Γεώργιος ο ευλογημένος Νεομάρτυς του Χριστού ήτο από την Φιλαδέλφειαν,
Χριστιανών γονέων υιός· ερχόμενος δε εις ηλικίαν
εμαθε την τέχνην των σαγματοποιών, και αναχωρών από την πατρίδα του επήγεν εις
την επαρχίαν της Ηλιουπόλεως, εις κωμόπολιν καλουμένην Καρατζασού, και εκεί
ανοίγων εργαστήριον ειργάζετο την τέχνην του. Ευρισκόμενος δε νύκτα τινά εις
ευθυμίαν ομού με άλλους ομοίους του, συνέβη να εξέλθη έξω εις από αυτούς δια
υπηρεσίαν, και μεθυσμένος ων, εκρημνίσθη από ύψος πολύ και εθανατώθη.
Επειδή δε ο εξουσιαστής του τόπου επέβαλε κατά την συνήθειαν πρόστιμον, έκαμαν οι εκεί Χριστιανοί κατάλογον δια να καταβάλη έκαστος την αναλογίαν του. Αλλ’ ο ευλογημένος Γεώργιος εναντιούμενος εις τούτο έλεγεν· «Εγώ ποτέ δεν δίδω πρόστιμον δι’ αυτήν την υπόθεσιν, διότι είναι μεγάλη αδικία να πληρώνη τις χωρίς να πταίει». Επειδή δε επέμενεν εις τούτο πεισμόνως, παρέστη ανάγκη να παραστήσουν αυτόν εις τον εξουσιαστήν· εκεί δε ερωτώμενος παρ’ αυτού, διατί δεν δίδει την αναλογίαν του, αποκρίνεται μετά θυμού· «Έχεις συ βασιλικήν διαταγήν, όταν σκοτώνωνται οι Έλληνες να πληρώνουν οι Τούρκοι πρόστιμον»; Ακούσας τούτο ο ηγεμών τον ερωτά· «Συ τι είσαι»; Εκείνος δε ων τετυφλωμένος από τον θυμόν αποκρίνεται, φευ! Ότι είναι Τούρκος. Και εν τω άμα, χωρίς αναβολήν καιρού, έσπευσαν εκείνοι και τον ετούρκευσαν. Μετ’ ολίγας ημέρας ελθών εις τον εαυτόν του ο Γεώργιος και στοχαζόμενος το κακόν όπερ έπαθεν, μετενόησε και, κλαίων πικρώς την ανομίαν του, εζήτει διόρθωσιν. Όθεν ευρίσκων ευκαιρίαν έφυγε και επήγεν εις το Άγιον Όρος· διατρίψας δε εκεί χρόνους ικανούς, εξωμολογήθη την αμαρτίαν του, κάμνων τον πρέποντα κανόνα, εμυρώθη, και όσον ηδύνατο ηγωνίζετο με κάθε τρόπον, δια να εξιλεώση τον Θεόν δια το μέγα παράπτωμα της αρνήσεως, την οποίαν έκαμεν. Όμως η συνείδησίς του πάντοτε τον έτυπτε, και ενθυμούμενος τους λόγους του Κυρίου ειπόντος· «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν Ουρανοίς» (Ματθ. ι: 32), εστοχάζετο ότι κατά άλλον τρόπον δεν είναι δυνατόν να θεραπεύση την άρνησιν του Χριστού, την οποίαν έκαμε, παρά με το να τον ομολογήση πάλιν έμπροσθεν εκείνων ενώπιον των οποίων τον ηρνήθη. Ταύτα δε σκεπτόμενος ήλθεν εις τον πόθον του Μαρτυρίου. Κοινολογεί όθεν τον σκοπόν του εις τινας πνευματικούς Πατέρας, και ευρών αυτούς συμφώνους εις τον πόθον του, ήρχισε να διαμοιράζη ελεημοσύνην ό,τι και αν είχεν εις τους Πατέρας, παρακαλών αυτούς να δέωνται εις τον Θεόν να τον ενδυναμώση, ώστε να σταθή στερεός εις την πίστιν του Χριστού και να υπομείνη τας βασάνους του Μαρτυρίου. Αναχωρήσας δε εκείθεν, επήγεν εις το Καρατζασού, εκεί όπου έκαμε άλλοτε την άρνησιν, δια να κάμη τώρα εκεί και την ομολογίαν. Ιδόντες οι Τούρκοι τον Μάρτυρα παρευθύς τον εγνώρισαν, και αρπάσαντες αυτόν τον επήγαν εις τον κριτήν, μαρτυρούντες ότι ούτος τον δείνα καιρόν ηρνήθη τον Χριστόν και έγινε Τούρκος, και τώρα ήλθεν εδώ και ιδέ τι φορεί. Ο κριτής ηρώτησε τον Γεώργιον αν είναι ταύτα αληθινά· ο δε του Χριστού Μάρτυς με μεγάλην ευτολμίαν απεκρίθη· «Αληθινά, εγώ είμαι ο Χατζή-Γεώργιος, όστις τον δείνα καιρόν από αφροσύνην μου παρεπλανήθην και ηρνήθην την πίστιν μου, δεχθείς την ιδικήν σας θρησκείαν· όμως πηγαίνων εις διαφόρους τόπους εγνώρισα, ότι η θρησκεία σας είναι ψευδής και δια τούτο ήλθον να σας την δώσω οπίσω, ότι έσφαλα πολύ όταν άφησα την πρώτην μου πίστιν, ήτις είναι η αληθής. Δια τούτο ομολογώ έμπροσθέν σας ότι είμαι πάλιν Χριστιανός, και ονομάζομαι Γεώργιος και δια την αγάπην του Χριστού μου είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου· ήκουσας την απόφασίν μου, και κάμε πλέον ό,τι θέλεις εις εμέ. Εγώ τον Χριστόν μου δεν τον αρνούμαι». Ο δε κριτής, ταύτα ακούσας, εδοκίμασε με διαφόρους τρόπους να μεταβάλη την γνώμην του, αλλ’ ο Μάρτυς έμενε στερεός εις την πίστιν του Χριστού· όθεν βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του προσέταξε να τον βάλουν εις την φυλακήν και να τον τιμωρήσουν με πολλά και διάφορα βάσανα, έως ου να τον μεταστρέψουν από την πίστιν του Χριστού. Λαβόντες οι υπηρέται τοιαύτην παρά του κριτού άδειαν, ώρμησαν εναντίον του Αγίου ως θηρία ανήμερα και βάλλοντες αυτόν εις την φυλακήν, οκτώ ημέρας ακολούθως εβασάνιζον τον ευλογημένον με διαφόρους παιδεύσεις· ετάνυσαν τόσον πολύ τους πόδας του εις το ξύλον, ώστε εκινδύνευαν να σχισθούν τα σκέλη του, έφεραν δίσκον ισχυρώς πεπυρωμένον και του τον εφόρεσαν ως πίλον εις την κεφαλήν, ετύλιξαν με εν σχοινίον ολόγυρα την κεφαλήν του και το περιέστρεφον με εν ξύλον ως εργάτην, και έσφιγξαν τόσον την κεφαλήν του, ώστε εξήλθον οι βολβοί των οφθαλμών του από τας κόγχας των, αλλ’ ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης, και ημιθανής ων από τα τοσαύτα και τα τοιαύτα μαρτύρια που του έκαμνον, εφώναζεν· «Ό,τι και αν κάμετε, εγώ δεν αρνούμαι πλέον την πίστιν μου. Χριστιανός εγεννήθην Χριστιανός είμαι, Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Λοιπόν μη δυνηθέντες να τον φέρουν εις την γνώμην των, ανήγγειλαν τούτο εις τον κριτήν, και αυτός έδωκε κατ’ αυτού την απόφασιν του θανάτου. Λαβόντες τότε αυτόν οι δήμιοι τον έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης και εκεί τον απεκεφάλισαν και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον παρά του αθλοθέτου Χριστού του Θεού ημών· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επειδή δε ο εξουσιαστής του τόπου επέβαλε κατά την συνήθειαν πρόστιμον, έκαμαν οι εκεί Χριστιανοί κατάλογον δια να καταβάλη έκαστος την αναλογίαν του. Αλλ’ ο ευλογημένος Γεώργιος εναντιούμενος εις τούτο έλεγεν· «Εγώ ποτέ δεν δίδω πρόστιμον δι’ αυτήν την υπόθεσιν, διότι είναι μεγάλη αδικία να πληρώνη τις χωρίς να πταίει». Επειδή δε επέμενεν εις τούτο πεισμόνως, παρέστη ανάγκη να παραστήσουν αυτόν εις τον εξουσιαστήν· εκεί δε ερωτώμενος παρ’ αυτού, διατί δεν δίδει την αναλογίαν του, αποκρίνεται μετά θυμού· «Έχεις συ βασιλικήν διαταγήν, όταν σκοτώνωνται οι Έλληνες να πληρώνουν οι Τούρκοι πρόστιμον»; Ακούσας τούτο ο ηγεμών τον ερωτά· «Συ τι είσαι»; Εκείνος δε ων τετυφλωμένος από τον θυμόν αποκρίνεται, φευ! Ότι είναι Τούρκος. Και εν τω άμα, χωρίς αναβολήν καιρού, έσπευσαν εκείνοι και τον ετούρκευσαν. Μετ’ ολίγας ημέρας ελθών εις τον εαυτόν του ο Γεώργιος και στοχαζόμενος το κακόν όπερ έπαθεν, μετενόησε και, κλαίων πικρώς την ανομίαν του, εζήτει διόρθωσιν. Όθεν ευρίσκων ευκαιρίαν έφυγε και επήγεν εις το Άγιον Όρος· διατρίψας δε εκεί χρόνους ικανούς, εξωμολογήθη την αμαρτίαν του, κάμνων τον πρέποντα κανόνα, εμυρώθη, και όσον ηδύνατο ηγωνίζετο με κάθε τρόπον, δια να εξιλεώση τον Θεόν δια το μέγα παράπτωμα της αρνήσεως, την οποίαν έκαμεν. Όμως η συνείδησίς του πάντοτε τον έτυπτε, και ενθυμούμενος τους λόγους του Κυρίου ειπόντος· «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν Ουρανοίς» (Ματθ. ι: 32), εστοχάζετο ότι κατά άλλον τρόπον δεν είναι δυνατόν να θεραπεύση την άρνησιν του Χριστού, την οποίαν έκαμε, παρά με το να τον ομολογήση πάλιν έμπροσθεν εκείνων ενώπιον των οποίων τον ηρνήθη. Ταύτα δε σκεπτόμενος ήλθεν εις τον πόθον του Μαρτυρίου. Κοινολογεί όθεν τον σκοπόν του εις τινας πνευματικούς Πατέρας, και ευρών αυτούς συμφώνους εις τον πόθον του, ήρχισε να διαμοιράζη ελεημοσύνην ό,τι και αν είχεν εις τους Πατέρας, παρακαλών αυτούς να δέωνται εις τον Θεόν να τον ενδυναμώση, ώστε να σταθή στερεός εις την πίστιν του Χριστού και να υπομείνη τας βασάνους του Μαρτυρίου. Αναχωρήσας δε εκείθεν, επήγεν εις το Καρατζασού, εκεί όπου έκαμε άλλοτε την άρνησιν, δια να κάμη τώρα εκεί και την ομολογίαν. Ιδόντες οι Τούρκοι τον Μάρτυρα παρευθύς τον εγνώρισαν, και αρπάσαντες αυτόν τον επήγαν εις τον κριτήν, μαρτυρούντες ότι ούτος τον δείνα καιρόν ηρνήθη τον Χριστόν και έγινε Τούρκος, και τώρα ήλθεν εδώ και ιδέ τι φορεί. Ο κριτής ηρώτησε τον Γεώργιον αν είναι ταύτα αληθινά· ο δε του Χριστού Μάρτυς με μεγάλην ευτολμίαν απεκρίθη· «Αληθινά, εγώ είμαι ο Χατζή-Γεώργιος, όστις τον δείνα καιρόν από αφροσύνην μου παρεπλανήθην και ηρνήθην την πίστιν μου, δεχθείς την ιδικήν σας θρησκείαν· όμως πηγαίνων εις διαφόρους τόπους εγνώρισα, ότι η θρησκεία σας είναι ψευδής και δια τούτο ήλθον να σας την δώσω οπίσω, ότι έσφαλα πολύ όταν άφησα την πρώτην μου πίστιν, ήτις είναι η αληθής. Δια τούτο ομολογώ έμπροσθέν σας ότι είμαι πάλιν Χριστιανός, και ονομάζομαι Γεώργιος και δια την αγάπην του Χριστού μου είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου· ήκουσας την απόφασίν μου, και κάμε πλέον ό,τι θέλεις εις εμέ. Εγώ τον Χριστόν μου δεν τον αρνούμαι». Ο δε κριτής, ταύτα ακούσας, εδοκίμασε με διαφόρους τρόπους να μεταβάλη την γνώμην του, αλλ’ ο Μάρτυς έμενε στερεός εις την πίστιν του Χριστού· όθεν βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του προσέταξε να τον βάλουν εις την φυλακήν και να τον τιμωρήσουν με πολλά και διάφορα βάσανα, έως ου να τον μεταστρέψουν από την πίστιν του Χριστού. Λαβόντες οι υπηρέται τοιαύτην παρά του κριτού άδειαν, ώρμησαν εναντίον του Αγίου ως θηρία ανήμερα και βάλλοντες αυτόν εις την φυλακήν, οκτώ ημέρας ακολούθως εβασάνιζον τον ευλογημένον με διαφόρους παιδεύσεις· ετάνυσαν τόσον πολύ τους πόδας του εις το ξύλον, ώστε εκινδύνευαν να σχισθούν τα σκέλη του, έφεραν δίσκον ισχυρώς πεπυρωμένον και του τον εφόρεσαν ως πίλον εις την κεφαλήν, ετύλιξαν με εν σχοινίον ολόγυρα την κεφαλήν του και το περιέστρεφον με εν ξύλον ως εργάτην, και έσφιγξαν τόσον την κεφαλήν του, ώστε εξήλθον οι βολβοί των οφθαλμών του από τας κόγχας των, αλλ’ ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης, και ημιθανής ων από τα τοσαύτα και τα τοιαύτα μαρτύρια που του έκαμνον, εφώναζεν· «Ό,τι και αν κάμετε, εγώ δεν αρνούμαι πλέον την πίστιν μου. Χριστιανός εγεννήθην Χριστιανός είμαι, Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Λοιπόν μη δυνηθέντες να τον φέρουν εις την γνώμην των, ανήγγειλαν τούτο εις τον κριτήν, και αυτός έδωκε κατ’ αυτού την απόφασιν του θανάτου. Λαβόντες τότε αυτόν οι δήμιοι τον έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης και εκεί τον απεκεφάλισαν και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον παρά του αθλοθέτου Χριστού του Θεού ημών· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου