Δευτέρα, 4
Δεκεμβρίου 2017
O Συναξαριστής της ημέρας.
Βαρβάρα η ένδοξος του
Χριστού Μεγαλομάρτυς έζη κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου τυράννου Μαξιμιανού
του εν έτει σπδ΄ – τε΄ (284-305) βασιλεύσαντος· κατήγετο δε από την Ανατολήν, εκ
πόλεώς τινος, ήτις ωνομάζετο Ηλιούπολις. Κατά την εποχήν εκείνην τοπάρχης της
Ηλιουπόλεως ήτο ο πατήρ της Αγίας, όστις ωνομάζετο Διόσκορος, άνθρωπος αρκετά
πλούσιος· κατώκει δε εις τι χωρίον λεγόμενον Γελασσόν, το οποίον ήτο μακράν από
την Ηλιούπολιν δώδεκα στάδια (2.220 μέτρα περίπου). Ήτο δε η Βαρβάρα μονογενής
θυγάτηρ του Διοσκόρου, ωραιοτάτη και πάγκαλος, όχι μόνον κατά την ωραιότητα του
προσώπου, αλλά και κατά την ανατροφήν, και ήτο τοσούτον εύτακτος και ευγενής
κατά τα ήθη, ώστε οι γονείς αυτής ησθάνοντο δια τούτο εν τη καρδία αυτών
υπερβολικήν χαράν και ηθικήν ομού ευχαρίστησιν. Επειδή όμως ήτο μικρά ακόμη και
ωραία, οι γονείς της, έκριναν συμφέρον να την προφυλάξουν όσον ηδύναντο
περισσότερον. Έκτισαν λοιπόν επίτηδες πύργον υψηλόν και την έκλεισαν εις αυτόν
δια να μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Της έδωσαν δε με αφθονίαν από όλα τα
πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, δηλαδή υπηρετρίας, τροφάς, ενδύματα και άλλα
διάφορα ανάλογα του πλούτου και της καταστάσεως αυτών. Όταν μετά καιρόν έφθασεν
η κόρη εις ηλικίαν νόμιμον, πολλοί από τους πρώτους των αρχόντων και των
μεγιστάνων της πόλεως, ακούοντες την καλήν της φήμην και το περιβόητον όνομα,
την εζήτησαν ως σύζυγον από τον πατέρα της. Αυτός όμως δεν ηθέλησε να δώση τον
λόγον του εις κανένα, αν δεν απεφάσιζε πριν εις τούτο η Βαρβάρα. Αναβάς λοιπόν
εις τον πύργον, ηρώτησεν αυτήν αν ήθελε να την υπανδρεύση. Αλλ΄ εκείνη, πριν
ακόμη περιμείνη να τελειώση τον λόγον του ο πατήρ της, του απεκρίθη με
αγανάκτησιν και οργήν· «Δεν θέλω να μου κάμης πλέον τοιούτον λόγον, διότι θα με
αναγκάσης να θανατωθώ μόνη μου και θα χάσης τότε το τέκνον σου». Ο πατήρ της,
ακούσας τους λόγους τούτους, δεν την εστενοχώρησε περισσότερον, διότι ηννόησεν
ότι η θυγάτηρ του δεν ηναντιούτο εις αυτόν από δυστροπίαν ή απείθειαν, αλλά
διότι επόθει να μείνη παρθένος. Κατέβη λοιπόν από τον πύργον χωρίς να της είπη
τότε λόγον σκληρόν, ελπίζων ότι με τον καιρόν θα την καταπείση με λόγους
καταλλήλους και κολακείας να δεχθή την υπανδρείαν. Κατ΄ εκείνας τας ημέρας ο
Διόσκορος απεφάσισε να οικοδομήση έξωθεν του πύργου λουτρόν ωραιότατον. Αφού
λοιπόν έκαμε το σχέδιον και έδωκεν εις τους τεχνίτας τας αναγκαίας οδηγίας και
τους είπε συγχρόνως, ότι θα τους ικανοποιήση αν επιμεληθούν και προσέξουν να
γίνη ωραίον το κτίριον, ανεχώρησε προσωρινώς από το χωρίον του και επήγεν εις
άλλην χώραν, εις την οποίαν είχεν αναγκαίαν υπόθεσιν. Επειδή όμως ο Διόσκορος
εβράδυνε να επιστρέψη, κατήλθε του πύργου η Βαρβάρα και επήγε να επισκεφθή το
κτιζόμενον λουτρόν. Είδε λοιπόν ότι όλη η οικοδομή είχε δύο μόνον παράθυρα·
όθεν ηρώτησε τους κτίστας διατί δεν έκαμαν και άλλο εν παράθυρον προς το νότιον
μέρος, ώστε να φωτίζεται το λουτρόν περισσότερον. Οι κτίσται της απεκρίθησαν,
ότι ούτως είχε προστάξει ο πατήρ της. Τότε αυτή τους είπε πάλιν· «Κάμετε χωρίς
άλλο και το τρίτον παράθυρον και εγώ αποκρίνομαι προς τον πατέρα μου, αν σας
ερωτήση δια τούτο». Έκαμαν λοιπόν οι κτίσται καθώς τους είπεν. Αυτή δε
κατέβαινε συχνά και παρηκολούθει την
οικοδομήν και βλέπουσα τα τρία παράθυρα έχαιρεν. Ο δε πανάγαθος και
ελεήμων Θεός, όστις γνωρίζει όλα τα πράγματα πριν ακόμη πραγματοποιηθώσιν,
ευχαριστηθείς από την αγαθήν και φρόνιμον γνώμην αυτής, εφώτισε την ψυχήν της
θαυμάσια και ενέπλησε την καρδίαν της από Πνεύμα Άγιον και παρρησίαν προς τον
μόνον αληθή Θεόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Σταθείσα λοιπόν εις την
κολυμβήθραν του λουτρού και βλέπουσα προς ανατολάς εχάραξε με τον δάκτυλόν της
τον τύπον του θείου Σταυρού επάνω εις τα μάρμαρα· και, ω του θαύματος! ως να
ήτο ο δάκτυλός της εργαλείον σιδηρούν ήνοιξε τόσον βαθύν λάκκον εις το
μάρμαρον, ώστε το σημείον του Σταυρού εκείνου φαίνεται μέχρι της σήμερον, δια
να κηρύττεται η θαυματουργία και η δύναμις του Κυρίου και Θεού ημών πάντοτε.
Και όχι μόνον ο Σταυρός αυτός, αλλά και αυτό το λουτρόν σώζεται μέχρι της
σήμερον και κάμνει διάφορα θαύματα, και θεραπεύει όσους έχουν ασθένειάν τινα,
όταν προσέλθουν εις αυτό μετά πίστεως. Τοιούτον δε λουτρόν και αν το ονομάση
κανείς Ιορδάνιον ρείθρον ή πηγήν Σιλωάμ, ή και Προβατικήν κολυμβήθραν, δεν
αμαρτάνει· διότι η δύναμις του Θεού ετέλεσε και εις τούτο πολλά και παράδοξα
θαύματα. Ημέραν τινά, επιστρέφουσα από το λουτρόν η Βαρβάρα, παρετήρησε τα
είδωλα, τα οποία προσεκύνει ο πατήρ της· στενάξασα δε εκ βάθους ψυχής δια την
αναισθησίαν και τυφλότητα αυτού, έπτυσε τα είδωλα κατά πρόσωπον και είπεν·
«Όμοιοι με σας να γίνουν, όσοι σας προσκυνούν και σας καλούν εις βοήθειάν των».
Ταύτα ειπούσα εισήλθεν εις τον πύργον και έμεινεν εντός αυτού νηστεύουσα και
προσευχομένη και περιμένουσα βοήθειαν από τους ουρανούς. Μετ΄ ολίγας ημέρας
έφθασεν ο πατήρ της Διόσκορος, όστις ιδών το τρίτον παράθυρον ηπόρησε, πως το
έκαμαν χωρίς αυτός να παραγγείλη. Οι δε παρευρισκόμενοι τεχνίται είπον προς
αυτόν την αλήθειαν. Τότε ηρώτησε περί τούτου την θυγατέρα του, η οποία είπε
προς αυτόν. «Εγώ, πάτερ, προσέταξα και το έκαμαν, διότι φαίνεται ωραιότερον το
λουτρόν με τα τρία παράθυρα παρά με τα δύο». Ο πατήρ της, οργισθείς, είπε προς
αυτήν· «Ειπέ μου, δια ποίον λόγον και αιτίαν σου φαίνεται ωραιότερον;» Λέγει
προς αυτόν τότε η Βαρβάρα· «Αι τρεις θυρίδες φωτίζουσι πάντα άνθρωπον ερχόμενον
εις τον κόσμον». Τούτο δε ειπούσα, ηννόει την της Αγίας Τριάδος υπόστασιν και
μεγαλειότητα. Εις τους λόγους τούτους της Βαρβάρας εθυμώθη ακόμη περισσότερον ο
πατήρ της και αρπάσας αυτήν την έφερεν εις το λουτρόν και της είπε· «Πως
γίνεται το φως των τριών αυτών θυρίδων φωτιστικόν εις πάντα άνθρωπον;» Η
Βαρβάρα απεκρίθη· «Πρόσεχε, πάτερ, να εννοήσης το αίτιον». Ταύτα ειπούσα,
εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και δεικνύει εις αυτόν τα τρία της
δάκτυλα, λέγουσα· «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Με το φως αυτό όλη η κτίσις
νοερώς καταλάμπεται». Ο αληθής ούτος λόγος της Βαρβάρας όχι μόνον δεν
ηυχαρίστησε τον πατέρα της, όστις ήτο συνηθισμένος να προσκυνή τα ψευδή και
απατηλά είδωλα, αλλ΄ απ΄ εναντίας τον έκαμε να γίνη θηριώδης. Ο ασεβέστατος και
σκληροκάρδιος ούτος άνθρωπος ελησμόνησε δια μιας τους νόμους του Θεού, δεν
συνελογίσθη ότι ήτο πατήρ και ότι η κόρη εκείνη ήτο αίμα του, αλλά σύρας το
ξίφος του ώρμησε να την θανατώση. Αυτή όμως, σωθείσα δια της φυγής από τον
κίνδυνον, κατέφυγεν εις ένα όρος εκεί πλησίον, εις το οποίον φθάσασα ύψωσε προς
τον ουρανόν τας χείρας, τους οφθαλμούς και την διάνοιάν της και επεκαλείτο τον
Θεόν εις βοήθειαν. Πράγματι, ο πανάγαθος Θεός δεν εβράδυνε ποσώς, αλλά καθώς
έσωσε την Πρωτομάρτυρα Θέκλαν, την οποίαν εδέχθη μία πέτρα σχισθείσα εις δύο,
ούτω και την αοίδιμον ταύτην Βαρβάραν, τρέχουσαν εις τα ορεινότερα μέρη, με
όμοιο θαυματούργημα ελύτρωσε· διότι ενώ έτρεχε κατεπάνω της ο δήμιος εκείνος
και όχι πατήρ της, εσχίσθη μία πέτρα δια θείας θελήσεως και προσταγής και την
εδέχθη εντός αυτής κρύπτουσα ταύτην από τον αιμοβόρον πατέρα της. Ο λίθινος
όμως εκείνος άνθρωπος ή μάλλον ειπείν και των λίθων αυτών αναισθητότερος, δεν
μετενόησεν ούτε ωπισθοδρόμησε καν ιδών εξαφανισθείσαν από του προσώπου αυτού
την Βαρβάραν, αλλ΄ ως τέκνον του ανθρωποκτόνου δαίμονος έτρεχεν εδώ και εκεί,
ίνα θύση και απολέση. Ευρών δε δύο ποιμένας, οι οποίοι έβοσκον τα πρόβατά των
εκεί πλησίον, τους ηρώτησεν αν ήξευραν, που ήτο κρυμμένη η θυγάτηρ του. Ο εις
εξ αυτών ήτο συμπαθής και φιλάνθρωπος και κρίνων άδικον να προδώση την
διωκομένην Μάρτυρα, ηρνήθη και είπεν, ότι δεν την είδε ποσώς· επροτίμησεν ως
γνωστικός να είπη ψεύδος σωτήριον, παρά αλήθειαν βλάπτουσαν. Ο δε άλλος ποιμήν,
πονηρός και απάνθρωπος, δεν ωμίλησε μεν δια να μη τον ακούσωσι, με τον δάκτυλόν
του όμως έδειξε την οδόν εις τον Διόσκορον, δια να εύρη την Μάρτυρα. Όμως η
θεία δίκη επαίδευσεν αμέσως το κακούργημα τούτο, διότι όλα τα πρόβατα του
κακοτρόπου εκείνου και άφρονος βοσκού έγιναν κάνθαροι και έμειναν τοιούτοι
μέχρι τέλους και περιεκύκλουν τον τάφον της Αγίας. Ευρών επί τέλους την Αγίαν ο
Διόσκορος εις το όρος την έδειρεν ανηλεώς· έπειτα αρπάσας αυτήν εκ των πλοκάμων
της κεφαλής την έσυρε βιαίως εις τον οίκον του. Εκεί δε φθάσαντες την έκλεισεν
εις μικρόν οικίσκον και σφραγίσας την θύραν, έβαλε φύλακας να την φυλάττουν.
Έπειτα επήγεν εις τον ηγεμόνα Μαρκιανόν, όστις εξουσίαζε τότε την πόλιν
εκείνην, και είπε προς αυτόν· «Η θυγάτηρ μου καταφρονεί και αποστρέφεται τους
θεούς ημών και μόνον τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν σέβεται και τιμά εξ όλης
ψυχής». Αφού είπε ταύτα, έφερε και την θυγατέρα του και την παρέδωκεν εις τας
χείρας του Μαρκιανού, εξώρκισε δε αυτόν εις τους θεούς των να μη την λυπηθή
παντελώς, αλλά να την βασανίση με παντός είδους βίαια και σκληρά κολαστήρια.
Καθίσας ο Μαρκιανός εις την έδραν του δικαστηρίου προσέταξε να φέρωσι την
Μάρτυρα, η οποία, άμα παρουσιάσθη και την είδεν εκείνος, έκθαμβος γενόμενος από
το εξαίσιον κάλλος και το σεμνόν ήθος της, ελησμόνησε προς στιγμήν τους όρκους
του Διοσκόρου, και είπε προς αυτήν με γλυκείαν φωνήν και με πραότητα· «Δεν
λυπείσαι τον εαυτόν σου, Βαρβάρα; Διατί δεν προσφέρεις θυσίαν εις τους θεούς,
τους οποίους λατρεύουν και οι γονείς σου; Εγώ λυπούμαι να θανατώσω μίαν νέαν, η
οποία έχει εξαίσιον κάλλος! Σε συμβουλεύω λοιπόν να υπακούσης εις ό,τι σου λάγω
και να προσκυνήσης τους θεούς, άλλως θα με αναγκάσης να σε θανατώσω με τον
πλέον σκληρόν τρόπον». Η δε Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ προσφέρω θυσίαν
δοξολογίας εις τον Θεόν μου, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην και όλα τα
λοιπά κτίσματα. Οι θεοί όμως, τους οποίους συ λατρεύεις, είναι κατεσκευασμένοι
από αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων και των εθνών δαιμόνια». Ταύτα
ακούσας ο δικαστής ωργίσθη και προσέταξεν ευθύς να την γυμνώσουν και να την
δείρουν ανηλεώς με σκληρά βούνευρα, να τρίψωσι δε τας πληγάς της με ύφασμα
τρίχινον, δια να αισθάνεται δριμυτέρους τους πόνους. Τοσούτον λοιπόν απανθρώπως
την εμαστίγωσαν, ώστε κατεπλήγωσαν και κατετρύπησαν το σώμα της, από δε το ρέον
εκ των πληγών της άσπιλον αυτής αίμα κατεκοκκίνισε το μέρος της γης, εις την
οποίαν την είχον ερριμμένην. Αφού τέλος πάντων την εβασάνισαν ούτως επί πολλήν
ώραν, την έρριψαν εις την φυλακήν προσωρινώς, μέχρις ότου την εξετάσωσι και
δεύτερον. Περί το μεσονύκτιον όμως εφάνη αίφνης έμπροσθεν αυτής φως φαεινόν,
από το οποίον έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον. Υπεράνω δε του φωτός τούτου εφάνη ο
Δεσπότης Χριστός, όστις ενθαρρύνας αυτήν, της είπε· «Μη φοβηθής ουδόλως,
Βαρβάρα, ούτε να αποκάμης από τας βασάνους και τας τιμωρίας των σκληροκαρδίων
αυτών ανθρώπων, αλλά να εμμείνης σταθερά εις το φρόνημά σου, εγώ δε θέλω μένει
πάντοτε μετά σου και θέλω σε διαφυλάττει δια παντός υπό την σκέπην μου». Ταύτα
του Δεσπότου Χριστού προς την Αγίαν λέγοντος, αι πληγαί αυτής ηφανίσθησαν και
όλον το σώμα της εθεραπεύθη εντελώς. Δι΄ ο αύτη ησθάνθη εγκάρδιον αγαλλίασιν
και ευχαρίστησιν ανέκφραστον. Γυνή δε τις θεοσεβής και ενάρετος, Ιουλιανή
ονομαζομένη, έτυχε να ευρεθή τότε μετά της Αγίας, η οποία ιδούσα το παράδοξον
τούτο θαύμα, εδόξασεν από καρδίας τον Θεόν. Επειδή δε είχε την αυτήν γνώμην και
το αυτό φρόνημα με την Μάρτυρα, απεφάσισεν εν τη καρδία αυτής να υπομείνη και
αύτη εις την πρώτην ευκαιρίαν παντός είδους τιμωρίας και βασάνους δια την
αγάπην και το όνομα του Ιησού Χριστού. Ούτως εχόντων των πραγμάτων ήλθε και εκ
δευτέρου ο ηγεμών εις το δικαστήριον και προσέταξε να φέρωσι πάλιν ενώπιόν του
την Βαρβάραν, την οποίαν ιδόντες οι περιεστώτες εντελώς υγιαίνουσαν και χωρίς
να έχη καμμίαν πληγήν εις το σώμα της, εξεπλάγησαν άπαντες. Ο ασεβής ηγεμών
όμως, τετυφλωμένος από την πλάνην του, δεν ηθέλησε να αναγνωρίση την μεγάλην
τού αληθινού Θεού δύναμιν, αλλ΄ είπεν ο άφρων προς την Μάρτυρα· «Βλέπεις,
Βαρβάρα, πόσην δύναμιν έχουσιν οι θεοί μου, οι οποίοι σε ηυσπλαγχνίσθησαν και
θεράπευσαν τας πληγάς σου»; Αυτή δε απεκρίθη προς αυτόν· «Οι θεοί σου, οίτινες
είναι τυφλοί και ανίσχυροι καθώς συ, πως είναι δυνατόν να κάμουν τοιαύτην
θαυμασίαν πράξιν; Αυτοί μάλλον έχουν ανάγκην από τους ανθρώπους. Όχι λοιπόν,
δεν με εθεράπευσαν οι θεοί σου, με ιάτρευσεν ο Χριστός, ο αληθής Υιός του
ζώντος Θεού, αυτός τον οποίον δεν δύνασαι συ να ίδης, διότι οι οφθαλμοί σου
είναι βεβαρημένοι από το σκότος της ασεβείας». Ακούσας ο ηγεμών τους λόγους
τούτους της Αγίας ωργίσθη σφόδρα και προσέταξε να καταξεσχίσωσι τας σάρκας της
με σιδηρούς όνυχας, να καίωσι τα ξεσχισμένα μέλη της με λαμπάδας ανημμένας και
να κτυπώσι με σφύραν την αγίαν αυτής κεφαλήν. Έτυχε δε πάλιν και τότε να ευρεθή
εκεί παρούσα και η αγαθή και θεοσεβής Ιουλιανή, η οποία βλέπουσα τας τιμωρίας
και τας βασάνους, τας οποίας έκαμνον εις την Μάρτυρα και το αίμα, το οποίον
έρρεε ποταμηδόν εκ της κεφαλής και του λοιπού σώματος αυτής, μη δυναμένη δε
άλλως να την βοηθήση, τόσον συνεκινήθη από τον πόνον, τον οποίον ησθάνετο εις
την καρδίαν της, ώστε ήρχισε να κλαίη απαρηγόρητα. Ο ηγεμών, ιδών αυτήν
κλαίουσαν, ηρώτησε ποία ήτο. Μαθών δε ότι ήτο Χριστιανή και αυτή και ότι δια
την προς την Βαρβάραν συμπάθειάν της έκλαιε, προσέταξε να κρεμάσωσιν αμέσως και
αυτήν πλησίον της Αγίας, να ξεσχίσωσι τας σάρκας της και με λαμπάδας ανημμένας
να την κατακαίωσιν. Ούτω λοιπόν βασανιζομένη και αυτή σκληρώς, κατά την
προσταγήν του άρχοντος, και πάσχουσα αλγεινώς, ύψωσε τους οφθαλμούς της προς
τον ουρανόν και είπε· «Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ, καρδιογνώστα και παντοδύναμε,
γνωρίζεις ότι δια την αγάπην σου πάσχω όλα αυτά τα δεινά· λοιπόν μη με εγκαταλείπης
μηδέ αφήσης να με νικήση ο αλιτήριος ούτος και να καυχηθή δι΄ εμέ, αλλ΄ αξίωσόν
με να εγκαρτερήσω μέχρι τέλους, δια να λάβω τον στέφανον της αθλήσεως». Ενώ δε
η Ιουλιανή εδέετο ούτω προς τον Θεόν, ο σκληροκάρδιος άρχων προσέταξε να κόψωσι
τους μαστούς και των δύο. Πλην και η απάνθρωπος αύτη πράξις δεν μετέβαλε ποσώς
την απόφασιν αυτών, απεναντίας μάλιστα η Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα έψαλλε τότε
λέγουσα· «Κύριε, μη απορρίψης ημάς από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το
άγιον μη αντανέλης αφ΄ ημών» (Ψαλμ. ν: 13-14). Αφού λοιπόν υπέμειναν και αυτήν
την τρομεράν βάσανον, προσέταξεν ο άρχων την μεν Ιουλιανήν να φυλακίσωσι, την
δε Βαρβάραν να την περιφέρωσι γυμνήν εις όλην την πόλιν και συγχρόνως να την
δέρωσιν ασπλάγχνως. Η δε σεμνή Μάρτυς, θεατριζομένη δια τοιούτου απρεπεστάτου
τρόπου και συγχρόνως δερομένη, δεν εθλίβετο ποσώς δια τας βασάνους ταύτας, αλλ΄
ατενίσασα τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν είπε· «Δέσποτα Κύριε, ο περιβάλλων
τον ουρανόν εν νεφέλαις και περιτυλίσσων την γην με ομίχλην, αυτός και την εμήν
γύμνωσιν σκέπασον, Βασιλεύ των ουρανών, και μη αφήσης να βλέπωσιν οι ασεβείς τα
μέλη μου, δια να μη γίνω μυκτηρισμός αυτών και χλευασμός και περιγέλασμα».
Ήκουσεν εκ Ναού αγίου αυτού ο ταχύς Θεός και έσπευσεν ευθύς εις αντίληψιν της
πασχούσης Μάρτυρος. Εφάνη δε έμπροσθεν αυτής καθήμενος επί χερουβικού άρματος
και την μεν καρδίαν αυτής επλήρωσεν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, δια της θείας
και πανευφροσύνου παρουσίας Αυτού, το δε άγιον αυτής σώμα, κατά προσταγήν
Αυτού, ενέδυσαν οι Άγιοι Άγγελοι με στολήν λαμπροτάτην και ένδοξον. Όχι δε
μόνον τούτο εγένετο, αλλά και τας πληγάς αυτής εθεράπευσε πάλιν ως και
πρότερον. Οι δε υπηρέται την παρουσίασαν εις τον άρχοντα, όστις ιδών αυτήν
ούτως ενδεδυμένην ησχύνθη· όθεν μη δυνάμενος να την νικήση με απειλάς και
βασάνους, ούτε με υποσχέσεις αγαθών και πλούτου, απεφάσισε να θανατώση αυτήν
και την ομόφρονα αυτής Ιουλιανήν. Προσέταξε λοιπόν να αποκεφαλίσωσι και τας
δύο. Εις όλας τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας ανεφέραμεν ότι
εδοκίμασεν η Μάρτυς Βαρβάρα, ήτο παρών ο αιμοβόρος πατήρ αυτής και τας έβλεπεν
ο άσπλαγχνος. Δεν επόνεσε δε ο ασεβής και παμμίαρος, ούτε ποσώς ελυπήθη την
θυγατέρα του, ούτε εχόρτασεν εις τόσας παιδεύσεις και ξεσχισμούς όσους αυτή
έπαθεν, αλλ΄ ενόμιζεν ακόμη ο άφρων, ότι ήθελον κατηγορήσει αυτόν ως άνανδρον
και ασθενή κατά την ψυχήν, αν άφηνε να την φονεύση άλλος. Όθεν άμα ο δικαστής
εξέδωκε την κατ΄ αυτής καταδικαστικήν απόφασιν, ευθύς ήρπασεν αυτήν ως τίγρις
λυσσώσα, δια να την θανατώση με τας ιδίας του χείρας ο κακούργος! Λοιπόν ο μεν
Διόσκορος έλαβε την κόρην του, άλλος δε δήμιος έλαβε την Ιουλιανήν και
επορεύθησαν εις το όρος, εις το οποίον απεκεφαλίσθη η Βαρβάρα υπό του πατρός
της. Αλλ΄ ενώ επορεύοντο εις τον τόπον του θανάτου αυτών αι δύο Μάρτυρες, αντί
να λυπώνται και να θρηνούν, απ΄ εναντίας μάλιστα έχαιρον και ηυχαριστούντο, ως
να ήσαν προσκεκλημέναι εις γάμον ή άλλην τινά διασκέδασιν φιλικήν και
χαρμόσυνον. Η δε Αγία Μάρτυς του Χριστού Βαρβάρα εδέετο πάλιν προς τον Κύριον,
λέγουσα· «Άναρχε Θεέ, ο ποιήσας τον ουρανόν ωσεί θόλον και θεμελιώσας την γην
επί των υδάτων· ο προστάσσων τον ήλιον να φωτίζη τον κόσμον όλον και τα νέφη να
βρέχωσιν· ο χαρίζων τοσαύτα αγαθά εις δικαίους και αμαρτωλούς και ευεργετών
καλούς και κακούς ως ανεξίκακος και πανάγαθος· αυτός και νυν, Βασιλεύ
πλουσιόδωρε, επάκουσόν μου της δούλης σου δεομένης. Ναι Κύριέ μου, παρακαλώ σε
εκ βάθους καρδίας μου, όστις μνημονεύει το Μαρτύριόν εις δόξαν του Αγίου σου
Ονόματος, αξίωσον αυτόν να μη εγγίση ουδέποτε εις τον οίκον αυτού λοιμώδης νόσος,
ούτε λώβη, ούτε καμμία άλλη θανατηφόρος ασθένεια να λυπήση αυτόν και την
οικογένειάν του. Διότι συ, Κύριέ μου, γινώσκεις το ασθενές των ανθρώπων, τους
οποίους ηυδόκησας να πλάσης κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν ιδικήν σου». Ενώ δε η
Αγία προσηύχετο τοιουτοτρόπως, αίφνης ηκούσθη ουρανόθεν φωνή, η οποία
προσεκάλει αυτήν τε και την Ιουλιανήν εις εκείνην την αιώνιον και ανεκλάλητον
αγαλλίασιν και υπέσχετο εις αυτήν ότι θα πραγματοποιήση όσα εζήτησε δια της
προσευχής της. Ταύτην την γλυκυτάτην φωνήν ακούσασα η Μάρτυς Βαρβάρα
ενεθαρρύνθη περισσότερον και αγαλλομένη έτρεχε να φθάση το ταχύτερον εις τον
τόπον της τελειώσεως, όπου φθάσασα έκλινε την ιεράν αυτής κεφαλήν και εδέχθη το
Μαρτύριον. Απεκεφάλισε δε αυτήν ο άσπλαγχνος και αιμοβόρος πατήρ της, την δε
Ιουλιανήν απεκεφάλισεν ο δήμιος. Αλλ΄ ενώ οι άδικοι φόνοι εξετελούντο, η θεία
δίκη, άγρυπνος πάντοτε, ετιμώρησεν αμέσως τον ασεβή εκείνον και αιμοβόρον
παιδοκτόνον παραδειγματικώτατα· διότι μόλις ούτος ήρχισε να καταβαίνη εκ του
όρους, εις το οποίον είχε πράξει τον απάνθρωπον εκείνον φόνον, αίφνης κεραυνός
καταπεσών εκ του ουρανού κατέκαυσεν αυτόν και εκ του σώματός του ουδέ ίχνος καν
εφάνη. Ούτως ο άθλιος εκείνος και βδελυρός άνθρωπος εστερήθη και της παρούσης
και της μελλούσης ζωής, διότι ήτο ανάξιος και εις την μίαν να ζη και την άλλην
να απολαύση. Η θεία δε αύτη οργή δεν περιωρίσθη εις μόνην την τιμωρίαν του παιδοκτόνου Διοσκόρου, αλλά και μέχρις
αυτού του ηγεμόνος Μαρκιανού έφθασεν η λάμψις του κεραυνού εκείνου ως
προειδοποίησις αψευδής και συμβολική του ασβέστου εκείνου πυρός, εκ του οποίου
έμελλε να κολάζεται αιωνίως. Άνθρωπος δε τις ευσεβής Χριστιανός, Ουαλεντίνος
ονομαζόμενος, έλαβε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων και τιμήσας αυτά με
ψαλμωδίας και πνευματικούς ύμνους, τα μετέφερεν εις το χωρίον Γελασσόν· εκεί δε
όταν έφθασε, τα ενεταφίασεν ιεροπρεπώς. Το Μαρτύριον αυτών ας είναι ίασις
νόσων, ψυχών αγαλλίασις και φιλοθέων ανδρών εντρύφημα πολυέραστον. Ας είναι εις
δόξαν Χριστού του μόνου αληθινού Θεού ημών, εις τον οποίον πρέπει πάσα δόξα,
τιμή, κράτος, μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου