Θεοφάνης ο
Όσιος πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους Κάρου και Καρίνου των βασιλέων εν έτει
σπγ΄ (283) και εγεννήθη από γονείς Έλληνας, επίστευσε δε εις τον Χριστόν με τον
ακόλουθον παράδοξον τρόπον. Ότε ήτο πολύ νέος κτά την ηλικίαν, ιδών παιδίον τι,
το οποίον εκινδύνευε να αποθάνη από το ψύχος, εξεδύθη τα ιδικά του ενδύματα και
ενέδυσε με αυτά το παιδίον. Επειδή δε ο πατήρ του ηρώτησεν αυτόν ειπών, «Που
είναι, τέκνον μου, τα ιμάτιά σου»; Σοφώς ο Άγιος απεκρίθη· «Ενέδυσα με αυτά τον
Χριστόν». Ο δε πατήρ του πάλιν ηρώτησεν αυτόν· «Και ποίος είναι ο Χριστός;
ημείς οι Έλληνες τον Ερμήν και τον Απόλλωνα σεβόμεθα». Τότε ο Άγιος ηρνήθη τον
πατέρα του ως ασεβή και Έλληνα· όθεν Άγγελος Κυρίου φανείς έλαβεν αυτόν και τον
ανεβίβασεν επάνω εις το όρος το καλούμενον Διαβηνόν και παρέδωκεν αυτόν εις ένα
Ασκητήν, όστις είχεν έτη εβδομήκοντα πέντε εν τη ασκήσει.
Όθεν τούτον παραλαβών
ο Ασκητής, τον εμαθήτευσεν ομού με την ασκητικήν πολιτείαν και τα ιερά
γράμματα· ετρέφοντο δε και οι δύο, ό τε διδάσκαλος και ο μαθητής, υπό θείου
Αγγέλου. Επειδή δε ο Ασκητής εκείνος μετά πέντε έτη απήλθε προς Κύριον, έμεινεν
ο μαθητής Θεοφάνης, μεταχειριζόμενος την αυτήν του διδασκάλου του άσκησιν, και
ούτω διεπέρασεν εν τη ασκήσει έτη πεντήκοντα οκτώ. Έπειτα οδηγηθείς υπό θείου
Αγγέλου εξήλθε του σπηλαίου του, καθεζόμενος επάνω εις λέοντα, και περιπατήσας
με αυτόν έως διάστημα εξήκοντα σταδίων, ήτοι επτά και ήμισυ μίλια,
περιερχόμενος δε εκήρυττε πανταχού την εις Χριστόν πίστιν. Όθεν συνέλαβον αυτόν
Κάρος και Καρίνος οι βασιλείς και έδωκαν εις το πρόσωπον αυτού ραπίσματα
εκατόν· έπειτα βασανίσαντες αυτόν με διαφόρους τιμωρίας, είδον ότι με τα
θαύματα, τα οποία έκαμνεν, επίστευον εις τον Χριστόν πολύ πλήθος Ελλήνων και
εβαπτίζοντο υπ’ αυτού· δια τούτο καταισχυθέντες, τον αφήκαν να πολιτεύηται
καθώς θέλει· ο δε Άγιος πάλιν ανέβη εις το σπήλαιον εκείνο, εις το οποίον ήτο
πρότερον· και ζήσας ακόμη έτη δεκαεπτά, απήλθε προς Κύριον· όλα δε τα έτη της
ασκήσεως αυτού ήσαν εβδομήκοντα πέντε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου