Λεόντιος ο Όσιος Πατήρ ημών
έζη κατά τους χρόνους των τελευταίων Παλαιολόγων (Κωνσταντίνος ΙΑ΄ 1449-1453)
και τους μετέπειτα χρόνους, ήτο δε από την Πελοπόννησον, εκ της πόλεως
Μονεμβασίας. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι, θεοφιλείς και επίσημοι της πατρίδος
των, μάλιστα δε ο πατήρ αυτού, Ανδρέας ονόματι, ήτο εξουσιαστής όλης της
Πελοποννήσου, της οποίας την εξουσίαν είχεν εμπιστευθή εις αυτόν ο ευσεβής
βασιλεύς Ανδρόνικος· ήτο δε και εις την πατρίδα του λαμπρός και εις τους
βασιλείς αγαπητός. Εκ τοιούτων λοιπόν ευγενών γονέων γεννηθείς ο ευλογημένος
Λέων (τούτο ήτο το κοσμικόν του όνομα) και τοιαύτας καλάς αρχάς έχων,
ανετρέφετο από τας πρώτας αρχάς της ηλικίας του με ευγενικά και χρηστά ήθη·
και
πρώτον μεν ελθών εις ηλικίαν δεκτικήν μαθημάτων, εδόθη εις την μάθησιν και
γνωρίσας το καλόν της μαθήσεως και την γλυκύτητα αυτής αισθανθείς, επεθύμησεν
όχι απλώς να μάθη, αλλά να φθάση εις το άκρον και εις την τελειότητα των
επιστημών· όθεν εις ολίγα έτη όχι μόνον τας επιστήμας έμαθεν, αλλά και πολλάς
διαλέκτους, δια την οξύτητα του νοός του και την καθαρότητα της ζωής του.
Έπειτα πέμπεται παρά του πατρός του εις την Κωνσταντινούπολιν, αφ΄ ενός μεν δια
να συναναστραφή με τους εκεί φιλοσόφους, προς περισσοτέραν του άσκησιν και
εκπαίδευσιν, αφ΄ ετέρου δε δια να συνειθίση τας βασιλικάς υποθέσεις και να λάβη
την απαιτουμένην προκοπήν εις αυτάς, διατριβών μέσα εις τα βασίλεια· ο και
εγένετο. Διότι εις την φιλοσοφίαν εστάθη πολύς και εις την φρόνησιν επαινετός
και εις την αρετήν θαυμαστός, τόσον ώστε και ο ίδιος ο βασιλεύς υπερβολικά τον
ηγάπα και κατά πολλά τον ετίμα.
Αφού ο πατήρ του απέθανεν, επέστρεψεν εις την πατρίδα του, την
Μονεμβάσιαν, και ο τοσούτον μέγας φιλόσοφος και θαυμαστός εις όλους και παρά
των βασιλέων τιμώμενος, έρχεται και υποτάσσεται χριστομιμήτως με όλην την
ταπείνωσιν εις την μητέρα του Θεοδώραν· έπειτα θέλουσα εκείνη να αποσπασθή από
τον κόσμον και να εξέλθη από των βιοτικών πραγμάτων την μέριμναν, δια να υπάγη
εις Μοναστήριον, να σιέλθη θεαρέστως το υπόλοιπον της ζωής της, παρεκίνησε τον
υιόν της να νυμφευθή και να αναλάβη εκείνος την φροντίδα των πραγμάτων των και
να μένη κληρονόμος του πατρικού πλούτου· όθεν, αν και δεν ήτο φιλόκοσμος, ως
φιλόσοφος και φρόνιμος και ενάρετος όπου ήτο, όμως πείθεται εις την μητέρα ως
υιός, δια τα δικαιολογήματα, άτινα εκείνη του παρέστησε. Και ούτως αυτός μεν
έμεινε κληρονόμος και κύριος των πατρικών και μητρικών πραγμάτων, η δε μήτηρ,
απελθούσα εις Μοναστήριον κατά τον πόθον της, έζησε καλώς και θεαρέστως τόσον,
ώστε ηξιώθη να προγνωρίση θεόθεν και το τέλος της ζωής της και την προς Θεόν
εκδημίαν της, δια την προς Αυτόν ευαρέστησιν. Ο δε υιός αυτής Λέων έμεινεν εις
τον κόσμον υπανδρευμένος, καθώς είπομεν ανωτέρω, πλην όχι με κοσμικά αλλά με
ουράνια φρονήματα, θεαρέστως πολιτευόμενος και φυλάττων όσον ήτο δυνατόν τας
θείας εντολάς ως ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος.
Κατέφλεγεν
όμως την καρδίαν του Οσίου ο θείος πόθος και δεν ηυχαριστείτο εις την
κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκετο, αλλ΄ ηθέλησε να δοθή όλος εις τον Θεόν
και εις την Εκείνου λατρείαν. Όθεν αν και πάντοτε είχε κατά νουν το ευαγγελικόν
εκείνο «ο ουν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω» (Ματθ. ιθ: 6, Μάρκ. ι:
9), πλην όμως τον εβίαζε και ήναπτε καθ΄ υπερβολήν τον πόθον του η άλλη εκείνη
εξαγγελία του Χριστού, η λέγουσα· «και πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή
αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου,
εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ: 29). Ταύτα
πολλάκις και καλώς μελετήσας, αφού απέκτησε τρία τέκνα, καταπείθει την σύζυγόν
του και έμεινεν εκείνη εις τον οίκον του και εις όλα τα υπάρχοντά του με τα
τέκνα του και αυτός επήγε να πληρώση τον πόθον, τον οποίον είχε παιδιόθεν προς
τον Χριστόν· ευρών δε ιερόν τινα άνδρα, Μνίδην επονομαζόμενον, Ασκητήν
ακριβέστατον και της μοναδικής πολιτείας διδάσκαλον άριστον, υποτάσσεται εις
αυτόν και συναριθμείται με άλλους υποτακτικούς του ο μακάριος· λαβών δε το
Αγγελικόν Σχήμα, από Λέων μετωνομάσθη Λεόντιος και τόσον προθύμως ήρχισε τους
ασκητικούς αγώνας και τόσον πολύ ηγωνίζετο, ώστε εις ολίγον διάστημα καιρού
υπερέβη εις τας αρετάς όλους τους άλλους παραδελφούς και συναγωνιατάς του και
παρά πάντων εθαυμάζετο.
Πλην ο πόθος τον οποίον είχε δια να ίδη και να μιμηθή και άλλων εναρέτων
έργα και κατορθώματα δεν τον άφησε να μένη έως τέλους εις την συνοδείαν
εκείνην, αλλ΄ αναχωρήσας εκείθεν επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος και ευρών
εκεί κατά τον πόθον του εναρέτους Μοναχούς, συνηγωνίζετο μετ΄ αυτών και πολλούς
ιδρώτας έχυνεν εις τους υπέρ της αρετής κόπους και αγώνας· πλην καίτοι είχεν
αυτός εαυτόν κατώτερον πάντων και εις πάντας υπετάσσετο και εις όλους εδείκνυεν
άκραν ταπείνωσιν, μ΄ όλον τούτο όλοι τον είχον και τον εθεώρουν ανώτερόν των
και όλοι μεγάλην τιμήν του απέδιδον. Όθεν και εκ της αιτίας ταύτης, ήτοι δια
την εξ ανθρώπων τιμήν, ανεχώρησε πάλιν εκείθεν και ήλθεν εις τους ερήμους τότε
τόπους της Πελοποννήσου και ήτο εκεί μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· δεν
έλειπεν όμως ούτε έπαυεν από του να παρακαλή τον Θεόν να του δείξη τόπον, εις
τον οποίον να υπάγη να αγωνισθή και να ευαρεστήση αυτόν· διο και του απεκαλύφθη
θεόθεν να υπάγη εις τα βόρεια μέρη, εις το άνωθεν του Αιγίου όρος το λεγόμενον
Κλωκός.
Διελθών
λοιπόν εις τον τόπον εκείνον τον περισσότερον καιρόν της ζωής του, πηγνύμενος
από το ψύχος και τον παγετόν του χειμώνος, φλεγόμενος από την φλόγα και τον
καύσωνα του θέρους και με πάσαν άλλην κακοπάθειαν ταλαιπωρούμενος, κατεσίγησε
και παντελώς ηφάνισε τας εναντίας δυνάμεις των δαιμόνων με την θείαν δύναμιν
του Χριστού, φθάσας εις τελείαν απάθειαν ο αοίδιμος. Ανεβίβασε δε και τον νουν
αυτού εις ύψος ένθεον, δηλαδή εις θεωρίας υψηλάς και την ενέργειαν των θαυμάτων
επλούτησε, χωλούς και κυλλούς και πάσαν ασθένειαν θεραπεύων. Όθεν και οι βασιλόπαιδες
Θωμάς και Δημήτριος, οι αυτάδελφοι Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου του τελευταίου
βασιλέως των Χριστιανών, δεσπόται όντες της Πελοποννήσου, υπερθαυμάζοντες την
αρετήν αυτού και ευλαβούμενοι αυτόν ως άνθρωπον Θεού και Άγιον, έκτισαν εις
αυτόν τον τόπον εις τον οποίον ησκήτευσεν ο Όσιος Ναόν ιερόν του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ και άλλα πολλά και μεγάλα οικοδομήματα εκ θεμελίων οικοδομήσαντες,
κατέστησαν Μοναστήριον, το οποίον μέχρι και σήμερον ευρίσκεται. Προς αγιασμόν
δε των εικείσε ασκουμένων Μοναχών, αφιέρωσαν μέρη τινά εκ των Τιμίων Οργάνων
του Πάθους του Σωτήρος Χριστού, ήτοι μέρος του Ακανθίνου Στεφάνου του Χριστού,
μέρος του Τιμίου Ξύλου του ζωηφόρου Σταυρού και μέρος του Σπόγγου, δι΄ ου
εποτίσθη το όξος ο Χριστός, ως και μέρος από την κοκκίνην Χλαμύδα, την οποίαν
ενέδυσαν αυτόν προς χλεύην και εμπαιγμόν· προς τούτοις αφιέρωσαν και πλόκαμον
τινά από τας τρίχας του Τιμίου Προδρόμου, την χείρα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος
Αρέθα και την αγίαν Κάραν του Ομολογητού Στεφάνου του Νέου, τα οποία φέροντες
απέθεντο επάνω εις την Αγίαν Τράπεζαν.
Ο δε Όσιος Λεόντιος, αφού έγινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς με την
σοφίαν των θείων λόγων του και με την συνεργείαν της θείας Χάριτος και τους
διήγειρε προς ζήλον και μίμησιν της ασκητικής πολιτείας και αγίας ζωής του,
προεγνώρισε το τέλος του, διότι είδε φωτοειδείς Αγίους γγέλους, προσκαλούντας
αυτόν από την γην εις τον ουρανόν και τότε το πνεύμα αυτού εν ειρήνη παρέθετο
εις χείρας Θεού, ζήσας εβδομήκοντα και πέντε έτη. Το δε τίμιον αυτού και άγιον
Λείψανον κατετέθη εντός του ιδίου σπηλαίου, εις το οποίον ζων ηγωνίζετο και
βρύει ιάματα εις τους μετά Πίστεως προστρέχοντας προς αυτόν. Μετά καιρόν δε ο
μαθητής αυτού και μιμητής κατά πάντα, ο πρόεδρος Παλαιών Πατρών Ιωακείμ,
ηθέλησε να ποιήση ανακομιδήν του αγίου Λειψάνου, όταν όμως επεχείρησαν τούτο
έγινε σεισμός και εσχίσθη το σπήλαιον, όθεν φοβηθέντες δεν επλησίασαν παντελώς,
αλλ΄ έμεινε και μένει εκεί το άγιον Λείψανον, έως της σήμερον, κρίμασιν οις
οίδε μόνον ο Κύριος. Ου τω απείρω ελέει ρυσθείημεν και ημείς των αιωνίων
κολάσεων, δια πρεσβειών του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Λεοντίου και
αξιωθείημεν της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου