Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ
ημών ήτο εκ της πόλεως Δυρραχίου, της Πρώτης Ιουστινιανής, εν ταις ημέραις της
βασιλείας των Κομνηνών, ορφανός πατρός. Η δε μήτηρ αυτού, ως ευσεβής και
φιλόθεος, έδωσε τον παίδα να μανθάνη τα ιερά γράμματα, τον οποίον, διότι ήτο
εις τον νουν έξυπνος και πολύ καλλίφωνος, άπαντες επωνόμαζον αγγελόφωνον. Τον
καιρόν εκείνον (καθώς είναι συνήθεια εις τα βασίλεια πάντοτε) εζήτουν ευλάλους
και καλλιφώνους νέους και ευρόντες αυτόν έβαλον εις σχολείον βασιλικόν, να μανθάνη
την μουσικήν, έως να τελειοποιηθή. Ούτος δε εν ολίγω χρόνω, ως αγχίνους και
φρόνιμος, υπερέβη άπαντας· όθεν και ο βασιλεύς ηγάπα αυτόν υπερβαλλόντως και
εσκέπτετο ίνα υπανδρεύση αυτόν πλουσίως. Βλέπων ο Όσιος, ότι οι άρχοντες όλοι
ετίμων αυτόν δια την αγάπην του βασιλέως και την έμμουσον αυτού μελωδίαν,
ελυπείτο, φοβούμενος μήπως δια την πρόσκαιρον δόξαν ζημιωθή ως προς την
ουράνιον αγαλλίασιν. Όθεν εζήτει καιρόν κατάλληλον να αναχωρήση από τον κόσμον.
Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας έτυχεν εκεί εις τον βασιλέα ο Ηγούμενος της Μεγάλης Λαύρας του Αγίου Όρους, δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν, την οποίαν καλώς τακτοποιήσας επέστρεψε πάλιν εις το Μοναστήριον αυτού. Ο δε Κουκουζέλης, ιδών την ευκοσμίαν του Ηγουμένου και ευλαβηθείς την αγγελικήν πολιτείαν, κατέλιπε πάσαν δόξαν και φαντασίαν βασιλικήν, και εκδυθείς τα σηρικά και μεταξωτά ιμάτια, ενεδύθη τρίχινα, και λαβών ράβδον εργατικήν εις χείρας, απήλθεν εις την Λαύραν. Ηρώτησε δε αυτόν ο θυρωρός πόθεν ήτο, τι εζήτει και τίνα τέχνην εγίνωσκεν. Ο δε απεκρίνατο: «Μοναχός ποθώ να γίνω, ήμην δε ποιμήν». Ταύτα μαθών δια του θυρωρού ο Ηγούμενος εχάρη, διότι είχεν ανάγκην του τοιούτου ανθρώπου. Δοκιμάσαντες δε αυτόν ολίγον καιρόν, έκειραν αυτόν Μοναχόν, και τον έστειλαν εις την έρημον να βόσκη τράγους. Ούτος δε απήλθε μετά χαράς και πόθου πολλού εις την ησυχίαν, την οποίαν ωρέγετο και έκαμνε την υπηρεσίαν ταύτην αόκνως, προσευχόμενος αδιαλείπτως προς Κύριον. Ο δε βασιλεύς είχε θλίψιν πολλήν δια τον Ιωάννην, και απέστειλεν ανθρώπους, οίτινες ανεζήτουν αυτόν εις διαφόρους τόπους και πόλεις και εις ερήμους και Μοναστήρια. Απελθόντες δε οι απεσταλμένοι του βασιλέως και εις τον Άθωνα, ηρεύνησαν και εκεί έκαστον τόπον επιμελέστατα· αλλά ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ότι ο ποιμήν των τράγων ήτο ο ζητούμενος, επειδή ήτο ενδεδυμένος παλαιά και εσχισμένα ενδύματα. Εν μια δε των ημερών, βόσκων τους τράγους εις εν ακρωτήριον, και θεασάμενος ένθεν κακείθεν, ότι δεν ήτο τις να τον ακούση, ήρχισε να ψάλλη ύμνον τινά μετά τέχνης πολλής και κατανύξεως. Ασκητής δε τις, όστις κατώκει εκεί πλησίον εις ένα σπήλαιον, ακούσας τοιαύτην γλυκυτάτην και παναρμόνιον μελωδίαν εθαύμασε, και εξελθών του σπηλαίου βλέπει (εξαίσιον θέαμα) τον μεν ποιμένα ψάλλοντα, τους δε τράγους μη βόσκοντας, αλλά ισταμένους και βλέποντας αυτόν ώσπερ εκπληττομένους και χαίροντας εις την αγγελικήν εκείνην και ουχί ανθρωπίνην μελωδίαν. Ταύτα ιδών ο Ασκητής απήλθεν εις την Λαύραν και ανήγγειλεν αυτά εις τον Ηγούμενον, όστις έστειλε και έφεραν τον Όσιον, και λέγει προς αυτόν· «Ορκίζω σε εις τον Θεόν να μου είπης την αλήθειαν. Συ είσαι ο Κουκουζέλης Ιωάννης, ο παρά του βασιλέως τοσούτον ζητούμενος»; Ο δε πεσών εις τους πόδας αυτού εζήτει συγχώρησιν μετά δακρύων, λέγων· «Εγώ είμαι ο αμαρτωλός και ανάξιος· όμως δέομαι θερμώς και σε παρακαλώ να με αφήσης εις αυτό το ευτελές διακόνημα, όπερ μου έδωσες εξ αρχής, να ποιμαίνω τους τράγους, δια να μη μάθη περί εμού ο βασιλεύς». Ακούσας ταύτα ο προεστώς τον μεν Ιωάννην αφήκεν εις την διακονίαν του, αυτός δε απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, και πεσών εις τους πόδας του βασιλέως είπε ταύτα· «Δέομαι και παρακαλώ το κράτος της εξουσίας σου, Δέσποτα, να μου χαρίσης άνθρωπον τινα δια ψυχικήν αυτού σωτηρίαν, και εάν ελύπησε την βασιλείαν σου να τον συγχωρήσης». Ο δε βασιλεύς ηρώτησε του ζητουμένου το όνομα. Ο δε Ηγούμενος λέγει προς αυτόν· «Εάν δεν μου δώσης εγγράφως την συγχώρησιν, δεν σου το λέγω». Τότε ο βασιλεύς επρόσταξε να ετοιμάσουν έγγραφον και υπέγραψεν αυτό· έπειτα ο Ηγούμενος διηγήθη περί του Μοναχού Κουκουζέλη ακριβώς άπαντα. Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εδάκρυσε, και έλαβε χαράν και λύπην εις την καρδίαν ανείκαστον. Εχάρη μεν, ότι ο Ιωάννης ήτο τοσούτον ευλαβής, και ενεδύθη σχήμα Αγγελικόν, μισήσας πάσαν σαρκικήν ηδυπάθειαν, επικράνθη δε, ότι έδωκε την χάριν εγγράφως και δεν ηδύνατο να αρνηθή αυτήν. Ο δε Ηγούμενος κατεπράϋνε δια λόγων παρακλητικών την καρδίαν αυτού. Έπειτα, ευχαριστήσας αυτόν και ευχόμενος, απήλθεν εις την Μονήν αυτού, και διηγήθη εις πάντας τους αδελφούς τα γενόμενα. Όθεν έμεινεν ο θαυμάσιος Ιωάννης ανενόχλητος από τον επίγειον βασιλέα και υπηρέτει τον επουράνιον, ψάλλων και υμνολογών αυτόν αόκνως καθ’ εκάστην ημέραν. Μετά ταύτα λαβών ο Όσιος από τον προεστώτα συγχώρησιν, έκτισε κελλίον και Εκκλησίαν των Αρχαγγέλων έξωθι του Μοναστηρίου, ίνα ησυχάζη κατά τας εξ ημέρας της εβδομάδος, τας δε Κυριακάς και τας λοιπάς εορτάς δεν έλειπεν από τον δεξιόν χορόν της μεγάλης Εκκλησίας, αλλά έψαλλεν εις τον Θεόν μετά πόθου και κατανύξεως. Κατά δε το Σάββατον του Ακαθίστου, αφ’ ου έψαλεν επιμελώς τα Ιδιόμελα και τον Κανόνα της Θεοτόκου κατά την συνήθειαν, από τον κόπον ύπνωσεν ολίγον εις το στασίδιον αυτού όρθιος. Τότε φαίνεται εις αυτόν η Κυρία Θεοτόκος και λέγει προς αυτόν· «Χαίροις, Ιωάννη τέκνον μου· ψάλλε μοι και δεν θέλω σε εγκαταλείψει». Ταύτα ειπούσα, έδωκεν εις αυτόν χρυσούν τι νόμισμα. Ο δε, έξυπνος γενόμενος, εύρεν (ω του θαύματος!) εις την δεξιάν αυτού το νόμισμα. Όθεν χαράς απείρου πλησθείς, ηυχαρίστει την Θεομήτορα. Εκείνο δε το νόμισμα έβαλον εις την Εκκλησίαν, ένθα ετέλεσε μεγάλα θαυμάσια. Έκτοτε δεν έλειπεν ο Όσιος Ιωάννης από τον δεξιόν χορόν πώποτε, αλλ’ έψαλλε προθύμως και εδοξολόγει αόκνως τον Κύριον. Όθεν από τον πολύν κόπον και την ορθοστασίαν εσάπη ο πους αυτού και έτρεχεν ύλη δυσσώδης· αλλ’ η παντοδύναμος Δέσποινα ιάτρευσεν αυτόν, ως τον Δαμασκηνόν Ιωάννην, εμφανισθείσα εις αυτόν και λέγουσα· «Ας είσαι από του νυν υγιής», και ευθύς έλαβε τελείαν την θεραπείαν. Όθεν ευχαριστήσας την Θεομήτορα έμεινεν άνοσος έως τέλους βιώσας εν νηστείαις και αγρυπνίαις και εξόχως είχε πολλήν ταπείνωσιν. Προείδε δε και την τελευτήν αυτού, και συγχωρηθείς μετά πάντων των αδελφών και προσευξάμενος δι’ αυτούς, παρήγγειλε να ενταφιάσωσιν αυτόν εις τον οίκον των Αρχαγγέλων, τον οποίον αυτός ωκοδόμησε. Και ούτως ανεπαύσατο την πρώτην του Οκτωβρίου εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας έτυχεν εκεί εις τον βασιλέα ο Ηγούμενος της Μεγάλης Λαύρας του Αγίου Όρους, δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν, την οποίαν καλώς τακτοποιήσας επέστρεψε πάλιν εις το Μοναστήριον αυτού. Ο δε Κουκουζέλης, ιδών την ευκοσμίαν του Ηγουμένου και ευλαβηθείς την αγγελικήν πολιτείαν, κατέλιπε πάσαν δόξαν και φαντασίαν βασιλικήν, και εκδυθείς τα σηρικά και μεταξωτά ιμάτια, ενεδύθη τρίχινα, και λαβών ράβδον εργατικήν εις χείρας, απήλθεν εις την Λαύραν. Ηρώτησε δε αυτόν ο θυρωρός πόθεν ήτο, τι εζήτει και τίνα τέχνην εγίνωσκεν. Ο δε απεκρίνατο: «Μοναχός ποθώ να γίνω, ήμην δε ποιμήν». Ταύτα μαθών δια του θυρωρού ο Ηγούμενος εχάρη, διότι είχεν ανάγκην του τοιούτου ανθρώπου. Δοκιμάσαντες δε αυτόν ολίγον καιρόν, έκειραν αυτόν Μοναχόν, και τον έστειλαν εις την έρημον να βόσκη τράγους. Ούτος δε απήλθε μετά χαράς και πόθου πολλού εις την ησυχίαν, την οποίαν ωρέγετο και έκαμνε την υπηρεσίαν ταύτην αόκνως, προσευχόμενος αδιαλείπτως προς Κύριον. Ο δε βασιλεύς είχε θλίψιν πολλήν δια τον Ιωάννην, και απέστειλεν ανθρώπους, οίτινες ανεζήτουν αυτόν εις διαφόρους τόπους και πόλεις και εις ερήμους και Μοναστήρια. Απελθόντες δε οι απεσταλμένοι του βασιλέως και εις τον Άθωνα, ηρεύνησαν και εκεί έκαστον τόπον επιμελέστατα· αλλά ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ότι ο ποιμήν των τράγων ήτο ο ζητούμενος, επειδή ήτο ενδεδυμένος παλαιά και εσχισμένα ενδύματα. Εν μια δε των ημερών, βόσκων τους τράγους εις εν ακρωτήριον, και θεασάμενος ένθεν κακείθεν, ότι δεν ήτο τις να τον ακούση, ήρχισε να ψάλλη ύμνον τινά μετά τέχνης πολλής και κατανύξεως. Ασκητής δε τις, όστις κατώκει εκεί πλησίον εις ένα σπήλαιον, ακούσας τοιαύτην γλυκυτάτην και παναρμόνιον μελωδίαν εθαύμασε, και εξελθών του σπηλαίου βλέπει (εξαίσιον θέαμα) τον μεν ποιμένα ψάλλοντα, τους δε τράγους μη βόσκοντας, αλλά ισταμένους και βλέποντας αυτόν ώσπερ εκπληττομένους και χαίροντας εις την αγγελικήν εκείνην και ουχί ανθρωπίνην μελωδίαν. Ταύτα ιδών ο Ασκητής απήλθεν εις την Λαύραν και ανήγγειλεν αυτά εις τον Ηγούμενον, όστις έστειλε και έφεραν τον Όσιον, και λέγει προς αυτόν· «Ορκίζω σε εις τον Θεόν να μου είπης την αλήθειαν. Συ είσαι ο Κουκουζέλης Ιωάννης, ο παρά του βασιλέως τοσούτον ζητούμενος»; Ο δε πεσών εις τους πόδας αυτού εζήτει συγχώρησιν μετά δακρύων, λέγων· «Εγώ είμαι ο αμαρτωλός και ανάξιος· όμως δέομαι θερμώς και σε παρακαλώ να με αφήσης εις αυτό το ευτελές διακόνημα, όπερ μου έδωσες εξ αρχής, να ποιμαίνω τους τράγους, δια να μη μάθη περί εμού ο βασιλεύς». Ακούσας ταύτα ο προεστώς τον μεν Ιωάννην αφήκεν εις την διακονίαν του, αυτός δε απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, και πεσών εις τους πόδας του βασιλέως είπε ταύτα· «Δέομαι και παρακαλώ το κράτος της εξουσίας σου, Δέσποτα, να μου χαρίσης άνθρωπον τινα δια ψυχικήν αυτού σωτηρίαν, και εάν ελύπησε την βασιλείαν σου να τον συγχωρήσης». Ο δε βασιλεύς ηρώτησε του ζητουμένου το όνομα. Ο δε Ηγούμενος λέγει προς αυτόν· «Εάν δεν μου δώσης εγγράφως την συγχώρησιν, δεν σου το λέγω». Τότε ο βασιλεύς επρόσταξε να ετοιμάσουν έγγραφον και υπέγραψεν αυτό· έπειτα ο Ηγούμενος διηγήθη περί του Μοναχού Κουκουζέλη ακριβώς άπαντα. Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εδάκρυσε, και έλαβε χαράν και λύπην εις την καρδίαν ανείκαστον. Εχάρη μεν, ότι ο Ιωάννης ήτο τοσούτον ευλαβής, και ενεδύθη σχήμα Αγγελικόν, μισήσας πάσαν σαρκικήν ηδυπάθειαν, επικράνθη δε, ότι έδωκε την χάριν εγγράφως και δεν ηδύνατο να αρνηθή αυτήν. Ο δε Ηγούμενος κατεπράϋνε δια λόγων παρακλητικών την καρδίαν αυτού. Έπειτα, ευχαριστήσας αυτόν και ευχόμενος, απήλθεν εις την Μονήν αυτού, και διηγήθη εις πάντας τους αδελφούς τα γενόμενα. Όθεν έμεινεν ο θαυμάσιος Ιωάννης ανενόχλητος από τον επίγειον βασιλέα και υπηρέτει τον επουράνιον, ψάλλων και υμνολογών αυτόν αόκνως καθ’ εκάστην ημέραν. Μετά ταύτα λαβών ο Όσιος από τον προεστώτα συγχώρησιν, έκτισε κελλίον και Εκκλησίαν των Αρχαγγέλων έξωθι του Μοναστηρίου, ίνα ησυχάζη κατά τας εξ ημέρας της εβδομάδος, τας δε Κυριακάς και τας λοιπάς εορτάς δεν έλειπεν από τον δεξιόν χορόν της μεγάλης Εκκλησίας, αλλά έψαλλεν εις τον Θεόν μετά πόθου και κατανύξεως. Κατά δε το Σάββατον του Ακαθίστου, αφ’ ου έψαλεν επιμελώς τα Ιδιόμελα και τον Κανόνα της Θεοτόκου κατά την συνήθειαν, από τον κόπον ύπνωσεν ολίγον εις το στασίδιον αυτού όρθιος. Τότε φαίνεται εις αυτόν η Κυρία Θεοτόκος και λέγει προς αυτόν· «Χαίροις, Ιωάννη τέκνον μου· ψάλλε μοι και δεν θέλω σε εγκαταλείψει». Ταύτα ειπούσα, έδωκεν εις αυτόν χρυσούν τι νόμισμα. Ο δε, έξυπνος γενόμενος, εύρεν (ω του θαύματος!) εις την δεξιάν αυτού το νόμισμα. Όθεν χαράς απείρου πλησθείς, ηυχαρίστει την Θεομήτορα. Εκείνο δε το νόμισμα έβαλον εις την Εκκλησίαν, ένθα ετέλεσε μεγάλα θαυμάσια. Έκτοτε δεν έλειπεν ο Όσιος Ιωάννης από τον δεξιόν χορόν πώποτε, αλλ’ έψαλλε προθύμως και εδοξολόγει αόκνως τον Κύριον. Όθεν από τον πολύν κόπον και την ορθοστασίαν εσάπη ο πους αυτού και έτρεχεν ύλη δυσσώδης· αλλ’ η παντοδύναμος Δέσποινα ιάτρευσεν αυτόν, ως τον Δαμασκηνόν Ιωάννην, εμφανισθείσα εις αυτόν και λέγουσα· «Ας είσαι από του νυν υγιής», και ευθύς έλαβε τελείαν την θεραπείαν. Όθεν ευχαριστήσας την Θεομήτορα έμεινεν άνοσος έως τέλους βιώσας εν νηστείαις και αγρυπνίαις και εξόχως είχε πολλήν ταπείνωσιν. Προείδε δε και την τελευτήν αυτού, και συγχωρηθείς μετά πάντων των αδελφών και προσευξάμενος δι’ αυτούς, παρήγγειλε να ενταφιάσωσιν αυτόν εις τον οίκον των Αρχαγγέλων, τον οποίον αυτός ωκοδόμησε. Και ούτως ανεπαύσατο την πρώτην του Οκτωβρίου εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου