλε με τους άλλους πατέρας την ακολουθίαν από κοινού έως
ημέρας τεσσαράκοντα. Τον ήκουε δε και ένας μαθητής του Οσίου, Αέτιος το όνομα,
όστις ήτο από τους άλλους εναρετώτερος, και ηρώτησε τον Θεοδόσιον εάν ήκουε και
αυτός τον Βασίλειον ψάλλοντα. Ο δε είπεν εις αυτόν· «Όχι μόνον τον ήκουσα, αλλά
και τον είδον, και την νύκτα θα τον ίδης και συ, ως βούλεσαι». Καθώς λοιπόν
έψαλλον εις την σύναξιν, είδεν ο Άγιος τον Βασίλειον και προσηυχήθη εις τον
Θεόν, να φωτίση του Αετίου τα όμματα, να ίδη και αυτός τοιούτον μέγα μυστήριον.
Τότε ηνοίχθησαν νοερώς του Αετίου οι οφθαλμοί και βλέπων φανερώς τον Βασίλειον,
έδραμε πρόθυμος να τον εναγκαλισθή, αλλ’ εκείνος έγινεν άφαντος, ταύτα λέγων· «Σώζεσθε, πατέρες και αδελφοί, ότι πλέον εδώ δεν με
βλέπετε». Τούτο πρώτον της αρετής του Αγίου Θεοδοσίου μαρτύριον, αλλά ακούσατε
και δεύτερον. Έτος τι, το Άγιον και Μέγα Σάββατον, δεν είχον οι ευλογημένοι
Πατέρες τίποτε βρώσιμον, ίνα ευφρανθώσι και αυτοί την Αγίαν Λαμπράν ως άνθρωποι·
ήσαν δε τον αριθμόν δώδεκα, και ελυπούντο όχι τόσον ότι δεν είχον σωματικά
βρώματα, αλλ’ ότι ουδέ άρτος δεν ευρίσκετο εις αυτούς να λειτουργήσουν και να
κοινωνήσουν τα θεία μυστήρια. Ο δε Όσιος, βλέπων την στυγνότητα του προσώπου
των, εγνώρισεν ότι εγόγγυζον κατ’ αυτού εις τας διανοίας των και λέγει προς
αυτούς· «Ευτρεπίσατε την Αγίαν Τράπεζαν, και μη λυπείσθε, ότι εκείνος όστις
έτρεφε τόσας μυριάδας λαού εις την έρημον, και ύστερον πάλιν εχόρτασε με πέντε
άρτους τόσας χιλιάδας, θέλει αποστείλει και εις ημάς τους αναξίους βοήθειαν».
Ούτως είπε και ο λόγος του έργον εγένετο, ότι καθώς απέστειλεν ο Θεός το
πρόβατον εις τον Αβραάμ και το εθυσίασε, ούτω και τότε εξαπέστειλεν εις το
Μοναστήριον άνθρωπον με δύο ημιόνους φορτωμένους άρτους, οίνον και άλλα
αναγκαία του σώματος. Εχάρησαν λοιπόν οι Όσιοι δοξάζοντες τον ελεήμονα Κύριον,
όστις δεν τους αφήκεν ερήμους, αλλά τους έθρεψε ψυχικώς και σωματικώς έως την
Αγίαν Πεντηκοστήν προς αυτάρκειαν. Αλλά ας είπωμεν και άλλο παρόμοιον. Τον
καιρόν εκείνον έζη πλούσιός τις πολλά εύσπλαγχνος, όστις έστελλεν ελεημοσύνας
εις όλους τους ερημίτας, δια να παρακαλούν τον Κύριον δια την ψυχήν του, εις δε
τον Άγιον Θεοδόσιον δεν έστειλεν από λησμοσύνην ή και διότι ήτο θέλημα Θεού δια
να δοκιμάση τον δούλον του. Οι δε μαθηταί του Αγίου ηνώχλουν τον υπηρέτην του
πλουσίου και του έλεγον να είπη εις τον κύριόν του και δι’ αυτούς, ότι δεν
είχον ειμή μόνον ολίγα κεράτια. Ο δε Άγιος έλεγε προς αυτούς να μη λυπώνται,
αλλά να ελπίζουν εις τον Θεόν, και αυτός, όστις τρέφει τους κόρακας, θέλει
βοηθήσει αυτούς ως και πρότερον. Ταύτα λέγοντος, εις ολίγην ώραν είδον εις τον
δρόμον άνθρωπον τινα με ζώον φορτωμένον, και ήθελε να το οδηγήση εις άλλον
τόπον μακρύτερα, αλλά καθώς αντίκρυσε το Μοναστήριον, δεν ήθελε να προχωρήση
πλέον το ζώον, μολονότι δε ο κύριός του το έτυπτεν, έστεκεν ως λίθος ακίνητον.
Εκατάλαβε λοιπόν ο άνθρωπος, ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να υπάγη εκεί όπου
εμελέτα, και αφήκε το ζώον να πηγαίνη όπου ήθελε, και αυτό έδραμεν εις του
Αγίου Θεοδοσίου το Μοναστήριον· και όταν είδεν ο άνθρωπος ότι δεν είχον ουδέν
βρώσιμον, εθαύμασε του Θεού την φιλανθρωπίαν, γνωρίζων ότι ήτο οικονομία Θεού η
απείθεια του ζώου, δια να τραφώσιν οι ενάρετοι δούλοι του Θεού, ίνα δουλεύωσιν
αυτόν· και από τότε τους έφερε τα αναγκαία του σώματος και ωκονομούντο. Καθ’
εκάστην λοιπόν επλήθυνεν ο αριθμός των αδελφών και συνήγοντο άνθρωποι χρήσιμοι
και πλούσιοι. Όθεν ο Όσιος διελογίζετο τι να κάμη από τα δύο: να ησυχάζη
μοναχός του ή να έχη τοσούτων αδελφών την μέριμναν. Και ενθυμούμενος τους λόγους
του Οσίου Συμεών, εδέετο του Κυρίου να τον φωτίση ίνα γίνη το συμφερώτερον.
Λαμβάνων δε το θυμιατήριον έθεσεν άνθρακας εσβεσμένους και από επάνω θυμίαμα,
έπειτα δε επεριπάτει την έρημον τοιαύτα προς τον Θεόν ευχόμενος· «Κύριε και Θεέ μου, όστις έκαμες εις τον Ισραήλ
τοσαύτα θαυμάσια και εβεβαίωσες με τοιαύτας τερατουργίας τον Μωϋσήν να αναλάβη
την προστασίαν του λαού, έτι δε και της ευχής του Ηλιού επήκουσας, και έστειλες
πυρ ουρανόθεν και κατέκαυσε την θυσίαν αυτού εις δόξαν σου, αυτός και τώρα,
Παντοδύναμε Δέσποτα, επάκουσόν μου του δούλου σου, και δείξον ημίν σημείον, που
είναι το θέλημά σου να κτίσωμεν Εκκλησίαν τω κράτει σου και Μοναστήριον ίνα
κατοικώμεν και σε δοξάζωμεν». Ταύτα λέγων ο μακάριος εκράτει το θυμιατήριον, οι
δε αδελφοί τον ηκολούθουν, αποφασισμένοι, εις όποιον τόπον ανάψουν μόνοι οι
άνθρακες, να οικοδομήσουν την Μονήν, καθώς ο Άγιος συνεβούλευσεν. Επεριπάτησαν
λοιπόν ώραν πολλήν, έως ου επέρασαν τους επιτηδειοτέρους τόπους έως την έρημον
Κουτιλά, και τότε, αφού επέρασαν την λίμνην της Ασφαλτίτιδος, και δεν ήναψε το
πυρ εις τους άνθρακας, εδέχθη να στρέψη οπίσω ο Άγιος, βλέπων ότι δεν ήτο Θεού
θέλημα. Καθώς λοιπόν διέβη το σπήλαιον ολίγον διάστημα (ω Βασιλεύ αθάνατε, και
τις αξίως αινέσει το κράτος σου!) καπνός εξήλθεν από τους άνθρακας και ευωδία
άρρητος και θαυμάσιος. Όθεν χαράς απείρου πλησθέντες οι Μοναχοί, έθεσαν ευθύς
εις δόξαν Θεού τα θεμέλια και ωκοδόμησαν σκηνήν αγίαν, αρετών καταγώγιον, και
έγινε Ναός μέγιστος και θαυμάσιος και Μοναστήριον ευρύχωρον με κελλία,
νοσοκομεία, ξενοδοχεία και παν άλλο χρειαζόμενον, δια να έχουν ανάπαυσιν όχι
μόνον οι Μοναχοί, αλλά και οι κοσμικοί όσοι ήρχοντο να προσκυνήσουν δι’
ευλάβειαν, ότι ο μακάριος Θεοδόσιος ήτο περισσώς εύσπλαγχνος, και δεν εκυβέρνα
μόνον εις τα ψυχικά τους ανθρώπους, αλλά και εις τα σωματικά εσπούδαζε να έχουν
τα χρειαζόμενα. Λοιπόν ήρχοντο καθ’ εκάστην εις εκείνο το Μοναστήριον πτωχοί
και άρρωστοι και από άλλας ανάγκας ταλανιζόμενοι, και όλους επεμελείτο ο
συμπαθέστατος, και ουδείς ανεχώρει εκείθεν αβοήθητος, ότι ο Άγιος ήτο οφθαλμός
τυφλών, γυμνών ένδυμα, αστέγων σκέπη, νοσούντων ιατρός, και υπηρέτης εις όλους
τους ασθενούντας ψυχή τε και σώματι. Έπλυνε τας πληγάς και τα τραύματα του
σώματος και παρηγόρει όλους να έχουν υπομονήν εις τας συμφοράς, δια να
απολαύσουν Βασιλείαν την αεί διαμένουσαν. Τινές δε των Μοναχών, αμελείς,
εγόγγυζον κατά των ξένων, και όχι μόνον δεν ήθελον να τους υπηρετήσουν, αλλά
καν να τους βλέπουν δεν κατεδέχοντο οι κακόφρονες και μικρόψυχοι· και δεν
έβαλλον εις τον νουν των, ότι ήσαν και αυτοί ομοιοπαθείς εκείνων και σύμψυχοι.
Αλλά ο Άγιος υπηρέτει όλους μεγαλοψύχως με τους ευλαβεστέρους αδελφούς, και δεν
έμεινεν εκεί ουδείς αμελούμενος δια πτωχείαν αυτού ή ευτέλειαν, αλλά μάλλον
όσον ήτο τις ενδεής και ελαχιστότερος τόσον τον επεμελείτο καλλίτερα και δεν παρήρχετο
ημέρα να μη φιλεύσουν εκατόν ξένους και περισσοτέρους εις εκείνο το
Μοναστήριον. Όσον δε ηυσπλαγχνίζοντο τους πτωχούς και πένητας τόσον ο
πλουσιόδωρος ευεργέτης ανταπέδιδεν εις αυτούς τας αμοιβάς, και δεν υστερήθησαν
από τα αναγκαία του σώματος, καθώς θέλετε ακούσει εν συνεχεία. Κάποτε ήτο πείνα
μεγάλη εις όλην εκείνην την γην, ότι ο Θεός ετιμώρει τους ανθρώπους δια τας
αμαρτίας των. Λοιπόν, όταν ήλθεν η εορτή των Βαϊων, έτρεχον οι πτωχοί και
συνήγοντο πλήθος αμέτρητον, ευρίσκοντες πρόφασιν δια την εορτήν, αλλά δια την
πείναν επήγαινον το περισσότερον. Όθεν οι τραπεζάριοι, βλέποντες τόσον πλήθος
ανθρώπων, εδειλίασαν μήπως δεν επαρκέση ο άρτος, και έδιδον εις έκαστον ανά
μίαν λίτραν ήτοι ολιγώτερον του συνήθους. Ο δε Άγιος, ιδών αυτήν την ασυνήθη πράξιν,
εμέμφθη την ολίγην πίστιν των Μοναχών, και προστάσει να ανοίξουν τας θύρας, να
εισέλθουν όλοι εις την τράπεζαν, και θέτει όσα φαγητά είχον, λέγων προς τους
ξένους· «Αδελφοί, φάγετε όλοι εις δόξαν Θεού, ως να
χορτάσητε». Τότε οι μεν πένητες πλουσίως
ετράφησαν και το κελλαρικόν εγέμισεν από άρτους περισσοτέρους ή όσους είχε
πρότερον, ότι ο των θαυμασίων Θεός επλήθυνεν εκείνους τους ολίγους άρτους και
εχόρτασαν οι ξένοι, καθώς και τους πεντάκις χιλίους με πέντε άρτους εχόρτασεν.
Ύστερον λοιπόν επήγον οι υπηρέται εις την αρτοθήκην, να ιδούν εάν έμειναν ακόμη
ολίγοι άρτοι να φάγουν και οι Μοναχοί και βλέποντες αυτήν γεμάτην εξέστησαν και
εμακάριζον τον Άγιον, τον οποίον πρωτύτερον κατέκρινον και εγόγγυζον. Ούτω
λοιπόν όχι μόνον αντήμειβεν ο πλούσιος Θεός τον Θεοδόσιον πολλαπλασίως δια την
καλήν του προαίρεσιν, αλλά και περιβόητον τον έκαμε πανταχού και θαυμαζόμενον,
ότι όσοι τον δοξάζουσι με τα έργα, τους δοξάζει και Αυτός. Άλλην φοράν πάλιν
ήτο εορτή της Θεοτόκου χαρμόσυνος και συνήχθη πλήθος άπειρον, δια να ακούσουν
την ακολουθίαν και δια να φιλευθούν και σωματικά κατά την συνήθειαν. Ήλθον
λοιπόν τόσοι, ώστε δεν έφθανον οι Μοναχοί να τους υπηρετούν, ούτε είχον φαγητά
να χορτάση καν το τρίτον μέρος των ξένων. Αλλ’ η άφθονος δεξιά του Θεού, ήτις
τρέφει όλον τον κόσμον πλουσίως, επλήθυνε και τότε τους άρτους θαυμασιώτατα,
και εχόρτασαν άπαντες, αλλά και τόσαι σπυρίδες επερίσσευσαν, ώστε έλαβον και
εις τας οικίας των πολλά βρώματα και έμειναν εις το Μοναστήριον τόσα, ώστε
έθετον πολλάς ημέρας εις την τράπεζαν προς αυτάρκειαν. Έχων δε πόθον ο Όσιος να
οικοδομήση όλα τα χρειαζόμενα της Μονής, έκτισε τρεις οίκους μεγάλους, τον ένα
δια να αναπαύωνται οι ξένοι Μοναχοί, οι οποίοι διήρχοντο εκείθεν από άλλας
Μονάς ή χάριν προσκυνήσεως και επισκέψεως του Αγίου, και τους άλλους δύο δια
τους κοσμικούς. Εις τον ένα να αναπαύωνται οι ευγενείς και επισημότεροι και εις
τον άλλον οι ευτελέστεροι. Έκτισε δε και άλλο γηροκομείον δια τους ιδικούς του
Μοναχούς εις τόπον αναχωρητικώτερον, ίνα όσοιγηράσουν ή ασθενήσουν να
αναπαύωνται εις αυτό ολίγον από τους μακρούς κόπους της προτέρας ασκήσεως. Αλλά
τις δύναται να διηγηθή κατά μέρος τας αρετάς του φιλοθέου τούτου Ποιμένος και
της ιεράς αυτού ποίμνης τα κατορθώματα; Εξακοσίους ενενήκοντα τρεις μαθητάς
ανέθρεψε, και προς Θεόν παρέπεμψεν, οίτινες ετέλεσαν τον βίον θεάρεστον· και
άλλοι μεν ετελείωσαν την ζωήν εις την έρημον, άλλοι έγιναν Επίσκοποι, άλλοι
Ηγούμενοι, όχι διότι εζήτουν αυτοί το αξίωμα, ως ποιούσι τινες ανόητοι σήμερον,
οι οποίοι δίδουν αργύρια ίνα ηγουμενεύσουν εις Μοναστήρια πλούσια, αλλά οι
άνθρωποι τους εψήφισαν και μη θέλοντας, όταν τους εγνώριζον ότι ήσαν άξιοι να
κυβερνήσουν ψυχάς και να οδηγήσουν προς ζωήν την αιώνιον· έτεροι δε πάλιν από
τους μαθητάς του ηρνήθησαν τον κόσμον ολότελα και έκαμαν άσκησιν χρόνους
πολλούς έως ογδοήκοντα εις την έρημον. Και με το πλήθος των χρόνων και πλούτον
πνευματικόν συνήθροισαν, και δια μέσου αυτών ο μακάριος Θεοδόσιος εγνωρίζετο
εις όλους και εκηρύσσετο, και δεν έμεινε καμμία χώρα σχεδόν, ήτις να μη
απήλαυσεν ωφέλειάν τινα από τον θαυμαστόν Θεοδόσιον. Εις όλην την οικουμένην
διεδόθη η φήμη του και έτρεχον προς αυτόν πολλοί στρατιώται και πλούσιοι
άρχοντες, καταφρονούντες τιμήν και δόξαν ως όνειρον και εγίνοντο μαθηταί αυτού,
προτιμώντες αδοξίαν και πάσαν ευτέλειαν δια την εκείθεν μακαριότητα. Και πολλοί
σοφοί και εγγράμματοι αφήκαν την σπουδήν των, τας πολιτείας και τους επαίνους
πάσης ανθρωπίνης σοφίας, και προτιμήσαντες την δια Χριστόν μωρίαν, έγιναν
μαθηταί του μεγάλου Θεοδοσίου, δια να παιδευθούν υπ’ αυτού εις άλλην σοφίαν
υπεράνθρωπον, τους οποίους ο γνωστικός ποιμήν εποίμαινε και εκυβέρνα με πολλήν
διάκρισιν, καθιστών ελαφρότερον εις τους αδυνάτους τον αγώνα και δια τους
δυνατούς ορίζων κανόνας αυστηρούς. Πάντας δε επαίδευεν όχι με ράβδον, αλλά με
λόγον ηρτυμένον άλατι. Και τόσον ήτο γνωστικός και πρακτικώτατος, ώστε και τα
κινήματα του νοός εγνώριζε και έδιδε πολλήν ωφέλειαν τοις αδελφοίς και εις
εαυτόν, επειδή όστις ευεργετεί τον πλησίον και τον οδηγεί εις σωτηρίαν ψυχής
εαυτόν ωφελεί περισσότερον. Ανάμεσα δε εις τας λοιπάς αυτού αρετάς, ηγάπα πολύ
ο Όσιος την ανάγνωσιν, και ποτέ δεν έλειπε το βιβλίον από τας χείρας του, ούτε
όταν ήτο έρρωστος, ούτε εις το έσχατον γήρας του, αλλά ανεγίνωσκεν ημέραν και
νύκτα, δια να ωφελήται από τα ιερά λόγια. Και κατά αλήθειαν άξιος ήτο να τον
θαυμάζη πας τις, επειδή χωρίς να μάθη ρητορικήν εδίδασκε τόσον καλά από την
χάριν του Παναγίου Πνεύματος, όχι με ανθρωπίνην σοφίαν, ώστε υπερέβαλλε τους
ρήτορας. Είχε δε καλήν μνήμην και ανέφερε συχνάκις λόγους από τα ασκητικά του
Μεγάλου Βασιλείου, τον οποίον εμιμείτο εν πολλοίς, και εσπούδαζε να στολίζη την
ψυχήν του με τους τρόπους εκείνου και την γλώσσαν με τους λόγους του· δια τούτο
ενεθυμείτο από τα συγγράμματά του όσα ήτο δυνατόν να προθυμοποιήσουν τους
αμελείς, από τα οποία ας αναφέρωμεν ολίγα δια ενθύμησιν. «Παρακαλώ σας,
αδελφοί, δια την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις εσταυρώθη δια τας
αμαρτίας μας, ας φροντίσωμεν δια την ψυχήν μας, ας μετανοήσωμεν δια τας
αμαρτίας μας τώρα που έχομεν καιρόν ευπρόσδεκτον, να μη κλαίωμεν τότε εις την
γέενναν του πυρός ανωφελώς. Τώρα βοηθεί ο Θεός εκείνους που επιστρέφουσιν από
την πονηράν οδόν και τότε εξετάζει τας πράξεις και τους λόγους και τας
ενθυμήσεις ως κριτής αλάθητος και απολαμβάνει έκαστος κατά τας πράξεις του,
άλλος ζωήν αιώνιον και άλλος ατελεύτητον κόλασιν». Με ταύτα και έτερα όμοια
εδίδασκεν ο Όσιος τα λογικά πρόβατα και παρεκίνει να είναι έτοιμοι πάντοτε. Ήτο
δε εις μεν όλα τα συμβάντα πραότατος, ταπεινός και ήμερος, όταν δε υπήρχε
κίνδυνος δια την ευσέβειαν τότε εφαίνετο φιλόνεικος και ισχυρογνώμων ο ευσεβής
Θεοδόσιος· και ήτο, κατά την Γραφήν, πυρ φλέγον,
και μάχαιρα κόπτουσα, αφανίζων τα κακά ζιζάνια. Ούτως εφιλονείκησε με τον
παράνομον βασιλέα Αναστάσιον, τον μεγάλον και άσπονδον εχθρόν της Οικουμενικής
Αγίας τετάρτης Συνόδου, όστις ηκολούθει την αίρεσιν του δυσσεβούς Ετυχούς και
Διοσκόρου και Σεβήρου, φρονούντων μίαν φύσιν εις Χριστόν οι άχρηστοι, ο οποίος
βασιλεύς άλλους μεν Πατέρας εκολάκευε και συνετάσσοντο με την αίρεσιν και
άλλους κατετυράννει ο αφρονέστατος. Όθεν εδοκίμασε να παρασύρη και τον σοφόν
Θεοδόσιον με αργύρια ο φιλάργυρος. Έστειλε λοιπόν εις τον Όσιον δωρεάν χρυσίου
λίτρας τριάκοντα και δια να μη καταλάβη ότι το έστειλε με πονηρίαν και το
στρέψη οπίσω, εσκέπασε με δόλον το άγκιστρον και του εμήνυσε να το δεχθή, ίνα
το εξοδεύση εις τους ασθενείς και πένητας. Ο δε Άγιος το μεν χρυσίον εδέχθη,
δια να μη δώση πρόφασιν σκανδάλου, την δε μιαράν γνώμην εμίσησε και απέκρουσεν,
ανατρέπων αυτήν με αληθείς αποδείξεις και παραδείγματα. Και έμεινε νικημένος ο
βασιλεύς, ως να επολέμει η έλαφος με τον λέοντα, καθώς ο λόγος θέλει δηλώσει
περαιτέρω. Αφού επέρασεν ολίγος καιρός, αφ’ ότου εφιλοδώρησε τον Άγιον με το
χρυσίον ο βασιλεύς, έστειλεν ανθρώπους προς τον Όσιον να υπογράψη εις την
άνωθεν αίρεσιν. Τότε ο Όσιος συνάγει όλους τους Πατέρας της ερήμου και με την
γνώμην απάντων και θέλησιν, γράφει προς τον βασιλέα τοιαύτην απόκρισιν· «Επειδή
μας εμήνυσες να κάμωμεν ένα από τα δύο ταύτα, ήτοι ή να συμφωνήσωμεν εις την
των Ακεφάλων γνώμην, ή μένοντες εις τα ορθά των Πατέρων Δόγματα, να λάβωμεν
βίαιον θάνατον, γίνωσκε ότι προτιμώμεν τον θάνατον και όχι μόνον ημείς δεν
παρεκκλίνομεν ποσώς από την αλήθειαν, αλλά και όσους άλλους παρασύρετε και
γίνουν ομόφρονές σας, ημείς αναθεματίζομεν, και εάν χειροτονήσετε τινά από τους
Ακεφάλους ημείς δεν τον δεχόμεθα. Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να παραιτηθώμεν
από την Ορθοδοξίαν έστω και μικρόν τι, αλλά καν τους Αγίους τούτους Τόπους
ίδωμεν εις το πυρ παραδεδομένους, καν άλλο τι πάθωμεν, δεν αλλάσσομεν γνώμην,
καν εις λεπτά τεμάχια τα σώματά μας ελεεινώς αν κατακόψωσιν, αλλά τας Αγίας
τέσσαρας Συνόδους πιστεύομεν, από τας οποίας η πρώτη των τιη΄ (318) Πατέρων
έγινε κατά του Αρείου, εις την Νίκαιαν, τον οποίον αναθεμάτισαν, ότι τον Υιόν
του Θεού εδογμάτιζεν ο δυσσεβής της του Πατρός ουσίας αλλότριον· η Δευτέρα κατά
Μακεδονίου, όστις εβλασφήμει εις το Πνεύμα το Άγιον·
η Τρίτη κατά Νεστορίου συνηθροίσθη εις Έφεσον, όστις εφλυάρει κατά της
οικονομίας του Χριστού μιαρά και άτοπα, η δε Τετάρτη των χλ΄ (630) Θεοφόρων
Πατέρων εις την Χαλκηδόνα, οι οποίοι ομοφρονούντες με τους άλλους, αφώρισαν τον
Ευτυχή και Νεστόριον, και μακράν της Εκκλησίας εδίωξαν και εκράτυναν την
Αποστολικήν Πίστιν, δογματίζοντες ξένους της Εκκλησίας Χριστού τους
αλλοτριόφρονας. Από ταύτην λοιπόν την Ορθόδοξον πίστιν δεν παρεκκλίνομεν ούτε
προδίδομεν (άπαγε!) την ευσέβειαν, έστω και αν πρόκειται να μας δώσετε μυρίους
θανάτους. Η δε ειρήνη του Θεού η πάντα νουν υπερέχουσα να είναι φύλαξ και
οδηγός του κράτους σου». Ταύτην την επιστολήν δεξάμενος ο βασιλεύς, ηυλαβήθη
τον Άγιον και του έστειλεν απόκρισιν προφασιζόμενος ότι αυτός εις εκείνο δεν
έπαιεν, αλλά οι κακοί Αρχιερείς και κληρικοί, οι οποίοι, θέλοντες να φανώσι
σοφοί, έκαμνον τα σκάνδαλα. Αυτά και άλλα γράψας ο βασιλεύς προς τον Όσιον,
έπαυσε και δεν εβίαζε τινα εις την αίρεσιν. Αλλά μετά καιρόν ήλλαξε γνώμην και
έστειλε πάλιν γράμματα κατά της ευσεβείας ο μάταιος. Ο δε γενναίος και ζηλωτής
της ορθής πίστεως Άγιος Θεοδόσιος δεν εψήφισε τα γράμματα, αλλά ως λέων ώρμησε
κατά των απεσταλμένων και συνάξας το πλήθος ανέβη εις τον άμβωνα και
μεγαλοφώνως εβόησε· «Όστις εναντιωθή εις τας τέσσαρας Αγίας Οικουμενικάς
Συνόδους και δεν τας τιμά ως και τα τέσσαρα Ευαγγέλια, να έχη το ανάθεμα». Ταύτα
ειπών έδραμεν ως Άγγελος εις τας πλησίον χώρας και πόλεις ως στρατηγός,
ακολουθούντων πολλών Μοναχών, και εστήριζε τους πιστούς, τους δε ραθύμους
διήγειρε και όσους είχον αμφιβολίαν εις την Ορθόδοξον πίστιν εβεβαίωνε και τους
επροθυμοποίει να μη φοβηθούν απειλάς τυράννου, αλλά να αποθάνουν εάν έλθη
ανάγκη δια την ευσέβειαν. Εδίδασκε δε αυτούς ο Όσιος να γνωρίζουν ότι ο Υιός
και Λόγος του Θεού είναι συγχρόνως Θεός και άνθρωπος εις μίαν υπόστασιν, ήτοι
πρόσωπον, έχων φυσικήν την θεότητα και την ανθρωπότητα. Έφερε δε εις μαρτυρίαν
την Αγίαν εκείνην και Οικουμενικήν Τετάρτην
Σύνοδον, ήτις ανατρέπει αυτάς τας δύο αιρέσεις σαφέστατα, του δυσσεβούς
Νεστορίου, όστις εμέριζε τον ένα Χριστόν εις δύο υιούς και δύο υποστάσεις ο
ανόητος, και του Ευτυχούς και Διοσκόρου και Σεβήρου, οι οποίοι συγχέουσιν εις
μίαν φύσιν του ενός Χριστού την θεότητα και ανθρωπότητα· ότι ο μεν Νεστόριος
εφρόνει δύο φύσεις και υποστάσεις εις τον Χριστόν και δύο υιούς, ένα μεν τον εκ
Πατρός γεννηθέντα Θεόν, και άλλον εκ της Αγίας Παρθένου. Ο δε Ευτυχής πάλιν και
Διόσκορος και ο τούτων ομόφρων Σεβήρος, θέλοντες τάχα να πολεμήσουν αυτήν την
του Νεστορίου σφαλεράν διαίρεσιν, έπεσαν πάλιν και αυτοί ανοήτως εις άλλην
αίρεσιν, ονομάζοντες εις τον Χριστόν μίαν φύσιν θεότητός τε και ανθρωπότητος,
και φρονούντες οι άφρονες παθητήν την θεότητα· ότι εάν έχη ο Χριστός μίαν
φύσιν, καθώς αυτοί εφλυάρησαν, άρα και η θεότης εγνώρισε θάνατον. Αλλά ας
εμφραγώσιν αυτών τα μιαρά στόματα, ότι αυτή η Αγία Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος
εδογμάτισε να τιμώμεν δύο φύσεις θεότητός τε και ανθρωπότητος εις μίαν
υπόστασιν ασυγχύτως, ατρέπτως και αχωρίστως ένα Υιόν εκ του Πατρός προαιώνιον
κατά την θεότητα, ύστερον δε πάλιν γεννηθέντα εκ της Αγίας Παρθένου, με
καινότερον νόμον κατά την ανθρωπότητα, όμοιον τω Πατρί κατά την ουσίαν αμήτορα
και απάτορα. Με ταύτα και άλλα όμοια εδίδασκε με παρρησίαν το ποίμνιον ο σοφός
Θεοδόσιος. Όθεν ο βασιλεύς κατ’ αυτού εθυμώνετο, και τον εξώρισεν αδίκως. Ο δε
δικαιοκρίτης Θεός αφήρεσε την ζωήν εκείνου του παράφρονος, και επιστρέφοντος
πάλιν του Οσίου εις τα ίδια έπαυσεν ο διωγμός της Εκκλησίας, και ησύχασαν τα
σκάνδαλα. Και οι μεν αιρετικοί αρχιερείς κακοί κακώς των θρόνων εξώσθησαν, οι
δε ευσεβείς απέλαβον τους θρόνους αυτών ως το πρότερον, και πολλοί απ’ αυτούς
επήνεσαν τον μέγαν Θεοδόσιον δια την παρρησίαν την οποίαν έδειξε και δεν
εψήφισε τα βασιλικά προστάγματα. Εξόχως δε οι Αρχιεπίσκοποι, ο Ρώμης Αγάπιος
και ο Εφραίμ Αλεξανδρείας του έγραψαν γράμματα εγκωμιαστικά και πολύ τον
ευφήμησαν. Αλλά ας είπωμεν και εν θαύμα· μίαν
ημέραν ήσαν όλοι οι πρόκριτοι γέροντες της ερήμου και Μοναχοί επίσημοι
συνηγμένοι εις το Ιερατείον, όπου ήτο συνήθεια έκπαλαι να υψώνουν τον Τίμιον
Σταυρόν. Καθώς λοιπόν εκάθηντο, ήλθε γυνή τις, ήτις είχεν εις το στήθος δεινήν
και ανίατον ασθένειαν, την οποίαν οι ιατροί καρκίνον ονομάζουσι και ο κοινός
λαός την λέγει φάγουσαν, η οποία τρώγει την σάρκα του ασθενούς και δεν ημπορεί
κανείς να την θεραπεύση με ανθρωπίνην ενέργειαν. Καθώς λοιπόν εισήλθεν η γυνή,
ηρώτησεν ένα πνευματικόν Ισίδωρον, Ηγούμενον της Λαύρας Σουκά, εάν ήτο εκεί εις
την ιεράν ταύτην Συνοδείαν ο θαυμαστός Θεοδόσιος· αυτός δε της τον λεδειξε δια
του δακτύλου, και η ασθενής έδραμεν ως διψώσα έλαφος εις την πηγήν του ύδατος,
και με πίστιν καθαράν γυμνώσασα το στήθος, έλαβεν ευλαβώς και ησύχως του Αγίου
το καλυμμαύχιον, ενθυμουμένη την αιμορροούσαν, και ευθύς ως το ήγγισεν εις το
στήθος της (ω της οξυτάτης θεραπείας!) ο πόνος ηφάνισται ως το σκότος, όταν
έλθη το φως, και ως χόρτος εις το πυρ εξηλείφθη. Ο δε Όσιος στραφείς εις αυτήν
είπε ταύτα με ταπείνωσιν· «Έχε θάρρος, θύγατερ, ο Δεσπότης μου Χριστός είπεν,
ότι η πίστις σου σε έσωσεν». Ο δε μακάριος Ισίδωρος, όστις την είδε πρότερον
πως ήτο και την επόνεσεν η ψυχή του, εξεσκέπασε τότε το στήθος της, και βλέπων
ότι δεν έμεινε καν μικρόν σημείον της χαλεπής εκείνης ασθενείας έφριξε και
πανταχού εκήρυττε το θαυμάσιον· ούτω φανερώνει ο Κύριος την αρετήν, όσον την
κρύπτουσιν οι ενάρετοι, και τους ανακηρύττει πανταχού και τους ευφημίζουσιν.
Αλλ’ ας είπωμεν και τα λοιπά τεράστια αυτού, ότι αμαρτία μεγάλη είναι να τα
σιωπήσωμεν. Άλλην φοράν επήγεν εις την Βηθλεέμ χάριν προσκυνήσεως και
επιστρέφων κουρασμένος από την οδοιπορίαν, διέμεινεν εις το κελλίον εναρέτου
τινός ανθρώπου, Μαρκιανού καλουμένου, όστις ήτο πλήρης χαρίτων πνευματικών· και
χαιρετήσαντες ο εις τον άλλον εν αγίω φιλήματι, συνωμίλουν ψυχωφελείς λόγους.
Έπειτα, όταν ήλθεν η ώρα του δείπνου, ελυπείτο ο καλός Μαρκιανός, διότι δεν
είχεν ούτε άρτον, ούτε σίτον εις το κελλίον του, μόνον ολίγην φακήν, από την
οποίαν έβρασεν ίνα φιλευθούν ως ηδύναντο. Ο δε μακάριος Θεοδόσιος ηννόησεν ότι
δεν είχον άρτους, και είπεν εις τον υποτακτικόν του να φέρη εκείνους, τους
οποίους εκράτουν δια την πορείαν των, και ούτως εφιλοτίμησε μάλλον αυτός τους
ξενίσαντας. Καθώς λοιπόν έτρωγον, είπεν ο Μαρκιανός προς τον Θεοδόσιον με
χαρίεν πρόσωπον· «Μη μας μέμφεσθε, πατέρες, ότι δεν σας φιλεύομεν πλούσια, ως
έπρεπεν, ότι σίτον ουδόλως έχομεν, και δι’ αυτό ούτε άρτον δεν εκάμαμεν». Ο δε
θαυμαστός και μέγας Θεοδόσιος κυττάζων τα γένεια του Μαρκιανού, είδεν ένα
κόκκον σίτου (δεν ηξεύρω πόθεν ευρέθη) εις τον πώγωνά του, και λαμβάνων αυτόν,
του λέγει χαρούμενος· «Ιδού σίτος, διατί λέγεις ότι δεν έχετε;» Τότε ο
Μαρκιανός έλαβε μετ’ ευλαβείας και πίστεως από την δεξιάν του Αγίου τον κόκκον
του σίτου, και τον έρριψεν εις την αποθήκην, πιστεύων ότι χωρίς κόπον και πόνον
θα έχη πολύν καρπόν με την ευχήν του Αγίου, καθώς και εγένετο. Και θέλων την
επαύριον να ανοίξη την θύραν της αποθήκης (ω των απορρήτων θαυμασίων σου,
Δέσποτα!) εύρεν αυτήν γεμάτην έως την στέγην και εξεπλάγησαν με τους συν αυτώ,
τοιούτον ιδόντες τεράστιον. Στέλλει τότε ένα μαθητήν του ευθύς προς τον Άγιον
να έλθη να ίδη το παράδοξον θέαμα. Όταν λοιπόν ήλθεν, ήνοιξαν ολίγον την θύραν
με κόπον πολύν, και εχύνετο έξω ο ευλογημένος σίτος. Τούτο το θαύμα δεν είναι
μικρότερον εκείνου, το οποίον έκαμεν ο Χριστός, πληθύνας τους άρτους και
χορτάσας τόσον λαόν εις την έρημον. Αλλά μία χάρις ήτο και ομοία ενέργεια,
επειδή εκεί το έκαμνεν η δύναμις του Δεσπότου, έχοντος υπηρέτας τους
Αποστόλους, και εδώ πάλιν αοράτως ενήργησεν αυτός ο Κύριος δια μέσου του δούλου
του, τον οποίον εδόξαζε δια την καλήν του προαίρεσιν. Αλλά ακούσατε και έτερον
θαυμάσιον. Γυνή τις από την Αλεξάνδρειαν πλουσία, ευλαβής και φιλόθεος, είχεν
υιόν μονογενή φίλτατον, όστις παίζων με τα άλλα παιδία έπεσεν εξ απροσεξίας ή
και από δαιμονικής συνεργείας εις φρέαρ βαθύτατον·
οι δε άνθρωποι, όπου έτυχον εκεί πλησίον, κατεβίβασαν τινας με τα σχοινία να
τον ανασύρουν και να τον ενταφιάσουν, ότι κανείς δεν επίστευε ποτέ να ευρεθή
ζωντανός και αβλαβής. Φθάσαντες εκείνοι κάτω, βλέπουν τον παίδα και εκάθητο (ω
του θαύματος!) επάνω εις το ύδωρ, ώσπερ να τον εκράτει κάποιος δυνατός και δεν
τον αφήκε να βραχή ολότελα. Τούτο το φρικτόν τεράστιον ιδόντες εξέστησαν, ότι
ήτο Θεού πρόσταξις να γίνη τοιούτον θαυμάσιον. Όταν δε τον ανεβίβασαν και τον
είδεν η μήτηρ του ζωντανόν, ενώ όλοι τον είχον δια πνιγμένον, ας μετρήση
έκαστος πόσην αγαλλίασιν έλαβεν. Ερωτώμενος δε να είπη τον τρόπον, πως έγινε
και δεν εβυθίσθη εις τα ύδατα, έλεγεν, ότι εις Μοναχός, γέρων εις την μορφήν
και τα ιμάτια τοιούτος (και έλεγε τα χαρακτηριστικά όλα του Οσίου Θεοδοσίου),
με εκράτει εις τας χείρας του και δεν με άφηνε να βυθισθώ. Οι δε παρεστώτες από
τα σημεία, που είπεν, έκριναν, ότι ήτο ο Όσιος Θεοδόσιος. Τότε η φιλόθεος
μήτηρ, δια να μη φανή προς τοιαύτην ευεργεσίαν αχάριστος, επήγεν εις το
Μοναστήριον του Αγίου με το παιδίον, ίνα κάμη την πρέπουσαν ευχαριστίαν· το δε
παιδίον, ευθύς ως είδε τον Άγιον, εφώναζε προς την μητέρα του λέγον· «Αυτός είναι όστις με εκράτει και δεν επνίγην». Τότε
η γυνή έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου καταφιλούσα τούτους με θερμότατα δάκρυα
και ευχαριστούσα τον Άγιον, τον οποίον ωνόμαζε σωτήρα της ζωής της, και της
χαράς αυτής αίτιον, ότι εάν δεν ανεσύρετο ζωντανόν το παιδίον, θα απέθνησκε και
εκείνη από την λύπην παράκαιρα, και διηγείτο εις όλους το θαύμα, καθώς το
εγράψαμεν. Άλλη τις γυνή ήτο κακοτόκος, ήτοι δεν εγέννα τα τέκνα, αλλά
απέθνησκον εις την κοιλίαν της και εκινδύνευε και αυτή να αποθάνη. Τούτο έπαθε
πολλάκις και της έδιδον ποτά και εξήρχετο το βρέφος νεκρόν από την κοιλίαν της.
Ακούσασα δε ποτε τας θαυματουργίας του Οσίου έδραμε προς αυτόν δεομένη με
θερμότατα δάκρυα, να την βοηθήση να εύρη θεραπείαν εις την τοιαύτην δεινήν
ασθένειαν, και λέγει προς τον Άγιον· «Πρόσταξόν με να δώσω το όνομά σου εις το
τέκνον που θα πρωτογεννήσω, και τούτο μόνον ελπίζω να είναι η ιατρεία μου». Ο
δε Άγιος έστερξε και λαβούσα την ευλογίαν του ανεχώρησε. Και όταν ήλθεν ο
καιρός της εγέννησεν ανεμπόδιστα και ωνόμασε το παιδίον Θεοδόσιον, αφού δε το
απεγαλάκτισε, το έφερεν εις τον Άγιον και το αφήκεν εις το Μοναστήριον, ίνα
καθώς ήτο ο συνώνυμός του της ζωής αυτού αίτιος, ούτω να το διδάξη και να το
οδηγήση προς την ζωήν την αιώνιον. Ομοίως και άλλη γυνή ήτο κακόγεννος ως η
άνωθεν, και ο Άγιος με την προσευχήν του την ελύτρωσεν από τον κίνδυνον, και
εγέννα ανεμπόδιστα, και το πρώτον της τέκνον ωνόμασε και αυτή κατά μίμησιν της
άνωθεν Θεοδόσιον, και το αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον του Οσίου, το οποίον
έγινε μετά χρόνους οικονόμος άριστος της Μονής του Οσίου. Παράδοξα τα λεγόμενα,
παραδοξότερα όμως τα παραλειπόμενα. Εις μίαν εποχήν έπεσε πολλή ακρίδα και
βρούχος εις τα χωράφια και κατέστρεφον τα γεννήματα και τα χόρτα, ο δε Άγιος
ήτο γέρων και μη δυνάμενος να περιπατή, εστηρίζετο εις τους ώμους δύο
Ιερομονάχων και επεριπάτει με πολύ δυσκολίαν δια να ευσπλαγχνισθή ο Θεός τον
κόπον του, και να επακούση της δεήσεώς του. Φθάσας λοιπόν εις τον τόπον όπου
εγίνετο το κακόν, έκαμε πρότερον δέησιν ικεσίας προς τον Θεόν, έπειτα λαμβάνει
ένα βρούχον και μίαν ακρίδα εις χείρας του και λέγει ταύτα προς εκείνα, ώσπερ
να ήσαν λογικά όντα· «Ο κοινός Δεσπότης σας προστάσσει να μη ζημιώνετε τους
πτωχούς, να τρώγετε την ζωοτροφίαν των». Ταύτα ειπών ο Όσιος (ω θαυμασίου
διηγήματος!) επαραμέρισεν όλον το πλήθος εκείνο της ακρίδος, και τ’ άλλα
ζωϋφια, και δεν έκαμναν πλέον τινά ζημίαν, ούτε από τόπου εις τόπον μετέβαινον,
αλλά εις όποιον κτήμα ήσαν, δεν εκάθιζον
εις τα γεννήματα ή εις χόρτα βρώσιμα, ώσπερνα είχον φιλίαν με ταύτα, αλλά
έτρωγον τας ακάνθας και άλλα άχρηστα χόρτα. Άλλην φοράν πάλιν ήτο εις άλλο
χωρίον η αυτή ασθένεια, και ηφανίζοντο από το πλήθος της ακρίδος και εφθείροντο
ολότελα τα γεννήματα, ο δε Άγιος εγέμισεν ένα αγγείον ελαίου και ποιών ευχήν
εις αυτό το ηυλόγησε, και το στέλλει με ευλαβείς και φιλοθέους ανθρώπους εις το
ρηθέν χωρίον και παρευθύς έφυγεν όλη η ακρίδα και ηφανίσθη. Άλλην φοράν δεν
είχον χρήματα να αγοράσουν ενδύματα, και λέγει ο οικονόμος του προς τον Όσιον,
ότι τον ηνώχλουν οι αδελφοί δια την γυμνότητα. Λέγει ο Άγιος· «Μη μεριμνάτε δια
την αύριον και ο Κύριος μάς στέλλει βοήθειαν». Ούτως είπε και ο λόγος του
έγινεν απόφασις· την άλλην ημέραν ήλθεν άνθρωπος τις, και φέρει ελεημοσύνην
εκατόν χρυσά και τα εδαπάνησαν όλα εις τα ιμάτια. Καιρόν τινα επήγεν ο Άγιος
εις τι χωρίον, Βόστρα καλούμενον, όπου ήτο εν Κοινόβιον, και είχεν εψηφισμένον
Ηγούμενον ενάρετον τινα φίλον του Οσίου, Ιουλιανόν ονόματι, επήγε δε να ίδη
τους Μοναχούς πως πορεύονται. Πλησίον δε εις το άνωθεν χωρίον ήτο άλλο
Μοναστήριον, του οποίου οι Μοναχοί ηκολούθουν την αίρεσιν του Σεβήρου και
εμίσουν τον Άγιον· όθεν ιδόντες αυτόν από μακράν έκρουσαν το ξύλον και
συναχθέντες οι Μοναχοί εχλεύαζον τον Άγιον, έτι δε και γυνή τις κακότροπος τον
εφώναζε πλάνον και άλλα όμοια. Όθεν δικαίως ο Όσιος τους κατηράσθη να μη
απομείνη λίθος εις το Μοναστήριον· και η μεν
αναίσχυντος εκείνη γυνή, η οποία ετόλμησε να τον υβρίση, εξέψυχε με χαλεπόν
θάνατον. Αγαρηνοί δε επέδραμον μετ’ ολίγας ημέρας νύκτα τινά εις το άνωθεν
Μοναστήριον των αιρετικών και αυτό μεν κατέκαυσαν, τους αθλίους δε εκείνους
απήγαγον ως δούλους με όλα των τα πράγματα, ότι η κατάρα του Αγίου τους
έφθασεν. Αλλά τούτο μεν είναι παιδεύσεως και σωφρονισμού διήγημα, άλλο δε να
είπωμεν ωφελείας και χάριτος. Ο αρχηγός του βυζαντινού στρατεύματος, ήτοι ο
Κόμης της Ανατολής, ονόματι Κήρυκος, ανδρείος εις τους πολέμους και εύτολμος,
έμελλε να υπάγη κατά των Περσών με τους στρατιώτας του. Όθεν ως ευλαβής απήλθεν
ειε τους Αγίους Τόπους πρότερον να προσκυνήση, ίνα τον βοηθήση ο Κύριος.
Ακούσας δε την φήμην του Θεοδοσίου, επήγε και τον προσεκύνησε, ζητών την
ευλογίαν του, εκείνος δε τον καθωδήγησε νε μη ελπίζη εις το ξίφος και το τόξον
του, κατά τον θείον Δαβίδ, αλλά εις την θείαν δύναμιν. Αυτά λέγοντος του Οσίου
και έτερα όμοια, κατενύγη ο Κόμης, και του εζήτησε το τρίχινον, όπερ εφόρει
εκείνος εσωτερικώς, να το κρατή αντί ασπίδος και ως φυλακτήριον εις τον
πόλεμον, ο δε Όσιος του το έδωκε βλέπων την πολλήν του ευλάβειαν. Ενδυθείς
λοιπόν ο Κήρυκος ως θώρακα εκείνο το τρίχινον ένδυμα, και μεταβάς εις την
Περσίαν έκαμεν ανδραγαθίας θαυμασίας, και επέστρεψε με τιμήν και δόξαν άπειρον.
Δεν εφάνη δε προς τον ευεργέτην αχάριστος, αλλά επανήλθεν εις τον Όσιον, ταύτα
λέγων· «Ευχαριστώ την αγιωσύνην σου, Πάτερ Αγιώτατε, διότι συ ήσο η αιτία της
νίκης μου. Επειδή αφού ενεδύθην ως θώρακα το τρίχινον ένδυμά σου και
συνεκροτήσαμεν πόλεμον, έγινε σκότος πολύ εις όλον τον τόπον, και δεν έβλεπον
οι εχθροί μας ο εις τον άλλον, μόνον εγώ έβλεπον την αγιωσύνην σου, και με
ωδήγεις εις τινας τόπους, όπου ενίκων τους εχθρούς μου θαυμασιώτατα, έως ότου
τους εδίωξα τελείως». Όχι δε μόνον αυτόν τον Κήρυκον εβοήθησε θαυμασίως ο
Όσιος, αλλά και πολλούς από διαφόρους κινδύνους ελύτρωσεν· άλλους μεν από
τρικυμίαν εν θαλάσση, ενώ έμελλον να καταποντισθούν και κράζοντες αυτόν εις
βοήθειαν, έπαυσεν η ταραχή των ανέμων και εσώθησαν. Άλλους δε πάλιν εφύλαξεν
εις την ξηράν από άγρια θηρία, και δεν τους εσπάραξαν, καθώς τον είδον οι
κινδυνεύοντες άλλοι καθ’ ύπνους και έτεροι έξυπνοι οφθαλμοφανώς, και τους
εβοήθει με τρόπον θαυμάσιον. Όχι δε μόνον ανθρώπους ωφέλησεν, αλλά και άλογα
ζώα ενίοτε ως φιλάγαθος. Κάποτε πάλιν επήγαινε πτωχός τις με τον όνον του εις
υπηρεσίαν, καθ’ οδόν δε επετέθη εναντίον του λέων αγριώτατος. Τότε ο μεν
άνθρωπος έφευγεν όσον ηδύνατο, και ο όνος ομοίως έτρεχε προς άλλην κατεύθυνσιν
δια να γλυτώση από τον κίνδυνον. Τότε ο λέων αφήκε τον άνθρωπον, και έτρεχε με
σπουδήν πολλήν να φάγη τον όνον, ο δε πτωχός εις την ανάγκην ταύτην ενεθυμήθη
τον Όσιον Θεοδόσιον, και τον επεκαλέσθη εις βοήθειαν. Όθεν ευθύς ως είπε το
όνομα του Αγίου, έπαυσεν ο θυμός του λέοντος, και αφήσας αμφοτέρους αβλαβείς
ανεχώρησεν. Είχε δε και το προορατικόν και ήξευρε τα μέλλοντα σαφώς. Ημέραν δε
τινα επρόσταξε προώρως να κτυπήσουν το σήμαντρον, και συναχθέντες οι αδελφοί
ηρώτων αυτόν τι συνέβη και επρόσταξε να σημάνουν προ της κεκανονισμένης ώρας,
αφού ήσαν δύο ώραι της ημέρας. Ο δε βαρέως στενάζων απεκρίνατο. «Ας κάμωμεν,
Πατέρες, προς Κύριον δέησιν, ότι οργήν Θεού βλέπω και έρχεται από την Ανατολήν
τάχιστα». Αυτοί δε, επειδή δεν έβλεπον τίποτε, δεν ελυπούντο την μέλλουσαν
συμφοράν, ούτε μέριμναν είχον. Και την έκτην ημέραν ήλθε μήνυμα, ότι έπεσεν από
μεγάλον σεισμόν η Αντιόχεια, κατά την ιδίαν εκείνην ώραν που είδε την οπτασίαν
ο Όσιος, και τότε οι αδελφοί ενθυμηθέντες την πρόρρησιν αυτού εθαύμαζον. Ήτο δε
και κατά πολλά ταπεινός, και δεν ενόμιζε τον εαυτόν του σημαντικόν. Όθεν βλέπων
ποτέ δύο αδελφούς να δέρωνται, τους επρόσταξε να λύσουν την έχθραν κατά το
δεσποτικόν πρόσταγμα και όταν είδεν ότι δεν ήθελον, υπό του θυμού νικώμενοι,
έπεσεν εις τους πόδας αυτών και παρεκάλει ο Ποιμήν τα πρόβατα, ο Πατήρ τα
τέκνα, ο Διδάσκαλος τους μαθητάς, ο ιατρός τους ασθενείς να θεραπεύση την
πληγήν των, και δεν τον εισήκουον. Όθεν δια να τους νικήση, με άκραν ταπείνωσιν
έβαλεν εις την γην την ιεράν αυτού κεφαλήν, και δεν εσηκώθη από το έδαφος, έως
ου εμάλαξε το μίσος από την καρδίαν αυτών, και τους έκαμε και εφίλησαν ο ένας
τον άλλον και εις το τέλος ειρήνευσαν. Αυτά και έτερα κατορθώσας ο θείος όντως
Θεοδόσιος, επλησίασεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον. Λοιπόν τον εύρε
μεγάλη ασθένεια, και τόσον δεινή, ώστε εκείτετο επί εν έτος με πολλάς οδύνας
βασανιζόμενος, διεβρώθη δε το δέρμα της λαγόνος του από την αδυναμίαν και
πολυκοιτίαν και δεν έμεινε παρά μόνον το οστούν, και ποτέ του δεν εγόγγυσεν ο
αείμνηστος ούτε σχήμα ραθυμίας έδειξεν, ούτε λόγον πικρόν γογγυσμού ποσώς
επρόφερεν, αλλά εδόξαζε μεγαλοψύχως τον Κύριον. Βλέπων δε αυτόν γέρων τις
τοσούτον δεινώς οδυνώμενον, είπεν εις αυτόν· «Κάμε, Πάτερ, προς Κύριον δέησιν,
να σε λυτρώση από την δεινήν ταύτην ασθένειαν». Ο δε Άγιος τον εκύτταξε λοξώς
λέγων· «Μη λέγης τοιούτον λόγον άπρεπον, ότι πολλάκις ήλθε και εις εμέ τοιούτος
λογισμός ψυχοβλαβέστατος και γνωρίσας ότι ήτο από τον δαίμονα τον εδίωξα,
επειδή αφού πολλά καλά απήλαυσα εις την ζωήν ταύτην και έγινα πανταχού
ονομαστός και περίφημος, το πρέπον είναι να κακοπαθήσω ολίγον δια να εύρω εις
την άλλην ζωήν παράκλησιν, και να μη ακούσω την δεινήν εκείνην απόφασιν ως ο
πλούσιος· «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». Έμεινε λοιπόν όλον τον καιρόν
εκείνον της ασθενείας ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, και καθ’ ώραν
προσηύχετο με όλην την ασθένειαν και δεν έλειπεν η ωδή από τα χείλη του,
επροφήτευσε δε και πολλά πράγματα εις τους αδελφούς, τα οποία όλα ετελειώθησαν· όταν λοιπόν εγνώρισαν ότι επλησίασεν η τελευτή του,
συνήχθησαν τα πνευματικά του τέκνα και ωδύροντο τοιούτου Πατρός την υστέρησιν·
αυτός δε τους παρηγόρει και τους εδίδασκε να έχουν έως τέλους υπομονήν εις
όσους πειρασμούς συμβαίνουσι και να υποτάσσωνται εις τους προεστώτας, οίτινες
θέλουν ηγουμενεύσει και άλλα πολλά αναγκαία τους παρήγγειλεν· εξαιρέτως δε είπε
ταύτα· «Εάν ιδήτε μετά την τελευτήν μου να αυξάνη το ποίμνιον, να πληθύνωνται
οι Μοναχοί με την πάροδον του καιρού, έχετε καλάς ελπίδας, ότι θα τελειώσουν
και τα επίλοιπα που σας είπα». Και ούτως εγένετο· ότι όχι μόνον ζώντος αυτού
ήνθει το Μοναστήριον, αλλά και μετά την αποβίωσιν αυτού έμεινεν ως ήτο πρότερον
Κοινόβιον άδολον κατά τας παραδόσεις και τάξεις που τους έδωκε, τας οποίας
εφύλαξαν απαρασάλευτα. Όθεν πολλοί από τους μακαρίους εκείνους έκαμαν διάφορα
θαύματα· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν. Όταν εγνώρισεν ο Άγιος, ότι μετά
τρεις ημέρας έμελλε να υπάγη προς Κύριον, προσεκάλεσε τρεις Επισκόπους και
ασπασάμενος αυτούς επήρε συγχώρησιν, οίτινες έκλαιον την τούτου υστέρησιν,
νομίζοντες τον θάνατον εκείνου μεγάλην ζημίαν των. Εκείνος δε πάλιν έχαιρεν
ενθυμούμενος ότι επήγαινε προς τον ποθούμενον Χριστόν, ίνα συναγάλλεται μετά των
Αγγέλων αιωνίως. Μετά ταύτα εσήκωσε τας χείρας ολίγον και προσηύχετο μυστικά
προς Κύριον, και συμπλέκων τας χείρας εις στήθος εις σχήμα Σταυρού, παρέδωκε
την γενναίαν εκείνην ψυχήν (την οποίαν εφοβούντο οι δαίμονες) εις τας αχράντους
χείρας του Παναγάθου Θεού, ζήσας χρόνους εκατόν πέντε· ο δε Θεός ετίμησε και
την τελευτήν του δούλου του με ένα μέγα θαυμάσιον. Άνθρωπός τις από την
Αλεξάνδρειαν, ονόματι Στέφανος, είχε πολύν καιρόν πονηρόν δαιμόνιον, και επήγεν
εις τον Άγιον ζώντος αυτού, ίνα τον θεραπεύση, και δεν έτυχε θεραπείας· πλην
ηξεύρων, ότι εάν δεν ισχύση η προσευχή του Αγίου να ιατρευθή, δεν είχεν ελπίδα
εις άλλον τινά, δεν ανεχώρησεν από το Μοναστήριον, αλλά έμεινεν εκεί έως την
τελείωσιν του Αγίου. Βλέπων λοιπόν ο Στέφανος νεκρόν τον Άγιον έκλαιεν επάνω
εις το λείψανον πικρώς, ανέσπα τας τρίχας του, εκτύπα το πρόσωπον εις το έδαφος
και έλεγε ταύτα προς τον Άγιον· «Ουαί μοι, ότι σήμερον εχάθη η ελπίς μου, η
καταφυγή, η βοήθεια, ότι εις σε είχον το θάρρος μου, Άγιε, να με λυτρώσης τον
άθλιον από τον πονηρόν δαίμονα, και τώρα τελείως απηλπίσθην ο δείλαιος· κάλλιον
είναι να πέσω εις το πυρ ή εις την θάλασσαν, ή να συνταφώ μετά σου, παρά να με
βασανίζη τοιούτος άσπλαγχνος τύραννος». Αυτά και άλλα πλείονα λέγων,
ηνηγκαλίζετο τον Άγιον, χύνων ως ποταμόν τα δάκρυα. Τότε τον έρριψεν ο δαίμων,
ίνα δείξη ότι χωρίς την θέλησίν του εξήρχετο, ότι η θεία δύναμις τον εδίωκεν.
Έπειτα αφού τον ετάραξε πολλά, εξήλθε βιαίως ο τρισκατάρατος και έμεινεν υγιής
ο Στέφανος και εδόξασε τον Κύριον. Ούτος ήτο ο θαυμάσιος και φοβερός εις πάντας
Θεοδόσιος, εις τον οποίον όχι μόνον ζώντα αλλά και μετά θάνατον υπετάσσοντο η
γη, ο ουρανός, ο αήρ, η θάλασσα και οι δαίμονες· όστις προσέτασσε τα θηρία της
γης και δεν τον έβλαπτον, τον ουρανόν και έβρεχε, τον αέρα και παρέσυρε την
ακρίδα εις την θάλασσαν και ησύχαζε, και τους δαίμονας και έφευγον από τους
ανθρώπους έντρομοι. Εξήλθε λοιπόν η φήμη πανταχού ότι ο μέγας Θεοδόσιος υπάγει
προς Κύριον και έτρεχον οι πιστοί πλήθος άπειρον, λαϊκοί, Μοναχοί, Ιερείς και
Επίσκοποι και συνηγωνίζοντο και συνωθούντο να ασπασθούν όλοι το ιερόν λείψανον.
Ήλθε δε και ο Αγιώτατος Πέτρος, όστις ήτο τότε Πατριάρχης εις τα Ιεροσόλυμα,
και μετά βίας ηδυνήθησαν όλοι εκείνοι οι θαυμάσιοι Αρχιερείς να καταπείσουν το
πλήθος του λαού να παραμερίσουν να ενταφιάσουν τον Άγιον·
ότι έκαστος είχε πόθον να ασπασθή έστω και το ράσον του, ή τας τρίχας ή άλλο τι
να λάβη προς ευλογίαν του. μετά πολλάς ώρας λοιπόν έκρυψαν εις την γην τον
ουρανού άξιον και θησαυρόν πολύτιμον, και τελέσαντες όσα έπρεπε κατά την τάξιν
της Εκκλησίας μας ανεχώρησαν, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, την
μίαν Θεότητα· η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, νυν και αεί και
εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου