Τη ΙΒ΄ (12η) Ιουλίου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΜΙΧΑΗΛ ο Μαλεϊνος, ο πνευματικός πατήρ του εν Αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου του εν τω Άθω, εν ειρήνη τελειούται.


Μιχαήλ ο Όσιος και μακάριος Πατήρ ημών έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων Κωνσταντίνου Ζ΄ μέχρι των χρόνων Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, κατήγετο δε από μίαν χώραν των Καππαδοκών, Χαρσιανόν ονομαζομένην, γεννηθείς από γονείς ευγενείς, ευσεβεστάτους και πλουσίους. Όχι δε μόνον ο πατήρ αυτού, αλλά και ο πάππος του, ο πατήρ του πατρός του, την κλήσιν Ευστάθιος, είχεν αξίωμα και θέσιν λίαν έντιμον και περιφανή, Πατρίκιος το αξίωμα και εις τας στρατηγίας περιφανέστατος. Ομοίως και ο έτερος πάππος του, ο πατήρ της μητρός, την κλήσιν Αδράλεστος, κατείχε το αξίωμα του Πατρικίου πρότερον, έπειτα δ’ έγινε Στρατηλάτης της Ανατολής όλης δια την πολλήν αυτού ανδρείαν και φρόνησιν. Η μάμμη του ήτο συγγενής του βασιλέως Ρωμανού. Ευλαβείς όλοι ούτοι και Ορθόδοξοι, από τους οποίους εγεννήθησαν οι γεννήτορες του Οσίου, Ευδόκιμος και Αναστασώ ονομαζόμενοι, κεκοσμημένοι με πάσαν αρετήν και ευπρέπειαν, εσυγγένευον δε ούτοι με τον βασιλέα Λέοντα, όστις εβασίλευε τότε εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά ας έλθωμεν εις την θαυμασίαν του Οσίου γέννησιν, ήτις έγινεν εξ επαγγελίας και προσευχής υιός ωνομάσθη.
Ότι δια να γνωρίζη έκαστος από ποίους ανθρώπους εβλάστησεν ο τρισόλβιος, εγράψαμεν ολίγα τινά, αλλ’ όλοι οι συγγενείς του από βασιλικόν αίμα κατήγοντο. Ήτο λοιπόν χρόνους πολλούς η μήτηρ του Οσίου στείρα και άτεκνος. Εκ τούτου ελυπούντο αμφότεροι οι γεννήτορες, ότι παρήλθεν όλη των η νεότης και τέκνον δεν απέκτησαν δια να κληρονομήση τον πλούτον των. Μετέβαινον πολλάκις εις τας Εκκλησίας και εδέοντο του Θεού να τους δώση τέκνον, αλλά η προσευχή των δεν εισηκούετο. Τέλος μετέβησαν εις ένα Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, όστις ευρίσκεται εις το χωρίον Κουκά, εις του οποίου την εικόνα έχουν οι κάτοικοι πολλήν ευλάβειαν. Ενώπιον ταύτης εδέοντο η Αναστασώ με τον Ευδόκιμον, να τους δώση κληρονομίαν κατά τον πόθον των. Της δεήσεώς των ταύτης επήκουσεν η Θεοτόκος και εφάνη προς τον Εφημέριον της Εκκλησίας, την κλήσιν Μεθόδιον, όταν εκοιμάτο, κρατούσα ωμοφόριον, εις δε την δεξιάν της τρία σουδάρια, τα οποία τον επρόσταξε να δώση της Αναστασούς με ταύτην την συμφωνίαν, να λάβη πάλιν οπίσω η Παναγία από τα τρία εκείνα το εν μανδήλιον. Ευθύς ως εφανέρωσεν ο ιερεύς προς την γυναίκα την όρασιν, έγινεν η πρώην άτεκνος πολύτεκνος και καλλίτεκνος αποκτήσασα κατά την όρασιν τρία τέκνα, το πρώτον δε τέκνον, όπερ εγέννησεν, ωνόμασαν οι γεννήτορες Μανουήλ. Όταν λοιπόν ο Μανουήλ έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, τον ετίμησεν ο βασιλεύς με την αξίαν του Κανδιδάτου. Οι δε γονείς αυτού είχον πόθον πολύν να τον υπανδρεύσουν, κατά την συνήθειαν του κόσμου, να ίδωσιν απογόνους από αυτόν και εζήτουν κόρην πλουσίαν και ωραίαν από βασιλικόν αίμα, ομοίαν αυτού, ίνα υπανδρεύσωσι με γυναίκα τον άσαρκον σχεδόν. Αλλ’ όταν αυτοί συνεφώνουν τους γάμους ως γήϊνοι, τότε ο ουράνιος Πατήρ, όστις ηγίασε τον νέον εκ κοιλίας μητρός, ζηλών εζήλωσε και τον ήρπασε με τούτον τον τρόπον εκ μέσου αυτών. Κατ’ εκείνας τας ημέρας μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν δι’ ανάγκην τινά ο Ευδόκιμος, παραλαβών τον Μανουήλ εις την συνοδείαν του. Έπειτα επέστρεψεν εις τον οίκον του, αφήνων τον νέον εκεί, δια να μάθη ευγενικάς πράξεις εις τα βασίλεια. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο ευσεβής βασιλεύς Λέων, τον οποίον ο Μανουήλ βλέπων ούτω νεκρόν βασταζόμενον έκλαιε, συλλογιζόμενος του θανάτου το απαραίτητον και έλεγε ταύτα κατά διάνοιαν. Εάν και οι βασιλείς αποθνήσκουν, ποίαν ωφέλειαν λαμβάνω να ευρίσκωμαι εις του κόσμου την ματαιότητα; Κάλλιον να υπάγω εις τόπον ήσυχον, να προσεύχωμαι δια την σωτηρίαν μου. Κλαίων λοιπόν και οδυρόμενος απήλθεν εις μίαν Εκκλησίαν και έκαμε προς τον Κύριον δέησιν, ούτω λέγων: «Δέσποτα, εάν είναι ευάρεστόν Σοι να γίνω Μοναχός, δείξον μοι το θέλημά Σου». Ταύτα είπε κρατών εις τας χείρας το ψαλτήριον. Και ανοίξας αυτό, εύρε τον δέκατον ψαλμόν, εις το σημείον όπου λέγει: «Επί τω Κυρίω πέποιθα· πως ερείτε τη ψυχή μου· μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον»; Και τα τούτου συνεχόμενα. Αναγνώσας αυτόν τον στίχον εχάρη, υποσχόμενος εις τον Θεόν να γίνη Μοναχός. Προβάλλων δε πρόφασιν προς τους συγγενείς του, ότι είχεν επιθυμίαν να υπάγη εις τους γονείς του, ανεχώρησε χωρίς να θέλουν από την Κωνσταντινούπολιν, οίτινες, όταν είδον ότι δεν τους ήκουσε να μείνη, του άδωσαν ανθρώπους πολλούς να τον συνοδεύσουν κατά την αξίαν του. Φθάσας λοιπόν εις τον ποταμόν Γάλλον, όστις ρέει πλησίον του Κυμιναίου όρους, επέρασαν την γέφυραν του Μονοκαμάρου, τότε δε προσέταξε τους ακολουθούντας αυτόν δια υπηρεσίαν του να υπάγουν εις τον πατέρα του, αυτός δε θα ήρχετο βραδύτερον. Κρατήσας δε ολίγους εις την συνοδείαν του, απήλθον εις το χωρίον Κερσίνην, το οποίον κείται εις τους πρόποδας του όρους. Εκεί, καθώς ητοίμαζον οι υπηρέται την τράπεζαν, επήρεν ο Μανουήλ χωρικόν τινα παράμερα και τον ηρώτα, εάν υπήρχεν εκεί πλησίον Μοναχός τις ενάρετος. Ο δε είπεν εις αυτόν· «Εδώ εις το όρος διαμένει ένας Άγιος Γέρων, Ιωάννης ονομαζόμενος, Ελλαδίτης το επώνυμον, με του οποίου τας νουθεσίας πολλοί σώζονται». Ευθύς ως ήκουσε ταύτα ο Μανουήλ δεν εζήτησε τράπεζαν, αλλά επήρε μόνον ένα, τον πρώτον άνθρωπον του πατρός του, και ανέβησαν εις τον Γέροντα. Πίπτων τότε εις τους πόδας αυτού έκλαιε θερμότατα. Ο δε Όσιος εθαύμασε βλέπων τον στολισμόν των ιματίων, το πλήθος των δακρύων και το νεάζον της ηλικίας του, και τον ηρώτα τις και πόθεν ήτο και την αιτίαν της τοσαύτης θλίψεως. Ο δε απεκρίνατο· «Δεν έχω θλίψιν τινά, πάτερ μου, μόνον ζητώ την σωτηρίαν μου». Λέγει προς αυτόν ο Γέρων· «Μήπως είσαι δούλος τινός, και σου έτυχε συμφορά μεγάλη; Ειπέ την αλήθειαν, ποίος άνθρωπος είσαι και πως και που εύρες αυτά τα πλούσια φορέματα»; Ο δε απεκρίνατο· «Δούλος είμαι του Θεού, υιός δε πλουσίου πατρός, έχων δε πόθον πολύν να μονάσω, ήλθα από τόπον μακρινόν με τούτον τον άνθρωπον, του οποίου υπεσχέθην, εάν επιτύχω του ποθουμένου, να του χαρίσω τον ίππον μου». Ταύτα ειπόντος έστερξεν ο Γέρων να τον κρατήση, βλέπων την ζέσιν και τον πόθον του. Παρεκάλεσε τότε τον άνθρωπόν του να πάρη το άλογον, να επιστρέψη με τους συντρόφους εις τον πατέρα του. Τότε εκείνος και χωρίς να θέλη υπήκουσε και άστρεψε κλαίων· ο δε Μανουήλ, τρωθείς την καρδίαν από θείον έρωτα, εβίαζε καθ’ ημέραν τον Άγιον Γέροντα να τον τελειώση Μοναχόν, διότι εφοβείτο μήπως τον αποσπάση βιαίως ο πατήρ αυτού και τον στερήση του πόθου του. Ιδών λοιπόν ο Γέρων την τοσαύτην δίψαν, την οποίαν είχε, τον εκούρευσε Μοναχόν την τετάρτην ημέραν και τον ενέδυσε το Αγγελικόν Σχήμα ονομάσας αυτόν Μιχαήλ, αντί Μανουήλ. Όταν ο Όσιος έτυχε του ποθουμένου, ωμολόγησε φανερά την υπόθεσιν· ο δε Γέρων, ακούσας ότι ήτο από αίμα βασιλικόν υιός τόσον πλουσίου άρχοντος, εθαύμασε μεν του νέου τον ένθεον ζήλον και έρωτα, εδειλίασε δε μικρόν δια τον πατέρα του, μήπως θυμωθή αλόγως και τον θανατώση. Έπειτα έχων εις τον Θεόν τας ελπίδας του είπεν εις αυτόν· «Εάν συ, όστις είσαι νέος, δια την αγάπην του Θεού απηρνήθης τον κόσμον και τους γεννήτορας, πως εγώ ο Γέρων να μη καταφρονήσω δια την εντολήν του Θεού τον θάνατον»; Έμεινε λοιπόν ο θαυμάσιος Μιχαήλ σπουδαίως αγωνιζόμενος, προξενήσας με την άρνησιν ταύτην του κόσμου μεγάλην πληγήν κατά του πονηρού δαίμονος. Όταν έφθασαν οι δούλοι εις τον Ευδόκιμον και του ανήγγειλαν την του παιδός αναχώρησιν, έλαβε τόσον πόνον εις την καρδίαν, ώστε εφώναζεν ως εξεστηκώς και φρενόληπτος, ως να τον εκέντων με τα ξίφη και έλεγεν· «Ω βία! Έχασα το φως μου, απώλεσα την ελπίδα του γήρατος και τον στηριγμόν της οικίας μου· καλά το είδα εις το όνειρον, ότι έπεσεν ο μεγάλος στύλος του οίκου μου». Βλέποντες εκείνον, ότι έκλαιε τόσον γοερώς, ωδύροντο και όλοι οι δούλοι του, εξόχως δε η ομόζυγός του, ως το ήκουσεν, έπεσεν άφωνος και όλοι ενόμιζον ότι απέθανε. Μεθ’ ώραν πολλήν, όταν συνήλθεν, εξέσχιζε τας σάρκας της, ανέσπα την κόμην της ανελεημόνως και έκαμνε τόσον θρήνον και κοπετόν, ώστε ήτο θλιβερόν το θέαμα και δακρύων άξιον. Όλοι οι συγγενείς και οι άνθρωποι της οικίας έκλαιον. Ο δε Ευδόκιμος πρώτον μεν έδειρε σκληρώς εκείνους όλους, όσοι ήσαν εις την συνοδείαν του παιδός, διότι δεν μετέβησαν εις το Μοναστήριον να τον πάρουν βιαίως, αλλά τον άφησαν· έπειτα επήρε λαόν πολύν και έδραμεν εις το όρος εκείνο του Κυμινά, και τους μεν ανθρώπους προσέταξε να σταθούν έξω γύρωθεν του Μοναστηρίου, ίνα μη διαφύγη ο νέος, αυτός δε εισήλθε κρυφίως και πηγαίνων εις την Εκκλησίαν εστάθη εις μίαν γωνίαν του Νάρθηκος, διότι έψαλλον τον όρθρον. Επί σκοπώ άλλωστε μετέβη νύκτα, δια να μη τον εννοήση και κρυφθή. Έτυχε δε την ώραν εκείνην κατ’ οικονομίαν Θεού και έψαλλεν ο υιός του το τροπάριον: «Ψυχή τα ώδε πρόσκαιρα, τα δε εκεί αιώνια». Ήτο δε ο νέος και τόσον γλυκύφωνος, ώστε υπερέβαλλε τας αηδόνας εις την γλυκύτητα. Γνωρίσας λοιπόν αυτόν ο πατήρ από την φωνήν, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας και έκλαυσεν. Ο δε Μιχαήλ από τον βαρύν στεναγμόν εγνώρισε τον πατέρα του. Αφήσας δε την ψαλμωδίαν έδραμεν εις τον Γέροντα, όστις ουδόλως εταράχθη, αλλά ετελείωσε τον όρθρον. Έπειτα εξήλθε και επροσκύνησε τον άρχοντα, όστις τον ωνείδισε και ύβρισε λέγων· «Ω αμαθέστατε άνθρωπε, και προ καιρού της ζωής μου θάνατε· διατί έσβυσες το φως μου ούτως ανεξέταστα; Ω πλάνε και απατεών, που έμαθες να χωρίζης από τους γονείς τέκνα φίλτατα; Τάχα δεν ηξεύρεις τις είμαι και την αιτίαν όπου εδώ με έφερεν έξαφνα»; Ο δε Όσιος με πραείαν φωνήν απεκρίνατο· «Εγώ δεν ηξεύρω τις είσαι, ω τιμιώτατε, μόνον ο Δεσπότης Χριστός σε γινώσκει, Όστις ηξεύρει τα κρύφια, τον δε υιόν σου δεν τον εδέχθην εγώ αδιακρίτως, καθώς είπες, περιφανέστατε, αλλά ευαγγελικώς επαιδεύθην να μη διώκω τον προσερχόμενον». Βλέπων ο άρχων το ακέραιον και την ακακίαν του μεγάλου Γέροντος και κατανοήσας των ηθών αυτού την χρηστότητα, δεν του είπεν άλλον λόγον σκληρόν, μόνον επήρε τον υιόν και απήρχετο. Ο δε Μιχαήλ, βλέπων τον Γέροντα ότι έκλαιε την αιφνίδιον και ταχείαν στέρησίν του, παρηγόρησεν αυτόν λέγων· «Εύχου, πάτερ, και μη λυπήσαι ποσώς δι’ εμέ, ότι ουδέν πράγμα του κόσμου θέλει με χωρίσει από την αγάπην του Δεσπότου μου». Όταν έφθασαν εις τον οίκον των και τον είδεν η μήτηρ αυτού ούτω κουρευμένον και μαυροφορεμένον, αντί να χαρή, έκλαιε πικρώς και ωδύρετο, τον παρεκάλουν δε αμφότεροι να εκδυθή τα μέλανα ράσα και να φορέση λαμπρά ιμάτια. Του είπον τέλος πολλά και τον εβασάνισαν. Αλλά δεν ηδυνήθησαν να τον καταπείσουν εις την γνώμην των. Πάλιν δε να τον εκδύσουν βιαίως εφοβούντο το βάρος του αμαρτήματος, διότι ήσαν θεοσεβείς τε και ευλαβέστατοι. Μόνον με ποικίλας μεθόδους και άπειρα μηχανήματα εδοκίμασαν να τον απατήσουν και δεν ηδυνήθησαν. Ότι επειδή εδοκίμασε το μέλι της ασκήσεως και ήτο όλως μεθυσμένος από τον ένθεον έρωτα, δεν εψήφα τον σαρκικόν, όστις ως άνθος χόρτου μαραίνεται. Όταν οι γονείς είδον, ότι ματαίως εκοπίαζον, τον εδίωξαν οργιζόμενοι. Εκείνος δε, φεύγων ως από πυρός του κόσμου την όχλησιν, έτρεχε προς το Μοναστήριον. Ο δε Γέρων τον υπεδέχθη χαίρων ομού και θαυμάζων και επροφήτευσε δι’ αυτόν ταύτα προς τους άλλους Πατέρας λέγων· «Να ηξεύρετε, αδελφοί, ότι ούτος ο νέος μέλλει να αυξήση το όρος και να το γεμίση λογικά πρόβατα». Κατά την πρόρρησιν δε εκείνου ούτως εγένετο. Επληρώθη το όρος Μοναχών, προς τελείωσιν της προφητείας του Ησαϊου· «Ερράγη εν ερήμω ύδωρ και γη διψώσα εις έλη εγένετο». Ευθύς ως ήλθεν εις την Μονήν, τον έκαμε τραπεζάριον ο Γέρων, και υπηρέτει τους αδελφούς με τόσην σπουδήν και επιμέλειαν, παραστέκων εις αυτούς όσην ώραν έτρωγον, φέρων τας τροφάς με δουλικήν ταπείνωσιν, ώστε εθαύμαζον όλοι πως κατεδέχετο να κάμνη τοιαύτας ευτελείς υπηρεσίας τοιούτος σπουδαίος άνθρωπος, όστις ανετράφη με τόσην χλιδήν υπό άλλων υπηρετούμενος. Αυτός εμαγείρευεν, έπλυνε τα αγγεία, εσάρωνε και άλλας ευτελείς ομοίας πράξεις ετέλει αόκνως και προθύμως. Επειδή από τον ύπνον επειράζετο πολύ, τυραννούμενος από πειρασμόν του δαίμονος και εκοπίαζε και αυτόν να νικήση όσον ηδύνατο, διήρχετο όλην την ημέραν με ένα μόνον χιτώνα και ανυπόδητος. Την νύκτα ανεπαύετο επί σανίδος, όταν ήτο καιρός χειμώνος. Όταν δε παρήλθον δύο χρόνοι ετελειώθη Μοναχός, ευρίσκετο δε εκεί και ο πατήρ του, όστις όταν τον είδε τελειωμένον ηυφράνθη και δακρύσας τον ενουθέτησε λέγων· «Βλέπε, τέκνον μου, να μη ζημιωθής τον Θεόν, τον οποίον περισσότερον από τους γονείς και υπέρ τον κόσμον ηγάπησας». Ασπασθείς δε αυτόν ανεχώρησε κλαίων. Όταν έφθασεν εις την γυναίκα του, είπεν εις αυτήν· «Είδον τον Μανουήλ και η ψυχή μου ηυφράνθη. Φέρω δε εις τον νουν μου, ότι αυτός είναι, βέβαια, εκείνος τον οποίον μας εχάρισεν η Κυρία Θεοτόκος και πάλιν τον επήρε κατά την όρασιν. Λοιπόν μη λυπούμεθα, αλλά μάλλον ας δοξάσωμεν την Δέσποιναν. Ότι ούτος ο υιός μας μέλλει να γίνη καύχημα ημών και στήριγμα και όλου του γένους καλλώπισμα, ψυχών δε πολλών προς αρετήν παρακίνησις και παράκλησις». Έπαυσαν λοιπόν την λύπην και πνευματικώς εχαίροντο. Εις ολίγον καιρόν απέθανεν αιφνιδίως ο Ευδόκιμος. Η δε καλή μήτηρ εκείνη έστειλε και εκάλεσε τον Μιχαήλ, διαμοιράσασα δε όλην την περιουσίαν της εις τα τέκνα της, έγινε Μοναχή και θεαρέστως πολιτευομένη, και βοηθουμένη υπό του Μιχαήλ, ετελείωσε τον βίον θεαρέστως. Είχε δε και μίαν αδελφήν ο Όσιος, ήτις υπανδρεύθη και εγέννησε τον θεοστεφή βασιλέα Νικηφόρον και τον Λέοντα. Ο δε θεοφόρος Μιχαήλ εμοίρασεν εις τους πτωχούς όλα τα κινητά πράγματα, όσα έλαβεν εις το μέρος του. Ο Μιχαήλ είχεν ένα αδελφόν, Κωνσταντίνον ονόματι, με τον οποίον εμοίρασαν όλα τα πράγματα των γονέων των και τα μεν κινητά έδωκεν εις τους πένητας και εις τους δούλους του, τους οποίους ηλευθέρωσε, τα δε ακίνητα αφήκεν εις τον αδελφόν του, έλαβε δε την αξίαν των σωστήν, καθώς τα εξετίμησαν. Έφερε δε τα χρήματα εις την Μονήν και τα έδωκεν εις τον Γέροντα να τα διαθέση ως βούλεται. Εκείνος τότε εμοίρασεν τα ημίση εις πτωχούς Μοναχούς και τα άλλα εδαπάνησεν εις αύξησιν του Μοναστηρίου. Ο δε αδελφός του Οσίου, από πατρίκιος που ήτο, έγινε στρατηγός όλης της Καππαδοκίας περιφανέστατος. Όταν ο Όσιος ελυτρώθη από πάσαν φροντίδα γονέων, δηλαδή μετά τον τρίτον χρόνον της αυτών τελειώσεως, επεθύμησε να αναχωρήση εις τόπον ήσυχον, ευρών δε μίαν μεγάλην πέτραν παράμερα από το Μοναστήριον, ήτις ήτο επιτηδεία δια την άσκησιν, επήρεν από τον Γέροντα συγχώρησιν και αναχωρήσας εκάθητο εις την πέτραν τας πέντε ημέρας της εβδομάδος. Έτρωγε δε μίαν φοράν την ημέραν, κάμνων και εργόχειρον κατά την πρόσταξιν του Γέροντος. Το δε Σάββατον κατέβαινεν εις το Μοναστήριον και έμενε τας δύο ημέρας με τους αδελφούς συναναστρεφόμενος. Αφού έκαμεν εκεί χρόνους τέσσαρας εγλυκάνθη το μέλι της ησυχίας γευσάμενος, και λαμβάνων εις την συνοδείαν του ένα συγγενή του ενάρετον πολλά, την κλήσιν Αγάπιον, επήγαν με την ευχήν του Γέροντος εις την εσωτέραν του όρους έρημον. Εκεί διέμειναν δύο χρόνους με τόσην σκληραγωγίαν, ώστε εκ της πολλής κακοπαθείας μετά βίας εγνωρίζετο εις αυτούς η εικών του ανθρώπου. Αφού έκαμαν ομού τόσον καιρόν, ηθέλησαν να ησυχάση και έκαστος χωριστά. Και ο μεν Αγάπιος μετέβη εις άλλον τόπον και έκαμε λαμπρά και μεγάλα κατορθώματα. Ο δε Μιχαήλ έμεινε μόνος, υπό Θεού δε οδηγούμενος εύρεν ένα τόπον πολύ ήσυχον, Ξηρολίμνην από τους εγχωρίους ονομαζόμενον, πλησίον του οποίου ήτο και εις ερημίτης ευσεβής και ενάρετος. Εις αυτόν τον τόπον κτίσας μικράν καλύβην ο Μιχαήλ ησύχαζεν αγγελικώς πολιτευόμενος και κατά δαιμόνων ανδρείως αγωνιζόμενος. Τόσας δε αρετάς κατώρθωσεν, ώστε ηκούσθη η φήμη του εις πολύν κόσμον, μετ’ ολίγον δε καιρόν εσυνάζοντο πλήθη λαών, έχοντες πόθον να μιμηθώσι την πολιτείαν του. Ο δε Όσιος κατ’ αρχάς μεν δεν ήθελε να δεχθή τινά και τους εδίωκε. Ύστερον όμως, θεωρών την προθυμίαν των, υπεδέχετο καθ’ ένα διδάσκων να ευχαριστούνται με άρτον μόνον και ύδωρ τρεφόμενοι. Βλέποντες δε εκείνοι την εγκράτειάν του, την ταπεινοφροσύνην, την γλυκύτητα της ομιλίας και τα άλλα ήθη εχαίροντο. Έχοντες δε αυτόν αρχέτυπον, κατηύθυνον την πολιτείαν των άριστα. Οι λυπούμενοι από διαφόρους αιτίας παρηγορούντο ορώντες αυτόν. Οι λιθώδεις και ακατάνυκτοι παρεκινούντο εις θερμότερα δάκρυα, ακούοντες τα κατανυκτικά του διδάγματα. Οι υπνώδεις, βλέποντες το περισσόν της αγρυπνίας του και το επίμονον της ολονυκτίου στάσεως, ηλλοιούντο θείαν αλλοίωσιν· και συντόμως ειπείν όλοι ελάμβανον απ’ εκείνον καλόν παράδειγμα, εσυνάχθησαν δε υπέρ τους πεντήκοντα. Όθεν έστειλε και επήρε τον προειρημένον πατέρα Αγάπιον, τον οποίον έκαμε Προεστώτα, να κυβερνά την Λαύραν εκείνην της Ξηρολίμνης, διότι ήτο τόπος στενόχωρος και δεν ηδύναντο εκεί να διαβιώσωσι πολλοί Μοναχοί. Αφού λοιπόν ετακτοποίησε τον Αγάπιον εις την ηγουμενίαν της Μονής, αυτός επήρε μαθητάς τινας και εγύρισεν όλον το όρος, έως ότου εύρε τόπον τινά επιτήδειον, όστις κλίνει προς την Βιθυνίαν, κατά πολλά ήσυχον, με πηγάς ψυχρών και ηδυτάτων υδάτων. Τον τόπον αυτόν βλέπων εχάρη και τον ηγόρασεν. Έπειτα ευθύς ήρχισε την οικοδομήν της Λαύρας, έκτισε δε τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου μέγαν και κάλλιστον, ζωγραφίσας δε αυτόν επιμελέστατα έδειξεν αυτόν ως άλλον ουρανόν κατάστερον. Όθεν εις ολίγας ημέρας εσυνάχθησαν τόσοι αδελφοί, ώστε έγινεν η έρημος πόλις πολυάνθρωπος. Τους έγραψε τότε τας ιεράς νομοθεσίας της ασκήσεως και πάσαν ακρίβειαν της μοναδικής διαγωγής, νομοθετήσας εις αυτούς ως Μωϋσής δεύτερος. Επρόσφερε δε εις τον Θεόν καθ’ εκάστην λαόν περιούσιον, εξάγων εξ αναξίων αξίους, διαβιβάζων αυτούς αβρόχως εις την γην της επαγγελίας από την ταραχώδη του βίου θάλασσαν, με τα ψυχωφελή και σωτήριά του διηγήματα και συγγράμματα, τόσον ώστε έγινεν εκείνη η πρώην άκοσμος έρημος εξανθούσα ως κρίνον εύοσμον. Πρότερον ουδείς ετόλμα να μείνη εις τοιούτον τόπον καν μίαν ημέραν, και τότε, δια του Μιχαήλ, εσυνάχθησαν πλήθος άπειρον, ώστε δεν έμεινε τόπος εις το όρος εκείνο του Κυμινά, το ζηλευτόν και θαυμάσιον, το οποίον να μη έχη Μοναχούς να δοξολογώσι τον Κύριον. Το έργον τούτο δεν έκαμεν ο Όσιος με ευκολίαν και χωρίς κακοπάθειαν, αλλά με ιδρώτας και δάκρυα και με πόνους πολλούς επόλισεν εκείνην την έρημον. Ότι βλέπων ο πονηρός διάβολος πως εφρόντιζε τοσούτον την σωτηρίαν των αδελφών, υπερεμάχησε πολλά και ηγωνίζετο ο αδύνατος να εμποδίση τον άνθρωπον του Θεού, να μη τελέση τοιούτον έργον θεάρεστον, αλλά έμεινε κατησχυμμένος και άπρακτος, νικηθείς ο μισόκαλος εύκολα με την προσευχήν του Οσίου και τα θερμά αυτού δάκρυα. Ότι δεν ηδύνατο να υποφέρη την φλόγα, ήτις εξήρχετο από το στόμα του, όταν ηύχετο προς Κύριον. Διότι το στόμα εκείνο ήτο ιερώτατον, επειδή ουδέποτε ώμοσεν ή ελοιδόρησεν ή ύβρισέ τινα πώποτε. Αλλά μάλλον ηύχετο τους μισούντας αυτόν και με ευεργεσίας τους αντήμειβεν ο αμνησίκακος, τόσον δε ήτο συμπαθής και φιλάνθρωπος, ώστε δεν ηδύνατο να ίδη τινά τεθλιμμένον και να μη τον συμπονέση και να τον βοηθήση κατά την ανάγκην του, εξόχως δε τους πένητας, τους οποίους ηλέει καθ’ εκάστην πλουσιοπάροχα. Δια την αιτίαν ταύτην έκτισε κάτωθεν του όρους ξενοδοχείον μέγα, ίνα αναπαύωνται οι ξένοι και οδοιπόροι, όσοι διήρχοντο εκείθεν. Εις τούτο είχεν υπηρέτας και όλα τα χρειώδη, ήτοι τροφάς και ιμάτια προς αυτάρκειαν. Ούτος ο μέγας πατήρ ηξιώθη και της ιερωσύνης ως καθαρός και άμωμος, με την οποίαν στολίσας τον βίον του, μελετών ημέρας και νυκτός την θείαν Γραφήν, έδειξεν ότι πρέπει να είναι συνεζευγμένη η ιερωσύνη με την μοναδικήν κατάστασιν· και δια να μη πολυλογώ, έφθασεν εις τόσην απάθειαν και ύψος θεωρίας, ώστε έβλεπε τα μακράν ως πλησίον και προέλεγεν ως προφήτης τα μέλλοντα, αλλά και θαυμάσια πολλά ετέλεσεν, από τα οποία θα είπωμεν ολίγα εις πίστωσιν των πολλών με βραχύτητα. Μοναχός τις, Κυριακός ονόματι, ήτο εκεί εις την Λαύραν του Οσίου, κακότροπος άνθρωπος, όστις έκλεπτε πράγματα τινα των αδελφών και συνετάρασσεν όλους ο ανόσιος. Ο δε Όσιος τον ενουθέτει πολλάκις να διορθώση την πολιτείαν του, ίνα μη κολασθή, αλλά δεν επείθετο και μάλλον εμίσησε τόσον τον Άγιον ο εναγέστατος, διότι τον εδίδασκεν, ώστε ηβουλήθη να τον φονεύση ο πάντολμος. Μίαν νύκτα μετέβη εις το κελλίον του Οσίου, κρατών την μάχαιραν, βλέπων δε από μίαν οπήν της θύρας, είδε τον Όσιον προσευχόμενον και εν τω μέσω πυρός ιστάμενον· όθεν έμεινεν έντρομος και εμαράνθη η χειρ του. Ο δε Όσιος, ηξεύρων από θείαν χάριν τα υπ’ αυτού μελετώμενα, εφώνησεν αυτόν έσωθεν λέγων· «Είσελθε, τέκνον, και άφες την μάχαιραν, την οποίαν κρατείς κρυφίως». Εκείνος δε ρίψας την μάχαιραν, εισήλθε κράζων το, ήμαρτον· πίπτων δε εις τους πόδας του, εξωμολογήθη την αμαρτίαν του. Ο δε ανεξίκακος συνεχώρησεν αυτόν με πραότητα, λέγων· «Ύπαγε, τέκνον, μετανόησον εξ όλης καρδίας δια τας αμαρτίας σου, ότι εις ολίγας ημέρας τελειώνει η εξορία σου». Ούτος έζησεν ημέρας τεσσαράκοντα και τότε ετελειώθη η πρόρρησις του Οσίου. Άλλην ημέραν έστειλεν εις τον ποταμόν Γάλλον δια υπηρεσίαν μαθητήν τινα ησυχαστήν, Ησύχιον καλούμενον, τον οποίον επρόσταξε να επιστρέψη την αυτήν ημέραν εις την Μονήν γρήγορα. Ο δε απήλθε με προθυμίαν και υπακοήν, αλλ’ επειδή έκαμε μεγάλην βροχήν, εισήλθεν εις τόπον τινά κρημνώδη και άβατον, όπου εσχημάτιζεν ως σπήλαιον, δια να μη βρέχεται και εκεί έμεινεν ο Ησύχιος. Όθεν βλέπων ότι ευρίσκετο εις κίνδυνον της ζωής του και παρακοής, διότι δεν έβλεπεν εις το σκότος της νυκτός να εξέλθη χωρίς κίνδυνον απ’ εκείνα τα βάραθρα, εφώναξε ταύτα μετά πίστεως· «Άγιε Μιχαήλ, βοήθει μοι». Και παρευθύς (ω του θαύματος!) εφάνη απέναντι του κρημνού με φώτα ο Όσιος, όστις του έφεγγε να περιπατή, έως ότου έφθασεν εις το Μοναστήριον. Τότε έγινε μεν αφανής ο φανείς, ο δε Ησύχιος εισήλθεν εις την Μονήν· λέγει δε προς αυτόν ο Όσιος, πριν να είπη αυτός τι· «Εις τι εδίστασας, ολιγόπιστε»; Ο δε απεκρίνατο· «Εάν δεν επρόφθανες να μου βοηθήσης, εκινδύνευα εις θάνατον». Ο δε Όσιος τον επρόσταξε να μη είπη εις κανένα το θαυμάσιον. Άλλην φοράν, τον καιρόν του θέρους, περιπατών ο Άγιος εκάθισεν εις σκιάν δένδρου τινός να αναπαυθή την μεσημβρίαν, του έφερε δε πτωχός τις χωρικός τρία αχλάδια, τα οποία ήσαν μεγάλα και ωραιότατα· ερωτήσας δε αυτόν που ευρέθησαν τόσον εύμορφα απεκρίνατο στενάζων· «Ένα δένδρον είχον από τους γονείς μου, το οποίον ήτο τόσον εύκαρπον, ώστε εκάλυπτον τα έξοδά μου με αυτό. Αλλά το εβάσκανε φθονερός τις άνθρωπος, και δεν καρπίζει πλέον τελείως· όθεν από την πτωχείαν μου κινδυνεύω ο άθλιος». Ο δε συμπαθέστατος ελυπήθη τον πάνητα και πηγαίνων εις το δένδρον το ηυλόγησε, ποιήσας ευχήν προς τον Θεόν και διώξας τον πονηρόν δαίμονα, όστις ενεφώλευεν εις αυτό, έκτοτε δε έγινε το δένδρον πλέον κάρπιμον ή πρότερον. Όθεν ο πτωχός εκείνος ωκονομείτο με την εσοδείαν του προς αυτάρκειαν, έφερε δε κατ’ έτος τας απαρχάς του δένδρου εις τον Όσιον, δια να μη γίνη προς τον ευεργέτην του αχάριστος. Είχεν ένα μαθητήν ο Όσιος, όστις ήτο ψάλτης, Κωνσταντίνος ονόματι, ασθενής εις το σώμα και την ψυχήν ασθενέστερος, ως ολιγόπιστος, επειδή είχε τρία νομίσματα, και τα εφύλαττεν ακριβά, δια να τα έχη εις χρείαν του. Ο δε Όσιος τον ενουθέτει να μη έχη εις εκείνα το θάρρος του, αλλά να τα δώση εις το κοινόν και να ελπίζη εις τον παντοδύναμον Θεόν και την υπερένδοξον Θεοτόκον· αυτός όμως δεν έστεργε. Μεθ’ ημέρας τινάς έτυχε και είχον χρείαν εις την Λαύραν δια νομίσματα δώδεκα, αλλά δεν ευρέθησαν και τα εδανείσθησαν. Ο δε Κωνσταντίνος κατελάλει τον Όσιον, λέγων· «Αυτός δεν έχει δώδεκα οβολούς, εμέ δε συνεβούλευε να σκορπίσω τα τρία νομίσματα, να μη τα φυλάττω εις την ανάγκην μου». Ταύτα φλυαρών, εκοιμήθη· βλέπει δε εν οράματι ότι ήτο εορτή και εσυνάχθησαν εις το Κυριακόν άπαντες, εκεί δε εφάνη η πανάμωμος Δέσποινα, κρατούσα εις την μίαν χείρα τον Δεσπότην Χριστόν, από δε την άλλην την εκράτει ο Όσιος και επεριπατούσαν εις την Εκκλησίαν. Όταν ήλθον εις τον Νάρθηκα, επρόσταξεν η Παναγία τον Όσιον να εξαπλώση το ράσον του. Τούτου γενομένου, έρριψεν εις αυτό φλωρία αναρίθμητα. Έπειτα εστράφη προς τον Κωνσταντίνον, λέγουσα· «Δεν σε φθάνουσι ταύτα να πορευθής, άπιστε, και τον τρόπον ασυμπαθέστατε»; Ταύτα ακούσας εκείνος ηγέρθη έντρομος· τρέχων δε προς τον Όσιον έρριψε τα τρία φλωρία και βάλλων μετάνοιαν εζήτει συγχώρησιν. Θέλων να οικοδομήση μίαν μεγάλην Εκκλησίαν ο Όσιος εις δόξαν Θεού και της παναχράντου Μητρός Αυτού και προς ανάπαυσιν της εν Χριστώ αδελφότητος, έστειλε μαθητήν τινά, δια να φέρη δοκούς δια το κτίσιμον. Επήρε λοιπόν εκείνος συγχώρησιν το πρωϊ από τον Όσιον, όστις ως προορατικός εγνώρισε το μέλλον και λέγει· «Πρόσεχε, τέκνον, να μη πέσης εις πειρασμόν δια γογγυσμόν ή δι’ απιστίαν σου». Ο δε, απελθών, εκ δαιμονικής ενεργείας ημποδίσθη και γογγύζων τον επλάκωσεν ένα ξύλον μεγάλον δια την απιστίαν του. Όθεν έκειτο ο Λέων (ούτως ο μαθητής ωνομάζετο) δεινώς οδυνώμενος. Ο δε Όσιος, γνωρίσας ταύτα από Πνεύμα Άγιον, εξήλθεν από το κελλίον εν σπουδή και έστειλε Μοναχόν τινα ισχυρόν, λέγων· «Δράμε να λυτρώσης τον Λέοντα, ότι ένα ξύλον τον επλάκωσε και κινδυνεύει εις θάνατον». Ήτο δε μακράν δεκαπέντε στάδια, απελθών δε εκείνος μετά βίας τον ελύτρωσε. Όχι δε μόνον ταύτα τα συμβάντα προεγνώρισεν ο Όσιος, αλλά και έτερα πάμπολλα· μάλιστα δε δια τους πολέμους και συγχύσεις των βασιλέων και τα σκάνδαλα, όσα συνέβησαν εις τον καιρόν του Ρωμανού και Κωνσταντίνου, τα οποία προείπεν ο Άγιος υπό τινων παρακαλούμενος. Έπειτα πάλιν παρηγόρησε τον Κωνσταντίνον λέγων εις αυτόν να μη λυπήται, διότι ταχέως απολαμβάνει πάλιν την προγονικήν βασιλείαν· ούτω δε όσα ο Όσιος επροφήτευσεν έγιναν. Ταύτα δε γράφομεν ενταύθα με συντομίαν, επειδή τα περί τούτων γράφονται σαφέστατα εις την ιστορίαν. Εν μέσω των άλλων μαθητών του Οσίου ήτο και τις καλλιγράφος επιμελής, Θεοφάνης ονομαζόμενος, όστις τον υπηρέτησε χρόνους τεσσαράκοντα από μικρόν παιδίον, έως ου ετελεύτησε, και δεν απεχωρίσθη από αυτόν πώποτε, δια να κληρονομήση τας αρετάς του, καθώς και εγένετο. Τούτον ποτέ επρόσταξε να μεταγράψη εν βιβλίον ωφέλιμον, όστις ως μαθητής ευγνώμων και γνήσιος εβίασε την φύσιν υπέρ την δύναμίν του τόσον, ώστε εις ολίγον χρόνον το ετελείωσεν. Αλλά από τον κόπον επρίσθη το πρόσωπόν του και σχεδόν όλη του η κεφαλή τοσούτον άσχημα και άμετρα, ώστε δεν εφαίνοντο οι οφθαλμοί και τα ώτα του, απεφράχθη δε τελείως η μύτη και το στόμα του, ώστε δεν εφαίνετο εις αυτόν είδος ή σχήμα ανθρωπίνης μορφής, αλλ’ έμεινεν ελεεινόν θέαμα και εκινδύνευεν εις θάνατον· ότι με κόπον πολύν ήνοιγαν το στόμα του και του έχυναν ολίγον ύδωρ, όταν του ήρχετο λιποθυμία. Επειδή λοιπόν έτυχε τότε να ευρίσκεται ο Όσιος εις την Κωνσταντινούπολιν εβασανίσθη ο ασθενής, διότι ανθρωπίνη δύναμις με τέχνην ιατρικής δεν ηδύνατο να τον θεραπεύση. Βλέποντες λοιπόν αυτόν ούτως ελεεινώς και δεινώς οδυνώμενον, ηβουλήθησαν να σχίσουν ριψοκινδύνως το πρόσωπον αυτού και τον τράχηλον, ίνα ιατρευθή ή καν ν’ αποθάνη, να απαλλαγή από την βάσανον. Όταν ταύτα αυτοί εμελέτησαν, φαίνεται ο μέγας Μιχαήλ την νύκτα εις τον ασθενή λέγων· «Μη αφήσης να σε σχίσουν, διότι αποθνήσκεις, μόνον πίστευε». Ομού δε με τον λόγον έλαβε το καλυμμαύχιόν του και το ετοποθέτησεν εις τον ασθενή, παρευθύς δε (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ παντοδύναμε!) εφάνη ο Θεοφάνης χωρίς καμμίαν ασθένειαν, ούτε έξωθεν ούτε έσωθεν· εγερθείς δε από την κλίνην ο πρώην ακίνητος, εφώναζε το μεσονύκτιον· «Εάν δεν ήρχετο ο πατήρ ημών, επ’ αληθείας απέθνησκα. Αλλά δότε μοι να φάγω, και δεν πονώ πλέον». Οι δε αδελφοί, ακούσαντες τας φωνάς, ενόμιζον ότι από τους πόνους παρεφρόνησε και ανάψαντες φως είδον αυτόν όλον υγιά και εδόξασαν τον Κύριον, όστις όχι μόνον παρόντας, αλλά και απόντας δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας δούλους του. Είχον πόθον να επεκταθώ ολίγον από το προκείμενον, δια να στολίσω την ιεράν κεφαλήν του Οσίου με εγκώμια· αλλ’ επειδή αι πράξεις αυτού μόναι φθάνουν προς έπαινον αυτού και προς ημετέραν ωφέλειαν, δεν επιχειρώ πλέον να πολυλογώ, αλλά να είπω την μακαρίαν αυτού μετάστασιν. Ούτος ο θαυμάσιος εκαλογέρευσε και τον Όσιον Αθανάσιον, όστις έκτισε την Λαύραν του Άθωνος. Διότι καθώς ευρίσκετο μίαν φοράν ο Όσιος Μιχαήλ εις το Βυζάντιον, τον είδεν ο Αθανάσιος, ευλαβηθείς δε τας αρετάς του επήγεν εις το όρος του Κυμινά, όπου έμεινε χρόνους πολλούς εις την υπακοήν του. Όταν δε εγνώρισεν ο Αθανάσιος ότι έμελλε να κοιμηθή ο Όσιος Γέρων, έφυγε δια να μη τον κάμουν ηγούμενον, επήρε δε δια ευλάβειαν το κουκούλιον του Οσίου, το οποίον εφόρει πάντοτε εις τας μεγάλας εορτάς, όσον καιρόν έζησεν, έως την τελευταίαν ημέραν, την οποίαν προεγνώρισε. Δια την πολλήν δε ευλάβειαν, όπου είχε προς τούτον τον πνευματικόν Πατέρα του, φορέσας τότε τον μανδύαν και το ιερόν εκείνο κουκούλιον επορεύθη εις προϋπάντησιν του θανάτου, ούτω δε ενδεδυμένος παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Δεν γράφομεν εδώ περί τούτου περισσότερον, επειδή εκεί εις τον βίον του Αθανασίου εγράφη σαφέστερα πως έκτισε την Λαύραν με τα έξοδα, όπου του έστειλεν ο βασιλεύς Νικηφόρος, όστις ήτο ανεψιός τούτου του Οσίου Μιχαήλ, ως είρηται. Έχων ο Άγιος τοιούτους συγγενείς δεν εκενοδόξησε ποτέ, αλλά μάλλον εταπεινώνετο εις όλους, ώσπερ να ήτο χωρικός τις ευτελέστατος. Απηρνήθη τον κόσμον όταν ήτο δέκα οκτώ, έκαμεν εις την άσκησιν χρόνους πεντήκοντα, αγγελικώς ο αγγελώνυμος πολιτευσάμενος, χωρίς ποσώς να αλλάξη τον κανόνα της εγκρατείας έως εσχάτης αναπνοής, εκτός εάν ήτο βαρέως ασθενής ή ετύγχανε Δεσποτική πανήγυρις, ή ήθελεν έλθει προς αυτόν αξιόλογος τις και μέγας άρχων, όλον δε τον άλλον καιρόν ενήστευε πάντοτε. Και πρώτον μεν όταν έγινε Μοναχός έτρωγε κάθε δύο ημέρας μίαν φοράν, εις τους μέσους χρόνους κάθε πέντε ημέρας· ύστερον δε, και μάλιστα κατά τας αγίας Τεσσαρακοστάς, έτρωγε μόνον κάθε ημέρας δώδεκα. Η δε τροφή του ήτο οπωρικά και λάχανα, μαγειρευμένα ή άψητα, όσπρια, και τίποτε άλλο· το ποτόν του ύδωρ γλυκύτατον· το ένδυμά του πενιχρόν πολλά και τραχύτατον. Εκοιμάτο όταν μεν ήτο υγιής εις σκαμνίον καθεζόμενος, εάν δε ήτο ασθενής, εις την κλίνην, ήτις είχε μίαν ψάθαν και δύο δερμάτια. Ήτο δε κατά πολλά φιλέορτος, εξόχως όταν ήτο του Δεσπότου Χριστού ή της Θεοτόκου πανήγυρις, εις τας οποίας ηγρύπνει ολονυκτίς και έψαλλεν ευφραινόμενος· κατ’ άλλην ημέραν δεν τον έβλεπε τις χαρούμενον, μόνον ότε ήτο πανήγυρις, ταύτην ετέλει με πολλήν ευλάβειαν. Δια την αιτίαν ταύτην κατεδέχετο η πανύμνητος Δέσποινα και ήρχετο ουσιωδώς εις εκείνον τον Ναόν, όπου του έδιδε την ευλογίαν Της, καθώς επιστώθημεν από τούτο το θαυμάσιον. Εις το Βυζάντιον έζη ομοίως εις φιλόχριστος, όστις εώρταζε την Παναγίαν με πολλήν ευλάβειαν, καθώς δε ούτος ηύχετο εις το στασίδιον όπου ήτο εις την αγρυπνίαν Της, Την είδεν εις οπτασίαν να του λέγη· «Είναι ανάγκη να υπάγω εις το όρος του Κυμινά, να συνεορτάσω με τον Μοναχόν Μιχαήλ τον πιστόν μου δούλον, όστις με αναμένει με πόθον πολύν και ευλάβειαν». Ταύτα βλέπων ο ευλαβής εκείνος, όστις Την εώρταζεν, επήγεν εις τον Κυμινάν, συνομιλήσας δε με τον Όσιον, εγνώρισεν ότι δικαίως επρόκρινεν αυτόν η Παντάνασσα και ωμολόγησε το θαυμάσιον. Ούτω πολιτευσάμενος ο ισάγγελος και αγγελώνυμος ούτος Όσιος οσίως και θεαρέστως απήλθε προς την αιώνιον Βασιλείαν, ης τύχοιμεν και ημείς τη θεία φιλανθρωπία και χάριτι. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: