Τη ΚΘ΄ (29η) του Οκτωβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΒΡΑΜΙΟΥ και ΜΑΡΙΑΣ της αυτού ανεψιάς.

Αβράμιος ο Όσιος Πατήρ ημών ανέθαλεν εις την Έδεσσαν της Μεσοποταμίας εν έτει 296 εκ ρίζης ευγενούς και περιφανούς, διότι οι γονείς του ήσαν λαμπροί τον βίον, πλούσιοι τε και ένδοξοι, ήτο δε ο ευλογημένος ούτος νέος εξ αρχής ταπεινός και ενάρετος. Όθεν οι γονείς του, βλέποντες την ένθεον πολιτείαν και τα θαυμάσια ήθη αυτού, τον ενύμφευσαν ακουσίως του, φοβούμενοι μήπως από την μεγάλην του ευλάβειαν γίνη Μοναχός.
Τούτο δε εφοβούντο διότι δεν είχον άλλο τέκνον και επόθουν να ίδωσιν από αυτόν κληρονομίαν. Ο δε Αβράμιος δεν είχεν ουδόλως τον λογισμόν του εις τα του γάλου, πλην ίνα μη φανή παρήκοος εις τους γονείς του δεν ηναντιώθη εις αυτούς, αλλ’ ήτο σκυθρωπός, συλλογιζόμενος περί των μελλόντων και ουδόλως επρόσεχεν εις τα παίχνια του γάμου και τα μουσικά όργανα, τα οποία εποίουν οι συγγενείς και φίλοι του πανηγυρίζοντες ημέρας εξ. Την δε εβδόμην ημέραν, κατά την οποίαν έμελλον να καταπαύσωσι τους κρότους και τα παίγνια και ήσαν ασχολούμενοι άπαντες εις την τράπεζαν δια να φιλεύσωσι τους προσκεκλημένους, ο δε Αβράμιος εκάθητο με την νύμφην λαμπρώς εις το δωμάτιον, ο κρυπτός της σωτηρίας ημών εραστής, ο νοητός νυμφαγωγός των ψυχών και Νυμφίος Χριστός απέστειλεν ακτίνα γλυκυτάτην εις την παστάδα του Αβραμίδου, και εφώτισε τας όψεις και την καρδίαν αυτού με τρόπον απόρρητον, δια να τον αιχμαλωτίση εις τον ουράνιον έρωτα και να καταφρονήση τα γήϊνα, καθώς και εγένετο. Όθεν ως είδεν ο νέος την γλυκείαν ακτίνα της άνω λαμπρότητος, ενεπλήσθη εις την καρδίαν αρρήτου φαιδρότητος και δεν ήθελε να γευθή ουδόλως τροφής τινος ή ποτού, αλλ’ εφαντάζετο εκείνο το θείον φως και κατεφλέγετο η ψυχή του εις την αγάπην του Πλάσαντος. Αφού δε ανεχώρησαν οι προσκεκλημένοι έκαστος εις την οικίαν του, εξήλθε κρυφίως ο Αβράμιος από την πόλιν και περιπατήσας τρία στάδια, εύρε κελλίον εις τόπον πολλά ήσυχον, ένθα πεφωτισμένος υπό Θεού έμεινε προσευχόμενος. Οι δε γονείς του ωδύροντο δια την αυτού αναχώρησιν και εζήτουν αυτόν εις πάντα τόπον, ερευνώντες επιμελώς εις κελλία και Μοναστήρια. Την εβδόμην πάλιν από της αναχωρήσεώς του ημέραν εύρον οι συγγενείς του τον Άγιον εις το ρηθέν κελλίον και εθαύμαζον πως έκαμε μόνος τόσας ημέρας χωρίς βρώσιν και πόσιν ή άλλα ενδύματα πλην εκείνων τα οποία εφόρει και μάλιστα διότι ήτο ακόμη πολύ νέος και τρυφερός εις την σάρκα. Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς: «Μη θαυμάζετε, αλλά μάλλον ευχαριστήσατε τον Θεόν, όστις με εξέβαλεν από την βιοτικήν μοχθηρίαν με οικονομίαν σοφήν και άρρητον και εύχεσθε, εάν είσθε συγγενείς και φίλοι μου, να με ενδυναμώση η Χάρις του να βαστάσω έως τέλους τον ζυγόν αυτού τον γλυκύν και το φορτίον το ελαφρότατον». Ταύτα ειπών τους απεχαιρέτησε και παρεκάλεσεν αυτούς να μη έρχωνται συχνάκις εκεί και ταράσσωσι την ησυχίαν του δια να μη εμποδίζωσι την προκοπήν αυτού. Οι δε έστρεψαν εις τον οίκον των κατά μεν το έξωθεν σχήμα κλαίοντες, κατά δε την ψυχήν ευφραινόμενοι. Ο δε Αβράμιος έκτισε την θύραν του κελλίου και αφήκε θυρίδα μόνον τινά τόσην, ώστε να χωρή άρτος και μικρόν αγγείον ύδατος, τα οποία του έφερον ενίοτε. Έμεινε λοιπόν ο καλός αριστεύς κεκλεισμένος, αδιαλείπτως προσευχόμενος με μεγάλην εγκράτειαν και ταπείνωσιν και τας λοιπάς αρετάς, και τόσον προέκοψεν εις την φιλόσοφον ταύτην της ησυχίας διαγωγήν, ώστε εις ολίγους χρόνους διεδόθη η φήμη του πανταχού, και ήρχοντο πολλοί εις επίσκεψιν αυτού χάριν ευλογίας, πάντας δε ενουθέτει θαυμασίως και έδιδεν εις όλους τας αποκρίσεις εις όσα τον ηρώτων, καθώς το Πνεύμα το Άγιον τον εφώτιζεν. Όταν δε παρήλθον έτη δέκα μετά την αναχώρησιν, ετελεύτησαν οι γονείς του και έμεινε κληρονόμος εις όλον τον πλούτον των· αλλά ουδόλως ηθέλησε να κρατήση καν εν αργύριον, αλλά διώρισε φίλον του τινά πιστόν επίτροπον, να τα διαμοιράση όλα εις πένητας. Τούτου γενομένου ελυτρώθη πάσης φροντίδος ο Όσιος και ήτο εις την προσευχήν ασχολούμενος, μη έχων μέριμναν τινα σωματικήν, αλλά μόνον ποθών τα ουράνια και τόσον ηγάπησε την ακτημοσύνην, ώστε δεν είχεν άλλα ιμάτια, ειμή μόνον επανωφόριον τι και ράσον τρίχινον, όπερ εφόρει, ψάθην να κοιμάται και ποτήριον με το οποίον έπινε το ύδωρ μεμετρημένον. Αλλ’ όσον ήτο ακτήμων και άπορος από γήϊνα πράγματα, τοσούτον έθαλλε και ήνθει εις τας αρετάς και ήτο εστολισμένος από θεία χαρίσματα, εξαιρέτως δε ήτο πλούσιος εις την προς τον πλησίον αγάπην και την ταπείνωσιν. Ενουθέτει δε πάντας προς σωτηρίαν, λέγων λόγους τοσούτον ψυχωφελείς, ώστε έθελγε τας καρδίας των ακουόντων. Διήλθε δε ούτω καθ’ όλην την άσκησιν αυτού, ήτις διήρκεσεν έτη πεντήκοντα, καθ’ όλον δε το διάστημα τούτο ουδόλως ημέλησεν ούτε ήλλαξε τον κανόνα ή την εγκράτειαν, αλλά καθώς ήρχισεν, ούτως αόκνως και επιμελώς ηγωνίσθη έως τέλους, έλαμπε δε ως φως η αρετή αυτού εις όλους τους πέριξ εκεί τόπους. Όθεν ο Δεσπότης Χριστός τον ετίμησε και με αποστολικήν αξίαν, χειροτονήσας αυτόν (ως κατωτέρω θέλομεν γράψει σαφέστερον) και τον ηξίωσε να γίνη πιπτόντων ανάστασις και «φως των εν σκότει» (Ρωμ. β:19). Υπήρχε χωρίον τι εις τόπον εκείνον πολυάνθρωπον καλούμενον Ταινία, οι δε κάτοικοι αυτού ήσαν ειδωλολάτραι και ατίθασοι άνθρωποι, πολλούς δε Ιερείς και Διακόνους έστειλεν ο Επίσκοπος της χώρας εκείνης δια να τους οδηγήσωσιν εις τον Χριστιανισμόν, αλλ’ ουδείς ηδυνήθη να επιτύχη τούτο. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και επέστρεφον τετραυματισμένοι και διαφόρως βεβασανισμένοι από τους ανηλεείς αυτούς και βαρβάρους. Απορών λοιπόν ο Αρχιερεύς εις αυτό και μη γινώσκων ποίον να εύρη άξιον τοιαύτης διακονίας, ενεθυμήθη τον Αβράμιον και εξ Αγίου Πνεύματος φωτισθείς, γινώσκων τας αρετάς του ανδρός, διενοήθη να τον χειροτονήση Ιερέα και να τον στείλη εις το ρηθέν χωρίον, μήπως δυνηθή με την πολλήν αυτού καρτερίαν και ταπείνωσιν να τους επιστρέψη. Οι δε Κληρικοί άπαντες επήνεσαν την γνώμην του Επισκόπου, λέγοντες ότι ο Αβράμιος όντως ήτο άξιος εις τούτο. Απήλθε λοιπόν ευθύς με όλον τον Κλήρον εις το κελλίον αυτού και ασπασάμενοι αλλήλους, του ανέφερε δια το χωρίον εκείνο, παρακαλών αυτόν να αναλάβη τοιαύτην διακονίαν. Ο δε Όσιος ταύτα ακούσας εστέναξε λέγων· «Τις είμαι εγώ ο ανάξιος, κύριέ μου, να λάβω τοιούτον μέγεθος Ιερωσύνης επάνω μου, να γίνω διδάσκαλος; Παρακαλώ σε, άφες με δια την αγάπην του Χριστού να κλαίω τας αμαρτίας μου». Αφ’ ου λοιπόν ηγωνίσθη ο Επίσκοπος επί πολύ, φέρων εις τον Άγιον παραδείγματα διαφόρων Αγίων, με τα οποία προσεπάθει να τον κάμη να δεχθή την Ιερωσύνην και δεν ηδυνήθη, είπε προς αυτόν· «Γνωρίζω, τέκνον μου ποθεινότατον, ότι δύνασαι, με την Χάριν βεβαίως του Αγίου Πνεύματος και με τα έργα και τους λόγους σου, να τους επιστρέψης· όθεν μη ζημιωθής τοσούτον μισθόν δια την αμέλειάν σου και αφήσης τόσας ψυχάς να κολάζωνται, διότι μεγάλην ανταπόδοσιν έχεις να λάβης παρά Θεού δια το έργον τούτο». Ο δε Αβράμιος πάλιν απεκρίνατο ως το πρότερον, ότι δεν ήτο άξιος. Τότε ο Αρχιερεύς ητένισεν εις αυτόν με βλέμμα οξύτερον και λέγει προς αυτόν· «Όλον τον κόσμον εμίσησας και τας σαρκικάς ηδονάς κατεπάτησας, φυλάττων τοσαύτην εγκράτειαν, την δε ταπείνωσιν και υπακοήν δεν έχεις, ήτις είναι πασών των αρετών το κεφάλαιον»; Ταύτα ακούσας έκλαυσε πικρώς ο Αβράμιος λέγων· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου μου, δια την υπακοήν, αν και είμαι ανάξιος να πράξω, Δέσποτα, καθώς με προστάζεις». Εξέβαλε λοιπόν αυτόν ο Επίσκοπος από το κελλίον και απελθόντες εις την Εκκλησίαν τον εχειροτόνησε κατά τάξιν Διάκονον και έπειτα Ιερέα και τον έστειλεν εις το ρηθέν χωρίον. Απήλθε λοιπόν ο Άγιος μετά δακρύων δεόμενος και επικαλούμενος την άνωθεν βοήθειαν και συμμαχίαν λέγων ταύτα· «Δέσποτα φιλάνθρωπε ο Θεός, ο μόνος αγαθός και ελεήμων, όστις εδημιούργησας τον άνθρωπον δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου, μη παρίδης το πλάσμα των χειρών σου να απολεσθή, αλλά λύτρωσαι αυτό της τυραννίδος του δαίμονος και φώτισον αυτούς και οδήγησον εις την αληθή σου επίγνωσιν». Ταύτα ευχόμενος προσέταξε και επώλησαν ό,τι είχεν απομείνει από την πατρικήν του περιουσίαν και του έφερον τα χρήματα, τα οποία εδαπάνησε και έκτισεν Εκκλησίαν ωραιοτάτην, την εστόλισαν δε έσωθεν με χρυσίον και εικονογραφίας επιμελώς και ελειτούργει εις αυτήν. Ήτο δε η Εκκλησία αύτη πλησίον εις το χωρίον των ρηθέντων ειδωλολατρών, δια τους οποίους εποίησε πολλάς δεήσεις προς Κύριον, να τους φωτίση, να γνωρίσωσι την αλήθειαν. Έπειτα ενδυναμωθείς την καρδίαν και ζήλω θείω κινούμενος απήλθεν εις τον ναόν αυτών και έρριψεν εις την γην όλα τα είδωλα αυτών και συνέτριψεν αυτά. Ταύτα μαθόντες οι ειδωλολάτραι έδραμον ωμότατα πάντες με ξύλα και λίθους κατ’ αυτού και τόσον σκληρώς τον εμαστίγωσαν, ώστε τον αφήκαν ωσεί νεκρόν ακίνητον, νομίζοντες ότι απέθανεν. Έκειτο λοιπόν ούτως ο Άγιος έως το μεσονύκτιον και τότε ηγέρθη μετά βίας και εισελθών εις την Εκκλησίαν αυτού ωδύρετο και εκτύπα το μέτωπον εις την γην, δεόμενος δια την σωτηρίαν αυτών. Αφ’ ου δε εξημέρωσεν, επήγαν τινές εξ εκείνων εις την Εκκλησίαν του Αγίου, όχι εξ ευλαβείας, επειδή ήσαν άπιστοι, αλλά δια να βλέπωσι την ωραιότητα αυτής και ιδόντες ζώντα τον Άγιον εις την προσευχήν εθυμώθησαν και τον ήρπασαν ως άγρια θηρία και τον έδεσαν με σχοινία, σύροντες εις το μέσον της πόλεως και τον εκτύπων πάλιν με λίθους και ξύλα, έως ότου τον αφήκαν ωσεί νεκρόν, αγνοούντες οι μάταιοι οποίας αμοιβάς έδιδον εις εκείνον, όστις δια την σωτηρίαν αυτών εκοπίαζεν. Έκειτο λοιπόν πάλιν έως το μέσον της νυκτός ο Όσιος και τότε εγειρόμενος έλεγεν· «Έως πότε, Κύριε, επιλήση μου εις τέλος; Έως πότε αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού»; (Ψαλμ. ιβ: 1-2) Έως τίνος τα έργα των χειρών σου περιοράς απολλύμενα»; Ταύτα ειπών και άλλα παρόμοια με πηγάς δακρύων και εγερθείς απήλθεν εις τον Ναόν ούτω πεπληγωμένος και προσηύχετο ως το πρότερον. Αφ’ ου δε εξημέρωσεν, απελθόντες οι χριστομάχοι εκείνοι θήρες εις τον Ναόν, τον έδειραν πάλιν χειρότερα και δένοντες αυτόν από τους πόδας, τον έσυραν μακράν και τον έρριψαν και πάλιν ως νεκρόν. Ούτω λοιπόν μαστιγούμενος και βασανιζόμενος ο Αθλητής του Χριστού επί έτη τρία δεν ημέλησε, δεν εβαρυκάρδισε, δεν εμίσησε τους μαστιγούντας, δεν είπε ποτέ λόγον βαρύν προς αυτούς οργιζόμενος, αλλά ενίκα το μίσος με την αγάπην και τον θυμόν με πραότητα. Λοιδορούμενος ηυλόγει, ενουθέτει, συνεβούλευε και παρεκάλει νέους και γέροντας, ως πατέρας, ως τέκνα και ως αδελφούς, να γνωρίσωσι τον όντως Θεόν και να αρνηθώσι τα βδελύγματα. Δια τούτο ιδών ο Κύριος την μεγάλην αυτού καρτερίαν και την υπερβάλλουσαν αγάπην, εφώτισεν εκείνους τους βαρβάρους να γνωρίσωσι την αλήθειαν· όθεν συναχθέντες εις την αγοράν ημέραν τινά, έλεγον προς αλλήλους ταύτα, θαυμάζοντες και μετά μεγάλης εκπλήξεως απορούντες· «Βλέπετε πόσα κακά εποιήσαμεν προς τον Αβράμιον και με πόσην γενναιότητα υπέμεινε τοσαύτας πληγάς, χωρίς να οργισθή καθ’ ημών ή καν να εκφέρη λόγον βαρύν προς ημάς· μάλιστα και μας αγαπά και δεικνύει προς ημάς τόσην φιλανθρωπίαν και χρηστότητα. Αληθώς, εάν δεν ήτο Θεός αληθινός και αθάνατος, να αποδίδη τας αμοιβάς αξίας των πόνων, δεν θα είχεν αυτός τόσην υπομονήν να τον δέρωμεν τρία έτη και να μη φεύγη· αλλά και τους θεούς μας όλους ιδέτε πως μόνος του, χωρίς κόπον τους έρριψε και ουδείς εξ αυτών ηδυνήθη να τον βλάψη, να εκδικήση την ύβριν, την οποίαν εποίησεν εις αυτούς. Ας προσπέσωμεν λοιπόν εις αυτόν τον ενάρετον άνθρωπον και ας πιστεύσωμεν εις τον Θεόν, τον οποίον κηρύττει». Ταύτα ειπόντες, έδραμον πάντες εις τον Ναόν και με μίαν γνώμην, μίαν ψυχήν και μίαν γλώσσαν εκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, δοξάζοντες αυτόν και ευχαριστούντες τον Όσιον, όστις επληρώθη την καρδίαν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως και κατηχήσας αυτούς και διδάξας πάντα τα άρθρα της Πίστεως και παν άλλο αναγκαίον ερμηνεύσας εις αυτούς, τους εβάπτισε εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Ήσαν δε τον αριθμόν χίλιοι, οίτινες ως γη αγαθή εδέχθησαν τα θεία σπέρματα και απέδιδον καρπόν πολλαπλάσιον. Αφ’ ου λοιπόν διήλθεν εν ακόμη έτος εκεί ο Όσιος και τους εστερέωσεν εις τας θείας εντολάς, ανεχώρησε κρυφίως νύκτα τινά ποιήσας ευχήν προς Κύριον να διαφυλάττη εις την πίστιν το χωρίον εκείνο και απήκθεν εις έρημον τόπον να ησυχάση κατά τον πόθον του. Την δε πρωϊαν, μη ευρόντες αυτόν εις τον Ναόν, εθρήνουν όλοι την συμφοράν και ζητούντες αυτόν εις τόπους πολλούς δεν ηδυνήθησαν να τον εύρωσιν· όθεν απήλθον εις τον Επίσκοπον οδυρόμενοι την του ποιμένος στέρησιν, ούτος δε τους παρηγόρει να μη πικραίνωνται και απελθών εις το χωρίον αυτών εχειροτόνησεν Ιερείς και Διακόνους τους πλέον ευλαβείς και εναρέτους. Ταύτα μαθών ο Όσιος εις τον τόπον εις τον οποίον εκρύπτετο ηυχαρίστησε τον Θεόν, διότι ελυτρώθη πάσης φροντίδος και επιστρέψας πάλιν εις το πρώτον κελλίον έκτισεν άλλον οίκον εις εσώτερον μέρος, έφραξε την θύραν και ησύχαζεν ως το πρότερον. Αλλά πάλιν ο μισόκαλος, βλέπων την ειρήνην αυτού, ηβουλήθη να τον βιάση να υπερηφανευθή, ίνα απολέση τους κόπους του. Όθεν νύκτα τινά μετασχηματισθείς εις Άγγελον φωτεινόν ήλθε προς αυτόν και του λέγει· «Όντως μακάριος είσαι, Αβράμιε, και δεν είναι άλλος εις τα θεία τέλειος ει μη μόνον συ». Ο δε Όσιος γνωρίσας τον απατεώνα του λέγει· «Σιώπα, πονηρέ, ο Χριστός σε προστάσσει να αναχωρήσης από εμέ το ταχύτερον, διότι εγώ δεν νομίζω ότι είμαι άλλο τίποτε, ει μη μόνον γη και σποδός και σκώληξ ανάξιος». Ταύτα είπε και το μεν φως ηφανίσθη ωσεί καπνός, ο δε εχθρός ανεχώρησε νενικημένος και αισχυνόμενος. Μετ’ ολίγας ημέρας επήγε και πάλιν νύκτα τινά ο εχθρός κρατών αξίνην εις τας χείρας και εδείκνυεν ότι ήθελε να κόψη την δοκόν, την υποβαστάζουσαν την στέγην του κελλίου και να ρίψη την στέγην, εποίει δε πολύν θόρυβον και ταραχήν με άλλους δαίμονας κλονούντες τον οίκον και σείοντες αυτόν. Ο δε Όσιος, χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά έψαλε τα του Δαβίδ λέγων· «Πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με και εν ονόματι του Κυρίου ημυνάμην (απέκρουσα) αυτούς» (Ψαλμ. ριζ:10). Τότε πάλιν ο εχθρός έβαλε πυρ να καύση την ψάθην ένθα εκοιμάτο. Ο δε Όσιος έλεγεν: «Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση» (Ψαλμ. 90:13) και τα λοιπά του ψαλμού. Όταν δε ήλθεν η ενάτη, καθίσας εις την τράπεζαν να φάγη έβαλεν άρτον και ύδωρ. Ο δε πονηρός, μετασχηματισθείς εις νέον, εδράξατο του ποτηρίου, εις το οποίον ήτο το ύδωρ, και εδοκίμαζε να το ρίψη, αλλά ο Άγιος δεν τον αφήκεν. Ο δε πειραστής μετεσχηματίσθη πάλιν εις την μορφήν του υπηρέτου και άψας το λυχνάριον έψαλε: «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου» (Ψαλμ. ριη:1). Ο δε Όσιος δεν απεκρίθη τότε προς αυτόν, έως ου έφαγε και μετά την ευχαριστίαν είπε προς αυτόν: «Εάν γνωρίζης ότι είναι μακάριοι οι αγαπώντες τον Κύριον, διατί ενοχλείς και πειράζεις αυτούς»; Ο δε απεκρίνατο: «Δεν υποφέρω να τους βλέπω, όταν εργάζωνται το αγαθόν». Μετ’ ολίγας ημέρας πάλιν ήλθον πλήθος δαιμόνων άπειρον και δέσαντες με σχοινίον τον οίκον είλκυον αυτόν λέγοντες: «Ας ρίψωμεν εις τον κρημνόν τον Αβράμιον». Ο δε Όσιος πάλιν αφόβως έλεγεν: «Εκύκλωσάν με ωσεί μέλισσαι κηρίον και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς» (Ψαλμ. ριζ:12). Ούτω λοιπόν ετέλεσεν ο Όσιος εις την άσκησιν έτη πεντήκοντα, ως είπομεν. Δεν παρήλθε ποτέ ημέρα κατά την οποίαν να μη αναγνώση την ακολουθίαν του χωρίς δάκρυον, αλλά πάντοτε έκλαιε δια τας των ανθρώπων αμαρτίας. Ποτέ δεν εγέλασεν, ούτε ένιψε καν τους πόδας ούτε την κεφαλήν ήλειψεν, ούτε ηκηδίασεν, αλλά καθ’ ημέραν εκοπίαζεν επιμελώς, ως να ήτο η εσχάτη ώρα της ζωής του, και το θαυμασιώτερον, με όλας τας αγρυπνίας, τους κόπους, τας νηστείας και άλλας σκληραγωγίας, τας οποίας ετέλει, δεν ησθένησε ποτέ, ούτε ουδόλως ήλλαξεν η όψις του, αλλ’ ήτο ωραίος και ανθηρός εις το γήρας, καθώς και εις την νεότητα, και το σώμα του ισχυρόν και δυνατόν πάντοτε, ως να έτρωγε διάφορα και πολύτιμα βρώματα. Όχι δε μόνον ταύτην την θαυματουργίαν έδειξεν εις αυτόν ο Κύριος, αλλά και το ράσον, το οποίον εφόρει, δεν εφθάρη ουδόλως, αλλά το είχε καθ’ όλα τα πεντήκοντα έτη άφθαρτον έως του θανάτου. Πρέπον όμως είναι πριν δώσωμεν τέλος της διηγήσεως, να γράψωμεν θαυμασίαν τινά ανδραγαθίαν, την οποίαν ετέλεσεν ο μακάριος εις το γήρας του. Ακούσατε λοιπόν ταύτην δια να λάβητε ψυχικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Είχεν αδελφόν κατά σάρκα ο Όσιος πλουσιώτατον, όστις απέθανε και αφήκε θυγατέρα επτά ετών, Μαρίαν ονόματι, την οποίαν έφερον οι συγγενείς εις τον Γέροντα, δια να την διδάξη πως να διάγη. Την εκράτησε λοιπόν εις το έξω κελλίον και την εδίδασκεν από μίαν θυρίδα τα γράμματα, νουθετών αυτήν και οδηγών εις την οδόν του Κυρίου. Εκείνη δε, ως συνετή και φρόνιμος, προέκοπτεν εις την αρετήν καθ’ εκάστην και εσπούδαζε να μιμήται τον θείον της, όστις βλέπων αυτής την πολλήν προθυμίαν ηγάλλετο και εδέετο του Κυρίου να την περισκέπη και να την φυλάττη από τας ενέδρας του δαίμονος. Δια να την λυτρώση δε από πάσαν φροντίδα γήϊνην, προσέταξεν ο Άγιος να δώσωσιν εις τους πτωχούς όλον τον πλούτον του πατρός της. Διήλθε λοιπόν η Μαρία έτη δώδεκα πολιτευομένη μετά του θείου αυτής ενάρετα και θαυμάσια. Αλλ’ ο εχθρός της σωφροσύνης εφθόνησε και δια να εμποδίση την σωτηρίαν αυτής και να λυπήση και τον Όσιον εις το γήρας του, έτρωσεν εις την αγάπην αυτής ένα Μοναχόν, όστις ήρχετο πολλάκις και έβλεπε τον Αβράμιον. Ούτω λοιπόν, όσον παρήρχοντο αι ημέραι, τόσον και ο έρως ηύξανε και την παρεκίνει πολύ ο ακόλαστος Μοναχός εις μίξιν σαρκός, η οποία ως γυνή και αυτή ενικήθη και εξελθούσα από την θυρίδα έπεσεν εις την αμαρτίαν με εκείνον τον μιαρόν. Ευθύς όμως ως ετέλεσεν την βδελυράν πράξιν, επλήγη την ψυχήν η Μαρία και μετενόησε πικρώς, διότι ενικήθη υπό του δαίμονος και κατανυγείσα εθρήνει την απώλειαν αυτής ταύτα βοώσα: «Ουαί μοι τη ασέμνω! Πως ύβρισα τον Ναόν του Θεού και την βασιλικήν εικόνα εμόλυνα! Φευ μοι τη ταλαιπώρω και παναθλία! Διότι τας προς τον Θεόν συνθήκας ηθέτησα και το της χειρός αυτού πλάσμα εμίανα· δια μικράν δε ηδονήν όλον τον κόπον των προτέρων αγώνων απώλεσα. Με ποίους οφθαλμούς να ατενίσω εις τον ουρανόν; Με ποίαν γλώσσαν και χείλη να ποιήσω προς Κύριον δέησιν, αφ’ ου εμολύνθησαν με την αμαρτίαν πάντα τα μέλη μου; Με ποίαν παρρησίαν να προσέλθω εις την θυρίδα, να συνομιλήσω με τον Άγιον Γέροντα; Πως να ακούσω τα γλυκέα του λόγια, αφ’ ου παρέβην τας εντολάς του και κατεφρόνησα τας επαγγελίας του η μιαρά και παμβέβηλος; Ω! και να είχον αποθάνει προ της αμαρτίας η τάλαινα, να είχα την παρθενίαν μου άσπιλον! Αλλά τώρα με τόσας πηγάς δακρύων θα δυνηθώ να εκπλύνω τον ρύπον της ανομίας μου»; Ταύτα και άλλα όμοια έλεγεν, επειδή την έρριψεν ο πονηρός εις απόγνωσιν, δια να μη έλθη ύστερον εις μετάνοιαν. Νομίζουσα λοιπόν ότι δεν ευρίσκει πλέον συγχώρησιν, έφυγεν από το κελλίον και απελθούσα μετά δύο ημέρας εις πόλιν τινά, Αισόν καλουμένην, εισήλθεν εις πανδοχείον ενδυθείσα στολήν κοσμικήν και γενομένη δημοσία και φανερά πόρνη εδέχετο πάντα, όστις ήθελε να εισέλθη προς αυτήν. Ο δε θείος αυτής είδεν όραμα κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ήμαρτεν αυτή εις το κελλίον, ήτοι ένα δράκοντα μέγαν, όστις εξελθών από την φωλεάν αυτού, εισήλθεν εις τον οίκον του Αβραμίου και κατέπιε περιστεράν, έπειτα δε ανεχώρησεν. Ο δε Όσιος εγερθείς εκ του ύπνου εθλίβετο, νομίζων ότι διωγμός μέλλει να καταλάβη την Εκκλησίαν και εδέετο προς Κύριον να του φανερώση τι εσήμαινε το όραμα· όθεν την τρίτην ημέραν είδε τον αυτόν δράκοντα, όστις επήγεν εις τους πόδας του Αγίου και πεσών εις την γην διερράγη· η δε περιστερά εξήλθεν αβλαβής εκ της κοιλίας αυτού και ίπτατο καθαρά τε και άρρυπος. Ταύτα ιδών, αντελήφθη την έννοιαν και προσελθών εις την θυρίδα εφώνησε λέγων: «Μαρία μου, τι έπαθες και έχεις τώρα δύο ημέρας, που ουδόλως ωμίλησας, ούτε την Ακολουθίαν ανέγνωσας»; Ταύτα ειπών και ουδεμίαν ακούσας απόκρισιν, ηννόησεν, ότι δια την Μαρίαν είδε την όρασιν· όθεν έμεινε κλαίων και ικετεύων τον Κύριον να την φωτίση, να επιστρέψη ταχέως εις την μετάνοιαν. Ούτω λοιπόν εδέετο δύο έτη δια την σωτηρίαν αυτής, τα οποία εδήλουν αι δύο οράσεις, τας οποίας είδεν. Και τότε ελθών φίλος τις του ανήγγειλε καταλεπτώς δια την Μαρίαν, που και πως και εις ποίον σχήμα και εις ποίον εργαστήριον της απωλείας ευρίσκεται. Ο δε Γέρων μη αμελήσας, αλλά καταφρονήσας γήρας, ησυχίαν, άσκησιν και αυτό το αγγελικόν και άγιον σχήμα, δια να λυτρώση ψυχήν από τας παγίδας του δαίμονος, ενεδύθη στολήν στρατιωτικήν και ανεχώρησε, λαβών μεθ’ εαυτού εν νόμισμα, διότι δεν είχε περισσότερα, απ’ εκείνο δε έδωσεν αγώγιον και εμίσθωσεν ίππον, τα δε υπόλοιπα εκράτησεν. Απελθών λοιπόν εις το ρηθέν πανδοχείον, υποκρίνεται έρωτα ο των Αγγέλων εφάμιλλος και προσποιείται εις τον πανδοχέα ότι ήλθε να πράξη την αμαρτίαν, και λέγει ταύτα εις αυτόν· «Ήκουσα ότι έχεις νεάνιδά τινα ωραιοτάτην και εύμορφον και δια την αγάπην της ήλθον επί τούτω να απολαύσω τα κάλλη της». Βλέπων ο πανδοχεύς την λευκήν γενειάδα του Αβραμίου και μη γινώσκων τα κρυπτά της καρδίας του, τον εμέμφθη κατά διάνοιαν και κατέκρινε την πολλήν αυτού ακολασίαν και ασέλγειαν, ότι καν εις το γήρας του δεν ηδυνήθη να σωφρονή, πλην δια να μη απολέση την πληρωμήν, τον παρεκίνει εις περισσότερον πόθον, λέγων προς αυτόν· «Ναι, έχω μίαν κόρην, Μαρίαν ονόματι, ήτις υπερβαίνει εις το κάλλος τας λοιπάς γυναίκας, καθώς υπερτερεί όλα τα άνθη το ρόδον». Ακούσας το όνομα ο Αβράμιος, εβεβαιώθη ότι αυτή ήτο και δίδει ευθύς εις τον πανδοχέα τα έξοδα, ίνα ετοιμάση δείπνον πολυτελές και πλουσιοπάροχον, το οποίον αφ’ ου ητοίμασεν ο πανδοχεύς, εξήλθεν η Μαρία άσεμνα ασκεπής και έτοιμος προς αμαρτίαν, την οποίαν ιδών ελυπήθη και στραφείς εις άλλο μέρος έκλαυσε κρυφίως, δια να μη τον γνωρίση και φύγη. Έπειτα είπε και τινα λόγια έρωτος κατά την συνήθειαν των νέων, δια να μη της προξενήση υποψίαν· η δε πάλιν ανταπεκρίνατο προς αυτόν περισσότερα και τον ενηγκαλίσθη και τον κατεφίλησε. Τότε ησθάνθη ευωδίαν τινά της ασκήσεως, και ενθυμηθείσα την προτέραν αυτής διαγωγήν και αγνείαν εδάκρυσε και είπε ταύτα στενάξασα· «Ουαί μοι τη αθλία! Πόσων αγαθών εξέπεσα και πόσα κακά με εκύκλωσαν»! Ο δε πανδοχεύς είπε προς αυτήν απορούμενος· «Μαρία, κυρία μου, δύο έτη έχεις και ποτέ μου δεν σε είδα να λυπηθής, και τώρα τι έχεις και κλαίεις τόσον θερμότατα»; Η δε απεκρίνατο· «Μακαρία εγώ, εάν ήθελον αποθάνει τότε, πριν έλθω εις την οικίαν σου». Ο δε ιερός Αβράμιος εφοβήθη μήπως τον γνωρίση και φύγη από την εντροπήν της και απολέση το κυνήγιον από τας χείρας του, πριν δοκιμάση το δόλωμα· όθεν δια να της απομακρύνη πάσαν ενδεχομένην υποψίαν, είπε προς αυτήν με τρόπον εραστού αυθαδέστερον· «Άφησον, γύναι, την σκυθρωπότητα και δεν ήλθομεν εδώ δια να ενθυμήσαι τας πράξεις σου σήμερον». Εδείπνησε λοιπόν με την πόρνην ο Άγιος, όστις είχε πεντήκοντα έτη να ίδη γυναίκα ή να πίη οίνον και να χορτάση άρτον και ύδωρ, τότε δε ο τρισμακάριος έφαγε κρέας και έπιεν οίνον, δια να αρπάση ψυχήν από τας χείρας του δαίμονος. Αφ’ ου έφαγον, την έλαβεν από την χείρα και εισήλθον εις το δωμάτιον, εις το οποίον ήτο κλίνη ηυτρεπισμένη, δια να αναπαυθώσιν. Εις αυτήν εκάθισεν ο Όσιος και της είπε να κλείση καλά την θύραν. Έπειτα, όταν είδεν ότι δεν ήτο δυνατόν πλέον να του φύγη το θήραμα, απορρίψας την υπόκρισιν, αποκαλύπτει εις αυτήν τον έσω Αβράμιον και εκβάλλων τα στολίδια από την κεφαλήν της, και βαρέως στενάξας είπεν· «Μαρία μου, ελησμόνησας τον πατέρα σου; Τις ήτο η αιτία της απωλείας σου; Που είναι το Αγγελικόν εκείνο σχήμα της παρθενίας σου; Που ο εσταυρωμένος βίος και το της κατανύξεως δάκρυον; Πως εξέπεσες από τοσούτον ύψος των αρετών εις τοιαύτης αισχύνης έσχατον βάραθρον; Διατί δεν μου ωμολόγησας την αμαρτίαν σου, ίνα ποιήσωμεν μετά του φίλου μας του Εφραίμ προς Κύριον δέησιν μετά δακρύων, να σου συγχωρήση το αμάρτημα, αλλά έπεσες τελείως εις την απόγνωσιν; Δεν γνωρίζεις ότι το έλεος του Θεού είναι αμέτρητον και ότι ο Θεός αγαπά τους μετανοούντας αμαρτωλούς, ως η μήτηρ τα τέκνα της, και τους συγχωρεί όλα των τα πταίσματα; Λοιπόν παρακαλώ σε, ας υπάγωμεν εις το κελλίον μας, να αρχίσης πάλιν την προτέραν διαγωγήν, να καταισχύνης τον δαίμονα. Ναι, τέκνον, δέομαί σου, επάκουσόν μου και μη με αφήσης να αποθάνω περίλυπος εις το γήρας μου». Ταύτα έλεγεν ο Όσιος, η δε Μαρία ίστατο άφωνος και ακίνητος από την μεγάλην της εντροπήν, βλέπουσα εις την γην και μη τολμώσα νατον ίδη εις το πρόσωπον. Δια να της δώση λοιπόν θάρρος, είπε πάλιν εις αυτήν με πολλήν πραότητα· «Διατί δεν μου αποκρίνεσαι, τέκνον μου; Δεν γνωρίζεις, ότι δια την σωτηρίαν σου εποίησα τόσην οδοιπορίαν, ενεδύθην τοιούτον σχήμα, έφαγα κρέας και τα λοιπά, τα οποία είδες, ετέλεσα; Μη λυπήσαι λοιπόν, διότι δεν είναι κανέν αμάρτημα της ψυχής αθεράπευτον· επάνω μου ας είναι η αμαρτία σου· εγώ θα απολογηθώ δια σε εις τον Χριστόν την ώραν της κρίσεως· μόνον ελθέ μετ’ εμού να υπάγωμεν πάλιν εις το κελλίον μας». Η δε απεκρίθη με ταπεινήν λαλιάν και λέγει προς αυτόν· «Εάν από την πολλήν εντροπήν δεν τολμώ να ατενίσω με τους οφθαλμούς μου το πρόσωπόν σου, τίμιε Πάτερ, πως να δυνηθώ να βλέπω την αγίαν Εικόνα του Δεσπότου μου και με ποία χείλη να προσεύχωμαι η τοσούτον μεμολυσμένη και βέβηλος»; Ο δε Αβράμιος πάλιν είπεν· «Επάνω εις την ψυχή μου, τέκνον, η ανομία σου και εις τον τράχηλόν μου το φορτίον σου· μόνον ας πορευθώμεν εις την προτέραν οδόν, να εύρωμεν τον θείον Εφραίμ, όστις έχει θλίψιν μεγάλην δια σε, να ευφρανθή δια την μετάνοιάν σου». Ταύτα ακούσασα η Μαρία, κατενύγη την ψυχήν και πίπτουσα με συντετριμμένην καρδίαν εις τους πόδας αυτού έχυσεν ως η πρώην πόρνη τόσα δάκρυα, ώστε εδόξασε τον Θεόν ο Όσιος, ότι έρριψεν εις την καλήν γην τον ευαγγελικόν σπόρον και δεν εζημιώθη τους κόπους του. Εν ω λοιπόν ενουθέτει ο Άγιος την Μαρίαν, ήλθε η ώρα του Όρθρου, και λέγει εις αυτήν να τον ακολουθήση. Η δε ηρώτησεν αυτόν τι να ποιήση τον πλούτον της, επειδή είχε χρυσίον πολύ, αργύριον και άλλα πολύτιμα πράγματα. Ο δε απεκρίνατο· «Απαρνήσου αυτά όλα, και μόνον τον αληθινόν πλούτον πόθησον, την Βασιλείαν των ουρανών, καθώς μας προστάσσει ο Κύριος». Παραλαβών λοιπόν αυτήν, εξήλθε του πανδοχείου κρυφίως και ανεβίβασεν αυτήν εις τον ίππον, εκείνος δε τον έσυρεν έως ου έφθασαν εις το όρος και έβαλεν αυτήν εις το ιδικόν του κελλίον, το οποίον ήτο ενδότερον, ούτος δε έμεινεν εις το εξώτερον. Εκλείσθη λοιπόν η Μαρία εις το εσωτερικόν εκείνο κελλίον και ηγωνίζετο καθ’ εκάστην με νηστείας, δεήσεις και δάκρυα και πάσαν άλλην σκληραγωγίαν, δια να εξαλείψη τας αμαρτίας της και τοσαύτην μετάνοιαν έδειξεν, ώστε όχι μόνον την των αμαρτημάτων συγχώρησιν έλαβεν από τον πανοικτίρμονα Κύριον, αλλά και δύναμον να ποιή θαυμάσια και εθεράπευσε πολλούς ασθενείς και ετέρας θαυματουργίας ετέλεσε δια της του Θεού βοηθείας. Τα οποία βλέπων έχαιρεν ο Αβράμιος και ηυχαρίστει τον Κύριον, όστις τον ηξίωσε να του αποδώση τοιούτους γλυκείς καρπούς των πόνων αυτού. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευόμενος ο θείος Αβράμιος ετελεύτησε την κθ΄ (29ην) Οκτωβρίου του έτους τξστ΄ (366), και συναχθέντες πανταχόθεν πλήθος ανθρώπων διεμοιράσθησαν δια ευλάβειαν το παλαιόρασον αυτού και έλαβεν έκαστος μέρος ελάχιστον, ως θησαυρόν μέγαν και κακών απάντων φυγαδευτήριον. Ύστερον, μετά την τελευτήν αυτού χρόνους πέντε, ανεπαύθη και η Αγία, και η μεν μακαρία της ψυχή απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς, το δε λείψανον αυτής έλαμψεν ως ακτίς ηλίου εις σημείον αψευδές της λαμπρότητος, της οποίας ηξιώθη το πνεύμα της, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: