ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 8 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018 -- ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ


“ιδών ο Ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών” (Ματθ. Θ  4).
Η απαραβίαστος σκέψις
Όταν ο Πανάγιος Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο, του έδωσε εκείνο το οποίο τον διαφοροποιούσε από όλα τα άλλα έμβια κτίσματα. Του έδωσε τον λόγον, δηλαδή την λογικήν, με την οποίαν τον καλούσε να κυριεύση όλην την κτίσιν και να δραστηριοποιήται και να επικοινωνή με το Θείον αλλά και με τον συν­άνθρωπόν του. Του έδωσε την λογικήν, για να μπορή να σκέπτεται και να διανοήται, να διαλογίζεται και να προμελετά τις πράξεις του, να κρίνη και να διακρίνη το καλόν και το κακόν και εν τέλει, δια να αποφασίζη το πρέπον. Με τη λογική, ο Θεός δίδει εις τον άνθρωπον και την ελευθερίαν, να αποφασίζη και να πράττη ο, τι θέλει και να κινήται ακόμη και εχθρικά απέναντι στον Θεόν.

Μαζί, όμως, με όλα αυτά, έδωσε ο Κύριος εις τον άνθρωπον και το απόρρητον και απαραβίαστον εις τους λογισμούς του. Του έδωσε, δηλαδή, το δικαίωμα να σκέπτεται και να μη γνωρίζη κάποιος δίπλα του, τι ακριβώς σκέπτεται. Ούτε καν και αυτός ο Διάβολος δεν μπορεί να γνωρίζη την σκέψιν του ανθρώπου. Να δημιουργή λογισμούς και έννοιες … μπορεί˙ να γνωρίζη όμως την σκέψιν … δεν μπορεί. Μόνος ο Θεός, ο “ετάζων καρδίας και νεφρούς” (Ψαλμ. Ζ
  10), είναι Εκείνος που μπορεί να γνωρίζη με απόλυτον ακρίβειαν τους λογισμούς των ανθρώπων. Μόνον ενώπιον του Θεού, ο άνθρωπος δεν δύναται να κρυβή, αλλά θα πρέπη να γνωρίζη ότι, “ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού” (Εβρ. Δ  13).

Το, “κατά νουν”, αμάρτημα
Από την στιγμήν που ο άνθρωπος αμάρτησε μέσα εις τον Παράδεισον, έχασε όλην εκείνην την Ουράνια δόξα που του είχε δώσει ο Κύριος από την στιγμήν της δημιουργίας του. Δεν ήταν αυτός που βλέπουμε σήμερα. Σήμερα ο άνθρωπος είναι ο “πεπτωκώς”, ο φιλαμαρτήμων, ο κλίνων προς το κακόν και την αμαρτίαν, είναι, ο μονίμως “ρερυπωμένος” που έχει ανάγκην της εκ Θεού καθάρσεως. Τότε, όμως, ο άνθρωπος ήταν ο αναμάρτητος και τέλειος και είχε μόνο την δυνατότητα να αμαρτήση, δυνάμει της ελευθερίας του. Συνεπώς η αμαρτία, πολυειδώς και πολυτρόπως, μολύνει τον άνθρωπον και ουδεμίαν στιγμήν δύναται ούτος να αισθανθή απολύτως καθαρός απέναντι του Κυρίου. Δια τούτο και ο Θείος Λόγος μας βεβαιώνει, “τις καυχή­σεται αγνήν έχειν την καρδίαν; η τις παρρησιάσεται καθαρός είναι από αμαρτιών;” (Παροιμ. Κ  9).
Περισσότερον, όμως και βαρύτερον, αμαρτάνει ούτος δια της σκέψεως και των λογισμών. Αμαρτάνει δια των μελών του σώματος, αλλ’ αύται αι αμαρτίαι περιστέλλονται κάπως εκ του γεγονότος, ότι … φαίνονται και γίνονται αντιληπταί και από τους γύρω μας. Όταν όμως η αμαρτία συντελείται εις τον νουν του και κανείς δεν δύναται να γνωρίζη περί ταύτης, ο άνθρωπος αισθάνεται μίαν ασφάλειαν αλλά και μίαν άνεσιν και νομίζει κάποιες φορές, ότι ούτε καν … αμάρτησε! Αισθάνεται ότι ουδείς δύναται να τον επιπλήξη, ούτε καν και αυτή η ιδία η σύζυγός του, αφού δεν μπορεί να γνωρίζη το περιεχόμενον της αμαρτωλής φαντασίας του. Νομίζει ότι, – “εκ του ασφαλούς” – μπορεί να ποδοπατή εκεί­να τα οποία, εμφανώς και εκφώνως, ίσως υπερασπίζεται και μάχεται υπέρ αυτών! Όμως η ευθεία παρέμβασις του Κυρίου εις τους αμαρτωλούς λογισμούς των γραμματέων, που παρακολουθούν το θαύμα, μας δίδει να καταλάβωμεν ότι υπάρχει ο Παντογνώστης Θεός, που όπως προείπομεν γνωρίζει ακόμη και την παραμικροτέραν λεπτομέρειαν των λογισμών και των επιθυμιών μας.
“Και ιδών ο
  Ιησοῦς τας ενθυμήσεις αυτών είπεν• ίνα τι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών;” (Ματθ. Θ  4). Αμαρτάνομεν, συνεπώς και δια της σκέψεως! Και όχι απλώς αμαρτάνομεν, αλλά, κατά τον Θείον Λόγον, αμαρτάνομεν, ισαξίως και ισοβαρώς με την πραγματουμένην αμαρτίαν. Δεν αμαρτάνει μόνον ο κλέπτης αλλά και εκείνος που επιθυμεί την κλοπήν και απλά δεν δύναται να την πραγματοποιήση. Δεν παραβαίνει τον Θείον Νόμον, εκείνος ο οποίος βλασφημεί και αισχρολογεί, αλλά και εκείνος ο οποίος επιτρέπει εις τον νουν και την σκέψιν του, να δέχωνται βλασφήμους λογισμούς και πρόστυχες εκφράσεις. “Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού.” (Ματθ. Ε  28).
Η διόρθωσις του αμαρτήματος
Εις τας πτώσεις του και τας αμαρτίας του, ο άνθρωπος, και πέραν των τόσων “αρνητικών” που δημιουργεί η παράβασις του Θείου Νόμου εις το εσωτερικόν του αλλά και εν γένει εις την ζωήν του, έχει και ένα πολύ ισχυρόν πλεονέκτημα. Ο Κύριος, του έχει δώσει την δυνατότητα, να δύναται να διορθώνη τας αμαρτίας του και δια της χάριτος του μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολογήσεως, να επανέρχεται εις την τέλειαν αναμαρτησίαν, εκείνην που του εδόθη κατά την ώραν της Βαπτίσεώς του. Δια της συγχωρήσεως που δίδεται εκ του Κυρίου και μέσω του πνευματικού Πατρός, ο αμαρτωλός αναγεννάται και καθαρίζεται εκ του ρύπου της αμαρτίας. Τούτό δε, δεν γίνεται μόνον μίαν φοράν η δύο, αλλά όσες φορές θέλει ο ίδιος ο άνθρωπος. “Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήσει”, λέγει δια τινος ευχής του Μυστηρίου του Ευχελαίου, η Εκκλησία μας εις τον εκάστοτε αμαρτάνοντα. Η οποιαδήποτε αμαρτία δεν έχει πλέον κυριαρχικήν εξουσίαν εις τον άνθρωπον – όπως συνέβαινε τούτο εις την προ Χριστού εποχήν, – αλλά ο άνθρωπος κυριαρχεί επί της αμαρτίας και δύναται, δια της μετανοίας, να την σβήνη και την υπερνικά.
Τούτο, συνεπώς, ας είναι το διαρκές βίωμά μας, δια να επιτύχωμεν την κατά το δυνατόν, εν παρρησία απολογίαν μας “επί του φοβερού βήματος του Χριστού”!
Αρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών


Δεν υπάρχουν σχόλια: